Forum Wars Vol. 1

Έχουν τα V2 περισσότερη ροπή;
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/1/2017

Ένα από τα αγαπημένα θέματα που χρησιμοποιούν ως αφορμή οι οπαδοί των τετρακύλινδρων και δικύλινδρων κινητήρων για να τσακωθούν μεταξύ τους, είναι το κατά πόσο ένα δικύλινδρος κινητήρας (ίδιων κυβικών και ίδιας τεχνολογίας) έχει ή δεν έχει περισσότερη ροπή από έναν τετρακύλινδρο. Φυσικά κανείς ποτέ δεν έχει καταφέρει να δώσει μια σωστή απάντηση στο ερώτημα για τους απλούς λόγους:

Πρώτον: Το ερώτημα βασίζεται σε λάθος διατύπωση της έννοιας της ροπής

Το κακό ξεκίνησε την εποχή που δυναμόμετρα είχαν μόνο τα εργοστάσια και ο υπόλοιπος κόσμος έβγαζε τα συμπεράσματά του για την απόδοση των κινητήρων βασιζόμενος στα στοιχεία που ανακοίνωναν οι εταιρείες και στην αίσθηση από την οδήγηση της μοτοσυκλέτας. Αυτό είχε δύο τρωτά σημεία: Από την μια μεριά τα εργοστάσια ανακοίνωναν συνήθως ψευδή στοιχεία και από την άλλη μεριά ο αναβάτης νόμιζε ότι η αμεσότητα στην απόκριση του γκαζιού οφείλεται στη ροπή του κινητήρα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η κόντρα μεταξύ του πρώτου Honda CB 750 και της πρώτης Ducati 750 SS, όπου βάσει των εργοστασιακών στοιχείων έπρεπε το CB 750 να είναι ελαφρώς ταχύτερο σε όλες τις μετρήσεις επιδόσεων (από στάση, τελική ταχύτητα και ρεπρίζ) κάτι όμως που δεν συνέβαινε στην πραγματικότητα.

Ο λόγος φυσικά ήταν ότι το CB 750 δεν έβγαζε ποτέ τα άλογα και την ροπή που ανακοίνωνε η Honda, ενώ τα στοιχεία της Ducati ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα. Οι επόμενες γενιές τετρακύλινδρων κινητήρων βελτίωσαν πολύ την απόδοσή τους, ξεπερνώντας σε ιπποδύναμη και ροπή τους αντίστοιχους δικύλινδρους κινητήρες, όμως και πάλι όποιος οδηγούσε μια δικύλινδρη μοτοσυκλέτα έλεγε ότι έχει περισσότερη ροπή από μια αντίστοιχη τετρακύλινδρη. Γιατί; Μα φυσικά γιατί πλέον είχε ταυτιστεί στο μυαλό όλων ότι η ΑΠΟΚΡΙΣΗ στο άνοιγμα του γκαζιού είναι η ΡΟΠΗ ενός κινητήρα. Με αυτή την εντελώς λάθος βάση, συνεχίζεται ο πόλεμος των οπαδών στα forum ακόμα και σήμερα.  

 

Δεύτερον: Για την σύγκριση χρησιμοποιούνται λάθος δυναμομετρήσεις

Όταν πλέον τα δυναμόμετρα έγιναν αρκετά φτηνά για να μπορεί να τα αγοράσει ένα συνοικιακό συνεργείο, όλοι πίστεψαν ότι θα είναι εύκολο να μάθουμε την αλήθεια και αν όντως οι δικύλινδροι κινητήρες έχουν περισσότεροι ροπή από τους αντίστοιχης τεχνολογίας και κυβισμού τετρακύλινδρους. Αμ, δε! Το μόνο που έγινε τελικά είναι να προστεθούν στην κουβέντα χιλιάδες διαγράμματα και ακατανόητες μαθηματικές εξισώσεις που δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Ο λόγος είναι ότι η διαδικασία των δυναμομετρήσεων που χρησιμοποιούνται δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που κάνει ο αναβάτης οδηγώντας την μοτοσυκλέτα του.

Πάνω στο δυναμόμετρο ανοίγεις τέρμα το γκάζι από τις 1800-2500 στροφές και το κρατάς χουφτωμένο μέχρι τον κόφτη. Αντιθέτως, στο δρόμο έχεις είτε κλειστό, είτε μισο-ανοιγμένο το γκάζι μεταξύ 3000-6000 στροφές και ξαφνικά το ανοίγεις τέρμα. Ένας δικύλινδρος κινητήρας είναι απόλυτα φυσιολογικό να αντιδράσει πιο άμεσα στο απότομο άνοιγμα του γκαζιού από έναν τετρακύλινδρο, με αποτέλεσμα ο αναβάτης να νομίζει ότι αυτό οφείλεται στην ροπή, ενώ στην πραγματικότητα οφείλεται στην αποτελεσματικότερη καύση του μεγαλύτερου θαλάμου καύσης ενός δικύλινδρου (επιπλέον έχει συνήθως και μεγαλύτερες βαλβίδες και μεγαλύτερη διαδρομή και αναλογικά μικρότερης διαμέτρου καρμπιρατέρ/ψεκασμό) όταν εισέρχεται ξαφνικά μια υπερβολική ποσότητα μείγματος.

Το καλύτερο παράδειγμα για να καταλάβουμε ότι το θέμα του τσακωμού δεν πρέπει να είναι η ροπή, αλλά το κατά πόσο μπορούν οι δικύλινδροι να “κάψουν” αποτελεσματικότερα την ξαφνική εισροή υπερβολικής ποσότητας μείγματος από το απότομο άνοιγμα του γκαζιού, είναι να συγκρίνουμε δύο ίδιους τετρακύλινδρους κινητήρες με διαφορετικού μεγέθους καρμπιρατέρ/ψεκασμό.

Όπως ας πούμε τον κινητήρα του CBR 400 RR και του CB 400. Το γυμνό CB 400, λόγω των μικρότερων καρμπιρατέρ είχε αρκετά πιο “γεμάτη αίσθηση” στις χαμηλές και μεσαίες στροφές από το supersport CBR 400 RR παρά το γεγονός ότι έβγαζε λιγότερη ροπή και φυσικά πολύ λιγότερη δύναμη πάνω στο δυναμόμετρο, στις ίδιες ακριβώς στροφές.

Όμως η απολύτως καλύτερη απόδειξη για να καταλάβουμε ότι όλο το θέμα είναι στην απόκριση του γκαζιού και όχι στη ροπή, είναι να οδηγήσεις μια μοτοσυκλέτα με ψεκασμό ride by wire και απλώς να αλλάξεις την ρύθμιση του ψεκασμού. Για παράδειγμα, το ΜΤ-09 εμφανίζει ακριβώς την ίδια καμπύλη ροπής και ιπποδύναμής, τόσο στο Mode STD, όσο και στο Mode A. Απόλυτα λογικό, αφού η δυναμομέτρηση έγινε ανοίγοντας το γκάζι τέρμα από το ρελαντί. Όμως οδηγώντας το δρόμο, με το Mode A το MT-09 σου φεύγει από τα χέρια στο παραμικρό άνοιγμα του γκαζιού (πω, πω ροπή!!! Θα λέγανε οι πατεράδες μας) ενώ στο Mode STD η επιτάχυνση έρχεται πιο ομαλά (τι έγινε ρε παιδιά! Πού πήγε η ροπή που βλέπω στο διάγραμμα;).

Ο μόνος τρόπος για να σου δείξει το δυναμόμετρο αυτό που νιώθεις οδηγώντας στο δρόμο, είναι απλώς να κλείσεις το γκάζι στις 4000-6000 στροφές και να το ανοίξεις απότομα τέρμα. Μετά μπορείς να μετρήσεις τον χρόνο που χρειάστηκε ο κινητήρας να ανεβάσει στις πρώτες 500 στροφές (δηλαδή πόσο χρόνο του πήρε από τέρμα κλειστό γκάζι π.χ. στις 4000 για να πάει από τις 4500). Συνήθως ένας δικύλινδρος πετυχαίνει καλύτερους χρόνους από έναν τετρακύλινδρο στο μεσαίο φάσμα στροφών.

 

Τρίτον: Με το θέμα ασχολούνται οπαδοί

Ένα άλλο γεγονός που καθιέρωσε την κόντρα μεταξύ δικύλινδρων και τετρακύλινδρων, έχει να κάνει με το γεγονός ότι για πολλά χρόνια οι τετρακύλινδροι κινητήρες ήταν κυρίως ιαπωνικής προέλευσης και οι δικύλινδροι ευρωπαϊκης. Έτσι η κόντρα μεταξύ “γιαπωνέζων” και “ευρωπαίων” τροφοδοτούσε διαρκώς τους τσακωμούς.

Το οπαδιλίκι έχει την πλάκα του αλλά όταν αρχίσει και γίνεται φανατισμός καταντάει αηδία. Ειδικά τα τελευταία χρόνια με την ανωνυμία που προσφέρει το διαδίκτυο, η κατάσταση έχει αρχίσει να γίνεται έως χυδαία. Όποιος κατάφερε να πάρει με 3000 δόσεις μια μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ νομίζει ότι έγινε ο super παντογνώστης-μοτοσυκλετιστής και όποιος προσπέρασε έναν κουλό σε τοπικό track day της άνω Καστανιάς νομίζει ότι έγινε ο Rossi. Η αλήθεια είναι ότι κανείς μας δεν τα ξέρει όλα, όλοι κάνουμε λάθη, οι θεωρίες είναι για να ανατρέπονται και το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή είναι η χαρά να ανακαλύπτεις καινούρια πράγματα. ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ με ΥΠΕΡΟΧΑ ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΙΣΤΙΚΑ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ!

Kawasaki W230 & Meguro S1 2026 – Συνεχίζουν χωρίς αλλαγές και την επόμενη χρονιά

Νέο πράσινο μεταλλικό χρώμα για την W230
Kawasaki W230 Meguro S1
Από τον

Φίλιππο Σταυριδόπουλο

29/7/2025

H Kawasaki επιβεβαιώνει ότι τα W230 και Meguro S1 θα παραμείνουν στη γκάμα της και για το 2026 με τις δύο μοτοσυκλέτες -ουσιαστικά είναι μία- να είναι διαθέσιμες σε ένα χρώμα η καθεμιά.

Η είδηση της παραμονής των κλασσικών μοτοσυκλετών στην γκάμα της Kawasaki είναι από μόνη της είναι ευχάριστη με τη W230 να αποκτά νέο χρώμα το ιδιαίτερα κοψμό Metallic Matte Dark Green προσθέτοντας ακόμα περισσότερο χαρακτήρα στην κλασική της εμφάνιση.

Η σειρά "W" είναι κάτι παραπάνω από ένας φόρος τιμής στην ιστορία της Kawasaki. Είναι ένα ζωντανό κομμάτι της, με ρίζες που φτάνουν πίσω στη δεκαετία του '60 και την εμβληματική W1, τη μοτοσυκλέτα που βασίστηκε στην αρχική Meguro K1 – δημιουργία μιας εταιρείας που αποτελεί θεμέλιο λίθο της ιαπωνικής μοτοσυκλετιστικής ιστορίας. Η Meguro, η οποία γιόρτασε τα 100 χρόνια της το 2024, επιστρέφει πλέον στο προσκήνιο όχι ως νοσταλγία, αλλά ως ενεργό κομμάτι της σύγχρονης γκάμας της Kawasaki.

Kawasaki W230 Meguro S1

Δύο μοντέλα, μία καρδιά

Αν και η W230 και η Meguro S1 διατηρούν αισθητικές διαφορές, κάτω από τη σέλα χτυπά η ίδια καρδιά: o αερόψυκτος, μονοκύλινδρος κινητήρας των 233 κ.εκ. με τον έναν επικεφαλής εκκεντροφόρο και τις δύο βαλβίδες που δίνει έμφαση στην ροπή και την αίσθηση, όχι στις απόλυτες επιδόσεις, κάτι που δεν θα μπορούσε να κάνει άλλωστε αφού δεν έχει και αυτόν τον στόχο. Η απόδοση για το μοτέρ με τις σχεδόν τετράγωνες διαστάσεις για τον κύλινδρό του (67x66 χλστ.) βρίσκεται στους 17 ίππους 

Το χαμηλό βάρος των 143 κιλών, σε συνδυασμό με το χαμηλό ύψος σέλας, καθιστούν και τα δύο μοντέλα ιδανικά για καθημερινή χρήση αλλά και για νέους ή επιστρέφοντες αναβάτες που εκτιμούν τη διαχρονική απλότητα.

Ο κινητήρας διαθέτει αντικραδασμικό άξονα για περιορισμό των πρωτευόντων  δονήσεων, αλλά παραμένει “σπιρτόζος”, θυμίζοντας παρελθούσες εποχές.

Kawasaki W230 Meguro S1

Η Kawasaki έχει επενδύσει στην αυθεντικότητα του σχεδιασμού. Από τα μεταλλικά φτερά, έως τις ακτινωτές ζάντες και την χρωμιωμένη εξάτμιση, η λεπτομέρεια μετράει και φαίνεται. Τα όργανα είναι διπλοί αναλογικοί μετρητές, όπως αρμόζει σε μια μοτοσυκλέτα που σέβεται την κλασική της καταγωγή.

Η ανάρτηση αποτελείται από τηλεσκοπικό πιρούνι 37mm εμπρός και διπλά αμορτισέρ πίσω, με πέντε ρυθμίσεις προφόρτισης, δίνοντας την απαιτούμενη ρετρό αίσθηση αλλά χωρίς να θυσιάζουν την άνεση της καθημερινής χρήσης.

Η W230 είναι πιο ανάλαφρη και "μοντέρνα" στην έκφρασή της. Το ρεζερβουάρ της έρχεται πλέον και σε σκούρο μεταλλικό πράσινο και ανάγλυφο έμβλημα "W". Από την άλλη, η Meguro S1 είναι πιο εντυπωσιακή με το χρωμιωμένο ρεζερβουάρ, τα παραδοσιακά λογότυπα "M" και τις λευκές λεπτομέρειες στη σέλα που την κάνουν να μοιάζει βγαλμένη από βιτρίνα του 1965, μόνο που τώρα έρχεται με ABS και Euro5 προδιαγραφές.

Σε μια εποχή που οι περισσότερες μοτοσυκλέτες κυνηγούν τα τελευταία gadgets και τις πιο εξελιγμένες ηλεκτρονικές αναρτήσεις, η Kawasaki μας υπενθυμίζει πως η απλότητα είναι διαχρονική. Τα W230 και Meguro S1 είναι δύο μοτοσυκλέτες που δεν χρειάζονται εξηγήσεις, όλα είναι απλά και γνώριμα. Κοιτάς, απολαμβάνεις, βάζεις μπροστά και οδηγείς.