Αφιέρωμα ΜΟΤΟ: H Ιστορία των Yamaha Ténéré

Από τους δρόμους στους αμμόλοφους και αντίστροφα!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

2/9/2020

Η Yamaha ανέκαθεν είχε συνδέσει το όνομά της με τους αγώνες Rally, αλλά και τους χωμάτινους αγώνες εν γένει, κατέχοντας έναν ηγετικό ρόλο με καινοτομίες και πρωτοπορίες, όπως είχε συμβεί και με την περίπτωση του DT-1. Ήταν η μοτοσυκλέτα που έδωσε τα ηνία του motocross στην Yamaha εκείνη την εποχή, χάρη στην επαναστατική –για τα δεδομένα της εποχής- monocross πίσω ανάρτηση, αλλά και το εφαλτήριο για την εξέλιξη δύο μοτοσυκλετών-ορόσημο για την Ιστορία του εργοστασίου και της μοτοσυκλέτας γενικότερα: το enduro ΤΤ500 που παρουσιάστηκε το 1975 και το on-off XT500 που παρουσιάστηκε το 1976. Και οι δύο αυτές τετράχρονες μοτοσυκλέτες ήταν η απάντηση στις "προσευχές" των απανταχού χωματερών που ήθελαν μια μοτοσυκλέτα με δυνατότητα να ταξιδέψει στην άσφαλτο, στο χώμα, αλλά και στις αμερικάνικες ερήμους της Δυτικής Ακτής, της σημαντικότερης ίσως αγοράς για την Yamaha.

Ο γενάρχης, το ΧΤ500 του 1976

 

Η αξιοπιστία του κινητήρα, η ροπή από τις χαμηλές στροφές και το ελαφρύ και άκαμπτο πλαίσιο, ήταν τα στοιχεία που χαρακτήρισαν τις δημιουργίες της Yamaha. Όπως ήταν φυσικό, αυτό μεταφράστηκε πολύ γρήγορα, όχι μόνο σε εμπορικές αλλά και σε αγωνιστικές επιτυχίες.

Παράλληλα όμως, το μέγεθος της επιτυχίας που γνώρισε το ΧΤ500 στην Ευρώπη ήταν απείρως μεγαλύτερο και σε τελείως διαφορετικό πεδίο απ' ό,τι στην Αμερική, χάρη σε έναν συγκεκριμένο Γάλλο αναβάτη, ο οποίος έγινε αργότερα γνωστός ως ο "Mr. Yamaha" μέσα στην εταιρεία, που μετέτρεψε το ΧΤ500 ως βάση εξέλιξης μιας εντελώς νέας κατηγορίας από την Yamaha. Ο λόγος για τον Jean-Claude Olivier, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν ένας απλώς υπάλληλος στον Γάλλο εισαγωγέα της Yamaha, την Sonauto, αλλά αργότερα έγινε Πρόεδρος της Yamaha Motor France, ενώ άνοιξε και το μονοπάτι γι' αυτό που αποκαλούμε σήμερα Adventure κατηγορία.

Ο Jean Claud Olivier ήταν ο άνθρωπος που ουσιαστικά δημιούργησε τον θρύλο των Ténéré

 

Ο Olivier δεν άργησε να διακρίνει τις τεράστιες δυνατότητες του μεγάλου μονοκύλινδρου 500 στις αφρικανικές ερήμους, δηλώνοντας πως "έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για να γίνει η μοτοσυκλέτα ένα όχημα περιπέτειας". Το 1977 ήταν η πρώτη χρονιά που ο Γάλλος συμμετείχε στο Rallye Côte d'Ivoire σε μια διαδρομή 10.000 χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα της Ακτής Ελεφαντοστού Abidjan μέχρι τη Νίκαια της Γαλλίας. Το 1979 συμμετείχε μαζί με τρεις ακόμη αναβάτες στο πρώτο Paris-Dakar (που τότε λεγόταν Oasis Rally) ως ομάδα της "Sonauto Yamaha", πάνω σε ΧΤ500. Εκείνη την εποχή οι υπόλοιποι μεγάλοι κατασκευαστές μοτοσυκλετών, δεν έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι' αυτό το νέο είδος αγώνων, αλλά ο ίδιος ο Olivier είχε δηλώσει ότι η φιλοσοφία κατασκευής του ΧΤ500 ταίριαζε ακριβώς με την συμμετοχή σε έναν τέτοιο αγώνα.

Στην πρώτη, ιστορική, διοργάνωση του Paris-Dakar, οι μοτοσυκλέτες και τα αυτοκίνητα δεν αγωνιζόντουσαν σε ξεχωριστές κατηγορίες, αλλά ανταγωνιζόντουσαν για την συνολική νίκη. Ο Cyril Neveu και ο Gilles Comte με τα ΧΤ500 τους κατάφεραν να αφήσουν πίσω τους όλους τους οδηγούς των Range Rover και Renault, κάνοντας το 1-2 για την Yamaha. Την επόμενη χρονιά ο Neveu κέρδισε ξανά με τέσσερις αναβάτες ΧΤ500 να κερδίζουν αντίστοιχα τις τέσσερις πρώτες θέσεις! Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι εκείνη την χρονιά από τις 25 μοτοσυκλέτες που τερμάτισαν, οι 11 ήταν ΧΤ500…

Από την επόμενη χρονιά (το 1981) το Paris-Dakar εντάχθηκε στην αιγίδα των FIM και FIA, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να συμμετέχουν εργοστασιακές ομάδες στον αγώνα. Αυτή της BMW αποδείχθηκε ένας πολύ δύσκολος αντίπαλος για τους αναβάτες των ΧΤ500, οι οποίοι έτρωγαν τη σκόνη των Γερμανών. Η απάντηση της Yamaha ήταν η αναβάθμιση του XT500 σε XT550, με την τοποθέτηση του YDIS (Yamaha Dual Intake System), αλλά όσο ανέβαιναν οι επιδόσεις και οι ταχύτητες στο Dakar, ήταν όλο και πιο δύσκολο να παραμείνουν ανταγωνιστικοί.

Αυτό οδήγησε τον Olivier και την Sonauto να ζητήσουν από την Yamaha Motor στην Ιαπωνία να εξελίξουν τα ΧΤ παραγωγής, έτσι ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στο υψηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού. Οι μηχανολόγοι στο Iwata έπιασαν αμέσως δουλειά και το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους ήταν το ΧΤ 600 Ténéré. Ο κινητήρας διατήρησε το σύστημα YDIS, αλλά είχε αυξημένη χωρητικότητα στα 600 κυβικά, διέθετε μεγάλο ρεζερβουάρ 30 λίτρων, ήταν η πρώτη off-road μοτοσυκλέτα της Yamaha με δισκόφρενο μπροστά, με monocross πίσω ανάρτηση, αλουμινένιο ψαλίδι και πολλές άλλες τεχνολογίες αιχμής για την εποχή. Η εξέλιξη του Ténéré 600 μάλιστα, έγινε ταυτόχρονα με του ΤΤ600, την enduro εκδοχή για την αγορά της Β. Αμερικής. Όταν η μοτοσυκλέτα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Σαλόνι του Παρισιού το 1982, δημιούργησε ένα σαρωτικό ρεύμα που πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο με τεράστιο εμπορικό αντίκτυπο, κρίνοντας κι από προσωπική εμπειρία μιας και τρεις από τις 23 μοτοσυκλέτες που είχα μέχρι τώρα στην κατοχή μου, ανήκαν στην οικογένεια των Ténéré

Το πρώτο Ténéré του 1983 που ήταν ουσιαστικά ένα υπερκυβισμένο ΧΤ550 με ένα ρεζερβουάρ 30 λίτρων, ως ρέπλικα της μοτοσυκλέτας του Cyril Neveu

 

Σύντομα το Ténéré αποτέλεσε την επιλογή πάρα πολλών αναβατών που έτρεχαν στο Paris-Dakar, αλλά και για πολλούς απλούς αναβάτες που θαύμαζαν το πνεύμα της περιπέτειας που συμβόλιζε η μοτοσυκλέτα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ήταν η μοτοσυκλέτα που δημιούργησε την τάση κατασκευής των Dakar ρέπλικα. Μέσα στην επόμενη δεκαετία πουλήθηκαν 61.000 ΧΤ600 Tenere, ενώ λίγο μετά έγινε και η πρώτη μεγάλη αναβάθμιση, το 1991, με την γέννηση του ΧΤΖ660 Tenere το οποίο είχε πενταβάλβιδη κεφαλή για τον μονοκύλινδρο κινητήρα των 660 –πλέον- κυβικών εκατοστών. Το 1994 έγινε μια  αισθητική ανανέωση, με την μοτοσυκλέτα να αποκτά δίδυμους προβολείς μπροστά.

Η πρώτη ανανέωση έφερε μικρότερο ρεζερβουάρ στα 21 λίτρα και αύξηση της ιπποδύναμης στους 46 ίππους

 

Παρόλο όμως που το Ténéré ήταν η μοτοσυκλέτα που ουσιαστικά "γέννησε" την adventure κατηγορία, εμπνέοντας πολλούς αναβάτες –ιδιώτες και εργοστασιακούς- να τρέξουν στο θρυλικό Paris-Dakar, η Yamaha δεν μπόρεσε να γευτεί τη χαρά της νίκης μετά από το 1980. Ο Olivier "έφτασε πολύ κοντά στην πηγή" το 1985 με ένα XT600 Ténéré ειδικά προετοιμασμένο για τον αγώνα, το οποίο αν και έφερε το ίδιο όνομα με το μοντέλο παραγωγής, ήταν ουσιαστικά η πρώτη μοτοσυκλέτα που είχε φτιάξει το εργοστάσιο ειδικά και αποκλειστικά για το Dakar Rally. Με αυτή την μοτοσυκλέτα ο Γάλλος τερμάτισε στην δεύτερη θέση, ενώ πίσω του στην τρίτη και τέταρτη θέση τερμάτισαν επίσης αναβάτες με την ίδια μοτοσυκλέτα.

Το 1988 έγινε ολοκληρωτική ανβάθμιση, με δύο προβολείς μπροστά, σταθερό φαίρινγκ, δισκόφρενο εμπρός πίσω και ρεζερβουάρ 23  λίτρων

 

Με το πέρασμα των χρόνων, δυσκολία και ο ανταγωνισμός μεγάλωνε, με τις νίκες να συσσωρεύονται στο παλμαρές των boxer κινητήρων της BMW. Για να το αντιμετωπίσει αυτό το γεγονός ο Olivier τοποθέτησε στην αγωνιστική μοτοσυκλέτα του 1986 έναν τετρακύλινδρο εν σειρά κινητήρα από FZ750. Εξαιτίας όμως του μεγάλου βάρους, δεν κατάφερε κάτι καλύτερο από την 12η θέση. Η αφοσίωσή του στον σκοπό τον έφερε άλλη μια φορά στο αρχηγείο της Yamaha και το 1987 το αγωνιστικό τμήμα του εργοστασίου άρχισε να δουλεύει πάνω στο project του 1988. Ήταν το YZE750 Ténéré με τον μονοκύλινδρο, πενταβάλβιδο κινητήρα, με το οποίο έτρεξε και ο νεαρός –τότε- Stephane Peterhansel. Εκείνη τη χρονιά, η μοτοσυκλέτα τερμάτισε στην δεύτερη θέση με τον Franco Picco, μετά από τις ατυχίες των Olivier και Peterhansel, αλλά και μετά από σκληρή μάχη με το Honda NXR750 του Edi Orioli.

Το ΥΖΕ750 με τον κινητήρα του FZ750 δεν είχε ιδιαίτερη τύχη στους αμμόλοφους του Dakar

 

Στα τέλη του 1987, η Yamaha ξεκίνησε και την δημιουργία της επόμενης γενιάς των Ténéré παραγωγής, του δικύλινδρου εν σειρά XTZ750 Super Ténéré. Οι άξονες πάνω στους οποίους κινήθηκαν για την κατασκευή του ήταν οι εξής τέσσερις: η άνεση στο πολύωρο ταξίδι, το ικανοποιητικό ποσοστό δύναμης για να πετυχαίνει υψηλές μουαγιέν, να διαθέτει την δυνατότητα για οδήγηση εκτός δρόμου και τέλος, να έχει ό,τι και όσα χρειάζεται για να μπορεί να οδηγείται καθημερινά στον δρόμο. Το πρώτο πράγμα που έκαναν, ήταν να αποφασίσουν τις διαστάσεις της μοτοσυκλέτας βάσει του αγωνιστικού πρωτότυπου του Picco, με κυριότερο το μεταξόνιο των 1.515mm. Το διπλό σωληνωτό πλαίσιο επιλέχθηκε για την ακαμψία του, ενώ ο κινητήρας διέθετε στρόφαλο 360 μοιρών και 10 βαλβίδες για να διατηρήσει όσο το δυνατόν περισσότερο την αίσθηση του μεγάλου μονοκύλινδρου Ténéré.

Το 1991, το Ténéré άλλαξε εντελώς, με κινητήρα 660 κυβικών και πενταβάλβιδη κεφαλή, αλλά και ριζικά επανσχεδιασμένη εμφάνιση

 

Όπως ήταν φυσικό, το μοντέλο παραγωγής (που παρουσιάστηκε το 1988) αποτέλεσε την βάση για το αγωνιστικά rally, το YZE750T Super Tenere των 802,5cc, με το οποίο ήρθε η πολυπόθητη νίκη στο Dakar μετά από 10 ολόκληρα χρόνια, το 1991, με αναβάτη τον Peterhansel. Από εκεί κι έπειτα ο δρόμος ήταν στρωμένος με επιτυχίες, ενώ το 1997 και το 1998 ο Γάλλος αναβάτης πήρε δύο ακόμη σερί καρό σημαίες, με τον κινητήρα που είχε στρόφαλο 270 μοιρών.

Το πρώτο Super Ténéré με τον δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα των 750 κυβικών

 

Αυτή η τεχνογνωσία που κερδήθηκε μέσα από τους αγώνες, πέρασε στα ΧΤΖ660 Ténéré και ΧΤΖ1200 Super Ténéré παραγωγής που καθιέρωσαν το λογότυπο των Ténéré ως ένα ορόσημο της μοτοσυκλετιστικής Ιστορίας. Η παραγωγή των μονοκύλινδρων όσο και των δικύλινδρων Ténéré και Super Ténéré σταμάτησε από το 1996 μέχρι το 2008 όταν παρουσιάστηκε το μονοκύλινδρο με την τετραβάλβιδη –πλέον- κεφαλή XT660Z Ténéré. Η επαναφορά του θρυλικού λογοτύπου δεν σημείωσε την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία για την Yamaha, παρά το γεγονός ότι ήταν ένα πραγματικό on-of παντός δρόμου, με πολύ καλές δυνατότητες στις εκτός δρόμου διαδρομές.

Το 2008 η Yamaha επανέφερε το λογότυπο του Ténéré με μια μια μοτοσυκλέτα που ήταν βασισμένη στον κινητήρα των ΧΤ660

 

Με τον κινητήρα του XT660, το Ténéré του 2008 παρέμεινε στην παραγωγή μέχρι το 2016, έχοντας δεχθεί μικρές, ααισθητικές κυρίως, επεμβάσεις. Παράλληλα, το 2010 η Yamaha επανέφερε στο προσκήνιο το όνομα του Super Ténéré με έναν δικύλινδρο εν σειρά 1200 κυβικών.

To Super Ténéré των 1200cc, δεν έφερε την αναμενόμενη εμπορική απήχηση που περίμενε η Yamaha στον σκληρό ανταγωνισμό των mega on-off, παρά τα συγκεκριμένα καλά στοιχεία που διέθετε

 

Η εμπορική πορεία του ήταν αντίστοιχα χαμηλότερη των προσδοκιών και παρά τον εξοπλισμό του με ηλεκτρονικά βοηθήματα (όταν παρουσιάστηκε είχε ένα από τα καλύτερα traction control για το χώμα) και τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις (στην τελευταία του έκδοση) το μεγάλο βάρος του, η όχι και τόσο ορθή κατανομή του και το σετάρισμα των αναρτήσεων, αποτέλεσαν αποτρεπτικό παράγοντας για αρκετούς adventure tourer αναβάτες.

Το 2019 όμως η Yamaha έκανε την μεγάλη επιστροφή με το Ténéré 700, με τον δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα της οικογένειας ΜΤ και με πραγματικές δυνατότητες για οδήγηση σε εκτός δρόμου διαδρομές. Ήταν μια πολυαναμενόμενη επιστροφή η οποία μετά από πολύ καιρό κατάφερε να ανταποκριθεί στο βάρος του ονόματος που φέρει.

Το όνομα "Ténéré" στην διάλεκτο των Tuareg σημαίνει "έρημος" ή "μοναξιά" αλλά είναι και το όνομα μιας από τις πιο αφιλόξενες περιοχές της Β. Αφρικής και δεν θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα την πρόκληση που δέχτηκε η Yamaha πριν από τέσσερις δεκαετίες, συνυφαίνοντας το όνομά της με την περιπέτεια.

 

 

Νέα εποχή Lambretta

Σκιαγραφούμε την ιστορία της ιστορικής μάρκας, πριν υποδεχτούμε το νέο τους μοντέλο
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

13/1/2018

Από τον ερχόμενο Μάρτιο η Ευρώπη θα υποδέχεται στους δρόμους της τις νέες Lambretta με το μεταλλικό σώμα και την πιστή στην παράδοση σχεδίαση. Η V Special με τις τρεις εκδόσεις κινητήρων, είναι ήδη στις γραμμές παραγωγής και την είδαμε από κοντά τον Νοέμβριο στην EICMA, μελετώντας το φινίρισμά της και την κατασκευή της. Πίσω από αυτή την αναβίωση του ονόματος, κρύβεται μία εταιρία που ακούει κανείς πολύ συχνά τώρα τελευταία. Πρόκειται για την Αυστριακή KSR, το μοντέλο εργασίας της οποίας θα πρέπει να αποτελεί ξεχωριστό σεμινάριο, καθώς βασίζεται στην αναβίωση ιστορικών ονομάτων που τα αντιμετωπίζει ως απόλυτα ξεχωριστές οντότητες. Η KSR έφτασε σε συμφωνία με την κοινοπραξία Innocenti που εδρεύει στην Ελβετία, για να διαχειριστεί το όνομα της Lambretta παράγοντας μία μεγάλη σειρά από σκούτερ, ξεκινώντας από φέτος με το V Special σε τρεις εκδόσεις.

Για να φτάσουμε όμως σε αυτό το σημείο της συνεργασίας του γκρουπ KSR με την κοινοπραξία Innocenti υπήρξε μία ενδιαφέρουσα πορεία, λίγο ταραχώδης από την πλευρά των ανθρώπων που έχουν τα δικαιώματα, γεγονός που καθιστά την ελάχιστα γνωστή ιστορία, άξια αναφοράς. Η οικογένεια Innocenti, απόγονοι του ανθρώπου που δημιούργησε την Lambretta και κληρονόμοι του ονόματος Lambretta, δεν είναι η πρώτη φορά που έχουν επιχειρήσει να αναβιώσουν την ιστορική ιταλική μάρκα παραχωρώντας άδειες χρήσης του σήματος. Αυτό άλλωστε υπήρξε για πολλές δεκαετίες ένα από τα έσοδα της οικογένειας, καθώς από την δεκαετία του ’70 έχουν συνάψει πολλές συνεργασίες. Η σημαντικότερη ήταν αμέσως μετά το κλείσιμο της γραμμής παραγωγής στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 όταν η Ινδική κυβέρνηση αγόρασε τον εξοπλισμό, κάθε βίδα από το απόθεμα, και ήρθε σε συμφωνία με τους μηχανικούς, ώστε να τους μεταφέρει όλους στο «Lucknow», βορειοανατολικά της χώρας δημιουργώντας την S.I.L. (Scooters India Limited) που εξακολουθεί ακόμα και τώρα να κατασκευάζει τα τρίκυκλα της Lambretta που είχαν αφήσει εποχή το ’60 και το ’70! Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’90 η S.I.L. παρήγαγε και την Lambretta, με τα ίδια μέσα που ξεκίνησε πίσω στο 1970! Εκείνα τα χρόνια, οι απόγονοι του Innocenti έδωσαν πολλές φορές την συγκατάθεσή τους για κατασκευή διαφόρων μοντέλων της Lambretta σε αρκετούς κατασκευαστές ανά τον κόσμο.

Στο κοντινό παρελθόν η προσπάθεια για αναβίωση των σκούτερ της Lambretta έχει επίσης επιχειρηθεί από Ιταλούς επιχειρηματίες που προσέγγισαν τους Innocenti με τις αγνότερες των προθέσεων, φαινομενικά και μόνο δυστυχώς. Γρήγορα αποδείχθηκε πως δεν υπήρχε καμία απολύτως σοβαρότητα, το ακριβώς αντίθετο δηλαδή, από αυτό που η οικογένεια απαιτούσε για την παραχώρηση των δικαιωμάτων. Κολλούσαν το αυτοκόλλητο της Lambretta σε πλαστικά σκούτερ φτιαγμένα στην Κίνα, με την Adly να είναι το μόνο πιο ποιοτικό παράδειγμα, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί η κοινοπραξία Innocenti, να υψώσουν ένα τοίχος από δικηγόρους κυνηγώντας κάθε τέτοια περίπτωση και τελικά να είναι επιφυλακτικοί σε κάθε νέα πρόταση. Έτσι η KSR χρειάστηκε να περάσει από ανάκριση, παρά την μεγάλη της εμπειρία στην διαχείριση εμπορικών σημάτων, πριν αποκτήσει το δικαίωμα να κατασκευάσει scooter με το όνομα της Lambretta.

Η ιστορία της μάρκας ξεκινά με τρόπο πολύ όμοιο με κάθε σύγχρονο κατασκευαστή, την ίδια περίοδο και για τους ίδιους λόγους που δημιουργήθηκε η Honda, η Ducati, η Vespa και πολλές ακόμη μάρκες, κάποιες από τις οποίες δεν υπάρχουν πλέον. Μιλάμε για τον Β’ΠΠ κι όποιος έχει όρεξη να διαβάσει, εδώ θα αποκτήσει μία πλήρη εικόνα το τι γινόταν εκείνη την εποχή στην Ιταλία και την Ιαπωνία, μέσα από το παράδειγμα των Ducati και Honda.

Ο Innocenti, γιος ενός επιτυχημένου σιδηρουργού, ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα του, αλλά με μία ταχύτητα που αποτελεί σημείο αναφοράς στην ιστορία της ευρύτερης εποχής της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης: Σε ηλικία 18 ετών ο Innocenti είναι ήδη επικεφαλής της οικογενειακής επιχείρησης, που ο πατέρας του είχε γιγαντώσει!

Ο Ferdinando Innocenti εργαζόταν ήδη από τα 15 στο δεύτερο κατάστημα της οικογενειακής επιχείρησης, όταν με την ενηλικίωσή του ξεκίνησε παράλληλα το εμπόριο πρώτων υλών μέσα από την ανταλλακτική οικονομία.

Από εκεί πέρασε στο εμπόριο σωλήνων, καταστράφηκε οικονομικά όταν χρεωκόπησε μία τράπεζα στην οποία είχε τις οικονομίες του και δημιούργησε εκ νέου την επιχείρησή του, δύο φορές μεγαλύτερη από πριν, χωρίς να έχει κλείσει ακόμη τα τριάντα! Το σημείο αναφοράς για εμάς, είναι όταν το ’33 κατασκευάζει ένα νέο εργοστάσιο σωληνώσεων στην συνοικία Lambrate στο Μιλάνο, μεταφέροντας μέρος της παραγωγής και τελικά το σύνολό της από την Ρώμη, όπου μία δεκαετία πριν είχε μετατραπεί ξανά σε κατασκευαστής.

Ο Innocenti ήταν ήδη ένας από τους ανθρώπους που ακολουθούσαν οι δημοσιογράφοι, που τον περιέγραφαν τελείως διαφορετικό από τους μεγιστάνες της εποχής. Λιγομίλητος, με πολύ ευγενικούς τρόπους και πάντα συγκεντρωμένος, απέφευγε τις κοσμικές συγκεντρώσεις αλλά ήταν έτοιμος να χτυπήσει την πόρτα καθενός που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να επιτύχει τον στόχο του.

Μέχρι να ξεσπάσει ο πόλεμος, το εργοστάσιο αυτό θα γιγαντωθεί κατασκευάζοντας μία τεράστια γκάμα υλικών, και φυσικά, χωρίς να υπάρχει τρόπος αποφυγής, εν τέλει και στρατιωτικό υλικό. Κατά την διάρκεια του πολέμου το εργοστάσιο επιτάσσεται και τελικά καταστρέφεται ολοσχερώς.

Στον απόηχο του Β’ΠΠ και με κατεστραμμένη την οικονομία της Ιταλίας, ο Innocenti αναζητεί εκείνο το αντικείμενο εργασίας που θα έχει νόημα για ένα νέο εργοστάσιο. Όπως τόσοι και τόσοι της εποχής του, το νόημα αυτό το βρίσκει στα δίκυκλα, ένα φθηνό μεταφορικό μέσο, το μόνο που ζητά η οικονομία εκείνη την στιγμή. Από την ονομασία της συνοικίας που είναι το εργοστάσιο, που με την σειρά της πηγάζει στα Ρωμαϊκά χρόνια, από μία νύμφη του παρακείμενου ποταμού, ο Innocenti δημιουργεί την πρώτη Lambretta, το σκούτερ από το Lambrate!

Η φήμη του εξαπλώνεται εκ νέου με γοργούς ρυθμούς, και η πορεία των Lambretta γίνεται με γεωμετρική πρόοδο, καθώς ξεχωρίζουν από τον ανταγωνισμό ως πιο πολυτελείς εκδόσεις των πρώτων σκούτερ. Πάνω στην επιτυχία της Lambretta και την συνεχή εξάπλωση των πωλήσεων ο Innocenti πατά για να δημιουργήσει την δική του μάρκα αυτοκινήτων, την Innocenti το όνομα της οποίας ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο!

Έφτασε να συζητά ακόμα και με τον Enzo Ferrari για να τον προμηθεύσει με κινητήρες, δημιούργησε αυτοκίνητα πόλης που άφησαν εποχή, αλλά ήταν η άνοδος της FIAT και η ταυτόχρονη –πολύ απότομη- αποστροφή του κοινού από τα σκούτερ, που έθεσαν το πρώτο πλήγμα.

Η Innocenti διασπάστηκε και ο κλάδος των αυτοκινήτων, μετά από μία πολύ μακρά πορεία εξαγορών, κατέληξε στην FIAT που διέκοψε την κατασκευή τους. Οι Lambretta, το σημείο στροφής ενός από τα μεγαλύτερα μυαλά σε μία εποχή που πρωτοεμφανίστηκαν οι βιομήχανοι, έμειναν να σηματοδοτούν μία ολόκληρη εποχή, θρέφοντας τις προσωπικές ιστορίες για ολόκληρες γενιές ανθρώπων.

Αυτό είναι μέρος της κληρονομιάς των Innocenti, το μόνο που έχει απομείνει ζωντανό, και για αυτό τον λόγο είναι απολύτως θεμιτό από την οικογένεια να το προστατέψει με κάθε τρόπο. Έτσι, η προσέγγιση από το γκρουπ KSR, ήταν η μόνη που ευδοκίμησε καθώς ήταν συνυφασμένη με την μακρά λίστα προϋποθέσεων που έθεταν.

Η KSR ζήτησε από την KISKA, το γραφείο βιομηχανικού σχεδιασμού γνωστότερο για τα μοντέλα της KTM, ανάμεσα και σε άλλες μάρκες που έχει αναλάβει, πριν δεθεί απόλυτα με τους Αυστριακούς, να σχεδιάσει μία νέα Lambretta, κάνοντας παράλληλα μία μεγάλη έρευνα.

Με την Lambretta να έχει μία από τις πιο δυνατές κοινότητες πιστών οπαδών, έπρεπε να αφουγκραστούν το κοινό πριν αρχίσουν να σχεδιάζουν. Εξαιτίας αυτής της έρευνας, ήταν που επέλεξαν το μεταλλικό σώμα, ξεχνώντας κάθε περίπτωση πλαστικών, έφτιαξαν λίστα με custom πλαϊνά και πάλεψαν για μία συνεργασία στο τομέα του κινητήρα, που να εξασφαλίζει την αξιοπιστία από την πρώτη στιγμή. Η SYM δεν είναι η ευκολότερη λύση ως προμηθευτής γιατί θέτει μία σειρά προϋποθέσεων που ξεκινούν από την μεταφορά ακόμα και καταλήγουν στον ποιοτικό έλεγχο. Ωστόσο ο υψηλός στόχος της KSR πέτυχε και οι πρώτες Lambretta με σωθικά SYM, μεταλλικό σώμα και εμφάνιση πιστή στην παράδοση είναι πλέον γεγονός.

Από κοντά αυτό που κάνει εντύπωση είναι το φινίρισμά τους, η ποιοτική βαφή και το φινίρισμα. Στην πράξη πρόκειται για το γνωστό μας FIDDLE III από την SYM, αλλά είναι πραγματικά εξαιρετικά δύσκολο να το αναγνωρίσεις με το νέο του κοστούμι και τον σχεδιασμό που έχει κάνει το γραφείο KISKA. Με την επιλογή να βασιστούν πάνω σε ένα scooter που ήδη υπήρχε, κρατώντας όλα τα μηχανικά μέρη και αλλάζοντας το φαίρινγκ, εξοικονομεί πάνω από μία δεκαετία σε διαδικασίες, κι ένα υπέρογκο κόστος, ώστε να φτάσει άμεσα στην παραγωγή η πρώτη Lambretta.

Το μεταλλικό φαίρινγκ και η αξιοπιστία της SYM, βελτιώνουν τις αντιδράσεις των οπαδών της Lambretta, κάποιοι από τους οποίους θα προτιμούσαν μία Lambretta φτιαγμένη από την αρχή, ακόμα κι αν χρειαζόταν άλλα δέκα χρόνια αναμονής. Ωστόσο η V Special είναι πλέον εδώ κι ακολουθεί αρκετά πιστά την παράδοση, παραμένοντας ένα σύγχρονο, ήδη δοκιμασμένο scooter.

Η Ελλάδα έχει αποκτήσει ήδη αντιπρόσωπο για την Lambretta, πρόκειται για την εταιρία Motostuff, που έχει ήδη σημαντική εμπειρία στην αντιπροσώπευση και την εμπορία ATV, καθώς είναι ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος των Polaris και Artic Cat σε όλη την Ελλάδα. Αυτή την στιγμή η Motostuff αναπτύσσει το δίκτυο πωλήσεων της Lambretta και αρχικά η διάθεση θα πραγματοποιείται από την έδρα της εταιρίας στην Κερατέα

MUVUS A.E. Λ. Αθηνών - Σουνίου, Πέτα Κερατέας, Τ.Κ. 19001 Τηλ. 2299069930 Fax: 2299069930 Email: [email protected], [email protected] 

 

Τεχνικά χαρακτηριστικά
V50 Special V50 Special Flex
V125 Special V125 Special Flex
V200 Special V200 Special Flex
Μήκος (mm)
1900 mm
1900 mm
1900 mm
Ύψος (mm)
1130 mm
1130 mm
1130 mm
Πλάτος (mm)
690 mm
690 mm
690 mm
Μεταξόνιο (mm)
1330 mm
1330 mm
1330 mm
Ύψος σέλας
770 mm
770 mm
770 mm
Πλαίσιο
Ατσάλινο σωληνωτό
Ατσάλινο σωληνωτό
Ατσάλινο σωληνωτό
Κινητήρας
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος αερόψυκτος
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος αερόψυκτος
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος αερόψυκτος
Χωρητικότητα
49,5
124,7
168.9
Συμπίεση
12,6:1
10,7:1
10,2:1
Τροφοδοσία
E.C.S
E.F.I
E.F.I
Ιπποδύναμη
3,48/7500
10/7000
11.93/7500
Ροπή
3.4Nm/6500rpm
9.20Nm/7000rpm
12.50Nm/5500rpm
Εμπρός ανάρτηση
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Πίσω ανάρτηση
Ένα αμορτισέρ
Ένα αμορτισέρ
Ένα αμορτισέρ
Ρεζερβουάρ
6.5 L
6.5 L
6.5 L
Εμπρός τροχός
110/70-12
110/70-12
110/70-12
Πίσω τροχός
120/70-12
120/70-12
120/70-12
Εμπρός φρένο
Δισκόφρενο 220m
Δισκόφρενο 220m (CBS)
Δισκόφρενο 220m(ABS)
Πίσω φρένο
Ταμπούρο
Δισκόφρενο 220m(CBS)
Δισκόφρενο 220m(ABS)