Editorial 633 - Το έπαθλο της στιγμής

Από το

motomag

1/8/2022

Ρωτώντας όλους τους συμμετέχοντες στο φετινό Mega Test να μου ξεχωρίσουν μία στιγμή από το ταξίδι, ο ένας μετά τον άλλο έδωσαν την ίδια απάντηση: Την νυκτερινή οδήγηση, υπό βροχή και μέσα στην λάσπη ενώ πηγαίναμε προς το μοναστήρι Uvac, δίχως να μπορούμε να υπολογίσουμε πότε θα φτάσουμε εξαιτίας των συνθηκών. Η περιγραφή της διαδρομής δίνει στον αναγνώστη ή στον αυτήκοο μάρτυρα της εξιστόρησης, την εικόνα μίας ταλαιπωρίας στην οποία ποτέ κανείς, αν είχε την επιλογή, δεν θα επέλεγε να μπλέξει οικειοθελώς. Γιατί όμως ήταν αυτή η δύσκολη στιγμή κοινά αποδεκτή ως άκρως απολαυστική από μία σειρά ολότελα διαφορετικών ανθρώπων; Και μάλιστα ως δεύτερη τέθηκε η αμέσως επόμενη σε βαθμό δυσκολίας διαδρομή. Εκείνη μετά την ανηφόρα του βρικόλακα που μας ανάγκασε για ακόμη μία φορά να βρεθούμε στον δρόμο ενώ το σκοτάδι είχε πέσει βαρύ. Μία εξήγηση θα μπορούσε να είναι πως η εκπλήρωση ενός άθλου, όπως το να καταφέρουμε να φτάσουμε στο σημείο της κατασκήνωσης ή να βγούμε στην άσφαλτο, προκαλεί το συναίσθημα που με την σειρά του διεγείρει όλους τους νεύρωνες και αποτυπώνει την στιγμή για πάντα. Μία έκλυση χημικών ουσιών που συγγενεύουν με την ανταμοιβή. Όμως αυτό δεν εξηγεί πλήρως το συναίσθημα ευφορίας όσο η διαδρομή εξελίσσεται και άρα εξελίσσεται και η ταλαιπωρία. Πριν την επίτευξη του στόχου ήταν και πάλι όλοι ευτυχισμένοι, το λιγότερο ενθουσιασμένοι και αποφασισμένοι να συνεχίσουν. Ο Δάλλας μεταφέρει το συναίσθημα εκείνης της στιγμής με μία δυνατή περιγραφή. Χρόνια όταν περάσουν, και οι μνήμες θα χρειάζονται κάποιο έναυσμα για να καταφέρουν να ανασυρθούν και δεν θα έρχονται άμεσα, θα είναι αυτές οι στιγμές που θα εκτοξεύονται πρώτες. Για αυτές τις στιγμές ζούμε όλοι μας πάνω στους δύο τροχούς.

Τα συναισθήματα ταξιδεύουν ταχύτερα από την σκέψη και αποτυπώνονται και ανεξίτηλα δημιουργώντας πιο έντονες μνήμες. Ακόμη και από τα πιο μακρινά ταξίδια, από τα πιο γεμάτα σε εμπειρίες και εικόνες, στο τέλος δεν θα μείνουν παρά ελάχιστες στιγμές οι οποίες όμως θα συνοδεύονται από το συναίσθημα και ανασύροντάς τες ζεις ξανά το ρεζουμέ του ταξιδιού. Θέμα τύχης, μετά την προετοιμασία που έχεις κάνει, μετά της προσοχής που έχεις δώσει σε όλες τις λεπτομέρειες, της συγκέντρωσης σε κάθε στιγμή της οδήγησης προσπαθώντας να αποφύγεις το λάθος, να είναι αυτές οι μνήμες θετικές και να μην συνοδεύονται από αρνητικά συναισθήματα, όπως του πόνου γιατί έπεσες ας πούμε και δεν γινόταν να συνεχίσεις. Αυτή είναι όμως μία άλλη συνθήκη για άλλη κουβέντα.

Οποιονδήποτε και αν ρωτήσετε να σας απαριθμήσει μία συγκλονιστική στιγμή που έχει ζήσει με μοτοσυκλέτα, θα σας περιγράψει κάποια σκηνή από ένα ταξίδι. Και προσέξτε, αυτή η σκηνή θα είναι είτε μεγάλη σε διάρκεια και θα έχει να πει για αυτή λίγες λέξεις, είτε ελάχιστα δευτερόλεπτα και οι λέξεις αυτές θα προσπερνάνε σε χρόνο. Διότι στην πράξη συναισθήματα θα περιγράφει διότι αυτά μένουν.

Είναι οι στιγμές για τις οποίες όλοι μας οδηγούμε και σε τέτοια ταξίδια τις έχουμε πιο έντονες. Είναι οι στιγμές για τις οποίες αγωνίζεται κάποιος, ούτε για το κύπελλο, ούτε για το ρεκόρ, ούτε γιατί είναι απλά το χόμπι του. Για τις λίγες στιγμές μετά τον τερματισμό κάνει ό,τι κάνει. Είναι οι στιγμές για τις οποίες παίρνουμε την μοτοσυκλέτα μας και βγαίνουμε στον δρόμο χωρίς προορισμό, απλά για να οδηγήσουμε. Θυμάται κανείς όλο το ταξίδι, όλο τον αγώνα στροφή την στροφή, όλη την διαδρομή από την ώρα που ξεπάρκαρε μέχρι που έσβησε; Όχι σε καμία περίπτωση. Οδηγούμε για το τώρα και γράφουμε χιλιάδες, μερικές φορές εκατομμύρια χιλιόμετρα απλά κρατώντας ορισμένες στιγμές. Το μόνο καλό είναι πως για να κερδίσει ο καθένας από εμάς το έπαθλο αυτό, το συναίσθημα της στιγμής που μένει για πάντα, δεν χρειάζεται την ακριβότερη καινούρια μοτοσυκλέτα, δεν απαιτεί χρόνια γυμναστική και μεγάλες θυσίες για να τρέξεις σε αγώνα, δεν θέλει τίποτα περισσότερο από το βγεις και να οδηγήσεις. Υπάρχει εδώ μία μικρή παγίδα, διότι με την εξισορρόπηση αυτή θεωρείς πως πολλά κοινά υπάρχουν με όλους. Το ίδιο είναι ο Hicman που τρέχει σε δημόσιο δρόμο στο Isle of Man TT, το ίδιο μπορείς κι εσύ για μία στιγμή. Όχι δεν είναι αυτή η σωστή εξίσωση: Είμαστε όλοι ίσοι στο τι εισπράττουμε από την οδήγηση της μοτοσυκλέτας μας και για όλα τα υπόλοιπα υπάρχει πάντα ο κατάλληλος τόπος και χρόνος. Βγείτε λοιπόν απλά να οδηγήσετε, δεν χρειάζεται καμία υπερβολή για να κερδίσεις στο τέλος το ίδιο ακριβώς έπαθλο με εκείνον που έτρεξε στον αγώνα, με εκείνον που έφυγε και γύρισε μία εβδομάδα μετά έχοντας περάσει σύνορα. Συναισθήματα, ένας απλός ηλεκτροχημικός μηχανισμός, μία στιγμιαία έκλυση μιας σειράς ουσιών, αυτή είναι η ανταμοιβή και σε αυτό μπορούμε να είμαστε όλοι ίσοι, οτιδήποτε και αν καβαλάμε, δεν έχει καμία σημασία. Γελάω και θλίβομαι μαζί όταν βλέπω κόσμο να διαφωνεί με μάρκες, με μεταπωλητικές αξίες ή με ομάδες και αναβάτες. Χάνουν την ουσία κατά την οποία στο βάθος είμαστε όλοι ίδιοι. Ναι κατά επέκταση μπορεί μία συγκεκριμένη Kawasaki να σε κάνει να ζήσεις πιο έντονα από μία άλλη συγκεκριμένη Honda, ή Ducati ή οτιδήποτε. Με τον αναβάτη της όμως δεν έχεις να χωρίσεις κάτι, το ίδιο έπαθλο κυνηγάτε. Οδηγήστε και ζήστε την στιγμή, αυτή θα έρθει στην σέλα οποιουδήποτε μοντέλου, αλλιώς δεν θα θυμόμασταν τόσο έντονα τις πρώτες μας βόλτες με κινητήρα αλυσοπρίονου σε ποδήλατο…

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;