Husqvarna 500 GP

Η σουηδική έκπληξη
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

17/8/2017

Σε μια εποχή που οι βρετανικές τετράχρονες αγωνιστικές GP έπνεαν τα λοίσθια, όταν το πρώτο κύμα ιαπωνικών δίχρονων ετοιμαζόταν να κατακλύσει τις πίστες των GP, μια μοτοσυκλέτα την οποία έφτιαξε, οδήγησε και συντήρησε ένας άνθρωπος μόνος του, κατάφερε, με την υποστήριξη μιας εταιρείας άσχετης με τους αγώνες ταχύτητας, να αφήσει το στίγμα της στην Ιστορία. Ήταν ένα δικύλινδρο δίχρονο Husqvarna 500, και ο “πατέρας” της επιτυχίας του λεγόταν Granath, Bo Granath

Αν γινόταν ένας διαγωνισμός με την ερώτηση “Ποιος κατασκευαστής ήταν ο πρώτος που αγωνίστηκε με δίχρονη μοτοσυκλέτα για μια ολόκληρη περίοδο στα GP 500;”, ελάχιστοι θα αναγνώριζαν τη Husqvarna. Η μικρή της περιπέτεια στους αγώνες ταχύτητας τη δεκαετία του ’70 δείχνει σήμερα τόσο απίθανη όσο και τότε, διότι στο δεύτερο μισό ενός αιώνα κατασκευής μοτοσυκλετών –που εορτάστηκε το 2003 με τον τίτλο του Eddy Seel στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Supermoto, αν και με λιγότερες τυμπανοκρουσίες από τη συνομήλικη Harley-Davidson– οι Σουηδοί είχαν αφοσιωθεί σχεδόν αποκλειστικά στο χώμα, κερδίζοντας 16 παγκόσμια πρωταθλήματα ΜΧ και άλλα 26 στο Enduro.

Όμως, εκτός των μυθικών 350/500 δικύλινδρων V 50 μοιρών αγωνιστικών GP με τα οποία έτρεξαν τη δεκαετία του ’30 οι Βρετανοί Stanley Woods και Ernie Nott, η Husqvarna δεν είχε καμία άλλη ασφάλτινη παράδοση. Αυτά, μέχρι την ανέλπιστη επιτυχία του Bo Granath, ο οποίος τερμάτισε στην εκπληκτική πέμπτη θέση της γενικής κατάταξης των GP 500 το 1972, με ένα δίχρονο δικύλινδρο που εξελίχθηκε με τη βοήθεια της Husqvarna, επιτρέποντάς της να διεκδικήσει την τέταρτη θέση στην κατάταξη των Κατασκευαστών – ψηλότερα από τη Suzuki!

Ένα motocross στα Grand Prix

Συνεχίζοντας να αγωνίζεται στα 63 του χρόνια με ένα Husaberg Supermono κι ένα GSX-R 600, ο γεννημένος στη Στοκχόλμη Bo απολαμβάνει μια συνεχή αγωνιστική δραστηριότητα τεσσάρων δεκαετιών που ξεκίνησε το 1961. Την ίδια εποχή που έτρεχε στο σουηδικό πρωτάθλημα, αλλά και σε σποραδικούς αγώνες GP με τα αγαπημένα του βρετανικά μονοκύλινδρα, ο Βο ξεκινούσε μια επιχείρηση που σήμερα ανθεί, εισάγοντας στις σκανδιναβικές χώρες αγωνιστικά εξαρτήματα και τα λάδια Motul. Το 1963 έτρεξε  για πρώτη για πρώτη φορά στο Isle of Man TT, ενώ μέχρι το 1967 ήταν ένας πλήρους απασχόλησης αναβάτης αγώνων, αναγνωρισμένος ως ένας από τους καλύτερους ιδιώτες στα GP – αλλά πλέον έψαχνε για τη μοτοσυκλέτα που θα του επέτρεπε να ξεπεράσει τις ορδές των μονοκύλινδρων στις κατηγορίες των 350 και 500cc.

Η Husqvarna είχε χτίσει ένα αξεπέραστο ρεκόρ στους χωμάτινους αγώνες τη δεκαετία του ’60, με τους Rolf Tibblin, Bill Nilsson και Torsten Hallman να κυριαρχούν στο παγκόσμιο ΜΧ από το 1959. Ωστόσο, ο αρχιμηχανικός της ομάδας, Ruben Helmin, ήταν οπαδός της ταχύτητας κι αυτό εξηγεί πώς ένα μονοκύλινδρο δίχρονο 250cc εξελίχθηκε ολοκληρωτικά από εξαρτήματα ΜΧ του εργοστασίου, ακόμη και το πλαίσιο, και αγωνίστηκε επιτυχώς το 1966 με τον Kent Anderson, μετέπειτα παγκόσμιο πρωταθλητή GP125. Ήταν ο Bo Granath που το πρωτοέτρεξε στα 350, τη χρονιά που πήρε τίτλο σε τρεις κατηγορίες στο σουηδικό πρωτάθλημα: στα 500 με το δικό του Matchless G50, στα 125 με ένα πρώην εργοστασιακό ΜΖ και στα 350 με το μονοκύλινδρο Husqvarna!

“Σκεφτόμουν ότι ένα δικύλινδρο 500, με δύο κυλίνδρους 250cc των ΜΧ της Husqvarna, θα ήταν ό,τι πρέπει για να κερδίσεις τα αγγλικά μονοκύλινδρα”, λέει ο Βο. “Ζήτησα από το εργοστάσιο να μου φτιάξει έναν τέτοιο κινητήρα, είχαν ήδη ένα πρωτότυπο που φτιάχτηκε χρησιμοποιώντας το πλαίσιο ενός Norton Manx, αλλά μου απάντησαν ότι επρόκειτο για ένα πειραματικό μοτέρ και δεν ήταν καλή ιδέα. Πάντως, έφτιαξαν μερικά σχέδια, και μέχρι το 1968 το μοτέρ είχε φτιαχτεί με μικρό κόστος. Οι δύο κύλινδροι προέρχονταν από αγωνιστικά ΜΧ 250 και τα μόνα εξαρτήματα που έπρεπε να σχεδιαστούν από λευκό χαρτί ήταν τα κάρτερ, το μεσαίο κομμάτι του στροφάλου και ο πρωτεύων άξονας του κιβωτίου”.

Ο ίδιος ο Granath ανέλαβε να τροποποιήσει ένα πλαίσιο από ΜΧ 250 και, όταν το έκανε, συμπλήρωσε τη μοτοσυκλέτα με πιρούνι Ceriani, τροχούς και φρένα Fontana. Έτρεξε με αυτό στους δύο τελευταίους αγώνες του σουηδικού πρωταθλήματος, χάνοντας τη νίκη στο Linkoping για ένα μέτρο και τον τίτλο του για ένα βαθμό – έχοντας τρέξει ολόκληρο τον αγώνα χωρίς συμπλέκτη και με βίαιους κραδασμούς από το δικύλινδρο μοτέρ…

Τελικά οι Σουηδοί, μετά από 7 χρόνια, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αξία της υγρόψυξης και στους αγώνες ΜΧ

Καπνός στην Ισπανία

Αυτή η μοτοσυκλέτα άφηνε πολλές υποσχέσεις, καθώς ζύγιζε μόλις 120 κιλά, πολύ λιγότερο από τον τετράχρονο ανταγωνισμό. Έτσι ο Βο έφτιαξε μια δεύτερη 350cc και, με τον εαυτό του ως μηχανικό και αναβάτη ταυτόχρονα, ξεκίνησε την αγωνιστική περίοδο του 1969.

“Ειδικά το 500 ήταν πολύ γρήγορο, στους περισσότερους αγώνες βρισκόμουν μπροστά πριν εγκαταλείψω για οποιονδήποτε λόγο”, θυμάται. Ήταν ουσιαστικά η πρώτη δίχρονη αγωνιστική μοτοσυκλέτα των GP 500, πριν την έλευση της δίχρονης επανάστασης που θα ακολουθούσε, αλλά η Ιστορία δεν άφησε το όνομα του Βο να γραφτεί στα βιβλία της. Στον εναρκτήριο αγώνα της χρονιάς, ο Βο κρατούσε την τρίτη θέση όταν από τους κραδασμούς διαλύθηκε η ανάφλεξη. Τελικά τρίτος τερμάτισε ο Ginger Molloy που τον ακολουθούσε με ένα μονοκύλινδρο Bultaco, σημειώνοντας την πρώτη άνοδο σε βάθρο GP με δίχρονη μοτοσυκλέτα.

“Είχαν ραγίσει τα κάρτερ στα δοκιμαστικά, οπότε τηλεφώνησα στη Σουηδία να μου στείλουν ένα νέο κινητήρα και καπνό. Η γραμμή όμως ήταν χάλια και έτσι άκουσαν μόνο τον καπνό, και αυτό ήταν το μόνο που έλαβα. Όταν γύρισα στη Σουηδία, όλοι έλεγαν για το τηλεφώνημα του Βο που ζητούσε να του στείλουμε καπνό στην Ισπανία!”

Εκείνη τη χρονιά η μοτοσυκλέτα της Husqvarna εγκατέλειψε σε 17 από τους 23 αγώνες, αλλά ο Βο κατάφερε να πάρει τη νίκη στον τελευταίο αγώνα. “Όλη η χρονιά ήταν μια κόλαση, σε κάθε αγώνα έπρεπε να ανοίξω τον κινητήρα μόνος μου και να φτιάξω το κιβώτιο, κάθε φορά άλλαζα δίσκους συμπλέκτη. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα, αλλά είχα και πολλά άλλα. Τελικά αποφάσισα να παρατήσω το 350 και να επικεντρωθώ στο 500”.

Στο μεταξύ, η Kawasaki παρουσίαζε το H1R, ξεκινώντας το κύμα των δίχρονων GP που ο Βο είχε προβλέψει…

Τρέμε Agostini!

Την επόμενη χρονιά η Husqvarna παρουσίασε μια νέα γκάμα αγωνιστικών ΜΧ, με νέους κινητήρες. Ο Ruben Helmin δεν έχασε την ευκαιρία και έφτιαξε έναν νέο δικύλινδρο, σχεδιασμένο εξαρχής για τον Βο. Μάλιστα, οι Σουηδοί έστειλαν έναν κινητήρα στην Αγγλία και τη Seeley για να τους φτιάξουν εκεί ένα πλαίσιο, το οποίο ήταν έτοιμο λίγο πριν τον αγώνα στο Assen το 1971. “Ήταν απίστευτο! Έστριβε απίθανα, έξυνα συνεχώς τις εξατμίσεις, αλλά η μοτοσυκλέτα μου ήταν βιδωμένη στην άσφαλτο. Μόνο ο κινητήρας ήθελε λίγη δουλειά, δεν έβγαζε όση δύναμη θα ήθελα, αλλά ήξερα ότι αυτή ήταν η μοτοσυκλέτα που ονειρευόμουν για τρία χρόνια!”

Ο αερόψυκτος δικύλινδρος σε σειρά κινητήρας δεν είχε προβλήματα αξιοπιστίας, ειδικά μετά από κάμποση δουλειά που έκανε μόνος του ο Granath. Οι αποδείξεις άρχισαν να έρχονται: όγδοη θέση στο σουηδικό GP του ’71, έκτη στο Ulster, δέκατη στη Monza.

Η επόμενη χρονιά ήταν γεμάτη υποσχέσεις. Η περίοδος του 1972 έφερε το πρώτο βάθρο για τον Granath, αυτό που ονειρευόταν για πολλά χρόνια. Μετά από έναν σκληρό αγώνα 45 γύρων στο αυστριακό GP του Saltzburgring τερμάτισε τρίτος, μπροστά από τις ορδές τρικύλινδρων δίχρονων Kawasaki και ο Βο βρισκόταν δεύτερος στη βαθμολογία πίσω από τον Agostini και την MV Agusta του. Στο σουηδικό GP του 1972 ανέβηκε στην τρίτη θέση του βάθρου, επιτυχία που ακούστηκε πολύ στη χώρα του και έκανε τους ανθρώπους της Husqvarna ιδιαίτερα περήφανους, ειδικά διότι τότε υπήρχε μια άλλη σουηδική εταιρεία, η Crescent, την οποία κέρδισε κατά κράτος! Ο Βο κυνηγούσε μέχρι τέλους την τρίτη θέση του πρωταθλήματος, αλλά μια σπασμένη κλείδα στον αγώνα των 350 στο Montjuich τού στέρησε την ευκαιρία να τη διεκδικήσει. Τελικά κατετάγη πέμπτος εκείνη τη χρονιά, αλλά το κατόρθωμά του ήταν τεράστιο, καθώς όλη τη χρονιά αγωνιζόταν ταυτόχρονα και με ένα Yamaha στα 350 (“αυτό ήθελε μόνο τη συνηθισμένη συντήρηση και αναλώσιμα, δεν χαλούσε όπως το Husqvarna που ήθελε ολόκληρο λύσιμο σε κάθε αγώνα…”), ήταν ο ίδιος μηχανικός του εαυτού του και στις δύο κατηγορίες και έκανε και τη στρατιωτική του θητεία! Απίστευτο;

Τα επόμενα χρόνια, η Husqvarna πειραματίστηκε με βαλβίδες reed, αλλά τα πολλά μηχανικά προβλήματα δεν επέτρεψαν στον Βο να έχει επιτυχίες. Ο ίδιος μάλιστα τροποποίησε το μοτέρ του κάνοντάς το υγρόψυκτο και προσπάθησε να πείσει τη Husqvarna πώς αυτός ήταν ο δρόμος του μέλλοντος, αλλά δεν τον άκουσαν. Τελικά οι Σουηδοί, μετά από 7 χρόνια, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αξία της υγρόψυξης και στους αγώνες ΜΧ… Στο μεταξύ, ο Granath συνέχισε να αγωνίζεται στα σκανδιναβικά πρωταθλήματα, κατατροπώνοντας μοτοσυκλέτες όπως οι Kawasaki KR500, Suzuki RG500 και Yamaha TZ750 με δικές του εκδόσεις του δικύλινδρου δίχρονου κινητήρα σε διάφορους κυβισμούς και παίρνοντας όλους τους τίτλους στις κατηγορίες 250, 350 και 750cc το 1976, πριν σταματήσει να ασχολείται με τους αγώνες επαγγελματικά.

Δίχρονη καταιγίδα

Το αγωνιστικό Husky 500 του Βο έμεινε στο γκαράζ του όπως ακριβώς ήταν όταν τερμάτισε τον τελευταίο αγώνα το 1976. Ο ίδιος το ξανάβγαλε έξω το 1997 για μια επετειακή εκδήλωση στο Sachsenring και, πρόσφατα, για το TT Centennial Classic στο Assen – όπου είχα την ευκαιρία, μετά από πρόσκληση του Βο, να οδηγήσω αυτήν την μοναδική μοτοσυκλέτα.

Συγκριτικά με τα δίχρονα Suzuki και Kawasaki, το Husky δείχνει χαμηλότερο, ελαφρύτερο και πιο ευέλικτο, χάρη στο πλαίσιο της Seeley θυμίζει αρκετά τη θέση οδήγησης των Matchless G50. Ο κινητήρας, με διαστάσεις 69,5 x 64,5 που μας κάνουν 489cc, φορούσε στρόφαλο 180 μοιρών για να απόσβεση των κραδασμών. Όπως είχε τρέξει το 1976, οι αερόψυκτες κεφαλές πατούσαν πάνω στους δικούς του υγρόψυκτους κυλίνδρους, ενώ η τροφοδοσία είχε ανατεθεί σε ένα ζευγάρι Mikuni 34mm από Yamaha TZ350. Σε αυτή τη μορφή ο Βο λέει ότι αποδίδει 65 ίππους στις 8.500 στροφές, εξαιρετική απόδοση για μια μοτοσυκλέτα 117 κιλών (με υγρά, χωρίς βενζίνη), συγκρίσιμη με τους 82 ίππους των τρικύλινδρων Kawasaki που ζύγιζαν 135 κιλά.

Αυτό αποδείχθηκε στην πίστα, όπου το Husky τραβούσε καθαρά και δυνατά από τις 4.000 στις σφιχτές στροφές Karlsloga και δεν υπήρχε κανένας λόγος να χρησιμοποιήσω την πολύ κοντή πρώτη. Αλλά από τις 6.500 και πάνω στο στροφόμετρο της Krober η δύναμη έρχεται καταιγιστικά, μέχρι τις 9.500 που αρχίζει η πτώση – αν και μπορείς να το παρακάνεις λιγάκι μέχρι λίγο πάνω από τις 10.000, γλυτώνοντας μια-δυο αλλαγές. Το αγωνιστικό κιβώτιο επιτρέπει ακριβέστατες “καρφωτές” αλλαγές και οι πέντε τελευταίες σχέσεις είναι σωστά κλιμακωμένες ώστε να σου επιτρέπουν να είσαι συνεχώς μέσα στην καλή περιοχή του κινητήρα, ανεβάζοντας σχέση από τις 9.000 και πάνω. Σπάνια θα χρειαστεί να πατινάρεις με τον συμπλέκτη στην έξοδο της στροφής, δείγμα της ελαστικότητας του μοτέρ με καταβολές από ΜΧ, αποδίδει τη δύναμή του γλυκά και προοδευτικά σαν τα μεταγενέστερα Yamaha με βαλβίδες reed, και καθόλου απότομα, όπως περίμενα.

Η επιτάχυνση είναι πολύ δυνατή για τα δεδομένα της δεκαετίας του ’70, με τη σημαντική συνδρομή του μικρού βάρους του Husqvarna. Η ελαφριά αίσθηση φαίνεται πολύ και στον τρόπο που αλλάζει κατεύθυνση, στον τρόπο που ο μπροστινός τροχός σηκώνεται στο αέρα κάθε φορά που βγαίνω από το σικέιν με τρίτη – αυτό με έκανε να εκτιμήσω και το Ohlins σταμπιλιζατέρ εποχής που έχει τοποθετήσει ο Βο. Κι όμως, το δίχρονο Husky δεν είναι νευρικό ούτε ασταθές σε καμία περίπτωση, ούτε όταν συναντά ανωμαλία στην άσφαλτο, ούτε με τέρμα γκάζι στη γρήγορη δεξιά που οδηγεί στην τεράστια ευθεία της πίστας. Αν και έχει κάμποσους κραδασμούς στις χαμηλές στροφές, όπως όλα τα δικύλινδρα με στρόφαλο 180 μοιρών, όσο οι στροφές ανεβαίνουν τόσο ηρεμεί η κινητήρας, ενώ χάρη στις ελαστικές βάσεις του μοτέρ δεν συνάντησα ενοχλητικούς κραδασμούς ούτε καν δουλεύοντάς το στα κόκκινα.

Το CBR, o λόξυγγας και μια σπασμένη μπιέλα

Ωστόσο, στο πρώτο κομμάτι της δοκιμής αντιμετώπισα δύο προβλήματα, με τα φρένα και το πιρούνι. Ο δίσκος 280mm μπροστά είχε πολύ ξύλινη αίσθηση, ζητούσε πολλή δύναμη στη μανέτα και πάλι δεν έδινε το δάγκωμα που θα περίμενα, οπότε έπρεπε να ζορίσω αρκετά τον πίσω δίσκο της Brembo για να επιβραδύνω το Husqvarna από ταχύτητες της τάξης των 180-190 χιλιομέτρων. Δεν πιστεύω ότι έφταιγαν οι δαγκάνες, έχω οδηγήσει κι άλλες μοτοσυκλέτες με δαγκάνες AP Lockheed, πιθανότατα το φταίξιμο πρέπει να αποδοθεί στα γερασμένα τακάκια και τους παλιούς ατσάλινους δίσκους που ο Βο νομίζει ότι προέρχονται από κάποιο Yamaha.

Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το πιρούνι, που, πολύ απλά, είχε ανεπαρκέστατες αποσβέσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, το να κρατώ ανοιχτό το γκάζι μέσα στη στροφή σήμαινε πολλά κουνήματα, με το Husky να δείχνει μια σαφή πρόθεση να με στείλει στην αμμοπαγίδα. Το μόνο που με έσωσε, αρκετές φορές, ήταν η σπουδαία πρόσφυση των σύγχρονων ελαστικών της Avon.

Σταματώντας για λίγη θεραπεία από τον κύριο Granath –για τη μοτοσυκλέτα φυσικά– αποκαλύφθηκε ότι το ένα καλάμι του πιρουνιού δεν είχε σταγόνα λάδι μέσα του. Γεμίζοντάς το, η κατάσταση βελτιώθηκε και μπορούσα πλέον να κρατώ μεγαλύτερες ταχύτητες μέσα στη στροφή, εκμεταλλευόμενος την άριστη συμπεριφορά του πλαισίου της Seeley. Πίσω η μοτοσυκλέτα φοράει δύο πιο σύγχρονα αμορτισέρ Ohlins, αλλά ο Βο αγωνιζόταν τότε με Girling. Στους γύρους που έκανα, σπάνια με απασχόλησε κάποιο μικρό κούνημα πίσω, μάλιστα δεν με απέτρεψε από το τα κυνηγηθώ με ένα CBR600 που γυρνούσε την ίδια ώρα στην πίστα. Μπορεί να μ’ έπαιρνε κάθε φορά στα φρένα, αλλά θα έβρισκα την ευκαιρία να του ρίξω στην ευθεία, περνώντας τον σα να είχε μείνει κολλημένος με τέταρτη σχέση!

Εντάξει, ο τύπος με το Honda γέλασε τελευταίος – κι εγώ ήμουν τυχερός που δεν απογειώθηκα όταν το Husqvarna κόλλησε με σπασμένη πέμπτη στην ευθεία. Κατάφερα να μην πέσω και να επιστρέψω στα pits, όπου ανακαλύψαμε ότι το πρόβλημα ήταν μια σπασμένη μπιέλα. Ο Βο πιστεύει ότι ήταν το αποτέλεσμα ενός “λόξυγγα” που είχε παρατηρήσει παλιότερα και εκδηλώθηκε πλήρως τώρα. Παρ’ όλα αυτά, αν και το παιχνίδι μου με το Husky τέλειωσε λίγο νωρίτερα απ’ ό,τι θα ήθελα, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω και να αξιολογήσω μια μοτοσυκλέτα που θεωρώ ως έναν από τους μεγαλύτερους αφανείς ήρωες στην ιστορία των αγώνων GP.

Tο δίχρονο Husky δεν είναι νευρικό ούτε ασταθές σε καμία περίπτωση, ούτε όταν συναντά ανωμαλία στην άσφαλτο

Δεν τα παρατώ ποτέ

Με τα δεδομένα των μετέπειτα ιαπωνικών μοτοσυκλετών, αυτό το Husqvarna είναι τρόπον τινά ένα φτιαγμένο στο σπίτι σπεσιαλάκι, με αυτούς τους κυλίνδρους που ο Βο έκανε μόνος του υγρόψυκτους και την περίεργη εμφάνιση του “υβριδικού” κινητήρα που τονίζεται από τις αερόψυκτες κεφαλές. Το Husky του Bo Granath ήταν ένας άξιος διεκδικητής του βάθρου των GP 500, κι αυτή είναι η μέγιστη διάκριση για μια μοτοσυκλέτα που αγωνίζεται σε αυτήν την κορυφαία κατηγορία. Το μόνο που έλειψε ποτέ από αυτό το αποδοτικό αγωνιστικό πακέτο ήταν η πλήρης χρηματοδότηση. Αν ο Βο δεν επεδίωκε να ασχολείται αποκλειστικά ο ίδιος με το μηχανάκι του, αν η Husqvarna προσπαθούσε να στήσει σε συνεργασία με τη Seeley μια κανονική αγωνιστική μοτοσυκλέτα ως διάδοχο των τετράχρονων μονοκύλινδρων, τότε η Ευρώπη θα είχε βρει μια άξια αντίπαλο στα ΤΖ350 και Η1R στην κατηγορία των 500cc – τουλάχιστον μέχρι το 1966 που ήρθε το RG500 και άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού. Το Husky ήταν ευκολότερο σε σχέση με το ΤΖ350, αν και θα έπρεπε να οδηγείς μονίμως στο όριο για να ανταγωνιστείς τα τρικύλινδρα Kawasaki. Αλλά ζώντας μαζί του μέρα με τη μέρα, όπως έκανε ο Granath, μάθαινες πώς να πηγαίνεις πολύ γρήγορα και μπορούσες να καταφέρεις πολλά – το απέδειξε ο Βο στη θρυλική σεζόν του 1972.

Ο ίδιος ο Agostini έχει αναγνωρίσει τον Granath και το Husqvarna του ως την ταχύτερη ιδιωτική συμμετοχή της δεκαετίας του ’70. Και, στο κάτω-κάτω της γραφής, αυτό το Husky δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια σπέσιαλ μοτοσυκλέτα φτιαγμένη στο σπίτι, σχεδιασμένη και συντηρημένη από τον ίδιο ένα άνθρωπο που την οδηγούσε με απίθανο τρόπο – και με ελάχιστη βοήθεια από ένα εργοστάσιο που ειδικευόταν σε χωματερές μοτοσυκλέτες. Αυτά που κατάφερε, παρά τα αμέτρητα προβλήματα που αντιμετώπισε, με απολύτως ελάχιστους πόρους και μετά από πολλές απογοητεύσεις, λένε πολλά για το ποιόν του ανθρώπου Bo Granath. Το ρητό της ομάδας του θα πρέπει να ήταν “Δεν τα παρατώ ποτέ”, απλούστατα γιατί ποτέ δεν τα παράτησε – και κοιτάξτε τί κατάφερε με την επιμονή του. Από μόνος του…

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Κατασκευαστής / Μοντέλο:
Husqvarna / 500 GP
Κινητήρας:
Δίχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος σε σειρά
Διάμετρος x Διαδρομή (mm):
69,5 x 64,5
Χωρητικότητα (cc):
489
Τροφοδοσία:
Δύο καρμπιρατέρ Mikuni 34mm
Ανάφλεξη:
Motoplat
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 2
Τύπος συμπλέκτη:
Υγρός πολύδισκος (8 δίσκοι)
Πρωτεύουσα μετάδοση:
Γρανάζια
Τελική μετάδοση:
Aλυσίδα, κιβώτιο 6 σχέσεων
Πλαίσιο:
Ατσάλινο σωληνωτό
Βάρος (kg):
117 με λάδια, χωρίς βενζίνη
Ανάρτηση εμπρός:
Τηλεσκοπικό πιρούνι Ceriani
Ανάρτηση πίσω:
Δύο αμορτισέρ Girling (ή αργότερα Ohlins)
Φρένο εμπρός:
Δίσκος 280mm με δαγκάνα AP Lockheed δύο εμβόλων
Φρένο πίσω:
Δίσκος 220mm με δαγκάνα AP Lockheed δύο εμβόλων
Ελαστικό εμπρός / Διάσταση:
Avon AM20 Roadrunner / 90/90-18
Ελαστικό πίσω / Διάσταση:
Avon AM23 Roadrunner / 130/65-18
Ισχύς (hp/rpm):
65 / 8.500

 

 

Μπλε και κίτρινο, στα χρώματα της σημαίας της Σουηδίας φυσικά, για να ξεχωρίζει

 

Όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, το φέρινγκ είναι στενό πάνω και φαρδαίνει κάτω μόνο όσο χρειάζεται για τα πλαϊνά καπάκια του κινητήρα

 

Η ομορφότερη γωνία της μοτοσυκλέτας, από πίσω, με μια βαρβάτη δόση αγριάδας. Το πίσω λάστιχο είναι διάστασης 130/65, λίγο φαρδύτερο από τα 120/70 που φορούν σήμερα κατά κόρον οι σπορ μοτοσυκλέτες

 

Το πλαίσιο είναι ειδικά σχεδιασμένο για αυτόν τον κινητήρα από τη Seeley στην Αγγλία – πολύ καλύτερα από το αρχικό, πρώην ΜΧ πλαίσιο της Husqvarna. Αργότερα ο κινητήρας τοποθετήθηκε σε ελαστικές βάσεις, λύνοντας το θέμα των αμέτρητων κραδασμών που προκαλούσαν το ένα πρόβλημα πίσω από το άλλο

 

Ο κινητήρας προέκυψε συνδέοντας δύο κυλίνδρους από ΜΧ 250. Τα πλαϊνά κάρτερ είναι τα αυθεντικά της Husqvarna, αλλά το μεσαίο τμήμα τους φτιάχτηκε εκ των υστέρων για να συνδέσει τους δύο κυλίνδρους. Αυτός ο κινητήρας είναι πολύ δουλεμένος και φαίνεται, ακριβώς όπως τερμάτισε τον τελευταίο του αγώνα το 1976

 

Οι κεφαλές έχουν ακόμη τις ψύκτρες τους, αλλά οι κύλινδροι τις ξεφορτώθηκαν όταν ο Granath έφτιαξε το δικό του σύστημα υδρόψυξης. Διακρίνεται καθαρά το κύκλωμα ψύξης που χρησιμοποίησε ο Σουηδός. Η Husqvarna δεν πείστηκε από τον Granath και πέρασαν 7 χρόνια ώσπου να εισαγάγει την υδρόψυξη στις μοτοσυκλέτες της

 

Όταν δουλεύεις ανεξάρτητα από εταιρικές πολιτικές, τότε είσαι πιο ελεύθερος. Ο Granath επέλεξε ελεύθερα τα περιφερειακά της μοτοσυκλέτας του και προτίμησε αυτό το πιρούνι της ιταλικής Ceriani, ένα από τα καλύτερα της εποχής του

 

Σήμερα το δίχρονο 500 φοράει δυο αμορτισέρ της Ohlins, ωστόσο ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του με δυο Girling

 

“Spola Kröken” σημαίνει “Σταμάτα να Πίνεις”. Για κάποιο διάστημα η σουηδική κυβέρνηση ήταν χορηγός του Granath, και, μέσω της μοτοσυκλέτας που κέρδιζε τα πάντα στους εγχώριους αγώνες, επέλεξε να διαφημίσει την καμπάνια της εναντίον του αλκοολισμού

 

Σήμερα είναι 63 ετών, αλλά ο Σουηδός συνεχίζει να αγωνίζεται ερασιτεχνικά με ένα Supermono Husaberg κι ένα GSX-R 600. Φυσικά, δεν ξεχνά από πού ξεκίνησε, από τη μοτοσυκλέτα που τον έφερε πίσω από τον μεγάλο Giacomo Agostini και το βάθρο των Grand Prix

 

Yamaha & MOTO - Βίοι παράλληλοι: Η σχέση μας μέσα από την ιστορία του περιοδικού

Διαμορφώνοντας μοτοσυκλετιστική κουλτούρα
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

19/9/2019

Φέτος είναι η χρονιά που η Yamaha γιορτάζει τη "Χρυσή Επέτειο" (Golden Jubilee που λένε και οι Αγγλοσάξονες…) παρουσίας της στην Ελλάδα. Μισός αιώνας Ιστορίας που συνέβαλε το μέγιστο στην διαμόρφωση της μοτοσυκλετιστικής κουλτούρας στην χώρα μας. Από αυτά τα 50 χρόνια, τα 34 διανύθηκαν σε βίους παράλληλους με το ΜΟΤΟ, μια κοινή πορεία που σηματοδοτήθηκε από σημαντικές συνεργασίες και ορόσημα που διαμόρφωσαν το μοτοσυκλετιστικό σκηνικό στην Ελλάδα. Ενίοτε είχαμε και προστριβές αλλά και έντονες διαφωνείες. Περάσαμε χρονιές που τσακωθήκαμε με την Yamaha μετά από δοκιμή μας, αλλά -το πιο σημαντικό- τσακωθήκαμε και ΓΙΑ την Yamaha. Ας τα θυμηθούμε.

Τα τέλη της δεκαετίας του '60 και οι απαρχές της δεκαετίας '70 δεν ήταν και η ιδανικότερη εποχή στο ταραγμένο περιβάλλον της Ελλάδας, για επιχειρηματικές δραστηριότητες. Πόσο δε μάλλον για την αγορά μοτοσυκλέτας, σε μια χώρα που ο μοτοσυκλετιστικός πολιτισμός ήταν… έτη φωτός πίσω από την υπόλοιπη Ευρώπη. Κι όμως, αυτό το εχθρικό περιβάλλον και οι αντιξοότητες δεν πτόησαν την εταιρεία των αδερφών Ηλιόπουλοι, που ανήκε στον όμιλο επιχειρήσεων της οικογένειας Κυριακοπούλου, από το να πάρουν την αντιπροσώπευση των μοτοσυκλετών της Yamaha για την Ελλάδα. Ήταν μια απόφαση βασισμένη περισσότερο στο συναίσθημα και το ένστικτο, παρά στα στεγνά επιχειρηματικά κριτήρια και την αποτρεπτική αλήθεια των αριθμών. Η ευτυχής συγκυρία όμως, ήταν ότι πέρα από τους ανθρώπους που είχαν στα χέρια τους το "τιμόνι" της εταιρείας, συγκεντρώθηκαν στελέχη και εργαζόμενοι που τους διακατείχε το ίδιο πνεύμα, η ίδια "τρέλα" για τα προϊόντα του Iwata. Άνθρωποι που ακόμη και μετά από 50 χρόνια, λένε ότι η Yamaha είναι συνώνυμο της ίδιας τους της ζωής.


Οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν στα πρώτα τους βήματα, αλλά και στην μετέπειτα πορεία, ήταν πολλές και δυσανάλογες με το μέγεθος της εταιρείας. Το χείλος της καταστροφής ήταν ορατό ουκ ολίγες φορές, αλλά σε κάθε περίσταση το πείσμα, η θέληση και το πάθος αποδείχτηκαν αποτελεσματικότερα από τις συνθήκες και τους παράγοντες της αγοράς. Βλέπετε, οι εταιρείες δεν είναι τα μηχανήματα και οι εγκαταστάσεις, αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι, και στην συγκεκριμένη περίπτωση η αντιπροσωπεία της Yamaha είχε "τραβήξει λαχείο". Πέρα όμως από την αντιμετώπιση των δυσκολιών, σε κάθε βήμα και επιχειρηματική κίνηση της εταιρείας, ήταν εμφανές ότι το ανθρώπινο δυναμικό είχε ανοιχτούς ορίζοντες, δεν φοβόταν το ρίσκο αλλά ούτε και το μέγεθος της προσπάθειας που απαιτούνταν. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο, η ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ Α.Ε. σήμερα και οι… πρόγονοί της στο παρελθόν, ξεχώριζαν και ξεχωρίζουν για την έφεση στην πρωτοπορία και τις καινοτομίες, για την πλούσια δραστηριότητα έξω από τις συμβατικές μεθόδους και την διαρκή αναζήτηση νέων δρόμων, κάτι που όπως επιβεβαιώθηκε και κατά την διάρκεια του εορτασμού στην εκδήλωση για τα 50 χρόνια της Yamaha στην Ελλάδα στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, αναγνωρίστηκε και χειροκροτήθηκε σχεδόν από όλους τους ανταγωνιστές της.

Οι εταιρείες δεν είναι τα μηχανήματα και οι εγκαταστάσεις, αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι

Κοινή πορεία
Αυτά τα στοιχεία της διαρκούς αναζήτησης, της άρνησης για συμβιβασμό με κάτι λιγότερο από το καλύτερο και το πάθος για τις μοτοσυκλέτες, ήταν τα κοινά στοιχεία με την φιλοσοφία του περιοδικού, το οποίο άρχισε την δική του "περιπέτεια" λίγα χρόνια αργότερα στην ελληνική αγορά μοτοσυκλέτας. Όπως ακριβώς συνέβη και στο ξεκίνημα της Yamaha στην Ελλάδα, έτσι ακριβώς και το ΜΟΤΟ έπεσε κατευθείαν σε βαθιά και αχαρτογράφητα νερά. Στο επίπεδο με το οποίο θέλαμε να εργαστούμε, δεν υπήρχε τίποτε αντίστοιχο στο παρελθόν που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε ως πεπατημένη κι έπρεπε να ανακαλύψουμε –ή ακόμη και να δημιουργήσουμε- διαδικασίες από την αρχή, δίχως την πολυτέλεια της αποτυχίας. Κοινός παρονομαστής η μεγάλη προσπάθεια και ο τρόπος σκέψης "έξω από το κουτί". Λογικό και επόμενο λοιπόν οι πορείες της Yamaha και του ΜΟΤΟ να κινηθούν σε παράλληλες τροχιές με συνεργασίες που αποτέλεσαν ορόσημα στην Ιστορία της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, μέσα από μια σχέση που βασίστηκε στην ειλικρίνεια και την εντιμότητα, με επιτυχίες αλλά και… συγκρούσεις, όπως συμβαίνει σε κάθε υγιή σχέση.


Η Yamaha ήταν η πρώτη –και από τις λίγες για αρκετό διάστημα- αντιπροσωπείες που οργάνωναν δημοσιογραφικές αποστολές στο εξωτερικό για την παρουσίαση νέων μοντέλων. Φυσικό επόμενο λοιπόν, η πρώτη αποστολή του ΜΟΤΟ να είναι η παρουσίαση των Yamaha του 1987, στην πίστα Paul Ricard τον Δεκέμβριο του '86. Τα FZR1000, FZ750, FZX750 και TZR250 ήταν οι πρώτες μοτοσυκλέτες που οδηγήσαμε στο εξωτερικό, και προς επίρρωση όσων γράφουμε παραπάνω, αυτό έγινε την εποχή που άρχισε να επιβάλλεται ο Φ.Π.Α. και που όλες οι αντιπροσωπείες ανέμεναν περικοπή εσόδων με αντίστοιχη περικοπή δαπανών! Σ' αυτή την πρώτη κιόλας συμμετοχή  μας σε παρουσίαση μοτοσυκλετών στο εξωτερικό, έγραφε –τότε- ο Χρίστος Χατζάρας και πώς το αμοιβαίο όφελος και των δύο πλευρών -ύλη και ενημέρωση του κοινού για το περιοδικό, συγκέντρωση πολύτιμων πληροφοριών και δημοσιότητα για την εταιρεία- είναι ουσιαστικά εχέγγυο και για την αντικειμενικότητα της δημοσιογραφικής άποψης, κάτι που μόνο κακό δεν κάνει να το υπενθυμίζουμε όποτε υπάρχει ευκαιρία…

 
Η πρωτοπορία της Yamaha όμως δεν περιοριζόταν στις αποστολές, αλλά και στην ουσιαστική προσφορά στους αναβάτες που εμπιστεύτηκαν τα προϊόντα της. Από την άλλη, το ΜΟΤΟ ήταν από τα μέσα του ειδικού τύπου με την πιο έντονη και συστηματική προσέγγιση σε θέματα εκπαίδευσης και οδικής ασφάλειας, οπότε η συμμετοχή μας στο Yamaha Advance Riding Course στο Nürburgring ήταν δεδομένη. Η Yamaha πρόσφερε την μοναδική ευκαιρία για εκπαίδευση υψηλού επιπέδου σε λίγους και τυχερούς ιδιοκτήτες της σειράς "R" από όλη την Ευρώπη και η μεγάλη επιτυχία της αντιπροσωπείας ήταν ότι κατάφερε να εξασφαλίσει θέσεις και για αναβάτες από την Ελλάδα, έστω και αν τα νούμερα της ελληνικής αγοράς μπορεί να μην δικαιολογούσαν κάτι τέτοιο. Πάνω στη σέλα του πρώτου supersport long term test που είχε δοθεί σε περιοδικό (ένα Yamaha R6 το οποίο είχε ήδη ταξιδέψει για πρώτη φορά στο Nürburgring την προηγούμενη χρονιά) ακολουθήσαμε την ελληνική αποστολή, περάσαμε το τριήμερο σχολείο και κάναμε όλους τους αναγνώστες μας… συνεπιβάτες στην "Πράσινη Κόλαση".

Με το άρθρο του Nurburgring κάναμε τους αναγνώστες μας... συνεπιβάτες στην "Πράσινη Κόλαση"!

Ορόσημα και… φουρτούνες!
Μέσα σε αυτή την παράλληλη πορεία των 34 ετών, πέρα από τις συμμετοχές σε αποστολές και την ζωντανή σχέση που έχει κάθε περιοδικό με τις αντιπροσωπείες μοτοσυκλετών, δεν ήταν λίγες οι φορές που κάναμε και τις λεγόμενες ειδικές ενέργειες (άρθρα ή άλλου τύπου projects δηλαδή), με στόχο να προσφέρουμε κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό στους αναγνώστες μας. Σε αυτή την κατηγορία συμπεριλαμβάνονταν και οι φάκελοι των εργοστασίων. Πρόκειται για μια σειρά ειδικών άρθρων μέσα από τα οποία γινόταν ολοκληρωμένη παρουσίαση μιας εταιρείας, από την ιστορία της στην παραγωγή και τους αγώνες, μέχρι τα ορόσημά της και συνεντεύξεις από τους ανθρώπους της, με επισκέψεις στα εργοστάσια και τις εγκαταστάσεις τους.

Ο "Φάκελος Yamaha" ήταν από τους πιο ενδιαφέροντες και πιο άρτιους συγγραφικά, χάρη στην συνεργασία της ελληνικής αντιπροσωπείας που εξασφάλισε τις επαφές για να επισκεφθούμε το εργοστάσιο και τα κεντρικά γραφεία στο Iwata της Ιαπωνίας. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα, με πρόσβαση σε θεωρούμενα άβατα μέχρι εκείνη την εποχή, που αποκάλυψε τον πυρήνα της Yamaha στο ελληνικό μοτοσυκλετιστικό κοινό και όχι μόνο. Η επίσκεψη μάλιστα τότε, το μακρινό 1995, συνέπεσε και με την επέτειο των 40 χρόνων από την ίδρυση της εταιρείας, με αποτέλεσμα την δημοσίευση ενός πολύτιμου αρχειακά υλικού, το οποίο αποτελεί μέχρι και σήμερα σημείο αναφοράς για αντίστοιχα άρθρα.


Μία ακόμη από τις σημαντικότερες συνδέσεις του ΜΟΤΟ με τα ορόσημα της Yamaha –που στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν και ορόσημο για το ελληνικό μοτοσυκλετιστικό γίγνεσθαι- έγινε με αφορμή την αλλαγή γενιάς των θρυλικών ΧΤ το 2004. O "Φάκελος ΧΤ" ήταν αποτέλεσμα μιας τιτάνιας προσπάθειας, τόσο από πλευράς της συντακτικής ομάδας του περιοδικού, όσο και των ανθρώπων της ελληνικής αντιπροσωπείας, όπου με κεντρικό άξονα το πρώτο ΧΤ660 γράφτηκε ένα μεγάλο αφιέρωμα για την μοτοσυκλέτα που έγινε σήμα κατατεθέν για πολλές γενιές. Εκτός από την Ιστορία, την δοκιμή (και συγκριτικό) και συνεντεύξεις ιδιοκτητών ΧΤ, καταφέραμε να εξασφαλίσουμε πρόσβαση στις γραμμές παραγωγής του εργοστασίου της MBK (ιδιοκτησίας Yamaha) στη Γαλλία και να λάβουμε μέρος στην παραγωγική διαδικασία ενός ΧΤ660, ενώ δημοσιεύσαμε και μία άκρως ενδιαφέρουσα έρευνα γύρω από την εξέλιξη του ΧΤ, μέρος της οποία είχε γίνει και στην Ελλάδα.

Στο συγκεκριμένο τεύχος μάλιστα, είχαμε ως επιπλέον ύλη για τους αναγνώστες μας, ΟΛΟ το press kit του ΧΤ660 μεταφρασμένο στα ελληνικά, καλύπτοντας ολοκληρωτικά το κεφάλαιο "ΧΤ". Να σημειώσουμε εδώ, ότι μιλάμε για μια εποχή που το internet δεν ήταν τόσο διαδεδομένο ούτε είχαν όλοι εύκολη πρόσβαση, οπότε μια τέτοια παροχή (ειδικά σε ένα κοινό τόσο μεγάλο όσο αυτών των ιδιοκτητών ΧΤ) ήταν σημαντική σε όσους ήθελαν πληροφορίες που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν.
Και επειδή πλέον έχουν περάσει και 15 χρόνια από τότε, μπορούμε να αποκαλύψουμε και αρκετό από το παρασκήνιο του project, όπως το FBI και η CIA αποχαρακτηρίζουν απόρρητα έγγραφα μετά το πέρασμα συγκεκριμένου διαστήματος… Τότε λοιπόν –κι ενώ ήταν ξεκάθαρο ότι το press kit ήταν εξτρά ύλη από αυτή του περιοδικού -προσθέσαμε δηλαδή σελίδες στα πλαίσια της διαφημιστικής προώθησης που είχε επιλέξει η Yamaha- υπήρξε ωστόσο έντονη αντίδραση από τις ανταγωνιστικές αντιπροσωπείες.

Το θέμα δεν ήταν ότι δεν ήμασταν αντικειμενικοί, καθώς τόσο η δοκιμή όσο και το συγκριτικό έγιναν με τις ίδιες αξίες και στα πρότυπα που πάντοτε χαρακτηρίζουν το ΜΟΤΟ (άλλωστε δεν υπήρχαν ενστάσεις επ' αυτού), αλλά οι υπόλοιπες εταιρείες θεώρησαν ότι με αυτόν τον τρόπο "βαφτήκαμε" ως οπαδοί της Yamaha με μια ενέργεια που ήταν προκλητική. Βέβαια, κανείς από τους "κατήγορους" του τότε δεν ανέφερε ότι παρόμοιες προτάσεις για άρθρα και φακέλους είχαν γίνει σε όλες τις αντιπροσωπείες –που για τους δικούς τους λόγους δεν προχώρησαν- και φυσικά εκ του αποτελέσματος και της ανταπόκρισης που είχε στο αναγνωστικό κοινό αντιλήφθηκαν την ευκαιρία που έχασαν, προσπαθώντας να αντισταθμίσουν το λάθος με κατηγορίες που έπεσαν τελικά στο κενό.

Υπήρξαν μάλιστα περιπτώσεις που σταμάτησαν –μονόπλευρα- την μεταξύ μας συνεργασία για ένα διάστημα, κόβοντας τις διαφημίσεις και την παραχώρηση μοτοσυκλετών για τεστ, θεωρώντας ότι έτσι θα μας "τιμωρούσαν" για τις επιλογές μας. Περιττό να πούμε ότι οι συγκεκριμένες τακτικές τιμωρίας και εκβιασμού δεν μας πτόησαν και έφεραν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, όπως απέδειξε η Ιστορία… Ακόμη και πωλητές σε καταστήματα άλλων εταιρειών προσπαθούσαν να εμφανίσουν την συγκεκριμένη ενέργεια ως μεροληπτική αντιμετώπιση από πλευράς μας, καθώς ορισμένοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν (αυτό συνέβη και σε μικρή μερίδα των αναγνωστών μας), ότι το press kit ήταν κάτι έξτρα και όχι ύλη του περιοδικού. Στον απόηχο αυτής της διαμάχης υπάρχει ακόμη και τώρα κάποιος που μπορεί να πει "τότε το ΜΟΤΟ με το ΧΤ και τις πολλές σελίδες..." αναβιώνοντας ουσιαστικά την προπαγάνδα του τότε ανταγωνισμού.


Επειδή όμως, όπως αναφέραμε και παραπάνω, η σχέση μας με την Yamaha ήταν ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίχθηκε μέσα από πολλές φάσεις, οι προστριβές και οι διαφωνίες δεν αφορούσαν μόνο τους ανταγωνιστές τους, αλλά και εμάς τους ίδιους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που προέκυψαν σημαντικά ζητήματα διαφωνίας, όπως το περίφημο ABS του Fazer 1000, που όπως πάντα, πρώτοι αναδείξαμε και αναφέραμε δημόσια μέσα από άρθρα στο περιοδικό, με απόλυτα εμπεριστατωμένα στοιχεία. Υπήρξε μάλιστα και μια δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ του περιοδικού και του τεχνικού Τμήματος της Yamaha, πάντα όμως μέσα σε κόσμια και επαγγελματικά πλαίσια, με απόλυτη δικαίωση την βελτίωση της μονάδας του ABS στα Fazer της επόμενης γενιάς.
Υπήρξαν κι άλλα πολλά παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι η συνεργασία μεταξύ του περιοδικού και της Yamaha δεν ήταν πάντα με… κερασάκια, αλλά είχε και πικραμύγδαλα, όπως η περίπτωση του μπροστινού της πρώτης γενιάς των Tracer 900, που το αναδείξαμε ξανά πρώτοι ως θέμα και που επιβεβαιωθήκαμε απόλυτα από την αλλαγή των γεωμετρικών χαρακτηριστικών στο Tracer του 2018. Το παράξενο θα ήταν βέβαια να μην συνέβαινε αυτό… Έτσι συμβαίνει στις σχέσεις που εξελίσσονται και εδραιώνονται με το πέρασμα του χρόνου, με τους βίους να συνεχίζουν να κινούνται σε παράλληλες πορείες.

Για του λόγου το αληθές, η τωρινή περίοδος είναι μια περίοδος "ταραγμένη", μιας και η ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ αποφάσισε να μην στείλει το ΜΟΤΟ στην παρουσίαση του νέου Yamaha YZF-R1, με αποτέλεσμα να μπαίνουμε για άλλη μια φορά σε μια διαδικασία διαμαρτυρίας... Όπως προαναφέραμε όμως, τέτοιες καταστάσεις είναι αναμενόμενες και εποικοδομητικές για το μέλλον της συνεργασίας μας, ενώ αποτελούν λεπτομέρειες μπροστά στα πραγματικά δύσκολα προβλήματα που κλήθηκε η Yamaha να αντιμετωπίσει. Επιγραμματικά να αναφέρουμε την περίπτωση που την έφτασε στα όρια της οικονομικής καταστροφής, με την οικογένεια Κυριακόπουλου να επενδύει ακόμη περισσότερα χρήματα προκειμένου να ξεπεραστεί ο σκόπελος, ενώ υπήρχαν και παράγοντες που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και που προκάλεσαν σοβαρά πλήγματα στην εταιρεία. Τέτοιες ήταν οι επιπτώσεις από τον καταστροφικό σεισμό της Αθήνας το 1999, όπου το κτίριο που στεγαζόταν τότε η ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ στο 12ο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού Αθηνών-Λαμίας υπέστη τρομακτικές ζημιές, ευτυχώς χωρίς ανθρώπινα θύματα. Τότε, με μια γενναία απόφαση της κυρίας Κυριακοπούλου που είχε τα ηνία στα χέρια της, επενδύθηκαν κάτι λιγότερο από δύο δισεκατομμύρια δραχμές για να ξαναχτιστεί από την αρχή ουσιαστικά το κτίριο και να γίνει μια ακόμη επανεκκίνηση στην Ιστορία της αντιπροσωπείας, όταν λίγα χρόνια πιο πριν είχαν καταστραφεί εξαιτίας μιας πυρκαγιάς οι αποθήκες της επί της οδού Αγίας Άννης. Κι όμως, μετά από όλες αυτές τις περιπέτειες που ενδεχομένως να σήμαιναν το τέλος για άλλα επιχειρηματικά σχήματα, η ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ παραμένει ένας από τους ισχυρότερους "παίκτες" στην ελληνική αγορά, με δικές της ιδιόκτητες εγκαταστάσεις πλέον στον Ασπρόπυργο, με τον κ. Πάρη Κυριακόπουλο στο τιμόνι της εταιρείας να σηματοδοτεί τη νέα γενιά, και με τα μάτια σε ένα μέλλον με ορθάνοιχτους ορίζοντες.