Yamaha XJ6 2009 -

Από το

Μαύρο Σκύλο

17/10/2011

Σύγχρονη και ήπια: Η Yamaha τα τελευταία χρόνια έχει παρουσιάσει τα περισσότερα μοντέλα μοτοσυκλετών δρόμου με κινητήρες 600 κυβικών από κάθε άλλον κατασκευαστή. Έφθασε μάλιστα να έχει μοντέλα με διαφορά στην απόδοση του ίδιου κινητήρα, όπως έκανε στη σειρά των FZ6/Fazer 600. Η νεώτερη σειρά, αυτή των XJ6, ήρθε το 2009
Η XJ6, η γυμνή της σειράς, είναι μια μοτοσυκλέτα σύγχρονου σχεδιασμού που απευθύνθηκε σε μεγάλο εύρος αναβατών, ανεξάρτητα από το επίπεδο της εμπειρίας τους. Σχεδιασμένη ώστε να έχει χαμηλό κόστος κατασκευής έδωσε τη δυνατότητα στη Yamaha να την προσφέρει σε προσιτή τιμή, αντίστοιχη με αυτήν μοτοσυκλετών με μονοκύλινδρους κινητήρες. Ο κινητήρας της - η εξέλιξη του οποίου απορροφά το μεγαλύτερο μέρος του κόστους ανάπτυξης μιας νέας μοτοσυκλέτας - ήταν ήδη έτοιμος. Φορέθηκε - όταν ήταν ολόφρεσκος - στην supersport R6 του 2003. Την επόμενη χρονιά άρχισε να κινεί τη σειρά των FZ6, με μειωμένη την απόδοσή του ενώ το 2009 άρχισε να κινεί και τη σειρά των XJ6. Πριν την τοποθέτησή του σε αυτές δέχτηκε αλλαγές για να προσαρμοστεί η απόδοσή του στις ανάγκες των νέων μοντέλων. Οι κύριες αλλαγές έγιναν στην τροφοδοσία με πιο σύγχρονα μπεκ στον ψεκασμό και την μικρότερη διάμετρο των σωμάτων και τη κεφαλή που έχει διαφορετικούς αυλούς και εκκεντροφόρους, από ότι στην FZ6. Το αποτέλεσμα που ήρθε μετά τις επεμβάσεις είναι ένας τετρακύλινδρος με μειωμένη την μέγιστη απόδοση, πολύ βελτιωμένη ελαστικότητα και γραμμικότητα, καλή ευστροφία και μειωμένη κατανάλωσή. Ο κινητήρας αυτός τοποθετήθηκε στην Diversion με το μισό φαίρινγκ, την Diversion F με το ολόσωμο και την γυμνή XJ6. Η πολιτική για μια μοτοσυκλέτα μειωμένου κόστους συνεχίστηκε και στον σχεδιασμό του πλαισίου, το οποίο είναι φτιαγμένο από ατσάλι με το μεγαλύτερο μέρος του να αποτελείται από σωλήνες κυκλικής διατομής. Στην μείωση του κόστους θυσιάστηκε το αφαιρούμενο υποπλαίσιο, το μοχλικό της ανάρτησης ενώ το ψαλίδι είναι μια απλή κατασκευή από ατσάλι. Έχει όμως μεγάλο μήκος - για σταθερότητα - και το πλαίσιο είναι ιδιαίτερα στενό στη περιοχή πίσω από το ρεζερβουάρ ενώ η κατανομή των μαζών πλησιάζει στο 50/50. Συνεχίζοντας, η Yamaha χρησιμοποίησε ένα απλό πιρούνι δίχως ρυθμίσεις, χαμηλού κόστους δαγκάνες με δυο παράλληλα έμβολα και νέας σχεδίασης ελαφριές ζάντες. Χαρακτηριστικό με πολλαπλά οφέλη είναι και η τοποθέτηση της εξάτμισης πίσω και κάτω από τον κινητήρα που συνεισφέρει στην συγκέντρωση των μαζών γύρω από το κέντρο βάρους της μοτοσυκλέτας. Η θέση οδήγησης χαρακτηρίζεται από τη μικρή απόσταση της σέλας από το έδαφος και το μικρό πλάτος της στη περιοχή που σφίγγει τα γόνατά του ο αναβάτης. Η ανάλαφρη αίσθηση - η επιλογή πίσω ελαστικού πλάτους 160 χιλιοστών συνεισφέρει σε αυτήν - οι μαζεμένες διαστάσεις και το λογικό κόψιμο του τιμονιού, την καθιστούν ιδιαίτερα εύκολη και άνετη στη καθημερινή κυκλοφορία και τους ελιγμούς. Η τροφοδοσία του τετρακύλινδρου είναι αψεγάδιαστη και η ελαστικότητά του - επιταχύνει απροβλημάτιστα από τις στροφές του ρελαντί - είναι σύμμαχος παντού και όχι μόνο στην πόλη. Η ευκολία στην οδήγηση παραμένει και όταν μεταφέρει συνεπιβάτη ενώ η σέλα που αναλογεί σε αυτόν, παρά τη στενή της επιφάνεια, θα τον κρατήσει ξεκούραστο για πολύ ώρα. Σχετικά σκληρό εμφανίζεται το κιβώτιο στα ανεβάσματα ταχυτήτων όταν γίνονται με λίγες στροφές. Και όταν λέμε λίγες για έναν τετρακύλινδρο 600 κυβικών, ακόμη και ήπια χρονισμένο όπως στην XJ6, εννοούμε τις 6 - 7.000. Από εκεί και πάνω εμφανίζονται τα αρχικά γονίδια του κινητήρα αφού οι στροφές του ανεβαίνουν ταχύτερα και ο ήχος από την εισαγωγή και την εξάτμιση γίνεται οξύτερος. Χάρη στην ιδιαίτερα κοντή μετάδοση οι ρεπρίζ του και οι επιταχύνσεις - αρκεί να αλλάζεις ταχύτητες μετά τις 10.000 στροφές - είναι καλύτερες από ότι θα περίμενε κάποιος από έναν κινητήρα που στέλνει λιγότερους από εβδομήντα ίππους στον τροχό. Η ευέλικτη και αεράτη XJ6 είναι περίφημη για τις καθημερινές διαδρομές και ικανή για εκδρομές και βόλτες με έναν οι δυο αναβάτες. Έχοντας μόνο τον προβολέα να προσπαθεί να διώχνει τον αέρα, τα πράγματα σταματάνε να είναι άνετα μετά τα 140 χιλιόμετρα την ώρα αν και η XJ6 παραμένει σταθερή μέχρι την τελική της, που είναι λίγο παραπάνω από τα 200. Όπως δεν κυνηγά τις απόλυτες επιδόσεις, αντίστοιχα δεν την απασχολεί και η ακραία συμπεριφορά. Ισορροπημένη και ουδέτερη οδηγείται εύκολα και χωρίς κόπο, ενώ η κοντή της μετάδοση της δίνει και πόντους στη διασκεδαστική οδήγηση. Λίγο η μικρή απόσβεση του πιρουνιού, λίγο η δίχως μοχλικό ανάρτηση και περισσότερο οι πολύ ελαστικές βάσεις των μαρσπιέ, είναι τα σημεία από όπου θα επικοινωνήσει η μοτοσυκλέτα ότι φθάνεις στα όριά της. Αξιόπιστη και με σύγχρονη εμφάνιση μπορεί να γίνει ακόμη και να είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα για τον καθέναν.
[blockquote]Ναι
Στην ανάλαφρη αίσθηση και την απλότητα
Όχι
Εάν δεν σας αρέσουν οι πολύστροφοι κινητήρες
Γιατί
Είναι περίφημη στην καθημερινή οδήγηση[/blockquote]



ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος: Tετράχρονος, τετρακύλινδρος σε σειρά, υγρόψυκτος με 2EEK/4 βαλβίδες
Διάμετρος επί διαδρομή (mm): 65,5 x 44,5
Κυβικά (cc): 600

Σχέση συμπίεσης: 12,2:1

Ανάφλεξη: Ψηφιακή

Τροφοδοσία: Ψεκασμός με σώματα 32mm
Σύστημα εκκίνησης: Μίζα
Σύστημα εξαγωγής: 4 σε 2 σε 1



ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Τύπος συμπλέκτη: Υγρός, πολύδισκος με ντίζα
Σχέσεις ταχυτήτων: Έξι

Τελική μετάδοση: Αλυσίδα, γρανάζια / 46/16



ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος: Ατσάλινο σωληνωτό με τον κινητήρα ενεργό μέρος
Γωνία κάστερ (o): 26
Ίχνος (mm): 103,5
Μεταξόνιο (mm): 1.440
Ύψος σέλας (mm): 785
Βάρος κατασκευαστή κενή / γεμάτη (kg): /205
Πραγματικό βάρος γεμάτη, ζυγισμένη (Kg): 209
Ρεζερβουάρ/ρεζέρβα (l): 17,3/3,4
ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Εμπρός: Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διάμετρος (mm): 41
Διαδρομή (mm): 130
Ρυθμίσεις: Καμία
Πίσω: Ένα αμορτισέρ
Διαδρομή (mm): 130
Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίου



ΦΡΕΝΑ

Εμπρός: Δυο δίσκοι 298mm, δαγκάνες με δυο παράλληλα έμβολα (ABS)
Πίσω: Δίσκος 245mm, με δαγκάνα ενός εμβόλου, (ABS)



ΤΡΟΧΟΙ

Εμπρός

Ελαστικό: 110/80-19
Ζάντα: 3,5 x 17
Πίσω

Ελαστικό: 160/60-17
Ζάντα: 4,5 x17’’



ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Αναλογικό στροφόμετρο, οθόνη LCD, με ενδείξεις ταχύτητας / στάθμης βενζίνης / ολικό χιλιομετρητή / δύο μερικούς χιλιομετρητές / θερμοκρασία κινητήρα, ενδεικτικές λυχνίες μεγάλης σκάλας / νεκράς / φλας / πίεσης λαδιού, χώρος κάτω από τη σέλα, κεντρικό σταντ, immobilizer



ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

Ισχύς κατασκευαστή (HP/rpm): 77,5/10.000
Ροπή κατασκευαστή (Kg.m/rpm): 6,1/8.500



ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΙΠΠΟΔΥΝΑΜΗΣ

Ισχύς στον τροχό (ΗΡ/rpm): 67,6/9.900
Ροπή στον τροχό (kg.m/rpm): 5,4/8.200



H ελαστικότητα και η γραμμικότητα χαρακτηρίζουν την απόδοση του κινητήρα. Μετά τις 7.000 στροφές ανεβάζει γρηγορότερα στροφές, ενώ δεν κρεμάει μετά τις στροφές τις μέγιστης απόδοσης. H επέμβαση του κόφτη γίνεται πολύ διακριτικά ενώ οι ανάγκες συντήρησής του ορίζουν αλλαγή λαδιών κάθε 10.000 χιλιόμετρα και ρύθμιση βαλβίδων κάθε 40.000



ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (l/100km)

Μέση: 6,3
ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (km)

Μέση: 274

Suzuki GSX 1300R Hayabusa 1999-2007

Από το

Μαύρο Σκύλο

30/8/2010

Η ιδιόμορφη εμφάνισή της, εμπνευσμένη από το ομώνυμο γεράκι Ηayabusa, προκάλεσε πολλά σχόλια, όμως ο τρομερός κινητήρας της και το καλοσχεδιασμένο πλαίσιό της, έκλεισαν τα στόματα [blockquote]Ναι...
Στις επιδόσεις
Στην άνεση στα ταξίδια
Στη σπορ συμπεριφορά της στον δρόμο και στην πίστα
Στην αντοχή των μηχανικών μερών
Όχι...
Στο φτωχό για την κατηγορία της φινίρισμα
Στην κουραστική για μέσα στην πόλη θέση οδήγησης
Στη δυσκολία φορτώματος
Στα μέτρια φρένα
Γιατί...
Είναι μια κορυφαία σε επιδόσεις τουριστική μοτοσυκλέτα, που δεν λέει “όχι” ακόμα και σε ακραία σπορ οδήγηση στην πίστα. Παραμένει μέχρι σήμερα ο άρχοντας των φαναριών.
Τι να προσέξετε
Τα ρουλεμάν του λαιμού, οι άξονες των τροχών, οι δίσκοι του συμπλέκτη και οι δίσκοι των εμπρός φρένων θα πρέπει να ελεγχθούν με προσοχή, γιατί πέρα από το κόστος αλλαγής τους, δείχνουν και τον τρόπο με τον οποίο έχει χρησιμοποιηθεί η μοτοσυκλέτα.[/blockquote]
Την εποχή που η Honda Blackbird απολάμβανε τη βασιλεία της στην κατηγορία των υπερηχητικών sport-touring μοτοσυκλετών, εκμεταλλευόμενη τη συναίνεση της Kawasaki που κράταγε με πείσμα το γερασμένο ZZR1100, η Suzuki αποφάσισε να επιτεθεί κατά μέτωπο. Μέχρι τότε, τον ρόλο του γρήγορου ταξιδευτή στη γκάμα της είχε η GSX-R1100, ένα τεχνολογικό απολίθωμα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η Honda είχε την υψηλότερη τελική σε μοτοσυκλέτα παραγωγής, ήταν πολύ άνετη για δύο άτομα και εύκολη στη γρήγορη οδήγηση. Επίσης, ήταν όμορφη και πολύ ποιοτική. Ο πήχης που είχε βάλει το Blackbird βρισκόταν πολύ ψηλά.
Από τη μεριά της, η Hayabusa είχε το πλεονέκτημα του μεγαλύτερου κινητήρα και των πολύ καλύτερων επιδόσεων, όμως η εμφάνισή της ξέφευγε από τις συντηρητικές γραμμές των τουριστικών μοτοσυκλετών, ενώ η ξεχωριστή σέλα για τον συνεπιβάτη αντί της μονοκόμματης της Honda, απομάκρυνε τους παραδοσιακούς πελάτες της sport-touring κατηγορίας.
Στην πράξη, όλα αυτά καταρρίφθηκαν, καθώς η συμβίωση με μια Hayabusa, απέδειξε ότι αυτή η μοτοσυκλέτα ήταν από τις πιο καλοσχεδιασμένες και εύστοχες στην κατηγορία της. Οι τουριστικές της δυνατότητες άντεχαν οποιαδήποτε σύγκριση με τον ανταγωνισμό, την ίδια ώρα που οι επιδόσεις της έσπαγαν όλα τα ρεκόρ στις μετρήσεις των περιοδικών. Τα 308 πραγματικά χιλιόμετρα που έγραψε το όργανο μετρήσεων του ΜΟΤΟ, έκαναν τη Hayabusa τη μοναδική μοτοσυκλέτα παραγωγής που είχε καταφέρει να μπει στην τρίτη εκατοντάδα.
Με μοναδικό κριτήριο τις επιδόσεις, η Hayabusa έγινε η αγαπημένη μοτοσυκλέτα των “κοντράκηδων”. Ξεκινούσε πολύ εύκολα στα φανάρια, χάρη στο μακρύ μεταξόνιό της, το χαμηλό κέντρο βάρους της και τον πολύ καλό και ανθεκτικό συμπλέκτη της. Αυτά, συνέβαιναν κυρίως στην Ελλάδα και την Αμερική, γιατί στην Ευρώπη η Hayabusa αποκτούσε διαρκώς οπαδούς από τους φανατικούς ταξιδευτές. Η ικανότητά της να διασχίζει δικάβαλη ολόκληρες χώρες μέσα σε μια μέρα, ήταν κάτι που εκτιμήθηκε δεόντως από τους Κεντροευρωπαίους, που είχαν τη δυνατότητα να μπαίνουν στις εθνικές οδούς και να πηγαίνουν με την τελική της μεγάλης Suzuki για ώρες.
Κάτω από το “παχύδερμο” φέρινγκ, η Hayabusa έκρυβε ένα μυστικό που το ανακάλυψαν όσοι τόλμησαν να τη βάλουν μέσα σε πίστα. Ο τρόπος που έστριβε και συμπεριφερόταν σε πραγματικά γρήγορους ρυθμούς, ήταν πρωτόγνωρος για την κατηγορία της. Η συγγένειά της με τις GSX-R750/1000 ήταν παραπάνω από εμφανής και καμία ανταγωνίστρια δεν μπορούσε να την ακολουθήσει στις στροφές. Η διαφορά της από τις άλλες, ήταν τουλάχιστον χαοτική.
Από το 1999 μέχρι το 2008 που αντικαταστάθηκε από το νέο μοντέλο, δέχτηκε ελάχιστες αλλαγές, κυρίως σε λεπτομέρειες, όπως τα χρώματα, ενώ από το 2001 η τελική της ταχύτητα περιορίστηκε στα 299, κατόπιν συμφωνίας όλων των ιαπωνικών εργοστασίων να σταματήσουν το κυνήγι της τελικής. Το 2003 μπήκαν καταλύτες για να προσαρμοστεί στις νέες προδιαγραφές εκπομπής ρύπων, χάνοντας δύο-τρεις ίππους. Ψάχνοντας στην αγορά για μια μεταχειρισμένη Hayabusa, θα βρείτε σχεδόν τα πάντα και σε τιμές που διαφέρουν αρκετά.
Τα πρώτα μοντέλα, ναι μεν ξεπερνούν τα τριακόσια χιλιόμετρα τελικής, όμως μιλάμε για μοτοσυκλέτες σχεδόν δεκαετίας και με πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα. Η ποιότητα της βαφής των πλαστικών και της ανοδίωσης στα αλουμινένια εξαρτήματα δεν είναι ιδιαίτερα καλή, με αποτέλεσμα η Hayabusa να δείχνει περισσότερο ταλαιπωρημένη απ’ ό,τι είναι, μετά από 20.000 χιλιόμετρα. Καλύτερη αγορά είναι τα μοντέλα μεταξύ 2001-2003, όπου οι τιμές είναι εξίσου προσιτές και είναι πιο εύκολο να βρείτε ένα καλά συντηρημένο δείγμα. Τα μοντέλα των τελευταίων τριών ετών κρατάνε υψηλές τιμές μεταπώλησης, βάζοντας πολλούς σε σκέψη για την αγορά καινούριας.
Στα καταστήματα μεταχειρισμένων, ένα μεγάλο ποσοστό αποτελείται από μοτοσυκλέτες ανεξάρτητης εισαγωγής. Μόνο όσες είναι γαλλικής προέλευσης ενδέχεται να είναι “κλειστές” στους εκατό ίππους. Επίσης αποφύγετε όσες έχουν προδιαγραφές για την αγγλική ή ιαπωνική αγορά, καθώς τα φώτα τους είναι ρυθμισμένα για να φωτίζουν την αριστερή πλευρά του δρόμου. Εκτός του ότι θα τυφλώνετε τους απέναντι, θα έχετε και περιορισμένη ορατότητα στους επαρχιακούς δρόμους. Το πρόβλημα λύνεται μόνο με την αντικατάσταση του προβολέα, κάτι εξαιρετικά ακριβό.
Γενικά η Hayabusa έχει να επιδείξει μεγάλη αντοχή στα μηχανικά της μέρη και ποτέ δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα να ταλαιπωρεί τους ιδιοκτήτες της. Τα ρουλεμάν στον λαιμό είναι εύκολο να παραδώσουν το πνεύμα στους ελληνικούς δρόμους -ειδικά αν έχει στο ιστορικό της μερικές άγαρμπες σούζες. Κατά τα άλλα, αναλόγως των χιλιομέτρων δώστε μεγάλη προσοχή στα αναλώσιμα (αλυσίδα/γρανάζια, λάστιχα, τακάκια) γιατί το κόστος τους δεν είναι αμελητέο.


ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος: Τετράχρονος, τετρακύλινδρος, υγρόψυκτος, με 2ΕΕΚ και 4Β/Κ
Χωρητικότητα (cc): 1.298
Σχέση συμπίεσης: 11:1
Ανάφλεξη: Ψηφιακή
Τροφοδοσία: Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής: 4 σε 2
Σύστημα λίπανσης: Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης: Μίζα
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Τύπος συμπλέκτη: Υδραυλικός, υγρός, πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση: Γρανάζια / 1,596
Σχέσεις ταχυτήτων: 1: 2,516, 2: 1,937, 3: 1,526, 4: 1,285, 5: 1,136, 6: 1,043
Τελική μετάδοση / σχέση: Αλυσίδα / 2,352
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος: Αλουμινίου, κλειστό περιμετρικό
Βάρος κενή (kg): 215
Ρεζερβουάρ / Ρεζέρβα (l): 22/ -
ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Εμπρός
Τύπος: Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή (mm): 120
Διάμετρος (mm): 43
Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης / επαναφοράς
Πίσω
Τύπος: Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Διαδρομή (mm): 140
Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης / επαναφοράς
ΦΡΕΝΑ
Εμπρός: Δύο δίσκοι 320mm, με δαγκάνες έξι εμβόλων
Πίσω: Δίσκος 240mm, με δαγκάνα δύο εμβόλων
ΤΡΟΧΟΙ
Εμπρός
Ζάντα: Χυτή αλουμινίου, 3,50x17”
Ελαστικό: 120/70-17
Πίσω
Ζάντα: Αλουμινίου με ακτίνες, 6,00x17”
Ελαστικό: 190/50-17
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ
Ισχύς εργοστασίου (ΗΡ/rpm): 175 / 9.800
Ροπή εργοστασίου (kg.m/rpm): 14,1 / 7.000
ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙΔΟΣΕΩΝ
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ (sec)
0-100m: 4,2
0-400m: 9,72
0-100km/h: 2,42
0-150km/h: 4,27
Ισχύς στον τροχό (ΗΡ/rpm): 157,6 / 9.300
Ροπή στον τροχό (kg.m/rpm): 13,6 / 7.000
Μέχρι να εμφανιστεί η Kawasaki ZX-12R, ο κινητήρας της Hayabusa ήταν ό,τι πιο δυνατό υπήρχε σε μοτοσυκλέτα. Παρά την εξωπραγματική του ιπποδύναμη για την εποχή, ήταν αρκετά φιλικός, με γραμμική απόδοση και ομαλή κορύφωση της δύναμης.