Παναγιώτης Ντεντάκης: Οδηγεί στην θάλασσα με προορισμό το Guinness

Ο καλύτερος του είδους του σε όλο τον κόσμο
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

27/4/2021

Ο Ντεντάκης έχει ένα πολύ ξεχωριστό χόμπι που το απέκτησε συνδυάζοντας δύο μεγάλες του αγάπες, το Motocross και την θάλασσα. Κανείς δεν πρέπει να τολμήσει να πει πως δεν συνδυάζονται αυτά τα δύο, αν πρώτα δεν δει κάποιο από τα video του στην υπέροχη παραλία Φαλάσαρνα. Θυμηθείτε επίσης πως για ένα τέτοιο εγχείρημα τεράστια έξοδα και μεγάλες παραγωγές έχουν γίνει με Motocross στο νερό από τον Robbie Maddison, μία από αυτές εδώ στην Ελλάδα και στην  Μύκονο συγκεκριμένα.

Πρόσφατα ο Ιταλός Luca Colombo προσπάθησε να καταρρίψει το ρεκόρ ταχύτητας που κατέχει ήδη ο Robbie Maddison αλλά στα ήρεμα νερά της κοσμοπολίτικης λίμνης Κόμο που συγκριτικά απέχει μέρα με νύκτα από τον κυματισμό της θάλασσας που επιχειρεί ο Παναγιώτης. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πως αυτό το εγχείρημα είναι κάτι πιο μεγάλο με το οποίο ασχολείται κι άλλος κόσμος στηριζόμενος σε ακριβές παραγωγές. Κι όμως κανείς από αυτούς δεν πλησιάζει τον Παναγιώτη Ντεντάκη σε απόσταση και διάρκεια παραμονής στο νερό, για αυτό και καλά κάνει να ετοιμάζεται να πιστοποιήσει το επίτευγμά του καλώντας επίσημα την επιτροπή του ρεκόρ Guinness!

Δείτε το video με την απόσταση-ρεκόρ:
 

Υπάρχουν αρκετές δυσκολίες στην πιστοποίηση ενός τέτοιου ρεκόρ και ταυτόχρονα πολλά έξοδα. Όλα αυτά βέβαια είναι το κερασάκι μίας μεγάλης τούρτας καθώς το σημαντικότερο είναι να μπορείς να πραγματοποιήσεις το ρεκόρ! Το όνομα του Παναγιώτη Ντεντάκη άρχισε να ακούγεται προς τα έξω για το συγκεκριμένο εγχείρημα από το 2016 και μετά, όταν κι άρχισε να δημοσιεύει video οδηγώντας στο νερό. Η πορεία του όμως είναι πολύ μεγαλύτερη και μακρά.

Όπως μας εξιστόρησε ο ίδιος, ξεκίνησε μόνος του κατασκευάζοντας πέδιλα και κάνοντας τα πρώτα βήματα στο νερό χωρίς ποτέ να βουλιάξει την μοτοσυκλέτα! Το πρόβλημα ή καλύτερα το βασικό χαρακτηριστικό που χτίζει έναν σωστό recordman είναι πως ο Παναγιώτης ήθελε να πάει τα πράγματα πολλά σκαλιά πιο πάνω. Για αυτό και ξεκίνησε τις βελτιώσεις και άρχισε να πειραματίζεται με μεγαλύτερες αποστάσεις. Τότε ήταν που άρχισαν και τα πρώτα βουλιάγματα, μετατρέποντας το CRF σε υποβρύχιο, μέχρι τότε δεν είχε ακόμη τέτοια εμπειρία κι ας είχε γράψει πολλά χιλιόμετρα πάνω στο κύμα!

Μπορεί το CRF450 να μην είναι μπλε αλλά ο Ντεντάκης δεν πήγαινε στα ρηχά κι έτσι υπήρξαν πολλές φορές που το έχασε. Μία από αυτές έφτασε να ψάχνει την μοτοσυκλέτα επί μία εβδομάδα με την συνδρομή δυτών! Κάθε φορά που το CRF450 βαφτίζεται στο νερό, είτε είναι για μερικά λεπτά, είτε πολύ χειρότερα για μία ολόκληρη εβδομάδα βαθιά στον πυθμένα, η διαδικασία για να επιστρέψει σε λειτουργική κατάσταση είναι τεράστια. Στο μεταξύ, όπως μας εξηγεί ο Παναγιώτης, μόνο ήπια δεν είναι τα πράγματα για την καταπόνηση του κινητήρα ο οποίος παραμένει χωρίς μετατροπές. Τεράστιες είναι οι αλλαγές στην υπόλοιπη μοτοσυκλέτα, προφανώς, αλλά ο κινητήρας παραμένει χωρίς μετατροπές. Στην πίστα ή σε αγώνα Motocross η ίδια μοτοσυκλέτα έβγαζε τουλάχιστον μία ώρα αυτονομίας, τώρα όμως στα περίπου 21 χιλιόμετρα αναγκάστηκε να βγει από το νερό πριν μείνει από βενζίνη.

Αυτό είναι και άλλη μία απόδειξη για την τεράστια καταπόνηση που δέχεται και το σώμα του αναβάτη, με τον Παναγιώτη να το περιγράφει ως πολλαπλάσια πιο κουραστικό από αγώνα Motocross. Το οποίο βέβαια και είναι λογικό από την στιγμή που μπαίνει στο νερό με ένα μέσο που δεν είναι πλωτό και στηρίζεται στους νόμους της Φυσικής για να παραμείνει στην επιφάνεια. Αναβάτες jet ski που τον ακολουθούν σε αυτό που κάνει εκφράζουν την κούρασή τους για την πολύωρη πορεία σε μεγάλη ταχύτητα. Βέβαια με το jet ski μπορεί κανείς να κόψει αποφορτίζοντας τα χέρια και το σώμα του αναβάτη, ο Παναγιώτης όμως δεν γίνεται να κόψει ταχύτητα γιατί θα βουλιάξει, είναι αναγκασμένος να συνεχίζει αν θέλει να μείνει στην επιφάνεια με την ελάχιστη ταχύτητα που πρέπει να πηγαίνει, να εξακολουθεί να είναι αρκετά υψηλή. Κι ο ποιο μικρός κυματισμός της θάλασσας επιφέρει συνεχή καταπόνηση και στο τέλος αντιλαμβάνεται κανείς γιατί είναι ένα εγχείρημα άξιο θαυμασμού και που ελάχιστοι μπορούν να κάνουν.

Αυτή την στιγμή ο Παναγιώτης εργάζεται προς αύξηση της αυτονομίας της μοτοσυκλέτας και είναι ήδη σε συνεννόηση με τους ανθρώπους που καταγράφουν το ρεκόρ Guinness. Ως γνήσιος Κρητικός ο Ντεντάκης είναι τοπικιστής με την καλή όμως έννοια και θα ήθελε το ρεκόρ να γίνει στον τόπο του. Η θάλασσα όμως είναι απρόβλεπτη σε μεγαλύτερο βαθμό από αυτό που απαιτούν διαδικασίες που κλείνονται με αυστηρά ραντεβού, κι ακόμη και με σύμμαχο τον καλύτερο καιρό, μπορεί και πάλι να υπάρξει εκείνη την ημέρα κυματισμός  που θα ακυρώσει ολότελα το εγχείρημα.

Μία εναλλακτική λύση που έχει ήδη συζητηθεί από τον Ντεντάκη, είναι να μεταφερθεί στην μεγάλη τεχνητή λίμνη Πολυφύτου στα Σέρβια Κοζάνης. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες της Ελλάδας σε εμβαδό επιφάνειας αλλά ταυτόχρονα έχει και τεράστιο μήκος, περίπου 31 χιλιόμετρα. Εκεί το CRF450 θα μπορέσει ανενόχλητο να καλύψει την μεγάλη απόσταση που θέλει ο Ντεντάκης για να καθιερώσει ένα ρεκόρ που θα μείνει για πολλά χρόνια δικό του. Στην πράξη υπάρχουν πολλές πιθανότητες να μην σπάσει ποτέ, διότι κανείς μέχρι τώρα δεν έχει επιχειρήσει να μείνει για τόσο στο νερό. Ο Luca Colombo δεν φτάνει ούτε τα μισά χιλιόμετρα απόστασης και ο Robbie Maddison δεν έχει στόχο το απόλυτο ρεκόρ σε πορεία αλλά το θέαμα.

Τον Ιανουάριο του 2019 ανέφερα προσωπικά το όνομα του Παναγιώτη Ντεντάκη στον Robbie Maddison όταν προσκεκλημένοι της Red Bull τον υποδεχτήκαμε στην Αθήνα για να μας ενημερώσει για ένα εγχείρημα που ετοιμάζει στην Ελλάδα. Αυτό όπως αποδείχτηκε αργότερα ήταν ένα video μίας καταδίωξης με τον Aaron Colton γυρισμένο στην Μύκονο και με τον Robbie να φεύγει οδηγώντας στο νερό, σε μία μικρή αναπαραγωγή του Pipe Dream. Θυμίζω πως το Pipe Dream είναι η σειρά video που έκανε ο Robbie Maddison παρέα με την DC Shoes σερφάροντας κυριολεκτικά με την μοτοσυκλέτα του. Κι ενώ ο Ντεντάκης δεν παλεύει με κύματα της Ταϊτής όπως ο παγκόσμιος Maddison, ταυτόχρονα δεν υποστηρίζεται από ομάδα κασκαντέρ και εξοπλισμό εκατομμυρίων, παραμένοντας στο νερό για χιλιόμετρα και όχι μέτρα. Στο Pipe Dream η μοτοσυκλέτα ξεκίνησε από ειδικά διαμορφωμένο πλοιάριο κι αφότου πάλεψε με τα κύματα και ολοκλήρωσε τις λήψεις, μετά ψαρεύτηκε. Στο άκουσμα πως ένας Έλληνας βγαίνει μόνος του στον κόλπο μιας ανοικτής θάλασσας πηγαίνοντας στα βαθιά, ο Robbie Maddison αρκέστηκε σε ένα μειδίαμα σαν να λέει «είναι τρελός» και πρόσθεσε μόνο: «καλή τύχη».
Πράγματι το εγχείρημα του Ντεντάκη είναι τρελό ακόμη και για τον Maddison, κι ας μην είναι παρά μόνο το χόμπι του πολυμήχανου Κρητικού.

Αναμένουμε την πορεία για το ρεκόρ Guinness και του ευχόμαστε κάθε επιτυχία!

Η 79η συνάντηση του “Goodwood Members”

Κυνήγι, σκοποβολή και αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών
Από το

motomag

10/6/2022
Η 79η Συνάντηση των μελών του Goodwood που φέτος διοργανώθηκε 9-10 Απριλίου, περιλάμβανε δύο αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών με ιστορικό πρόσημο αλλά και φιλανθρωπική χροιά, καθώς στην εκδήλωση μαζεύτηκε ένα σεβαστό ποσό για τους πρόσφυγες από την Ουκρανία.
 
Το βρετανικό Goodwood Revival, που διοργανώνεται από το 1988, θεωρείται η κορυφαία συνάντηση αγώνων τόσο για κλασικά αυτοκίνητα όσο και για κλασικές μοτοσυκλέτες.
Λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στη πίστα «Motor Circuit» μήκους 3.809 χλμ., που δημιουργήθηκε το 1948 από το Δούκα του Richmond. 
 
Βάση για την πίστα αυτή αποτέλεσε ένα εγκαταλελειμμένο αεροδρόμιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο είχε χτιστεί κοντά στο σπίτι του Δούκα. 
 
Στόχος της συνάντησης είναι να αναδείξει τις μοτοσυκλέτες που έτρεχαν στην πίστα μέχρι και το 1966, οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί ως πίστα, συγκεντρώνοντας περί τους 150.000 θεατές. 
 
Από το 1993 γίνεται την ίδια εποχή που λαμβάνει χώρα και το Festival of Speed, που ιδρύθηκε από τον σημερινό Δούκα, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα από τον πατέρα του. 
 
Θεωρείται πλέον μία από τις μεγαλύτερες διοργανώσεις που συγκεντρώνει πλήθος διασημοτήτων, ακόμη και εκτός της μηχανοκίνητης βιομηχανίας. Το τετραήμερο αυτό μηχανοκίνητο Garden Party έχει δομηθεί γύρω από την ανάβαση του δρόμου που οδηγεί στο ιστορικό σπίτι του Δούκα του Richmond. μήκους 1,16 μιλίων ή 1.87 χιλιομέτρων. Το πιο μεγάλο γεγονός της εκδήλωσης υπήρξε η επίσκεψη του Valentino Rossi το 2015, όπου και οδήγησε στους χώρους του Goodwood House την αγωνιστική του YZR – M1.
Με αφορμή τη συγκέντρωση υπερβολικά μεγάλου πλήθους, ο Δούκας του Richmond αποφάσισε το 2014 να δημιουργήσει ένα πολύ χαμηλότερου προφίλ αγωνιστικό διήμερο ιστορικών μοτοσυκλετών κατά τη διάρκεια της άνοιξης, με τη συγκέντρωση ‘μόλις’ 33.000 θεατών. 
 
Το διήμερο αυτό αποτελεί τη συνέχεια του θεσμού του ‘Goodwood Members Meetings’, ο οποίος έχει διαφορετικό προσανατολισμό από τους αγώνες υψηλών απαιτήσεων. 
 
Στα 19 χρόνια λειτουργίας της πρώτης πίστας έλαβαν χώρα 71 συναντήσεις τέτοιου είδους. Η διαφορά της συνάντησης αυτής από το Goodwood Revival βρίσκεται στο ότι το Goodwood Members συγκεντρώνει αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες που έλαβαν μέρος σε αγώνες ακόμα και μετά το 1966 και το κλείσιμο της ‘Motor Circuit’. 
 
Η εσκεμμένα χαμηλή προσέλευση κόσμου, αποσκοπεί στην δημιουργία μιας πιο χαλαρής ατμόσφαιρας. Άλλωστε, το ΜΜ δεν αποτελεί απλώς έναν αγώνα, αλλά και μία γιορτή του βρετανικού φλέγματος και κουλτούρας της δεκαετίας του 1960.
 
Η πανδημία του Covid επηρέασε και αυτό τον θεσμό, οδηγώντας στην ολοκληρωτική ακύρωση του το 2020, ενώ για το 2021 κατάφερε να καταστεί εφικτή η τέλεση του τον Οκτώβριο. 
 
Την περίοδο που ήταν στην ακμή του, το Goodwood Members Meeting, λάμβανε χώρα το καλοκαίρι με την τελευταία συνάντηση, την 71η, να διοργανώνεται το 1966, όταν και ο παππούς του σημερινού Δούκα αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας της πίστας. 
 
Η διακοπή συνέβη λόγω του ότι ο Δούκας εκείνης της εποχής αρνήθηκε να συμμορφώσει την πίστα με τις απαιτήσεις της FIA/RAC, σχετικά με την αλλαγή στις μπάρες ασφαλείας. Η πίεση αυτή είχε δημιουργηθεί κυρίως από τον αργότερα Παγκόσμιο Πρωταθλητή Jackie Stewart.
Αν και η τήρηση ενδυματολογικού κώδικα έχει καταργηθεί, στην ιστοσελίδα του Goodwood υπάρχει ανακοίνωση, για τους παρευρισκόμενους, που προτρέπει smart ντύσιμο: «Οι κύριοι καλό θα ήταν να φορέσουν σακάκι και γραβάτα, ή κάποιο polo-necked πουλόβερ. Οι κυρίες ενθαρρύνονται επίσης να ντυθούν με κομψά ρούχα. Δεν προτείνονται τζιν, t-shirt, αποκαλυπτικά μπλουζάκια, κοντές φούστες, σαγιονάρες, καπέλα του baseball, ρούχα με τις μάρκες τυπωμένες πάνω τους, και άλλα παρεμφερή.»
 
Η ανακοίνωση αυτή φάνηκε να είχε αποτέλεσμα, αφού περίπου το 80% των παρευρισκόμενων την ακολούθησαν, μπαίνοντας στο νοσταλγικό πνεύμα της διοργάνωσης. 
 
Το πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου είχε 14 αγώνες μοτοσυκλετών, για πρώτη φορά μετά τον μοναδικό αγώνα 14 γύρων που έγινε τον Οκτώβριο. Σε εκείνον τον αγώνα ο σύγχρονος άσσος του Isle of Man TT, James Hillier, κατόρθωσε πάνω σε ένα Yamaha TZ350 να αρπάξει στην τελευταία στροφή τη νίκη από τον Richard Wilson και τον ισχυρό τετράχρονο τρικύλινδρο της P&M BSA-3. 
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που συνέβη ένας αγώνας που περιλάμβανε τις δύο αυτές ξεχωριστές κατηγορίες. Μέχρι τότε υπήρχε ένας αγώνας κάθε δύο χρόνια: ένας για τα δίχρονα GP των 250/350 κυβικών που φτιάχτηκαν από το 1970-1982, τη μία χρονιά, και ένας για την κατηγορία των τετράχρονων Formula 750 που συμμετείχε σε αγώνες το 1972, την επόμενη χρονιά. 
 
Τα σχόλια των θεατών ήταν τόσο θετικά, ώστε ο Δούκας του Richmond -που είναι μοτοσυκλετιστής και ο ίδιος, και κάτοχος μίας Bimota και μίας Ducati- αποφάσισε φέτος να εντάξει στο πρόγραμμα δύο αγώνες εφτά γύρων, έναν για κάθε μία από τις δύο μέρες της συνάντησης. 
 
Τα βραβεία είναι δύο με το Hailwood Trophy να δίνεται στον νικητή των συνολικών χρονομετρημένων και το Sheene Trophy να δίνεται στο πρώτο τετράχρονο Formula 750 που θα τερματίσει. 
 
Δυστυχώς ο James Hillier δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τον τίτλο του, καθώς με εφτά εβδομάδες να απομένουν για την έναρξη του  Isle of Man TT και με τη δυνατότητα να διεκδικήσει τη νίκη στην κατηγορία Senior TT με την ομάδα της Yamaha, δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει μια συμμετοχή στο Goodwood.
Υπεύθυνοι για όλη την διοργάνωση είναι, όπως και κάθε χρόνο, ο πρόεδρος του CRMC (Classic Racing Motorcycle Club) Gordon Russell, μαζί με τη σύζυγό του, Sally. Φέτος ο Gordon αγωνίστηκε με τη μοναδική τετρακύλινδρη Hadleigh Honda του 1972 με πλαίσιο Rob North, σε αντίθεση με τον γιο του Michael που έτρεξε πάνω σε μία Norton Atlas των 750 κυβικών με πλαίσιο Manx. 
 
Η αιτία που αγωνίστηκαν στον ίδιο αγώνα ήταν ο φόβος ότι λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει ικανοποιητικός αριθμός μοτοσυκλετών στο grid. Έτσι ο Δούκας, εξαιτίας και της αγάπης που δείχνει ο κόσμος για τους αγώνες μοτοσυκλέτας στο Goodwood Revival, αποφάσισε να ενώσει τις δύο αυτές κατηγορίες σε μία με σκοπό να γίνουν δύο αγώνες -ένας για κάθε μία μέρα- δημιουργώντας ένα ακόμη πιο νοσταλγικό συναίσθημα.
 
Το γεμάτο από 36 μοτοσυκλέτες grid είχε ισάριθμες μοτοσυκλέτες από τις δύο κατηγορίες. Ανάμεσά τους υπήρχαν και κάποια ιδιαίτερα ιστορικά μοντέλα, όπως το μοναδικό Exactweld Yamaha TZ250, το κατασκευασμένο στη Βρετανία μοντέλο, που κέρδισε τον τίτλο στο ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 250 κυβικών του 1984, με αναβάτη τον Gary Noel. 
Με αυτή τη φανταστική μοτοσυκλέτα, ο Noel, εργαζόμενος της British Airways, κατόρθωσε να κερδίσει τις ορδές των εργοστασιακών ομάδων στο ρεπό του! Αυτό το διορατικό σχέδιο, με το κατακόκκινο χρώμα και το ατσάλινο σωληνωτό πλαίσιο του, ήταν δουλειά των μηχανουργών Guy Pearson και John Baldwin, στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνου τους κατά την κατασκευή του σασί του αυτοκινήτου Surtees Formula 1. Μάλιστα ήταν η πρώτη αγωνιστική μοτοσυκλέτα 250GP που έπρεπε να της προσθέσουν… έρμα, για να φτάσει το όριο των 90 κιλών της κατηγορίας!
 
Όταν ο Michael Russell το έφερε σε μία δημοπρασία στο Silverstone, το περσινό καλοκαίρι, ανακάλυψε πως ο κινητήρας του είχε ανακατασκευαστεί με σκοπό την αγωνιστική χρήση. Αποφάσισε, λοιπόν, να το εμπιστευτεί στα χέρια του έξι φορές νικητή στο IoM TT, Michael Rutter, για να αγωνιστεί στο Goodwood. Όχι άδικα, μιας και εκείνος κατέκτησε μία 7η και μία 11η θέση στους δύο αγώνες αντίστοιχα, παίρνοντας συνολικά την 8η θέση.
Το μάθημα ιστορίας συνεχίστηκε με δύο Armstrong CM35, του 1981, με κινητήρα Rotax και χρήση περιστροφικών βαλβίδων. Κατασκευάστηκαν ως πολιτικές μοτοσυκλέτες με δυνατότητα αγωνιστικής χρήσης, υπό την αιγίδα τη σημερινής CCM, και οδηγήθηκαν από τον Robin Lamb και τον Vince Cundle. 
 
Στην ίδια κατηγορία υπήρχε μία Harley Davidson RR250, του 1974, με δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα, την οποία οδήγησε και στους δύο αγώνες ο Tom Snow. Η RR250, με ιδιοκτήτη τον Dick Linton, αποτελεί ρέπλικα της τριών φορών Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας στο 250GP στα χέρια του Walter Villa. Κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο της Aermacchi, εταιρεία που γνώριζε καλά ο Dick Linton, κοντά στη λίμνη Varese. 
 
Αυτό συνέβη όταν ακόμη το εργοστάσιο τελούσε υπό αμερικανική ιδιοκτησία, πριν περάσει στα αδέρφια Castiglioni και τη δημιουργία της Cagiva και μετέπειτα της MV Augusta. 
Αν και μέχρι φέτος καμία Harley δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει τον αγώνα Goodwood, οι αποτελεσματικές λύσεις που έφερε ο Tom Snow και η ομάδα του, οδήγησαν σε επίτευξη του στόχου και απροβλημάτιστη λειτουργία ολόκληρο το σαββατοκύριακο.
Ένα ακόμη πιο θορυβώδες μοντέλο κι από της Harley ήταν το ασυνήθιστο DKW W2000, με έναν ασυνήθιστο περιστροφικό κινητήρα και οδηγό τον Ed Wilson. Έκανε το αγωνιστικό του ντεμπούτο στο Goodwood, κατασκευασμένο από την Wiz Norton Racing στο Lancashire, χρησιμοποιώντας έναν κινητήρα Hercules Wankel του 1970 μέσα σε ένα ρετρό φέρινγκ, ρέπλικα της DKW. Αν και δεν κατάφερε να τερματίσει πρόσφερε αρκετό θέαμα στους παρευρισκόμενους του 79ΜΜ. 
Δυστυχώς δεν υπήρξαν ούτε Moto Guzzi, ούτε και BMW, παρά τις πιέσεις στην Mobile Tradition, ομάδα της BMW, να δηλώσει συμμετοχή. Η μόνη ιταλική συμμετοχή υπήρξε η Ducati 750SS του Alan Cathcart, η τελυταία από τις 401 ρέπλικες που κατασκευάστηκαν με αφορμή τη νίκη του Paul Smart στην Imola 200 του 1972. Χαρακτηριστικό είναι το καταπράσινο πλαίσιο της συγκεκριμένης έκδοσης. 
 
Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να τερματίσει, λόγω προβλημάτων μετάδοσης που προέκυψαν, αν και κατάφερε να κατακτήσει την έκτη θέση στα προκριματικά.
Στο γκριντ υπήρχαν και τρεις τετρακύλινδρες Hadleigh Honda, με ιδιοκτήτη τον Chris Wilson και οδηγό τον Gordon Russell, ο οποίος τις είχε ανακατασκευάσει με τη βοήθεια του πρώην τεχνικού των Grand Prix, Nigel Everett. 
 
Η μία και μοναδική Honda με πλαίσιο του Rob North, βρισκόταν εκεί μαζί με την αντίπαλό της από παλιά τη RPS Triumph 3. Η τετρακύλινδρη τροποποιημένη Honda με το πλαίσιο Rob North, που είχε σχεδιαστεί αρχικά για τρικύλινδρο κινητήρα, έδωσε τη δυνατότητα στον Julian Soper από το Essex -έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο-, να κυριαρχήσει στις πίστες Brands Hatch, Lydden και Snetterton. 
Ο πραγματικός αντίπαλος της Hadleigh Honda, αναμενόταν να βρεθεί στην άλλη άκρη του γκριντ. Ήταν ένα τρικύλινδρο Triumph 3 με πλαίσιο RPS και οδηγό τον Andy Hornby, που κέρδισε την pole position, στα προκριματικά.
 
Στον πρώτο αγώνα, το Σάββατο, ο Hornby έκανε επίδειξη ισχύος του κινητήρα της RPS Triumph παίρνοντας αμέσως προβάδισμα. Πίσω του ακολουθούσε μία ομάδα από Yamaha TZ350G με πρώτο τον Αυστραλό αγωνιζόμενο στα BSB, Levi Day, ενώ ακολουθούσαν οι Nick Williamson και Ian Bain, ο Dan Jackson -με πλαίσιο Harris- και τέλος ο Gary Vines πάνω στη Yamaha TZ250L του 1984. Από τη μεριά των τετράχρονων, εκτός του Hornby, είχαμε τους Richard Wilson με την P&M BSA-3 και Michael Russel πάνω στη Norton Atlas. Αν και η δικύλινδρη Norton είχε προβάδισμα 8 μ.α.ω/ 12χλμ/ω σε σχέση με τις Yamaha και BSA/Triumph, ο Michael πέρασε τα δύο τρίτα του αγώνα να παλεύει για την πρώτη θέση, πριν αρχίσει να χάνει θέσεις και τερματίσει τελικώς 8ος. 
Οι Williamson, Bain και Vines έμειναν επίσης πιο πίσω, στα μέσα του αγώνα, αφήνοντας ένα γκρουπ τεσσάρων αναβατών να παλεύουν για τη νίκη. Στον τελευταίο γύρο ο Levi Day τα έδωσε όλα περνώντας τη καρό σημαία με 0.477 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Jackson, με τον Wilson στην τρίτη θέση με διαφορά 0.264 δευτερολέπτων από τον Hornby, που είχε την τιμή να φέρει το πρώτο τετρακύλινδρο FZ750 στη γραμμή τερματισμού.
 
Ο Richard Wilson ανέφερε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η τελευταία αργή στροφή, στην οποία το μικρό βάρος των δίχρονων μπορούσε να τους δώσει πλεονέκτημα έναντι των τετράχρονων. Αυτό ήταν και το μόνο σημείο που διέφεραν οι δύο διαφορετικού τύπου κινητήρες, σε σημαντικό βαθμό.
Αυτό το αποτέλεσμα έφερνε τέσσερις αγωνιζόμενους υποψήφιους για τη συνολική νίκη στον 2ο Αγώνα, σε παρόμοιες ιδανικές συνθήκες. Δυστυχώς ο Richard Wilson δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ούτε τον πρώτο γύρο, αφήνοντας τους υπόλοιπους τρεις διεκδικητές να παλέψουν με νύχια και με δόντια. Αυτή τη φορά τους ακολουθούσε ο Gary Vines με το TZ250 του. Αν και είχε τη μικρότερου κυβισμού μοτοσυκλέτα ο Vines κατάφερε, μόλις στον 4ο γύρο, να πάρει το προβάδισμα. 
Ωστόσο το παραμύθι έμελλε να τελειώσει στον τελευταίο γύρο όπου ο Dan Jackson, που τον ακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια, άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε, από ένα λάθος του Vines, στη στροφή Woodcote. Ο Levi Day τερμάτισε τρίτος, πάνω από ένα δευτερόλεπτο πίσω, αλλά μόλις 0.240 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Hornby. Οι συνδυασμένες χρονομετρήσεις έδωσαν τη νίκη στον Jackson για 0.638 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Day, με τον Andy Hornby, τον πρώτο με τετράχρονη μοτοσυκλέτα -την RPS Triumph-3- πιο πίσω στην τρίτη θέση με διαφορά 0.991 δευτερολέπτων.
 
Ο Dan Jackson με ύψος 1.85 μ. είχε δύσκολο έργο σε αυτή την γρήγορη πίστα. Εκτός από τους υπόλοιπους αναβάτες είχε να παλέψει και με τη δική του σωματική διάπλαση, κάτι που κατά τη γνώμη του, έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα. Το λάθος όμως του Garry, σε συνδυασμό με την βοήθεια από τον πατέρα του Dan στο στήσιμο της μοτοσυκλέτας, έκανε τη νίκη εφικτή. 
 
Εκτός από την δράση στην πίστα, υπήρχαν πολλές ακόμα δραστηριότητες για όλους τους παρευρισκόμενους. Αυτές περιλάμβαναν αρκετές παραδοσιακά αγγλικές δραστηριότητες όπως τοξοβολία, κυνήγι πάπιας, αγώνες νυφίτσας, διελκυστίνδα και πολλά ακόμα. 
 
Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι για άλλη μία χρονιά όλοι πέρασαν υπέροχα, με το Δούκα του Richmond στο τέλος να ευχαριστεί όλους όσους βοήθησαν να γίνει η συνάντηση χωρίς προβλήματα και ταυτόχρονα βοήθησαν οικονομικά τους πρόσφυγες της Ουκρανίας. Άλλη μία γιορτή σύμφωνη με τη φιλοσοφία του Goodwood.