Μετά από μια περίοδο έντονων φημών για την εξαγορά της Ducati ήρθε στις 19 Απριλίου η επίσημη ανακοίνωση της γερμανικής Volkswagen Audi Group / VAG που επιβεβαίωσε την απόφασή της να την αγοράσει.
Η τιμή δεν αποκαλύφθηκε, αλλά οι ειδήσεις λένε ότι η VAG θα πληρώσει στους ιδιοκτήτες της Ducati Performance, έναν όμιλο επενδύσεων με επικεφαλής την οικογένεια Bonomi, το ποσό των 860 εκατομμυρίων ευρώ, για τον έλεγχο του 100% της Ducati, στα οποία περιλαμβάνεται και ένα χρέος 200 εκατομμυρίων ευρώ. Το 2011 έχει επιβεβαιωθεί ότι η Ducati πούλησε 42.233 μοτοσυκλέτες σε όλο τον κόσμο, έχοντας 17,5% αύξηση σε σχέση με τις 36.050 μονάδες που παραδόθηκαν το 2010, με τον κύκλο εργασιών που παράγεται από 1.135 υπαλλήλους της αυξημένο κατά 22% από 392 εκατομμύρια ευρώ το προηγούμενο έτος, στα 480 εκατομμύρια το 2011, το υψηλότερο ποσό μέχρι τώρα για την εταιρεία. Την εξαγορά αναμφίβολα προώθησε ο πρόεδρος της VAG (και, στην ηλικία των 75 ετών, ακόμη ένας ιδιοκτήτης Ducati) Piëch Ferdinand, ο οποίος είχε προηγουμένως εκφράσει δημοσίως τη λύπη του που δεν επέλεξαν να αγοράσουν την Ducati το 1985, όταν η τότε κρατική εταιρεία είχε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, δηλώνοντας σε μια συνέντευξη του 2008 στο γερμανικό περιοδικό Stern ότι “ακόμη θέλω μια μικρή, πολύτιμη, εταιρεία κατασκευής μοτοσυκλετών." Πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι η απόκτηση της Ducati, παρόλο το ότι δεν έγινε στο ύψος της τιμής του ενός δισεκατομμυρίου που αναζητούσε η οικογένεια Bonomi, έχει και μια δόση ματαιοδοξίας και δεν είναι “έξυπνη επένδυση”, αλλά με τα 17 δισεκατομμύρια ευρώ που διαθέτει η VAG, σίγουρα μπορεί να αντέξει μια τέτοια πολυτέλεια. Η απόκτηση της Ducati από τη VAG δεν μπορεί παρά να είναι ένα θετικό βήμα για την πρόοδό της. Πλέον δεν ανήκει σε κερδοσκόπους επενδυτές που βλέπουν την Ducati σαν μια βραχυπρόθεσμη επένδυση, και προσπαθούν να αποκομίσουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, κάνοντας μόνο τις ελάχιστες δυνατές επενδύσεις προκειμένου να την πουλήσουν σύντομα στην μεγαλύτερη τιμή. Τώρα ανήκει σε μια από τις μεγαλύτερες αυτοκινητοβιομηχανίας στον κόσμο, η οποία έχει ήδη αποδείξει με την επιτυχημένη ιδιοκτησία της Lamborghini (αλλά και της Bentley, της Italdesign και της Bugatti) ότι μπορεί να διαχειριστεί με επιτυχία την ανάπτυξη μιας εταιρείας με κύρος, όπως η Ducati, και φυσικά διαθέτει τους απαραίτητους πόρους, οικονομικούς, τεχνικούς και ανθρώπινους για να το κάνει σε μακροπρόθεσμη βάση. Σκεφτείτε ότι το 1997, το έτος πριν από την εξαγορά της από τη VAG, η Lamborghini πούλησε 209 Diablo, ενώ μια δεκαετία αργότερα, το 2007, πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση, η εταιρεία πούλησε 2.580 αυτοκίνητα μια τεράστια αύξηση του όγκου παραγωγής, και της ποιότητας, που επιτεύχθηκε στο πλαίσιο της ιδιοκτησίας από την VAG, και χωρίς να αλλάξουν οι αξίες της φίρμας. Και η Ducati μπορεί να αναμένει μια παρόμοια μεταχείριση. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η VAG έχει επιλέξει να παρουσιάσει την αγορά της Ducati να γίνεται μέσω της Audi, αν και η Audi AG, είναι μόνο ένα μέρος του ευρύτερου ομίλου VAG. Μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο κυριότερος ανταγωνιστής της Audi στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας είναι η BMW, η οποία βεβαίως έχει τη δική της εντυπωσιακή επιτυχία στο τμήμα της μοτοσυκλέτας, σαν ο μεγαλύτερος κατασκευαστής.
Στην πρόσφατη αποκλειστική συνέντευξη που μου παραχώρησε ο Claudio Domenicali αποκάλυψε ορισμένους τομείς προϊόντων (off-road, maxi-σκούτερ, κλπ.), στους οποίους πιστεύει πως η Ducati θα πρέπει να αναζητήσει την παρουσία της, με την επιφύλαξη να υπάρχουν οι αναγκαίοι πόροι για την ανάπτυξή τους. Τώρα με την απόκτηση της Ducati από την VAG το κάνει δυνατόν. Θα είναι ενδιαφέρον ακόμη να δούμε εάν η VAG αποφασίσει να συνεχίσει την ανάπτυξη του προτεινόμενου νέου εργοστασίου της Ducati στο οικόπεδο με την μικρότερη έκταση που αποκτήθηκε από την Investindustrial και τους συνεργάτες της ένα χιλιόμετρο απόσταση από το υφιστάμενο εργοστάσιο στο Borgo Panigale, ή θα προτιμήσει την ανάπλαση του υπάρχοντος, το οποίο βρίσκεται σε μεγαλύτερο οικόπεδο. Επιπλέον, ως μέλος της αυτοκρατορίας VAG, η μακροχρόνια συνεργασία της Ducati με την Ferrari, που ανήκει στην Fiat, είναι βέβαιο ότι θα τελειώσει. Ωστόσο, αντί των 45 χιλιομέτρων βορειοδυτικά καθημερινής μετακίνησης από το εργοστάσιο της Ducati μέχρι το Maranello, για συνεργασία με τους μηχανικούς της Ferrari, ή για την χρήση της αεροσήραγγας ή άλλου εξοπλισμού υψηλού επιπέδου, οι μηχανικοί της Ducati θα πρέπει να ταξιδεύουν μόνο 25 χιλιόμετρα βόρεια του Borgo Panigale για να επισκεφθούν το εργοστάσιο της Lamborghini στην Sant' Agata Bolognese, όπου ένας παρόμοιος εξοπλισμός θα είναι σίγουρα διαθέσιμος. Θα δούμε μια Lamborghini με Desmo κινητήρα στο μέλλον; Ποιος ξέρει… Ίσως πάντως ένα σκούτερ Ducati να είναι μόνο θέμα χρόνου!
Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ
Από τον
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
23/10/2025
Στις 23 Οκτωβρίου 2011 ο κόσμος του MotoGP πάγωσε. Ο Marco Simoncelli το όνομα που όλοι μας πιστεύαμε πως θα είναι ο επόμενος απόλυτος διεκδικητής των MotoGP, ο νεαρός αναβάτης που ο Rossi έβλεπε ως συνεχιστή του, έχοντας προλάβει να γίνει ήδη ένας από του πιο αναγνωρίσιμους αναβάτες της σύγχρονης εποχής, έχασε τη ζωή του στη διάρκεια του Grand Prix της Μαλαισίας, αφήνοντας πίσω του ένα κενό που παραμένει αισθητό ακόμη και σήμερα. Ο “Super Sic”, όπως τον γνώριζε όλος ο κόσμος, δεν υπήρξε απλώς ένας εξαιρετικός αναβάτης ήταν μια προσωπικότητα που οι αγώνες μοτοσυκλέτας χρειαζόντουσαν και μάλιστα χρειάζονται ακόμη. Είχε τεράστιο πάθος και ανεπιτήδευτη αγάπη για τους αγώνες, με μία πρέζα χιούμορ που έλκυε ακόμη και τους οπαδούς άλλων αναβατών!
Δεκατέσσερα χρόνια μετά, η μνήμη του συνεχίζει να ζει δυνατά χωρίς να έχει προλάβει να γεμίσει με ρεκόρ ή να φορτώσει τα στατιστικά, τέτοια ήταν η αγάπη του κόσμου και η καθολική του αποδοχή από όλους, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο όχι μόνο στα MotoGP αλλά και γενικά στον μηχανοκίνητο αθλητισμό!
Ο Simoncelli ήταν φτιαγμένος από υλικό που δεν μετριέται σε τίτλους και στατιστικά. Το ανέμελο μαλί κάτω από το κράνος, το σπινθηροβόλο βλέμμα και εκείνο το απίστευτο πάθος για μάχη, που έκανε κάθε γύρο του MotoGP να θυμίζει κάτι από άλλες εποχές. Ήταν αγνός αγωνιστής, με μια ιταλική τρέλα που δεν μπορούσε, ούτε ήθελε, να κρύψει.
SuperSic 58 – TheLegacy Ονοματεπώνυμο: MarcoSimoncelli Ημερομηνία γέννησης: 20 Ιανουαρίου 1987, Cattolica, Ιταλία
Θάνατος: 23 Οκτωβρίου 2011, Sepang, Μαλαισία
Αριθμός αγώνων GP: 151 (125cc, 250cc, MotoGP)
Νίκες: 14 (12 στο 250cc, 2 στο 125cc)
Παγκόσμιοι τίτλοι: 1 (250cc, 2008 – Gilera)
Ομάδες: MatteoniRacing, MetisGilera, SanCarloHondaGresini}
Νούμερο: 58 (αποσυρμένο επίσημα από το MotoGP το 2016)
Κληρονομιά:
• Το Misano World Circuit Marco Simoncelli φέρει το όνομά του από το 2012.
• Το Fondazione Marco Simoncelli στηρίζει νέους και οικογένειες σε ανάγκη, συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό έργο της οικογένειας.
• Κάθε χρόνο, οι φίλοι του διοργανώνουν στο Misano το “Sic Day”, ένα φεστιβάλ χαράς και μοτοσυκλέτας, όπως το ήθελε εκείνος.
• Το #58 παραμένει σύμβολο πάθους και αυθεντικότητας, ένα νούμερο που θα θυμίζει για πάντα τι σημαίνει να ζεις ως αγωνιζόμενος στην κορυφή της μοτοσυκλέτας
Η καριέρα του εκτοξεύθηκε το 2008, όταν κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα 250cc με τη Gilera, χαρίζοντας στην παραπαίουσα τότε Ιταλική μάρκα το τελευταίο της σπουδαίο τρόπαιο. Από τότε, το όνομα “Simoncelli” έγινε συνώνυμο με τον επιθετικό και θεαματικό τρόπο οδήγησης. Ήταν ένα ιδιαίτερο επιθετικό στιλ, από εκείνα που ακόμη και οι αντίπαλοί του δεν χρησιμοποιούσαν αργότερα εναντίον του, ήταν όμως μοιραία και εκείνο που έδωσε το άδοξο τέλος. Όταν ανέβηκε στο MotoGP με τη Honda της ομάδας Gresini, όλοι ήξεραν πως μπροστά τους είχαν έναν από εκείνους τους αναβάτες που ή θα έγραφαν ιστορία ή θα την πλήρωναν ακριβά.
Γνώρισα προσωπικά τον Simoncelli με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο. Είχε μόλις κερδίσει τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο και βρισκόμασταν στην πίστα δοκιμών της Goodyear-Dunlop, μία μαγευτική τοποθεσία με μία εκπληκτική πίστα όπου φυσικά δεν υπάρχουν κερκίδες, ούτε μπορεί να μπει κανείς άλλος πέρα από τους αναβάτες δοκιμών και τους δημοσιογράφους, στις λίγες φορές που έχει φιλοξενήσει παρουσιάσεις ελαστικών.
Ήμουν για ακόμη μία φορά ο μόνος Έλληνας προσκεκλημένος και είχα μπει να οδηγήσω μαζί με τους Άγγλους δημοσιογράφους που τότε ήταν μία πολυπληθή ομάδα χωρίς Youtubers και Influencers, όλοι τους εξαιρετικά έμπειροι και επίσης όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, με αγωνιστικές περγαμηνές που έφταναν για δύο από αυτούς μέχρι και το BSB! Μπήκαμε με superbike στο session εκείνο και ο Simoncelli με ένα Dorsoduro 750. Αυτό που περισσότερο το έχετε δει να κυκλοφορεί με την ομάδα ΔΙΑΣ, σπάνια δικάβαλο παρότι η ομάδα αυτή έτσι έχει στηθεί και αν θυμάστε από την δοκιμή στο MOTO, δεν ήταν και μία μοτοσυκλέτα που μπορούσε εύκολα να ξεχωρίσει.
Ο Simoncelli ξεκίνησε τελευταίος, πίσω μας και σε λίγους γύρους μας είχε μαζέψει. Εγώ βρισκόμουν τότε σχετικά μπροστά στο γκρουπ, τρίτος κατά σειρά όταν με πέτυχε στο πιο αργό κομμάτι της πίστας, αργό για εμάς. Ανηφορικό εσάκι με θετική κλίση στην μεσαία του στροφή. Ήξερα ότι ήταν πίσω μου και είχα υπολογίσει να κρατηθώ στην έξοδο για να μην τον κόψω και να ανοίξω το γκάζι του GSXR1000R μόλις με περάσει. Μόνος μου στόχος να μείνω πίσω του για λίγο καθώς αμέσως μετά είχαμε άλλες δύο στροφές που μας οδηγούσαν στην ευθεία, οπότε θα προλάβαινα να οδηγήσω τουλάχιστον μισό γύρο πίσω του. Ότι και να έκανε δεν θα μπορούσε να ξεφύγει στην ευθεία με το Dorsoduro 750 από το GSXR1000R!
ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ!
Την ώρα που έστριβα την δεύτερη στροφή από το εσάκι, εκείνη την αριστερή με την θετική κλίση, είδα ένα Dorsoduro να πετάγεται πλαγιασμένο μέσα από κερμπ πέρνοντας μαζί του χώματα, πετραδάκια και χόρτα και να προσγειώνεται μπροστά μου με το γόνατο. Πίστεψα ότι απλά έπεφτε μπροστά μου, άφησα το γκάζι και προσευχήθηκα στην Dunlop να κρατήσει το εμπρός ελαστικό που εκείνη την στιγμή του ζητούσες να κάνει κάτι δύσκολο. Μόνο που ο Simoncelli δεν είχε πέσει, ντριφτάρισε στην προσγείωση μέχρι το εξωτερικό κερμπ, εκτός δηλαδή αγωνιστικής γραμμής και πάνω του ακριβώς άνοιξε το γκάζι και με τρόπο που δεν πίστευα πως μπορούσε να γίνει το Dorsoduro 750 σηκώθηκε με το γκάζι, πλάγιασε στην επόμενη δεξιά ξύνοντας τα πάντα και εξαφανίστηκε στα 150 μέτρα της ευθείας πριν τα φρένα της επόμενης αριστερής. Όταν βγήκα στην ευθεία ήταν ήδη περίπου στην μέση και δεν τον έφτασα ποτέ στα φρένα της σπαστής δεξιάς, μίας πολύ ύπουλης στροφής που όταν μάθαινες την πίστα μπορούσες να την πουλήσεις πηγαίνοντας διαγώνια προς την κατηφορική ευθεία πριν από μία απότομη δεξιά όπου είχαν σημειωθεί και αρκετές πτώσεις.
Έχουν περάσει 16 χρόνια από εκείνη την ημέρα, ήμουν τότε ένας νέος συντάκτης, συνομιλώντας με τον επόμενο Valentino Rossi (όπως τον λέγαμε με τον πατέρα του)
Δεν οδηγήσαμε ποτέ μαζί για μισή πίστα, ενώ αμέσως μετά ήμασταν μόνοι μας για τους λίγους γύρους που έμεναν για το υπόλοιπο session. ΌΛΟΙ οι Άγγλοι συνάδελφοι είχαν βγει έξω νωρίτερα ζητώντας από την Dunlop να βγάλει τον Simoncelli γιατί δεν ήθελαν να σκοτωθούν δοκιμάζοντας λάστιχα. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν το είχα δει ως απερισκεψία, ήμουν ακόμη εντυπωσιασμένος από το πώς κατάφερε να προσγειωθεί πλαγιασμένος και κυρίως με την λογική ακολουθία της σκέψης του. Πώς δηλαδή πήρε την απόφαση να βγει εκτός πίστας, μέσα από τα κέρμπ! Στο πλαίσιο της συνέντευξης που είχαμε μετά, ξεκίνησα από εκεί: «Πώς το σκέφτηκες αυτό και κυρίως γιατί; Ποιος ο λόγος;» - «Δεν το σκέφτηκα, μου είπε ο Simoncelli, δεν ήταν δηλαδή μία μελετημένη από πριν απόφαση, είχατε πολύ πιο γρήγορες μοτοσυκλέτες οπότε έπρεπε να μην φρενάρω πουθενά για να σας περάσω, ότι ήρθαν οι στροφές και είδα ότι θα έπρεπε να κόψω πολύ για να μείνω πίσω από το GSXR και μετά στην ευθεία να μην μπορώ να προσπεράσω, σκέφτηκα την προσπέραση στην επόμενη στροφή και μου ήρθε πολύ μακριά. Οπότε εκεί που έστριβα την πρώτη δεξιά, το σήκωσα και έκανα την αριστερή εκτός πίστας.
Στην συνέχεια εκείνης της συνέντευξης τον ρώτησα αν οδηγεί στον δρόμο και μου είπε πως όχι γιατί είναι επικίνδυνο και γελάσαμε έπειτα μαζί.
Μπορούσες να το δεις όπως οι Άγγλοι, ως επιθετικό και απερίσκεπτο ή να τον θαυμάσεις ως κάτι εξωπραγματικό και μοναδικό. Διότι αυτό ήταν. Απίστευτα πράος και μαζεμένος όλες τις στιγμές, εκτός από εκείνες που οδηγούσε. Ήμουν τυχερός που τον γνώρισα και μου για λίγο, πολύ λίγο, οδηγήσαμε και μαζί.
Το 2011, με τον αριθμό 58 πάνω στο λευκό fairing, ο Marco έδειχνε πως το μεγάλο του ξέσπασμα ήταν θέμα χρόνου. Πάλευε με τους καλύτερους τότε, με Lorenzo, Stoner, Pedrosa, Rossi κι αν κάποιες φορές οι κινήσεις του ήταν υπερβολικά τολμηρές, είχαν εκείνο το στοιχείο του “πραγματικού αγώνα” που σήμερα θα ξεσήκωνε αντιδράσεις. Δεν υπολόγιζε τίποτα. Οδήγησε πάντα σαν να μην υπήρχε αύριο, και ίσως τελικά γι’ αυτό να έγινε αθάνατος.
στιγμιότυπο από την ίδια εκείνη ημέρα
Η μοίρα στάθηκε άδικη στη Sepang. Μια πτώση στην πρώτη κιόλας στροφή, ένα ατυχές σημείο επαφής και το όνειρο σταμάτησε απότομα. Ο θάνατός του σε ζωντανή μετάδοση καθώς όλοι οι θεατές κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί βλέποντας το κράνος του να φεύγει, έμεινε για πάντα χαραγμένος στην ιστορία και κανείς, δεν θέλει να το αναπαράγει. Είχε έντονα στοιχεία αρχαιοελληνικής τραγωδίας μάλιστα από την στιγμή που πάνω του έπεσαν οι καλύτεροί του φίλοι εκτός πίστας και ταυτόχρονα ανταγωνιστές την ώρα του αγώνα. Ένας από τους καλύτερους θα σβήσει άδοξα. Όμως εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε κάτι άλλο, ένας θρύλος που κανένας χρόνος δεν μπορεί να σβήσει. Από τότε, το νούμερο 58 έγινε σύμβολο: όχι μόνο του Simoncelli, αλλά κάθε αναβάτη που τρέχει με την καρδιά του.
Η Honda Gresini διατήρησε τη μνήμη του, το Misano World Circuit φέρει πλέον το όνομά του, και κάθε φορά που βλέπεις εκείνη τη λευκοκόκκινη σημαία με τον αριθμό 58, νιώθεις ότι ο “Super Sic” δεν έφυγε ποτέ στ’ αλήθεια. Ζει σε κάθε νέο αναβάτη που ανεβαίνει με πάθος πάνω στη μοτοσυκλέτα, σε κάθε θεατή που ανατριχιάζει όταν ακούει τον κινητήρα να ανεβάζει στροφές.
Ο Simoncelli ήταν ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που δεν χρειάζονται χρόνο για να αφήσουν το αποτύπωμά τους. Αρκούσαν λίγες σεζόν για να αλλάξει την ψυχή των GP, για να θυμίσει σε όλους μας πως οι αγώνες δεν είναι μόνο νίκες, είναι άνθρωποι, πάθος, είναι συναίσθημα.
Και αν σήμερα κοιτάξεις τον ουρανό πάνω από το Misano, κάπου ανάμεσα στις στροφές της ιστορίας θα δεις τον Marco να γελά, με εκείνο το ανέμελο βλέμμα που λέει:
“Corri forte, ma divertiti – τρέξε δυνατά, αλλά απόλαυσέ το.”