Australian tour (Μέρος Β')

Όταν μιλά η ελληνική ψυχή
Από τον

Κωνσταντίνο Μητσάκη

12/8/2017

Η περιπλάνηση στο μεγάλο νησί του Νότου με την ΚΤΜ 1050 Adventure συνεχίζεται. Μετά την διάσχιση της δυτικής ακτογραμμής –και αφού πρώτα τάισα τα δελφίνια της περιοχής MonkeyMia– έβαλα πορεία ανατολικά, οδηγώντας τη μαύρη μοτοσυκλέτα στις ατέρμονες ευθείες της εκνευριστικά επίπεδης Nullarbor Plan. Ήταν όμως το τίμημα για να γραφτεί ο επίλογος άλλου ενός διηπειρωτικού ταξιδιού, που ολοκληρώθηκε μέσα σε μια μεγάλη, ορθάνοικτη ελληνική αγκαλιά…

 

δείτε εδώ το Πρώτο Μέρος του ταξιδιωτικού

Αφήνοντας πίσω μου εκείνο το πρωινό την πόλη Broome, δεν άργησα να βυθιστώ –για ακόμα μια μέρα– στην ατέρμονη μοναξιά της διαδρομής και στην άβυσσο των προσωπικών μου σκέψεων. Βρισκόμουν εδώ και τρεις περίπου εβδομάδες καθοδόν στους δρόμους της Αυστραλίας και στο διάστημα αυτό είχα συνειδητοποιήσει ότι η σχέση μου μ’ αυτή την χώρα είχε πλέον αλλάξει. Το γεγονός ότι η γενέτειρά μου είχε αποδειχτεί μέχρι τώρα αρκετά καλή και φιλική απέναντί μου –αποκαλύπτοντας στα μάτια μου έναν τόπο οικείο και φιλόξενο– συνηγορούσε πως θα μάλλον θα ζούσα μια ξεχωριστή ταξιδιωτική περιπέτεια στους μακρινούς αντίποδες της γης.

Αυτό όμως που πραγματικά με ενθουσίαζε περισσότερο ήταν η διαφορετικότητα και ο πλουραλισμός των αξιοθέατων που συναντούσα σε κάθε γεωγραφική ενότητα αυτής της χώρας. Στην δυτική πλευρά της, αυτήν που θα εξερευνούσα τις επόμενες μέρες, καταλυτική ήταν η παρουσία του υδάτινου στοιχείου –μεγάλο πρωταγωνιστή αποτελεί εδώ ο Ινδικός Ωκεανός.

Ωστόσο, καθοριστικό ρόλο στη απροβλημάτιστη διάσχιση της δυτικής Αυστραλίας παίζουν φυσικά και οι καιρικές συνθήκες –ευτυχώς ο χειμώνας εδώ είναι σχετικά ήπιος, με ανεκτές θερμοκρασίες (12οC– 20οC) και λίγες σχετικά βροχοπτώσεις. Η χειμερινή περίοδος είχε όμως κι άλλα καλά, αφού παντού θα έβρισκα –εύκολα και σε χαμηλές τιμές– ένα κατάλυμα. Σύμφωνα με τους ντόπιους, την αντίστοιχη εποχή του καλοκαιριού, ένα κρεβάτι στην δυτική ακτογραμμή της Αυστραλίας θα το πλήρωνα κυριολεκτικά… χρυσάφι.

Δυσάρεστα απρόοπτα

Ο παραλιακός οδικός άξονας North West Coastal Hwy "έστρωσε" τον δρόμο στις ρόδες της μαύρης 1050 για να με μεταφέρει από την παράκτια κωμόπολη Broome στην Perth, την πρωτεύουσα της πολιτείας WesternAustralia (1.800 χιλιόμετρα νοτιότερα). Ενδιάμεσα μεσολαβούσαν οι μικρές πόλεις Port Hedland, Karrath, Carnarvonκαι Geraldton, ενώ στα σχέδια υπήρχε και μια παράκαμψη στον κόλπο SharkBay.

Η πόλη Broome που μόλις άφηνα πίσω μου, ήταν ένα από τα γνωστότερα παραθαλάσσια τουριστικά θέρετρα της δυτικής Αυστραλίας και ιδρύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα ως κέντρο αλιείας μαργαριταριών (pearls) στη περιοχή. Σήμερα θεωρείται ο πιο κατάλληλος τόπος για να αγοράσει κανείς φτηνά και ποιοτικά μαργαριτάρια, ενώ η τουριστική ατραξιόν για την οποία φημίζεται η Broome είναι η βόλτα με καμήλες κατά μήκος της αμμουδερής παραλίας Cable Beach την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Αν κι έχω ανέβει πολλές φορές σε καμήλα, δεν μπόρεσα τελικά να αντισταθώ στον πειρασμό για μια ρομαντική περαντζάδα δίπλα στα ωκεάνια νερά, την ώρα που ο ουρανός έπαιρνε φωτιά…

Εγκλωβισμένος εκείνη την ημέρα στην μονοτονία της ευθυτενούς διαδρομής Broome – Karrath που με έσπρωχνε νοτιοδυτικά, δεν αντιλήφθηκα έγκαιρα πως τα καύσιμα της μοτοσυκλέτας τελείωναν, με αποτέλεσμα να ξεμείνω από βενζίνη περίπου 100 χιλιόμετρα μετά την πόλη Port Hedland (και 90 χλμ. πριν το επόμενο πρατήριο). Λάθος υπολογισμός, επιπολαιότητα ή βλακεία; Μην με ρωτάτε πώς και γιατί. Συμβαίνει και στα καλύτερα τα σπίτια…

Τελικά, λύση στο πρόβλημα δόθηκε με αρκετά ασυνήθιστο και πρωτότυπο τρόπο. Μετά από δύο ώρες αναμονής στην άκρη του δρόμου, ένα ζευγάρι νεαρών Αυστραλών μού πρόσφερε τα λίγα λίτρα βενζίνης που είχαν για την ηλεκτρογεννήτριά τους, την οποία χρησιμοποιούσαν στο κάμπινγκ. Βλέπετε, όλα τα αυτοκίνητα που σταματούσαν να με βοηθήσουν ήταν πετρελαιοκίνητα, όπως και των σωτήρων μου…

Όμως, τα απρόοπτα εκείνης της ημέρας δεν είχαν τελειώσει, όπως εσφαλμένα είχα πιστέψει. Φτάνοντας με τη δύση του ηλίου στην κωμόπολη Karrath, κι αφού ψώνισα το δείπνο μου από ένα σούπερ-μάρκετ, ξεκίνησα προς αναζήτηση στέγης –σύντομα πέρασα το κατώφλι του μοναδικού hostel που υπήρχε στην Karrath.

Ακόμα δεν ξέρω το γιατί, αλλά όταν πρωτο-αντίκρισα την ξινή φάτσα του ξενοδόχου, κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Αγνοώντας το ένστικτό μου, του έδωσα το διαβατήριο να συμπληρώσει τα στοιχεία μου. "Είσαι από την Ελλάδα;", τον άκουσα να ρωτά, μ’ έναν συγκαλυμμένο ειρωνικό τόνο στην φωνή του. "Ναι φίλε, είμαι από την Ελλάδα και ταξιδεύω με την μοτοσυκλέτα μου στην Αυστραλία ", του απάντησα ορθά-κοφτά. Κι αμέσως μετά, ήρθε η ερώτηση-καταπέλτης: "Έχεις αρκετά χρήματα για να με πληρώσεις; Σε ρωτάω γιατί άκουσα ότι η χώρα σου χρεοκόπησε και οι Έλληνες δεν έχουν χρήματα ούτε για να ζήσουν."

Ούτε κι εγώ ξέρω πως συγκρατήθηκα εκείνη τη στιγμή και δεν του "έσκασα" το κράνος στην γυαλιστερή καράφλα του. Αυτό που έκανα ήταν να τον στολίσω αμέσως μ’ όσα αυστραλέζικα μπινελίκια ήξερα, να πάρω το διαβατήριο από τα χέρια του και να πάω σ’ ένα διπλανό ξενοδοχείο… Fuck you bastard

Η αλήθεια είναι ότι η "επίθεση" που δέχτηκα από αυτό το φαλακρό κάθαρμα ήταν η μόνη περίπτωση "εθνικής" απαξίωσης και ταπείνωσης που μου έτυχε στην Αυστραλία. Η συντριπτική πλειοψηφία των Αυστραλών έδειχναν κατανόηση για την δύσκολη οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και των κατοίκων της και δεν δίσταζαν να μου εκφράζουν την αμέριστη συμπαράσταση και συμπάθειά τους.

Στην αγκαλιά του Ινδικού Ωκεανού

Ο κόλπος Shark Bay, με τα δεκάδες λιλιπούτια νησιά και την μακρόστενη χερσόνησο, συγκαταλέγεται από το 1991 στον κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco. Πρόκειται για περιοχή αξεπέραστου φυσικού κάλλους που εντοπίζεται στην δυτικότερη άκρη της Αυστραλίας (πιο δυτικά δεν υπάρχει). Τιρκουάζ νερά, ενδημικά είδη ζώων, σπάνια χλωρίδα και τροπικές παραλίες συνιστούν εδώ έναν μοναδικό προορισμό, που μου ήταν αδύνατον να αγνοήσω.

Έτσι, για δυο μέρες περιπλανήθηκα σε απόμερες παραλίες, κολύμπησα σε κρυστάλλινα νερά και κατασκήνωσα κάτω από φοινικόδεντρα, δίπλα ακριβώς στο κύμα. Ποιες ήταν οι προτεραιότητές μου; Η επίσκεψη στην παραλία Shell Beach, μια παραλία μήκους 120 χιλιομέτρων, η οποία αντί για βότσαλα, ήταν στρωμένη με μικρά πάλλευκα κοχύλια. Η Denham λογίζεται ως η δυτικότερη κωμόπολη της Αυστραλίας –μια φωτογραφία εδώ ήταν επιβεβλημένη. Και φυσικά, δεν θα έχανα με τίποτα τα παιχνιδιάρικα δελφίνια της περιοχής Monkey Mia.

Στην Monkey Mia, τα δελφίνια της θάλασσας είναι αρκετά εξοικειωμένα με την ανθρώπινη παρουσία και κάθε πρωί (στα όρια του "Monkey Mia Dolphin Resort") βγαίνουν στα ρηχά, όπου δέχονται χάδια και τροφή από τους παραβρισκόμενους επισκέπτες (εξυπακούεται ότι υπάρχουν μαζί και ειδικοί εκπαιδευτές). Ήταν ένα πραγματικά ανεπανάληπτο σόου για μικρά και μεγάλα παιδιά…

Τιρκουάζ νερά, ενδημικά είδη ζώων, σπάνια χλωρίδα και τροπικές παραλίες συνιστούν εδώ έναν μοναδικό προορισμό

Αντίθετα, η τελευταία μου στάση πριν την πόλη Perth δεν έγινε σε κάποιο θαλασσινό προορισμό της δυτικής ακτογραμμής, αλλά στην έρημο Pinnacles Desert. Στο Εθνικό Πάρκο "Nambung National Park" (190 χιλιόμετρα βόρεια της Perth) την παράσταση κλέβουν οι αμέτρητοι κιτρινωποί ασβεστολιθικοί βράχοι Pinnacles που "ξεφυτρώνουν" κατακόρυφα από το έδαφος, δημιουργώντας έτσι ένα τοπίο βγαλμένο από ταινία επιστημονικής φαντασίας.

Και μετά από δυο ώρες οδήγησης, έφτασα τελικά στο κέντρο της Perth, όπου αντίκρισα τους μοντέρνους ουρανοξύστες της πόλης να "ξεφυτρώνουν" κι αυτοί κάθετα από την γη της Δυτικής Αυστραλίας. Η μαύρη ΚΤΜ είχε πλέον καταγράψει 11.150 χλμ. από την αρχή του ταξιδιού…

Η οριζόντια διάσχιση της Αυστραλίας

Τι σημαίνει "Nullarbor"; Πώς είναι να οδηγάς στην μεγαλύτερη ευθεία της Αυστραλίας; Γιατί είναι γνωστή η κωμόπολη Kimba; Τι γίνεται όταν ένα κύμα ψύχους από την Ανταρκτική φτάνει στις νότιες ακτές της Αυστραλίας; Ποιός ήταν ο Άγγλος εξερευνητής Edward John Eyre;

Απαντήσεις σε όλα αυτά τα βασανιστικά ερωτήματα έμελλε να βρω οδηγώντας στην συνέχεια του "Australian Tour 2015" από την Perth στην Adelaide (Αδελαΐδα). Διασχίζοντας οριζόντια όλη την Νότια Αυστραλία, θα ταξίδευα για 3.000 χιλιόμετρα πάνω στο Eyre Hwy, τον μοναδικό οδικό άξονα που συνδέει τη Δυτική με την Ανατολική Αυστραλία.

Αυτός όμως δεν ήταν ο πραγματικός λόγος που ανυπομονούσα να εγκαταλείψω την Perth. Παραδόξως, ένιωθα επιτακτική την ανάγκη να αποδράσω και πάλι στους μοναχικούς δρόμους της outback. Μου έλειπε η ελευθερία της ερήμου, το ταξίδι της ματιάς στο βάθος του επίπεδου ορίζοντα, η ενδοσκόπηση και η κουβεντούλα με τον εαυτό μου. Αν και προσπαθούσα πολύ, αδυνατούσα ωστόσο να συμφιλιωθώ με τη νέα αστική πραγματικότητα, αφού η καρδιά μου ζητούσε επίμονα να την ζεστάνω με τα σαγηνευτικά χρώματα και τις παραστάσεις της αυστραλιανής ερήμου. Κόλλημα κι τούτο…

Αυτό πάντως, σε καμία περίπτωση, δεν σήμαινε ότι "σνομπάρισα" την Perth των 1.300.000 κατοίκων. Αντιθέτως, η κομψή πρωτεύουσα της δυτικής Αυστραλίας που βρίσκεται κτισμένη στις όχθες του ποταμού Swan, κοντά στις εκβολές του στον Ινδικό Ωκεανό, με ξενάγησε στον πολιτιστικό πολυχώρο "Perth Cultural Center", στον Swan Bell Tower, στα καταπράσινα όρια του πάρκου King Park, στον καθεδρικό St. Mary, αλλά και σ’ άλλες μικρές γειτονιές της.

Κράνος, γάντια, μίζα, πρώτη ταχύτητα στο κιβώτιο και επιτέλους… αναχώρηση! Η επέλαση προς την ανατολική Αυστραλία ξεκινούσε με οδηγό τον οδικό άξονα Eyre Hwy. Στην πορεία μου για την Αδελαΐδα θα βάδιζα πάνω στα χνάρια του Edward John Eyre, ενός άλλου πρωτοπόρου εξερευνητή της αυστραλιανής ηπείρου, που το 1841 κατάφερε –μετά από πέντε μήνες ταξιδιού– να ενώσει οδικά την Ανατολική με την Δυτική Αυστραλία, ολοκληρώνοντας επιτυχώς ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα 2.800 χιλιομέτρων.

Στα πρώτα 750 χιλιόμετρα της διαδρομής (από την Perth ως την κωμόπολη Noresman) έτυχε να συνταξιδέψω με την Dora, που οδηγούσε μια Yamaha ΜΤ-09 Tracer. Ανταμώσαμε τυχαία σ’ ένα βενζινάδικο στην έξοδο της Perth και συμφωνήσαμε να ενώσουμε τις μοναξιές μας και να ξορκίσουμε την πλήξη της διαδρομής. Αρκετά δυναμική και ενδιαφέρουσα γυναίκα, η 50χρονη Dora αποδείχτηκε μια πολύ καλή παρέα και ειλικρινά το διασκεδάσαμε πολύ.

Πάντως, κάθε φορά που σταματούσαμε για βενζίνη, η Dora δεν παρέλειπε να πίνει κάνα δυο ποτηράκια μπύρας μονορούφι –ήταν τα δικά της καύσιμα, όπως έλεγε χαριτολογώντας. Φτάνοντας αργά το απόγευμα στην Noresman αποχαιρέτησα την Dora, η οποία αν και είχε καταναλώσει καθοδόν περί τα 7-8 λίτρα μπύρας, ήταν αρκετά νηφάλια και προσεκτική στην οδήγηση…

Ήταν ένα ραντεβού κυριολεκτικά στα… ψυχρά! Την επομένη, εγκαταλείποντας νωρίς το πρωί την κωμόπολη Noresman, βρέθηκα να συνταξιδεύω (όχι με την Dora αυτή τη φορά) μ’ ένα κύμα ψύχους που ερχόταν από την Ανταρκτική. Όλη εκείνη την ημέρα ο υδράργυρος φλερτάριζε με μονοψήφια νούμερα, ενώ μέχρι το μεσημέρι το θερμόμετρο της μοτοσυκλέτας δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τους -4οC. Πώς κατάφερα τελικά να αντέξω; Απλά, με ζέσταιναν οι αναμνήσεις της τροπικής βόρειας Αυστραλίας και οι σκέψεις πως ο μικρός Γιωργάκης και η Όλγα απολάμβαναν τα χάδια του ήλιου σε κάποια παραλία της Ελλάδας…

Balladonia, Caiguna, Cocklebiddy, Madura, Mundrabilla, Eucla, WA-SA Border Village, Nullarbor, Yalata, Nundroo. Μιλάμε για δέκα τοπωνύμια του χάρτη, σκορπισμένα σε μια έκταση 1.300 χλμ. αμέσως μετά την Noserman, που αντιστοιχούσαν στα γνωστά Roadhouses (πρατήριο καυσίμων, εστιατόριο και κάποια δωμάτια για διανυκτέρευση). Δέκα οάσεις ζωής μέσα στο απόλυτο τίποτα της εφιαλτικής περιοχής Nullarbor Plan (nullaarbor σημαίνει στα λατινικά "κανένα δέντρο"). Η συγκεκριμένη περιοχή ονομάστηκε έτσι από τον εξερευνητή Alfred Delisser, αφού σε μεγάλο κομμάτι της, όχι δέντρο δεν υπάρχει, αλλά ούτε …ραδίκι!

Και κάπου ανάμεσα στο απρόσμενο πολικό ψύχος και στο εκνευριστικά επίπεδο τοπίο της Nullarbor Plan, είχα να "ξεπετάξω" και την μεγαλύτερη ασφαλτοστρωμένη ευθεία της αυστραλιανής ηπείρου (146,6 χλμ.). Στη διαδρομή Balladonia – Caiguna τα ρουλεμάν του τιμονιού της μαύρης ΚΤΜ αποκοιμήθηκαν –ευτυχώς, όχι ο οδηγός. Φανταστείτε πάντως τι πανικός επικράτησε στην πρώτη στροφή μετά την τρομολαγνική εμπειρία της απόλυτης αυστραλιανής ευθείας…

Τι άλλο με περίμενε στην Nullarbor Plan; Μα φυσικά τα πανύψηλα βράχια Bunda Cliffs, που συνιστούσαν ένα μοναδικό φυσικό "μπαλκόνι" ύψους 90 μέτρων, απ’ όπου είχα την ευκαιρία να θαυμάσω το συναρπαστικό αντάμωμα της Nullarbor Plan με τον Νότιο Ωκεανό. Καθισμένος για αρκετή ώρα στην άκρη του απόκρημνου γκρεμού, δεν χόρταινα να βλέπω τα αγριεμένα κύματα που έσκαγαν με μανία πάνω στα εντυπωσιακά Bunda Cliffs.

Κι όταν τελικά προσέγγισα την κωμόπολη Kimba (480 χλμ. βορειοανατολικά της Αδελαΐδας), είχα πλέον πραγματοποιήσει την μισή –οριζόντια– διάσχιση της Αυστραλίας (Halfway Across Australia). Ολιγόλεπτη στάση για τις καθιερωμένες αναμνηστικές φωτογραφίες και δρόμο για Αδελαΐδα…

 

Η καλή φίλη Ελένη

Καταπράσινες καλλιεργημένες λοφώδεις εκτάσεις με αμπελώνες και σταροχώραφα ήταν το τελείως διαφοροποιημένο –σε σχέση με την outback– τοπίο που με συνόδευε καθοδόν προς την Αδελαΐδα. Στα τελευταία 50 χιλιόμετρα, οδηγούσα όμως κάτω από το ψυχολογικό βάρος μιας επαπειλούμενης βροχής, η οποία ευτυχώς δεν εκδηλώθηκε τη στιγμή που περνούσα κάτω από τα βαρυφορτωμένα σύννεφα του κατάμαυρου ουρανού.

"Βρε πατριώτη, από την Ελλάδα έρχεσαι;" Ο οδηγός του αυτοκινήτου που σταμάτησε δίπλα μου στα φανάρια, κάπου στα βόρεια προάστια της πόλης, ήταν ο Σταύρος Λεμπέσης. Την προσοχή του είχε τραβήξει αρχικά η ελληνική σημαία στο κράνος και –κατά δεύτερο λόγο– η πινακίδα κυκλοφορίας της ΚΤΜ.

"Ακολούθησέ με, πάμε στο σπίτι μου για καφέ να μου πεις να νέα σου", ήταν η πρόσκληση του Σταύρου, την οποία φυσικά και αποδέχτηκα αμέσως. Έτσι, για τρεις ώρες, ο συμπαθής ομογενής (με καταγωγή από την Λακωνία) βρισκόταν κυριολεκτικά κρεμασμένος από τα χείλη μου, ακούγοντας τις ταξιδιωτικές εμπειρίες μου στην Αυστραλία. Ωστόσο, η κουβέντα μας μοιραία στράφηκε και στην σύγχρονη πολιτικο-οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, η οποία έχει δυστυχώς πληγώσει βαθιά την εθνική περηφάνια, όχι μόνο του Σταύρου, αλλά όλων των ομογενών μας στην Αυστραλία. Ήταν κάτι που έμελλε να το (ξανά) διαπιστώσω τις επόμενες μέρες στην Μελβούρνη, στην επαφή μου με την ελληνική παροικία της πόλης.

Την ελληνική Αδελαΐδα την γνώρισα μέσα από τις αφηγήσεις της καλής φίλης Ελένης Βάσσου, που περίμενε με ανυπομονησία την άφιξή μου στην πόλη της. Γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αδελαΐδα (αλλά με πολλά "χιλιόμετρα" στην διαδρομή Αυστραλία–Ελλάδα), η Ελένη αποδείχτηκε ένα ανοιχτό βιβλίο Ιστορίας του τοπικού ελληνισμού, που ρούφηξα αχόρταγα την κάθε σελίδα του.

Αντίθετα, την τέλεια ρυμοτομημένη Αδελαΐδα των 1.200.000 κατοίκων, που απλώνεται εκατέρωθεν του ποταμού Torrens και χαρακτηρίζεται από μια λειτουργική όσο και υποδειγματική πολεοδομική σχεδίαση, την γνώρισα περπατώντας για δυο μέρες στους δρόμους και στα εκτεταμένα πάρκα της πόλης.

 Και μετά την Αδελαΐδα, σειρά είχε να με υποδεχτεί η Μελβούρνη, η "Μέκκα" της αυστραλιανής μόδας, της τέχνης και των σπορ. Για την μετάβασή μου στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αυστραλίας (760 χλμ. νοτιοανατολικά της Αδελαΐδας) επέλεξα φυσικά την περίφημη διαδρομή Great Ocean Road (G.O.R), που οι φήμες την θέλουν ως την θεαματικότερη παράκτια διαδρομή της Αυστραλίας.

Πριν όμως η ΚΤΜ ξεκινήσει να ρολάρει πάνω στον G.O.R, προηγήθηκε μια μικρή στάση στην πόλη Gambier, όπου επισκέφθηκα την φημισμένη λίμνη Blue Lake. Πρόκειται ένα ανενεργό ηφαίστειο 4.000 ετών, του οποίου ο κρατήρας έχει μετατραπεί σε λίμνη με περίμετρο περίπου 5 χιλιόμετρα και μέγιστο βάθος 70 μέτρα. Πρωτότυπο, όσο και υπέροχο αξιοθέατο…

Ελληνική αγκαλιά

Ο Great Ocean Road είναι μια αρκετά εντυπωσιακή διαδρομή 250 χιλιομέτρων που ακροβατεί μεταξύ βουνού και θάλασσας και αντιπροσωπεύει για τους Αυστραλούς μια ρομαντική απόδραση στη φύση. Για την ιστορία, ο "Δρόμος του Μεγάλου Ωκεανού" κατασκευάστηκε μέσα σε 14 χρόνια (1918-1932) με την εργασία 3.000 στρατιωτών. Εμπνευστής αυτού του κατασκευαστικού άθλου (που λειτούργησε παράλληλα και ως τρόπος επαγγελματικής αποκατάστασης των στρατιωτών που είχαν επιστρέψει από τα πεδία των μαχών του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου) υπήρξε ο επιχειρηματίας και δήμαρχος της κωμόπολης Geelong, Alderman Howard Hitchcock.

Μικρά ψαροχώρια, κοσμοπολίτικα τουριστικά θέρετρα (Apollon Bay, Torquay, Lorne, Anglesea), δαντελωτές ακτογραμμές, απάνεμοι κόλποι, απόκρημνες παραλίες, θαλάσσιοι βράχοι-σχηματισμοί (Twelve Apostles, London Arch, Loch Ard) κι ο καταπράσινος "μανδύας" της οροσειράς Otway Ranges που κατρακυλούσε μέχρι τη θάλασσα, φρόντισαν να "ντύσουν" με εκθαμβωτικές εικόνες, σχήματα και χρώματα την πορεία μου πάνω στον ωκεάνιο δρόμο.

Χαρακτηριστικό σύμβολο του G.O.R. είναι αναμφίβολα οι θαλάσσιοι βράχοι "Twelve Apostles", που δημιουργήθηκαν σταδιακά πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια, όταν τα στοιχεία της φύσης λειτούργησαν εδώ ως επιδέξιοι γλύπτες. Το θέαμα των μοναχικών γρανιτένιων βράχων–πύργων που υψώνονταν άτακτα σκορπισμένοι μέσα στη θάλασσα –αρκετά κοντά στην παραλία– ήταν αν μη τι άλλο συναρπαστικό και μ’ ενθουσίασε αφάνταστα. Παρόλο που έχουν απομείνει μόνο 7 βράχοι (αρχικά ήταν 12, εξ’ ου και η ονομασία), οι "Twelve Apostles" είναι το δεύτερο πιο γνωστό και πολυφωτογραφημένο μνημείο της αυστραλιανής φύσης, μετά το Ayers Rock…

Κάτω από άστατες καιρικές συνθήκες (ο ήλιος και η βροχή εναλλάσσονταν συνεχώς), ευτύχησα τελικά να βάλω ρόδα στην Μελβούρνη, την "μούσα" του κόλπου Port Phillip Bay. Με το ταξίδι να έχει μπει στην τελική ευθεία, η υποδοχή που μου επιφύλαξαν εδώ τα μέλη του Παναρκαδικού Συλλόγου "Κολοκοτρώνης" ήταν ιδιαίτερη θερμή και συγκινητική. Πρωτοστατούντος του προέδρου κ. Δημήτρη Αλεξόπουλου, οι Αρκάδες της Μελβούρνης με τίμησαν για το αξιέπαινο εγχείρημά μου να μεταφέρω την ελληνική σημαία σε όλη την Αυστραλία με την μοτοσυκλέτα μου.

Με δεδομένο ότι η Μελβούρνη είναι η πολυπληθέστερη πόλη σε ελληνικό πληθυσμό της Αυστραλίας (φιλοξενεί περίπου 350.000 Έλληνες), το ενδιαφέρον και η κινητοποίηση της τοπικής ομογένειας ήταν μεγάλη. Μεταξύ άλλων, παραχώρησα μια συνέντευξη στο ελληνικό ραδιόφωνο της Μελβούρνης με την κα. Φραγκιουδάκη, η ελληνική εφημερίδα "Νέος Κόσμος" μου αφιέρωσε ένα εκτεταμένο δημοσίευμα, ενώ ευπρόσδεκτη ήταν και η πρόσκληση από την Πρόξενο του Ελληνικού Προξενείου της Μελβούρνης κα. Χρ. Σημαντηράκη, για δείπνο σ’ εστιατόριο της ελληνικής συνοικία Oakleigh.

Πρωταρχικό θέμα συζήτησης με τους ομογενείς της Μελβούρνης αποτελούσε φυσικά η κατάσταση στην Ελλάδα. Όλοι τους ήταν αρκετά πικραμένοι και στενοχωρημένοι με τη δυσμενή οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η πατρίδα τα τελευταία χρόνια. Πολλοί, μάλιστα, μου εκμυστηρεύτηκαν ότι: "…κάποτε στην Αυστραλία διατρανώναμε με περηφάνια πως ήμασταν Έλληνες, απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Λεωνίδα. Τώρα, σε πολλές περιπτώσεις, εισπράττουμε τον χλευασμό και την απαξίωση από άλλες εθνότητες της τοπικής πολυπολιτισμικής κοινωνίας… Πώς τα βλέπεις εσύ Κώστα τα πράγματα στην Ελλάδα; Θα φτιάξει σύντομα η κατάσταση; Σε περίπτωση πάντως που η κατηφόρα στην Ελλάδα συνεχιστεί, σε περιμένουμε να επιστρέψεις εδώ με την οικογένειά σου. Από μας θα έχεις αμέριστη βοήθεια για να κάνεις ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή σου…". Μετά από τούτες τις ειλικρινείς κουβέντες και τις αυθόρμητες παραινέσεις των ομογενών, πώς να μην βουρκώσεις και να μην αισθανθείς περισσότερο Έλληνας;

Όσον αφορά την απαστράπτουσα πόλη της Μελβούρνης, το γεγονός ότι η πρωτεύουσα της πολιτείας Victoria βρίσκεται μονίμως τα τελευταία χρόνια στις πρώτες θέσεις της λίστας των πόλεων με την υψηλότερη ποιότητα ζωής, τα λέει όλα. Σε μένα τουλάχιστον, η πολυπολιτισμική Μελβούρνη μου αποκάλυψε μια κοσμοπολίτικη μητρόπολη στις όχθες του ποταμού Yarra, που διέθετε την γνώση και τη δύναμη της ψυχαγωγίας, της κουλτούρας και του καλού γούστου…

Έγκλημα γενοκτονίας

Εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό, καθώς η παγωμένη πνοή του ανέμου με "έσπρωχνε" από την Μελβούρνη προς το Σύδνεϋ, οδηγούσα ήρεμα και χαλαρά την μαύρη KTM πάνω στο ασφάλτινο χαλί των 870 χιλιομέτρων του οδικού άξονα Hume Hwy. Κάπου ανάμεσα στις δυο μεγαλύτερες πόλεις της Αυστραλίας, παρεμβαλλόταν ο τελευταίος σταθμός του "Australian Tour 2015", η πρωτεύουσα της χώρας, Καμπέρα.

Αν και μια γαλήνια νηνεμία επικρατούσε στην απύθμενη θάλασσα του ψυχισμού μου, στο νου μου, αντίθετα, στριφογύριζαν τα λόγια ενός ιθαγενή, με τον οποίο έτυχε να συνομιλήσω τις προηγούμενες μέρες σ’ ένα "Aboriginal Culture Centre" της Μελβούρνης: "…η άφιξη των λευκών αποίκων στην Αυστραλία τον 18ο αιώνα σηματοδότησε την απαρχή μιας ανελέητης καταδίωξης και εξόντωσης των προγόνων μου, των νόμιμων ιδιοκτητών και κληρονόμων αυτής της γης. Σήμερα, όσοι έχουμε απομείνει (περί τους 90.000) προσπαθούμε να δηλώσουμε με κάθε τρόπο την ύπαρξή μας και να διεκδικήσουμε τον τόπο μας που καταπατήθηκαν και λεηλατήθηκαν κατά το παρελθόν… Και μπορεί σαν Αυστραλοί πολίτες που είμαστε να απολαμβάνουμε –τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο– τα ίδια δικαιώματα και προνόμια με τους λευκούς, όμως, η αποδοχή και η ενσωμάτωσή μας στον κοινωνικό ιστό της χώρας είναι σχεδόν ανύπαρκτη… Τα διάφορα επιδόματα που μας δίνει η αυστραλιανή κυβέρνηση είναι απλά μια καλή δικαιολογία για να μας έχουν έξω από το "παιχνίδι". Βρισκόμαστε δυστυχώς στο περιθώριο της τοπικής οικονομικής-κοινωνικής ζωής, με την φτώχεια, την ανεργία, τις ψυχικές ασθένειες και τον υποσιτισμό να πλήττει την συντριπτική πλειοψηφία των Αβορίγινων".

Κι ως τραγική επιβεβαίωση στα λεγόμενά του, μοιραία ήρθαν στο μυαλό μου εκείνη την στιγμή οι σοκαριστικές εικόνες των ιθαγενών, που τριγυρνούσαν τρεκλίζοντας και ουρλιάζοντας στους δρόμους των περισσοτέρων κωμοπόλεων της κεντρικής και δυτικής Αυστραλίας, παραδομένοι στην αυτοκαταστροφική εξάρτηση του αλκοόλ και των ναρκωτικών. Δυστυχώς…

Πριν αποβιβαστώ στο μεγάλο νησί του Νότου, είχα φροντίσει να πλουτίσω τις γνώσεις μου για τους Αβορίγινες. Σύμφωνα λοιπόν με ορισμένες θεωρίες ειδικών επιστημόνων, οι ιθαγενείς της Αυστραλίας ανήκουν σε μια εθνολογική ομάδα με ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά αντίστοιχα κάποιων πρωτόγονων λαών της Ασίας που κατοικούσαν στη νησιωτική (νοτιοανατολική) άκρη της κίτρινης ηπείρου. Πριν από περίπου 20.000 χρόνια σημειώθηκε μια μεγάλη μεταναστευτική κίνηση, στη διάρκεια της οποίας χιλιάδες ιθαγενείς πέρασαν με σχεδίες από τα νησιά της Ινδονησίας στην Αυστραλία, όπου διασκορπίστηκαν και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη του νησιού, δημιουργώντας φυλετικές ομάδες. Οι Αβορίγινες, αν και αγνοούσαν την γεωργία, γνώριζαν τη χρήση λίθινων και ξύλινων εργαλείων, κυνηγούσαν σε πολυάριθμες ομάδες και ζούσαν σε πλήρη αρμονία με τη φύση.

Η αρχή του τέλους της μακραίωνης παρουσίας των ειρηνικών γηγενών της αυστραλιανής γης σημειώθηκε με την άφιξη των πρώτων λευκών στην Αυστραλία. Μέσα σε περίπου 150 χρόνια, οι Αγγλοσάξονες διετέλεσαν ένα τρομερό έγκλημα γενοκτονίας: από τους 400.000 ιθαγενείς που υπολογίζεται ότι υπήρχαν στο νησί πριν την έλευση των λευκών αποίκων, μόνο 30.000 απέμειναν στις αρχές του 20ου αιώνα! Αλλά το πιο εξοργιστικό ήταν ότι η ανελέητη εξόντωση των Αβορίγινων της Αυστραλίας επιτελέστηκε με τη σιωπηρή συναίνεση και την υποκριτική στάση των τοπικών αρχών, όπως συνέβη άλλωστε και στην περίπτωση της γενοκτονίας των Ινδιάνων στις Η.Π.Α.

Τόπος Συνάντησης

Το ραντεβού με τους εκπροσώπους της ελληνικής κοινότητας της Καμπέρα και της ελληνικής Πρεσβείας είχε οριστεί στον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Νικολάου, στην περιοχή του πάρκου Telopea Park. Για την πορεία της τοπικής ομογένειας (αριθμεί περίπου 8.000 άτομα) με ενημέρωσε διεξοδικά ο αντιπρόεδρος της κοινότητας κ. Πωλ Λεβαντής, που με ιδιαίτερη περηφάνια με ξενάγησε κατόπιν και στις εγκαταστάσεις του "Hellenic Club", που είναι το καμάρι των Ελλήνων της Καμπέρα.

Για πολλούς, η Καμπέρα παρουσιάζει την εικόνα μιας τεχνητής, "αποστειρωμένης" πόλης, με πάμπολλες διοικητικές υπηρεσίες και πρεσβείες και ελάχιστα σημεία τουριστικού ενδιαφέροντος. Ίσως να μην έχουν κι άδικο, αφού η τοποθεσία της Καμπέρα επιλέχθηκε το 1908 σαν συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, του Σύδνεϋ και της Μελβούρνης, που διεκδικούσαν αμφότερες τον τίτλο της αυστραλιανής πρωτεύουσας. Επειδή καμία από τις δυο πόλεις δεν υποχωρούσε προς χάριν της άλλης, επικράτησε τελικά η σολομώντεια λύση της Καμπέρα - στη γλώσσα των Αβορίγινων "καμπέρα" σημαίνει "τόπος συνάντησης".

Προορισμένη λοιπόν για πρωτεύουσα της Αυστραλίας και έδρα της αυστραλιανής κυβέρνησης, η κατασκευή της νέας πόλης ξεκίνησε το 1913 στους πρόποδες των Αυστραλιανών Άλπεων. Μέχρι και πριν τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Καμπέρα παρέμεινε ωστόσο ένα μικρό κέντρο, μια περισσότερο αγροτική παρά αστική πόλη, τόσο στο μέγεθος, όσο και στον χαρακτήρα. Η Καμπέρα σήμερα είναι μια ιδιαίτερη πόλη-πρωτεύουσα με καθορισμένα αξιοθέατα, όπως το παλαιό Κοινοβούλιο, το μνημείο "Australian Memorial War", τη Νέα Βουλή και τη Εθνική Βιβλιοθήκη, τα οποία και φρόντισα να επισκεφτώ…

Από την Αυστραλία στην Νέα Ζηλανδία

Για 39 ολόκληρες ημέρες, τα αδιάβροχα δεν είχαν βγει από τις βαλίτσες της ΚΤΜ. Για 39 μέρες ξεγλιστρούσα με επιδέξιες κινήσεις από τις υγρές παγίδες που μου έστηναν καθοδόν τα γκρίζα σύννεφα του ουρανού. Όταν όμως την τελευταία ημέρα του ταξιδιού αναγκάστηκα να φορέσω τα αδιάβροχα (και μάλιστα για μόνο 80 χλμ.) δεν ήξερα αν μπορούσα να το θεωρώ αυτό τύχη ή ατυχία! "Βρε Κώστα, άλλοι πάνε καλοκαιρινές διακοπές στην Ευρώπη με τη μοτοσυκλέτα και μουλιάζουν στην βροχή. Κι εσύ, για μια μέρα βροχής γκρινιάζεις; Έλα τώρα, μην είσαι και αχάριστος. Χειμώνας είναι, να μην βρέξει;".

Με ανάμεικτα συναισθήματα αποχαιρέτησα εντέλει την Καμπέρα και ξεκίνησα να οδηγώ κάτω από το βάρος μιας εκνευριστικής βροχής, που δεν είχε σταματήσει να πέφτει όλο το βράδυ. Κυριακή πρωί, ελάχιστη κίνηση στον Hume Hwy, χαλαρή διάθεση, υγρά δάκτυλα, θολή ζελατίνα, μόνο 260 χιλιόμετρα μέχρι το Σύδνεϋ. Φαινόταν αρκετά παράξενο, όσο και αστείο, αλλά το κουβάρι των χιλιομέτρων τελείωνε κι εγώ δεν είχα ακόμα συνειδητοποιήσει πως ήταν η τελευταία μου μέρα καθοδόν. Όταν όμως η αυστραλιανή πρωτεύουσα έπαψε να υπάρχει στο χάρτη της διαδρομής και η απόσταση που με χώριζε από το κοσμοπολίτικο Σύδνεϋ μειώθηκε πλέον σε διψήφια νούμερα, μόνο τότε άρχισα να αντιλαμβάνομαι πως "ρουφούσα" τα τελευταία χιλιόμετρα του ταξιδιού μου στους μακρινούς αντίποδες.

Το κατάλαβα φυσικά κι εμπράκτως το ίδιο μεσημέρι, όταν πάτησα φρένο μπροστά στο "Pan–Arcadian House" του Σύδνεϋ. Εκεί, συγγενείς, φίλοι και ενθουσιασμένοι Αρκάδες, γιορτάσαμε όλοι μαζί την θριαμβευτική ολοκλήρωση του οδοιπορικού μου στην αυστραλιανή ήπειρο. Μετά από 40 αξέχαστες μέρες ταξιδιού και καταγεγραμμένα 18.150 χιλιόμετρα στο κοντέρ της μοτοσυκλέτας, το "Australian Tour 2015" αποτελούσε πλέον μια ακόμα σελίδα στο πολυσέλιδο ταξιδιωτικό μου ημερολόγιο.

Όμως, με την άφιξή μου στο Σύδνεϋ, δυο δρόμοι ανοίγονταν πλέον μπροστά μου: η επιστροφή στα πάτρια ή η αποδοχή μιας ακόμη ταξιδιωτικής πρόκλησης. Για όλους τους συγγενείς και τους φίλους, αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι προτίμησα τη δεύτερη επιλογή, την οποία, μάλιστα είχα προσχεδιάσει πριν την άφιξή μου στην Αυστραλία –προτίμησα, ωστόσο, να τους την ανακοινώσω την τελευταία στιγμή, για να αποφύγω την (καλοπροαίρετη) μουρμούρα τους…

του Κωνσταντίνου Μητσάκη  φωτό: του ιδίου

Ετικέτες

#MENOUMESPITIMEMOTO - Ναυαγός στον Ορυζώνα - Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

Ιστορίες του Στούκερμαν...
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

17/3/2020

Ναυαγός στον Ορυζώνα

Πυρίπους Στούκερμαν ατραπόν ζητήσει εφ’ ής χοροίσιν φάος γεγηρακός,

Έτεκεν δε Δείκτην Ευμέγεθόν τε και Δεινόν θιγγάνη αελίου κύκλος,

Ως τέλους σκιώδη καθεδείται γέρων-Κογιότ...

 

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης.

 

... από μια πόλη-ξέφτι του πολιτισμού ξεκίνα να τη λιώσεις μια βδομάδα τέρμα γκάζι σε κάποιον ημίρευστο ασφάλτινο διαπολιτειακό που κάποτε έρχεται να σβήσει οριστικά μεσ’ την παχειά καυτή άμμο.

 

Μεσοκαλόκαιρο στην έρημο της Αριζόνας και οι αντικατοπτρισμοί, λίμνες με κρύα νερά σαν ξαπλωμένες Σειρήνες που σε καλούν λικνιζόμενες στο φως απέραντων οριζόντων κόκκινης άμμου, ροζ μεγαλιθικά δάχτυλα που υψώνονται δείχνοντας επίμονα κάτι φανταστικό στον άδειο ουρανό, και κάκτοι της Άγριας Δύσης που σκύβουν και υποκλίνονται καθώς προσπερνάς να σου βγάλουν το καπέλο, είναι σχήματα που δεν μπορείς να πεις αν πράγματι υπάρχουν ή αν υπήρξαν ποτέ. Ντάλα μεσημέρι με σταθερή πορεία στους 49 βαθμούς Κελσίου ακόμα και τα άλλοτε σίγουρα σημεία αναφοράς, τα όργανα της μοτοσυκλέτας, φαντάζουν σαν χυμένα ρολόγια του Νταλί που μετρούν υγρά χιλιόμετρα και ιδρωμένες στροφές.

Στις γκαλερί τέχνης το μάθημα ελευθερίας του σουρεαλισμού ποτέ δεν το αισθάνεσαι στο πετσί σου. Αφηρημένες καταπιεστικές έννοιες όπως “υπερδύναμη”, “πόλεμος”, “υπερκαταναλωτισμός”, “ρουτίνα”, “αφεντικό”, “μελαχροινή από του Ζωγράφου”, δεν αντιπαλεύονται με άλλες αφηρημένες έννοιες. Εκεί είναι που γιατρεύει η έρημος. Αλλά πώς φτάνει κανείς εκεί;

Οι ρέιντζερς τον σταμάτησαν στα σύνορα με αμφιβολίες για την αυτονομία της μηχανής και την ανυπαρξία σημειωμένων στο χάρτη βενζινάδικων...

 

Αν κάνεις κάτι, καν’ το με στυλ. Πάρε μιαν εντούρο του λίτρου, γλυπτό σε γυμνό μέταλλο μασίφ να θυμίζει δεκαθλητή που έχει καταπιεί δυό κουβάδες αναβολικά, φόρτωσέ τη μισό βαρέλι βενζίνη και εφόδια εκστρατείας, κι από μια πόλη-ξέφτι του πολιτισμού ξεκίνα να τη λιώσεις μια βδομάδα τέρμα γκάζι σε κάποιον ημίρευστο ασφάλτινο διαπολιτειακό που κάποτε έρχεται να σβήσει οριστικά μεσ’ την παχειά καυτή άμμο. Πάρε κι έναν τύπο σαν τον Στούκερμαν, που ψοφάει να ντύνεται σα ναυαγός, και δώστου μιαν αγκαλιά στρατιωτικούς χάρτες κι έναν ψίθυρο στ’ αυτί κάτι να ψάξει. Αν είσαι στον Πειραιά, χρειάζεσαι γιατρό. Αν βρίσκεσαι στην μεσοδυτική Αμερική, you have a story.

Όποιος αγοράζει τέτοια μοτοσυκλέτα πρέπει απαραίτητα να διαθέτει και μια κοσμοθεωρία. Να πιστεύει σε κάτι. Ένας πιστεύει στο Θεό, άλλος πιστεύει ότι πρέπει να παραγγείλει άλλη μια μπύρα. Αν είσαι ο Στούκερμαν, έχεις πιστέψει τον Κεφαλονίτη αρχαιολάτρη ζητιάνο που χρόνια τώρα κάνει πιάτσα στο πεζοδρόμιο ανάμεσα στις παρκαρισμένες μοτοσυκλέτες του ΜΟΤΟ, και ο οποίος σου έχει σφυρίξει την ιδέα ότι οι ινδιάνοι Νavajos είναι λέει ψυχή μου με το συμπάθειο απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι πολύ πριν εκείνες τις αγριοαδερφάρες τους Βίκινγκς και τη μισοριξιά τον Κολόμβο, διέσχισαν τον Ατλαντικό πρώτοι και ναυάγησαν στις ακτές της Αμερικής.

Ναυαγός. Δηλαδή Navajos.

Θεωρία απλή, του δρόμου, όπως όλες οι μοιραίες θεωρίες αυτού του κόσμου, μόνο που ο ορίτζιναλ ζητιάνος μπορεί να έχει χάσει πραγματικά το φως του και κάποιος πρέπει να κάνει κάτι γι’ αυτό.

Ο Νορβηγός Θωρ Χέιερνταλ που το 1947 είχε διαπλεύσει με σχεδία τον Ειρηνικό για ν’ αποδείξει τη δυνατότητα εποικισμού της προϊστορικής Πολυνησίας από την ανατολική Νότιο Αμερική, είχε καθελκύσει το καλαμένιο του Kon Tiki. Ο Δαρβίνος το 1853 είχε μπαρκάρει στο Beagle. Ήταν Ιούνιος όταν ο Στούκερμαν είχε απλώς σηκώσει το τηλέφωνο, και αλλάζοντας τη φωνή είχε ζητήσει από τον πιό όμορφο διευθυντή της ΒΜW μια ολοκαίνουργια R1150GS Αdventure.

Ο Καραχάλιωβ το έμαθε και είπε: “Ωραία! Επιτέλους θα τον ξεφορτωθούμε. Να πάρει όποιο μηχανάκι ζητήσει, αρκεί να έχει μεγάλο ρεζερβουαρ για να πάει να χαθεί όσο πιό μακρυά γίνεται.”

Ο Ζαμπέτογλου είπε: “Καρντάσι, έχω μια κουβέρτα του στρατού να σε δώκω.”

Ο Θεοδωράκης είπε: “Πάρε κι ένα πολύ φαρδύ κατσαβίδι μαζί. Θα σου χρειαστεί.”

Η στυφοκυδώνα η γραμματέφς του γενικού έφορου αρχαιοτήτων Ακροπόλεως είπε: “Τελικά ο κύριος γενικός συμφώνησε να σας δεχθεί, αλλά όχι πριν τον χειμώνα του δύο χιλιάδες εκατόν σαράντα έξι.”

Ο Χατζάρας, που καταλαβαίνει από τέχνη και κβαντομηχανική, ανέβασε τα πόδια στο γραφείο, φύσηξε αργά δεκατρία παχειά δαχτυλίδια καπνού από την πουράκλα του, και κοιτάζοντας στο κενό έξω από το παράθυρο είπε: “Γουστάρω! Και μη δω κανέναν να γελάσει.. Χε, χε! Όλες οι μεγάλες ανακαλύψεις έτσι ξεκίνησαν. Σύμφωνα με την Αρχή της Απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, σε συνάρτηση με το Διττεντροπικό Αξίωμα 441 του Πουανκαρέ περί μαθηματικώς ενδείξιμων παράλληλων συμπάντων, ο Στούκερμαν έχει ακριβώς τόσες πιθανότητες να βγάλει τη θεωρία σωστή όσες έχει κι ο οποιοσδήποτε αμφισβητίας αυτής της θεωρίας, εάν η θέση παρατήρησης του αμφισβητία τώρα ως παρατηρούμενης οντότητας στη διαλεκτική σχέση αμφισβήτησης παραμένει - και είναι σαφές ότι παραμένει! - τεχνικώς απροσδιοριστέα σε σχέση με την κατάσταση επακριβούς καθορισμού της θέσης που κάνει πιάτσα ο ζητιάνος.”

Ο Μαυράκης τότε βάρεσε την παλάμη στο μέτωπο και είπε: “Αααμμμμάάάάάννν!! Μέσα είσαι δικέ μου!!! Να ’ρθω και ’γω ρε;”

Την πρώτη φορά που το έχασε πήγαινε με καμμιά ογδονταριά σταθερά και βαριεστημένα, με τη ματιά για ώρες χαμένη γύρω στον ορίζοντα να ψάχνει τα σημάδια του Ινδιάνου.

Όπου το Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο Αγγίζει τον Δίσκο του Ήλιου

Ήταν κοντά τρεις μήνες τώρα που ο δικός μας είχε αφήσει πίσω του και την τελευταία σιγουριά του highway, ακολουθώντας μια σειρά μονολιθικά δάκτυλα με γενική πορεία δυτικά-νοτιοδυτικά του Σάντα Φε. Σ’ εκείνο το σημείο οι τουριστικοί χάρτες έδειχναν μια περιχαρακωμένη περιοχή 16 εκατομμυρίων εκταρίων που χωράει πέντε Ελλάδες, αλλά άδεια από δρόμους, χωριά και άλλα σημεία αναφοράς, με την επισήμανση “Περιοχή Έθνους Νάβαχο”. Οι ρέιντζερς που τον σταμάτησαν στα σύνορα με αμφιβολίες για την αυτονομία της μηχανής και την ανυπαρξία σημειωμένων στο χάρτη βενζινάδικων, τον είχαν ειδοποιήσει ότι εισέρχεται με δική του ευθύνη σε περιοχή ημιαυτόνομη από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, ένα έθνος προστατευμένο με δικό του σύνταγμα, νόμους και αστυνομία. Αλλά ο Στούκερμαν άνοιξε τις αλουμινένιες βαλίτσες στο πίσω μέρος της μοτοσυκλέτας κι έδειξε τα τέσσερα μπετόνια βενζίνης που ανέβαζαν την αυτονομία στα 900+ χιλιόμετρα. Κι όταν του είπαν ότι η έρημος της Αριζόνας είναι “πιό έρημος από τις άλλες ερήμους” γιατί οι Νάβαχος είναι οι μοναδικοί Ινδιάνοι που έχουν την κουφή συνήθεια αντί για μπάφαλος να εκτρέφουν αιγοπρόβατα, χαμογέλασε με νόημα και τους άφησε στη σκόνη του. 

Στο πρώτο πουέμπλο που μπήκε μετά από τέσσερις μέρες στρωτό χωματόδρομο όπου ο αριστερός κύλινδρος άρχισε να του σιγοψήνει το πόδι, ένας νεαρός Ινδιάνος καθόταν έξω από το σαλούν κι έπινε μόνος παραμιλώντας. σε μιαν άγνωστη γλώσσα. Στο τραπέζι του δυό ντουζίνες άδεια μπουκάλια Μεξικάνικης μπύρας, κι ανάμεσά τους μια λαδόκολλα με καλοψημένα παϊδάκια. Ο Στούκερμαν πήγε και κάθισε στο διπλανό τραπέζι και παράγγειλε χόρτα και τηγανητές πατάτες. Μετά άνοιξε ένα σάκκο κι έβγαλε ένα συντακτικό αρχαιοελληνικών, μια σιντιέρα με μικρά ηχεία, και μια νταμουτζάνα ρετσίνα να κεράσει. Με το που ήρθαν τα ραδίκια, έβαλε το “Ρίξε στο Γυαλί Φαρμάκι” του Αγγελόπουλου και τσούγκρισαν τα ποτήρια. Στο “Εγώ Δεν Έχω Βγάλει το Σκολείο” του Ζαμπέτα ο Ινδιάνος παράγγειλε κι άλλα παϊδάκια. Κι όταν στο απέναντι φαράγγι αντήχησε το “Νύχτωσε Χωρίς Φεγγάρι”, ο Ινδιάνος, κομπλέ με κορακί μακρύ μαλλί, γυμνό στήθος και μοκασίνια, σηκώθηκε και χόρεψε μια ζεϊμπεκιά που θα τη χειροκρόταγε και η Μπέλλου.

Τα μεγαλιθικά τραπέζια του Monumental Valley είχαν βαφτεί χρυσοκόκκινα όταν ο Στούκερμαν χάθηκε σφαίρα πίσω τους, στ’ αυτιά του ανάμεσα στο βαρύ γουργουρητό του μπόξερ ν’ αντηχούν τα παράξενα λόγια του Ινδιάνου:
“Αϊ οο, άι οοοοο...,
Πυρίπους ατραπόν ζητήσει εφ’ ής χοροίσιν φάος γεγηρακός,
Έτεκεν δε Δείκτην Ευμέγεθόν τε και Δεινόν θιγγάνη αελίου κύκλος,
Ως τέλους σκιώδη καθεδείται γέρων-Κογιότ.
Γέρων-Κογιότ αυδεί οίσθ’ πέραν πολιού πόντου χειμερίω νότω γένους ναυαγών.
Αϊ οο, άι, άι οοοοο....
Παναπεί:
“Αϊ οο, άι οοοοο... [αμετάφραστο],
Το Ψημένο Πόδι θα κυνηγήσει το μονοπάτι που χορεύει το γερασμένο φως..
Κι όταν το Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο αγγίξει τον δίσκο του ήλιου,
Στην άκρη της σκιάς του θα κάθεται το γέρο-Κογιότ.
Το γερο-Κογιότ θα μιλήσει τη γλώσσα της παλιάς αλήθειας,
Για το αρχαίο ταξίδι της φυλής των Ναυαγών.
Αϊ οο, άι, άι οοοοο....”
... ο δικός μας βάδισε τέσσερα μερόνυχτα στο βαθύ ίχνος των τεράστιων τακουνιών του Continental Twinduro 150/70, ώσπου συνάντησε δύο νεαρούς Navajo πάνω σε άλογα

 

Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο ή όχι, ο πρώτος φόβος του Στούκερμαν ήταν μη τυχόν και του πέσει το μηχανάκι. Στο Μεγκατέστ του καλοκαιριού τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα είχανε γράψει ότι άμα σου πέσει η - ξεφόρτωτη εκεί - Μπέμπα στις δροσερές φλαταδούρες μεταξύ Μετσόβου-Γρεβενών, είσαι κάτω του 1.80 και δεν έχεις τρία άτομα παρέα να σου τη σηκώσουν, την έχεις βάψει.. Κουβέντα οι μάγκες για το τι γίνεται άμα τελειώνεις στο 1.74, και το συνολάκι μηχανής-βενζίνης-φορτίου-αναβάτη φλερτάρει τον μισό τόνο πλέοντας μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, σε μια θάλασσα αφράτης άμμου και σε θερμοκρασίες που ξεχειλώνουν τα πλαστικά. Λέξη για την περίπτωση όπου πέρα από τους σκορπιούς, τους κροταλίες, τα κογιότ κι εκείνους τους παλιοχαραχτήρες τους γύπες που εμφανίζονται από το πουθενά άμα δουν να κάνεις στραβοτιμονιά και κλείσεις το γκάζι, έχεις παρέα μόνο τα ξασπρισμένα από τον ήλιο κρανία άλλων άτυχων ζώων που βρέθηκαν εκεί μόνα.

 

Όμως ως γνωστόν, πεπρωμένον ου φυγήν έχει. Την πρώτη φορά που το έχασε πήγαινε με καμμιά ογδονταριά σταθερά και βαριεστημένα, με τη ματιά για ώρες χαμένη γύρω στον ορίζοντα να ψάχνει τα σημάδια του Ινδιάνου. Όταν ξέθαψε τη μύτη του από την άμμο, ανακάλυψε ότι το τράβηγμα από το τιμόνι να τη σηκώσει ήταν σα να προσπαθείς να ξεριζώσεις τσιμεντοκολώνα με τα χέρια.

Αλλά αφού δάκρυσε από τα νεύρα του τραβώντας μάταια, κι ύστερα του στέρεψε το σάλιο στα παρακάλια “σήκω καλή μου να φύγουμε και νυχτώνει”, κατασκήνωσε και πέρασε τη βραδυά δίπλα στην ξαπλωμένη μηχανή. Και στο τουρτούρισμα του ξημερώματος κατέβασε ιδέα. Eίναι απλό: Βγάζεις το γείσο του κράνους και το φαρδύ κατσαβίδι του Θεοδωράκη και σκάβεις κάτω από την πεσμένη μηχανή, έτσι ώστε να γλυστρήσει και να πέσει όρθια μέσα στην τρύπα. Μπορεί βέβαια μετά να έχεις δημιουργήσει άλλο πρόβλημα (πώς θα τη βγάλεις από την τρύπα), αλλά έχεις όλο τον χρόνο να σκεφτείς τι σε περιμένει αν δεν τη βγάλεις, και τελικά το δεύτερο πρόβλημα αποδεικνύεται μικρότερο από το πρώτο.

... δυό βδομάδες μέσα στη γη των Ναυαγών δεν ήξερε πλέον πού βρισκόταν

 

Ο δεύτερος φόβος ήρθε στην κατανόηση ότι ο τουριστικός χάρτης ήταν πλέον άχρηστος. Αυτό το εμπέδωσε εντελώς όταν έμεινε από βενζίνη έχοντας προσπεράσει χωριά που το φως τους τη νύχτα φαινόταν από πολύ μακρυά, προσπαθώντας με την πυξίδα να μείνει στην πορεία του “μονοπατιού που χορεύει το γερασμένο φως”. Για “μονοπάτι” βέβαια ούτε λόγος. Η άγια γη των Ναυαγών είναι άδεια από τα συνήθη σημεία αναφοράς, μια αφαιρετική ποίηση από πολύχρωμα φαράγγια και μεγαλιθικά τραπέζια, ώρες και συχνά μέρες απόσταση το ένα από το άλλο. Απλώς έτρεχε γενικώς δυτικά, αφού μάλλον αυτό εννούσε ο Ινδιάνος με το “γερασμένο φως”. Κι ήταν δύσκολο να το δεχθεί, αλλά δυό βδομάδες μέσα στη γη των Ναυαγών δεν ήξερε πλέον πού βρισκόταν. Η τελευταία πινακίδα που συνάντησε έδειχνε βενζινάδικο στα 300 μίλια βόρεια, που σήμαινε ότι μόνο με τη μισή του αυτονομία και πάνω μπορούσε να βγει από την πορεία του και να πάει να βάλει βενζίνη, απ’ όπου όμως βέβαια θα ξαναγυρνούσε εκεί που ξεκίνησε όχι με περισσότερη από με τη μισή του αυτονομία. Δηλαδή δώρον άδωρον. Έτσι αποφάσισε να συνεχίζει δυτικά κι ο Θεός βοηθός. Όμως αν και είναι πολύ σέξυ να τρέχεις στην έρημο με προορισμό γενικώς γενικό, διανύοντας κατά μέσον όρο 300 χιλιόμετρα την ημέρα τα 30+24 λίτρα βενζίνης στραγγίζουν σε περίπου τρεις με τέσσερις μέρες πορεία. Μετά μένεις στη σιωπή της ερήμου ν’ ακούς τα τικ-τικ της μηχανής που κρυώνει και να βλέπεις τους γύπες από ψηλά να φωνάζουν και τους φίλους τους.

 

Έτσι αφού έθαψε τη μηχανή στην άμμο για να την κρύψει (στην έρημο μπορείς να κρύψεις κάτι μόνο κάτω από την έρημο), ο δικός μας βάδισε τέσσερα μερόνυχτα στο βαθύ ίχνος των τεράστιων τακουνιών του Continental Twinduro 150/70, ώσπου συνάντησε δύο νεαρούς Navajo πάνω σε άλογα. Αφού τους μέτρησε τις μύτες με βερνιέρο για σύγκριση αργότερα με την ανθρωπομετρία του Κανόνα του Φειδία, αυτοί έσκασαν στα γέλια γιατί δεν είχαν ιδέα ούτε τι είναι η Ελλάδα. Είχαν όμως και του πούλησαν τη ρομαντική λύση ενός ασέλωτου αλόγου, και του είπαν για έναν παλιό σταθμό ανεφοδιασμού του αμερικάνικου ιππικού τρεις μέρες ανατολικά, που μπορεί να είχε και βενζίνη. Όποιος βρήκε τη σέλα της μπέμπας “σχετικά σκληρή” (ΜΟΤΟ, τεύχος 308, σ. 58), απλώς δεν έχει συναντήσει ακόμα δύο ινδιάνους Navajo να του πουλήσουν την ρομαντική λύση ενός ασέλωτου αλόγου και να του πουν για έναν παλιό σταθμό ανεφοδιασμού του ιππικού τρεις μέρες ανατολικά που μπορεί να έχει και βενζίνη..

Στο σταθμό έφτασε μετά από μια βδομάδα. Αγόρασε κάνιστρα βενζίνη, ένα μικρό αναδιπλούμενο φτυάρι και ένα owner’s manual για το πώς αμπραγιάρει, πώς ξεκινάει, πώς στρίβει, πώς φρενάρει και πώς σταματάει να κλάνει ένα ρομαντικό άλογο, και κάλπασε τώρα πίσω ακολουθώντας το τρακτερωτό ίχνος του Twinduro να ξεθάψει τη μηχανή και να επιστρέψει για περισσότερα εφόδια.

Οι ινδιάνοι του πούλησαν τη ρομαντική λύση ενός ασέλωτου άλογου, και του είπαν για έναν παλιό σταθμό εφοδιασμού του αμερικάνικου ιππικού τρεις μέρες ανατολικά, που μπορεί να είχε και βενζίνη

 

Πέρασαν δυό βδομάδες πριν ο Στούκερμαν σταθεί και πάλι στην πόρτα του σταθμού, αυτή τη φορά αναμαλλιασμένος, αδυνατισμένος, ηλιοκαμμένος και με τα ρούχα του, σα Γερμανός αρχαιοκάπηλος, σκονισμένα πέραν αναγνωρίσεως. Σύρθηκε μέσα και με χαμηλή φωνή ζήτησε “αν υπάρχει κανένας καλός φορητός ανιχνευτής μετάλλων, κι ένα μεγάλο φτυάρι”. Ο σταθμάρχης, ένας ψηλός γέρο-μονοπόδαρος τρισέγγονας του Στρατηγού Κάρσον μ’ ένα τεράστιο μαύρο καπέλο, πλησίασε στον πάγκο κοπανώντας το μακρύ του τακούνι, έφτυσε το ταμπάκο του στο ξύλινο πάτωμα και τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω σα να έβλεπε φρέσκα σκατά. “Ο κύριος με την ξένη προφορά και το Γερμανικό όνομα που, αν θυμάμαι καλά, πριν δυό βδομάδες αγόρασε και ένα μικρό φτυάρι, θα πρέπει να γνωρίζει ότι οι αρχαιολογικές ανασκαφές από ιδιώτες στην Αριζόνα συνιστούν ομοσπονδιακό έγκλημα”, είπε. “Και τί τον ήθελε ο κύριος τον ανιχνευτή μετάλλων;” “Α μπα, τίποτα”, απάντησε αδιάφορα το Ψημένο Πόδι. “Κάπου έθαψα μια ξένη μοτοσυκλέτα δεκαέξι χιλιάδων δολαρίων, πέρασαν μέρες, ο αέρας έσβυσε τα ίχνη και... Να.. Είπα να περάσω να πώ μια καλημέρα...”

 

Όποιος βρήκε τη σέλα της μπέμπας ‘σχετικά σκληρή’ (ΜΟΤΟ, τεύχος 308, σ. 58), απλώς δεν έχει συναντήσει ακόμα δύο Ινδιάνους Navajo να του πουλήσουν την ρομαντική λύση ενός ασέλωτου άλογου ...

 

Πέρασαν άλλες δυό βδομάδες πριν ο δικός μας σταθεί για τρίτη φορά στην πόρτα του μονοπόδαρου, με τη φάτσα τώρα ακόμα πιό αγνώριστη, αλλά αυτή τη φορά με διακριτό πίσω από τη σκόνη ένα τεράστιο καφεκόκκινο χαμόγελο. Κι αν δεν ήταν ο αέρας που είχε εντωμεταξύ ξεθάψει τον αριστερό καθρέφτη της Μπέμπας, κι ο ήλιος που του έστειλε από τον καθρέφτη μια φλασιά μίλια μακρυά από κει που έσκαβε, ακόμα θα άνοιγε τρύπες στην έρημο μουρμουρίζοντας όρκους “να μη σώσει να ξαναθάψει μοτοσυκλέτα”.

 

Η άγια γη των Ναυαγών είναι άδεια από τα συνήθη σημεία αναφοράς, μια αφαιρετική ποίηση από φαράγγια και μεγαλιθικά τραπέζια, ώρες και συχνά μέρες απόσταση το ένα από το άλλο.

 

Ο σταθμάρχης του αντάλλαξε το άλογο και τα εργαλεία για μισό βαρέλι μπαγιάτικη βενζίνη με την οποία γέμισε και άπειρα μπουκαλάκια που έχωσε σ' όλες τις τσέπες, κι ακόμα θολό ποταμίσιο νερό, καφέ, γαλέτα, κονσέρβες φασόλια, κι αποξηραμένο λαρδί. Συν μιαν αγκαλιά χάρτες και βιβλία για όλες τις φυλές της περιοχής: Απάτσε, Σαϊέν, Αραπάχο και Μεσκαλέρο. Σ’ ένα προσκωλυόμενο παράπηγμα από σανίδες με την ταμπέλα “Dineh Restaurant” έφαγε το πιό καυτό τσίλι, κι έμαθε ότι οι Νavajos αποκαλούν τους εαυτούς τους και “Dineh”. Την τελευταία βδομάδα του Ιουλίου ο Στούκερμαν αφέθηκε στα βελούδινα χέρια μιας Τεξανής γελαδάρησας σε κάτι διπλανά ράντσα, όπου αναζωογόνησε και το απόθεμα μετρητών, βγάζοντας καλά λεφτά στο σαλάγημα βοοειδών. Για κάποιον άγνωστο λόγο τα κοπάδια των θηλυκών μουσκαριών έπεφταν σε κεραυνοβόλο έρωτα με τη Μπέμπα, και την ακολουθούσαν αγεληδόν τρέχοντας από ράντσο σε ράντσο όπως βόλευε τους φαρμαδόρους. Λυσσαλέα αντίρρηση έδειξαν να έχουν οι ταύροι, αλλά αυτούς τους είχαν αλυσσοδεμένους.

Ύστερα τα χαμηλά μαύρα βουνά άρχισαν ν’ αλλάζουν χρώμα προς το κόκκινο, να υψώνονται και να κλείνουν, μπαίνοντας το ένα μέσα στο άλλο σα δάχτυλα και δημιουργώντας αλλεπάλληλα φαράγγια τα περισσότερα από τα οποία δεν φαινόταν να έχουν διέξοδο

 

Αρχές Αυγούστου, κι αφού είχε στραγγίξει πιά όλος ο κάου μπόυ από μέσα του, βγήκε πάλι στην έρημο, στη ρουτίνα για την διατήρηση των αποθεμάτων βενζίνης και νερού, και της έρευνας για το “Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο”. Για το οποίο, όπως είν’ εύκολο ν’ αντιληφθεί κανείς, δεν μπορούσε να ρωτήσει παρά μόνο να ψάξει. Οι μέρες περνούσαν καβάλα στη Μπέμπα, οι νύχτες κάτω από μια σκηνούλα που στηνόταν τεντώνοντας ένα πράσινο καραβόπανο ανάμεσα στη μηχανή και το έδαφος, με μια μικρή λάμπα θυέλλης, τα βιβλία και τους χάρτες απλωμένα στο πιό μεγάλο γραφείο του κόσμου, τη ζεστή άμμο της ερήμου.

... Κι αν δεν ήταν ο αέρας που είχε εντωμεταξύ ξεθάψει τον αριστερό καθρέφτη της Μπέμπας, κι ο ήλιος που του έστειλε από τον καθρέφτη μια φλασιά μίλια μακρυά από κει που έσκαβε, ακόμα θα άνοιγε τρύπες στην έρημο μουρμουρίζοντας όρκους “να μη σώσει να ξαναθάψει μοτοσυκλέτα

 

Η μελέτη έφερε νέες ελπίδες. Πρώτα απ' όλα, το όνομα "Dineh" στο εστιατόριο, δεν μπορούσε να συνιστά άλλο από χρονική παραφθορά του ονόματος των Ομηρικών Δαναών, και συγκεκριμένα του πληρώματος εκείνου του ενός πλοίου που έλλειπε στην τελική καταμέτρηση των καραβιών του Οδυσσέα. Έπειτα ήταν οι θεοί τους. Όπως και των αρχαίων Ελλήνων, η κοσμογονία των Navajos ξεκινούσε από το Χάος με μια μητέρα Γη κι έναν πατέρα Ουρανό, και είχε θεούς πολλούς και δημοκρατικούς. Ο πιό αγαπητός τους θεός, το Κοκοπέλλι, ήταν φτυστός ο Διόνυσος. Άσε που σαν όνομα μύριζε καταγωγή από Κρήτη ή Μυτηλήνη. Δουλειά του ο χορός, το ξελόγιασμα των κοριτσιών, να παίζει τη φλογέρα για να φέρνει βροχή και να βλασταίνει η έρημος. Ένα από τα βιβλία είχε περιγραφές της χαμένης, αρχαίας αγγειοπλαστικής τους τέχνης, η οποία θύμιζε έντονα αυτή των Ελλήνων της Μέσης Γεωμετρικής Περιόδου, δηλαδή του Ομηρικού όγδοου αιώνα. Αλλά τα πιό ακλόνητα στοιχεία αφορούσαν την αρχαία τοπική προέλευση των Navajos. Χαρακτηριστικότατα ελληνική, αν και δύσκολο να πεις ακριβώς από ποιά περιοχή της Ελλάδας είχαν έρθει. Πρώτα απ’ όλα, η μυθολογία τους έλεγε ότι είχαν έρθει “από τους 12 κόσμους” (Δωδεκάνησα!) Τα βιβλία έγραφαν ότι ήταν πολυγαμικοί, και ότι δημιουργούν συνεχώς συμμαχίες και μετά τις σπάνε και πολεμούν παλιούς φίλους, (αρετές διαχρονικώς πανελλήνιες). Γνωστό ακόμα ότι, συγκριτικά με οποιονδήποτε άλλον Ινδιάνο, ο Ναυαγός υπερτερούσε σε ευφυία (κάργα Πειραιωτάκι). Άμα μια οικογένεια είχε βλάψει μιαν άλλη, το κακό έπρεπε να ανταποδοθεί εκατέρωθεν και στο διηνεκές (Μανιάτες;) Επίσης ήταν άσσοι στην τέχνη της ζωοκλοπής (Κρήτη). Μετά γούσταραν να φυτεύουν πεπόνια (Αργίτες;) Τέλος, μερικοί συνήθιζαν να έχουν σκλάβους για υπηρέτες (Φιλοθέη!) Κι όσο γι’ αυτήν ακόμα την εξήγηση της ονομασίας ολόκληρης της πολιτείας της Αριζόνας, εκεί ήταν όλα τα λεφτά: Όταν ναυάγησαν εδώ οι Δαναοί, η περιοχή δεν μπορεί παρά να ήταν ένας αχανής ορυζώνας. Arizona. Δηλαδή ορυζώνας..

Την τελευταία βδομάδα του Ιουλίου αφέθηκε στα βελούδινα χέρια μιας Τεξανής γελαδάρησας σε κάτι διπλανά ράντσα..

 

 

Όπου η Τύχη του Χαμογελά Δείχνοντας το Σάπιο της Δόντι

Το Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο εμφανίστηκε μπροστά του ξαφνικά, σ’ ένα από ’κείνα τα βουβά απομεσήμερα στα μέσα του Ιούλη που η μηχανή φαινόταν να πηγαίνει από μόνη της στο πουθενά, ακούοντας το σιωπηλό κάλεσμα ενός ακόμα μακρυνού φαραγγιού. Λουσμένο στον ιδρώτα, το Ψημένο Πόδι είτε κοιμόταν όρθιο και πήγαινε πάλι γυρεύοντας για τούμπα, είτε είχε παραισθήσεις: Πότε κολυμπούσε σε κάποιο κρυστάλλινο λιμανάκι της Σίφνου ανάμεσα σε άπειρα μπουκάλια μπύρας, και πότε φορούσε μαύρη λιβρέα κι ανέβαινε με όλες τις επισημότητες στο βάθρο της Ακαδημίας Αθηνών να βραβευτεί για την σημαντικότερη αρχαιολογική ανακάλυψη όλων των εποχών.

Το φως είχε γλυκάνει, τόσο που όταν η μηχανή πλησίασε κι άρχισε να τρέχει παράλληλα στο φαράγγι, ο δίσκος του ήλιου φάνηκε ν’ αγγίζει την κορυφή ενός λεπτού μονόλιθου που ξεχώρισε να υψώνεται καμμιά τριανταριά ορόφους δίπλα στον εξωτερικό τοίχο του φαραγγιού. Όταν φρενάρισε στη ρίζα του Φοβερού Μακρυού Δάχτυλου, είδε την άκρη της σκιάς του να πέφτει μισό χιλιόμετρο μακρυά στο εσωτερικό του φαραγγιού. Εκεί ήταν στημένη μια λευκή ινδιάνικη σκηνή με κόκκινα σχέδια, κι από την κορυφή της έβγαινε πυκνός λευκός καπνός.

Μέσα, το γερο-Κογιότ φορούσε την πολεμική στολή της φυλής με τα φτερά λευκού αετού, το πέτρινο πρόσωπό του σκαμμένο από τους αιώνες στον άνεμο και την άμμο της ερήμου. Καθισμένος ανακούρκουδα κάπνιζε με κλειστά μάτια την πίπα με το χλωρό πεγιότ, μουρμουρίζοντας το μονότονο τραγούδι των Νavajos: “Χέιιιγια, έιιγια, χει, ει-έιιααα...”

Ο σταθμάρχης του αντάλλαξε το άλογο και τα εργαλεία για μισό βαρέλι μπαγιάτικη βενζίνη με την οποία γέμισε και άπειρα μπουκαλάκια που έχωσε σ' όλες τις τσέπες, κι ακόμα θολό ποταμίσιο νερό, καφέ, γαλέτα, κονσέρβες φασόλια, κι αποξηραμένο λαρδί

 

Ο Στούκερμαν μπήκε και κάθισε στο χώμα απέναντί του.

Χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια ο Ινδιάνος τότε είπε: 

          - Γενιές πολλές φυλή του γέρο-Κογιότ περίμενε Ψημένο Πόδι..
          - Σόρυ, έμεινα από βενζίνα.
          - Γίνονται φέτος Ολυμπιακοί αγώνες;
          - Γίνονται, και μάλιστα στην παλιά γη των Ναυαγών.
          - Γιατί, πού αλλού θα μπορούσαν να γίνουν;
          - Άσε καλύτερα.. 
          - Τι κάνει ο μάγκας ο Πεισίστρατος;
          - Πάει καλλιά του. Το τελευταίο του εγγόνι το έφαγε η μαρμάγκα στη Μάχη του
            Μαραθώνα.
          - Τι έγινε στη Μάχη του Μαραθώνα;
          - Τι να σου πω.. Σκληρό πορνό. Τους πήραμε και τα σώβρακα.
          - Ωραία! Χαίρομαι που προοδεύει η πατρίδα. Και τώρα γερο-Κογιότ μιλήσει
            γλώσσα της παλιάς αλήθειας.
          - Για πες, για πες..
          - Όσον αφορά την καταγωγή μας, το κρατούσαμε μυστικό.
          - Πώς έτσι;
          - Περιμέναμε ν’ αρχίσουνε να βγαίνουνε πρόεδροι και οι Θάμνοι.
          - Και τώρα που άρχισαν να βγαίνουν;
          - Με Θάμνο πρόεδρο, ό,τι θέμε λέμε.
          - Σωστός. Αλλά πώς θα με πιστέψουν; Χρειάζομαι στοιχεία.
          -Το γέρο-Κογιότ σηκώθηκε τότε και του έγνεψε να τον ακολουθήσει...

 

Ο Ινδιάνος μπροστά, το Ψημένο Πόδι πίσω, σκαρφάλωσαν από ένα στενό μονοπάτι ώσπου έφτασαν ψηλά σ’ ένα πλινθόκτιστο χάλασμα γαντζωμένο στον εξωτερικό τοίχο του φαραγγιού. Το γέρο-Κογιότ στάθηκε απ’ έξω και του έγνεψε να προχωρήσει. Ο δικός μας έσκυψε και μπήκε μέσα. Στο πάτωμα σκόρπια κτερίσματα κεραμικής τέχνης που έδειχναν το Κοκοπέλλι, τον Διόνυσο των Ναυαγών, και κομμάτια μιας πήλινης λήκυθου με σχέδια της Μέσης Γεωμετρικής Περιόδου. Η ματιά του πάγωσε όταν ανάμεσα στα θραύσματα ξεχώρισε ένα που έφερε καθαρά χαραγμένο στην Ιωνική διάλεκτο το αινιγματικό επίγραμμα: “ΠΟΥΠΑΣΡΕΚΑΡΑΜΗΤΡΟ”. Με χέρι που έτρεμε τα μάζεψε βιαστικά και βγήκε.

Η γιαγιά Navajo, αφού επιβεβαίωσε με γέλια την παρόμοια κοσμολογία της φυλής της μ’ αυτήν του Ησίοδου, τον προειδοποίησε...

 

          - Λοιπόν; Αυτό είν’ όλο;
          - Αυτό ήταν προκεχωρημένο φυλάκιο των αρχαίων Ναυαγών. Τώρα Ψημένο Πόδι πρέπει βρει ακρόπολη με τη χαμένη πολιτεία.
          - Ολόκληρη ακρόπολη;!! Πού;
          - Γράφε..
          - Μάλιστα.
          - Ψημένο Πόδι πρέπει να βρει ποιό από τα Τρία Δάχτυλα είναι το μακρύτερο. Αν είναι το μεσαίο, κακό σημάδι. Αν είναι το ακρηανό, ακολούθησέ το ως την Μεγάλη Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού. Χλωμά πρόσωπα ποτέ δεν μπαίνουν Μεγάλη Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού. Άμα Ψημένο Πόδι φτάσει στην άλλη άκρη της Μεγάλης Κοιλάδας του Σάπιου Αλατιού, θα μπει στο Βαθύ Φαράγγι που Όλα Μιλάν, Ζώα Μιλάν, Δέντρα Μιλάν, Πέτρες Μιλάν. Ψημένο Πόδι θα φτάσει βράδυ και θα κοιμηθεί στην αγκαλιά του Πολύ Μυτερού Κάκτου. Αν ξυπνήσει, στο φως της αυγής θα δει μπροστά του τη αρχαία πολιτεία με τα φυλαγμένα σημάδια του μεγάλου ταξιδιού των Ναυαγών. Αυτά είπε το γερο-Κογιότ, και δίχως άλλη κουβέντα πήγε και κάθισε στην άκρη του φαραγγιού κοιτώντας κάτω το φεγγάρι που ανέτειλλε πάνω στο απέραντο καφέ της ερήμου.
Ο Καραχάλιωβ το έμαθε και είπε: “Ωραία! Επιτέλους θα τον ξεφορτωθούμε. Να πάρει όποιο μηχανάκι ζητήσει, αρκεί να έχει μεγάλο ρεζερβουαρ για να πάει να χαθεί όσο πιό μακρυά γίνεται.
 

Ο Στούκερμαν επέστρεψε στη μηχανή σκεφτικός. Είχε τώρα τρία προβλήματα να λύσει: Πρώτον, πώς να μην ξαναμείνει από βενζίνη. Δεύτερον, πώς να βρει έναν χάρτη που να δείχνει τα βενζινάδικα και το ανάγλυφο της ερήμου. Και τρίτον, πώς να ψάξει να βρει μόνος του, δίχως χάρτη και χωρίς να χρειαστεί να κάνει σε κανένα την άγαρμπη ερώτηση, αν “από τα Τρία Δάχτυλα το Μεσαίο είναι το Μακρύτερο”. Το πρώτο πρόβλημα λυνόταν μόνο αν λυνόταν το δεύτερο. Το δεύτερο λυνόταν μόνο αν λυνόταν το τρίτο. Το τρίτο λυνόταν μόνο αν λυνόταν το πρώτο. Μύλος. Έπρεπε να είχε πάρει μαζί τον Μαυράκη..

 

Αλλά στο επόμενο πουέμπλο που μπήκε μετά από δυό μέρες γι’ ανεφοδιασμό, μέσα σε μια τουαλέτα η θεά Τύχη του χαμογέλασε διάπλατα δείχνοντας το σάπιο της δόντι. Εκεί που είχε ξεχαστεί διαβάζοντας “Τ’ Απομνημονεύματα Μιάς Μοναχής”, άνοιξε η πόρτα και μπήκε κάποιος για μπίζινες στο διπλανό χώρισμα. Ο Στούκερμαν κοίταξε από κάτω και είδε ένα ζευγάρι καλογυαλισμένες στρατιωτικές μπότες. Ο τύπος, που σιγοσφύριζε αμέριμνα νομίζοντας ότι ήτανε μόνος, έβγαλε και κρέμασε στο μεσοχώρισμα ένα χακί πουκάμισο, μια στρατιωτική ζώνη κι έναν μισοδιπλωμένο χάρτη. Ο δικός μας στραβοκοίταξε και είδε ότι ο χάρτης ήταν στρατιωτικός. Και τα μάτια του γούρλωσαν όταν πρόσεξε ότι όχι μόνο είχε το ανάγλυφο του εδάφους της περιοχής, αλλά σημαδεμένα και τα βενζινάδικα. Αμέσως σήκωσε τα παντελόνια, κι ύστερα έριξε κάτω απ’ το χώρισμα ένα δολάριο. Μόλις το Αμερικανάκι έσκυψε από κάτω να το μαζέψει, ο Πειραιάς τσίμπησε από πάνω τον χάρτη και την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια.

Αρχές Αυγούστου βγήκε πάλι στην έρημο, στη ρουτίνα της αγωνίας για την διατήρηση των αποθεμάτων βενζίνης και νερού, και της έρευνας για το ‘Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο

 

Με τον στρατιωτικό χάρτη, προσεκτικό σχεδιασμό και το νου στα βενζινάδικα, του πήρε μόνο μια βδομάδα να τσεκάρει από μονόλιθο σε μονόλιθο και τελικά να βρει εκείνον με τα τρία δάχτυλα. Και οι οιωνοί ήταν καλοί, γιατί το μεσαίο δάχτυλο ήταν το κοντύτερο και μακρύτερο το αριστερό, οπότε για την Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού έπρεπε να τραβήξει τώρα καρφί νότια προς τα σύνορα με το Μεξικό.

Οι τελευταίες ψυχές που συνάντησε πριν χωθεί στην Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού, ήταν δυο Ινδιάνες τσελιγκοπούλες που έβοσκαν τα προβατάκια τους στις όχθες ενός ξεροπόταμου

 

Όταν έχεις τέτοια μηχανούκλα, χάρτη να βγάλεις ρότα μια βδομάδα μπροστά και τ’ αμπάρια τίγκα βενζίνη, νερό και κονσέρβα, τα μονολιθικά τραπέζια γίνονται νησιά και η έρημος θάλασσα. Με θερμοκρασίες κοντά στους 50 βαθμούς στα μέσα Αυγούστου, η έρημος ερχόταν τώρα με ρυθμό, βουβά πελαγίσια κύματα ξανθοκόκκινης άμμου μ’ αφρισμένες πράσινες κορφές από κοντούς θάμνους. Άν ψιλοκαθόσουν πίσω με λυγισμένα γόνατα, κρατούσες πορεία κοιτάζοντας μακρυά, δεν έκλεινες το γκάζι και δεν την έγερνες πάνω από δέκα μοίρες με τόση βενζίνη αποθηκευμένη ψηλά, η Μπέμπα δεν κουνούσε πολύ στο πέσιμο από κύμα σε κύμα, αλλά κρατούσε την τετάρτη γεμάτη με μισό γκάζι, γουργουρίζοντας σταθερά σα τορπιλλάκατος σε καλοκαιρινή περιπολία. Και μη ρωτήσει κανείς αν το σύστημα είναι τέλεια στημένο για τέτοιες διαδρομές. Τέτοιο μηχανάκι το παίρνεις όπως είναι. Το γράφει και στην ούγια: Adventure. Πως λέμε Περιπέτεια.

Με το που μπήκε στην Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού, τα κύματα ξανθοκόκκινης άμμου διαδέχτηκε ένας άδειος, επίπεδος ορίζοντας από μια επιφανειακή ασπροκίτρινη γλίτσα που έζεχνε μια απίστευτη, εμετική βρώμα σαν σίδερο σαπισμένο στο θειάφι...

 

Όπου, Ού Γαρ του Λεκέ, Στρατιωτικός Χάρτης Γουν Έστιν Ακριβής

Οι τελευταίες ψυχές που συνάντησε πριν χωθεί στην Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού, ήταν δυό Ινδιάνες τσελιγκοπούλες που έβοσκαν τα προβατάκια τους στις όχθες ενός ξεροπόταμου. Αυτές γαργαλήθηκαν με την ιδέα και το είδαν πολύ μπλαζέ. Θα το προτιμούσαν είπαν εντελώς - “μα τι λέμε τώρα, από πάντα το ήξεραν” - ότι κατάγονται από την Ελλάδα αντί για τη Μογγολία όπως οι υπόλοιποι, ποβρ Ινδιάνοι. Κι ύστερα του πρόσφεραν φραγκόσυκα και φρέσκο καλαμπόκι, και τον οδήγησαν στη σκηνή της γιαγιάς τους στον καταυλισμό. Η γιαγιά Navajo, που - στο τιμόνι που κρατάω - την έλεγαν και “Ατένα”, αφού επιβεβαίωσε με γέλια την παρόμοια κοσμολογία της φυλής της μ’ αυτήν του Ησίοδου, τον προειδοποίησε. “Αχ παιδάκι μου, το γέρο-Κογιότ ξεκούτιανε πιά. Χρόνια τώρα ζει μονάχος του στην από δω άκρη της ερήμου που οι φεντεράλες έχουν κάνει πυρηνικές δοκιμές, και δεν είναι να δίνεις βάση τι λέει.” Αλλά τα λόγια της γιαγιάς Navajo μέσα στη σκηνή δεν μπορούσαν να έχουν καμμία ισχύ μπροστά σ’ αυτό που περίμενε τον Στούκερμαν απ’ έξω: μια νεαρή Μπέμπα ξέχειλη στη βενζίνη.

...Οι νύχτες κάτω από μια σκηνούλα που στηνόταν τεντώνοντας ένα πράσινο καραβόπανο...

 

Ούτε και η προειδοποίηση αμέσως μετά, στο πέρασμα από τον Ξεροπόταμο του Γουρουνιού, της πινακίδας που έγραφε “DO NOT ENTER VALLEY - RIO PUERCO  RADIOACTIVE AREA” είχε καμμιά αποτρεπτική ισχύ. Αυτήν απλώς δεν την είδε. Αλλά με το που μπήκε στην περιοχή των πυρηνικών δοκιμών, μέσα σε δυό μέρες πορεία η έρημος άλλαξε εντελώς πρόσωπο. Τα κύματα ξανθοκόκκινης άμμου με τους διάσπαρτους χαμηλούς θάμνους και το γήινο άρωμα της καυτής άμμου διαδέχτηκε ένας άδειος, επίπεδος ορίζοντας από μια επιφανειακή ασπροκίτρινη γλίτσα που έζεχνε μια απίστευτη, εμετική βρώμα σαν σίδερο σαπισμένο στο θειάφι, και στην οποία η γερμανική τορπιλλάκατος βυθίστηκε αύτανδρη πάλι και πάλι, ώσπου ο δικός μας σιχάθηκε να σκάβει για να την ξανασηκώνει. Τελικά, μετά από αλλεπάλληλες τούμπες συμμορφώθηκε με την ιδέα να σέρνεται με πρώτη, 5-10 χ.α.ω. και τα πόδια κάτω για γλύστρες. Το μαρτύριο κράτησε πέντε μέρες, όπου διάνυσε λιγότερα από 200 χιλιόμετρα με το θερμοκρασιόμετρο της Μπέμπας συνεχώς στο κόκκινο. Μετά η γλύτσα ξεράθηκε, και τη διαδέχτηκαν τελικιάσματα a la πάρτα-μωρή-άρρωστη πάνω σ’ έναν ατέλειωτο καθρέφτη από τραγανό κρυσταλλικό αλάτι, το οποίο σε συνδυασμό με τις θερμοκρασίες της ημέρας ξύριζε ό,τι είχε απομείνει από τα ήδη φθαρμένα τακούνια των ελαστικών.

Το φεγγάρι κρεμόταν από το στερέωμα σιωπηλό όταν στο κρύο του φως ο Στούκερμαν έφερε την ευτραφή φροϋλάιν ως τη ρίζα του μυτερού κάκτου...

 

Μελανιασμένος από το τουμπίδι, το λαιμό και τα μάτια να καίνε από το αλάτι και τα χείλη σκασμένα από τον ήλιο, για να κάνει οικονομία σε δυνάμεις, λάστιχα και νερό άρχισε να κοιμάται τη μέρα και να συνεχίζει στις δροσιές της νύχτας. Όλη μέρα λαγοκοιμόταν, διάβαζε Novalis και άλλους Γερμανούς ρομαντικούς, κι έστιβε το μυαλό του να λύσει το ύστατο αρχαιολογικό αίνιγμα του 21ου αιώνα: Πώς γινόταν οι Navajos, ενώ ήσαν απόγονοι των ναυτών του χαμένου πλοίου του Οδυσσέα, δηλαδή Δαναών της Ύστερης Μυκηναϊκής Περιόδου στο τέλος της Εποχής του Χαλκού, να χρησιμοποιούσαν γραφή στην Ιωνική διάλεκτο αντί της Γραμμικής Β. Επίσης, πώς γίνεται, δεδομένης της προ-Ομηρικής τους καταγωγής, η κεραμική τους να ήταν της Μέσης Γεωμετρικής Εποχής, δηλαδή του όγδοου αιώνα. Και πώς γινόταν να γνώριζαν ήδη τον Διόνυσο, ο οποίος ως γνωστόν αναφέρεται για πρώτη φορά ως νεόφερτος Φρύγης θεός στις Βάκχες του Ευρυπίδη τον πέμπτο αιώνα..

... Οι οιωνοί ήταν καλοί, γιατί το μεσαίο δάχτυλο ήταν το κοντύτερο και το μακρύτερο το αριστερό, οπότε για την Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού έπρεπε να τραβήξει τώρα καρφί νότια προς τα σύνορα με το Μεξικό

 

Εντωμεταξύ τα μεταλλαγμένα σερσέμια είχαν βρει πελάτη. Τελικά δεν υπάρχει χειρότερο εντομοαπωθητικό από το να έχεις βδομάδες να κάνεις μπάνιο. Ο ύπνος του ρηχός, βουτηγμένος στον ιδρώτα και τις παραισθήσεις. Στην πικρή ακινησία της Κοιλάδας του Αλατιού που η σιωπή κούφαινε, σκληρές μελωδίες από σαξόφωνα έφταναν από κάπου στον ορίζοντα. Μεγάλα στρατιωτικά αεροπλάνα περνούσαν από ψηλά αφήνοντας πίσω τους στον ουρανό λεπτές άσπρες γραμμές, σα γρατζουνιές από μαύρες θυμωμένες γάτες. Κι όταν ο δίσκος του ήλιου κρεμόταν στην αιωνιότητα του μεσημεριού και η ύπαρξη σχοινοβατούσε στη διαφορά λίγων βαθμών Κελσίου, έκλεινε τα μάτια κι έβλεπε τον εαυτό του πάλι τρίχρονο πιτσιρικά να τοποθετεί τραπουλόχαρτα στις ρόδες και να χαράζει τακούνια στα λάστιχα του πρώτου του ποδήλατου. Πόσο απέραντη κι ανεξερεύνητη του είχε φανεί τότε η πίσω αυλή..      

... Μελανιασμένος από το τουμπίδι, το λαιμό και τα μάτια να καίνε από το αλάτι και τα χείλη σκασμένα από τον ήλιο, για να κάνει οικονομία σε δυνάμεις, λάστιχα και νερό άρχισε να κοιμάται τη μέρα και να συνεχίζει στις δροσιές της νύχτας

 

Μέσα σ’ ένα μαύρο ανοιχτό Mustang Mach III του 1972 είδε πάλι τη μελαχροινή να κατεβαίνει από του Ζωγράφου προς το μυστικό τους ραντεβού στην Πανεπιστημίου. Στο έρεβος των ματιών της δυό κάρβουνα πυρακτωμένα, τα μακρυά σγουρά της μαλλιά ν’ ανεμίζουν σαν αγριεμένα φίδια φαρμακερά.. Κάθιδρος κάτω από το μικρό του πράσινο καραβόπανο είδε τους αιώνες της ανθρωπότητας να προσπερνούν από μακρυά, αστράφτοντας και μπουμπουνίζοντας σαν φοβερές καταιγίδες. Οι χαμένοι αργοναύτες του Οδυσσέα έβγαιναν από την ξεκοιλιασμένη τους τριήρη και τσαλαβουτούσαν σα μεθυσμένοι αλαλλάζοντας από χαρά στον αρχαίο ορυζώνα. Με το που έπεφτε ο ήλιος και η έρημος άρχιζε να κρυώνει, άνοιγε μια κονσέρβα, έφτιαχνε καφέ για το δρόμο, φόρτωνε και συνέχιζε αλαφιασμένος στο απόκοσμο τοπίο. Γύρω στα μεσάνυχτα που το φεγγάρι ανέβαινε ψηλά, οι κρύσταλλοι του αλατιού λαμπύριζαν στη δυνατή δέσμη του διπλού προβολέα, έτσι που η μηχανή φαινόταν να τρέχει στο διάστημα πάνω σ’ ένα σύννεφο από φως με μόνο οδηγό την πυξίδα.

Ύστερα τα χαμηλά μαύρα βουνά άρχισαν ν’ αλλάζουν χρώμα προς το κόκκινο, να υψώνονται και να κλείνουν, μπαίνοντας το ένα μέσα στο άλλο σα δάχτυλα και δημιουργώντας αλλεπάλληλα φαράγγια τα περισσότερα από τα οποία δεν φαινόταν να έχουν διέξοδο

 

Με απραξία όλη τη μέρα και τα μεσημέρια ν’ αρχίζουν στις δέκα το πρωί και να τελειώνουν στις οκτώ το βράδυ, ο χρόνος φαινόταν να λαστιχάρει. Ήταν άραγε ακόμα Αύγουστος; Και πόσο νότια είχε κατέβει; Πουθενά μια ψυχή να ρωτήσει. Κι εκείνος ο λεκές στον χάρτη που τον υπολόγιζε για χωριό ανεφοδιασμού, εντέλει είχε κάνει μεγάλη ζημιά. Του πήρε μισή βδομάδα πορεία πριν καταλάβει το λάθος. Δεν ήθελε δα και GPS. Παντού άδεια έρημος εκεί που έπρεπε να βρίσκεται καταυλισμός, ούτ’ ένας χωματόδρομος να οδηγεί κάπου, κι ύστερα, “αμάν!”,  ένα απλό ξύσιμο του λεκέ με το νύχι..

Η ματιά του πάγωσε όταν ανάμεσα στα θραύσματα ξεχώρισε ένα που έφερε καθαρά χαραγμένο στην Ιωνική διάλεκτο το αινιγματικό επίγραμμα: ‘ΠΟΥΠΑΣΡΕΚΑΡΑΜΗΤΡΟ’…


Με βενζίνη πλέον μόνο από τα μπετόνια και τα παντού χωμένα μπουκαλάκια, πήγαινε με τη ροπή στις χαμηλές στροφές συνεχίζοντας νότια με την ψυχή στο στόμα, ώσπου οι κόκκοι της άμμου άρχισαν να γίνονται περισσότεροι από αυτούς του αλατιού και το τοπίο άρχισε πάλι ν’ αλλάζει. Για καμμιά-δυό μέρες το έδαφος έγινε πετρώδες, με τη μηχανή να τρέχει πάνω σε πλάκες γεμάτες απολιθωμένα ίχνη από πατήματα δεινόσαυρων. Ύστερα τα χαμηλά μαύρα βουνά που όριζαν από δύση και ανατολή την Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού άρχισαν ν’ αλλάζουν χρώμα προς το κόκκινο, να υψώνονται και να κλείνουν, μπαίνοντας το ένα μέσα στο άλλο σα δάχτυλα και δημιουργώντας αλλεπάλληλα φαράγγια τα περισσότερα από τα οποία δεν φαινόταν να έχουν διέξοδο. Ποιό απ’ αυτά ήταν άραγε το Βαθύ Φαράγγι Όπου Όλα Μιλάν;

Μπροστά ο ορίζοντας γέμισε χαμηλούς θαμνόσπαρτους αμμόλοφους που ανεβοκατέβαιναν χωρίς τελειωμό. Παντού άρχισαν να φυτρώνουν ψηλοί ξεμαλλιασμένοι κάκτοι με μακρυά μυτερά αγκάθια. Εξόν του λεκέ, ο στρατιωτικός χάρτης ήταν βέβαια ακριβής, αλλά δεν βοηθούσε αν δεν είχες πιά ιδέα πού βρίσκεσαι μέσα σ’ αυτόν, ή ακόμα χειρότερα, αν νόμιζες ότι είχες ιδέα και βέβαια έκανες λάθος. Και τώρα κάκτοι στην Αριζόνα; Τέτοιοι κάκτοι ήξερε ότι υπήρχαν μόνο στην έρημο Σονόρα. Μήπως είχε περάσει στο Μεξικό; 

Όσο υπήρχε ακόμα βενζίνη στα μπετόνια, τις πίσω πλευρές των λόφων τις κουτρουβαλούσε σβυστός. Πέρασαν έτσι λίγες ακόμα μέρες μοτοσυκλετιστικής πανδαισίας. Με το που έφτασε να ψάχνει για τα μπουκαλάκια, κατέβαινε κι έσπρωχνε όπου εύρισκε επίπεδο έδαφος. Κι όταν είδε να τελειώνει και η εμφιαλωμένη χωρίς να φαίνεται χωριό ή δρόμος πουθενά, άρχισε να σπρώχνει και στις ανηφόρες.

Τώρα μπορεί ν’ ακούγεται παράξενο, αλλά αν δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι, αν δεν έχεις ιδέα πού πας, και παρεμπιπτόντως σπρώχνεις για μέρες και μια φορτωμένη GS1150R στην ανηφόρα από αφράτη άμμο στους 50 βαθμούς Κελσίου, δεν έχει πιά και τόση σημασία το προς τα πού τη σπρώχνεις. Περισσότερη σημασία έχει το τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι σου.

Νύχτωνε πάλι κι ένα τεράστιο φεγγάρι, γκρι σα γαλάζιο και διάφανο σα νεκροκεφαλή ανέβαινε το στερέωμα, όταν στα μισά ενός ακόμα λόφου που ανηφόριζε μπροστά στο στόμα ενός βαθιού φαραγγιού, ο Στούκερμαν λύγισε και γονάτισε δίπλα στη μηχανή με κομμένη την ανάσα. Εκεί που στράγγιζε τον ιδρώτα ακούστηκε από πίσω του η στριγγή, αντιπαθητική φωνή του κάκτου.

Και τώρα κάκτοι στην Αριζόνα; Μήπως είχε περάσει στο Μεξικό;

 

          - “Ε, ψιτ, μίστερ.. Σιγά να μην είναι τώρα και οι Navajos αρχαίοι Έλληνες...”
          - “Σιγά να μη μιλάνε τώρα και οι κάκτοι”, απάντησε ο δικός μας δίχως να γυρίσει.
          - “Χαρ, χαρ, χαρ”, χασκογέλασε τότε από πάνω με μια απόκοσμη φωνή το Φεγγάρι. “Κανείς δεν είπε στο Ψημένο Πόδι ότι ο μεσιέ Πουανκαρέ χτύπησε κάρτα πριν προλάβει να διατυπώσει το Αξίωμα Tέσσερασαρανταένα;”
          - “Ρε σεις, πάτε στοίχημα ότι ο ζητιάνος ήτανε καλαμπουρτζής από το Ληξούρι;”, ψιθύρησε συνωμοτικά πίσω από έναν θάμνο και το ξασπρισμένο κρανίο του μπάφαλο.
          - “Κι αν ο Ινδιάνος με τη ζεϊμπεκιά είχε πιεί μιά παραπάνω;”, ακούστηκε τότε να φωνάζει από μακρυά και το βουνό, σηκώνοντας τους ώμους.
          Το Ψημένο Πόδι κατέβασε τότε το σταντ και κάθισε με την πλάτη στη μηχανή σφουγγίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπο με το μανίκι. “Ωλ ράιτ μάγκες”, είπε. “Κόψτε τις μαλακίες. Εδώ μιλάμε... Εδώ... Εδώ υπάρχουν στοιχεία!”
          Πέρασε έτσι ώρα χωρίς να μιλήσει κανείς. Το σκοτάδι έπεφτε γρήγορα. Ο Στούκερμαν άρχισε να μαζεύει κλαδάκια και γονάτισε να ψήσει καφέ.
          Χίλιες μικρές φωνούλες βγήκαν τότε από το έδαφος, και η άμμος της ερήμου ψέλλισε διστακτικά με μια φωνή ίδια του Μαυράκη: “Μήπως ο κύλιος Στούκελμαν πλόσεξε ότι το πεδιότ που κάπνιζε το γελο-Κοδιότ ήταν υπέλ το δέον χλωλό;”
          - “Μπορεί”, απάντησε ο δικός μας, ανάβοντας σπίρτο. “Αλλά την επιγραφή στην Ιωνική διάλεκτο στο αγγείο των Navajo πού τη βάζεις; Τ’ όνομά τους; Τη μυθολογία τους που είναι αντιγραφή του Ησιόδου; Να συνεχίσω;”
          - “Ρε κατεστραμμένο, πας καλά;;; Κατάλαβες τι έλεγε η επιγραφή;”, πετάχτηκε τότε πάλι με κακία ο κάκτος.
          - “Όχι. Γιατί εσύ κατάλαβες;”
          - “Κατάλαβα. Έλεγε ότι είσαι και γαμώ τα ούφο..”
          - “Μπορεί. Μένει τώρα να μας εξηγήσεις πώς βρέθηκε επιγραφή στην Ιωνική διάλεκτο στην Αριζόνα..”
          Όλοι τότε κοιτάχτηκαν ξύνοντας το κεφάλι και βυθίστηκαν στη σιωπή. Για μιά στιγμή που κράτησε ώρες ακουγόταν μόνο το τρίκιλισμα από τα καιόμενα κλαράκια. Στα μαύρα γυάλινα μάτια του Στούκερμαν οι φλόγες της φωτιάς χόρεψαν το μυστικό τους χορό.
          - “Να πω κι εγκώ η κακομοίγα που ποτέ ντεν μιλάω, μια μικγή αλήτεια;”, πετάχτηκε κάποτε και η Μπέμπα με τη βαριά μυώδη, βαυαρική της προφορά, ίδιος ο Σβαρτσενέγκερ, ανάβοντας τη μεγάλη σκάλα του προβολέα. Όλοι τότε γύρισαν κι έστησαν αφτί ν’ ακούσουν.
          - “Άμα το σκεφτούμε, ντεν έκει και τόση σημασία αν τελικά βγεις αυτό που ψάκνεις, φτάνει να βγκεις στον ντγόμο έκοντας κάτι να ψάξεις. Τώγα τα μου πείτε, είσαι πγοκατελλημένη, γκιατί είσαι φτιαγκμένη με τέτοιες ιντέες του ντγόμου. Το τέμα είναι πού πηγκαίνεις όταν ντεν ξέγεις πιά πού πηγκαίνεις. Αλλά είναι απλό. Το λέει και ο ΝτεΝίγο σε μια ταινία, όταν μετά από μια ληστεία ο συνεγκός του μπαίνει στο αυτοκίνητο και τον γωτάει, ‘Πού στο ντιάολο πάμε τώγα’.”
          - “Και τι του απαντάει ο ΝτεΝίρο;”
          - “‘Βι βιλ φάιντ άουτ βεν βι γκετ δέαγ’.”

Τάδε έφη η Μπέμπα, κι ύστερα έσβυσε τα φώτα και όλοι πήγαν για ύπνο. Το φεγγάρι κρεμόταν από το στερέωμα σκεφτικό, όταν στο κρύο του φως ο Στούκερμαν κύλησε τη φροϋλάιν ως τη ρίζα του μυτερού κάκτου, τέντωσε το καραβόπανο, έβγαλε τις παγκοσμίου φήμης μπότες του κι έστρωσε στην άμμο την κουβέρτα να κοιμηθεί. Η έρημος κρύωνε γρήγορα τώρα κι ένα ελαφρό αεράκι έφερνε τα ξηρά της αρώματα από παντού. Τη νύχτα η έρημος γίνεται διαστημόπλοιο. Μιά νύχτα στην έρημο, και ποτέ πιά δεν θα βρεθείς τόσο κοντά στ’ άστρα. Μιά νύχτα στη ρίζα του κάκτου, και ποτέ πριν δεν στάθηκες πιό κοντά στην πόρτα της αρχαίας πολιτείας των Ναυαγών. Έτσι ο δικός μας θα συνέχιζε ώσπου να στερέψει και η τελευταία σταγόνα βενζίνης σ’ εκείνο το τελευταίο μπουκαλάκι κολώνιας. Έτσι, φτάνει η Μηχανή να κυλάει, ακόμα και με μιζιές. Έτσι μέχρι να παγώσει η κόλαση. Κι είχε βάλει ένα ψόφο πάλι απόψε..