Yamaha R1/ R1M 2020 (Euro5): Τεχνική παρουσίαση [video]

Οι αλλαγές, οι βελτιώσεις και σύγκριση με τον ανταγωνισμό
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

16/9/2019

Η Yamaha επέλεξε να παρουσιάσει την ανανεωμένη R1 και R1M του 2020 αρκετά πριν ξεκινήσουν οι διεθνείς εκθέσεις. Η τακτική αυτή ξεκίνησε από την BMW και πλέον όλο και περισσότεροι κατασκευαστές την ακολουθούν, καθώς θέλουν να αποφύγουν τον “συνωστισμό” παρουσιάσεων νέων μοντέλων μέσα σε μία μέρα. Σε αντίθεση με ό,τι έγινε όταν εφαρμόστηκαν οι προδιαγραφές Euro4, όπου η οικονομική κρίση οδήγησε τα εργοστάσια στην απόσυρση ορισμένων μοντέλων από την ευρωπαϊκή αγορά (βλ. Hayabusa, CBR 600 RR κ.τ.λ.), τώρα με τις προδιαγραφές Euro5, έχουμε μια έκρηξη ανανεώσεων παλαιών και παρουσίασης εντελώς νέων μοντέλων, κάτι που θα συνεχιστεί στον ίδιο ρυθμό και του χρόνου.

Αυτή είναι η δεύτερη κατά σειρά ανανέωση της R1 μετά το 2015 που παρουσιάστηκε, καθώς είχε προηγηθεί μια αναβάθμιση των ηλεκτρονικών το 2017 και η προσθήκη του quick shifter up/down. Στην πρώτη γενιά των R1/R1Μ είχαν βάλει ένα συμβατικό quick shifter (μόνο για τα ανεβάσματα) που απλώς έκοβε το ρεύμα και δεν εκμεταλλευόταν την τεχνολογία ride by wire της τροφοδοσίας και τις δυνατότητες της IMU. Όταν ρωτήσαμε γιατί το έκαναν αυτό και έμειναν πίσω από τον ανταγωνισμό, η δικαιολογία του project leader τότε, ήταν πως τα quick shifter up/down “δεν ανταποκρίνονται στα επίπεδα αξιοπιστίας που έχει θέσει η Yamaha για τα προϊόντα της”. Φυσικά δύο χρόνια μετά το έβαλαν, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πως δεν ξέρουν να λένε ψέματα. Όπως για παράδειγμα με την τεχνολογία του cornering ABS, που δήλωναν πως είναι αποκλειστικά δικά τους, αλλά στην πέμπτη κατά σειρά (επίμονη…) ερώτηση, μας αποκάλυψαν πως o κατανεμητής πίεσης είναι της Bosch. Τα παλιά χρόνια που στις δημοσιογραφικές παρουσιάσεις μιλούσαν μόνο οι Γιαπωνέζοι, η απάντηση σε κάθε ερώτηση ήταν “because is better…”. Τώρα που τις παρουσιάσεις τις κάνουν στελέχη των ευρωπαϊκών θυγατρικών, ακολουθούν διαφορετική προσέγγιση η οποία μπορεί να σε οδηγήσει σε λανθασμένες εντυπώσεις. Στην πραγματικότητα λοιπόν, η Yamaha δεν είχε προλάβει να φτιάξει λογισμικό για να έχει quick shifter με λειτουργία up/down η πρώτη γενιά της R1/M και το έβαλε δύο χρόνια μετά (για να έχετε μια εικόνα σχετικά με την πολυπλοκότητα των ρυθμίσεων, εμείς γνωρίζουμε αποκλειστικά μέσα από την ΚΤΜ ότι δούλευαν έξι μήνες πάνω στον κώδικα του cruise control προκειμένου να λειτουργεί έτσι όπως ήθελαν). Διότι τα λογισμικά αυτά δεν είναι ένας απλώς κώδικας, που γράψει ένας κομπιουτεράς στο γραφείο. Απαιτούν αρκετές ώρες δοκιμών σε πραγματικές συνθήκες και ως γνωστόν ο χρόνος ταυτίζεται απόλυτα με το κόστος στις βιομηχανίες.

Ακόμα κι έτσι όμως, οι R1/M ήταν η πιο τεχνολογικά εξελιγμένη ιαπωνική superbike και η μόνη που μπορούσε να συγκριθεί με τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό των Ducati Panigale 1299, BMW S1000RR και φυσικά της πρωτοπόρου στα ηλεκτρονικά Aprilia RSV4RF.  Το ίδιο ισχύει και για το 2020, καθώς αυτή τη φορά έχουμε ουσιώδεις αλλαγές και στην κατασκευή ορισμένων εξαρτημάτων. Με άλλα λόγια, η Yamaha δεν αρκέστηκε μόνο στην δημιουργία ενός update στο λογισμικό των ηλεκτρονικών, αλλά βελτίωσε σημαντικά εξαρτήματα που επηρεάζουν την ποιότητα λειτουργίας τους. Θα ξεκινήσουμε με τον νέο μηχανισμό της ride by wire γκαζιέρας, διότι ο έλεγχος του γκαζιού ήταν μέχρι τώρα ο αδύναμος κρίκος στις μοτοσυκλέτες της Yamaha με ride by wire ψεκασμό. Τόσο η οικογένεια των MT-09, όσο και τα R1/M και MT-10, παρουσίαζαν μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο πόσο άνοιγες το γκάζι και στο πώς αντιδρούσε ο κινητήρας, κυρίως στα μικρά ανοίγματα του γκαζιού. Η Yamaha προσπάθησε να βελτιώσει αυτή τη συμπεριφορά με δύο αναβαθμίσεις του λογισμικού. Όμως στις νέες R1/ R1M δεν αρκέστηκαν σε αυτό και άλλαξαν ολόκληρη τη γκαζιέρα, με νέο ελατήριο επιστροφής, νέας τεχνολογίας αισθητήρα θέσης, η οποία είναι και ελαφρύτερη. Νέο είναι και το launch control, το οποίο έχει ένα πολύ έξυπνο και απλό τρόπο ενεργοποίησης. Απλώς ανεβάζεις τις στροφές του κινητήρα πάνω από τις 9.000, κρατώντας τη γκαζιέρα ανοιχτή στις 41⁰ και το σύστημα ενεργοποιείται αυτόματα. Αφήνεις τον συμπλέκτη και ο ψεκασμός ride by wire φροντίζει για την τέλεια εκκίνηση ανοιγοκλείνοντας τις πεταλούδες, ενώ εσύ απλώς κρατάς τέρμα ανοιχτό το γκάζι.

Μαζί με το ρυθμιζόμενης ευαισθησίας engine brake (3 θέσεις) και το ρυθμιζόμενο cornering ABS (2 θέσεις) η R1/M έχει πλέον ένα ολοκληρωμένο σύστημα ηλεκτρονικών βοηθημάτων, που σε ποσότητα και τεχνολογία είναι πιο κοντά στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό σε σχέση με το παρελθόν.

Στην περίπτωση της έκδοσης M, η οποία θα συνεχίσει να πωλείται με την μέθοδο των διαδικτυακών προπαραγγελιών, έχουμε αλλαγές και στις ημί-ενεργητικές αναρτήσεις της Öhlins. Στην ενδιάμεση ανανέωση του 2017, η Öhlins είχε κάνει update το λογισμικό (το update το είχαμε δοκιμάσει στην Ν. Αφρική κατά την παρουσίαση του ολοκαίνουριου τότε MT-10 SP). Τώρα όμως έχουμε αλλαγές στα δομικά στοιχεία του πιρουνιού και του πίσω αμορτισέρ (τεχνολογίας NPX) που διαθέτουν εσωτερικά ένα ειδικά σχεδιασμένο ρεζερβουάρ αερίου. Στόχος είναι ο έλεγχος της εσωτερικής πίεσης μέσα στο σώμα της ανάρτησης και η ομαλοποίηση της απόσβεσης επαναφοράς.   

Για τον cross-plane τετρακύλινδρο εν σειρά κινητήρα, δεν αναφέρονται κάποιες συγκεκριμένες δομικές αλλαγές, όμως έχει προσαρμοστεί στις προδιαγραφές Euro5 (ανασχεδιασμός κεφαλής/αυλοί εισαγωγής/νέα μπεκ ψεκασμού), διατηρώντας τη μέγιστη (ονομαστική) ιπποδύναμη των 200 ίππων στις 13.500 στροφές. Εδώ θα πρέπει να πούμε, πως οι προδιαγραφές Euro5 δεν φαίνεται πως θα επηρεάσουν τόσο πολύ την απόδοση των κινητήρων, καθώς επικεντρώνονται περισσότερο στη διαχείριση των αναθυμιάσεων και στον διαφορετικό τρόπο μέτρησης του θορύβου.

Παρά το γεγονός πως οι 200 ίπποι και οι 13.500 στροφές είναι άκρως εντυπωσιακοί αριθμοί , εν τούτοις στα χαρτιά, ο ευρωπαϊκός ανταγωνισμός έχει σπάσει αυτό το φράγμα, με την BMW S1000RR να είναι στους 207 ίππου στις ίδιες στροφές και τα υπερκυβισμένα Aprilia RSV4 1100 και Ducati Panigale V4/S (1100cc κι αυτά) στους 217 και 214 ίππους αντίστοιχα. Η Yamaha δεν έχει ακόμα μπει στο παιχνίδι των μεταβλητού χρονισμού εκκεντροφόρων. Αυτή η τεχνολογία βοηθά στη μείωση των εκπομπών ρύπων στις χαμηλές στροφές και ταυτόχρονα επιτρέπει “άγριο” χρονισμό στις υψηλές στροφές. Πιθανόν η Yamaha να περιμένει να δει πού θα πάει τον πήχη των ιαπωνικών superbike η Honda με το καινούριο Fireblade φέτος για να απαντήσει. Ο χρόνος θα δείξει…

Αλλαγές ουσίας υπάρχουν και στο πάνω μέρος του φαίρινγκ και την ουρά (full-carbon στην περίπτωση της Μ). Η Yamaha ισχυρίζεται πως βελτίωσε την συνολική αεροδυναμική απόδοση κατά 5% σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο και στην μονόσελη Μ, έχουμε ακόμα καλύτερη συγκέντρωση των μαζών στο κέντρο βάρους της μοτοσυκλέτας.

Με τη χρήση μαγνησίου για τις ζάντες και το υποπλαίσιο, το συνολικό βάρος (γεμάτο ρεζερβουάρ και υγρά στον κινητήρα) είναι μόλις 202 κιλά για την R1Μ. Παρ’ όλα αυτά, για την βασική έκδοση η Yamaha λέει πως ζυγίζει 201 κιλά, δηλαδή είναι ελαφρύτερη κατά ένα κιλό από την M που έχει full-carbon φαίρινγκ και μικρή μπαταρία ιόντων λιθίου. Πιθανόν οι διαφορά να βρίσκεται στις βαρύτερες ημί-ενεργητικές αναρτήσεις ή να πρόκειται για τυπογραφικό λάθος… Μια άλλη διαφορά ανάμεσα στις δύο εκδόσεις βρίσκεται στα ελαστικά τους. Η έκδοση M δεν έχει πια τα ελαφριά Pirelli Supercorsa, αλλά τα Bridgestone RS 11 σε πίσω διάσταση 200/55-17. Ακριβώς τον ίδιο τύπο ελαστικών έχει η βασική έκδοση, μόνο που εδώ έχουμε 190/55-17 πίσω, με αποτέλεσμα το ύψος σέλας να είναι 860mm για την M, με το υψηλού προφίλ πίσω ελαστικό και 855mm για την βασική έκδοση με το μικρότερου ύψους προφίλ πίσω ελαστικό.

            

Η νέα R1 παρουσιάστηκε σε εκπροσώπους μέσων, κυρίως «γιουτιούμπερ» πριν από λίγες ημέρες, οι δημοσιογράφοι που θα έλεγαν και τα στραβά μαζί με τα καλά, δεν ήταν στις επιλογές της εταιρίας και το λέμε αυτό μιας και είναι λίγοι πλέον όσοι έχουμε μείνει που γράφουμε και δείχνουμε πράγματα. Για παράδειγμα στην αποστολή του Tenere υπήρχαν θέματα που τέθηκαν μονάχα από το ΜΟΤΟ, να μην τα είδαν οι υπόλοιποι; Μακάρι να είναι αυτό και όχι να τα είδαν και να μην τα είπαν. Αυτό βέβαια μας «κατεβάζει» στην λίστα προτίμησης μερικές φορές, όχι πάντα, γιατί δεν είμαστε στην δεκαετία του ‘90 και του ’00, να πιστεύουν οι πωλητές πως πρέπει να έχουν την καλύτερη μοτοσυκλέτα για να πουλήσουν. Στις μέρες πηγαίνουν με το περιοδικό στα μαγαζιά, τους δείχνουν σημειωμένες παραγράφους και επιτέλους ακούνε «έτσι είναι» πριν ακούσουν και το «αλλά»… Από την άλλη πάλι, είναι και μερικές φορές που ακριβώς αυτή η τακτική, του να λες πράγματα, αντιμετωπίζεται διαφορετικά. Θα περιμένουμε την νέα R1 όμως, να την οδηγήσουμε στις Σέρρες, πριν αποφανθούμε για τα υπόλοιπα…

Monster Senna - Φόρος τιμής της Ducati στον θρυλικό αγωνιζόμενο [VIDEO]

Σε 341 μοτοσυκλέτες, με έμπνευση από το κράνος του Βραζιλιάνου
Ducati Monster Senna
Κώστα Γκαζή
Από τον

Κώστα Γκαζή

17/5/2024

Η Ducati παρουσίασε μια συλλεκτική έκδοση του Monster, στα χρώματα του κράνους του θρύλου της F1 Ayrton Senna, το οποίο ήταν βαμμένο στα χρώματα της βραζιλιάνικης σημαίας, κίτρινο, πράσινο και μπλε. Η μοτοσυκλέτα θα παραχθεί σε 341 αντίτυπα.

Η παρουσίαση του Ducati Monster Senna έγινε στο GP της F1 στην Ιμολα, την πίστα στην οποία έχασε με τραγικό τρόπο τη ζωή του ο Βραζιλιάνος άσος των αγώνων. Ο αριθμός 341 συμβολίζει τους 3 Παγκόσμιους Τίτλους και τις 41 νίκες του Senna, ενώ η ειδική έκδοση Monster Senna έρχεται φορτωμένη με σειρά επίσημων αξεσουάρ που το βελτιώνουν, το κάνουν πιο όμορφο και του κόβουν 4 κιλά βάρους. Συγκεκριμένα εκτός από τον χρωματισμό, η μοτοσυκλέτα φέρει τελικά εξατμίσεων από ανθρακόνημα της Termignoni, διαφορετική σέλα, προστατευτικά κινητήρα, μαρσπιέ Rizoma, κίτρινες δαγκάνες, κάλυμα σέλας συνεπιβάτη, special animation στα όργανα, πλακέτα με αρίθμηση στην τιμονόπλακα, κ.α. Κάθε Ducati Monster Senna συνοδεύεται από πιστοποιητικό γνησιότητας και ειδική κουκούλα φύλαξης.

Ayrton Senna

Η ειδική έκδοση Monster Senna στόχο έχει να αποτελέσει έναν εορτασμό της σχέσης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ Ducati και Senna, όταν ο Βραζιλιάνος ήταν εν ζωή, σχέση που το Borgo Panigale εξακολουθεί να καλλιεργεί μέχρι σήμερα, μέσω της σχέσης με την οικογένεια του Ayrton και με τη Senna Brands.

Senna

Η επιλογή του Monster ως μοντέλου για τη δημιουργία αυτής της περιορισμένης έκδοσης συνδέεται επίσης με την ιστορία του Ayrton, ο οποίος ήταν ένας από τους πρώτους ιδιοκτήτες του Monster 900, το οποίο χρησιμοποιούσε για τις μετακινήσεις του στο Μόντε Κάρλο και με το οποίο εμφανίστηκε στην επίσημη βραδιά του Grand Prix F1 του Μονακό το 1993. Στον Ayrton άρεσε η λιτότητα του Monster και ο χαρακτήρας που έβαζε τη διασκεδαστική οδήγηση σε πρώτο πλάνο.

Ducati Ayrton Senna

Claudio Domenicali, CEO της Ducati Motor Holding: "Ο Ayrton Senna ήταν και θα παραμείνει για πάντα ένα είδωλο. Ένας θρύλος του αθλητισμού, ένας εξαιρετικός άνθρωπος, αλλά και ένας παθιασμένος μοτοσυκλετιστής, τον οποίο θέλουμε να τιμήσουμε με μια ειδική έκδοση ενός από τα πιο εμβληματικά μοντέλα της γκάμας μας: το Monster. Ο Senna ήταν ένας από τους πρώτους ιδιοκτήτες του Monster 900 και αντιπροσώπευε τέλεια τις αξίες αυτής της μοτοσυκλέτας: στυλ, τόλμη και διασκέδαση. Το Monster Senna είναι μια απόδειξη του πόσο μας τιμά να ορίζουμε έναν πρωταθλητή αυτού του απίστευτου επιπέδου έναν πραγματικό Ducatista".

Ducati Ayrton Senna

Bianca Senna, Διευθύνων Σύμβουλος της Senna Brands: "Η συνεργασία με την Ducati είναι ιστορική και πολύ επίκαιρη μέχρι σήμερα. Το Monster είναι μια μοτοσυκλέτα που θυμίζει τον τρόπο ζωής του Ayrton, με τις υψηλές επιδόσεις αλλά και με τη δυνατότητα να απολαμβάνει την οδήγηση και εκτός πίστας. Οι οπαδοί σε όλο τον κόσμο που θαυμάζουν τον Ayrton θα βρουν αυτή τη συνεργασία έναν πραγματικό φόρο τιμής στην κληρονομιά του".

916 Senna

Οι δρόμοι της Ducati και του Ayrton Senna διασταυρώθηκαν για πρώτη φορά το 1990, όταν ο Claudio Castiglioni, τότε ιδιοκτήτης της Ducati και παθιασμένος θαυμαστής του Senna και του έμφυτου ταλέντου του, χάρισε στον τρεις φορές παγκόσμιο πρωταθλητή μια 851 SP. Τα επόμενα χρόνια ο Senna και η Ducati συνειδητοποίησαν ότι είχαν πολλές κοινές αξίες, και όταν ο Παγκόσμιος Πρωταθλητής είδε από κοντά τη νέα Ducati 916 ενθουσιάστηκε, δίνοντας το έναυσμα για την ιδέα μιας συνεργασίας σε ένα ιδιαίτερο project ικανό να ενώσει τη μάρκα Ducati και τη μάρκα Senna. Έτσι γεννήθηκε η Ducati 916 Senna, μια μοτοσυκλέτα που χαρακτηρίζεται από ένα χρώμα που επέλεξε προσωπικά ο Βραζιλιάνος οδηγός, επιλέγοντας ένα γραφικό contrast μεταξύ ανθρακί γκρι, μαύρου ματ και κόκκινου, το οποίο έγινε εμβληματικό τα επόμενα χρόνια. Η ειδική σειρά, περιορισμένη σε μόλις 300 μοτοσυκλέτες, ανακοινώθηκε από την Ducati τον Μάρτιο του 1994.

Το τραγικό ατύχημα στο οποίο έχασε τη ζωή του ο Ayrton Senna συνέβη λίγους μήνες πριν από την έναρξη της παραγωγής της Ducati 916 Senna και σταμάτησε κάθε επιχείρηση που σχετιζόταν με τον Ayrton, αλλά η συζήτηση που ακολούθησε μεταξύ της Ducati και της οικογένειας του Senna έπεισε τα μέρη να προχωρήσουν στην υλοποίηση του έργου στη μνήμη του Ayrton, με την παρουσίαση να πραγματοποιείται στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του 1994. Η πρώτη σειρά εξαντλήθηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια ακολούθησαν άλλες δύο το 1997 και το 1998 με χρώματα που επέλεξε ο αδελφός του Ayrton, Leonardo Senna.

Η συνεργασία με τη Senna Brands επαναλήφθηκε το 2014 με την 1199 Panigale, βάσει της οποίας δημιουργήθηκε μια περιορισμένη σειρά 161 μοτοσυκλετών -όσων και ο αριθμός των Grands Prix που αγωνίστηκε ο Ayrton- που προοριζόταν για την αγορά της Βραζιλίας. Όλες οι Ducati Sennas είναι ιδιαίτερα περιζήτητες από συλλέκτες σε όλο τον κόσμο

Ετικέτες