EICMA 2022: Honda CL500 Η επιστροφή των off-road του 1960
Ένα μοντέρνο CL
Από τον
Μπάμπη Μέντη
8/11/2022
Κάποτε δεν υπήρχαν κατηγορίες μοτοσυκλετών. Αγόραζες μία και μετά έκανες δυο-τρεις μετατροπές στο σπίτι σου για να τρέξεις αγώνες στην άσφαλτο ή στο χώμα!
Και ο ευκολότερος τρόπος για να ξεχωρίσεις μια μοτοσυκλέτα δρόμου από μια off-road ήταν να δεις αν η εξάτμισή της βγαίνει κάτω ή πάνω. Κάτω οι ασφάλτινες και πάνω οι χωμάτινες… Αν τώρα η περιγραφή αυτή σας θυμίζει Scrambler, τότε είστε στο σωστό δρόμο, διότι περί αυτού πρόκειται.
Τα CL της Honda εμφανίστηκαν ακριβώς την εποχή που τα scrambler αποτελούσαν τις on-off μοτοσυκλέτες της εποχής τους και έγραψαν τη δική τους ιστορία στο πέρασμα των χρόνων, μέχρι φυσικά που τα On-off άρχισαν να μοιάζουν στα XLR και αργότερα στα Transalp.
Όμως το απλό έχει πάντα την γοητεία του και αυτή την γοητεία θέλει να επαναφέρει το ολοκαίνουριο CL 500.
Φυσικά πρόκειται για άλλο ένα μέλος της οικογένειας των CB 500, χρησιμοποιώντας τον ίδιο δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα.
Το πλαίσιο βασίζεται στου Rebel 500, με στόχο να επιτύχουν χαμηλό ύψος σέλας στα μόλις 790mm.
Το CL 500 έχει μόνο ένα δισκόφρενο εμπρός 310mm, όπως η προηγούμενη γενιά των CB 500 και το ABS έχει ρυθμιστεί για “ελαφρά οδήγηση στο χώμα” όπως ισχυρίζεται η Honda.
Το βάρος είναι στα 192 κιλά γεμάτη και το ρεζερβουάρ χωράει 12 λίτρα βενζίνης.
Νέο entry-level μοντέλο με δικύλινδρο σε σειρά, βασισμένο στην Aprilia RS457
Από τον
Φίλιππο Σταυριδόπουλο
1/8/2025
Η Moto Guzzi ετοιμάζει το μεγαλύτερο τεχνολογικό άλμα εκτός παράδοσης εδώ και δεκαετίες. Αντί για τον κλασικό εγκάρσια τοποθετημένο V2, η νέα της μικρή μοτοσυκλέτα θα χρησιμοποιεί δικύλινδρο σε σειρά 457 κ.εκ., προερχόμενο από την Aprilia, με στόχο την παγκόσμια αγορά και ιδιαίτερα την Ασιατική
Το καλοκαίρι του 2023 η Aprilia παρουσίασε την RS457, εξοπλισμένη με νέο δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα. Το μοτέρ αυτό γρήγορα έγινε η βάση για ολόκληρη οικογένεια μοντέλων, την RS457, την Tuono 457 και σύντομα την Tuareg 457. Όλα παράγονται στο εργοστάσιο της Piaggio στην Ινδία, διασφαλίζοντας χαμηλότερο κόστος και άμεση πρόσβαση σε αναδυόμενες αγορές.
Η Moto Guzzi, μέλος του ίδιου ομίλου (Piaggio) από το 2004, αποφάσισε να υιοθετήσει τον κινητήρα, φέρνοντας για πρώτη φορά εδώ και σχεδόν έναν αιώνα έναν δικύλινδρο σε σειρά σε μοντέλο παραγωγής της. Αν και η Guzzi είχε φτιάξει εν σειρά κινητήρες τη δεκαετία του ’30, αυτοί περιορίζονταν σε αγωνιστικές εφαρμογές. Από το 1967 και μετά, η εταιρική ταυτότητα της, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον εγκάρσιο αερόψυκτο V2. Η εισαγωγή της υδρόψυξης με το V100 Mandello ήταν ήδη μεγάλο βήμα αλλά η εγκατάλειψη του V2 αποτελεί πραγματική επανάσταση.
Η νέα naked της Guzzi θα μοιράζεται τον κινητήρα και ορισμένα περιφερειακά με την Tuono 457, αλλά θα έχει ολοκληρωτικά δική της αρχιτεκτονική στηριζόμενη σε σωληνωτό ατσάλινο πλαίσιο αντί για αλουμινίου, με στόχο να προσδώσει διαφορετική γεωμετρία αναβάτη για μια πιο άνετη θέση οδήγησης αλλά και μια μια πιο παραδοσιακή σχεδίαση ρεζερβουάρ και φωτιστικών σωμάτων.
Η κατηγορία 350-500 κ.εκ. αναπτύσσεται ραγδαία, ιδιαίτερα στην Ασία. Για μικρές εταιρείες όπως η Guzzi (15.000 μονάδες ετησίως), η διείσδυση σε αυτές τις αγορές είναι ζήτημα επιβίωσης. Η παραγωγή στην Ινδία, όπως ήδη γίνεται με την Aprilia, ανοίγει τον δρόμο για οικονομικά προσιτά μοντέλα που θα μπορούν να πωλούνται τόσο σε Ασία όσο και σε Ευρώπη.
Παράλληλα, η Moto Guzzi ακολουθεί το παράδειγμα άλλων κατασκευαστών: KTM- Bajaj, Triumph-Bajaj και εργοστάσια στην Ταϊλάνδη, BMW-TVS. Όλοι προσαρμόζουν την παραγωγή τους σε μικρότερες και πιο οικονομικές μοτοσυκλέτες για να κερδίσουν μερίδιο αγοράς σε χώρες με εκρηκτική ζήτηση.
Αν και είχε ακουστεί ότι η Guzzi θα επαναφέρει το όνομα “Eldorado”, αυτό φαίνεται απίθανο, καθώς ιστορικά αφορούσε μεγάλες cruiser. Μια πιο ταιριαστή επιλογή θα ήταν ίσως το “Airone”, το πρώτο μεταπολεμικό Guzzi μαζικής παραγωγής που έφερε την ελευθερία ταξιδιού σε χιλιάδες αναβάτες, ακριβώς όπως στοχεύει να κάνει και η νέα, μικρή Moto Guzzi.