SYM GTS 250 2005 - 2008

Από το

Μαύρο Σκύλο

24/8/2010

Το 2005 η εταιρεία από την Ταϊβάν παρουσίασε το GTS 250, με εμφάνιση που εντυπωσίαζε. Το ίδιο έκανε ο εξοπλισμός και οι χώροι του. Αυτά είχαν συνδυαστεί με μια χαμηλή σχετικά τιμή και το αποτέλεσμα ήταν η καλή του εμπορική πορεία.
[blockquote]Ναι...
Για τους χώρους του και τον πλούσιο  εξοπλισμό του σε συνδυασμό με τη προσιτή του τιμή
Όχι...
Γιατί τα πιο σύγχρονα σκούτερ προσφέρουν μικρότερη κατανάλωση από τους τροφοδοτούμενους από ψεκασμό κινητήρες τους.
Γιατί...
H πρακτικότητα συχνά είναι πιο σημαντική από τη διασκέδαση.
ΤΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΞΕΤΕ
Η πληρότητα και η ακεραιότητα των πλαστικών του ελέγχεται με οπτικό έλεγχο. Στην συνέχεια πρέπει να ελεγχθεί η καλή λειτουργία όλου του εξοπλισμού του. Αναζητήστε οξειδώσεις στην περιοχή του σωλήνα εξαγωγής της εξάτμισης και αποφύγετε κάποιο GTS εάν τα μαύρα πλαστικά του έχουν “καεί” από την ήλιο.[/blockquote]
Mε αυτά τα όπλα, το GTS διατηρήθηκε στην παραγωγή δίχως αλλαγές για να δώσει τη θέση του από το 2008 στην έκδοση 250i με την τροφοδοσία του κινητήρα να την κάνει πλέον ο ψεκασμός για την απαραίτητη συμμόρφωση με τις προδιαγραφές Euro 3. Πρόσφατα έγινε διαθέσιμη και η μεγαλύτερη έκδοση με τον μεγαλύτερο κινητήρα των 300 κυβικών. Η βασική αρχική σχεδίαση όμως δεν έχει αλλάξει από το 2005 και διατηρείται έως σήμερα δείχνοντας με τρόπο που δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί ότι η SYM δημιούργησε ένα σκούτερ που ήταν αυτό που ήθελαν πολύ αγοραστές στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Η πρώτη εικόνα που αναδίδει το GTS είναι αυτή της εμφάνισης, που και εντυπωσιάζει ενώ δεν ενοχλεί τα ευρωπαϊκά γούστα, όπως έκαναν παλιότερα τα σκούτερ από τις χώρες της Νότιας Ασίας. Το δεύτερο στοιχείο της αποδοχής και της επιτυχίας του είναι ο εξοπλισμός και οι χώροι του. Πλούσιος ο πρώτος μεγάλοι οι δεύτεροι. Εάν οδηγός οποιουδήποτε αυτοκινήτου δει όλα αυτά που έχει πάνω του το GTS δεν θα το χαρακτηρίσει ούτε λιτό ούτε σπαρτιάτικο. Η τεράστια σέλλα του κρύβει από κάτω της έναν αντίστοιχο αποθηκευτικό φωτιζόμενο χώρο. Ο πίνακας με τα όργανα είναι εντυπωσιακός και σε μέγεθος και σε πληρότητα. Έχει δυο σταντ, φώτα ομίχλης η τάπα του ρεζερβουάρ ανοίγει από τον κεντρικό διακόπτη, η ζελατίνα του είναι πλατιά και μεγάλη και η αίσθηση πολυτέλειας είναι απλωμένη σε όλα του τα σημεία.
Ο εξοπλισμός και οι πλούσιες διαστάσεις του όμως έχουν επιπτώσεις και σε άλλους τομείς, όπως το βάρος του. Ούτε λίγο ούτε πολύ αυτό φθάνει στα 186,5 κιλά όταν είναι γεμάτο και το ρεζερβουάρ του. Έτσι οι επιδόσεις του, παρά τους 16 ίππους που φθάνουν στον πίσω τροχό από τον υγρόψυκτο κινητήρα του, απέχουν από το να χαρακτηριστούν υψηλές. Η τελική του ταχύτητα βρίσκεται στην περιοχή των 120 πραγματικών χιλιομέτρων με το ταχύμετρό του τότε να δείχνει δέκα παραπάνω. Στις κυκλοφοριακές συνθήκες που επικρατούν στους δρόμους των πόλεων το GTS δεν θα προβληματίσει τον αναβάτη του ο οποίος μπορεί να ακολουθεί και να ξεπερνά άνετα τη μέση ταχύτητα της κυκλοφορίας. Η καλά σχεδιασμένη του μετάδοση, του δίνει αμεσότητα στην εκκίνηση, διατηρώντας καλό ρυθμό επιτάχυνσης μέχρι η ταχύτητα να φθάσει τα 100 χιλιόμετρα την ώρα. Από εκεί και πάνω ο ρυθμός της μειώνεται.
Ένα άλλο καλό χαρακτηριστικό του έρχεται από τον τομέα των φρένων. Τα δυο δισκόφρενα είναι προοδευτικά και ισχυρά αλλά και συνδυασμένα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων ο αναβάτης μπορεί να χρησιμοποιεί μόνο την αριστερή μανέτα, αυτή που εκτός από το πίσω ενεργεί και στο εμπρός δισκόφρενο μέσω κατανεμητή πίεσης. Η λειτουργία και η απόδοση του συστήματος των φρένων ανήκει στα πλεονεκτήματα του GTS. Η σέλλα του έχει μικρή απόσταση από το έδαφος και σε συνδυασμό με τη θέση και το σχήμα του τιμονιού δημιουργεί μια θέση οδήγησης όπου ο αναβάτης έχει τον κορμό του κάθετα. Το μαξιλαράκι της σέλλας  μπορεί να τοποθετηθεί σε διαφορετικές θέσεις ώστε ο αναβάτης κάθε αναστήματος να απολαμβάνει την υποστήριξη που προσφέρει στη μέση του. Οι διαδρομές των αναρτήσεών του είναι μικρές, και ιδιαίτερα στα αμορτισέρ, κάτι που συνεισφέρει στην σφιχτή αίσθηση που αποπνέει στην οδήγησή του και στην ευκολία του ελέγχου του ακόμη και στις πολύ χαμηλές ταχύτητες. ‘Όπως κάνει και η πλειοψηφία των ανταγωνιστών του έτσι και το GTS 250 δεν αντιδρά καλά όταν αντιμετωπίζει μεγάλες λακκούβες ή άλλες κακοτεχνίες στον δρόμο του.
Στα χρόνια που κυκλοφορεί το GTS έχει κερδίσει τον τίτλο του αξιόπιστου, κάτι που συνηγορεί στην αναζήτησή του σαν μεταχειρισμένου, για όσους θέλουν άφθονους χώρους στις καθημερινές μετακινήσεις τους.



ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος: Tετράχρονος, μονοκύλινδρος, υγρόψυκτος, 1ΕΕΚ/4 βαλβίδες
Διάμετρος επί διαδρομή (mm): 71 x 63
Κυβικά (cc): 249,4
Σχέση συμπίεσης: 10,5:1
Ανάφλεξη: Ηλεκτρονική
Τροφοδοσία: Καρμπιρατέρ Keihin CVΚ 28mm
Σύστημα εκκίνησης: Μίζα
Σύστημα εξαγωγής: 1σε 1
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Τύπος : Συνεχώς μεταβαλλόμενης σχέσης
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος: Ατσάλινο σωληνωτό
Γωνία κάστερ (o): -
Ίχνος (mm): -
Μεταξόνιο (mm): 1495
Ύψος σέλας (mm):
Βάρος κενή / γεμάτη (kg): 177,5/186,5
Ρεζερβουάρ/ρεζέρβα (l): 12/
ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Εμπρός: Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διάμετρος (mm): 33
Διαδρομή (mm): 88
Ρυθμίσεις: Καμία
Πίσω: Δύο αμορτισέρ
Διαδρομή (mm): 75
Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίων
ΦΡΕΝΑ
Εμπρός: Δίσκος 240mm, δαγκάνα με τέσσερα έμβολα, συνδυασμένα
Πίσω: Δίσκος 220mm δαγκάνα με δύο έμβολα, συνδυασμένο
ΤΡΟΧΟΙ
Εμπρός
Ελαστικό: 110/90-13
Ζάντα:
Πίσω
Ελαστικό: 130/70-13
Ζάντα: 2,50x17
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Αναλογικό ταχύμετρο και στροφόμετρο, οθόνη πολλαπλών ενδείξεων με ολικό και μερικό χιλιομετρητή, στάθμη καυσίμων, θερμοκρασία ψυκτικού, ρολόϊ, λυχνίες για φλας, μεσαία και μεγάλη σκάλα φώτων, τάση μπαταρίας, φωτιζόμενος αποθηκευτικός χώρος κάτω από τη σέλλα, φώτα ομίχλης, ντουλαπάκι με κλειδαριά και παροχή ρεύματος 12V, μαγνητικό κάλυμμα κεντρικού διακόπτη, πλαϊνό και κεντρικό σταντ.
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ
Ισχύς εργοστασίου (HP/rpm): 21/ 7.500
Ροπή εργοστασίου (kg.m/rpm): 2,2 / 6.500
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΙΠΠΟΔΥΝΑΜΗΣ
Ισχύς στον τροχό (ΗΡ): 16,1/
O κινητήρας σε συνδυασμό με την καλά ρυθμισμένη μετάδοση ξεκινά άμεσα το GTS 250 και του δίνει σταθερή επιτάχυνση έως ότου η ταχύτητα φθάσει τα 100 χ.α.ώ. Από εκεί και πάνω ο ρυθμός της μειώνεται όπως κάνουν και τα αποθέματα ισχύος. Αποδεδειγμένη είναι η αξιοπιστία του κινητήρα και καλή η κατανάλωσή του
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (l/100km)
Μέση: 5,5
ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (km)
Μέση: 217,2

Honda CBF600S / ABS 2004 - 2006

Από το

Μαύρο Σκύλο

27/8/2010

Βασικός κανόνας του marketing, είναι να σχεδιάζεις το προϊόν σου έτσι ώστε να απευθύνεσαι σε όσους περισσότερους γίνεται. Όταν το προϊόν είναι σαμπουάν, παντελόνι, ή τηλεόραση, η άσκηση είναι εύκολη. Πώς φτιάχνεις όμως μια μοτοσυκλέτα για όλους; Οι άνθρωποι της Honda ανέθεσαν την απάντηση του ερωτήματος στο τμήμα R&D της Γερμανίας, και οι Βορειοευρωπαίοι απάντησαν με τη CBF600S. [blockquote]Ναι
Στην πολυ-χρηστικότητα
Στη φτηνή συντήρηση
Στη σιγουριά που προσφέρει
Όχι
Στο ότι δεν ξεχωρίζει σε κάτι
Στη συντηρητική εμφάνιση
Γιατί
σας ενδιαφέρει η ουσία και ζητάτε τη μέση λύση
Τι να προσέξετε
Δεν υπάρχει κάτι στο οποίο πρέπει να επιστήσετε την προσοχή σας, πέραν των συνηθισμένων που ισχύουν όταν αγοράζετε οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα. Ο κινητήρας είναι υπόδειγμα αξιοπιστίας και η μοτοσυκλέτα δεν πάσχει από εργοστασιακά προβλήματα. Αν δεν έχει πέσει και έχουν γίνει τα προκαθορισμένα service, απλώς παζαρέψτε την τιμή![/blockquote]
Κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου στην Ιταλία, η μοτοσυκλέτα αυτή είναι "αμιγώς ευρωπαϊκή" και σκοπός της είναι να καλύψει όσες περισσότερες απαιτήσεις μπορεί να έχει ένας μοτοσυκλετιστής, μόνος του ή με συνεπιβάτη.Λαμβάνοντας υπ' όψη ότι οι Ευρωπαίοι δεν έχουν όλοι το ίδιο ύψος, όπως οι πλειοψηφία των Ιαπώνων, αλλά και διαφορετικές συνήθειες κι ανάγκες, η CBF 600S έπρεπε να είναι άνετη για όλους, να ταξιδεύει με δύο άτομα το Σαββατοκύριακο, τη Δευτέρα το πρωί να ελίσσεται στην κίνηση, το απόγευμα να ανηφορίζει αναζητώντας ευθεία γραμμή με το ηλιοβασίλεμα και όλα αυτά χωρίς ποτέ να χρειαστεί να μάθεις το μικρό όνομα του μηχανικού σου.
Για να πετύχουν την αξιοπιστία με χαμηλό κόστος, χρησιμοποίησαν έναν κινητήρα που είχε ήδη αποδείξει τη "σκυλίσια" αντοχή του, αυτόν του CBR 600F3. Με δεδομένο τον διαφορετικό προσανατολισμό, η απόδοση έπεσε στα 78 άλογα από τα 100, ευνοώντας την απόκριση χαμηλά και παράλληλα αυξάνοντας ακόμα περισσότερο τις αντοχές του, ακόμα και με ελλιπή φροντίδα. Η CBF είναι εύστροφη, τόσο εύστροφη που θα ανεβάσει από τις 2.000 στροφές με τετάρτη, ταξιδεύοντας με άνεση κοντά στα 180 χιλιόμετρα ανά ώρα, και θα φτάσει την τελική ένδειξη του ταχύμετρου στα 220 -αλλά όχι για να παραμείνει εκεί για ώρα. Μετά τις 6.000 στροφές, θα κάνουν την εμφάνιση τους και οι κραδασμοί, οι οποίοι υπήρχαν πάντα εκεί, χωρίς να είναι ένα ανησυχητικό φαινόμενο.
Ο κινητήρας αυτός βέβαια δεν έχει παρουσιάσει κανένα πρόβλημα σχεδιασμού και εξέλιξης, και είναι σε θέση να... διατηρηθεί σε φόρμα κάτω από αντίξοες συνθήκες. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κάτι που ο αγοραστής θα πρέπει να υποψιάζεται από πριν, και τα χιλιόμετρα που γράφει το κοντέρ δεν θα πρέπει να αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα, σε περίπτωση που είναι πολλά. Με σωστή συντήρηση, ο κινητήρας έχει πολλή ζωή μπροστά του και μπορεί να εμπνεύσει εμπιστοσύνη.
Αυτό που ακόμα και τώρα υπάρχει στις νέες CBF και διαφοροποιεί τη μοτοσυκλέτα από τον ανταγωνισμό, είναι οι πολλές ρυθμίσεις όσον αφορά τη θέση οδήγησης. Με αυτό τον τρόπο θέλησαν να πετύχουν τη μέγιστη εργονομία ανεξαρτήτως ύψους, και ήταν ένας από τους λόγους που την έκαναν δημοφιλή στην ελληνική αγορά. Ξεβιδώνοντας τις βάσεις του τιμονιού και περιστρέφοντάς τες κατά 180ο, πετυχαίνετε, έτσι απλά, μετατόπιση δέκα χιλιοστών και μια πιο "σκυφτή" θέση οδήγησης. Η σέλα ρυθμίζεται σε τρεις θέσεις, με απόσταση από το έδαφος στα 770, 775 ή 800 χιλιοστά και μπορεί να μετακινηθεί κατά δέκα χιλιοστά κατά το διαμήκη άξονα. Τέλος, η ζελατίνα είναι κι αυτή ρυθμιζόμενη, ως προς το ύψος και την κλίση. Είναι πραγματικά δύσκολο να μη βολευτεί κανείς σε αυτή τη μοτοσυκλέτα, καθώς οι ρυθμίσεις της θα επισπεύσουν την εξοικείωση, που συνήθως έρχεται με τον χρόνο.
Το πλαίσιο (όπως και ο κινητήρας) βαδίζει σε γνώριμα μονοπάτια και δεν είχε να προσθέσει κάτι καινούριο κατά την παρουσίαση του, καθώς ακολουθούσε τη σχεδίαση του Hornet, με ισχυρότερο όμως υποπλαίσιο, που ευνοεί τη φόρτωση. Είναι όσο ισχυρό και άκαμπτο απαιτεί η κατηγορία, βοηθά τη μοτοσυκλέτα να είναι σταθερή στα ανοικτά κομμάτια και βρίσκεται προστατευμένο όχι μόνο από το φέρινγκ, αλλά και από τα υπόλοιπα μηχανικά μέρη, χωρίς να κινδυνεύει να ακουμπήσει κάτω από μια απλή πτώση. Το φέρινγκ βέβαια σίγουρα θα υποφέρει αρκετά, ακόμα και από μια ήπια επαφή με την άσφαλτο (όπως και οι μανέτες) και η τιμή του δεν είναι χαμηλή.
Στην οδήγηση, η μοτοσυκλέτα είναι άνετη και μέσα στην κίνηση θα περάσει με ευκολία ανάμεσα από τα αυτοκίνητα. Όταν ζεσταθεί, το βεντιλατέρ θα στείλει τον αέρα εκεί που πρέπει, χωρίς να ζεσταίνει τον αναβάτη στα πόδια, ενώ το φέρινγκ κάνει πολύ καλή δουλειά στον αυτοκινητόδρομο. Τα φώτα, αν και μικρά, είναι επαρκή, και θα αφήσουν σκοτεινές γωνίες μόνο όταν η διαδρομή στενέψει και αρχίσουν οι γρήγορες στροφές και οι φουρκέτες -που η ουδέτερη συμπεριφορά θα αφήσει τον αναβάτη να ευχαριστηθεί, εκτός αν αποφασίσει να πάει γρήγορα, γιατί η απότομη απόσβεση της πίσω ανάρτησης θα τον κουράσει. Τα φρένα της CBF, ακόμα και χωρίς ABS, είναι πάνω από τον ανταγωνισμό, καθώς επιβραδύνουν τη μοτοσυκλέτα γρήγορα και δεν ζεσταίνονται εύκολα. Στο διάστημα που έχει περάσει από την εμφάνιση της η CBF δεν έχει αποκτήσει περισσότερους ανταγωνιστές εκτός ίσως από το νεότερο αδερφάκι της που παρουσιάστηκε φέτος. Εξακολουθεί να αποκρίνεται στις ανάγκες που αρχικά σχεδιάστηκε να καλύψει με επάρκεια, και η κατανάλωση –με ήρεμη οδήγηση- κυμαίνεται σε ανταγωνιστικά πλαίσια. Στα 4.500€ έως 6.000€ που συνήθως πωλούνται κρίνεται μια συμφέρουσα αγορά, όταν συνυπολογίζεται και το χαμηλό κόστος συμβίωσης.
Η απόφαση για την αγορά της δεν είναι δύσκολη, όταν δεν ψάχνει κανείς την εξειδίκευση. Η CBF είναι μια μοτοσυκλέτα για κάθε μέρα και για ευχάριστες διαδρομές ανεξαρτήτως απόστασης, αν δεν απαιτείται η μέγιστη ικανοποίηση. Κανείς δεν μπορεί να απαιτήσει το μέγιστο σε κάθε περίσταση, αλλά όταν ζητά τον καλύτερο συνδυασμό, τότε η CBF ξεχωρίζει.


ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος: Τετράχρονος, υγρόψυκτος, τετρακύλινδρος σε σειρά, με 2 ΕΕΚ και 4 βαλβίδες
Χωρητικότητα (cc): 599,9
Σχέση συμπίεσης: 11,6:1
Ανάφλεξη: Ηλεκτρονική
Τροφοδοσία: Τέσσερα καρμπιρατέρ Keihin VP 34mm υποπίεσης, επίπεδα slides
Σύστημα εξαγωγής: 4 σε 1 με καταλύτη
Σύστημα λίπανσης: Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης: Μίζα
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Τύπος συμπλέκτη: Υγρός, πολύδισκος, με ντίζα
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση: Γρανάζια / 1,863
Σχέσεις ταχυτήτων: 1: 2,928 2: 2,062 3: 1,647 4: 1,368 5: 6,406 6: 1,086
Τελική μετάδοση / σχέση: Αλυσίδα / 2,866
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος: Ατσάλινο, μονού κεντρικού σωλήνα, τύπου "διαμάντι"
Βάρος κενή (kg): 202
Ρεζερβουάρ / Ρεζέρβα (l): 19 / 3,5
ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Εμπρός
Τύπος: Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή (mm): 120
Διάμετρος (mm): 41
Ρυθμίσεις: -
Πίσω
Τύπος: Ένα αμορτισέρ, ψαλίδι
Διαδρομή (mm): 125
Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίου σε 7 θέσεις
ΦΡΕΝΑ
Εμπρός: Δύο δίσκοι 296mm, με δαγκάνες δύο εμβόλων Nissin, ABS
Πίσω: Δίσκος 240 χιλιοστών, δαγκάνα Nissin ενός εμβόλου, ABS
ΤΡΟΧΟΙ
Εμπρός
Ζάντα: 3,50x17’’
Ελαστικό: 120/70-17
Πίσω
Ζάντα: 5,00x17’’
Ελαστικό: 160/60-17
Ισχύς στον τροχό (ΗΡ/rpm): 69,2 / 10.600
Ροπή στον τροχό (kg.m/rpm): 5,3 / 7.700
Δεν υπάρχει καμία σύγκριση με το CBR600F3, απ’ όπου δανείστηκε τον κινητήρα. Η γραμμικότητα στο μεγαλείο της. Ανεβάζει σταθερά μέχρι λίγο πριν τις 11.000 στροφές χωρίς κανένα κενό, με πολύ καλή κατανάλωση και χωρίς να ζητά συνεχώς service. Η ροπή είναι άφθονη σε όλο το εύρος των στροφών, επίσης χωρίς κενά. Για καθημερινή οδήγηση η απόκριση είναι ιδανική.