Είδαμε από κοντά: Το πέτρινο Harley που κυκλοφορεί κανονικά!

Κι από ευελιξία; Βράχος σκέτος!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

18/10/2018

Πρόκειται για μία custom που δεν βλέπεις συχνά, και που προσφέρεται για μία σειρά από πολλά, πάρα πολλά ευφυολογήματα, καθώς οδεύει διαμετρικά αντίθετα από όλα όσα πρεσβεύει η μηχανική των μοτοσυκλετών. Κι άλλο βάρος, περισσότερο βάρος, κιλά πολλά ακόμα και στις… ζάντες! Ταυτόχρονα όμως έχει τεράστιο ενδιαφέρον να δούμε με πιο τρόπο ξεπέρασε όλες τις προκλήσεις ο αξιότιμος μηχανικός Chris Zernia που θέλησε να έχει μία λειτουργική μοτοσυκλέτα έτοιμη να κάνει τηλεοπτική καριέρα σε μία σουρεαλιστική εκδοχή των Flintstones. Διότι ναι, αυτό το Harley Davidson κυκλοφορεί κανονικά, αν και κάπως επικίνδυνα, σε κάθε περίπτωση πάντως με τον ίδιο κίνδυνο που είχε και η πρώτη του δημιουργία το πέτρινο Honda CX500!

Ναι, αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο Zernia φτιάχνει μία πέτρινη μοτοσυκλέτα, καθώς πέρσι είχε κερδίσει τα φώτα της δημοσιότητας με ένα Honda CX500! Τότε ήταν που είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως το επόμενο –πέτρινο- μηχανάκι, θα ήταν ένα Harley και πως σε κάθε περίπτωση θα είχε μπροστινό φρένο που στο προηγούμενο δεν είχε τοποθετήσει. «είναι ένα λάθος που δεν θα ξανά κάνω» δήλωνε το 2017 ο Zernia σε συνεντεύξεις που τον καλούσαν τη μία μετά την άλλη, μόλις δημοσίευσε φωτογραφίες από το πέτρινο Honda CX500. Κι όπως κάθε μεγάλη δήλωση που ξεκινά με το «εγώ ποτέ» αυτό ακριβώς επανάλαβε και στο Harley, δεν έβαλε εμπρός φρένο..


Πέτυχα τον Zernia στην Intermot 2018 πριν λίγες ημέρες, όπου εκείνος και η μοτοσυκλέτα του ήταν καλεσμένοι του γερμανικού περιοδικού «Motorrad», σε μία ειδική προθήκη μαζί με άλλες υπερβολικές custom φτιαγμένες πρώτα για να τραβούν το μάτι και σίγουρα όχι για να κυκλοφορούν καθημερινά. Μοτοσυκλέτες όπως ο “Red Byron” ή η μεγαλύτερη λειτουργική το «γκανμπους» όπως το προφέρουν…

Κι όμως το πέτρινο Harley ήταν εκείνη η μοτοσυκλέτα που ανάμεσα στις υπόλοιπες κυκλοφορούσε στο δρόμο με την μεγαλύτερη άνεση!

Από πέρσι με το Honda CX500 αλλά και τώρα, με το Harley που έχει ακόμη περισσότερο πέτρα επάνω του, όλος ο κόσμος ρωτά τις ίδιες ερωτήσεις στα social media και λίγο πολύ έχουν τις ίδιες απορίες μετά από την νούμερο ένα που εξακολουθεί να είναι φυσικά το «γιατί». Το οποίο κανονικά είναι και το μόνο που δεν χρειάζεται απάντηση. Το customizing ξεκινά πρώτα ως απόλαυση της διαδικασίας, κι από εκεί και πέρα μπορεί να γίνεται για ένα σωρό λόγους, από οικονομία έναντι μίας καινούριας μοτοσυκλέτας ενώ κυκλοφορείς με κάτι τελείως ξεχωριστό, έως και για την τέχνη την ίδια ή για να παντρέψεις δύο σου αγάπες όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση. Κι αυτό γιατί ο Chris δουλεύει στον τομέα της λιθοδομίας και πολύ κοντά στο σπίτι του είναι ένα τεράστιο λατομείο Βασάλτη.

Αυτό απαντά και στα επόμενα πιο κοινά ερωτήματα, αν δηλαδή το Harley αυτό είναι τσιμέντο και μάλιστα με κακό μίγμα γιατί έχει αρκετούς πόρους ή αν είναι απλά κάποια πολυουρεθάνη εμποτισμένη με μία σωρεία από υλικά που μπορούν να την κάνουν πλήρως αδιάβροχη στην βενζίνη και εξαιρετικά σκληρή. Όμως όχι, πρόκειται απλά για κάτι πολύ διαφορετικό, είναι Βασάλτης, ηφαιστιογενές πέτρωμα με μεγάλη αντοχή στην μηχανική πίεση και αρκετά εύκολη κατεργασία, παρόλο που έχει σημαντικό βάρος. Εξαιτίας της προέλευσής του ο Βασάλτης έχει τεράστια ποικιλία, μπορεί λοιπόν να περιέχει και ορυκτά που οξειδώνονται πολύ εύκολα και που σίγουρα θα έδιναν μία τελείως διαφορετική μορφή στις μοτοσυκλέτες του Zernia μέσα σε ελάχιστο διάστημα. Ωστόσο η συγκεκριμένη περιοχή της Γερμανίας εξορύσσει Βασάλτη αρκετά καλής ποιότητας για την δουλειά που το θέλει ο Chris.

Όλα τα διαφορετικά κομμάτια της μοτοσυκλέτας τα σκάλισε από έναν ογκόλιθο μεγέθους 1,5 τόνου με το ρεζερβουάρ να είχε, όπως και το πρώτο που έφτιαξε, την μικρότερη δουλειά. Χωρά μόλις 2.3 λίτρα καυσίμου που ο V2 1.100 του ’87 ρουφά μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα βλέφαρα για να επιταχύνει την βαριά μοτοσυκλέτα. Συνολικά ζυγίζει 260 κιλά που είναι μία τεράστια επιτυχία, αν σκεφτεί κανείς πως το CX500 που είχε φτιάξει πρώτο ζύγιζε 355 κιλά και είχε λιγότερη πέτρα!

Τότε είχε σπάσει έναν κινητήρα, είχε ενισχύσει το πλαίσιο και τελικώς δυσκολεύτηκε αρκετά μέχρι να καταφέρει να έχει ένα λειτουργικό αποτέλεσμα. Τώρα όμως, οπλισμένος με την εμπειρία που είχε από πριν, αλλά και με την διασημότητα που απόλαυσε από το Honda, έσπευσαν πολλοί να τον βοηθήσουν. Κι έτσι ενώ ο ίδιος δεν δούλευε το αλουμίνιο τώρα όλες οι ενισχύσεις του πλαισίου, το ψαλίδι, κι ένα σωρό άλλα εξαρτήματα και μηχανικά μέρη, είναι φτιαγμένα στο χέρι από αλουμίνιο.

η πρώτη του πέτρινη μοτοσυκλέτα... Honda CX500

Η ξεραμένη λάβα, ο Βασάλτης, είναι σίγουρα αυτό που τραβά το μάτι και που δεν πρόκειται ποτέ να σε αφήσει να δεις όλα τα παραπάνω. Η σέλα δεν έχει καμία ενίσχυση για τα μαλακά μέρη, αλλά δεν την χρειάζεσαι κιόλας καθώς το θηρίο δεν πρόκειται να σε πάει μακριά με σχεδόν δύο λίτρα ωφέλιμης χωρητικότητας, πριν αρχίσει να κάνει διακοπές και να σβήσει. Πάντως συγκριτικά με το Honda CX500 που είχε κάνει και μικρά ταξίδια μαζί του, η νέα σέλα που έφτιαξε είναι εξίσου άνετη και ας μην της φαίνεται. Όπως επίσης άνετο είναι και το πέτρινο κράνος, το οποίο δεν έχει καμία έννοια χρήσης πέρα από της φωτογράφισης.

Η «Μαύρη Πέτρα» όπως λέγεται η μοτοσυκλέτα, έχει απίστευτο θόρυβο, εκκωφαντικό, και κραδασμούς που σου τινάζουν ακόμη και την πιτυρίδα από τα μαλλιά.. Αν ήταν τσιμέντο, λέει ο Chris, -και μάλιστα με αυτή την εμφάνιση- θα είχε ανοίξει ρωγμές στην πρώτη βόλτα αλλά ο Βασάλτης αυτός αντέχει. Σχηματίστηκε πριν από 330.000 χρόνια και η περιοχή παραμένει ενεργή, όμως είναι το θέμα των προσμίξεων εκείνο που βοηθά την περίπτωσή του κι αυτό δεν θα πρέπει να του το αμφισβητήσουμε από την στιγμή που μια ζωή αυτό ακριβώς κάνει, με αυτό ακριβώς ασχολείται…

Ο 50χρονος Zernia θα ξεκινούσε αμέσως μετά την Intermot την κατασκευή ενός side car, από Βασάλτη φυσικά –τι άλλο- ώστε να συντροφεύσει την «Μαύρη Πέτρα» πριν επιστρέψει στα Honda. Αποδεικνύεται για εκείνον πως αυτή η ασχολία θα είναι ένα πάρεργο που δεν θα σταματήσει εύκολα.

 

Ετικέτες

Η ΡΟΠΗ ΤΩΝ ΑΜΝΩΝ*

*όταν αφήσαμε τον Λάζαρο "Λύκο" Αλεξάκη να μεγαλουργήσει...
Από το

Στόμα του Λύκου

14/7/2017

 

 

 

 

H Ροπή των Αμνών - ΕΤΣΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΠΟΣ

Το σενάριο του φωτορομάντζου υπήρχε στο συρτάρι μου για πάνω από 5 χρόνια. Ψάχνω πάντα για κάτι καινούριο και τα μόνα πλέον σχέδια μου που δεν είχαν υλοποιηθεί μέχρι τώρα ήταν αυτό και η κατάβαση λόφου με BMW1200GS σε κόντρα με θερμοσίφωνα.

Τα μυστικά της επιτυχίας μου ήταν ήδη γνωστά. Τρέλα, πάθος και μηδενική οργάνωση. Όποτε υιοθετώ αυτή τη μέθοδο είτε πετυχαίνω απόλυτα το στόχο μου είτε μου συμβαίνουν φοβερά ενδιαφέροντα πράγματα. Η ευκαιρία θα μου δινόταν στην μοτοσυγκέντρωση που κάνουμε κάθε πρώτο Σ/Κ του Αυγούστου, τα ‘Καλά Κοπέλια’. Εκεί στο κάμπινγκ θα γυριζόταν λοιπόν το έπος μου.

Ήξερα ότι ήθελα επαγγελματίες ηθοποιούς με περγαμηνές στο χώρο. Όμως ο Ντε Νίρο ήταν αδύνατον να βρεθεί στο τηλέφωνο (δεν αστειεύομαι, προσπαθήστε το) όπως και ο Πατσίνο, ο Ντεπ και ο Μάρκος Λεζές. Έτσι αναγκαστικά στράφηκα στο επίλεκτο τημ που είδατε.

Φυσικά υπήρχαν κάποιες διαφωνίες από όσους δεν επιλέχθηκαν, οι οποίες κινήθηκαν σε ήπια επίπεδα τύπου ‘ναι μωρέ πάρε τον καραγκιόζη τον ατάλαντο αααααε ρε από κει ρε’ μέχρι ένα τύπο με TDM που δεν ήξερα και που με κυνηγούσε και μου ψιθύριζε ύπουλα ‘φίλος εγώ στο σχολείο είχαμε παίξει ένα σκετς και είχα κάνει τον τσέλιγκας και είχα τρομερή επιτυχία, ρώτα και τη μάνα μου’. Είχα πάρει όμως τις αποφάσεις μου. Τις οποίες τις μετάνιωσα στα επόμενα 10 λεπτά. Γιατί με το που ανέθετες σε κάποιον ρόλο μεταμορφωνόταν αυτόματα από σκληροτράχηλο μοτοσυκλετιστή σε πριμαντόνα. Εκτός από τον Βαγγέλη τον Παπά που απλά έμεινε πριμαντόνα.

Τον έβλεπα να πηγαίνει πάνω κάτω ενώ περιμέναμε όλοι στο λιοπύρι γιατί "έπρεπε να προετοιμαστεί". Πότε πότε πετούσε κι ένα υστερικό "ΕΓΩ δε μπορώ να δουλέψω έτσι". Ο Jorge Bonevilla ο οποίος σε χρόνο dt είχε πάρει ρόλο βοηθού σκηνοθέτη, location manager, υπεύθυνου ροής και 5-6 άλλα που δεν ήξερα ούτε σα τίτλους πήγαινε πάνω κάτω κραδαίνοντας το σενάριο και φώναζε αδιακρίτως. Ο Χρήστος έψαχνε τη φωτογραφική. Ο Στάικος πήγαινε πάνω κάτω κάνοντας κάτι τρομακτικές γκριμάτσες που νόμιζα ότι ήταν για προπόνηση αλλά ήταν το φυσικό του. Εκεί το επίπεδο έπεσε τρομακτικά και λυπάμαι που το λέω. Ακούστηκαν πράγματα που δεν ταιριάζουν σε καλλιτέχνες τέτοιους βεληνεκούς όπως "ακόμα ψάχνει τις κάλτσες ο μαλάκας; Ηλίαση έχω πάθει" μέχρι "άμα παίζει όπως οδηγεί βλέπω να στουκάρει στο δέντρο πάνω που θα πει την ατάκα". Ένιωσα μια απέραντη βαθιά ποιητική θλίψη και μετά τους άρχισα στα μπινελίκια, κάτι που αποδείχτηκε πολύ πιο γόνιμο απ’ την θλίψη και το κρατάω για τις επόμενες παραγωγές.

Πρέπει να πήρε τουλάχιστον μισή ώρα να βγάλουμε την πρώτη φωτογραφία. Όχι ότι μετά βελτιώθηκαν οι χρόνοι.

Στο μεταξύ χρειαζόμαστε όχι μόνο πράγματα απ’ το κάμπινγκ – όπως σουρωτήρι για μακαρόνια και πιατάκια φέτα - αλλά και να χρησιμοποιήσουμε χώρους όπως το μπαρ ή το mini-mini-market. Βρήκα την ιδιοκτήτρια του camping. Βρέθηκα να ακούω τον εαυτό μου, σαν να έχω εξωσωματική εμπειρία, να της εξηγεί ότι κάνουμε ένα "έργο" (για να αποφύγω τη λέξη φωτορομάντζο) και ότι θα δημοσιευθεί "στα περιοδικά". Πίσω μου στεκόταν ο Σταφυλάκης και την κοίταζε με κείνο το ύφος που έχει όταν του χαλάσει το Τράιομφ. Η ιδιοκτήτρια ενθουσιάστηκε, μου είπε μάλιστα να το βάλουμε και στο σάιτ του κάμπινγκ. Ίσως δεν έπρεπε να της έχω πει για διεθνή παραγωγή και ότι συζητάμε για αμερικάνικη σειρά με τοπικό χρώμα της πατρίδας μας. Όπως και να χει, μετά που γυρίσαμε τη σκηνή της κόντρας στην οποία αλαλάζαμε σαν τους τρελούς -"σκίστονα Γιώργο, σκίστονα"- δεν μου ξαναμίλησε κι όποτε μ’ έβλεπε έψαχνε κάτι τηλέφωνα.

Κι όμως, από κει και πέρα όλα έγιναν εύκολα. Κι αυτό γιατί έκανα ότι έπρεπε να έχω κάνει απ’ την αρχή: Να αποθρασυνθώ τελείως. Έμπαινα στους κοινόχρηστους χώρους του κάμπινγκ και έλεγα με στεντόρεια φωνή "παρακαλώ ΕΞΩ όλοι κάνουμε Τέχνη".

Δεν έχετε ιδέα ΠΟΣΟ πιάνει αυτό σε όλους, εκτός από μια χοντρή στο μπαρ που ήταν αλλοδαπή, Ρωσίδα κάτι και δεν χαμπάριαζε, δεν πα να φώναζα εγώ, πήγαινε πάνω κάτω κουβαλώντας τέσσερις παλέτες Αμίτα στο κάθε χέρι και με είχε γραμμένο. Είχα ήδη ζητήσει και είχα πάρει βερεσέ ένα πιατάκι φέτα που χρειαζόμαστε για το γύρισμα και με στραβοκοίταζε οπότε η ιδέα που είχα να πω ότι θέλουμε και 12 τοστ για να τονίσουμε τον υλισμό και την κατανάλωση που διακατέχει το σύγχρονο άνθρωπο ξεχάστηκε γρήγορα.

"παρακαλώ ΕΞΩ όλοι κάνουμε Τέχνη".

Υπήρχαν βέβαια και άλλες σκηνές για τις οποίες υπήρξε έντονος προβληματισμός. Στην κόντρα για παράδειγμα ήθελα να χρησιμοποιήσω old school μοτοσυκλέτες. Η μια απ’ αυτές ήταν το εκπληκτικό 750Κ του Χρήστου του Κωστάκη που όμως δεν θα το οδηγούσε ο ίδιος αλλά ο Βαγγέλης. Ο οποίος έχει ένα 675 Triple και σε ότι ανέβει του φέρεται σα να είναι το Triple γιατί το παιδί αυτό ξέρει, αυτό κάνει. Το 750Κ είναι τόσο κοντά στο Triple σε συμπεριφορά όσο και ο Βαγγέλης στον Rossi.

Ο Χρήστος είχε γίνει κίτρινος κι όταν τον ρωτούσα αν θέλει να ανέβει αυτός στο 750Κ για τη σκηνή και να ντουμπλάρουμε το Βαγγέλη με κοίταζε κατακίτρινος κι έλεγε ένα ξέψυχο "όοοχι… δεν πειράζει… δε…".

Όταν δε έκανε ο Βαγγέλης αναστροφή το 750 και τού ‘πεσε στη μια παντόφλα και έκανε ένα "χαχα τι ν’ αυτό ρε, πόσους τόνους είναι;" είπα ότι θα τον χάναμε το Χρήστο, πρέπει να τού ‘χε πάει η πίεση 4. Η μεγάλη.

Η κόντρα υποτίθεται θα ήταν εικονική. Δεν είναι ρεαλισμός να πατήσεις το φωτογράφο φωνάζοντας "ωωωαααααα φρένα ρεεεεεεεε". Αλλά, τα πάντα για την τέχνη.

Ένα άλλο θέμα ήταν το να βρούμε δωμάτιο για τα εσωτερικά γυρίσματα. Είχαμε κανονίσει να μας δώσει το δικό του ο φίλος μου ο Γιαννούλης αλλά κάπου τον είχε αφήσει μάλλον πάλι το 1098 και δεν ερχόταν. Μόνη λύση το δωμάτιο του Χρήστου. Απ’ το οποίο ξεσπιτώσαμε το Χρήστο, την Πόπη και τα δυο παιδιά τους. Έπρεπε να εξηγήσουμε σε ένα μικρό κοριτσάκι ότι ένας κύριος θα ξαπλώσει στο κρεβάτι του για να κάνουμε Τέχνη και για την επόμενη μισή ώρα έβλεπε τον Barbacool να παίρνει εκφράσεις που θα πάγωναν το αίμα του Δράκουλα. Είμαι σίγουρος ότι όλη η οικογένεια κοιμήθηκε σε sleeping bag εκείνο το βράδυ μέχρι να θειαφίσουν το δωμάτιο.

Ένα επίσης τεράστιο πρόβλημα ήταν το πρόβατο. Μεγαλύτερο απ’ ότι περίμενα. Άρχισα να πλησιάζω άγνωστο κόσμο και να τον ρωτάω αν ξέρει που θα βρούμε ένα πρόβατο, κι ότι δε θα το πειράξουμε, θέλουμε μόνο "να το πάρουμε αγκαλιά" για να βγάλουμε "κάτι φωτογραφίες". Μετά από λίγο άρχισα να συνειδητοποιώ κυρίως απ’ τα βλέμματα που μου έριχναν ότι αυτό ακουγόταν από λίγο ύποπτο έως απελπιστικά διεστραμμένο.

Κάποιος μου εξήγησε με ήρεμη φωνή αλλά κοιτώντας με ανήσυχα ότι όλα τα πρόβατα που βλέπουμε στην πλάση, δεν είναι απλά πρόβατα αλλά ανήκουν σε κάποιους. Οι κάποιοι είναι μερικές φορές δίμετροι και με καραμπίνες και πιθανόν να παρεξηγήσουν τις αγνές προθέσεις κάποιου που παίρνει αγκαλιά τα πρόβατα και πιθανόν ο κάποιος που τα παίρνει αγκαλιά να βρεθεί σε καμιά ρεματιά μετά από κανένα εξάμηνο αν τον βρει ο κάποιος που έχει τα πρόβατα.

Ένα επίσης τεράστιο πρόβλημα ήταν το πρόβατο. Άρχισα να πλησιάζω άγνωστο κόσμο και να τον ρωτάω αν ξέρει που θα βρούμε ένα πρόβατο, κι ότι δε θα το πειράξουμε, θέλουμε μόνο "να το πάρουμε αγκαλιά" για να βγάλουμε "κάτι φωτογραφίες". 

Δε μας πτόησε. Πήραμε τα μηχανάκια, το φωτογράφο, και βγήκαμε να γυρεύουμε πρόβατα. Βρήκαμε κάτι κατσίκια. Περιφραγμένα. Ο Βαγγέλης δεν έβρισκε κάποια κατσίκα που να του "βγάζει κάτι". Το πρόβλημα μου ήταν περισσότερο το συρματόπλεγμα και λιγότερο ο Βαγγέλης. Για λίγα δευτερόλεπτα ομολογώ ότι όπως κοίταζαν οι κατσίκες το Βαγγέλη υπήρξε ένας ζωώδης μαγνητισμός, αλλά χάθηκε μόλις σκέφτηκα αυτό με την καραμπίνα που μου είχε πει ο άλλος. Ο Σταφυλάκης ήταν politically correct: "Να ρωτήσουμε το βοσκό".

Σκέφτηκα για ελάχιστα δευτερόλεπτα το να βρω τον βοσκό και να τον ρωτήσω αν μας δίνει ένα πρόβατο για να το πάρουμε αγκαλιά και να βγούμε καλλιτεχνικές φωτογραφίες και τι αντίκτυπο πιθανόν να έχει αυτό. Δεν μου φαινόταν ό,τι καλύτερο σαν στρατηγική. Αντιλήφθηκα ότι είναι πολύ εύκολο να βρεις ψητό πρόβατο, ζωντανό είναι αρκετά πιο δύσκολο. Επίσης τα πρόβατα που βρήκαμε δεν είχαν αυτό το φευγαλέο κάτι από Σοφία Λόρεν ή έστω Σίντυ Κρώφορντ που έψαχνα.

Γενικά ήταν μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Θα το ξανάκανα με χίλια, κρατώντας πάντα αυτή την τίμια λαϊκιά ματιά αλλά δοκιμάζοντας και νέα πράγματα, να βάζω π.χ. ένα καρέ τέσσερις φορές για να το φέρω πιο πολύ προς τον Αγγελόπουλο ή να το κάνω manga και να διαβάζεται ανάποδα αλλά έχουμε καιρό. Ελπίζω να το απολαύσετε στην ανάγνωση όσο κι εμείς που το φτιάξαμε.

Γιατί δεν είναι μόνο δική μου η προσπάθεια, αλλά όλων των παιδιών. Είμαστε μια καλή παρέα κι αυτό πιστεύω φαίνεται στο αποτέλεσμα, βγαίνει στον κόσμο, γι αυτό έχουμε και τόση επιτυχία. Και θέλω να ευχαριστήσω όλους τους συντελεστές, το Σταφυλάκη το Γιώργο, τον Βαγγέλη τον Παπά, τον Χρήστο τον Παπαδάκη, τη Δήμητρα τη Μίζα, τον Στάικο τον Ρομπόλα, τον Χρήστο τον Κωστάκη, την Ρωσίδα τη Μπαργούμαν, την Πυροσβεστική, την Αστυνομία Πόλεων, τους καφετζήδες που δούλεψαν τόσο σκληρά, και μια θεία μου που είχε φτιάξει μια ωραία τυρόπιτα κουρού. Τέλος το Έργο αυτό είναι αφιερωμένο σε όλες τις Αφρούλες του κόσμου που το μόνο που χρειάζονται είναι μια ζεστή αγκαλιά. Ευχαριστώ σεμνά την Ακαδημία.

 

H γνώμη της Zουάντα:

"Ευχαριστώ την οικογένεια μου για την υποστήριξη, αν και θα ήμουν το ίδιο υπέροχη και χωρίς αυτούς! (είχα πιει, δεν ήξερα τι έκανα)".

Η γνώμη του Δον Αλβαράντο:

Μέσα στις προετοιμασίες για τη μοτο-συγκέντρωση που οργανώνουν κάθε χρόνο τα «Καλά Κοπέλια» αλλά και την κάθοδο των Μοτο-Ρεμαλιών στην Κρήτη για να συμ-μετάσχουμε και εμείς στο όλο χάπενινγκ, διαβάζω για την ιδέα του φωτορομάντσου του Λύκου!!

Στην αρχή νόμισα ότι ήταν ένα ευφυέστατο αστείο, μια ακόμη τρέλα του Λύκου, στο πλαίσιο όλων αυτών των παλαβών καταστάσεων που ταλανίζουν το μυαλό του και μας κρατούν σε εγρήγορση κάθε μήνα στο ΜΟΤΟ, αλλά όταν φίλοι μοτοσυκλετιστές δήλωναν συμμετοχή στο καστ δήλωσα κι εγώ την υποψηφιότητά μου!! Ο Λύκος -παρ’ όλο που δεν με ήξερε δια ζώσης- αμέσως μου ανέθεσε το ρόλο του πατέρα «Δον Αλβαράδο» που νομίζω μου ταίριαξε γάντι...

Εξοπλισμένος με ένα πλατύγυρο καπέλο και ένα γιλέκο που ταίριαζαν στο ρόλο ενός γαιοκτήμονα, κατέβηκα στο Νησί... (Σημ.: Ξέχασα να φορέσω και το πορτοκαλί φουλάρι!!)

Η μέρα των γυρισμάτων πρέπει να ήταν επίπονη μέχρι να καταφέρουν να κινητοποιήσουν τον κόσμο που ήθελαν και να βρουν τις τοποθεσίες που ταίριαζαν. Ομολογώ, πως πρέπει να τρόμαξα λίγο τον σεναριογράφο και ιθύνοντα νου του όλου εγχειρήματος, καθώς όλη τη μέρα –εξαφανισμένος- γύρναγα με τις μοτοσυκλέτες μαζί με τα Μοτο-Ρεμάλια τα χωριά της περιοχής πίνοντας ρακί και μιλώντας με ντόπιους!!

Κατά το απόγευμα, όταν πια γυρίζονταν οι δικές μου σκηνές συνειδητοποίησα το μεγαλείο του εγχειρήματος, ένα φωτορομάντσο υπερπαραγωγή!!

Χάρηκα τη συνεργασία των συντελεστών, πέρασα απίθανα με τους άλλους «ηθοποιούς» δημιουργώντας όμορφες φιλίες και κυριολεκτικά είδα μπροστά μου να ξετυλίγονται σκηνές κόντρας βγαλμένες μέσα από τη σειρά κόμικ «Joe Bar Team»!!  αλλά με ηθοποιούς αυτή τη φορά, όχι σκίτσα!!

Ελπίζω να το ευχαριστηθούν κι άλλοι όσο το χαρήκαμε κι εμείς!! Το τρελό πάρτι που ακολούθησε το ίδιο βράδυ, σίγουρα άντλησε ενέργεια και από τα γυρίσματα αλλά και την επιτυχή ολοκλήρωση του φωτορομάντσου.

Πάντα υμέτερος,
Δον Αλβαράδο