#MENOUMESPITIMEMOTO - Απίστευτες ιστορίες με τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνη - Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

Οι ιστορίες της συνακτικής ομάδας του ΜΟΤΟ
3/4/2020

Απίστευτες ιστορίες με τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνη

Τι θα κάνατε με τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνης του πλανήτη; Πώς θα τα καίγατε; Τι όνειρο θα θέλατε να ζήσετε (ή να ξαναζήσετε;). Πού θα βρισκόσασταν όταν θα έκανε το τελευταίο "βήξιμο" και θα έσβηνε για πάντα η μοτοσυκλέτα σας; Εμείς κάτι σκεφτήκαμε...

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης.

Honda PC-50 με τετράχρονο κινητήρα 50 κυβικών και πετάλια. Καταναλώνει ένα λίτρο για κάθε ενενήντα χιλιόμετρα με μέση ταχύτητα 25km/h

 

Αθήνα - Everest με 10 λίτρα

Του Χρήστου Πατεράκη

Ευτυχώς ο μόνος περιορισμός μου είναι τα δέκα λίτρα. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, μου είναι υπεραρκετά για να πραγματοποιήσω το ταξίδι των ονείρων μου, έστω και αν αυτό θα γίνει με μοτοποδήλατο

Έτσι κι αλλιώς, τα μισά πράγματα απ’ όσα έπρεπε θα έπαιρνα. Όχι πως δεν έχω χώρο στο μικρό Honda PC50 του 1969, απλά είναι θέμα νοοτροπίας. Άλλωστε τα δέκα λίτρα επιβάλουν fast and light λογική. Ξεχνάω λοιπόν τριβάλιτσα, σαμάρια και tank bag, και τα αγαπημένα μου και πιστά ορειβατικά σακίδια φορτώνονται το ένα στην πελώρια σχάρα, και το άλλο μπροστά ανάμεσα στα πόδια για να παίζει και τον ρόλο του φέρινγκ στις μεγάλες και βαρετές ευθείες της εθνικής. Δεν έχω ιδέα για το πότε θα φτάσω, αλλά σας παρακαλώ πολύ μην με πιέζετε. Αρκετά έχω κουραστεί τόσα χρόνια με κάθε λογής δίτροχο, δίχρονο και τετράχρονο, προσπαθώντας να πάω γρήγορα σε δρόμους και πίστες, σε χωράφια βουνά και εθνικές.

Αφήστε με να αφουγκραστώ με κάθε τελετουργία τον ήχο της εξάτμισης, τον κραδασμό στο τιμόνι και τη μοναδική αίσθηση, όταν περιστρέφοντας με το χέρι το γκριπ του γκαζιού, αυτό που καβαλάω προχωράει, παράγοντας και τον χαρακτηριστικό ήχο. Χωρίς καμία προσπάθεια και χωρίς να βλέπουμε κάτι. Μια αίσθηση μοναδική, που πολύ γρήγορα τη θεωρούμε δεδομένη. Όταν για πρώτη φορά ανέβηκα σε μηχανάκι (Honda C50), άνοιξα το γκάζι κι αυτό προχώρησε, εκστασιάστηκα. Αυτή λοιπόν την έκσταση θέλω να νιώσω όσο περισσότερο γίνεται, και αυτό είναι το πρώτο που θα μου λείψει αν σταματήσουν ποτέ να υπάρχουν μοτοσυκλέτες που καίνε βενζίνη. Φέρτε λίγο στο μυαλό σας πόσο ωραία αίσθηση είναι να παίρνει ξανά μπροστά η μοτοσυκλέτα σας αφότου είχε μείνει από βενζίνη, και θα καταλάβετε τι εννοώ.

Everest έρχομαι...

 

Κιόλας έφτασα στα πρώτα διόδια. Μου πήρε τέσσερις ώρες περίπου κάνοντας πετάλι μέχρι εδώ, αφού μόνο όπου είναι άκρως απαραίτητο βάζω τον κινητήρα σε λειτουργία. Βάσει υπολογισμών και μέσης κατανάλωσης του PC, τα 10 λίτρα επαρκούν για σχεδόν χίλια χιλιόμετρα. Ούτε καν το ένα τρίτο για την απόσταση που έχω να διανύσω... αλλά δεν με νοιάζει. Έτσι θα εκτιμήσω το κάθε ml καύσιμου τόσο πολύ, που κάθε φορά που θα βάζω σε λειτουργία τον κινητήρα θα είναι σαν να οδηγώ μοτοσυκλέτα για πρώτη φορά. Ξανά και ξανά θα νιώθω και θα εκτιμώ την αίσθηση του “ανοίγω το γκάζι και προχωράω” και αυτό για χιλιάδες χιλιόμετρα, σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, και μάλιστα με στόχο να φτάσω στο υψηλότερο μέρος του κόσμου.

Στις κατηφόρες και τις ευθείες ο κινητήρας απλά δεν χρειάζεται

 

Με αυτές τις σκέψεις στην πίσω πλευρά του μυαλού, είμαι κιόλας τρεις μέρες μετά στα Τέμπη. Έχει μποτιλιάρισμα από το μπλόκο που κάνουν οι αγρότες, αλλά βλέποντας από μακριά ένα τύπο με ένα μικροσκοπικό μηχανάκι τίγκα φορτωμένο να κάνει πετάλι, έβγαλαν τα τρακτέρ, σκούπισαν τον δρόμο, ενώ μου φόρτωσαν και ένα δεκάκιλο καρπούζι για κολατσιό στον δρόμο. Άμα πηγαίνεις σιγά έχεις και τα τυχερά σου.

120 χιλιόμετρα σπρώξιμο στη θάλασσα των πάγων

 

Δεν έχουν περάσει ούτε δύο μήνες και είμαι στην πρωτεύουσα της Τουρκίας. Δυστυχώς έχω φάει ένα ολόκληρο λίτρο βενζίνης και έχω αποφασίσει ότι από εδώ και στο εξής θα κάνω οικονομία. Θα βάζω τον κινητήρα σε λειτουργία μόνο όταν η κλίση του δρόμου είναι πολύ μεγάλη, και στον υπόλοιπο δρόμο μόνο πετάλι. Άλλωστε πρέπει να βελτιώσω ακόμα περισσότερο τη φυσική μου κατάσταση για την ανάβαση στο Everest. Άσε που άμα βάζω τον κινητήρα σε λειτουργία, θα φτάσω γρήγορα στο βουνό και θα είναι περίοδος μουσώνων, και δεν θα μπορώ να ανέβω αμέσως. Δεν πειράζει, αργά βαδίζω ζωή κερδίζω.

Το Base Camp είναι ο τελευταίος σταθμός για το PC. Από εκεί και πάνω με τα πόδια...

 

Εδώ στο Αφγανιστάν που βρίσκομαι τώρα, βρίσκεται ταυτόχρονα και ο χειμώνας. Οι δρόμοι έχουν κλείσει από τον πάγο, αλλά ευτυχώς έχω χειμερινό εξοπλισμό και δεν με νοιάζει και τόσο. Έχω φορέσει στα πόδια τα κραμπόν που είχα για το βουνό (πρόσθετα καρφιά που μπαίνουν στις μπότες για να καρφώνουν στον πάγο) και πλέον σπρώχνω το μηχανάκι με τα πόδια. Όταν το χιόνι και ο πάγος επιτρέπουν να καβαλήσω, τότε να δεις το πόσο εκτιμώ όχι μόνο το γκάζι, αλλά και τη μαγεία της περιστροφής του τροχού. Προχθές σταμάτησα το σπρώξιμο και καβάλησα το μηχανάκι μετά από 120 χιλιόμετρα. Εκεί να δεις χαρά και συγκίνηση, όταν η ταχύτητα μου σε μια κατηφόρα ξεπέρασε τα 45 χιλιόμετρα την ώρα. Είχα σχεδόν ξεχάσει το πόσο ωραία είναι να κάθεσαι πάνω σε δύο ρόδες και αυτές να σε “πηγαίνουν”.

Είναι χωματερό το PC

 

Όταν μάλιστα έφτασα σε μια μεγάλη ανηφόρα, αποφάσισα να το γιορτάσω βάζοντας όχι μόνο μπροστά τον κινητήρα αλλά ανοίγοντας και τέρμα το γκάζι! Είχα πολλούς μήνες να πάω με πάνω από δώδεκα χιλιόμετρα την ώρα σε ανηφόρα, και η αδρεναλίνη έτρεχε σαν καταρράκτης από κάθε αδένα μου. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει και να περιστρέφεται σαν τετρακύλινδρο 250, ενώ έβγαινα τόσο δυνατά από κάθε στροφή, που ενστικτωδώς πίεζα το εξωτερικό πετάλι για να μην “φάω” highsiding...

Μετά το PC ανέλαβαν τα πόδια...

 

Δεν ξέρω πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που ξεκίνησα, αλλά πλέον όλα μου τα μαλλιά είναι άσπρα, πρωταθλητής MotoGP είναι ο Nicola Kanepa, και εγώ συνεχίζω ακατάπαυστα το πετάλι. Έχει πάψει πλέον να με αγχώνει ο χρόνος, άλλωστε δεν με πήραν και τα χρόνια και ακόμα και μεσήλικας θα μπορέσω να ανέβω στο Everest. Είμαι μια ανάσα πριν από την Ινδία και το Kathmandu και πιστεύω ότι μέσα σε αυτή τη χρονιά θα ξεκινήσω την ανάβαση. Το μηχανάκι μου είναι ακόμα σε άριστη κατάσταση και το μόνο που αλλάζω σε κάθε μεγάλη πόλη που διασχίζω, είναι πετάλια και δισκοβραχίονες. Για το μοτέρ ούτε λόγος. Δουλεύει σαν ραπτομηχανή. Είχα να το βάλω μπρος 2,5 μήνες και προχθές πήρε με την πρώτη πεταλιά!

Έχω αρχίσει να φοβάμαι ότι η λίγη και μονάκριβη βενζίνη που μου έχει απομείνει, μπορεί να αρχίσει να εξατμίζεται και αυτό με αναγκάζει να πάω λίγο πιο γρήγορα. Παραλίγο να με γράψουν για υπερβολική ταχύτητα στα σύνορα της Ινδίας. Έχει για τα καλά ξεπροβάλει πίσω από την πόλη η πελώρια κορυφή και νιώθω ότι όλο και πλησιάζω στον στόχο μου. Καθώς “πεταλάρω” εδώ και μια εβδομάδα σε κάτι ατελείωτες ανηφόρες, κάνω έναν μικρό απολογισμό. Καταναλώθηκαν όπως θα έπρεπε τα χιλιάδες λίτρα βενζίνης που πέρασαν από τα χέρια μου; Στο μυαλό μου τρέχουν δρόμοι και ποτάμια στην Αλβανία, στη Σερβία και στον Βαρνούντα, πίστες υπέροχες στην Πορτογαλία, αγώνες μονοπάτια και ειδικές στη Ρουμανία, αλλά και μάχες στις Σέρρες και τα Μέγαρα με την καρδιά να χτυπά με μανία.

Ευτυχώς οι μεγάλες διαστάσεις των τροχών, επιτρέπουν την άνετη κίνηση και στο χώμα. Η ταχύτητα σε αυτές τις ευθείες ξεπερνούσε τα οχτώ χιλιόμετρα την ώρα

 

Την ώρα που ένα μεγάλο χαμόγελο έχει σχηματιστεί στα χείλια και την καρδιά από τις παραπάνω σκέψεις, θα αρχίσω να νιώθω τις χαρακτηριστικές διακοπές που κάνει ο κινητήρας όταν μένει από βενζίνη. Αυτό ήταν. Τα δέκα ολόκληρα λίτρα μου έχουν λάβει τέλος. Αφήνω στην άκρη του δρόμου το μικρό μου μοτοποδήλατο, βάζω σε μια όμορφη γωνιά στην καρδιά και στο μυαλό το κομμάτι μοτοσυκλέτα, φορτώνομαι τα σακίδια και φεύγω για νέες συγκινήσεις...

Έτσι έγινα μετά την ανάβαση στο Everest

 

Hugh, άνοιξέ μου!

Του Θάνου Αμβροσιάδη Φελούκα

Η πολιτεία της California ήταν η πρώτη που απαγόρευσε τα οχήματα με κινητήρες εσωτερικής καύσης. Πρωτοπόρος στην εναλλακτική κίνηση, όπως ονομαζόταν αρχικά, και προνομιούχα στον τομέα της ηλιακής ενέργειας, λόγω γεωγραφικής θέσης, σήμανε από νωρίς την έναρξη της αλλαγής

Στο Los Angeles, ένα από τα κέντρα επιρροής της παγκόσμιας κοινής γνώμης, δεν άκουγες τίποτα στις πηγμένες από κίνηση λεωφόρους, παρά μόνο τον ήχο από τους ανεμιστήρες που προσπαθούσαν να κρατήσουν ψυχρές τις μπαταρίες των οχημάτων. Ο Mat μου είχε τηλεφωνήσει τρεις φορές για το παλιό Nissan Maxima που ήταν στο όνομά μου και είχα αφήσει στο γκαράζ του, για να έχω ένα μέσο μετακίνησης όταν πήγαινα, αλλά αυτή τη φορά δεν σήκωνε αντιρρήσεις. “Ούτε μεσάζοντες, ούτε δικηγόροι, γιατί καθυστερούν πολύ και δεν υπάρχει άλλη προθεσμία. Παίρνεις το πρώτο αεροπλάνο, έρχεσαι εδώ και την ίδια μέρα το πας στη μάντρα για καταστροφή... Α, να μην το ξεχάσω, φεύγοντας μην αφήσεις τίποτα άλλο σπίτι μου”. Λίγο ο τρόπος που έκλεισε το τηλέφωνο, λίγο η σκιά της φήμης για τις διασυνδέσεις του σε ένα μικρό νησί της Ιταλίας, που δεν είναι μακριά από την Αθήνα με ένα γρήγορο ταχύπλοο, όπως του άρεσε να με εκφοβίζει όταν του σκάρωνα καμιά πλάκα, και ήμουν πράγματι στο πρώτο αεροπλάνο.

Ο συνδυασμός αυτός είναι που θα μας λείψει: Μοτοσυκλέτα που παραδίδει σεμινάρια και καλή άσφαλτος. Πότε τα ηλεκτρικά θα φτάσουν σε αυτό το επίπεδο;

 

Πάρ’ το να μη το βλέπω!

Εγκάρδιο δεν τον περίμενα όταν έφτασα, αλλά πάλι και αυτός δεν με περίμενε καθόλου, παρά τις απειλές. Είχα όμως τόσους φίλους να δω και καμιά δεκαριά απλήρωτα, τοκιζόμενα, πρόστιμα παράνομης στάθμευσης (μέχρι που έστειλα τον Mat να μαζέψει το Maxima) που αυτό ήταν απλώς η αφορμή. Ανοίγω την πόρτα του χρυσαφί Nissan και αμέσως οι αυτόματες ζώνες ασφαλείας μετακινούνται μπροστά. ”Καλά, πηγαίνεις βόλτες με αυτή τη βλακεία και δεν έχει αδειάσει ακόμα η μπαταρία;” -“Τι βόλτες, είσαι σοβαρός; Και πού να βρω βενζίνη; Έχω και άλλες τέτοιες μπαγκατέλες εκεί πίσω και περιμένω να έρθουν να τις μαζέψουν. Δεν έχω πλέον που να αράξω τις κιλοβατώρες μου”.

Το Hypermotard είχε κερδίσει με το διαχρονικό του στιλ μια θέση στα ακριβά γκαράζ, τώρα όμως όλα αυτά δεν αξίζουν παρά μόνο ως ανάμνηση

 

Ένας σωρός από κουτιά φορτιστών έκρυβε αυτό που κάποτε ήταν μια αστραφτερή Camaro -και πάνω που πάω να του εξηγήσω ότι μπαγκατέλα ήταν η θερμοκοιτίδα που τον κρατούσαν μικρό και γι’ αυτό αναφέρεται έτσι για τη βασίλισσα των muscle cars, χάνω το μισό του ανθρώπινου ηλεκτρικού φορτίου. Black out. Σκονισμένο και με τρεις μικρές γρατσουνιές στο δεξί πλαστικό, από έναν ξεκοιλιασμένο σταθεροποιητή τάσης που ο αχρείος είχε πετάξει πάνω του, ακουμπούσε στον τοίχο ένα ολοκαίνουριο, κόκκινο, Ducati Hypermotard 1100S.

“Αυτό, ρε τριφασικέ, πού το βρήκες;” -“Μη μου το θυμίζεις! Μια φορά με κορόιδεψαν στη ζωή μου! Το πήρα έναντι αμοιβής από έναν Ιταλό εστιάτορα που δεν πλήρωνε (κλείνει πονηρά το μάτι) και αμέσως μετά βγαίνει αυτός ο νόμος! Κάθεται εκεί τόσο καιρό και δεν μπορώ να το διώξω από πάνω μου, ποιος να το κόψει για ανταλλακτικά!” Μου αρέσει αυτή η μοτοσυκλέτα γιατί παντρεύει όσο καμιά άλλη τον χουλιγκανισμό με το “κυριλέ” και τον δυναμισμό με την ομορφιά. Η έκπληξή μου ωστόσο πήγαινε στη σπανιότητα της στα παράλια του Ειρηνικού. Δεν περιμένεις να δεις το λεπτό Hyper, ακόμα και στο γκαράζ ενός Ιταλού μαφιόζου, καθώς αδυνατούν οι ευτραφείς Αμερικάνοι να κατανοήσουν την πλήρη έκταση του όρου μοτοσυκλέτα. Με βλέπει που κοιτάω αποσβολωμένος και γρήγορα η συζήτηση πηγαίνει στα πράγματα που αναπολεί ο καθένας και σε ανεκπλήρωτα όνειρα. “Θα μου λείψουν”, του λέω, “οι βενζινοκινητήρες με τους κραδασμούς, τον θόρυβο των εξατμίσεων, όλη γενικά η συμπεριφορά ενός μηχανικού συνόλου που σε κάθε περιστροφή του γκαζιού, σου δείχνει ότι είναι ζωντανό”. Με κοιτάει με απορία. “Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό, αλλά αν υπάρχει κάτι που θα ήθελες να κάνεις μέχρι να φύγεις, πες το μου”. -“Λοιπόν, τώρα που το λες, το μόνο που δεν έχω κάνει σ’ αυτή την καταραμένη πόλη είναι να πάω σε ένα από τα πάρτι του Hugh Hefner!”

Hugh, είσαι αρχηγός

Είχαν περάσει κάτι περισσότερο από δύο χρόνια από την επίσκεψή μου στο πιο φωτογραφημένο σπίτι του κόσμου, την έπαυλη του Playboy, και μετρούσα ακόμα απωθημένα. Η ακριβή είσοδος για τους τουρίστες επιτρέπει την ξεναγούμενη περιήγηση στη gothic έπαυλη των τριάντα δωματίων, σε χώρους που είναι ουσιαστικά τα γραφεία των ογδόντα περίπου υπαλλήλων που ασχολούνται με τη διεύθυνση του χώρου και με τις εργασίες των πολυάριθμων τμημάτων των εκδόσεων που εδρεύουν εκεί. Στην καλύτερη περίπτωση, ενισχύεις λίγο τη φαντασία σου με όλα όσα έχεις ακούσει για τον απόηχο του ρωμαϊκού κόσμου στη σύγχρονη εποχή, αλλά δεν πρόκειται να δεις τίποτα. Ο glamour μικρόκοσμος των ιδιωτικών πάρτι με τις υπέροχες παρουσίες και τα εξωτικά κοκτέιλ, βρίσκεται μία καγκελόπορτα μακριά -και χρειάζεσαι ειδική πρόσκληση, ακόμα και αν απλώς είσαι εκεί με λευκό T-shirt για να σφουγγαρίσεις το πρωί το πάτωμα.

Δεν ασπάζομαι απαραίτητα αυτόν τον τρόπο ζωής, αλλά έχοντας περάσει πολλές φορές από το κομμάτι της Sunset Boulevard που διασχίζει το Bel Air, δεν μπορούσα παρά να χαράξω στη μνήμη μου την κλειστή δεξιά που στο απέναντι ρεύμα διασταυρωνόταν με έναν μικρό δρόμο, από τον οποίο συχνά ανέβαινε ήχος δυνατής μουσικής. Μαρτυρία ενός συνεχούς πάρτι που τραβά σαν τις Σειρήνες, ακόμα και αυτούς που ως διασκέδαση νοούν μια θεματική βραδιά για τις υψίφωνους και το έργο τους στη σύγχρονη μουσική παιδεία. “Ούτε γι’ αυτό μπορώ να κάνω κάτι”, με προσγειώνει απότομα ο Mat και φεύγει για να καλέσει τον γερανό των 480Volt να πάρει το Nissan.

Μένω μόνος με το παλιό μου αυτοκίνητο και για τελευταία φορά δοκιμάζω να γυρίσω το κλειδί. Με μισό δευτερόλεπτο καθυστέρηση, και νωχελικά, η μπαταρία δίνει ρεύμα ξυπνώντας τον κινητήρα. Περιμένω να σβήσει, όμως ο δείκτης βενζίνης ανεβαίνει μέχρι την πρώτη ένδειξη. Δεν είναι πολύ, αλλά λόγω εποχής σκέφτομαι ακόμα και να τα βγάλω στη μαύρη αγορά. Και τότε μου ‘ρχεται: Ποιος δεν θα ήθελε μια τελευταία αναζωογονητική βόλτα; Μήπως αυτή η μικρή αίσθηση παρανομίας ήταν αρκετή, για να προσφέρει κάτι περισσότερο στην ξένοιαστη ρουτίνα των θαμώνων της έπαυλης του Hugh Hefner; Πέθαινα για μια τελευταία βόλτα με το Hyper, στους δύο από τους ελάχιστους δρόμους που έχουν μια ενδιαφέρουσα χάραξη και προσφέρονται για βόλτα: Τη Mulholland Drive και το κομμάτι της Sunset Boulevard μετά το Beverly Hills, που στενεύει και περνά μέσα από τα ιδιωτικά παλάτια των Κροίσων, σε μια φιδωτή διαδρομή μήκους ελάχιστων χιλιομέτρων μέχρι να ξαναγίνει λεωφόρος.

Χωρίς να σκεφτώ πολύ τις επιπτώσεις, ρουφάω τη βενζίνη από το Maxima με μια τρόμπα θαλάσσης που είχε ο Mat μέσα στο παρατημένο φουσκωτό, και την αδειάζω σε ένα μεγάλο εικοσάλιτρο μπιτόνι. Γεμίζει μέχρι τη μέση και το μεταγγίζω στο Hyper. Πατάω το μπουτόν της μίζας και δεν υπάρχει καμία αντίδραση. Το Ducati κοιμάται. Αρπάζω τον εξοπλισμό που περιμένει πάντα στο πιστό Maxima και φεύγω στην κατηφόρα. Με τρομάζει ένας από τους γείτονες που με ανοιχτό κράνος και σαγιονάρα έρχεται δίπλα μου με ένα όχημα που θυμίζει ακρίδα: “Ωραίο το έχεις κάνει. Ρετρό! Πόσα Volt είναι” -“Δεν είναι ρετρό ρε βλάκα, its the real deal!” του κάνω και αφήνω τον συμπλέκτη. Μπράουου! Το Ducati ξυπνά στέλνοντας την τρομαγμένη ακρίδα να κάνει πιρουέτες στο parking των KFC.

Περνάω πάνω από τον αυτοκινητόδρομο Hollywood Freeway και ανεβαίνω τη Mulholland Drive, προς την κορυφογραμμή των βουνών της Santa Monica. Οι οδηγοί των άλλων οχημάτων καταλαβαίνουν τι συμβαίνει αφού τους περάσω, και φρενάρουν απότομα κοιτώντας τον καθρέφτη τους. Μαγευτική θέα μέχρι τη θάλασσα και υπέροχες στροφές, με το Ducati να γλιστρά στην είσοδό τους πάνω στα απάτητα ξερά λάστιχα. Νιώθω ζωντανός και πάλι! Στρίβω αριστερά ακολουθώντας έναν από τους φιδίσιους δρόμους που κατηφορίζουν μέσα από τα φαράγγια, και σε δέκα χιλιόμετρα είμαι στη Sunset. Ξανά αριστερά στην Charing Cross και είμαι μπροστά στην έπαυλη.

Μαρσάρω αντί να μιλήσω στον ψεύτικο βράχο, που κρύβει μέσα του το θυροτηλέφωνο και σύντομα έχει μαζευτεί αρκετός κόσμος, μαζί με τους άντρες ασφαλείας. Σβήνω και κατεβαίνω. “Προσφέρω τσάμπα δυνατή περιπέτεια, σε όποιον γενναίο θέλει να τον πάω μια τελευταία βόλτα. Είναι η τελευταία μου βενζίνη και η τελευταία σας ευκαιρία”. Με κοιτάνε σαν χαζοί και ετοιμάζονται να μου γυρίσουν την πλάτη, μέχρι που η πιο μικρή της παρέας σπάει τη σιωπή. “Εγώ θέλω μια βόλτα”, φωνάζει ενθουσιασμένη και ξεσηκώνει και τις άλλες. Η ζήτηση είναι τελικά ανέλπιστα μεγάλη και κανονίζουμε μια σύντομη βόλτα στα γύρω στενά, με στάσεις τύπου pit stop για αλλαγή συνεπιβάτη.

Τεντιμπόηδες

Το Ducati βγαίνει ξανά στη Sunset με σούζα και γεμίζει τις ταχύτητες. Η κόρνα δεν είναι απαραίτητη, οι οδηγοί κάνουν στην άκρη τρομαγμένοι και για πρώτη φορά οι κραδασμοί στο άνοιγμα του γκαζιού είναι καλοδεχούμενοι. “Είχα ξεχάσει πως είναι να καβαλάς κάτι που το νιώθεις να δουλεύει” φωνάζει η Allis, καθώς μπαίνουμε με ένα μικρό ντριφτ στο πάρκο Holmby από την είσοδο των ποδηλάτων. Οι πάπιες φεύγουν τρομαγμένες και για πρώτη φορά σκέφτομαι ότι αυτό που γίνεται, είναι η επιτομή του παλιμπαιδισμού και μέγιστη βλακεία, αλλά πριν αρχίσουν οι τύψεις ξηλώνουμε μια ξύλινη πινακίδα με την ένδειξη “For Sale” βγαίνοντας στη Mapleton.

Η βίλα του αποθανόντος Aaron Spelling πωλείται για 150 εκατομμύρια, και πάνω που ο μεσίτης εξηγούσε σε κάτι τύπους με κελεμπίες πόσο ήσυχη περιοχή είναι, το Hypermotard αφήνει μια δυνατή τσιρίδα από το πίσω λάστιχο χρησιμοποιώντας το driveway για να πάρει τη στροφή. Γεμίζουν μαύρα ζεστά στίγματα και νιώθω ότι πήρα μερικές σταγόνες από το αίμα μου πίσω, για τις υψηλές τιμές της βενζίνης που τους εξασφάλισαν από τότε τα χρήματα να αγοράζουν τέτοια σπίτια. Ξεφορτώνω, φορτώνω και πάλι από την αρχή, σε μια διαδρομή που μοιάζει με όνειρο. Η μοτοσυκλέτα που ονειρευόμουν, με συνοδεία που δεν σκεφτόμουν να ονειρευτώ, και οι δρόμοι δικοί μου. Φυσικά και δεν τον είχα ακούσει να πλησιάζει -τον κατάλαβα μόλις πάτησε τη σειρήνα αναπηδώντας στη σέλα από την τρομάρα μου, με τη Jessica να μου μπήγει τα νύχια στα πλευρά απ’ το φόβο της. Τι “pull over” και ζακέτες, δεν άκουγα τίποτα. Σιγά μην το άφηνα να τελειώσει εδώ. Ανοίγω τέρμα το γκάζι, αλλά δεν ξεκολλάω από δίπλα του. Έχουν φοβερή επιτάχυνση τα ηλεκτρικά, αυτό δεν χωρά αμφισβήτηση. Mπαίνουμε μαζί στην επόμενη στροφή. Το Ducati πλαγιάζει οριακά και περνά ξυστά από τον εμπρός τροχό της ηλεκτρικής μοτοσυκλέτας του μπάτσου, που φεύγει ευθεία στη στροφή. Με 150 κιλά σε μπαταρίες, έχει σίγουρα αυτονομία αλλά από συμπεριφορά τίποτα. Χώνεται στους θάμνους και το μόνο που ακούγεται είναι το “φριιιτ” των φύλλων και ο ήχος των αναρτήσεων που τερματίζουν. Γελοίο πραγματικά.

Τα μακριά γυμνά πόδια της Lori που ανεβαίνει πίσω μ’ ένα σάλτο, μου δίνουν όσες προφάσεις χρειαζόμουν για να συνεχίσω, γράφοντας γύρους ανάμεσα σε κινούμενα ηλεκτρικά εμπόδια. Τη φόρα μου κόβει ένας κουστουμαρισμένος κύριος που πετάγεται μπροστά, κουνώντας έντονα τα χέρια. “Άσε με να το μυρίσω λίγο ρε φίλε! Τι έγινε, βρέθηκε κοίτασμα κάπου; Άσε να πάρω τη δόση μου!” Τελικά δεν ήμουν ο μόνος χαζός, είχε και άλλους -ωστόσο, ήθελα να βάλω τα κλάματα. Το λαμπάκι της ρεζέρβας είχε ανάψει εδώ και ώρα και περίλυπος σταμάτησα τις βόλτες, αποχαιρετώντας τα κορίτσια. Θα το παρατούσα λίγο πιο κάτω γυρνώντας με τα πόδια, όταν βλέποντάς με σε αυτή την κατάσταση, με προσκάλεσαν μέσα για ένα ποτό.

The party is here!

Σε μια από τις ελάχιστες βίλες με άδεια ζωολογικού κήπου, πίνουμε το ένα κοκτέιλ μετά το άλλο, δίπλα στην πισίνα με τους καταρράχτες και το τεχνητό νησί, ακούγοντας τα τιτιβίσματα των πουλιών. Τι άλλο μπορούσε να ζητήσει κανείς για τελευταία βόλτα; Σε ένα απόγευμα είχα κάνει βλακείες και γνωριμίες για πολλά χρόνια, με το πάρτι μόλις να ξεκινάει. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, τα περιλουσμένο με βότκα Hypermotard πυρπολείται στο μέσον του γηπέδου τένις, σηματοδοτώντας το αποκορύφωμα ενός πάρτι που εξελίχτηκε σε γιορτή των zero emissions vehicles”. Ό,τι δεν μπορείς να κρατήσεις κοντά σου, πρέπει να το αποχωρίζεσαι για πάντα με ένα μεγάλο πάρτι. Να το χαίρεσαι αντί να λυπάσαι, να παίρνεις έτσι τη γλυκιά απόφαση να μην ασχοληθείς ποτέ ξανά μαζί του, με μια μεγάλη γιορτή αποχωρισμού. Σαν τους Μεξικάνους, που στην κηδεία οργανώνουν γιορτή για όλα όσα έζησε ο αποθανών και όχι μοιρολόι. Είχα για πάντα ξεμπερδέψει με τους βενζινοκινητήρες, όμως από τον Mat ακόμα κρύβομαι. Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι τον βοήθησα να ξεφορτωθεί κάτι που είχε για πέταμα, και μου απάντησε φωνάζοντας στο ακουστικό ότι έχει και μια μπετονιέρα που δεν χρειάζεται και θα ήθελε να τον βοηθήσω να τη στείλει στον πάτο της θάλασσας... Αχάριστοι μερικοί άνθρωποι...

Χάσκυ μου το μαντήλι σου

Του Βασίλη Καραχάλιου

Πρέπει να βρω ένα κουτί διχρονόλαδο KVAS συνθετικό, εκείνο με το εκπληκτικό μπλε ελεκτρίκ χρώμα. Εδώ που τα λέμε, τι να το κάνω ολόκληρο, δέκα λίτρα βενζίνη έχω, εκατό κυβικά εκατοστά μου φτάνουν, το Husqvarna μου δούλευε μια χαρά με 1%. Εκατό κυβικά εκατοστά λάδι που θα ρίξω σιγά-σιγά στο ρεζερβουάρ, για να διαλυθεί, και θα το κοιτάω από πάνω να πέφτει σαν μπλε κλωστή και να στριφογυρίζει και να διαλύεται και να βάφει τη βενζίνη (και το ρεζερβουάρ: Άσπρο ήταν, προς το γαλάζιο είχε γίνει.) Τριακόσιες ογδόντα πέντε χιλιάδες το είχα πληρώσει το 1985. Χουσκβάρνα ντάμπλιγιου αρ τετρακόσα. Να το λες και να γεμίζει ο στόμας σου. Σαν γύφτικο σκεπάρνι το καμάρωνα. Και προέκταση εμπρός φτερού κίτρινη, και προστατευτικά καλαμιών, και χούφτες σαν αφτιά ελέφαντα, και γκριπάκια μπλε, κινητή διαφήμιση της Σουηδίας ήταν.

Mην ξεγελαστεί κανένας, τώρα που η μοτοσυκλέτα είναι κοινός τόπος. Τότε, ένα εντούρο, και μάλιστα ένα τετρακοσίων δίχρονων κυβικών, δεν πέρναγε απαρατήρητο. Το αντίθετο. Δέος είναι η σωστή λέξη, και για αυτούς που το έβλεπαν, και για αυτούς που το οδηγούσαν. Απ’ το εργοστάσιο ερχόταν ρυθμισμένο πολύ πλούσια, με πολύ μακρύ γρανάζωμα και σχετικά κλειστό τσιμπουκόφωνο. Ήθελε το Mikuni του slide που λες τριάρι, το σιλανσιέ το μοτοκρός, γρανάζ’ δεκαπεντάρι. Και μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, τον Σουηδό λεβέντη.

Ειδικά όταν έβγαινε παρέα με κάτι αλάνια φίλους του, κάτι Μοντέζα τρία εξήντα ήτα εφτά, τότε αντιλαλούσαν τα βουνά και κοβόταν η περίοδος απ’ τα πουλάκια, τα γαλάρια μέναν στέρφα κι οι μανάδες μάζευαν τις κόρες τους στο σπίτι. Αν κοιτάξετε στο Google Earth, κάπου στα Άγραφα, μετά τα Βραγγιανά, υπάρχει ακόμα ένα αγροτικό σταματημένο στη μέση του χωματόδρομου, εικοστρία - εικοστέσσερα χρόνια τώρα, με τον μπάρμπα μαρμαρωμένο στο τιμόνι. Το μούσι του έχει φτάσει πια στα πόδια του, κι αυτός εκεί, με τα μάτια γουρλωμένα σαν πιατάκια του καφέ, να ψελλίζει κάτι ακατάληπτο για το κακό που τον βρήκε. Τρίχες. Το μόνο που είχε περάσει από δίπλα του ήταν ένα ντάμπλιγιου αρ από αριστερά κι ένα ήτα εφτά από δεξιά, σε πλήρη επιτάχυνση μετά από στροφή με τρίτη. Ποιος να έκοβε και γιατί; Σιγά μην κλείναμε το γκάζι. Αυτός τι ήθελε κι ερχόταν ανάποδα;

Θα τα πάρω τα δέκα λίτρα μου, και θα τα μοιράσω σε δύο μπιτόνια. Με το πρώτο, θα πάω εκεί στον κάμπο, κατά τον Αλήφακα, και θα περιμένω. Να ρίξει μια μπόρα ανοιξιάτικη, και να μυρίζει το χώμα όπως μόνο το χώμα του κάμπου μπορεί να μυρίσει. Μια - δυο μανιβελιές, νταν-νταν-νταν η στακάτη πιστονιά της διχρονίλας, και θ’ αμοληθώ στους χωματόδρομους πάνω από τ’ ασμάκια. Γιατί αυτό το μηχανάκι κάνει πολύ καλά κάτι που τα σημερινά δεν κάνουν: Μπορεί να πηγαίνει τελικιασμένο στους χωματόδρομους, και να ζεις για να πεις την ιστορία. Στην άσφαλτο, με τα τρακτερωτά του, πήγαινε πιο γρήγορα από κάτι Opel Corsa της εποχής που έδειχναν εκατόν εβδομήντα κάτι στα κοντέρ τους, Λάρισα - Βόλο και το Χάσκυ να φτάνει πρώτο. Με το δικό του το κοντέρ, δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος, εκατόν σαράντα - διακόσα έδειχνε, λέμε πως τα 180 τα πήγαινε.

Και δεν κόλλαγε, σημαντικό αυτό. Το φρικαλέο ήταν όταν τα πήγαινε και στο χώμα, με το πλαστικό φτερό να πηγαίνει πέρα - δώθε, με το τιμόνι που κι αν το κούναγες ο τροχός δεν άκουγε, τόσο λαστιχάριζε σ’ αυτά τα χιλιόμετρα το πιρούνι, αλλά δεν σε πέταγε κάτω, τελείωνε και την έκτη του, κι αν δεν είχε τελειώσει το κουράγιο σου και κράταγες το γκάζι τέρμα, πέρναγες σε μια άλλη διάσταση της οδήγησης μοτοσυκλέτας. Πώς δείχνουν στις ταινίες τ’ αστέρια απ’ το παρμπρίζ του διαστημόπλοιου, να περνάνε όλο και πιο γρήγορα, να γίνονται συνεχόμενες γραμμές και μετά κάτι σαν σωλήνας που οδηγεί στην άλλη άκρη του χωροχρόνου; Ε, κάτι τέτοιο. Μόνο τη γενική κατεύθυνση του χωματόδρομου προλάβαινες να αντιληφθείς, στο περίπου. Εκεί, δεν καταλάβαινες τα συνήθη, κάθε πότε πάταγε κάτω, αν πάταγε κάτω, αν ήταν λακκούβα αυτό που έκανε ένα ”γκαπ” ή κανένας τσοπάνος που πετάχτηκε ξαφνικά. Αυτό που σίγουρα καταλάβαινες όταν με το καλό σταμάταγες, ήταν πως ήσουν πολύ πιο ζωντανός απ’ ό,τι πριν, πως τα πόδια σου, παρά τις μπότες, πάταγαν πιο ελαφριά στα μαυρόια του κάμπου. Κι οι άλλοι που σε κοίταγαν σαν να έβλεπαν ένα περίεργο φως στα μάτια σου, αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουροι, αν έκανε παιχνίδια ο ήλιος ή ήταν πραγματικά κάτι σαν φως που πέρασε και χάθηκε. Αυτό το φως ελπίζω να βρω με τα πέντε μου λίτρα βενζίνης.

Αν είναι καθαρή η μέρα, τα βουνά φαίνονται να κυκλώνουν τον κάμπο, Κίσσαβος, Γκούρα κι Άγραφα, Κόζιακας, Χάσια κι Όλυμπος. Να κάψω πέντε λίτρα στους δασικούς του Κισσάβου, στα λασπωμένα Χάσια, ψηλά στον Όλυμπο, πού; Στη Θεσσαλία θα είναι, δεν το συζητώ, και τώρα που το σκέφτομαι η λίμνη του Μέγδοβα είναι ιδανικός τόπος, ειδικά όταν η στάθμη του νερού κατεβαίνει. Τότε, αποκαλύπτεται ένα μέρος από το οροπέδιο της Νεβρόπολης, που έκανε και χρέη αεροδρομίου στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, ένας παιδότοπος για εντουράδες κάθε ηλικίας. Εκεί, παίζαμε το παιχνιδάκι “πιάσε με αν μπορείς”, στις φλαταδούρες όπου η αντηλιά σε ξεγελάει και πιστεύεις πως δεν έχουν κανένα εμπόδιο.

Έτσι την έπαθα κι εγώ. Γέμιζα, γέμιζα ταχύτητες, κάτι σαν Bonneville salt flats με έλατα τριγύρω, με άλλους δίτροχους λυσσαγμένους κι έναν τετρακίνητο να με ακολουθούν. Όλα τέλεια, το Δισκοσβάρνα να τραγουδάει, εγώ να κοιτάω τον ορίζοντα, πάμε για ρεκόρ ταχύτητας επί προσχώσεων, το μυαλό μου και στον παππού που το προηγούμενο βράδυ στο καφενείο δάκρυζε, “...του είπα, καπετάνιο, άσε με να έρθω μαζί σου, δεν με πήρε, λίγες μέρες μετά τα μάθαμε, πάει ο Άρης...”, τι να έριχναν εδώ τα βράδια τα συμμαχικά αεροπλάνα, κασόνια με αριστερές μπότες;... Ίσα που το είδα. Κάτι σαν σημάδι, σαν σκιά, που όλο μεγάλωνε, “ρε λες να ’ναι χαντάκι, μου φτάνουν τα φρένα, δεν μου φτάνουν;” Πού φρένα, άντε γεια, πώς μου ’κοψε, κατέβασα μία, χοροπήδηξα άλλη μία να συμπιεστεί η ανάρτηση, τέρμα το γκάζι κι ό,τι γίνει, κι αυτό που έγινε ήταν πως πέρασα πάνω απ’ το χαντάκι, ίσα που κοπάνησε ο πίσω τροχός στην απέναντι όχθη.

Μόλις προσγειώθηκα έκανα κάτι παλαβά μπας και καταλάβουν όσοι έρχονταν από πίσω και φρενάρουν. Τα μηχανάκια το κατάφεραν, το αυτοκίνητο φρέναρε δέκα πόντους πριν την καταστροφή, κατέβηκε μέσα και βγήκε από την άλλη, τόσο πλατύ το χαντάκι, ένα μήκος αυτοκινήτου συν τις όχθες, εφτά - οχτώ μέτρα ήταν η πτήση μου. Θα πάω να το ξαναβρώ αυτό το χαντάκι. Θα περιμένω να πέσουν τα νερά, να στεγνώσουν οι λάσπες και θα το βρω. Το άλμα, αυτή τη φορά, θα το κάνω μόνος μου, χωρίς θεατές, χωρίς παρέα. Κι όταν το βρω και το περάσω γι’ άλλη μια φορά, δεν θα σταματήσω, θα συνεχίσω στις όχθες της λίμνης προς το Νεοχώρι, ένα απίστευτο παιχνίδι σε τραγανό αμμόχωμα, απύθμενες λάσπες και καφέ νερά. Ακόμα και με Barum πεντάρι, 5,00x18 παρακαλώ, ζοριζόταν το τετρακόσια στη λάσπη, άφηνε πίσω του χαντάκι βαθύ και παιζόταν αν θα βγεις απέναντι ή θα μείνεις εκεί για πάντα. Έχω στόχο όμως, και τα τελευταία μου πέντε λίτρα θα πρέπει να μου φτάσουν να κάνω μια ανάβαση στο Βουτσικάκι, ψηλά στην κορφή, και μετά να τσουλήσω κάτω για το δάσος με γυρισμένη ρεζέρβα.

Ξέρω που θα το κρύψω το μηχανάκι, είναι κάτι βράχια που θα το φυλάνε απ’ το πολύ χιόνι, κοντά στο κρυφό το δεντρόσπιτο πάνω στα έλατα.

Χρόνια μετά, κλιμάκια περιβαλλοντικών οργανώσεων θα χτενίζουν την περιοχή, με αφορμή κάτι ακατανόητες ιστορίες που λέγανε οι γιαγιάδες στα εγγονάκια τους, πως εκεί κατά την άνοιξη που λιώνουν τα χιόνια, ακούγεται ένα νταν-νταν-νταν βαθιά μέσα στο δάσος, αλλά κανείς δεν θα ξέρει πια τι ζώο είναι, κάτι σπάνιο σίγουρα, ίσως και το τελευταίο του είδους του. Χτενίζουν δεν χτενίζουν, το Χάσκυ αποκλείεται να το βρουν. Μου το σφύριξαν τα εγγονάκια και το έκρυψα αλλού, σε μια μικρή σπηλιά κοντά στις Πόρτες των Αγράφων. Κι έχει μείνει λίγη βενζίνη ακόμα στο φλοτέρ του καρμπιρατέρ, να δεις που θα πάρει μπρος και φέτος.

Το σωστό βάψιμο από τη μοτοσυκλέτα του Bazza θα είναι (παρατσούκλι του Sheene)
 

Γάμα

Για τρία γυράκια θα φτάσουν…

Πώς θα αξιοποιούσα τα τελευταία μου δέκα λίτρα βενζίνη; Οδηγώντας ένα Zoomer με ταχύτητα βαδίσματος για να κάνει πολλά χιλιόμετρα; Δεν θα έχει καθόλου πλάκα. Κάνοντας δυο σαραντάλεπτα με ένα δίχρονο motocross 250; Δεν έχω τα κατάλληλα χέρια. Μήπως να τα εξαφάνιζα σε δυο τρία περάσματα με ένα Top Fuel Dragster; Μπα, με βενζίνη δεν θα κατέβαινε χαμηλά ο χρόνος, θέλουν πιο σπιρτόζικα καύσιμα. Δεν είναι εύκολο να αποφασίσω τι θα τα κάνω, πού θα τα κάψω… Οδηγώ μοτοσυκλέτες καμιά εικοσιπενταριά χρόνια, και μερικά ακόμη. Έχω χαρεί με διάφορες, πολλές φορές. Έχω διασκεδάσει αντίστοιχα πολύ, ακόμη και φτιάχνοντας, ψάχνοντας. Έχω ακούσει ήχους από κινητήρες που έχουν εντυπωθεί ούτε κι εγώ ξέρω πόσο βαθιά στο υποσυνείδητο μου. Ο παλιότερος από αυτός στη μνήμη γράφτηκε κάπου στα εφτά μου χρόνια, ακριβώς πρωτοχρονιά.

Ήσυχο τότε το προάστιο της Αθήνας που έμενα, μόλις είχαν περάσει τα μεσάνυχτα και ήμουν έξω από το σπίτι, ακολουθώντας οδηγίες των γονιών μου για να κάνω το “ποδαρικό” της νέας χρονιάς. Τότε, στη σιγαλιά της νύχτας, που θα έλεγε κανένας νεορομαντικός, ο ήχος από κάποιο υπερκυβισμένο τετράχρονο με εξάτμιση 4 σε καμία άρχισε να ηχογραφείται στον ζωντανό σκληρό μου. Ήταν μακριά, ήταν δυο ή τρία χρόνια μετά το 1970 -δεν το είδα, αλλά υποστηρίζω με σιγουριά ότι ήταν Kawasaki Z900 με Kerker. Ο αναβάτης του γιόρταζε την έναρξη της νέας χρονιάς γεμίζοντας ταχύτητες στην ανηφόρα δίπλα στο άλσος του Συγγρού. Μ’ άρεσε αυτό που άκουσα, μου άρεσε και σαν πράξη. Μοναχική και ιδιαίτερη, ψιλο-προκλητική, για άλλους ενοχλητική, για μένα άξια προς μίμηση.

Ιδού μέρος από την αλήθεια. 17/06/2006, μόλις το παρέλαβα από τη μεταφορική και το βλέπω από κοντά για πρώτη φορά. Η ιστορία της προετοιμασίας για την εποχή χωρίς εμπόριο βενζινης άρχισε... 
 

Μήπως θα έπρεπε να φαντασιωθώ ότι με κάποιο μαγικό τρόπο θα αποκτούσα ένα γκαράζ με αγωνιστικά πολυκύλινδρα τετράχρονα από το ’60 (όπως το Honda 3RC164 -με τα ανοικτά μεγάφωνα), και μερικά δίχρονα από τη δεκαετία του ’70, τότε που δεν είχαν τσιμπουκόφωνα στις εξατμίσεις, όπως το Yamaha TZ700 του Agostini, και να έβαζα λιτράκι το λιτράκι σε ιδιαίτερες ημέρες ή νύχτες και να ξεσήκωνα ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο στο πόδι; Μπα, δεν λέει να μην οδηγήσεις με τα τελευταία δέκα λίτρα, άσε που αυτή η φαντασίωσή μου θα ενοχλεί άλλους, και είμαι συντηρητικός άνθρωπος εγώ, δεν θέλω τέτοια.

Δεν πιστεύω πόσο δύσκολο μου είναι να αποφασίσω τι θα ήθελα να τα κάνω αυτά τα δέκα. Να πήγαινα στη Νέα Ζηλανδία, να μου έδιναν να οδηγήσω ΤΗΝ υπέρτατη Britten; Ωραίο ακούγεται αλλά είναι σκέτη φαντασία -κι εγώ όπως είπαμε είμαι συντηρητικός και προσγειωμένος. Πρέπει να τα βάλω σε τάξη στο μυαλό μου, να αρχίσω να θυμάμαι τι μου έχει αρέσει πολύ, για να καταλήξω κάπου. Μου αρέσουν ήχοι από κινητήρες, είναι θεραπευτικό για την ψυχοσύνθεσή μου -όπως εκείνος που είπαμε ότι άκουσα μικρός, από το αερόψυκτο. Αερόψυκτο δεν θα με κάλυπτε, δεν θα έτρεχε αρκετά, δεν θα είχε αξιόλογη απόδοση, μια ειδική ισχύ της προκοπής δηλαδή.

Να τα έκαιγα με μια κορυφαία τεχνολογικά μοτοσυκλέτα; Την Ducati GP9 που έχει ελάχιστο πλαίσιο; Μπα, θα είναι πολύ ντελικάτη και απαιτητική και αν αυτά τα δέκα λίτρα είναι από τελευταία κατακάθια και μείνουμε με τη μπουκιά στο χέρι... Μπα, δεν μου κάνει για φαντασίωση, μένει μόνο σαν όνειρο, δεν έχει βάση να γίνει πραγματικότητα. Θέλει ψάξιμο για να βρω τι θα μου άρεσε. Θυμήθηκα μια κουβέντα με τον Διονύση Χοϊδά στην Ακαμάτρα, στο πανηγύρι της, μεταξύ τυριού και αχλαδιού. Τρίχες, μεταξύ ψητού και πόλκας ήταν και λέγαμε τι θα κάναμε, όταν η βενζίνη θα σπάνιζε ή θα ακρίβαινε τόσο που θα μεταφερόταν όπως με τις σημερινές χρηματαποστολές. “Θα κρατήσουμε μερικές δίχρονες που καίνε τα πάντα και θα φτιάχνουμε τίποτα ζουμιά από πατάτες και σάπια φύλλα” ήταν η κατάληξη της ενδοσκόπησης. Αυτό μάλιστα, είναι χρήσιμη ανάμνηση, βάζει τα πράγματα σε μια τάξη και μ’ αρέσει. Σε δίχρονη θα τα αξιοποιήσω.

Αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος
 
Ψάχνοντας μετά το Α

Πάμε καλά πάντως, βρέθηκε το Άλφα, δηλαδή η υγρόψυξη, βρέθηκε και το Βήτα, ο δίχρονος δηλαδή, σειρά έχει να βρεθεί και το ποια θα είναι, ψάχνουμε το Γάμα. Έεεπ, έγραψα Γάμα; Αυτό είναι, βρέθηκε επιτέλους η κατάλληλη μοτοσυκλέτα. Suzuki RG 500 Γ! Τo λες και γεμίζει το στόμα σου. Να πω και γιατί το διάλεξα όμως. Πίσω στο 1985, το RG 500 Γ είχε εμφανιστεί στους ελληνικούς δρόμους. Τότε οδηγούσα την πρώτη μου αγαπημένη και δική μου μοτοσυκλέτα, ένα γαλάζιο Ducati Pantah 500, μεταχειρισμένο. Με άλλα λόγια κάτι με 45 ίππους και 190 κιλά.

Μου δόθηκε η ευκαιρία να οδηγήσω ένα άσπρο μπλε RG 500 Γ, και δεν την άφησα να φύγει. Ένα δίχρονο με 90 ίππους και λιγότερα από 150 κιλά. Ανέβαινα μια ανηφόρα και άνοιξα το γκάζι με δευτέρα. Ένιωσα την “κλωτσιά” κάπου μετά τις 6.000 και ενθουσιάστηκα. Δεν ήξερα όμως ότι είχε κι άλλο. Κάπου στις 9.000 ολοκληρώθηκαν οι συντονισμοί και το παλιόπραμα έστησε μια αθέλητη σούζα. Τα είδα όλα. Τρόμαξα, δεν μπορούσα να το πάω αυτό. Γύρισα σαν βρεγμένη γάτα τη μοτοσυκλέτα στον ήρεμο ιδιοκτήτη της, τον ευχαρίστησα κάνοντας τον ήρεμο, ενώ η καρδιά μου έκανε σαν συντονισμένη από “υπερστροφία” reed. Αυτό ήταν, με είχε χτυπήσει κατακέφαλα.

Πέρασαν τα χρόνια -πώς περνάνε τα ρημάδια έτσι- και βρέθηκα από το 2005 να έχω ένα τέτοιο μηχανάκι που φτιάχνεται σιγά - σιγά, με τον ρυθμό που επιτρέπουν τα οικονομικά ενός συντάκτη μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα. Αλλά είπαμε, αυτή η μοτοσυκλέτα δεν είναι σημαντική και κατάλληλη να μετατρέψει τη χημική ενέργεια της βενζίνης σε ευχαρίστηση, μόνο και μόνο επειδή την έχω στην κατοχή μου. Είναι πολύ περισσότερα -και η προετοιμασία της για την εποχή χωρίς βενζίνη έχει ήδη αρχίσει.

Το ότι με τρόμαξε όταν την οδήγησα είναι προσωπικό μεν, αλλά κακά τα ψέματα, ήταν ο λόγος που με γοήτευσε. Είναι η μόνη μοτοσυκλέτα του κόσμου που έχει ένα όμορφο ελληνικό Γ στο χυτό της πλαίσιο. Και έχει έναν κινητήρα απίστευτο σε σύλληψη και κατασκευή. Οι δυο στρόφαλοι και οι τέσσερις περιστροφικές βαλβίδες, παράγουν τον μοναδικό της ήχο όταν περιστρέφονται, και δεν έχει κραδασμούς όσες στροφές και εάν ανεβάσει. Αυτός ο square four ενσωματώνει όλη την τεχνογνωσία -αρχικά κλεμμένη, μετά ανεπτυγμένη από τους ίδιους τους μηχανικούς της Suzuki. Μέσα εκεί υπάρχουν ψήγματα από τον ιδιοφυή Walter Kaaden, τον άνθρωπο που ξεπέρασε τους 200 ίππους στο λίτρο σε ατμοσφαιρικό κινητήρα.

Η Suzuki RG 500 Γ ήταν μια πραγματική replica αγνωστικής GP (όπως και η βαρύτερη και λιγότερο δυνατή Yamaha RD 500 LC, που κυκλοφόρησε μαζί της) και είχε δυο παγκόσμια πρωταθλήματα με έναν αναβάτη θρύλο στη σέλα της. Τον πρώτο σταρ των GP, τον Barry Sheen με το ωραίο χαμόγελο και το 7 στο κράνος του. Ο Barry με τη συνολική του παρουσία έφερε θεατές στα GP, τα έβγαλε από το κλειστό τους κύκλωμα και έκανε τους αγώνες ανοιχτό θέαμα και κοσμικό γεγονός. Κάπως σαν τον σύγχρονο Rossi. Είχε και την ωμότητα της εποχής, με τη μοναδική χειρονομία όταν προσπέρασε τον King Kenny Roberts: Γύρισε πίσω και του έδειξε το τεντωμένο μεσαίο δάκτυλό του, στον αγώνα του Silverstone το 1979. Έχει την ιστορία της αυτή η μοτοσυκλέτα, φτάνει πίσω μέχρι τη δεκαετία του '50.

Τα τσιμπουκόφωνα θα αφαιρεθούν και τα τέσσερα (να θυμηθώ να έχω ένα αλενάκι μαζί μου) 

 

Και πού θα πάμε;

Πριν το κάψιμο των τελευταίων λίτρων βενζίνης, χρειάζεται το ακίνητο μηχανάκι λίγες δουλειές. Να μπούνε τέσσερα πιστόνια για να φθάσει τα 570 κυβικά -έχει τόσο μαντέμι στους κυλίνδρους του που μόνο ρεκτιφιέ χρειάζεται. Να μπούνε 17’’ ζάντες μαγνησίου (τις έχω ήδη) και μια τετράδα εξατμίσεις από τον JL Lomas. Μετά χρειάζεται να μεγαλώσουν οι βαλβίδες ροής στα καρμπιρατέρ για να προλαβαίνει η βενζίνη να τα γεμίζει. Λογικά, μετά από αυτές τις επεμβάσεις θα πάει γύρω στους 115 ίππους στον τροχό και θα κάνει γύρω στα 150 χιλιόμετρα με τη βενζίνη που χωρά στο ρεζερβουάρ του. Αυτά δεν φθάνουν για την ολοκλήρωση. Θέλει βάψιμο, Barry Sheen replica κοκκινοκίτρινη. Με τα αυτοκόλλητα DAF. Ψιλοδουλειές όπως ένα άλλο μπροστινό με χαμηλότερα και πιο ανοιχτά κλιπόν, ας γίνουν δια… μαγείας.

Μετά από αυτά, η μοτοσυκλέτα θα είναι έτοιμη να προσφέρει την εμπειρία. Όταν άρχισε η σχέση μου μαζί της, με τρόμαξε. Όντας συντηρητικός και προσγειωμένος, η σχέση μου μαζί της πρέπει να τελειώσει με όμοιο τρόπο. Να είναι αξημέρωτα ακόμη, μισή ώρα πριν χαράξει, αλλά η βροχή να έχει σταματήσει πολύ νωρίτερα. Πρώτα θα βγάλω τα τέσσερα τσιμπουκόφωνα, και μετά το φίλτρο για να ακούγεται σωστά. Θα ρίξω τα πιο πολύτιμα από ποτέ δέκα λίτρα, στο ντεπόζιτο. Θα περιμένω να γεμίσουν τα τέσσερα λεκανάκια, θα ανέβω πάνω και θα το σπρώξω με το ένα πόδι. Θα αφήσω τον συμπλέκτη έχοντας πρώτη και το υψίσυχνο, στακάτο ρεσιτάλ θα αρχίσει. Το TTS θα γεμίσει τα ρουθούνια και το ζέσταμα θα γίνει όπως πάντα, στη διαδρομή.

Τρεις γύρους στο βρεγμένο Nürburgring θα τους βγάλει σίγουρα και κάτι θα περισσέψει, στην κλασική διαδρομή των 22.810 μέτρων. Μια και θα είμαι μόνος μου στο Ring θα οδηγήσω και ανάποδα τη διαδρομή, περνώντας πάνω - κάτω τη Karrussell για να μαζέψω και τρόμο για χρόνια.

Η στιγμή της αλλαγής, την ώρα που το όνειρο αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα

 

Το μισό μου... GP

Του Λάζαρου Μαυράκη

Η Αδριατική είναι ελαφρώς ταραγμένη, κι οι περισσότεροι νταλικέρηδες συνεπιβάτες στο πλοίο Πάτρα - Ανκόνα κοιμούνται στη θαλπωρή της καμπίνας τους. Τρεις η ώρα τα ξημερώματα κι εγώ κάθομαι στο κατάστρωμα, αγκαλιά με ό,τι πιο πολύτιμο διαθέτω αυτή τη στιγμή: Τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνης που μπορώ να καταναλώσω. Η υπερένταση του εγχειρήματος που με οδήγησε μέχρι εδώ, σε συνδυασμό με το σπρέι από τα απόνερα του καραβιού, δεν μ' αφήνει να κοιμηθώ -και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να θυμάμαι ξανά και ξανά πώς ξεκίνησε η περιπέτεια...

Ήμουν ακόμη βραχνιασμένος από τα ουρλιαχτά που έβγαζα την ώρα που ο Rossi έκανε το μαγικό προσπέρασμα στον Lorenzo στην τελευταία στροφή του τελευταίου γύρου στην Catalunya, ενώ το υπογλώσσιο λίγο ήθελε ακόμη να λιώσει για να επαναφέρω τους σφυγμούς μου στο κανονικό, όταν έσκασε η βόμβα: Ο σχεδόν δακρυσμένος Καραχάλιος ανακοίνωνε τα δυσάρεστα νέα: "Κύριοι, η ενεργειακή κρίση μας κέρδισε. Βενζίνη γιοκ! Κατάφερα να εξασφαλίσω από τα τελευταία αποθέματά μας δέκα λίτρα για τον καθένα σας. Είναι η τελευταία φορά που θα αξιοποιηθούν σε κινητήρα εσωτερικής καύσης κάτω από τα πόδια σας. Αξιοποιήστε τα όπως καταλαβαίνετε", είπε και με τον ζόρι τον κρατήσαμε να μην αυτοπυρποληθεί με τα τελευταία δικά του δέκα λίτρα. Το σοκ της στιγμής ήταν ήδη παρελθόν για μένα. Ήξερα ακριβώς τι ήθελα να κάνω με αυτά τα δέκα λίτρα και θα το έκανα ο κόσμος να χαλάσει.

Με έφαγαν οι δρόμοι με το ποδήλατο μέχρι να πάω στο πρακτορείο, να κλείσω εισιτήρια, να πάω στην αντιπροσωπεία της Yamaha καμιά δεκαριά φορές (στον Ασπρόπυργο, οι αθεόφοβοι...) μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες επαφές, και στο τέλος μέχρι την Πάτρα για να πάρω το καράβι για Ιταλία. Από εκεί και πέρα, η απόσταση μέχρι το Misano θα καλυπτόταν με ωτοστόπ. Είχα χάσει δέκα ολόκληρα κιλά μέχρι το πέρας των διαπραγματεύσεων, αλλά χαλάλι. Ούτως ή άλλως, η μείωση του βάρους βοηθά ιδιαίτερα το φιλόδοξο project μου. Δέκα ολόκληρα λίτρα μεταφράζονται σε διάρκεια μισού αγώνα MotoGP, σε κάτι περισσότερο από είκοσι λεπτά απόλυτης οδηγικής ηδονής.

Η πιο γρήγορη κατανάλωση ενός λίτρου βενζίνης. Μετά την πτώση και το τρύπημα του ρεζερβουάρ, το ηθικό μου ήταν κατεστραμμένο

 

Ευτυχώς τα παρακάλια και το αλά Ξανθόπουλος παραμύθι -ξέρετε, "όχι για μένα, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου..." - έπεισαν τον David Brivio να μου εξασφαλίσει μια θέση στην εργοστασιακή ομάδα της Fiat Yamaha. Είχαν αποφασίσει ότι ο Lorenzo ούτως ή άλλως φέτος έκανε καλά τη δουλειά του στο να συμπληρώνει το βάθρο δίπλα στον Rossi για να βγαίνουν οι φωτογραφίες για τους χορηγούς όπως πρέπει, και δεν θα τον πείραζε να ανταλλάξουμε θέσεις κατά τη διάρκεια του αγώνα. Σε αυτό βοηθούν και οι καινούριοι κανονισμοί που επιτρέπουν την αλλαγή μοτοσυκλέτας, οπότε φορώντας τη φόρμα του Jorge, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Η μόνη υποχρέωση ήταν η βενζίνη να μπει από εμάς. Κανένα πρόβλημα! Από την άλλη και η συμμετοχή μου στο Aprilia Challenge το 2000, τους έπεισε ότι θα είχα και αποτέλεσμα. Πόση διαφορά άλλωστε έχει ένα δίχρονο 125 με 30 άλογα στον τροχό σε σχέση με ένα MotoGP;

 
Λίτρο, λίτρο ο καημός μου

Παρότι είχα ένα άγχος σχετικά με το αν θα μπορούσα να φτάσω μέχρι το Misano χωρίς να συλληφθώ, καθώς προκαλεί, όπως και να το κάνουμε, μια ανασφάλεια το να περιφέρεται ένας μελαχρινός αξύριστος, με ξυρισμένο κεφάλι, κρατώντας αγκαλιά ένα δεκάλιτρο μπιτόνι βενζίνης, έφτασα αισίως στην πίστα λίγο μετά τη λήξη των χρονομετρημένων δοκιμαστικών. Το αγωνιστικό alter ego μου, ο άνθρωπος που θα του έπαιρνα τη θέση, κατάφερε να πετύχει τον δεύτερο καλύτερο χρόνο, πίσω από τον Rossi και μπροστά από τον Stoner. Τουλάχιστον θα μπορούσε να χτίσει μια διαφορά μέχρι τη στιγμή της αλλαγής, ώστε να μην χαθούν πολλές θέσεις με την είσοδό μου στην πίστα. Το ίδιο απόγευμα είχε κανονιστεί μια μυστική δοκιμή με το Μ1 για να μην πάω ξεβράκωτος στα... λάχανα. Ένα πολύτιμο λιτράκι θα έπρεπε να δαπανηθεί για να κάνω κάτι λιγότερο από ενάμισι γύρο, ώστε να μάθω τη μοτοσυκλέτα του Jorge.

Από τη στιγμή που βρέθηκα πάνω στη σέλα του Μ1, μία λέξη είχα μόνο στο μυαλό μου: ΒΑΝΖΑΙ!

 

Το τεράστιο χαμόγελό μου άρχισε να σβήνει σιγά - σιγά όταν διαπίστωσα ότι η μοτοσυκλέτα δεν έπαιρνε μπροστά με τίποτα. Μετά μου εξήγησαν ότι έπρεπε να ανέβω πάνω σα να ήμουν παραπληγικός. Η μοτοσυκλέτα έχει αισθητήρες παντού κι αναγνωρίζει τον αναβάτη της μέσω αυτών, οπότε έχει συνηθίσει τον Lorenzo με γύψους, πατερίτσες, νάρθηκες και αγκυλώσεις και συνήθως να τον ανεβάζουν αγκαλιά στη μοτοσυκλέτα. Έπρεπε να κοροϊδέψουμε μ' αυτόν τον τρόπο την "έξυπνη" ηλεκτρονική, για να πάρει μπροστά. Μιμήθηκα τότε τον Gibernau, όπως έκανε όταν τον έβγαλε ο Γιατρός από την πίστα στο Jerez το 2005, κι ως δια μαγείας η μοτοσυκλέτα πήρε μπροστά.

Τα πρώτα ml από το απόθεμά μου άρχισαν ήδη να καταναλώνονται κι έτσι ξεκίνησα αμέσως. Δυστυχώς το λίτρο καταναλώθηκε πιο γρήγορα απ' ό,τι περίμενα, καθώς στην έξοδο από τη δεξιά Rio έφαγα ένα χορταστικό highsiding, με αποτέλεσμα να τρυπήσει το ρεζερβουάρ και να χυθεί όλη η βενζίνη. Τουλάχιστον είχα πέσει με πολλά κι αυτό ήταν ενθαρρυντικό σημάδι...,

Η στιγμή της ολοκλήρωσης. Κρίμα που δεν είχα καθρέπτες να βλέπω πίσω μου το number plate με το νούμερο "46". Σε ποιον να το πεις και να σε πιστέψει...

 

Του ονείρου η ώρα

Την επόμενη μέρα ο αγώνας ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Ήλιος, με χαμηλή όμως θερμοκρασία, θεατές αφιονισμένοι και τα εννιά πλέον λιτράκια μου κατατεθειμένα στα αποθέματα της Yamaha Racing Team. Ο Jorge ήταν ήδη μιλημένος από πριν, ώστε να συμπεριφέρεται ανθρώπινα στο γκάζι και να μην εκτοξεύσει την κατανάλωση στον θεό. Ο Ramon Forcada, ο αρχιμηχανικός του Lorenzo, είχε ούτως ή άλλως ρυθμίσει την ηλεκτρονική και τη χαρτογράφηση, έτσι ώστε για τους τελευταίους έντεκα γύρους να μείνουν ακριβώς τα εννέα λίτρα που μου αντιστοιχούσαν. Από εκεί και πέρα, το θέμα ήταν στον δεξιό καρπό μου...

Δώδεκα γύρους πριν το τέλος, όπως είχε σχεδιαστεί, βγήκε η ταμπέλα από τα πιτς για τον Lorenzo και στον επόμενο γύρο άκουγα πόσο βασανιστικά αργά έφτανε η μοτοσυκλέτα στο box, λόγω του ορίου ταχύτητας. Με την επιδεξιότητα του Copperfield, ο Jorge με το που κατέβηκε από το μηχανάκι εξαφανίστηκε, και πλέον στη σέλα του Μ1 καθόταν ο... Jorge Mavrakis. Μπροστά ήταν οι Hayden, Toseland, Melandri, Edwards, Dovizioso, De Angelis, Pedrosa, Stoner κι αυτός με το "46". Στην αρχή, στο πρώτο πέρασμά μου από τη Rio, στάλες κρύου ιδρώτα μούσκευαν τη φόρμα μου, αλλά μέχρι να φτάσω στην θρυλική Tramonoto, το είχα κιόλας ξεπεράσει.

Στο κλείσιμο του πρώτου γύρου, οι Hayden και Melandri έγιναν παρελθόν, καθώς ο πρώτος έκανε στην άκρη μόλις βγήκαν οι ταμπέλες για να μην εμποδίζει, ο δε Ιταλός έμεινε από ανατιναγμένο τρίτο κύλινδρο. Είχαμε ήδη περάσει τη μισή διάρκεια του αγώνα, οπότε οι ηλεκτρονικές είχαν ρυθμιστεί έτσι ώστε να κόβουν δύναμη, τόσο για τη φθορά των ελαστικών όσο και για την κατανάλωση. Όλοι είχαν το ίδιο θέμα εκτός από έναν: Eμένα! Ο Edwards προφανώς ακολουθούσε team orders και μόλις με είδε πίσω του έκοψε ρυθμό, δεν συνέβη όμως το ίδιο με τους Dovizioso και De Angelis, τους οποίους αναγκάστηκα να τους βγάλω εκτός πίστας ζητώντας υποκριτικά συγνώμη που έχασα τα φρένα κι άνοιξα την τροχιά μου στην είσοδο της Carro.

Λίγο πρίν ο Rossi μου δώσει την... τελική ώθηση για τον τερματισμό

 

Είχα ακόμη μπροστά μου πέντε γύρους και τέσσερα λίτρα στο ρεζερβουάρ. Με λογική χρήση θα έφτανα στον τερματισμό. Η λογική όμως με είχε εγκαταλείψει προ πολλού. Όρμησα χωρίς να το σκεφτώ στον Pedrosa και προσπάθησα να τον ρίξω στη Misano, όπως είχε ρίξει κι αυτός τον Hayden το 2007 στο Estoril. Βγήκε στην αμμοπαγίδα κι εκεί που έλεγες ότι θα τη γλιτώσει, πάει να πατήσει κάτω, το πόδι του δεν φτάνει στο έδαφος και πέφτει σαν σακί, με το RC211V να τον έχει πλακώσει αφήνοντας ακάλυπτο μόνο το πάνω μέρος του χεριού του, που πρότεινε επιδεικτικά το μεσαίο δάχτυλο υψωμένο. Δύο γύρους κι ένα λίτρο πριν το τέλος ήμουν στη ρόδα του Stoner. Ευτυχώς ένα bug στα windows του Desmosedici, του έκοψε τον ρυθμό και μπόρεσα να περάσω μπροστά.

Μισό γύρο πριν τον τερματισμό, φτάνουμε μαζί με τον Rossi στην Carro, όπου κλείνει επιτυχώς την πόρτα κι η προσπέραση στα φρένα μοιάζει αδύνατη. Δεν γίνεται όμως το ίδιο στην τελευταία στροφή Misano, όπου με κλειστά μάτια ουρλιάζοντας μέσα από το κράνος "Look Mama, no brakes!" κάνω το απονενοημένο και περνάω. Με τη μισή ευθεία μπροστά μου και τον Rossi πίσω μου, ο κινητήρας του Μ1 αρχίζει να "βήχει", καθώς δουλεύει με αναθυμιάσεις. Δύο μέτρα πριν τον τερματισμό ο κινητήρας “μένει”, αλλά ο Rossi με τη φόρα του πέφτει πάνω μου και μέσα στο κουβάρι ανθρώπων και μετάλλων που περνά τη γραμμή του τερματισμού, το photo-finish καταγράφει νικητή εμένα! Ένιωθα στο πρόσωπό μου τη σαμπάνια να ρέει, όταν συνειδητοποίησα ότι έτρωγα μπουγέλο για να ξυπνήσω από τον βαθύ ύπνο που απολάμβανα. Πλέον όμως ήξερα: Η ενεργειακή κρίση θα με έβρισκε στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου...

Η τελευταία σκηνή που θυμάμαι πριν το μπουγέλο. Η σαμπάνια έπεφτε..."ράιτ θρου"

 

Θα τους δείξω εγώ!

Χιόνι, πάγος, κολασμένα λούκια και μηδενική πρόσφυση. Είναι αρχές Μαρτίου και βρίσκομαι στη χιονισμένη Σουηδία για να ζήσω το όνειρό μου, ξοδεύοντας τα τελευταία δέκα λίτρα καυσίμου. Ή μάλλον δέκα λίτρα βενζίνης και διακόσια χιλιογραμμόμετρα καλό συνθετικό λάδι μείξης

Αν και οδηγώ για αρκετά λεπτά, τα άκρα των χεριών μου δεν λένε να ζεσταθούν ούτε μέσα στα neoprene χοντρά γάντια μου. Οι τεράστιες και κακάσχημες έξτρα χούφτες δεν μπορούν να κόψουν κάτι από το πολικό ψύχος των -6 βαθμών του σουηδικού Μάρτη, που τρυπά τα δάχτυλά μου. Τα όποια χαζά χαμόγελα ευτυχίας άρχισαν να εξαφανίζονται, αμέσως μόλις πέρασα κάτω από τη φουσκωτή αψίδα με τα σήματα του WEC, παίρνοντας εκκίνηση στο GP του Ostersund. Όσο, όμως, και να παλεύω να σταθώ όρθιος στο παγωμένο τερέν, τίποτα δεν θα καταφέρει να σβήσει τα συναισθήματα εκπλήρωσης ενός μεγάλου ονείρου, του να τρέξω δίπλα στους κορυφαίους αναβάτες του παγκοσμίου πρωταθλήματος enduro, και μάλιστα σε ένα τερέν τόσο ξένο και μακρινό από τα δικά μας δεδομένα.

Περίμενε και θα δεις

Δεν θα ορκιζόμουν πως ο φίλος μου ο Johnny Aubert έδειξε να αγχώνεται ιδιαίτερα, βλέποντάς με να κάνω τις τελευταίες ρυθμίσεις στο δίχρονο 125 μου πριν τον αγώνα. Είχε έρθει να με βρει κάτω από τη μικρή μου τέντα, μέσα στο στεγασμένο υπόστεγο του κλειστού γυμναστηρίου του Ostersund και λίγα μέτρα πιο κάτω από το parc ferme. Μόλις είχα φορέσει στο τριανταεξάρι Keihin ένα καινούριο ζιγκλεράκι 172 και σήκωνα τη βελόνα με τον κωδικό NOZD στην τέταρτη θέση, όπως ακριβώς διάβασα στο βιβλίο του κατασκευαστή. Ήταν η πρώτη φορά που δοκίμαζα τέτοιες ρυθμίσεις, αλλά επίσης και η πρώτη φορά που οδηγούσα σε τέτοιες συνθήκες.

Πιο πολύ από περιέργεια, ίσως και λίγη συμπάθεια, ο Johnny έμεινε να με παρατηρεί και να μου κάνει παρέα, καθώς έκανα τις τελευταίες ετοιμασίες στο διχρονάκι μου. Μικρές προεκτάσεις στα φτερά μπροστά και πίσω για τη λάσπη, πίσω δισκόφρενο χωρίς τρύπες, αλλαγή του αντιψυκτικού υγρού στο ψυγείο με αντίστοιχο πολύ καλής ποιότητας και με χαμηλό σημείο τήξης.

Μετά από επτά ώρες πατινάζ, άντε άλλαξε τα λάστιχα με τα καρφιά! Ευτυχώς δηλαδή που είχα μόνο δέκα λίτρα, και δεν έφτασα στον τερματισμό της πρώτης μέρας για να ζήσω αυτή την "όμορφη" εμπειρία

 

Βέβαια, μπορεί ο Johnny να διαθέτει όσους μηχανικούς θέλει, να κάνουν στη δική του μοτοσυκλέτα τις αντίστοιχες δουλειές -αλλά ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Η προετοιμασία της προσωπικής σου μοτοσυκλέτας για κάθε αγώνα, πόσο μάλιστα αυτόν, είναι μια διαδικασία σχεδόν τελετουργική, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ψυχοσύνθεση ενός γνήσιου εντουρά. Όχι πως σε παίρνει να σκέφτεσαι και τίποτα διαφορετικό, όταν λόγω συνθηκών είσαι εκπρόσωπος της φιλοσοφίας του low-budget! Αλλά εδώ δεν είμαι για να παραπονιέμαι. Άλλωστε αυτό που για τον κάθε επαγγελματία αναβάτη που τρέχει χρόνια στο WEC, μπορεί να φαίνεται ως ακόμη μια κουραστική μέρα στη “δουλειά”, για μένα είναι η εκπλήρωση ενός μακρινού ονείρου, κι αυτή είναι η τεράστια διαφορά μεταξύ μας, που ασχέτως αποτελέσματος θα με κάνει ευτυχή.

Με μια άψογη μείξη αγγλο-γαλλικών, προσπαθώ να εξηγήσω στον Johnny για ποιους λόγους πιστεύω ότι θα πάω πολύ καλά στη λασπωμένη cross-country ειδική των έντεκα παγωμένων χιλιομέτρων μέσα στα πανύψηλα έλατα, αλλά αυτός δεν έχει πάψει να χαμογελά. Αφού του εξηγώ! Μετά το πρώτο περπάτημα, εντόπισα μερικά καλά πατήματα και πιστεύω ότι αν πιέσω το διχρονάκι μου στο όριο, ίσως καταφέρω ένα καλό πλασάρισμα στην τελική κατάταξη. Απορώ γιατί δεν μπορεί να δει το προφανές! Με ένα δίχρονο 125 θα είναι πολύ πιο εύκολο να πετάς πάνω από τις χοντρές ρίζες των δέντρων, που είναι καλά κρυμμένες μέσα στο ένα και μοναδικό λούκι που έχει δημιουργηθεί στη λάσπη. Γιατί δεν το καταλαβαίνει;

Στον δρόμο για τη νίκη

Ευτυχώς που είχα βάλει μπόλικη μονωτική ταινία ανάμεσα στις μπότες και το εντουράδικο παντελόνι, γιατί έτσι έχω καταφέρει να διατηρήσω τουλάχιστον τα πόδια μου ζεστά. Το δίχρονο μοτεράκι "ξυρίζει" σε κάθε άνοιγμα του γκαζιού στο τέρμα, αν και στις παρούσες συνθήκες κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά σπάνιο. Οδηγώντας τον περισσότερο χρόνο με τα πόδια να κάνουν "κουπί" στον πάγο, αισθάνομαι περισσότερο σαν αθλητής του καλλιτεχνικού πατινάζ, παρά εντουράς.

Στο σκληρό και απάτητο χιόνι, νιώθω τα μεταλλικά καρφιά από τα λάστιχα να τρυπούν το έδαφος. Το πιο δύσκολο όμως είναι τα βαθιά και σκαμμένα λούκια, όπου το μαλακό χιόνι μπλέκεται με την κόκκινη άμμο του εδάφους και μετατρέπεται σε ένα γλιστερό μείγμα. Ευτυχώς στα λούκια η φαρδιά αλουμινένια ποδιά του κινητήρα λειτουργεί και σαν έλκηθρο κι έτσι καταφέρνω να ξεγλιστρώ μερικά μέτρα πιο κάτω. Παρά τις όποιες καλές προθέσεις του συστήματος εξαερισμού από το χοντρό jacket μου, το σώμα μου αδυνατεί να βρει μια ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας. Από μέσα ιδρώνω κι απ’ έξω παγώνω, αλλά συνεχίζω.

Είστε σίγουροι ότι αυτά τα πασσαλάκια που φαίνονται στο βάθος, σηματοδοτούν την ειδική διαδρομή; Εμένα πάντως μου θυμίζουν μια φορά που είχα πάει στο χιονοδρομικό του Παρνασσού

 

Σε λίγα μέτρα πλησιάζω στο τρίτο ΣΕΧ. Έχω σχεδόν κάνει εξήντα εξαντλητικά χιλιόμετρα, με το μικρό 125 να προσπαθεί να βγάλει τα σχεδόν τριάντα του κρυωμένα άλογα στο γλιστερό τερέν. Πλησιάζω τον πρώτο ανεφοδιασμό. Εκεί έχω αφήσει το ένα και μοναδικό μου μπιτονάκι με μισό λίτρο καυσίμου, καθώς με τα υπόλοιπα εννιάμιση γέμισα το ρεζερβουάρ μου πριν την εκκίνηση. Τουλάχιστον δεν χάνω πολύ χρόνο στον ανεφοδιασμό και αρχίζω να κατηφορίζω για την ειδική στο χιονοδρομικό κέντρο, ανάμεσα στα πασσαλάκια των σκιέρ. Η κορδέλα της ειδικής σχεδόν χάνεται στο κατάλευκο τοπίο, αλλά ούτως ή άλλως υπάρχει μία και μόνο δυνατή πορεία -αυτή που ορίζουν τα λούκια.

Λίγο πριν τον τερματισμό της ειδικής, αρχίζουν οι πρώτες διακοπές από τον κινητήρα. Ευτυχώς τερματίζω και όπως κάθε “παγκόσμιος”, δείχνω ανήσυχος για τον χρόνο που έκανα. Πλησιάζω το display με ανυπομονησία, κι αφού ξεγλιστρώ ανάμεσα στους manager των εργοστασιακών ομάδων, καταφέρνω να δω την προσωρινή μου κατάταξη. Είμαι πρώτος, από το τέλος, στην Ε1! Επιστρέφω στο διχρονάκι μου, βρίσκω ένα καλό δέντρο να το παρκάρω και στέκομαι λιγάκι να απολαύσω το κατόρθωμά μου. Είμαι εδώ, συμμετείχα, προσπάθησα, πραγματοποίησα το όνειρό μου. Και για μένα είμαι ο ένας και μοναδικός νικητής. Ας είχα και λίγη βενζίνη παραπάνω και θα σας έδειχνα!

 

Race for ever

Για μένα πάντα το θέμα της μοτοσυκλέτας άρχιζε και τελείωνε στους αγώνες. Δεν είμαι μοτοσυκλετιστής με την ευρύτερη έννοια, είμαι εθισμένος με τον ανταγωνισμό και την ατμόσφαιρα των αγώνων, όποιο είδος κι αν είναι αυτό, άσχετα αν το πάθος μου ήταν πάντα οι μοτοσυκλέτες και οι αγώνες motocross. Δεν υπήρχε περίπτωση λοιπόν να χρησιμοποιήσω τα τελευταία μου δέκα λίτρα σε κάτι άλλο, πέρα από έναν αγώνα!

Στα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου, όπου κολασμένα ήθελα να συμμετάσχω σε αγώνες, υπήρχε ένα και μόνο πάθος -και το έλεγαν Kawasaki KX250 του '85. Σαν αυτό με το οποίο είχε κερδίσει ο παγκόσμιος πρωταθλητής George Jobe το πρώτο supercross που έγινε στην Ελλάδα, τον Φεβρουάριο του 1985 στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Είχα την τύχη να είμαι παρών σε αυτόν τον αγώνα, παρέα με τον ξάδελφό μου Μανώλη. Παρότι ήμουν μικρός, την ώρα που βρισκόμουν στην κερκίδα έκανα όνειρα για το πώς θα είναι τα πράγματα όταν θα αγωνίζομαι κι εγώ.

Η υπέροχη δίχρονη μελωδία που βγαίνει από την εξάτμιση, καθώς και το σαγηνευτικό άρωμα από το λάδι της μείξης, πλανώνονται για τελευταία φορά στην ατμόσφαιρα

 

Αυτή την ΚΧ250 που σήμερα έχει μυθικές διαστάσεις στο μυαλό μου δεν την απέκτησα ποτέ, αλλά και δεν οδήγησα μια αντίστοιχη για να έχω μια εμπειρία. Αν μπορούσα λοιπόν να το κάνω, η τελευταία επαφή με μοτοσυκλέτα με κινητήρα εσωτερικής καύσης θα ήταν με αυτήν την πράσινη θεά. Όσο φοβερή μου φαινόταν η ΚΧ, άλλο τόσο φοβερές διαστάσεις είχε πάρει στο μυαλό μου η πίστα όπου γίνονταν εκείνη την εποχή οι αγώνες ΜΧ στο Σχηματάρι, η οποία όταν άρχισα να αγωνίζομαι είχε κλείσει. Οπότε ούτε την ΚΧ250 οδήγησα ποτέ, ούτε και στο Σχηματάρι κατάφερα να διανύσω κανένα μέτρο.

Το σκηνικό που πρέπει να στηθεί για την κατανάλωση των τελευταίων δέκα λίτρων βενζίνης που μου αντιστοιχούν, έχει ως εξής: Σάββατο πρωί στο Σχηματάρι, ετοιμάζομαι για τα δοκιμαστικά του αγώνα. Λίγο πιο κει με περιμένει η ΚΧ με number plate 247, ενώ από την άλλη μεριά βρίσκεται σταθμευμένο το αυτοκίνητο του Καρέτσου και το CR125 με το νούμερο 6. Ο Λευτέρης μόλις έχει φτάσει αγχωμένος στην πίστα, γιατί είναι φαντάρος και ο διοικητής του υπέγραψε την άδεια τελευταία στιγμή.

Ανοίγω το μπιτόνι με τα τελευταία δέκα λίτρα και ρίχνω με θρησκευτική ευλάβεια το λάδι για τη μίξη που δεν είναι άλλο από το Castrol A747, κλείνω καλά το καπάκι, όσο πιο σφιχτά γίνεται ώστε να μην χαθεί ούτε ένα γραμμάριο και αρχίζω να το κουνάω για να διαλυθεί το λάδι και έπειτα να το ρίξω στο ρεζερβουάρ.

Το σχέδιο για να έχουμε επάρκεια βενζίνης ώστε να περάσω όλες τις διαδικασίες και να φτάσω στον κυρίως αγώνα, έχει καταστρωθεί με μαθηματική ακρίβεια που θυμίζει F1. Τα πάντα γίνονται στο όριο ώστε τα καύσιμα να φτάσουν ίσα - ίσα για να περάσω τη γραμμή του τερματισμού. Άσκοπο ζέσταμα του κινητήρα και περιττές γκαζιές απαγορεύονται δια ροπάλου. Η ΚΧ μπαίνει σε λειτουργία μόνο όταν είναι να μπει στην πίστα, οπότε όταν ήρθε η ώρα για τα πρώτα ελεύθερα δοκιμαστικά, δύο λίτρα μπήκαν στο ρεζερβουάρ, ίσα - ίσα για τους πέντε γύρους γνωριμίας με την πίστα και τη δική μου προθέρμανση.

Επιστροφή στην πίστα για τα χρονομετρημένα δοκιμαστικά και ακόμα ένα λίτρο πέφτει μέσα στο ρεζερβουάρ, για να καλύψω τους τρεις γύρους που υποχρεωτικά χρειάζονται να κάνει κάποιος για να προκριθεί στον κυρίως αγώνα. Βέβαια, όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των χρονομετρημένων ήμουν τόσο αργός, που οι φίλοι μου άρχισαν το δούλεμα. Είχα έτοιμη όμως τη δικαιολογία -ότι είμαι γρήγορος αλλά δεν άνοιγα τελείως το γκάζι γιατί δεν ήθελα να κάψω πολλή βενζίνη!

Η νύχτα πέρασε με πολλές σκέψεις. Δύο όνειρα είχαν εκπληρωθεί. Η οδήγηση της ΚΧ250 του '85 και ο αγώνας στο Σχηματάρι. "Δεν είναι άσχημα", σκέφτηκα, "αφού το πέρασμά μας από αυτή τη ζωή δικαιώνεται όταν και τα όνειρά μας γίνονται πραγματικότητα".

Το αντικείμενο του ανεκπλήρωτου πάθους, η ΚΧ250, ήταν η πρώτη και μοναδική επιλογή για να καταναλωθούν τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνης

 

Οι ώρες περνούν γρήγορα και βρίσκομαι ήδη στην πίστα, όπου ακούω την ανακοίνωση από τα μεγάφωνα ότι η πίστα είναι ανοιχτή για το πρωινό ζέσταμα. Ακόμη ένα λίτρο βενζίνης πέφτει στο ρεζερβουάρ... Οι αγώνες ΜΧ έχουν δύο σκέλη, όμως η βενζίνη που μου έχει μείνει φτάνει με το ζόρι για ένα, οπότε χρειάζονται χειρουργικές κινήσεις στο άνοιγμα του γκαζιού, ώστε να ανταπεξέλθω και να ολοκληρώσω το τελευταίο σκέλος.

Βρίσκομαι πίσω από την μπάρα και ο αγώνας ξεκινά. Όλοι ξεχύνονται δαιμονισμένα, λυσσασμένα μέχρι την πρώτη στροφή, ενώ εγώ πάω ήρεμα και προσπαθώ να εξοικονομήσω όσο πιο πολλή βενζίνη μπορώ. Επειδή δεν έφτανε για να γεμίσω το ρεζερβουάρ, ήταν αναμφίβολο αν θα έφτανα στον τερματισμό. Πήγαινα τόσο αργά, που φτάνοντας στον τελευταίο γύρο έβλεπα αριστερά και δεξιά σταματημένους τους αντιπάλους που είχαν "μείνει" από βενζίνη, ενώ εγώ με το γνωμικό "αργά βαδίζω, ζωή κερδίζω" έφτασα τελικά πρώτος, περνώντας στην ιστορία ως ο τελευταίος νικητής σε αγώνα όπου το καύσιμο κίνησης ήταν η βενζίνη.

Τελευταίο τανγκό στο Σχηματάρι. Η οδήγηση έγινε με χαμηλό ρυθμό επιτρέποντας χορευτικές φιγούρες στον αέρα

 

Σε ένα μπιτόνι ή σε είκοσι μπουκάλια;

Του Μπάμπη Μέντη

 

Οι ερωτήσεις αυτού του τύπου, αρχικά, είναι διασκεδαστικές μέσα στις παρέες. Τι θα έκανες με το τελευταίο μπουκάλι βότκα; Πώς θα κάπνιζες το τελευταίο σου τσιγάρο; Τι θα έκανες δέκα λεπτά πριν τη συντέλεια του κόσμου; Σε κάθε περίπτωση, το τέλος είναι βέβαιο και εσύ πρέπει να αρπάξεις την τελευταία ευκαιρία που έχεις

Πάντα ξεκινάς με τα προφανή και τα εύκολα, και γι’ αυτό πιστεύεις ότι ήδη γνωρίζεις με σιγουριά ποια είναι η καλύτερη απάντηση για να τους εντυπωσιάσεις όλους. Όμως αν κάνεις το λάθος και προσπαθήσεις να το σκεφτείς λίγο καλύτερα πριν απαντήσεις, ανακαλύπτεις τις δυσκολίες. Θα γίνω πιο σαφής. Λατρεύω το Nurburgring και η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό ήταν να κάψω τα τελευταία δέκα λιτράκια που μου αναλογούν, κάνοντας περίπου δύο ή δυόμισι γύρους εκεί μέσα, καβάλα πάνω σε μια Britten V2 1000. Μετά έκανα την παπαριά, να το σκεφτώ λίγο καλύτερα... Όπου με τρόμο ανακάλυψα ότι στο ring έχω ήδη πάει και η μοτοσυκλέτα του John Britten είναι μεν αρκούντως “εξωτική”, σπάνια και οδηγικά ποθητή, όμως το ίδιο είναι και μια μοτοσυκλέτα των MotoGP ή μια Brough Superior.

Αξίζει να θυσιάσω τα δέκα ανεκτίμητα λιτράκια μυρωδάτης βενζινούλας μέσα σε μια γνωστή διαδρομή και με μια μοτοσυκλέτα που δεν είναι βέβαιο ότι είναι η καλύτερη όλων; Όχι βέβαια! Ο αρχικός ενθουσιασμός έφυγε από το πρόσωπό μου και το άγχος άρχισε να με κυριεύει. Πρέπει να σκεφτώ κάτι καλύτερο, πρέπει να βρω την καλύτερη μοτοσυκλέτα και την καλύτερη διαδρομή. Λίγο πριν φτάσω στο σημείο να έχω μέσα στο ανοιχτό στόμα μου την παγωμένη κάνη ενός περίστροφου, που θα με λύτρωνε από την απελπισία μου, δούλεψε το μπλοκαρισμένο μυαλό.

Ελπίζω η ιδέας μιας V2 με οβάλ έμβολα να εξιτάρει τη σχεδιαστική φαντασία του Massimo Tamburini

 

Η καλύτερη μοτοσυκλέτα του κόσμου είναι... αυτή που δεν έχει κατασκευαστεί ακόμα! Άρα, τα τελευταία λίτρα βενζίνης θα τα κάψω με τη μοτοσυκλέτα που θα φτιαχτεί ειδικά για μένα. Βέβαια, το μόνο που ξέρω από μοτοσυκλέτες είναι να τις οδηγώ και μετά να γράφω αν μου άρεσαν ή όχι. Να σχεδιάζω και να κατασκευάζω μοτοσυκλέτες, δυστυχώς δεν ξέρω. Ευτυχώς όμως, ξέρω ποιοι μπορούν να με βοηθήσουν. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δεκάδες ταλαντούχοι σχεδιαστές και μηχανικοί που θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά, όμως η μοτοσυκλέτα που έχω στο μυαλό μου κάνει τα πράγματα πολύ συγκεκριμένα. Επιστρατεύστε την υπομονή σας για να με παρακολουθήσετε και θα καταλάβετε τι εννοώ.

Η μοτοσυκλέτα μου θα πρέπει να είναι superbike, να πιάνει τα 300 χιλιόμετρα την ώρα και να έχει αναλογία κιλών ανά ίππο κάτω από 0,5:1. Άρα πρέπει να βγάζει τουλάχιστον 150-160 πραγματικούς ίππους και να ζυγίζει 70-80 κιλά. Επειδή όμως εδώ μιλάμε για την καλύτερη του κόσμου, ο στόχος ανεβαίνει στους 200 πραγματικούς ίππους... τουλάχιστον! Αυτό μας βοηθάει και λίγο με το βάρος που μπορεί πλέον να ανέβει στα 100 κιλά, κάνοντας πιο ρεαλιστικό το project μας. Για να βγουν αυτά τα άλογα, χρειαζόμαστε απαραιτήτως πάνω από 900 κυβικά εκατοστά και απαραιτήτως πολλούς κυλίνδρους. Θα μου πείτε ότι με έναν δίχρονο ή τη βοήθεια ενός turbo θα τα καταφέρουμε με τα μισά κυβικά, όμως δεν γουστάρω ούτε την κάπνα, ούτε το turbo-lag, οπότε πάμε αποκλειστικά για ατμοσφαιρικό τετράχρονο κινητήρα.

Η μοτοσυκλέτα του John Britten είναι εξωτική, όμως η δικιά μου θα είναι το κάτι άλλο

 

Ένας V2 θα ήταν καλή ιδέα, αλλά για να βγάλει τόσα άλογα θέλει πάνω από 1.100 κυβικά. Με τόσα κυβικά και μόλις δύο κυλίνδρους, συνεπάγεται ότι ο κόφτης θα είναι το πολύ στις 12.000 στροφές. Άρα, απορρίπτεται... Ώπα! Το κάθε οβάλ έμβολο της NR είναι ουσιαστικά δύο συμβατικά έμβολα ενωμένα. Αυτό είναι! Ένας V2 από 900 έως 990 κυβικά, με οβάλ έμβολα που δημιουργούν ουσιαστικά τέσσερις θαλάμους καύσης, οπότε θα έχει την θερμοδυναμική απόδοση ενός τετρακύλινδρου -ακούγεται υπέροχη ιδέα. Φανταστείτε μόνον τον ήχο που θα κάνουν οι ελεύθερες εξατμίσεις του στις 15.000 στροφές...

Το κακό εδώ είναι ότι ο κινητήρας μας θα έχει περίπου τον όγκο και το βάρος ενός V4, αφού κάθε οβάλ έμβολο έχει δύο μπιέλες. Βέβαια, θα είναι αρκετά πιο κοντός σε μήκος από ένα V2 και εξίσου πιο στενός και ελαφρύς από έναν κλασικό V4, οπότε πάλι κερδισμένοι ήμαστε. Σε ποιον θα έπρεπε να απευθυνθώ για να μου φτιάξει έναν τέτοιο κινητήρα; Μην βιαστείτε να απαντήσετε “στη Honda” διότι θα χάσετε.

Ο Domenicali είναι ο άνθρωπος που έχει τις γνωριμίες για να φτιάξει έναν αερόψυκτο κινητήρα χωρίς σύστημα λίπανσης

 

Εντάξει, από τη Honda θα πρέπει να πάρω την άδεια και τον μυστικό τρόπο κατασκευής για τα ελατήρια των οβάλ εμβόλων, όμως για τα υπόλοιπα κομμάτια του κινητήρα χρειάζομαι και κάποιον άλλον. Για παράδειγμα, η κίνηση των βαλβίδων θα γίνεται μέσω δεσμοδρομικού συστήματος. Η λύση αυτή θα μας δώσει 5% λιγότερες μηχανικές απώλειες, άρα ο κινητήρας μας θα ανεβoκατεβάζει πιο ξεκούραστα τα τεράστια έμβολά του. Οι πνευματικές βαλβίδες θα ήταν μια εξίσου καλή λύση, όμως μου αρέσει το θρόισμα που κάνουν τα κοκοράκια του desmo, οπότε τις απορρίπτω χωρίς να σας ρωτήσω. Επίσης, θέλω ο κινητήρας μου να έχει άξονα με κωνικά γρανάζια για να παίρνουν κίνηση οι εκκεντροφόροι από τον στρόφαλο και οι πνευματικές βαλβίδες θα μου στερούσαν αυτή τη χαρά.

Σε αυτό το σημείο, σας υπενθυμίζω ότι το συνολικό βάρος της μοτοσυκλέτας μας δεν πρέπει να ξεπερνά το 50% της ιπποδύναμής της. Με τους δύο άξονες για την κίνηση των εκκεντροφόρων και τα διπλά κοκοράκια για κάθε βαλβίδα που χρειάζεται το σύστημα desmo, οι κυλινδροκεφαλές μας θα ζυγίζουν όσο ένας ελέφαντας -έστω και με κομμένα τα νύχια των ποδιών του. Χμ... Πρόβλημα…

Διαφωνεί κάποιος ότι οι άξονες με τα κωνικά γρανάζια για την κίνηση των εκκεντροφόρων είναι...πανέμορφοι; 

 

Το βρήκα! Θα αφαιρέσω την υγρόψυξη και τα λάδια από τον κινητήρα. Δύο-τρία κιλά ζυγίζει ένα ψυγείο με τα ψυκτικά υγρά και άλλα τόσα τα λάδια μαζί με το φίλτρο και το ψυγείο λαδιού, ξέχωρα οι αντλίες και οι μηχανικές απώλειες. Προσέξτε με λίγο, δεν είναι τόσο ηλίθια ιδέα όσο ακούγεται αρχικά. Σκεφτείτε ότι έχουμε μόνο δέκα λίτρα βενζίνης, και με την κατανάλωση ενός κινητήρα απόδοσης 200 ίππων να είναι από 17 έως 25 λίτρα για κάθε εκατό χιλιόμετρα, η μοτοσυκλέτα μας θα κάνει στην καλύτερη περίπτωση 58 χιλιόμετρα πριν σβήσει, στη χειρότερη 40.

Άρα η περίπτωση να υπερθερμανθεί και να πέσει η απόδοση του κινητήρα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, είναι εκτός πραγματικότητας. Θα μου πείτε ότι οι αερόψυκτοι κινητήρες έχουν αναγκαστικά μεγαλύτερες ανοχές, ώστε να αντιμετωπίζουν τις διαστολές των μετάλλων, αφού δεν υπάρχει σύστημα ψύξης που να περιορίζει το εύρος της θερμοκρασίας του κινητήρα. Μην στεναχωριέστε όμως, διότι ο κύριος Domenicali, στον οποίο αποφάσισα να αναθέσω την ευθύνη για τον σχεδιασμό του κινητήρα, πιστεύω ότι έχει τις κατάλληλες γνωριμίες για να μας λύσει αυτό το πρόβλημα και μαζί το πρόβλημα απουσίας λαδιού.

Ένα ζευγάρι από αυτά τα οβάλ έμβολα, θα είναι η καρδιά του κινητήρα που ονειρεύομαι

 

Πρόσφατα διάβαζα από καθαρή διαστροφή, μερικά άρθρα για τη νέα τεχνολογία Diamond Like που χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία. Βασικά, η τεχνολογία αυτή υπάρχει από τις αρχές του 1950, ξεκίνησε από την προσπάθεια κατασκευής τεχνητών διαμαντιών (εξ ου και η ονομασία της) και στη βιομηχανική εφαρμογή της, χρησιμοποιήθηκε ως μέθοδος σκλήρυνσης των κοπτικών για τους τόρνους και τα τρυπάνια -ναι, τα γνωστά μας “διαμαντοτρύπανα”. Από τότε βέβαια έχουν προοδεύσει αρκετά τα πράγματα, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο σημείο να μπορούμε να κατασκευάσουμε μέταλλα τόσο ανθεκτικά, που να μη χρειάζεται λιπαντικό για να τα προστατεύει από τις τριβές. Αυτή τη στιγμή, μόνο μία ιταλική εταιρεία ιατρικού εξοπλισμού που κατασκευάζει τεχνητές καρδιές έχει πρόσβαση στη μυστική “συνταγή”. Όλως τυχαίως, είναι θυγατρική της Fiat. Άρα, τη μυστική “συνταγή” για έναν κινητήρα που θα δουλεύει χωρίς λάδια την κρατάει η… Fiat, η οποία έχει τη Ferrari, η οποία Ferrari συνεργάζεται στενά με τη Ducati, στην οποία Ducati αφεντικό είναι ο Domenicali.

Παθιασμένος με τις μοτοσυκλέτες, αναμφίβολα εραστής του ωραίου και σίγουρα ο κατάλληλος άνθρωπος για να χρηματοδοτήσει το project. Ένας Castiglioni θα με σώσει

 

Έχοντας λύσει το θέμα του κινητήρα, επικεντρώθηκα στα άλλα δύο προβλήματα, δηλαδή στον εξωτερικό σχεδιασμό και, το κυριότερο, στα χρήματα για να γίνουν όλα αυτά. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να φύγω από τη βόρεια Ιταλία. Μερικά χιλιόμετρα παραδίπλα από την Bologna, βρίσκεται το Varese, όπου ζει και κυρίως βασιλεύει, η οικογένεια Castiglioni. Στο βιογραφικό του, ο βιομήχανος Castiglioni έχει τη Ducati 916 και την MV Agusta F4. Αυτό που μας ενδιαφέρει στην περίπτωσή μας όμως, είναι το γεγονός ότι έκλεψε χωρίς να ρωτήσει το μονόμπρατσο της Honda και “έπιασε χαζούς” ολόκληρη την κυβέρνηση της Μαλαισίας, καταπίνοντας μερικά δις δολάρια από την κρατική Proton. Οπότε ο Castiglioni, είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να πάρει από τη Honda την πατέντα για τα οβάλ έμβολα, να βρει λεφτά για να χρηματοδοτήσει το project, αλλά και να πείσει τον φίλο του Massimo Tamburini να σχεδιάσει μια πανέμορφη εξωτερικά μοτοσυκλέτα.

Θα μπορούσα να κάψω τα τελευταία μου λίτρα βενζίνης με μια Brough Superior SS 100, όμως αυτό θα το σκεφτούν άλλοι...

 

Τώρα φέρτε στο μυαλό σας ολόκληρη την εικόνα. Μια superbike των 200 ίππων, σχεδιασμένη από τον καλλιτέχνη Tamburini, με κινητήρα V2, oval piston, desmo, υπό την επίβλεψη του Domenicali. Μου τρέχουν ήδη τα σάλια. Πού θα το γκάζωνα το θεριό; Μάλλον κάπου στη νότια Ελβετία. Έχει φανταστικούς δρόμους η Ελβετία...

Σε περίπτωση πάντως που όλα τα παραπάνω είναι αδύνατον να γίνουν και μείνω με ένα μπιτόνι των δέκα λίτρων γεμάτο βενζίνη, έχω ήδη έτοιμη την εναλλακτική λύση: Είκοσι άδεια μπουκάλια μπίρας και μια μικρή σακούλα στουπί, μας αρκούν για έναν ικανό αριθμό μολότοφ. Σε όποιο υπουργείο κι αν τις πετάξω, χαμένες δεν θα πάνε...

 

 

Ένα λίτρο*

*(για τον Κίμωνα)

Δεν το είχε αγοράσει το BSA. Το είχε κλέψει. Μέρα μεσημέρι, το είχε κλέψει.

Φάτσα κάρτα απέναντι από το μουτζούρικο, σ’ ένα στενό νοικιάρικο σπιτάκι έμενε ο Στράτος ο Ρήγας. Το Στράτος ήτανε το όνομα του παππού και το Ρήγας κόλλησε μια και ο Στράτος τη ζωή την έβλεπε ανάλογα τη μέρα καρό, σπαθάτη ή γύφτικη. Τη μια σκόρπαγε λεφτά δεξιά-αριστερά και την άλλη με τα μάτια πρησμένα ζήταγε δανεικά. Ατέλειωτες ιστορίες που δεν κόλλησε η ντάμα στο βαλέ, δεν κόλλησε ο βαλές στην τσόχα, λεφτά ποτέ δεν κόλλαγαν στην τσέπη του.

Ξύπναγε κοντά τα μεσάνυχτα, τίναζε χέρια-πόδια σαν ακρίδα έτσι ψιλόλιγνος που ήτανε, κι έτρεχε στη λέσχη. Καβάλαγε τα σκαμπό, καβάλαγε τις γυναίκες των άλλων που κερδίζανε, μόνο τη ρημάδα τη ντάμα κούπα δεν καβάλαγε. Άχτι το ’χε. “Όλα να μου κάθονται ρε φίλε, αυτή η μαντάμ με το μάτι το τσαχπίνικο δε με γουστάρει. Δε μου κάθεται, πώς το λένε”.

Και μια μέρα του ’κατσε. Τους πήρε και τα σώβρακα. Τίναζε χέρια σαν τον Δον Κιχώτη με τη Δουλτσινέα Νταμακούπα από δίπλα, πέταγε τα χαρτιά σαν τα καρφιά, μοίραζε, μάζευε τη μπάνκα, δεν φοβόταν ούτε θεό ούτε διάολο. Το πρωί έφυγε τελευταίος. Τίγκα οι τσέπες. Μασουράκια τα λεφτά κι ένας συρφετός ρολόγια, βέρες, σταυρουλάκια, καδένες, λίγο ακόμα και θα τους είχε πάρει και κάνα δοντάκι χρυσό. Α ναι, και τη BSA. Σε μια γύρα πήγε η BSA, ούτε δεύτερη δεν μπάζωσε. Σκάρταρε το εξάρι και το οχτάρι και μόλις πήρε τα φύλλα τα χτύπησε κάτω με λύσσα “φουλ του άσσου με δυο κούκλες, τα βλέπω κύριοι”.

Την παράτησε στην αυλή ξέπνοη μέρες, βδομάδες.

”Τι κοιτάς ρε πιτσιρίκο;”. Τον γούσταρε τον Γιάννη γιατί του ‘φερνε γούρι. Τη βραδιά που του ‘κατσε η κούπα τον είχε μελετήσει. Η γειτονιά ήταν μοιρασμένη σε τρία στρατόπεδα. Από δω οι γουρλήδες, περάστε παρακαλώ, από δω οι γκαντέμηδες, μακριά κι αλάργα. Τρίτο στρατόπεδο που αν μεγάλωνε κι άλλο θα πέρναγε το Άουσβιτς, όσοι χρωστούσε. ”Τη μοτόρα κοιτάς ρε; Γουστάρεις;”

Το “γουστάρεις” το λες μέχρι και για παγωτό. “Γουστάρεις ένα παγωτό Ελενάκι;” Αυτό που ένιωθε ο Γιάννης με τη BSA δεν ήταν “γουστάρω”, ήταν στα επίπεδα μιας “θα πηδήξω επιτέλους και θα φύγουν και τα σπυράκια” ονείρωξης. Αλλά πώς να το εξηγήσεις αυτό; Και πώς να το εξηγήσεις και στον πατέρα που είχε βάλει τον Στράτο να του ορκιστεί ότι ούτε θα του την πούλαγε τη “μοτόρα” ούτε θα του τη χάριζε ούτε τίποτα: “Άσ’ τονε, τρελό κεφάλι έχει, ας μην το χει και σπασμένο”.

 

“Θα στην έδινα ρε φίλε, αλλά ο κυρ Ανέστης… αφού ξέρεις”. “Ξέρω”, έλεγε μαλακά ο Γιάννης και κοίταγε μακριά απ’ τη “μοτόρα” λες και θα την πρόδιδε να το πει κατάφατσα. Μεγαλωμένος μες στη μπλόφα ο Στράτος, τον κοιτάει μ’ ένα σατανικό χαμόγελο: “Να στην πουλήσω δεν θέλω και δεν μπορώ, άσε που δεν έχεις όχι φράγκο, ούτε φόδρα. Να στη χαρίσω θέλω αλλά δεν μπορώ, το υποσχέθηκα. Αλλά ξέρεις μια κι εμένα δεν μου κάνουν κέφι τα μοτόρια και να την κλέψει κανείς… δεν θα χάσω ύπνο, κατάλαβες;”

Ο Γιάννης τον κοίταγε σα χαζός. Δεν μπορεί… ”Εγώ τώρα την κάνω και θ’ αργήσω να γυρίσω. Ξεκλείδωτη είναι, τα κλειδάκια στη σέλα από κάτω, ποιος να τα βρει κει πέρα; Ε, και στο φινάλε αν την κλέψουν, την κλέψανε! Άντε γεια!” Άνοιξε τις ακριδοποδάρες και χάθηκε πίσω απ’ τη γωνία. Ούτε δέκα βήματα δεν είχε κάνει κι άκουσε το μεταλλικό σκούξιμο της μανιβέλας. “Α γεια σου”, είπε γελώντας. Άνοιξε το βήμα και χάθηκε στα όνειρα μιας κούπας. Μακριά πίσω του οι δρόμοι ξεχείλιζαν απ’ το ξερό κροτάλισμα της “μοτόρας”.

Τρόμος. Στο σινεμά ήταν εύκολο, ακόμα το θυμάται. Ήταν ένας τύπος με λαδωμένο τσουλούφι, όρθιο γιακά κι άφιλτρο, έκλεισε το μάτι σ’ ένα πουά κοριτσάκι που τιτίβιζε ντυμένο στα καναρινί, ανέβηκε στη σέλα, άρπαξε το γκάζι κι εξαφανίστηκε στο ηλιοβασίλεμα. Κάτω στη γαλαρία του σινεμά βουναλάκια τα σποράκια απ’ την αγωνία. Η καναρινί έμεινε με τα χέρια σφιγμένα σα τριανταφυλλάκια κι ο γιακάς τράβηξε δυο γκαζιές ακόμα αφήνοντας έναν σκοτεινό απόηχο.

Εδώ δεν ήταν σινεμά, χωρίς το σκηνοθέτη ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα. Είχε ξαναοδηγήσει μια φορά, το μικρό, του Βασίλη. Αυτή εδώ όμως ήταν άλλο κόλπο. Τον κοίταγε με τα κοντέρ της αριστερά-δεξιά σαν αγριοματάρες, έτρεμε, τιναζόταν, χτύπαγε με δύναμη στα σαμάρια, μούγκριζε σαν σκυλί. Έσφιξε γερά το τιμόνι, κάρφωσε τα μάτια του στην ευθεία, αριστερά και δεξιά του να περνάνε όλα όλο και πιο γρήγορα και όλο και-

Όρκο θα ‘παιρνε ότι τα μέταλλά της μύριζαν ιδρώτα.

Κοίταξε τη γριά. Πόσος καιρός ήταν που την είχε πλύνει; Οι μήνες άρχισαν να κυλάνε ξεφτισμένοι κι ασπρόμαυροι σε μια γωνιά του μυαλού του, μέχρι που ούτε ήξερε πόσο πίσω τον πήγαν. Πολύ καιρό. Έτριψε λίγο με τον αντίχειρα το μέταλλο μέχρι να γυαλίσει. Κάτω απ’ τη σκόνη ακόμα αρχόντισσα ήταν. Όσο έτριβε κι όσο τη χάιδευε με το μεγάλο σφουγγάρι με τις σαπουνάδες, τόσο λες και ένιωθε τη δύναμη στα χέρια του. Το κόκκινο αστέρι, τα ασημί φιλέτα στο ντεπόζιτο, το καπάκι της που πάντα του φαινόταν σαν μεγάλη καρδιά άστραψαν στο απομεσήμερο.

Η γρατσουνιά στο δεξί της καπάκι είχε γίνει από το τακουνάκι της δεκαεξάχρονης γάμπας της. “Πού πατάω;”. Είχε δαγκωθεί αλλά ούτε μίλησε ούτε το καπάκι του BSA άλλαξε. Και κάθε φορά που άγγιζε με τα δάχτυλά του τη χαρακιά, άκουγε τη φωνή της σαν από αυλακιά βινύλιου. Το γδάρσιμο στο αριστερό της πιρούνι ήταν από τότε που στην προσπάθεια του να την εντυπωσιάσει, κατέληξε το BSA στο μάστορα κι αυτός στην αγκαλιά ενός μουστακαλή μπακάλη που τον βοηθούσε να σηκωθεί.

Ο μπακάλης είχε κοιτάξει τη BSA κουνώντας το κεφάλι, μετά κοίταξε λοξά μ’ ένα πονηρό χαμόγελο προς το μέρος της και του σφύριξε συνωμοτικά “χαλάλι τα σίδερα”. Κι όταν τα γεροντάκια κάθονταν καμιά φορά στο λιγοστό φως στο καμαράκι, αυτή κοντά στο παράθυρο να πλέκει σιωπηλή σα μαθητούδι που κάνει την αντιγραφή, σήκωνε καμιά φορά τα μάτια της και τον κοίταγε, δυο καρβουνάκια ακόμα πυρωμένα στο μισοσκόταδο κι αυτός σκεφτόταν “χαλάλι τα σίδερα” και χαμογελούσε.

Το δέρμα στη σέλα είχε βουλιάξει στο σχήμα της, μ’ ένα βαθύ, βαρύ λακκουδάκι εκεί που ακούμπαγε τον καρπό της δυνατά και στηριζόταν πίσω του, με το κορμί γερμένο μπροστά και το πηγούνι ακουμπισμένο απαλά στον ώμο του. Άφησε το βλέμμα του να κυλήσει πάνω στο μέταλλο κι όλα ζωντάνευαν τις κινήσεις και τις ανάσες της, λες και είχε χαραχτεί μια ολάκερη ζωή στο μέταλλο, σαν γλυπτική ψυχής, σαν αποτύπωμα ερωτικό και σαν ανάσταση μνήμης.

Έβγαλε τα εργαλεία του προσεκτικά, έσφιξε τις “μπόσικες” της -που πιστές στο καθήκον τους είχαν πάρει μια βόλτα παραπέρα στο παξιμάδι κι ας ήταν σταματημένη η πριγκηπέσσα- κι έπιασε κόντρα με το χέρι κάτω απ’ σέλα σηκώνοντάς την ελαφρά, να δει αν έχει πάρει τζόγους. Το μικρό διπλωμένο χαρτάκι, προφυλαγμένο, ατόφιο, γαντζωμένο χρόνια στο σκοτάδι, έπεσε απαλά στον καρπό του. Το άνοιξε αργά, προσπαθώντας να μη λιώσει στα χέρια του. “Στις 8, σ’ αγαπώ”. Και τόσα άδεια χρόνια μετά το “σ’ αγαπώ” με το μεγάλο καλλιγραφικό 8 δίπλα του, σε μια μικρή αυλή, εκεί στις τέσσερις και δέκα το μεσημέρι, ο χρόνος σταμάτησε να μετράει.

Πού να την αφήσει ο πατέρας της να τη δει; Σιγά μην δώσει ο κυρ Μάρκος την πριγκηπέσα του στον γιο του Ανέστη του μουτζούρη. Στη ζούλα όλα. Μόνο η μάνα της που το τσακίρικο μάτι δεν άφηνε καρφίτσα να πέσει κάτω τα ήξερε όλα, αλλά έκανε το κορόιδο. Και πάλι όμως δεν ήταν εύκολη “η συνάντησις”. Ολόκληρη επιχείρηση στήνανε.

Έφευγε αυτή για ψώνια, κι όπως περνούσε του πάσαρε το ραβασάκι, πάντα βιαστικά γραμμένο με κομμένες ανάσες “στις 7.30 εδώ”. Αν τύχαινε και εκείνη την ώρα δούλευε εκείνος στο “μουτζούρικο”, του το άφηνε πάνω στη μηχανή. Σφηνωμένο στο τιμόνι, στη σέλα, στο τελείωμα του ντεπόζιτου. Με τη δικαιολογία μιας ανύπαρκτης φιλενάδας Στέλλας και με τις ανομολόγητα συνένοχες πλάτες της μαμάς, φτερούγιζε το σούρουπο κάτω στο δρομάκι και τον έβρισκε να την περιμένει παίζοντας πάντα με χαμόγελο το ραβασάκι στα χέρια του, καθώς άναβε τσιγάρο. Δεν του το είχε πει, αλλά στην κάφτρα του τσιγάρου στο κακοφωτισμένο στενό, της φαινόταν σαν ένας κουρασμένος άγγελος που ήρθε κι έλαμψε γι’ αυτήν.

Την αγκάλιαζε σφιχτά, παρά τις διαμαρτυρίες της για τα όρνια της γειτονιάς πίσω απ’ τα παραθυρόφυλλα, έβαζε μπρος τη BSA και φεύγανε. “Στις 8, σ’ αγαπώ”. Ναι, ήξερε πότε. Του είχε πει την άλλη μέρα με δάκρυα ότι έμεινε μόνη στο κρύο μισή ώρα (Πού ήσουν; Σε περίμενα, πού ήσουν; Γιατί-) είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται λίγο πριν εμφανιστεί η κουτσομπόλα της γειτονιάς κι αυτή του σφυρίξει φεύγοντας “απόψε, ίδια ώρα”. Κι εκείνο το βράδυ όταν ανέβηκε στη BSA κι ένιωσε τα χέρια της να τον τυλίγουν σαν κρινάκια, ξέχασε τα πάντα, όπως γινόταν κάθε φορά.

“Και τόσα μοναχικά χρόνια μετά που έφυγες”, ψιθύρισε, “μετά από τόσες καλημέρες στη φωτογραφία σου, έρχεσαι απόψε στις 8 να μου πεις το σ’ αγαπώ που δεν άκουσα”. Σαν τσίμπημα ήταν στην πλάτη. Κι η ζέστη αφόρητη. Ένιωσε το αίμα να χτυπάει δυνατά στα μηνίγγια του, το χαρτάκι γλίστρησε απ’ το χέρι του. Το αστεράκι της BSA σκοτείνιασε.

”Κι εγώ”.
Έκλεισε αργά τα μάτια, κι ούτε το εκκωφαντικό χτύπημα του φορείου στις άχρωμες πόρτες τον ξύπνησε.

Από τότε που βγήκε απ’ το νοσοκομείο είχε να τη δει τη BSA. Tα είχε απαγορεύσει ο γιατρός όλα. Aπό τηγανητά μέχρι γκάζια. Έθαψε την Εγγλέζα εκεί μέσα και δεν ξανάγγιξε κλειδί. Θα ‘χαν περάσει ίσαμε διακόσια χρόνια. Τόσα τα ‘νιωθε. Ποιος διάολος τον είχε κάνει τώρα να μπει στο υπόστεγο; Σκοτεινές γωνίες της ψυχής και αναθήματα, φτερουγίσματα νεανικά και μυρωδιές βενζίνας, χάδια μεταλλικά και νυχτερινά ουρλιαχτά, τι ήθελε κει πέρα; Ας όψεται η περιέργεια του Νάσου, του πιτσιρικά του γείτονα. Και το σκουριασμένο λουκέτο. Το κράταγε ακόμα στο ένα χέρι, στο άλλο τον φακό. Τον έστρεψε πάνω της και τα μέταλλα γυάλισαν.

“Πώς δηλαδή το περνούσατε το όριο;” ρώτησε ο Νάσος. Ο γέρος χαμογέλασε και τον κοίταξε. 16 χρονών παλικαράκι, έπιανε τη ζωή και την έφερνε τούμπα, την έλυνε στον πάγκο και την έδενε όπως ταίριαζε στον νου του.

-Απλά το περνούσαμε. Ανοίγαμε το γκάζι, ανέβαιναν τα χιλιόμετρα και το περνούσαμε.
-Και τα ηλεκτρονικά; Τα τσιπάκια; Δεν σας κόβανε; Δεν δίνανε σήμα που είστε;
-Μόνο ταμπέλες είχε δεξιά στον δρόμο που σου λέγανε την ταχύτητα. Ταμπέλες βαμμένες με το νούμερο πάνω, πόσο επιτρέπεται να πηγαίνεις. 60. 80. Εσύ αν ήθελες όμως πήγαινες 100, 120, 140. Όσα ήθελες.
-Κι εσύ το έσπαγες;
-Καμιά φορά.
-Μ’ αυτήν;
Ο Γιάννης χάιδεψε τη σέλα.
-Ναι. Μ’ αυτήν.
-Και τι είναι όλο αυτό το μεταλλικό εδώ;
-Μοτέρ.
-Τι “μοτέρ”; Δηλαδή;
-Κινητήρας, από κει παίρνει δύναμη, πώς να στο πω;
-Και φορτίζει πώς;
-Δεν φορτίζει, δεν είναι ηλεκτρικό. Με βενζίνη δουλεύει.
-Βενζίνη; Δεν απαγορεύεται αυτό;
-Ναι. Είναι παλιό, στο είπα.
-Σαν τα βενύλια που έχεις πάνω;
-Βινύλια. Ναι, κάτι τέτοιο. Κάτι τέτοιο. Σαν τα βινύλια.
Ο πιτσιρικάς τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν.
-Να το κάνω μια βόλτα;
-Δεν έχω βενζίνη αγόρι μου, αλλά και να είχα, είναι επικίνδυνο.
-Γιατί;
-Γιατί μπορεί να πέσεις.
-Πώς να πέσω δηλαδή; Στον δρόμο;
-Ναι, στον δρόμο. Και να χτυπήσεις.
-Καλά, κι εσείς πως τα οδηγούσατε; Δεν πέφτατε;
-Εμείς είχαμε μάθει.
-Και δεν πέφτατε ποτέ;
-Πέφταμε, πώς δεν πέφταμε.
-Και δεν χτυπούσατε;
-Ναι, αρκετές φορές. Καμιά φορά άσχημα. Καμιά φορά δεν ξανασηκωνόσουν. Ή σηκωνόσουν μισός. Ειδικά αν έτρεχες πολύ, αν έσπαγες το όριο που έλεγες πριν.
-Τότε γιατί το κάνατε;
Ο Γιάννης πέρασε αργά το χέρι του πάνω στο ντεπόζιτο.
-Γιατί μπορούσαμε.
Ο Νάσος έμεινε λίγη ώρα να τον κοιτάει.
-Μπορούμε να το βάλουμε μπροστά;
Η φωνή του γέρου του έγδαρε τον λαιμό όπως έβγαινε.
-‘Όχι. Όχι, δεν νομίζω να πάρει, όχι. Είναι παλιά, στο είπα.
-Πού έμπαινε η βενζίνη που λες;
-Εδώ μέσα.
-Και δεν μπορούμε να βρούμε;
-Δεν έχει μπαταρία. Άσ’ το, δεν θα πάρει. Είναι πολύ παλιό τώρα για να δουλέψει, όλα εδώ μέσα είναι παλιά, σκουριά είναι μόνο, άσ’ τα.
Έπιασε το στήθος του, ένιωθε ένα ξαφνικό πλάκωμα, δυνατό, σαν να έκλεινε όλη η αποθηκούλα γύρω του, όλα έρχονταν κοντά του, πάνω του, να τον πνίξουν, οι τοίχοι, τα εργαλεία, ο πάγκος, όλα πάνω του σαν τη μέγγενη, η ανάσα του κόπηκε.
-Αυτή είναι η μπαταρία; Αυτό είναι εύκολο, δίνουμε ρεύμα από δω. Τις ξέρω αυτές τις μπαταρίες, είναι παλιές.
-Δεν θα δουλέψει.
Σαν σφύριγμα βγήκε η φωνή του. Τέτοια ώρα έπρεπε να είναι καθισμένος μέσα, στην τριμμένη πολυθρόνα, στην παλιά τηλεόραση με το κανάλι 3 να δείχνει χιονάκι και το σπασμένο κουμπί του καναλιού 7 στο κοντρόλ. Mε τον αντιπαθητικό τύπο των ειδήσεων των 9, τις δήθεν χαριτωμένες ηλίθιες των διαφημίσεων και τη χιλιοειδωμένη ταινία μετά τα μεσάνυχτα. Στις παντόφλες που έχασκαν, στο λερωμένο φλιτζανάκι με τον ελληνικό. Όχι μέσα στο σκοτάδι με όλες αυτές τις θύμησες.
-Από πού παίρνει μπροστά;
Ξαφνιάστηκε ακούγοντας τη φωνή του σαν κάποιου τρίτου. Τη φωνή του όπως ήταν τότε, που βούτηξε μέρα μεσημέρι την Εγγλέζα και-
-Άσ’ το σε μένα.
Έψαξε καλά πίσω από τα κουρέλια. Εκεί ήταν ακόμα στο στεγανό δοχείο.
-Τι είναι; Βενζίνη; Έχεις ακόμα βενζίνη;!
 

Χωρίς να μιλήσει, μετάγγισε κρατώντας την ανάσα του περίπου ένα λίτρο στο ντεπόζιτο, κλείνοντάς το αμέσως σφιχτά. Χωρίς να κυλήσει ούτε σταγόνα. Αφήνοντας την ανάσα του να βγει δυνατά πάτησε τη μανιβέλα. Πρώτα ένας ενοχλητικός ήχος σαν τρίξιμο άρχισε να σκαρφαλώνει τους τοίχους και να τους τρυπάει τ’ αυτιά, δυνάμωσε σε ένα γρούξιμο άγριο, σαν σκυλί που το ξυπνάνε, κύλησε εφτά οκτάβες κάτω σαν να έβγαινε από πηγάδι, θυμωμένος και παλιός σαν τα βινύλια που άρχισαν να παίζουν στο μυαλό του, μέχρι που καταλάγιασε σ’ ένα δυνατό δωδεκάμετρο στακάτο μπάσο.

Χούφτωσε το γκάζι με λαχτάρα, σαν τον πιτσιρίκο που θα τον σταματούσανε απ’ το να βουτήξει τα χέρια στο γλυκό, κι η Εγγλέζα ρούφηξε λαίμαργα τη βενζίνα. Ο Νάσος έγειρε πίσω το κεφάλι και φώναξε κάτι που δεν ακούστηκε, κι άρχισαν κι οι δυο να γελάνε δυνατά χωρίς κανέναν μα κανέναν λόγο. Και τότε το ‘ξερε ότι σε πείσμα του παρουσιαστή των 9, σε πείσμα της τριμμένης πολυθρόνας, σε πείσμα του πόνου στα κόκαλά του και σε πείσμα της κάθε συνταγής γιατρού τρεις-φορές-τη-μέρα, ήθελε να κάνει ακόμα μια βόλτα. Να παίξει για άλλη μια φορά μουσική στην εθνική. Κοίταξε τον πιτσιρικά. “Κράτα γερά και μη φοβάσαι. Πάμε.”

Χάιδεψε γλυκά την Εγγλέζα κι άνοιξε γκάζι αργά, απολαυστικά, μέχρι τέρμα, μέχρι να τρέμει ολόκληρη. Τελικά μερικά πράγματα δεν τα ξεχνάς ποτέ. Όπως τα τραγουδάκια του δημοτικού.
Hey hey ma’, said the way you move, gonna make you sweat, gonna make you groove”…
Έτσι.
Σαν παλιό βινύλιο.
Λύκος
 

Τάσος Βαγιανέλης

“Στην Ελλάδα μπορούμε!”
18/5/2018

Είχε ανησυχίες, δεν ήθελε να κάθεται. Ήθελε να καταλάβει “τι στο διάολο γίνεται στον κόσμο”. Μαθητής ακόμα, δούλεψε σε ένα σωρό δουλειές. Μέχρι και παπούτσια στην Βουγιουκλάκη πούλησε. Το ’90, ανοίγει με συνεταίρους μια πρωτοποριακή, κάθετη μονάδα μοτοσυκλετών. Κανείς μεγάλος έμπορος τότε δεν έβλεπε μέλλον στην BMW. Ο νέος όμως Βαγιανέλης, πίστεψε στην BMW. Σήμερα, η Βαγιανέλης Α.Ε. έχει ένα από τα τρία καλύτερα καταστήματα BMW στον κόσμο, και το κυριότερο, ατέλειωτες, φρέσκιες, ανατρεπτικές ιδέες…

“Οι πρώτες μου εικόνες από μοτοσυκλέτες… Στο πατρικό μου σπίτι στα Πατήσια, στον Άγιο Ελευθέριο, στο ισόγειο έμενε η οικογένεια Τσαγκλή, ακόμα ο μεγάλος εκεί μένει. Είναι δύο αδέλφια, λάτρεις των Harley Davidson, είναι οι παλιοί Χαρλεάδες, δεν έχουν σχέση με τους καινούργιους, ε, κι εγώ μικρό παιδί τα άκουγα, τα έβλεπα αυτά με τα ψηλά τιμόνια. Στα Πατήσια που μεγάλωσα, τέρμα Αχαρνών, πολύ κοντά στην Αύρα, υπήρχε οργασμός μοτοσυκλετών. Ακριβώς πάνω από το σπίτι μου είχε μαγαζί ο Μαρμαράς. Δεν είχα ασχοληθεί όμως ιδιαίτερα, την πρώτη μου την πήρα 18 χρονών, ένα Honda XLS 185, και μετά ένα XLS 500, αμερικάνικο, γκρι. Με ρωτάν οι γιοί μου, “ποιος είναι ο καλύτερος μπαμπάς, ο παπούκος ή εσύ”, κι απαντάω εγώ, ο παπούκος δεν το είχε δει το έργο να ασχοληθεί, να δει τι κάνω εγώ, οι παλιοί μπαμπάδες είχαν την καλύτερη πρόθεση αλλά λιγότερες γνώσεις. Πέρασα κι εγώ από την φάση που θα μπορούσα να είχα χτυπήσει, να είχα σκοτωθεί, αλλά δεν ήμουν μηχανόβιος, βόλτες πήγαινα, στο Πανεπιστήμιο, δεν ήμουν ο φανατικός που εξελίχθηκε μετά και έγινε έμπορος μοτοσυκλετών. Το ότι έγινα έμπορος ήταν από τύχη.”

To μεγάλο σχολείο της λιανικής
“Έκανα ένα διάλλειμα στις σπουδές μου στο Οικονομικό της Νομικής, γιατί το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχει ένας άνθρωπος στη ζωή του είναι να καταλάβει ακριβώς που μπορεί να ανήκει επαγγελματικά ή συναισθηματικά, τι θα τον κάνει χαρούμενο. Πήρα αναβολή, παράλληλα πήγαινα και στο Deree. Πήγα να κάνω την θητεία μου στο Ναυτικό, και ψαχνόμουν. Τελικά κατάλαβα πως σαν ιδιοσυγκρασία μου ταίριαζε να ασχοληθώ με το εμπόριο. Είχα ανησυχίες, κι από την τρίτη γυμνασίου και μετά δεν έκανα διακοπές, δούλευα, σε βενζινάδικο, σε διανομή κρέμας σαντιγί, χυμούς, στην ΙΒΜ όπου δούλευε ο πατέρας μου στο τμήμα κίνησης για να μεταφέρω αλληλογραφία, στο Μαραμπού, ένα μεζεδοπωλείο στην Πανόρμου γκαρσόνι, με την ορχήστρα νέων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και άκουγα είκοσι μέρες κλασική μουσική μεταφέροντας τα αναλόγια. Πολύ μεγάλο σχολείο ήταν όταν έκανα τον πωλητή, στον Πανταζή με τα παπούτσια στο Κολωνάκι, το καλύτερο στην Αθήνα τότε, όπου για πρώτη φορά αντιμετώπισα το retail, για πρώτη φορά έκανα λιανική, κατάλαβα τι σημαίνει να είσαι πωλητής. Φαντάσου να εξυπηρετήσεις την Αλίκη Βουγιουκλάκη; Ηθοποιούς που τους έβλεπες στις ταινίες και σ’ έπιανε δέος; Ήταν διδακτική εμπειρία ειδικά οι επώνυμοι, κάποιοι από αυτούς είχαν καβαλημένο το καλάμι, κάποιοι ήταν πολύ φιλικοί, ήταν ένα καρδιογράφημα ανθρώπων λιανικής. Ήταν μεγάλο σχολείο. Γενικά είχα ανησυχίες, δεν ήθελα να κάθομαι. Ήθελα να καταλάβω τι στο διάλο γίνεται στον κόσμο. Έχω ταξιδέψει, έμεινα έξι μήνες στο Λονδίνο όπου εξέλιξα τα αγγλικά μου, έμεινα τρεις μήνες στο Παρίσι, γενικά ψαχνόμουν.”

Η ζωή είναι μία
“Παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και η τύχη, και οι παρέες. Είμασταν τρεις κολλητοί, τέσσερις, και γενικά από την γενιά μου οι περισσότεροι κάτι έχουν κάνει στην ζωή τους. Διαβάζαμε, κάναμε γυμναστική, πηγαίναμε κινηματογράφο, τρώγαμε παγωτό στην Χαρά και γενικά καβαλάγαμε και μοτοσυκλέτες αλλά όχι στην λογική του ρόδα τσάντα και κοπάνα. Ο φίλος μου και μετέπειτα κουμπάρος, ο Μιχάλης ο Ευμορφίδης, είναι ο ιδιοκτήτης της Cocomat, που είναι μια πάρα πολύ μεγάλη εξαγωγική εταιρία με καταστήματα σε όλο τον κόσμο, ο Λευτέρης ο Γιόκαρης ο οποίος ασχολείται με πάρα πολλά έργα που βλέπουμε στην Ελλάδα, γνωστή κατασκευαστική εταιρία, ο Χάρης ο Μικρός, CEO σε πολλές μεγάλες επιχειρήσεις, εγώ κάτι έκανα με τις μοτοσυκλέτες, και κάνω, γενικά παίζει ρόλο και στα νέα παιδιά να έχουν παρέες και να έχουν και μέντορες ανθρώπους πιο μεγάλους από αυτούς, να τα οδηγήσουν σε ένα πιο σωστό δρόμο.
Ένας από τους λόγους που κινούμαι κι έτσι επιχειρηματικά στην Βαγιανέλης είναι για να βάλουμε κι ένα μικρό λιθαράκι να δώσουμε ένα φωτεινό παράδειγμα στα παιδιά, ότι πρέπει να προσπαθούμε, η ζωή είναι μία, να μην φεύγει ανεκμετάλλευτη, να κοιτάμε την μέρα που πέρασε και να λέμε κάτι κάναμε.”

Θεώρησα πως η κρίση είναι η ευκαιρία, και είναι νόμος παγκόσμιος αυτός στο επιχειρείν

Κάνω την προσπάθειά μου
“Χρήματα πολλά δεν υπήρχαν, σχεδόν καθόλου, δηλαδή ξεκίνησε όλο αυτό το πράγμα με οικονομίες δικές μου, με βοήθεια του πατέρα μου όταν πήρε το εφάπαξ, δεν υπήρχε η δυνατότητα να κάνεις τότε κάτι πάρα πολύ μεγάλο το ’90. Αυτή η ιστορία ξεκίνησε με συνεταίρους τους αδελφούς Σωτηρίου, με το Motorrad Center στην Μάχης Αναλάτου. Είχα αναλάβει το κομμάτι των πωλήσεων μοτοσυκλετών σε μια επιχείρηση που ήταν πρωτοποριακή, ήταν κάθετη. Τόλμησα και έκανα επαφή με την ΒΜW, τότε ήταν πέτρινες εποχές για την BMW, κανένας έμπορος των Αθηνών δεν ασχολείτο αποκλειστικά με την BMW παρά μόνο ο Κόκοβας, ήταν κι ο Καλφαρέντζος ο αείμνηστος και ο Γιάννης ο Πέτσας, αλλά σαν συμπληρωματική, δεν το είδε κανείς ζεστά πολύ. Κανείς από τους μεγάλους εμπόρους δεν έβλεπε μέλλον στην BMW, σκέφτηκα τότε ότι είναι καλό να ενώσω το όνομά μας ναι μεν με μια εταιρία μοτοσυκλετών που δεν είχε να δείξει πολλά πράγματα τότε, αλλά με ένα όνομα πάρα πολύ βαρύ. Έτσι έγινε μια αίτηση, έγινε αποδεκτή και ξεκινήσαμε με την BMW. Μετά αυτός ο συνεταιρισμός δεν συνεχίστηκε, αλλά μόνος μου ασχολήθηκα μ’ αυτό το κομμάτι, της BMW, δίνοντάς του χαρακτήρα αποκλειστικότητας.
Πίστεψα στην BMW. Θυμάμαι όταν έγινε η πρώτη έκθεση μοτοσυκλέτας είχαμε κάνει το πρώτο περίπτερο μόνο με BMW, και κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει το νόημα αυτής της κίνησης, με τα μαστόδοντα που είχαμε τότε και πουλάγαμε, με τους δεινόσαυρους. Είχε περάσει ένας μεγάλος έμπορος των Αθηνών, και μου λέει: “Βρε αγόρι μου, τι κάνεις;”. Του λέω, “την προσπάθειά μου”. Κατάλαβα πως τα πράγματα αλλάζουν για την BMW το 1993 όταν βγήκε το Funduro. H ΒMW δεν είχε κανένα λόγο να βγάλει ένα τέτοιο μοντέλο αν δεν είχε πάρει την στρατηγική απόφαση να επαναφέρει την BMW Motorrad, να την κάνει ανταγωνιστική και με πάρα πολλά νέα μοντέλα. Αυτό έχει γίνει, κι έτσι έχουμε φτάσει μέχρι εδώ, αφού επιβιώσαμε τα δύσκολα χρόνια της κρίσης.”

Στην Ελλάδα μπορούμε
“Τότε, το σκεπτικό ήταν ή πάμε σπίτι μας, όχι να υπάρχουμε απλά για να πορευόμαστε, ή τι πρέπει να κάνουμε για να ακολουθήσουμε τις εξελίξεις και την ανάπτυξη του εργοστασίου. Το γεγονός είναι πως αυτά τα χρόνια της κρίσης με ωρίμασαν και σαν άνθρωπο και σαν επιχειρηματία. Κατάλαβα ακριβώς τι σημαίνει και πως πρέπει να κινηθώ. Αποφάσισα αυτό το νέο ξεκίνημα έχοντας φοβερό ενθουσιασμό που προσπάθησα να τον μεταδώσω γύρω μου. Το οικονομικό ύψος του εγχειρήματος ήταν τεράστιο σε σχέση με το τι υπήρχε γύρω μας, κι αυτή η απόφαση πάρθηκε το ’14 (άσχετα αν υλοποιήθηκε το ’16), και το ’13-’14 ήταν οι πιο δύσκολες χρονιές στην Ελλάδα. Μικρός, μου είχε κάνει εντύπωση η ιστορία του Καίσαρα Βοργία, που είχε πει το “ή όλα ή τίποτα”, εγώ πήγα με την λογική του όλα. Ήμασταν ήδη 25 χρόνια στη μοτοσυκλέτα, στην BMW. Συνειδητοποίησα πως η κρίση δεν υπήρχε για κάποια στρώματα, κι απευθυνθήκαμε σ’ αυτά. Μέσα στα χρόνια της κρίσης η Rolex στην Ελλάδα έχει αύξηση 250% των πωλήσεών της. Όταν είχα ξεκινήσει, τον πρώτο χρόνο στο χώρο της μοτοσυκλέτας, ήθελα να τα παρατήσω, γιατί είδα πως οι εταιρίες μοτοσυκλέτας και τα στελέχη τους δεν ήταν σε επίπεδο αντίστοιχο με άλλων προϊόντων. Υπήρχε η αντίληψη πως οι αναβάτες μοτοσυκλέτας είναι παιδιά ενός κατώτερου θεού, και πως οι έμποροι είναι οι πιο πολλοί αλήτες. Στην μοτοσυκλέτα όμως έμπαινε και νέος κόσμος.
Θεώρησα πως η κρίση είναι η ευκαιρία, και είναι νόμος παγκόσμιος αυτός στο επιχειρείν. Με σωστή στρατηγική, με όραμα, φιλοδοξίες, νούμερα, υποστηρικτές και συμμάχους, αρκεί να πάρεις την απόφαση, είναι η κατάλληλη στιγμή για να πας μπροστά. Έτσι προέκυψε η μεταστέγαση και η κατασκευή του καινούργιου μαγαζιού. Θεωρώ πως ο πελάτης της μοτοσυκλέτας πρέπει να απολαμβάνει υψηλές υπηρεσίες, που μέχρι τότε στην Ελλάδα δεν υπήρχε. Μπορεί στην Ελλάδα να είμαστε πάρα πολύ μπροστά στα μαγαζιά της εστίασης, στα ξενοδοχεία, σε κάποια καταστήματα αυτοκινήτου, αλλά ήμασταν πάρα πολύ πίσω στα μαγαζιά μοτοσυκλέτας. Αν εξαιρέσουμε την BMW που έχει συγκεκριμένα πρότυπα, ακόμα και στην BMW δεν υπήρχε ένα superstore. Εγώ λοιπόν κατασκεύασα ένα superstore. Αυτό. Έκανε μπαμ κατ’ ευθείαν, ο κόσμος το εκτίμησε, πολλοί συνάδελφοι και φίλοι επιχειρηματίες πήραν κουράγιο από εμένα, αναπτύχθηκαν κι αυτοί στη δουλειά τους. Πάει συνειρμικά, πάει ντόμινο, σου λέει, για να το τολμήσει ο Τάσος κάτι θα ξέρει, ας το κάνω κι εγώ. Πολλοί φίλοι μου έχουν κάνει ανάπτυξη στην δουλειά τους, κι αυτό συμπαρέσυρε και επιχειρήσεις του κόσμου της μοτοσυκλέτας, και στο δίκτυο της BMW, γιατί είδαμε πως εκτός από την κίνηση την δική μας έχουμε επίσης δύο πολύ καλά καταστήματα της BMW Σφακιανάκης. Γενικώς έχει δοθεί ένα push! Και γενικά μπορούμε στην Ελλάδα, γιατί να μην προσπαθήσουμε; Το χρώμα του χρήματος δεν είναι διαφορετικό. Ο πελάτης που μπορεί να φοράει ένα καλό κουστούμι και να πάει να αγοράσει ένα αυτοκίνητο, μετά πάει σπίτι του, φοράει το τζιν του κι έρχεται να αγοράσει μια μοτοσυκλέτα. Ή μπορεί να έρθει και με το κουστούμι, δεν είναι άλλος πελάτης, ο ίδιος είναι. Γιατί να μην απολαμβάνει υψηλές υπηρεσίες, ωραίο περιβάλλον, να αισθάνεται καλά, να αισθάνεται ασφάλεια; Κουράστηκα με την μιζέρια, ήθελα να κάνω κάτι που δεν θα είναι μίζερο.”

 

 

Εξαγωγές ιδεών και ανθρώπων
“Την διαφορά όμως δεν την κάνει μόνο ο χώρος, είναι και οι άνθρωποι. Για μας οι τυπικές δραστηριότητες, πώληση, after sales, service, αξεσουάρ, είναι μόνο η βάση εκκίνησης. Τα θεμέλια. Τι πρέπει να κάνουμε σαν μια σωστή, οργανωμένη επιχείρηση που αντιπροσωπεύει ένα τεράστιο εργοστάσιο; Πρέπει να είμαστε 100% σωστοί με τις συμβατικές μας υποχρεώσεις, αυτός είναι ο θεμέλιος λίθος του πως λειτουργεί η Βαγιανέλης, η οποία κάνει το ανάποδο από αυτό που κάνει το Ελληνικό κράτος. Δηλαδή ενώ το Ελληνικό κράτος συμφωνεί δέκα πράγματα και κάνει τα δύο, εμείς συμφωνούμε δέκα πράγματα με τους συνεργάτες μας και κάνουμε όχι μόνο δέκα, αλλά και δέκα επιπλέον. Με τα άλλα δέκα επιπλέον έχει αφήσει χαζούς, με την καλή έννοια, τους συνεργάτες μας και την ίδια την BMW, γιατί όλα αυτά που κάνουμε είναι πρωτοποριακά, έχουν κοινωνικό χαρακτήρα, παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, έχουν Ελληνικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, είμαστε οι μόνοι που προάγουμε την ασφάλεια χτίζοντας αναβάτες, με δωρεάν ιδιαίτερα μαθήματα από τον Νίκο Σπανό, με κάθε αγορά μοτοσυκλέτας. Και με αυτό, και παράλληλα με τα υπόλοιπα που κάνουμε δημιουργούμε πρεσβευτές της Βαγιανέλης και της γενικότερης φιλοσοφίας της.
Πιστεύω ότι οι Έλληνες επιχειρηματίες μπορούν και οι Ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις ξένες, και στο λέω εγώ, γιατί ξέρω δεκάδες επιχειρήσεις συναδέλφων μου στο εξωτερικό και αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα η BMW Motorrad έχει το καλύτερο δίκτυο στην Ευρώπη αν όχι στον κόσμο, γιατί είναι και το καλύτερο, το πιο εκπαιδευμένο, και ο λόγος είναι ότι υπάρχει μέσα σε μια δεκαετία εμπόλεμης κατάστασης. Οι άλλοι, στο εξωτερικό, πουλάνε μοτοσυκλέτες σε αγορές που δεν έχουν οικονομικά προβλήματα, σε κράτη που είναι εύρωστα. Τα περισσότερα πράγματα που ισχύουν στο εξωτερικό είναι γέννημα θρέμμα της Ελληνικής αγοράς μοτοσυκλετών BMW. Το 3Easy Ride είναι ελληνική ιδέα, κι έχει γίνει παγκόσμια μέθοδος χρηματοδότησης. Θεωρώ ότι ένας από τους πνευματικούς του μπαμπάδες είμαι κι εγώ, είμαι ταπεινός άνθρωπος αλλά σε ορισμένα θέματα είμαι κι εγωιστής. Ήταν πρόταση και ιδέα εν μέρει δική μου, φυσικά την υλοποίησε η τότε διεύθυνση της BMW. Η επέκταση εγγύησης, η ιστορία του Plus, ότι αγοράζεις μοτοσυκλέτα με ενσωματωμένη την ασφάλεια, που κάνει την μοτοσυκλέτα σου να έχει μια συγκεκριμένη αξία.

Δηλαδή αγοράζεις μια μοτοσυκλέτα, με χρηματοδότηση για 33 μήνες, στην κλέβουν τον 30ό μήνα, είσαι χιλιομετροφάγος, έχεις κάνει 200.000 χιλιόμετρα, είχες δώσει 25 χιλιάρικα για να την αγοράσεις, και δεν παίρνεις δέκα που είναι η εμπορική της αξία, αλλά παίρνεις 25 και την αντικαθιστάς. Ή όπως η παγκόσμια πρώτη, καθώς είμαστε η μόνη εταιρία στην Ελλάδα που δίνει μικτή ασφάλεια. Φταις δεν φταις πληρώνεσαι. Αυτό δεν ισχύει πουθενά στον κόσμο σε άλλη εταιρία μοτοσυκλέτας. Αγοράζεις ένα Ducati, και το έχεις με χρηματοδότηση. Πας μια βόλτα με τους φίλους σου, εσύ έχεις ένα Ducati, o άλλος έχει ένα BMW GS, o άλλος ένα ΚΤΜ. Πέφτετε σε λάδια και οι τρεις, και χρωστάτε και οι τρεις τις μοτοσυκλέτες σας. Αυτός με το BMW που έχει μικτή ασφάλεια θα πληρώσει την απαλλαγή του, ένα χιλιάρικο, και η ασφαλιστική θα του φτιάξει την μοτοσυκλέτα του. Ας πούμε πως όλες οι μοτοσυκλέτες έπαθαν από 10.000 ευρώ ζημιά, ο αναβάτης του BMW θα πληρώσει ένα χιλιάρικο, οι άλλοι θα πληρώσουν από 10.000 και θα συνεχίσουν να χρωστάνε και τις δόσεις τους.
Επίσης, τα περισσότερα στελέχη που έχουν εργαστεί στην BMW Motorrad Hellas, από το 2003 που ιδρύθηκε μέχρι σήμερα, έχουν απορροφηθεί στο εξωτερικό. Κι αυτό γιατί δεν είναι μόνο θεωρητικά εκπαιδευμένα στελέχη, αλλά στην πράξη στην Ελλάδα της κρίσης, οπότε έχουν μεγαλύτερη πείρα από τον αντίστοιχο στο Βέλγιο ας πούμε. Πολλά ονόματα, ακόμα κι από την τράπεζα της BMW, το 50% είναι πια έξω και δουλεύουν τα τραπεζικά προϊόντα. Μας παίρνουν του καλύτερους έξω για να εκπαιδεύσουν τους άλλους, εκπαιδεύουν οι Έλληνες όλους τους υπόλοιπους συναδέλφους τους στο εξωτερικό. Την διαφορά στην Ελλάδα την έκανε η κρίση. Αν είχες δύο μποξέρ, που ο ένας έχει να αγωνιστεί δύο χρόνια, κι ο άλλος έχει πρόσφατους αγώνες, ποιος θα κερδίσει; Αυτός που έχει πίσω του αγώνες. Τα στελέχη της BMW από την Ελλάδα, παρέα με το δίκτυο, γιατί στην BMW ισχύει και κάτι άλλο, η επικοινωνία είναι καθημερινή, τα στελέχη έχουν υψηλό επίπεδο, δεν ισχύει αυτό που ισχύει σε άλλες εταιρίες, που όλοι έχουμε ακουστά διάφορα πράγματα που έχουν συμβεί. Εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά, υπάρχει απίστευτη επικοινωνία, είμαστε όλοι μια γροθιά για να αντιμετωπίσουμε τις ανάγκες της αγοράς, για να πάει η BMW μπροστά σαν εταιρία και οι εταιρίες οι δικές μας και του δικτύου. Εκπαιδεύει ο ένας τον άλλο, υπάρχει έντονο brainstorming, τεράστια επικοινωνία, πολλές προτάσεις, χιλιάδες ιδέες και διαλέγουμε την καλύτερη.”

 

Να μην χωρίσεις ποτέ από το όραμά σου
“Το εύκολο είναι να ξεκινήσεις να κάνεις κάτι καινοτομικό. Το δύσκολο είναι να το συνεχίσεις, να το διατηρήσεις. Γιατί όσο πιο ψηλά ανεβάζεις τον πήχη, τόσο έχεις την ευθύνη να τον διατηρήσεις και ψηλά. Δεν μπορείς να είσαι φωτοβολίδα. Το να κάνεις μια φωτοβολίδα, θα αξιολογηθεί αρνητικά από την αγορά, τους πελάτες, τους φίλους, τα παιδιά σου. Στην Βαγιανέλης έχουμε στρατηγική εικοσαετίας, καλά να είμαστε! Η καινοτομία μπορεί να εμπλουτίζεται, για να μην θεωρείται μετά κατεστημένη, δεδομένη. Μπορείς να ρωτήσεις όλα τα ζευγάρια που είναι παντρεμένα. Είναι όπως ο έρωτας. Ο έρωτας τι είναι, ένα μικρό γλαστράκι, στην αρχή το ποτίζεις και το πνίγεις και ανθοφορεί συνέχεια. Μετά αλλάζουν τα πράγματα. Αν θες να το διατηρήσεις, πρέπει να συνεχίσεις να το ποτίζεις. Αυτό μετουσιώνεται μετά σε κάκτο, ο κάκτος βγάζει λουλούδια, αλλά πιο σπάνια. Συνεχίζει στην διάρκεια του χρόνου. Αυτό που έχεις να κάνεις είναι να βρεις και δεύτερο γλαστράκι, και τρίτο, να εμπλουτίσεις τον έρωτά σου και να μην χωρίσεις ποτέ από το όραμά σου και τις καινοτομίες. Αυτό σημαίνει πως πάντα υπάρχει περιθώριο να εξελίσσεται και κάτι καινοτόμο, και να ανακαλύπτεις και κάτι καινούργιο για να το συμπληρώσεις. Αυτός είναι ο στόχος. Οι καινοτόμες ιδέες είναι άπειρες. Πρέπει απλά να έχεις το θάρρος και το θράσος να βγαίνεις προς τα έξω και να τις υλοποιείς. Στην δική μας περίπτωση, γιατί όλα αυτά υπήρχαν στο μυαλό μου πάρα πολύ καιρό, δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν, αν δεν υπήρχε πρώτα μια βάση. Η βάση αυτή είναι το ίδιο το κατάστημα. Είναι ένα κόσμημα, ένα από τα τρία καλύτερα στον κόσμο. Σ’ αυτό το κατάστημα δεν έχει μπει αρχιτέκτονας. Ό,τι βλέπεις είναι Τάσος Βαγιανέλης, όλα σχεδιασμένα από μένα, είναι εγώ, ο αδελφός μου και οι συνεργάτες μου αυτό το κατάστημα. Αυτή είναι η βάση για να κερδίσουμε το επόμενο στοίχημα, να είμαστε αντάξιοι του καταστήματος σε ιδέες και κινήσεις. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε. Μπορείς να πάρεις τον καλύτερο αρχιτέκτονα και να ρίξεις πολλά λεφτά, αλλά το θέμα είναι πως του δίνεις ψυχή.


Η πιο δύσκολη επιχειρηματική απόφαση είναι να αποφασίσεις να εκτεθείς. Εγώ αποφάσισα να εκτεθώ προς τα έξω. Αποφάσισα να δείξω ποιος είμαι, να δείξω και την φάτσα μου. Αυτό είναι πάρα πολύ επικίνδυνο. Είτε διαδικτυακά, για παράδειγμα μέσω του Facebbok, όπου έχω πάρει ειδική άδεια γι’ αυτό από την BMW Motorrad για να έχω την προσωπική μου σελίδα όπου αναφέρομαι και σε επαγγελματικά θέματα, πέρα από την σελίδα της εταιρίας που οφείλουμε να έχουμε με τους συνεταίρους μου τον Γιάννη Βαγιανέλη και τον Νίκο Λυκέτσο. Στην προσωπική μου μπορώ να λέω την άποψή μου, να εκθέτω τον εαυτό μου, τις ιδέες μου, τα προϊόντα κι ο,τιδήποτε άλλο έχει να κάνει με τον άνθρωπο. Αυτή η εταιρία είναι ανθρωποκεντρική. Έχει κοινωνικό χαρακτήρα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να μην έχω το δικαίωμα να σχολιάσω ένα πρόβλημα προϊοντικό, που όλοι κρύβονται και δεν σχολιάζουν. Στο πρόσφατο θέμα που προέκυψε παγκοσμίως και έγινε βούκινο στην Ελλάδα με τα μπροστινά, τα Telelever, ήμουν ο μόνος έμπορος μοτοσυκλετών BMW στον κόσμο που βγήκα και μίλησα. Και έγραψα στην προσωπική μου σελίδα στο Facebook πως είμαι δυσαρεστημένος με το εργοστάσιο. Και το εργοστάσιο το αντιμετώπισε αυτό θετικότατα, γιατί αυτό που βγήκα και είπα το εκτίμησε το κοινό, το εκτίμησαν οι πελάτες μου, έδειξα ότι έχω balls, αν θες να το πω και έτσι, γιατί ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό. Το αιτιολόγησα, λέγοντας ότι ένα τόσο μεγάλο εργοστάσιο θα έπρεπε να είναι ψυλλιασμένο ότι μπορεί ο ανταγωνισμός να το περιμένει στην γωνία για ένα τέτοιο θέμα. Ένα εργοστάσιο που έχει σαν στόχο να ξεπεράσει ως το 2020 τις 200.000 πωλήσεις παγκοσμίως, ένα τεράστιο νούμερο για μοτοσυκλέτες πάνω από 500 κυβικά, θα έπρεπε να βγει πριν το πρόβλημα, να το λύσει και να μην το αφήσει να εξελιχθεί. Που δεν άνοιξε και ρουθούνι επί της ουσίας, γιατί το προϊόν είναι πάρα πολύ δυνατό. Δεν μου άρεσε ο χειρισμός, που δημιούργησε για έναν δύο μήνες μια βαβούρα η οποία δεν υπήρχε λόγος να δημιουργηθεί. Έχει ήδη ξεχαστεί, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, πουλάμε και πιο πολύ απ’ ότι πουλάγαμε. Κι από τον ανταγωνισμό, όσοι βγήκαν και μίλησαν δεν το έκαναν δημοσίως, και νομίζω πως κινήθηκαν και μικρόψυχα. Κι εκεί το κοινό κατάλαβε ότι τελικά ο τόσο μεγάλος ντόρος ήταν αδικαιολόγητος, κι αυτό όχι μόνο δεν γύρισε μπούμερανγκ για την BMW, αλλά γύρισε και θετικά! Πάντα όταν υπάρχει ένα πρόβλημα, πρέπει να βλέπουμε το καλό πίσω από αυτό. Να μην τρομάζουμε σε πρώτη φάση, να βλέπουμε πως μπορεί να είναι καλό αυτό που συμβαίνει.”

Είμαστε όλοι μια γροθιά για να αντιμετωπίσουμε τις ανάγκες της αγοράς

Πάντα ψηλά, με νέες ιδέες
“Η ανάβαση στο Everest ήταν μια προσπάθεια που τιμά την Ελλάδα και όλους τους Έλληνες, άσχετα αν στην Ελλάδα ασχολούμαστε πιο πολύ με το ποδόσφαιρο παρά με κάποιον που ανέβηκε στο Everest. Είναι πολύ συγκινητική αυτή η τεράστια προσπάθεια κι ένα παράδειγμα προς μίμηση για την νεολαία. Είναι ανάλογη με την προσπάθεια που πρέπει να κάνεις στην ζωή, να αξιοποιήσεις τα ταλέντα που σου έδωσε ο Θεός. Ο σωστός δρόμος είναι ο δύσκολος δρόμος, όπως έλεγε ο Καζαντζάκης. Σε εμάς δόθηκε η ευκαιρία της χορηγίας της ανάβασης στο Kangchenjunga, συμπαρέσυρα με τον ενθουσιασμό μου και πολλούς φίλους επιχειρηματίες που μπήκαν κι αυτοί υποστηρικτές, γιατί το πιστεύω. Θα μου πεις, στηρίζεις μια ορειβατική αποστολή και δεν κάνεις μια κίνηση εμπορική για το μαγαζί σου; Εμπορική είναι κι αυτή η κίνηση, γιατί έχει να κάνει με την ιδέα και την προσωπικότητα αυτής της επιχείρησης. Οι μοτοσυκλετιστές που μπαίνουν εδώ μέσα είναι ορειβάτες, αθλητές, σέρφερ, έχουν οποιοδήποτε χόμπυ υπάρχει στον πλανήτη. Δεν σημαίνει πως αν έχεις χόμπυ την μοτοσυκλέτα δεν έχεις κι άλλα ενδιαφέροντα. Αγαπούν τα ζώα, εμείς έχουμε κι έναν σκύλο που είναι BMW Motorrad, τον Κόκο, τον γνωρίζουν όλοι, δουλεύει ο Kόκο, αλλά σήμερα λείπει, έχει ρεπό!


Χορηγούμε και τα βραβεία πορνό. Ο Σειρηνάκης κατά τη γνώμη μου είναι χαρισματικός επιχειρηματίας, δεν διαφέρουμε πολύ κι από τις ΗΠΑ όσον αφορά τον πουριτανισμό. Τον κρύβουμε μέσα μας, ακόμα και πιο αυστηροί λαοί όπως οι Γερμανοί είναι πρώτοι στο να βλέπουν τσόντες. Η ιστορία με τον Σειρηνάκη έχει να κάνει με την Ελλάδα γενικότερα, γιατί όταν ένας Έλληνας επιχειρηματίας καταφέρνει να φέρει ένα παγκόσμιο event στην Ελλάδα, και τώρα δεν κάθομαι να το κρίνω από άποψη ηθικής, δεν είμαι εγώ παπάς για να πω αν είναι σωστό ή όχι, βλέπω όμως ένα παγκόσμιο event να γίνεται στην Ελλάδα, που δεν το είχε φιλοξενήσει ποτέ. Τα χρήματα πήγαιναν στις Κάννες, και είχαν τουριστική προβολή, και στο Los Angeles. H τουριστική βιομηχανία πορνό είναι τεράστια, κι αυτό το πράγμα πρέπει να το υποστηρίξουμε όλοι. Αν έχει να κάνει με τσόντα ή με προφυλακτικά μου είναι αδιάφορο, όλα επαγγέλματα είναι. Να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, ας είμαστε πιο ακομπλεξάριστοι, μια χαρά κάνει ο Σειρηνάκης, όλος ο κόσμος, όλος ο πλανήτης θα μιλάει για μια βδομάδα για την Ελλάδα. Αυτό θα φέρει κόσμο στην Ελλάδα, όλα τα media θα μιλάνε για την Ελλάδα. Μπράβο του Σειρηνάκη, κι εγώ τον στηρίζω.
Το επόμενό μας project είναι καθαρά επιχειρηματικό, η Βαγιανέλης Μoto Rental. Είναι μια καινούργια εταιρία μας, η οποία έχει καταθέσει και τον φάκελό της στο ΕΣΠΑ για να επιχορηγηθεί ως καινούργια τουριστική επιχείρηση. Θα είναι μια εταιρία που θα νοικιάζει μόνο BMW, η μοναδική στην Ελλάδα. Θα συστεγαστεί εδώ, με το ίδιο σκεπτικό, και θα απευθύνεται και στην εγχώρια αγορά και στην παγκόσμια. Σκοπός είναι μετά από 12 μήνες, τηρώντας τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που θέτει το εργοστάσιο, να γίνει και Official Partner της BMW, κάτι που και θα πετύχουμε. Θα δώσει την δυνατότητα στους Έλληνες να έχουν μια μοτοσυκλέτα BMW για όσο διάστημα θέλουν, είτε γιατί δεν μπορούν να την αγοράσουν είτε γιατί δεν θέλουν να την αγοράσουν, αλλά θα ήθελαν να πάνε ένα ταξίδι ή να κάνουν τις διακοπές τους με μια BMW. Θα αλλάξει την πρόθεση αγοράς και θα κάνει πιο σωστά την δουλειά της η Βαγιανέλης. Άλλο είναι να πάρεις την μοτοσυκλέτα για ένα test ride μισής ώρας, κι άλλο να σου δώσει η Βαγιανέλης την δυνατότητα να πάρεις την μοτοσυκλέτα για όσο θες, για να σιγουρευτείς αν θέλεις να δώσεις 25 χιλιάρικα για να πάρεις ένα BMW, ή ένα Ducati. Και θα σε βοηθήσει, και βοηθάει και την Ducati έτσι, γιατί εμένα μ’ ενδιαφέρει αυτός που θα μπει εδώ μέσα όχι να αγοράσει οπωσδήποτε BMW, αλλά να αγοράσει BMW εκτιμώντας τις ιδιαιτερότητες του προϊόντος, των υπηρεσιών της Βαγιανέλης και της BMW. Αλλά αν η ψυχή του του λέει να αγοράσει Ducati, να το κάνει. Αυτός θα είναι ένας ευχαριστημένος αναβάτης, και μπορεί να τον κερδίσω αργότερα, όταν θα έχουμε ένα προϊόν που θα του κάνει το κλικ. Μπορεί να τρακάρεις με την μοτοσυκλέτα σου, χτύπα ξύλο, και να μην θέλεις να νοικιάσεις ένα scooter, αλλά μια μοτοσυκλέτα σαν αυτή που είχες. Θα οργανώνονται και ταξίδια στην Ελλάδα, θα έχει τους καλύτερους συνεργάτες, και δεν θα είναι μια απλή εταιρία ενοικιάσεως μοτοσυκλετών, θα είναι μια εταιρία που θα μπορεί να σε βάλει σε νέα μονοπάτια, μέσα στην Ελλάδα. Έχω ταξιδέψει σε πάρα πολλά σημεία του πλανήτη, και θέλω να πω ότι η Ελλάδα είναι ο καλύτερος τουριστικός προορισμός, ανεξάρτητα αν δεν το εκμεταλλευόμαστε σωστά, και μιλάω για το κράτος. Έχουμε τις καλύτερες κλιματολογικές συνθήκες, έχουμε και την μεγαλύτερη ιστορία στον πλανήτη, και σε συνεργασία με όλους τους dealer παγκοσμίως, πιο εύκολα πιο ξεκούραστα και πιο επαγγελματικά, θέλουμε να δώσουμε την δυνατότητα σε ανθρώπους από όλο τον πλανήτη να επισκεφθούν την Ελλάδα. Τον Ιούνιο θέλουμε να είμαστε έτοιμοι, πιστεύουμε ίσως και 1η Ιουνίου, και εύχομαι το Ελληνικό κράτος να αξιολογήσει αυτή την προσπάθεια και να μας δώσει το ΕΣΠΑ.


Υπάρχουν κι άλλα πράγματα μέσα στο ’18. Την κατάλληλη στιγμή και αφού πάρουμε τις ειδικές άδειες ξεπερνώντας το θηρίο που ονομάζεται γραφειοκρατία στην Ελλάδα, μαζεύουμε χρήματα για να κάνουμε την πρώτη δενδροφύτευση της οικογένειας των πελατών της BMW Motorrad Βαγιανέλης. Θα επιλέξουμε την περιοχή, έχουμε ήδη κάνει αίτηση σε ορισμένους δήμους, και θέλουμε να ανέβουμε όλοι στο βουνό, παρέα με τις οικογένειές μας, να φυτέψουμε δέντρα. Οι άνθρωποι που θα συμμετέχουν σ’ αυτή την προσπάθεια, οι ίδιοι θα τα φροντίζουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Εμείς οι ίδιοι, να μην περιμένουμε από το κράτος. Μας ενδιαφέρει εμείς που είμαστε οι μονάδες που απαρτίζουμε αυτό το κράτος, να παίξουμε τον ρόλο μας. Πιστεύω στην ατομική πρόοδο. Αν ο καθένας από μας καταβάλλει το μέγιστο των προσπαθειών του σ’ αυτή τη ζωή, το σύνολο όλων αυτών των προσπαθειών φέρνει το μέγιστο και καθοριστικό αποτέλεσμα σ’ ένα κράτος. Οι πολίτες είμαστε το κράτος, οι πολίτες ψηφίζουμε, οι πολιτικοί είναι καθρέφτης του λαού, ο λαός πρέπει πρώτα να αλλάξει για να αλλάξουν και οι πολιτικοί.”

“Σε ευχαριστώ πάρα πολύ που ψώνισα από σένα!”
“Θα ήθελα όλοι οι πελάτες μου που μπαίνουν μέσα, οι τωρινοί, οι αυριανοί, οι υποψήφιοι, να μπαίνουν στην BMW Βαγιανέλης συνειδητοποιημένοι πως έρχονται να αγοράσουν μια μοτοσυκλέτα και υπηρεσίες, από μια πρωτοποριακή, ολοκληρωμένη επιχείρηση, κι όχι με την λογική “πόσα μου κόβεις μπάρμπα”. Θέλω οι πελάτες μου να γουστάρουν που μπαίνουν εδώ μέσα και να απολαμβάνουν ουσιαστικά τις υπηρεσίες. Δεν θέλω να ξανακούσω “φίλε εγώ ξέρω να οδηγάω, δεν έχω ανάγκη το μάθημα, κάνε μου δώρο ένα ζευγάρι γάντια”. Έχω κουραστεί, κι επειδή έχω κουραστεί, ξεκουράζομαι κάθε μέρα για να μην κουράζομαι, κάνω πράγματα για να μην κουράζομαι! Στην Ελλάδα είμαστε οι καλύτεροι οδηγοί, οι καλύτεροι εραστές, οι καλύτεροι opinion leaders, οι καλύτεροι προπονητές… Πρέπει να γίνουμε σεμνοί και να πάρουμε την απόφαση να δουλεύουμε. Ουσιαστικά και με όραμα και να μην είμαστε της αρπαχτής. Αυτά θα ήθελα να σου πω και μετά από δέκα χρόνια. Και θέλω να συμπαρασύρω μαζί μου τα παιδιά μου, τους φίλους μου και τα παιδιά τους, τους πελάτες μου και τα παιδιά τους.

Φλερτάρω και με την ιδέα του να κάνω ένα club. Μου το ζητάνεσυνεχώς φίλοι και πελάτες, το ξέρω ότι μπορεί να είναι οξύμωρο ένα εμπορικό μαγαζί να κάνει και club. Tο όνομα το έχω βρει, είναι το VFC, το Vagianelis Friends Club. Αν συσταθεί κάτι τέτοιο, θα έχει εντελώς διαφορετικό σκεπτικό από αυτό που έχει συνήθως ένα club. Το σκεπτικό μου είναι να αποδεχθεί κάποιος την γενικότερη φιλοσοφία μου, και ποια είναι αυτή; Θα ήσουν μέλος ενός club που η λογική του να είναι ότι όλα τα επαγγέλματα των μελών του club θα λειτουργούσαν στην λογική της ανταποδοτικότητας, όταν ένα από τα μέλη αυτού του club θα είχε κάποιο πρόβλημα; Πως θα σου φαινόταν αν είχες ένα ιατρικό πρόβλημα, κι αν μέλη του club ήταν δέκα γιατροί, να πέσουν πάνω στο πρόβλημά σου για το λύσουν; Πως θα σου φαινόταν αν υπήρχε ένα θέμα με την μοτοσυκλέτα σου σε μια άσχημη οικονομικά περίοδο της ζωής σου, είχες μια ΒΜW και στην έκλεβαν ή χτύπαγες χωρίς να έχεις μικτή ασφάλεια, και να σε βοηθήσει το club; Πως θα έβλεπες το γεγονός να ήσουν μέλος του club και το παιδί σου να έχει πάρει αριστείο από το Υπουργείο Παιδείας και να μην έχει τα χρήματα να σπουδάσει στο εξωτερικό, και το club να σου έδινε λύση; Πως θα έβλεπες την ιδέα ότι εσύ κάνεις ένα άνοιγμα στην δουλειά σου, το οποίο το πιστεύει το club και θα σε βοηθούσε στην επιχειρηματική σου κίνηση – όλα αυτά βέβαια θα πέρναγαν από ένα συμβούλιο όπου θα παίρνονταν οι τελικές αποφάσεις.

Πιστεύω στην προσπάθεια, κι όχι μόνο στο αποτέλεσμα

Έχω την ιδέα για ένα τέτοιο club, τολμώ να το πω για να μην μου κλέψει κανείς άλλος την ιδέα. Το λέω για να μην τρομάξουν όλοι οι υπόλοιποι ότι ο Βαγιανέλης πάει να βγάλει κανένα φράγκο από αυτό. Είναι η ίδια φιλοσοφία που έφτιαξα μπαράκι μέσα στο μαγαζί μου, αλλά δεν χρεώνω τους καφέδες όπως κάνουν στην Ν. Αφρική, γιατί έχουν άλλο μενταλιτέ, στο Dunford της Ν. Αφρικής όπου υπάρχει ένα αδελφάκι κατάστημα σαν κι αυτό της Βαγιανέλης, κι έρχεσαι να κάνεις service, πίνεις πορτοκαλάδα, καφέ, νερό, τρως ένα σάντουϊτς, αλλά τα πληρώνεις – εγώ τα κάνω δωρεάν για τους πελάτες, για να μην μπορεί να πει κανείς πως ο Βαγιανέλης πάει να βγάλει από την εστίαση, από τον καφέ.
Η κοινότητα των πελατών έχει ήδη δημιουργηθεί – νομίζω πως το είδες και στα μάτια των δύο πελατών, που την ώρα που ήρθες για να μου πάρεις την συνέντευξη, παραλάμβαναν τις μοτοσυκλέτες τους, και άκουσες την συζήτηση και τις ευχαριστίες τους. Είναι σπάνιο και πολύ ωραίο την ώρα που παραλαμβάνει κάποιος μια μοτοσυκλέτα να γυρνάει και να σου λέει “σε ευχαριστώ πάρα πολύ που ψώνισα από σένα”. Είναι πολύ τιμητικό να αισθάνεται έτσι, αυτό σημαίνει ότι εγώ πέτυχα. Αυτός είναι πια ambassador, όχι της Βαγιανέλης μόνο εμπορικά, είναι ambassador και της τρέλας μου. Πάμε να ταράξουμε τα νερά με αφορμή την μοτοσυκλέτα και το εμπόριο της μοτοσυκλέτας. Πάμε να ταράξουμε τα νερά, να ξεκουνηθούμε λιγάκι από την μιζέρια στην Ελλάδα. Ε, όσο μπορώ εγώ σαν επιχείρηση το κάνω. Και το club θα είναι μια αιρετική κίνηση, με εντελώς ανθρώπινο και κοινωνικό χαρακτήρα. Έχουμε πάνω μας πολύ έντονα τον ραγιαδισμό, είμαστε υποτίθεται ένα νέο κράτος, κι ο ραγιαδισμός είναι μέσα στο αίμα μας, το κάνε μου το θέλημα ρε βουλευτή, χώσε με σε μια θέση… Τι κάνουν οι Έλληνες στην δύσκολη; Παίρνουν το γνωστό, όλοι έχουν κάποιο γνωστό, γιατρό, μπάτσο, έτσι ή αλλιώς, για να τους ανοίξει τις πόρτες. Εγώ τώρα τι πάω να κάνω;

Πάω να κάνω αυτή την νοοτροπία, που είναι καταστροφή γι’ αυτό το κράτος, γι’ αυτό έχουμε φτάσει ως εδώ, γι’ αυτό και χρεωκοπήσαμε, αυτή την νοοτροπία που ακυρώνει την ατομική προσπάθεια πάω να την κάνω μοντέρνα. Δηλαδή, έχουμε ένα community, δεν έχουμε ανάγκη κανέναν. Ο καθένας σ’ αυτό το community θα βοηθά τον άλλο, με αφορμή το χόμπυ που λέγεται μοτοσυκλέτα. Θα βγουν και θα πουν ορισμένοι, από αυτό μπορεί να κερδίσει και λεφτά, μαγκιά μου και καμάρι μου αν κερδίσω, ως επιβράβευση. Τα μέλη του club θα λένε δεν θέλω να φιλήσω κατουρημένες ποδιές, έχω φίλους, σύντροχους, ιδιώτες, που πιστεύουμε στο ίδιο πράγμα, κι όλοι είμαστε μια οικογένεια στο πρόβλημα, κι ανταλλάσσουμε υπηρεσίες και προσφέρουμε ο ένας στον άλλο ένα χέρι βοήθειας, με αφορμή την γνωριμία μας μέσω της μοτοσυκλέτας BMW και του Τάσου του Βαγιανέλη. Αυτό. Πιστεύω στην προσπάθεια, κι όχι μόνο στο αποτέλεσμα. Για να υπάρχει ο πρώτος πρέπει να υπάρχει κι ο τελευταίος, για να γίνει ένας αγώνας. Είμαι λάτρης της ιστορίας, αν δεν ξέρεις την ιστορία δεν έχεις ταυτότητα.
Θυμάσαι την ταινία με τον Μαυρογιαλούρο; Τι έκανε στο τέλος; Όταν κατάλαβε την βρωμιά που παίζεται, αποσύρθηκε από την πολιτική. Έφυγε από την βρωμιά. Εγώ δεν θέλω να αποσυρθώ, θέλω να προσπαθήσω να σβήσω την βρωμιά, να κινούμαι εκτός της βρωμιάς. Αν δούμε το πρόβλημα και γυρίσουμε την πλάτη, γιατί οι Έλληνες τα τελευταία χρόνια αυτό κάνουν, δεν σου έκανε εντύπωση που οι Έλληνες δεν έχουν βγει στους δρόμους; Πέντε εκατομμύρια κόσμος να βγει στους δρόμους, και να μην φύγει. Γι’ αυτό είμαστε ραγιάδες. Μου λένε οι γιοι μου, τετρακόσια χρόνια ήμασταν σκλαβωμένοι και κάναμε επανάσταση. Τους λέω, δεν ήμασταν σκαλαβωμένοι, βολεμένοι ήμασταν επί 400 χρόνια και κάναμε business με τους Τούρκους. Πρέπει να ξέρεις την ιστορία σου. Είναι το εφαλτήριο για να πας μπροστά.”

του Βασίλη Καραχάλιου
φωτό: Θανάσης Κουτσογιάννης