#MENOUMESPITIMEMOTO - Απίστευτες ιστορίες με τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνη - Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

Οι ιστορίες της συνακτικής ομάδας του ΜΟΤΟ
3/4/2020

Απίστευτες ιστορίες με τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνη

Τι θα κάνατε με τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνης του πλανήτη; Πώς θα τα καίγατε; Τι όνειρο θα θέλατε να ζήσετε (ή να ξαναζήσετε;). Πού θα βρισκόσασταν όταν θα έκανε το τελευταίο "βήξιμο" και θα έσβηνε για πάντα η μοτοσυκλέτα σας; Εμείς κάτι σκεφτήκαμε...

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης.

Honda PC-50 με τετράχρονο κινητήρα 50 κυβικών και πετάλια. Καταναλώνει ένα λίτρο για κάθε ενενήντα χιλιόμετρα με μέση ταχύτητα 25km/h

 

Αθήνα - Everest με 10 λίτρα

Του Χρήστου Πατεράκη

Ευτυχώς ο μόνος περιορισμός μου είναι τα δέκα λίτρα. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, μου είναι υπεραρκετά για να πραγματοποιήσω το ταξίδι των ονείρων μου, έστω και αν αυτό θα γίνει με μοτοποδήλατο

Έτσι κι αλλιώς, τα μισά πράγματα απ’ όσα έπρεπε θα έπαιρνα. Όχι πως δεν έχω χώρο στο μικρό Honda PC50 του 1969, απλά είναι θέμα νοοτροπίας. Άλλωστε τα δέκα λίτρα επιβάλουν fast and light λογική. Ξεχνάω λοιπόν τριβάλιτσα, σαμάρια και tank bag, και τα αγαπημένα μου και πιστά ορειβατικά σακίδια φορτώνονται το ένα στην πελώρια σχάρα, και το άλλο μπροστά ανάμεσα στα πόδια για να παίζει και τον ρόλο του φέρινγκ στις μεγάλες και βαρετές ευθείες της εθνικής. Δεν έχω ιδέα για το πότε θα φτάσω, αλλά σας παρακαλώ πολύ μην με πιέζετε. Αρκετά έχω κουραστεί τόσα χρόνια με κάθε λογής δίτροχο, δίχρονο και τετράχρονο, προσπαθώντας να πάω γρήγορα σε δρόμους και πίστες, σε χωράφια βουνά και εθνικές.

Αφήστε με να αφουγκραστώ με κάθε τελετουργία τον ήχο της εξάτμισης, τον κραδασμό στο τιμόνι και τη μοναδική αίσθηση, όταν περιστρέφοντας με το χέρι το γκριπ του γκαζιού, αυτό που καβαλάω προχωράει, παράγοντας και τον χαρακτηριστικό ήχο. Χωρίς καμία προσπάθεια και χωρίς να βλέπουμε κάτι. Μια αίσθηση μοναδική, που πολύ γρήγορα τη θεωρούμε δεδομένη. Όταν για πρώτη φορά ανέβηκα σε μηχανάκι (Honda C50), άνοιξα το γκάζι κι αυτό προχώρησε, εκστασιάστηκα. Αυτή λοιπόν την έκσταση θέλω να νιώσω όσο περισσότερο γίνεται, και αυτό είναι το πρώτο που θα μου λείψει αν σταματήσουν ποτέ να υπάρχουν μοτοσυκλέτες που καίνε βενζίνη. Φέρτε λίγο στο μυαλό σας πόσο ωραία αίσθηση είναι να παίρνει ξανά μπροστά η μοτοσυκλέτα σας αφότου είχε μείνει από βενζίνη, και θα καταλάβετε τι εννοώ.

Everest έρχομαι...

 

Κιόλας έφτασα στα πρώτα διόδια. Μου πήρε τέσσερις ώρες περίπου κάνοντας πετάλι μέχρι εδώ, αφού μόνο όπου είναι άκρως απαραίτητο βάζω τον κινητήρα σε λειτουργία. Βάσει υπολογισμών και μέσης κατανάλωσης του PC, τα 10 λίτρα επαρκούν για σχεδόν χίλια χιλιόμετρα. Ούτε καν το ένα τρίτο για την απόσταση που έχω να διανύσω... αλλά δεν με νοιάζει. Έτσι θα εκτιμήσω το κάθε ml καύσιμου τόσο πολύ, που κάθε φορά που θα βάζω σε λειτουργία τον κινητήρα θα είναι σαν να οδηγώ μοτοσυκλέτα για πρώτη φορά. Ξανά και ξανά θα νιώθω και θα εκτιμώ την αίσθηση του “ανοίγω το γκάζι και προχωράω” και αυτό για χιλιάδες χιλιόμετρα, σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, και μάλιστα με στόχο να φτάσω στο υψηλότερο μέρος του κόσμου.

Στις κατηφόρες και τις ευθείες ο κινητήρας απλά δεν χρειάζεται

 

Με αυτές τις σκέψεις στην πίσω πλευρά του μυαλού, είμαι κιόλας τρεις μέρες μετά στα Τέμπη. Έχει μποτιλιάρισμα από το μπλόκο που κάνουν οι αγρότες, αλλά βλέποντας από μακριά ένα τύπο με ένα μικροσκοπικό μηχανάκι τίγκα φορτωμένο να κάνει πετάλι, έβγαλαν τα τρακτέρ, σκούπισαν τον δρόμο, ενώ μου φόρτωσαν και ένα δεκάκιλο καρπούζι για κολατσιό στον δρόμο. Άμα πηγαίνεις σιγά έχεις και τα τυχερά σου.

120 χιλιόμετρα σπρώξιμο στη θάλασσα των πάγων

 

Δεν έχουν περάσει ούτε δύο μήνες και είμαι στην πρωτεύουσα της Τουρκίας. Δυστυχώς έχω φάει ένα ολόκληρο λίτρο βενζίνης και έχω αποφασίσει ότι από εδώ και στο εξής θα κάνω οικονομία. Θα βάζω τον κινητήρα σε λειτουργία μόνο όταν η κλίση του δρόμου είναι πολύ μεγάλη, και στον υπόλοιπο δρόμο μόνο πετάλι. Άλλωστε πρέπει να βελτιώσω ακόμα περισσότερο τη φυσική μου κατάσταση για την ανάβαση στο Everest. Άσε που άμα βάζω τον κινητήρα σε λειτουργία, θα φτάσω γρήγορα στο βουνό και θα είναι περίοδος μουσώνων, και δεν θα μπορώ να ανέβω αμέσως. Δεν πειράζει, αργά βαδίζω ζωή κερδίζω.

Το Base Camp είναι ο τελευταίος σταθμός για το PC. Από εκεί και πάνω με τα πόδια...

 

Εδώ στο Αφγανιστάν που βρίσκομαι τώρα, βρίσκεται ταυτόχρονα και ο χειμώνας. Οι δρόμοι έχουν κλείσει από τον πάγο, αλλά ευτυχώς έχω χειμερινό εξοπλισμό και δεν με νοιάζει και τόσο. Έχω φορέσει στα πόδια τα κραμπόν που είχα για το βουνό (πρόσθετα καρφιά που μπαίνουν στις μπότες για να καρφώνουν στον πάγο) και πλέον σπρώχνω το μηχανάκι με τα πόδια. Όταν το χιόνι και ο πάγος επιτρέπουν να καβαλήσω, τότε να δεις το πόσο εκτιμώ όχι μόνο το γκάζι, αλλά και τη μαγεία της περιστροφής του τροχού. Προχθές σταμάτησα το σπρώξιμο και καβάλησα το μηχανάκι μετά από 120 χιλιόμετρα. Εκεί να δεις χαρά και συγκίνηση, όταν η ταχύτητα μου σε μια κατηφόρα ξεπέρασε τα 45 χιλιόμετρα την ώρα. Είχα σχεδόν ξεχάσει το πόσο ωραία είναι να κάθεσαι πάνω σε δύο ρόδες και αυτές να σε “πηγαίνουν”.

Είναι χωματερό το PC

 

Όταν μάλιστα έφτασα σε μια μεγάλη ανηφόρα, αποφάσισα να το γιορτάσω βάζοντας όχι μόνο μπροστά τον κινητήρα αλλά ανοίγοντας και τέρμα το γκάζι! Είχα πολλούς μήνες να πάω με πάνω από δώδεκα χιλιόμετρα την ώρα σε ανηφόρα, και η αδρεναλίνη έτρεχε σαν καταρράκτης από κάθε αδένα μου. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει και να περιστρέφεται σαν τετρακύλινδρο 250, ενώ έβγαινα τόσο δυνατά από κάθε στροφή, που ενστικτωδώς πίεζα το εξωτερικό πετάλι για να μην “φάω” highsiding...

Μετά το PC ανέλαβαν τα πόδια...

 

Δεν ξέρω πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που ξεκίνησα, αλλά πλέον όλα μου τα μαλλιά είναι άσπρα, πρωταθλητής MotoGP είναι ο Nicola Kanepa, και εγώ συνεχίζω ακατάπαυστα το πετάλι. Έχει πάψει πλέον να με αγχώνει ο χρόνος, άλλωστε δεν με πήραν και τα χρόνια και ακόμα και μεσήλικας θα μπορέσω να ανέβω στο Everest. Είμαι μια ανάσα πριν από την Ινδία και το Kathmandu και πιστεύω ότι μέσα σε αυτή τη χρονιά θα ξεκινήσω την ανάβαση. Το μηχανάκι μου είναι ακόμα σε άριστη κατάσταση και το μόνο που αλλάζω σε κάθε μεγάλη πόλη που διασχίζω, είναι πετάλια και δισκοβραχίονες. Για το μοτέρ ούτε λόγος. Δουλεύει σαν ραπτομηχανή. Είχα να το βάλω μπρος 2,5 μήνες και προχθές πήρε με την πρώτη πεταλιά!

Έχω αρχίσει να φοβάμαι ότι η λίγη και μονάκριβη βενζίνη που μου έχει απομείνει, μπορεί να αρχίσει να εξατμίζεται και αυτό με αναγκάζει να πάω λίγο πιο γρήγορα. Παραλίγο να με γράψουν για υπερβολική ταχύτητα στα σύνορα της Ινδίας. Έχει για τα καλά ξεπροβάλει πίσω από την πόλη η πελώρια κορυφή και νιώθω ότι όλο και πλησιάζω στον στόχο μου. Καθώς “πεταλάρω” εδώ και μια εβδομάδα σε κάτι ατελείωτες ανηφόρες, κάνω έναν μικρό απολογισμό. Καταναλώθηκαν όπως θα έπρεπε τα χιλιάδες λίτρα βενζίνης που πέρασαν από τα χέρια μου; Στο μυαλό μου τρέχουν δρόμοι και ποτάμια στην Αλβανία, στη Σερβία και στον Βαρνούντα, πίστες υπέροχες στην Πορτογαλία, αγώνες μονοπάτια και ειδικές στη Ρουμανία, αλλά και μάχες στις Σέρρες και τα Μέγαρα με την καρδιά να χτυπά με μανία.

Ευτυχώς οι μεγάλες διαστάσεις των τροχών, επιτρέπουν την άνετη κίνηση και στο χώμα. Η ταχύτητα σε αυτές τις ευθείες ξεπερνούσε τα οχτώ χιλιόμετρα την ώρα

 

Την ώρα που ένα μεγάλο χαμόγελο έχει σχηματιστεί στα χείλια και την καρδιά από τις παραπάνω σκέψεις, θα αρχίσω να νιώθω τις χαρακτηριστικές διακοπές που κάνει ο κινητήρας όταν μένει από βενζίνη. Αυτό ήταν. Τα δέκα ολόκληρα λίτρα μου έχουν λάβει τέλος. Αφήνω στην άκρη του δρόμου το μικρό μου μοτοποδήλατο, βάζω σε μια όμορφη γωνιά στην καρδιά και στο μυαλό το κομμάτι μοτοσυκλέτα, φορτώνομαι τα σακίδια και φεύγω για νέες συγκινήσεις...

Έτσι έγινα μετά την ανάβαση στο Everest

 

Hugh, άνοιξέ μου!

Του Θάνου Αμβροσιάδη Φελούκα

Η πολιτεία της California ήταν η πρώτη που απαγόρευσε τα οχήματα με κινητήρες εσωτερικής καύσης. Πρωτοπόρος στην εναλλακτική κίνηση, όπως ονομαζόταν αρχικά, και προνομιούχα στον τομέα της ηλιακής ενέργειας, λόγω γεωγραφικής θέσης, σήμανε από νωρίς την έναρξη της αλλαγής

Στο Los Angeles, ένα από τα κέντρα επιρροής της παγκόσμιας κοινής γνώμης, δεν άκουγες τίποτα στις πηγμένες από κίνηση λεωφόρους, παρά μόνο τον ήχο από τους ανεμιστήρες που προσπαθούσαν να κρατήσουν ψυχρές τις μπαταρίες των οχημάτων. Ο Mat μου είχε τηλεφωνήσει τρεις φορές για το παλιό Nissan Maxima που ήταν στο όνομά μου και είχα αφήσει στο γκαράζ του, για να έχω ένα μέσο μετακίνησης όταν πήγαινα, αλλά αυτή τη φορά δεν σήκωνε αντιρρήσεις. “Ούτε μεσάζοντες, ούτε δικηγόροι, γιατί καθυστερούν πολύ και δεν υπάρχει άλλη προθεσμία. Παίρνεις το πρώτο αεροπλάνο, έρχεσαι εδώ και την ίδια μέρα το πας στη μάντρα για καταστροφή... Α, να μην το ξεχάσω, φεύγοντας μην αφήσεις τίποτα άλλο σπίτι μου”. Λίγο ο τρόπος που έκλεισε το τηλέφωνο, λίγο η σκιά της φήμης για τις διασυνδέσεις του σε ένα μικρό νησί της Ιταλίας, που δεν είναι μακριά από την Αθήνα με ένα γρήγορο ταχύπλοο, όπως του άρεσε να με εκφοβίζει όταν του σκάρωνα καμιά πλάκα, και ήμουν πράγματι στο πρώτο αεροπλάνο.

Ο συνδυασμός αυτός είναι που θα μας λείψει: Μοτοσυκλέτα που παραδίδει σεμινάρια και καλή άσφαλτος. Πότε τα ηλεκτρικά θα φτάσουν σε αυτό το επίπεδο;

 

Πάρ’ το να μη το βλέπω!

Εγκάρδιο δεν τον περίμενα όταν έφτασα, αλλά πάλι και αυτός δεν με περίμενε καθόλου, παρά τις απειλές. Είχα όμως τόσους φίλους να δω και καμιά δεκαριά απλήρωτα, τοκιζόμενα, πρόστιμα παράνομης στάθμευσης (μέχρι που έστειλα τον Mat να μαζέψει το Maxima) που αυτό ήταν απλώς η αφορμή. Ανοίγω την πόρτα του χρυσαφί Nissan και αμέσως οι αυτόματες ζώνες ασφαλείας μετακινούνται μπροστά. ”Καλά, πηγαίνεις βόλτες με αυτή τη βλακεία και δεν έχει αδειάσει ακόμα η μπαταρία;” -“Τι βόλτες, είσαι σοβαρός; Και πού να βρω βενζίνη; Έχω και άλλες τέτοιες μπαγκατέλες εκεί πίσω και περιμένω να έρθουν να τις μαζέψουν. Δεν έχω πλέον που να αράξω τις κιλοβατώρες μου”.

Το Hypermotard είχε κερδίσει με το διαχρονικό του στιλ μια θέση στα ακριβά γκαράζ, τώρα όμως όλα αυτά δεν αξίζουν παρά μόνο ως ανάμνηση

 

Ένας σωρός από κουτιά φορτιστών έκρυβε αυτό που κάποτε ήταν μια αστραφτερή Camaro -και πάνω που πάω να του εξηγήσω ότι μπαγκατέλα ήταν η θερμοκοιτίδα που τον κρατούσαν μικρό και γι’ αυτό αναφέρεται έτσι για τη βασίλισσα των muscle cars, χάνω το μισό του ανθρώπινου ηλεκτρικού φορτίου. Black out. Σκονισμένο και με τρεις μικρές γρατσουνιές στο δεξί πλαστικό, από έναν ξεκοιλιασμένο σταθεροποιητή τάσης που ο αχρείος είχε πετάξει πάνω του, ακουμπούσε στον τοίχο ένα ολοκαίνουριο, κόκκινο, Ducati Hypermotard 1100S.

“Αυτό, ρε τριφασικέ, πού το βρήκες;” -“Μη μου το θυμίζεις! Μια φορά με κορόιδεψαν στη ζωή μου! Το πήρα έναντι αμοιβής από έναν Ιταλό εστιάτορα που δεν πλήρωνε (κλείνει πονηρά το μάτι) και αμέσως μετά βγαίνει αυτός ο νόμος! Κάθεται εκεί τόσο καιρό και δεν μπορώ να το διώξω από πάνω μου, ποιος να το κόψει για ανταλλακτικά!” Μου αρέσει αυτή η μοτοσυκλέτα γιατί παντρεύει όσο καμιά άλλη τον χουλιγκανισμό με το “κυριλέ” και τον δυναμισμό με την ομορφιά. Η έκπληξή μου ωστόσο πήγαινε στη σπανιότητα της στα παράλια του Ειρηνικού. Δεν περιμένεις να δεις το λεπτό Hyper, ακόμα και στο γκαράζ ενός Ιταλού μαφιόζου, καθώς αδυνατούν οι ευτραφείς Αμερικάνοι να κατανοήσουν την πλήρη έκταση του όρου μοτοσυκλέτα. Με βλέπει που κοιτάω αποσβολωμένος και γρήγορα η συζήτηση πηγαίνει στα πράγματα που αναπολεί ο καθένας και σε ανεκπλήρωτα όνειρα. “Θα μου λείψουν”, του λέω, “οι βενζινοκινητήρες με τους κραδασμούς, τον θόρυβο των εξατμίσεων, όλη γενικά η συμπεριφορά ενός μηχανικού συνόλου που σε κάθε περιστροφή του γκαζιού, σου δείχνει ότι είναι ζωντανό”. Με κοιτάει με απορία. “Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό, αλλά αν υπάρχει κάτι που θα ήθελες να κάνεις μέχρι να φύγεις, πες το μου”. -“Λοιπόν, τώρα που το λες, το μόνο που δεν έχω κάνει σ’ αυτή την καταραμένη πόλη είναι να πάω σε ένα από τα πάρτι του Hugh Hefner!”

Hugh, είσαι αρχηγός

Είχαν περάσει κάτι περισσότερο από δύο χρόνια από την επίσκεψή μου στο πιο φωτογραφημένο σπίτι του κόσμου, την έπαυλη του Playboy, και μετρούσα ακόμα απωθημένα. Η ακριβή είσοδος για τους τουρίστες επιτρέπει την ξεναγούμενη περιήγηση στη gothic έπαυλη των τριάντα δωματίων, σε χώρους που είναι ουσιαστικά τα γραφεία των ογδόντα περίπου υπαλλήλων που ασχολούνται με τη διεύθυνση του χώρου και με τις εργασίες των πολυάριθμων τμημάτων των εκδόσεων που εδρεύουν εκεί. Στην καλύτερη περίπτωση, ενισχύεις λίγο τη φαντασία σου με όλα όσα έχεις ακούσει για τον απόηχο του ρωμαϊκού κόσμου στη σύγχρονη εποχή, αλλά δεν πρόκειται να δεις τίποτα. Ο glamour μικρόκοσμος των ιδιωτικών πάρτι με τις υπέροχες παρουσίες και τα εξωτικά κοκτέιλ, βρίσκεται μία καγκελόπορτα μακριά -και χρειάζεσαι ειδική πρόσκληση, ακόμα και αν απλώς είσαι εκεί με λευκό T-shirt για να σφουγγαρίσεις το πρωί το πάτωμα.

Δεν ασπάζομαι απαραίτητα αυτόν τον τρόπο ζωής, αλλά έχοντας περάσει πολλές φορές από το κομμάτι της Sunset Boulevard που διασχίζει το Bel Air, δεν μπορούσα παρά να χαράξω στη μνήμη μου την κλειστή δεξιά που στο απέναντι ρεύμα διασταυρωνόταν με έναν μικρό δρόμο, από τον οποίο συχνά ανέβαινε ήχος δυνατής μουσικής. Μαρτυρία ενός συνεχούς πάρτι που τραβά σαν τις Σειρήνες, ακόμα και αυτούς που ως διασκέδαση νοούν μια θεματική βραδιά για τις υψίφωνους και το έργο τους στη σύγχρονη μουσική παιδεία. “Ούτε γι’ αυτό μπορώ να κάνω κάτι”, με προσγειώνει απότομα ο Mat και φεύγει για να καλέσει τον γερανό των 480Volt να πάρει το Nissan.

Μένω μόνος με το παλιό μου αυτοκίνητο και για τελευταία φορά δοκιμάζω να γυρίσω το κλειδί. Με μισό δευτερόλεπτο καθυστέρηση, και νωχελικά, η μπαταρία δίνει ρεύμα ξυπνώντας τον κινητήρα. Περιμένω να σβήσει, όμως ο δείκτης βενζίνης ανεβαίνει μέχρι την πρώτη ένδειξη. Δεν είναι πολύ, αλλά λόγω εποχής σκέφτομαι ακόμα και να τα βγάλω στη μαύρη αγορά. Και τότε μου ‘ρχεται: Ποιος δεν θα ήθελε μια τελευταία αναζωογονητική βόλτα; Μήπως αυτή η μικρή αίσθηση παρανομίας ήταν αρκετή, για να προσφέρει κάτι περισσότερο στην ξένοιαστη ρουτίνα των θαμώνων της έπαυλης του Hugh Hefner; Πέθαινα για μια τελευταία βόλτα με το Hyper, στους δύο από τους ελάχιστους δρόμους που έχουν μια ενδιαφέρουσα χάραξη και προσφέρονται για βόλτα: Τη Mulholland Drive και το κομμάτι της Sunset Boulevard μετά το Beverly Hills, που στενεύει και περνά μέσα από τα ιδιωτικά παλάτια των Κροίσων, σε μια φιδωτή διαδρομή μήκους ελάχιστων χιλιομέτρων μέχρι να ξαναγίνει λεωφόρος.

Χωρίς να σκεφτώ πολύ τις επιπτώσεις, ρουφάω τη βενζίνη από το Maxima με μια τρόμπα θαλάσσης που είχε ο Mat μέσα στο παρατημένο φουσκωτό, και την αδειάζω σε ένα μεγάλο εικοσάλιτρο μπιτόνι. Γεμίζει μέχρι τη μέση και το μεταγγίζω στο Hyper. Πατάω το μπουτόν της μίζας και δεν υπάρχει καμία αντίδραση. Το Ducati κοιμάται. Αρπάζω τον εξοπλισμό που περιμένει πάντα στο πιστό Maxima και φεύγω στην κατηφόρα. Με τρομάζει ένας από τους γείτονες που με ανοιχτό κράνος και σαγιονάρα έρχεται δίπλα μου με ένα όχημα που θυμίζει ακρίδα: “Ωραίο το έχεις κάνει. Ρετρό! Πόσα Volt είναι” -“Δεν είναι ρετρό ρε βλάκα, its the real deal!” του κάνω και αφήνω τον συμπλέκτη. Μπράουου! Το Ducati ξυπνά στέλνοντας την τρομαγμένη ακρίδα να κάνει πιρουέτες στο parking των KFC.

Περνάω πάνω από τον αυτοκινητόδρομο Hollywood Freeway και ανεβαίνω τη Mulholland Drive, προς την κορυφογραμμή των βουνών της Santa Monica. Οι οδηγοί των άλλων οχημάτων καταλαβαίνουν τι συμβαίνει αφού τους περάσω, και φρενάρουν απότομα κοιτώντας τον καθρέφτη τους. Μαγευτική θέα μέχρι τη θάλασσα και υπέροχες στροφές, με το Ducati να γλιστρά στην είσοδό τους πάνω στα απάτητα ξερά λάστιχα. Νιώθω ζωντανός και πάλι! Στρίβω αριστερά ακολουθώντας έναν από τους φιδίσιους δρόμους που κατηφορίζουν μέσα από τα φαράγγια, και σε δέκα χιλιόμετρα είμαι στη Sunset. Ξανά αριστερά στην Charing Cross και είμαι μπροστά στην έπαυλη.

Μαρσάρω αντί να μιλήσω στον ψεύτικο βράχο, που κρύβει μέσα του το θυροτηλέφωνο και σύντομα έχει μαζευτεί αρκετός κόσμος, μαζί με τους άντρες ασφαλείας. Σβήνω και κατεβαίνω. “Προσφέρω τσάμπα δυνατή περιπέτεια, σε όποιον γενναίο θέλει να τον πάω μια τελευταία βόλτα. Είναι η τελευταία μου βενζίνη και η τελευταία σας ευκαιρία”. Με κοιτάνε σαν χαζοί και ετοιμάζονται να μου γυρίσουν την πλάτη, μέχρι που η πιο μικρή της παρέας σπάει τη σιωπή. “Εγώ θέλω μια βόλτα”, φωνάζει ενθουσιασμένη και ξεσηκώνει και τις άλλες. Η ζήτηση είναι τελικά ανέλπιστα μεγάλη και κανονίζουμε μια σύντομη βόλτα στα γύρω στενά, με στάσεις τύπου pit stop για αλλαγή συνεπιβάτη.

Τεντιμπόηδες

Το Ducati βγαίνει ξανά στη Sunset με σούζα και γεμίζει τις ταχύτητες. Η κόρνα δεν είναι απαραίτητη, οι οδηγοί κάνουν στην άκρη τρομαγμένοι και για πρώτη φορά οι κραδασμοί στο άνοιγμα του γκαζιού είναι καλοδεχούμενοι. “Είχα ξεχάσει πως είναι να καβαλάς κάτι που το νιώθεις να δουλεύει” φωνάζει η Allis, καθώς μπαίνουμε με ένα μικρό ντριφτ στο πάρκο Holmby από την είσοδο των ποδηλάτων. Οι πάπιες φεύγουν τρομαγμένες και για πρώτη φορά σκέφτομαι ότι αυτό που γίνεται, είναι η επιτομή του παλιμπαιδισμού και μέγιστη βλακεία, αλλά πριν αρχίσουν οι τύψεις ξηλώνουμε μια ξύλινη πινακίδα με την ένδειξη “For Sale” βγαίνοντας στη Mapleton.

Η βίλα του αποθανόντος Aaron Spelling πωλείται για 150 εκατομμύρια, και πάνω που ο μεσίτης εξηγούσε σε κάτι τύπους με κελεμπίες πόσο ήσυχη περιοχή είναι, το Hypermotard αφήνει μια δυνατή τσιρίδα από το πίσω λάστιχο χρησιμοποιώντας το driveway για να πάρει τη στροφή. Γεμίζουν μαύρα ζεστά στίγματα και νιώθω ότι πήρα μερικές σταγόνες από το αίμα μου πίσω, για τις υψηλές τιμές της βενζίνης που τους εξασφάλισαν από τότε τα χρήματα να αγοράζουν τέτοια σπίτια. Ξεφορτώνω, φορτώνω και πάλι από την αρχή, σε μια διαδρομή που μοιάζει με όνειρο. Η μοτοσυκλέτα που ονειρευόμουν, με συνοδεία που δεν σκεφτόμουν να ονειρευτώ, και οι δρόμοι δικοί μου. Φυσικά και δεν τον είχα ακούσει να πλησιάζει -τον κατάλαβα μόλις πάτησε τη σειρήνα αναπηδώντας στη σέλα από την τρομάρα μου, με τη Jessica να μου μπήγει τα νύχια στα πλευρά απ’ το φόβο της. Τι “pull over” και ζακέτες, δεν άκουγα τίποτα. Σιγά μην το άφηνα να τελειώσει εδώ. Ανοίγω τέρμα το γκάζι, αλλά δεν ξεκολλάω από δίπλα του. Έχουν φοβερή επιτάχυνση τα ηλεκτρικά, αυτό δεν χωρά αμφισβήτηση. Mπαίνουμε μαζί στην επόμενη στροφή. Το Ducati πλαγιάζει οριακά και περνά ξυστά από τον εμπρός τροχό της ηλεκτρικής μοτοσυκλέτας του μπάτσου, που φεύγει ευθεία στη στροφή. Με 150 κιλά σε μπαταρίες, έχει σίγουρα αυτονομία αλλά από συμπεριφορά τίποτα. Χώνεται στους θάμνους και το μόνο που ακούγεται είναι το “φριιιτ” των φύλλων και ο ήχος των αναρτήσεων που τερματίζουν. Γελοίο πραγματικά.

Τα μακριά γυμνά πόδια της Lori που ανεβαίνει πίσω μ’ ένα σάλτο, μου δίνουν όσες προφάσεις χρειαζόμουν για να συνεχίσω, γράφοντας γύρους ανάμεσα σε κινούμενα ηλεκτρικά εμπόδια. Τη φόρα μου κόβει ένας κουστουμαρισμένος κύριος που πετάγεται μπροστά, κουνώντας έντονα τα χέρια. “Άσε με να το μυρίσω λίγο ρε φίλε! Τι έγινε, βρέθηκε κοίτασμα κάπου; Άσε να πάρω τη δόση μου!” Τελικά δεν ήμουν ο μόνος χαζός, είχε και άλλους -ωστόσο, ήθελα να βάλω τα κλάματα. Το λαμπάκι της ρεζέρβας είχε ανάψει εδώ και ώρα και περίλυπος σταμάτησα τις βόλτες, αποχαιρετώντας τα κορίτσια. Θα το παρατούσα λίγο πιο κάτω γυρνώντας με τα πόδια, όταν βλέποντάς με σε αυτή την κατάσταση, με προσκάλεσαν μέσα για ένα ποτό.

The party is here!

Σε μια από τις ελάχιστες βίλες με άδεια ζωολογικού κήπου, πίνουμε το ένα κοκτέιλ μετά το άλλο, δίπλα στην πισίνα με τους καταρράχτες και το τεχνητό νησί, ακούγοντας τα τιτιβίσματα των πουλιών. Τι άλλο μπορούσε να ζητήσει κανείς για τελευταία βόλτα; Σε ένα απόγευμα είχα κάνει βλακείες και γνωριμίες για πολλά χρόνια, με το πάρτι μόλις να ξεκινάει. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, τα περιλουσμένο με βότκα Hypermotard πυρπολείται στο μέσον του γηπέδου τένις, σηματοδοτώντας το αποκορύφωμα ενός πάρτι που εξελίχτηκε σε γιορτή των zero emissions vehicles”. Ό,τι δεν μπορείς να κρατήσεις κοντά σου, πρέπει να το αποχωρίζεσαι για πάντα με ένα μεγάλο πάρτι. Να το χαίρεσαι αντί να λυπάσαι, να παίρνεις έτσι τη γλυκιά απόφαση να μην ασχοληθείς ποτέ ξανά μαζί του, με μια μεγάλη γιορτή αποχωρισμού. Σαν τους Μεξικάνους, που στην κηδεία οργανώνουν γιορτή για όλα όσα έζησε ο αποθανών και όχι μοιρολόι. Είχα για πάντα ξεμπερδέψει με τους βενζινοκινητήρες, όμως από τον Mat ακόμα κρύβομαι. Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι τον βοήθησα να ξεφορτωθεί κάτι που είχε για πέταμα, και μου απάντησε φωνάζοντας στο ακουστικό ότι έχει και μια μπετονιέρα που δεν χρειάζεται και θα ήθελε να τον βοηθήσω να τη στείλει στον πάτο της θάλασσας... Αχάριστοι μερικοί άνθρωποι...

Χάσκυ μου το μαντήλι σου

Του Βασίλη Καραχάλιου

Πρέπει να βρω ένα κουτί διχρονόλαδο KVAS συνθετικό, εκείνο με το εκπληκτικό μπλε ελεκτρίκ χρώμα. Εδώ που τα λέμε, τι να το κάνω ολόκληρο, δέκα λίτρα βενζίνη έχω, εκατό κυβικά εκατοστά μου φτάνουν, το Husqvarna μου δούλευε μια χαρά με 1%. Εκατό κυβικά εκατοστά λάδι που θα ρίξω σιγά-σιγά στο ρεζερβουάρ, για να διαλυθεί, και θα το κοιτάω από πάνω να πέφτει σαν μπλε κλωστή και να στριφογυρίζει και να διαλύεται και να βάφει τη βενζίνη (και το ρεζερβουάρ: Άσπρο ήταν, προς το γαλάζιο είχε γίνει.) Τριακόσιες ογδόντα πέντε χιλιάδες το είχα πληρώσει το 1985. Χουσκβάρνα ντάμπλιγιου αρ τετρακόσα. Να το λες και να γεμίζει ο στόμας σου. Σαν γύφτικο σκεπάρνι το καμάρωνα. Και προέκταση εμπρός φτερού κίτρινη, και προστατευτικά καλαμιών, και χούφτες σαν αφτιά ελέφαντα, και γκριπάκια μπλε, κινητή διαφήμιση της Σουηδίας ήταν.

Mην ξεγελαστεί κανένας, τώρα που η μοτοσυκλέτα είναι κοινός τόπος. Τότε, ένα εντούρο, και μάλιστα ένα τετρακοσίων δίχρονων κυβικών, δεν πέρναγε απαρατήρητο. Το αντίθετο. Δέος είναι η σωστή λέξη, και για αυτούς που το έβλεπαν, και για αυτούς που το οδηγούσαν. Απ’ το εργοστάσιο ερχόταν ρυθμισμένο πολύ πλούσια, με πολύ μακρύ γρανάζωμα και σχετικά κλειστό τσιμπουκόφωνο. Ήθελε το Mikuni του slide που λες τριάρι, το σιλανσιέ το μοτοκρός, γρανάζ’ δεκαπεντάρι. Και μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, τον Σουηδό λεβέντη.

Ειδικά όταν έβγαινε παρέα με κάτι αλάνια φίλους του, κάτι Μοντέζα τρία εξήντα ήτα εφτά, τότε αντιλαλούσαν τα βουνά και κοβόταν η περίοδος απ’ τα πουλάκια, τα γαλάρια μέναν στέρφα κι οι μανάδες μάζευαν τις κόρες τους στο σπίτι. Αν κοιτάξετε στο Google Earth, κάπου στα Άγραφα, μετά τα Βραγγιανά, υπάρχει ακόμα ένα αγροτικό σταματημένο στη μέση του χωματόδρομου, εικοστρία - εικοστέσσερα χρόνια τώρα, με τον μπάρμπα μαρμαρωμένο στο τιμόνι. Το μούσι του έχει φτάσει πια στα πόδια του, κι αυτός εκεί, με τα μάτια γουρλωμένα σαν πιατάκια του καφέ, να ψελλίζει κάτι ακατάληπτο για το κακό που τον βρήκε. Τρίχες. Το μόνο που είχε περάσει από δίπλα του ήταν ένα ντάμπλιγιου αρ από αριστερά κι ένα ήτα εφτά από δεξιά, σε πλήρη επιτάχυνση μετά από στροφή με τρίτη. Ποιος να έκοβε και γιατί; Σιγά μην κλείναμε το γκάζι. Αυτός τι ήθελε κι ερχόταν ανάποδα;

Θα τα πάρω τα δέκα λίτρα μου, και θα τα μοιράσω σε δύο μπιτόνια. Με το πρώτο, θα πάω εκεί στον κάμπο, κατά τον Αλήφακα, και θα περιμένω. Να ρίξει μια μπόρα ανοιξιάτικη, και να μυρίζει το χώμα όπως μόνο το χώμα του κάμπου μπορεί να μυρίσει. Μια - δυο μανιβελιές, νταν-νταν-νταν η στακάτη πιστονιά της διχρονίλας, και θ’ αμοληθώ στους χωματόδρομους πάνω από τ’ ασμάκια. Γιατί αυτό το μηχανάκι κάνει πολύ καλά κάτι που τα σημερινά δεν κάνουν: Μπορεί να πηγαίνει τελικιασμένο στους χωματόδρομους, και να ζεις για να πεις την ιστορία. Στην άσφαλτο, με τα τρακτερωτά του, πήγαινε πιο γρήγορα από κάτι Opel Corsa της εποχής που έδειχναν εκατόν εβδομήντα κάτι στα κοντέρ τους, Λάρισα - Βόλο και το Χάσκυ να φτάνει πρώτο. Με το δικό του το κοντέρ, δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος, εκατόν σαράντα - διακόσα έδειχνε, λέμε πως τα 180 τα πήγαινε.

Και δεν κόλλαγε, σημαντικό αυτό. Το φρικαλέο ήταν όταν τα πήγαινε και στο χώμα, με το πλαστικό φτερό να πηγαίνει πέρα - δώθε, με το τιμόνι που κι αν το κούναγες ο τροχός δεν άκουγε, τόσο λαστιχάριζε σ’ αυτά τα χιλιόμετρα το πιρούνι, αλλά δεν σε πέταγε κάτω, τελείωνε και την έκτη του, κι αν δεν είχε τελειώσει το κουράγιο σου και κράταγες το γκάζι τέρμα, πέρναγες σε μια άλλη διάσταση της οδήγησης μοτοσυκλέτας. Πώς δείχνουν στις ταινίες τ’ αστέρια απ’ το παρμπρίζ του διαστημόπλοιου, να περνάνε όλο και πιο γρήγορα, να γίνονται συνεχόμενες γραμμές και μετά κάτι σαν σωλήνας που οδηγεί στην άλλη άκρη του χωροχρόνου; Ε, κάτι τέτοιο. Μόνο τη γενική κατεύθυνση του χωματόδρομου προλάβαινες να αντιληφθείς, στο περίπου. Εκεί, δεν καταλάβαινες τα συνήθη, κάθε πότε πάταγε κάτω, αν πάταγε κάτω, αν ήταν λακκούβα αυτό που έκανε ένα ”γκαπ” ή κανένας τσοπάνος που πετάχτηκε ξαφνικά. Αυτό που σίγουρα καταλάβαινες όταν με το καλό σταμάταγες, ήταν πως ήσουν πολύ πιο ζωντανός απ’ ό,τι πριν, πως τα πόδια σου, παρά τις μπότες, πάταγαν πιο ελαφριά στα μαυρόια του κάμπου. Κι οι άλλοι που σε κοίταγαν σαν να έβλεπαν ένα περίεργο φως στα μάτια σου, αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουροι, αν έκανε παιχνίδια ο ήλιος ή ήταν πραγματικά κάτι σαν φως που πέρασε και χάθηκε. Αυτό το φως ελπίζω να βρω με τα πέντε μου λίτρα βενζίνης.

Αν είναι καθαρή η μέρα, τα βουνά φαίνονται να κυκλώνουν τον κάμπο, Κίσσαβος, Γκούρα κι Άγραφα, Κόζιακας, Χάσια κι Όλυμπος. Να κάψω πέντε λίτρα στους δασικούς του Κισσάβου, στα λασπωμένα Χάσια, ψηλά στον Όλυμπο, πού; Στη Θεσσαλία θα είναι, δεν το συζητώ, και τώρα που το σκέφτομαι η λίμνη του Μέγδοβα είναι ιδανικός τόπος, ειδικά όταν η στάθμη του νερού κατεβαίνει. Τότε, αποκαλύπτεται ένα μέρος από το οροπέδιο της Νεβρόπολης, που έκανε και χρέη αεροδρομίου στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, ένας παιδότοπος για εντουράδες κάθε ηλικίας. Εκεί, παίζαμε το παιχνιδάκι “πιάσε με αν μπορείς”, στις φλαταδούρες όπου η αντηλιά σε ξεγελάει και πιστεύεις πως δεν έχουν κανένα εμπόδιο.

Έτσι την έπαθα κι εγώ. Γέμιζα, γέμιζα ταχύτητες, κάτι σαν Bonneville salt flats με έλατα τριγύρω, με άλλους δίτροχους λυσσαγμένους κι έναν τετρακίνητο να με ακολουθούν. Όλα τέλεια, το Δισκοσβάρνα να τραγουδάει, εγώ να κοιτάω τον ορίζοντα, πάμε για ρεκόρ ταχύτητας επί προσχώσεων, το μυαλό μου και στον παππού που το προηγούμενο βράδυ στο καφενείο δάκρυζε, “...του είπα, καπετάνιο, άσε με να έρθω μαζί σου, δεν με πήρε, λίγες μέρες μετά τα μάθαμε, πάει ο Άρης...”, τι να έριχναν εδώ τα βράδια τα συμμαχικά αεροπλάνα, κασόνια με αριστερές μπότες;... Ίσα που το είδα. Κάτι σαν σημάδι, σαν σκιά, που όλο μεγάλωνε, “ρε λες να ’ναι χαντάκι, μου φτάνουν τα φρένα, δεν μου φτάνουν;” Πού φρένα, άντε γεια, πώς μου ’κοψε, κατέβασα μία, χοροπήδηξα άλλη μία να συμπιεστεί η ανάρτηση, τέρμα το γκάζι κι ό,τι γίνει, κι αυτό που έγινε ήταν πως πέρασα πάνω απ’ το χαντάκι, ίσα που κοπάνησε ο πίσω τροχός στην απέναντι όχθη.

Μόλις προσγειώθηκα έκανα κάτι παλαβά μπας και καταλάβουν όσοι έρχονταν από πίσω και φρενάρουν. Τα μηχανάκια το κατάφεραν, το αυτοκίνητο φρέναρε δέκα πόντους πριν την καταστροφή, κατέβηκε μέσα και βγήκε από την άλλη, τόσο πλατύ το χαντάκι, ένα μήκος αυτοκινήτου συν τις όχθες, εφτά - οχτώ μέτρα ήταν η πτήση μου. Θα πάω να το ξαναβρώ αυτό το χαντάκι. Θα περιμένω να πέσουν τα νερά, να στεγνώσουν οι λάσπες και θα το βρω. Το άλμα, αυτή τη φορά, θα το κάνω μόνος μου, χωρίς θεατές, χωρίς παρέα. Κι όταν το βρω και το περάσω γι’ άλλη μια φορά, δεν θα σταματήσω, θα συνεχίσω στις όχθες της λίμνης προς το Νεοχώρι, ένα απίστευτο παιχνίδι σε τραγανό αμμόχωμα, απύθμενες λάσπες και καφέ νερά. Ακόμα και με Barum πεντάρι, 5,00x18 παρακαλώ, ζοριζόταν το τετρακόσια στη λάσπη, άφηνε πίσω του χαντάκι βαθύ και παιζόταν αν θα βγεις απέναντι ή θα μείνεις εκεί για πάντα. Έχω στόχο όμως, και τα τελευταία μου πέντε λίτρα θα πρέπει να μου φτάσουν να κάνω μια ανάβαση στο Βουτσικάκι, ψηλά στην κορφή, και μετά να τσουλήσω κάτω για το δάσος με γυρισμένη ρεζέρβα.

Ξέρω που θα το κρύψω το μηχανάκι, είναι κάτι βράχια που θα το φυλάνε απ’ το πολύ χιόνι, κοντά στο κρυφό το δεντρόσπιτο πάνω στα έλατα.

Χρόνια μετά, κλιμάκια περιβαλλοντικών οργανώσεων θα χτενίζουν την περιοχή, με αφορμή κάτι ακατανόητες ιστορίες που λέγανε οι γιαγιάδες στα εγγονάκια τους, πως εκεί κατά την άνοιξη που λιώνουν τα χιόνια, ακούγεται ένα νταν-νταν-νταν βαθιά μέσα στο δάσος, αλλά κανείς δεν θα ξέρει πια τι ζώο είναι, κάτι σπάνιο σίγουρα, ίσως και το τελευταίο του είδους του. Χτενίζουν δεν χτενίζουν, το Χάσκυ αποκλείεται να το βρουν. Μου το σφύριξαν τα εγγονάκια και το έκρυψα αλλού, σε μια μικρή σπηλιά κοντά στις Πόρτες των Αγράφων. Κι έχει μείνει λίγη βενζίνη ακόμα στο φλοτέρ του καρμπιρατέρ, να δεις που θα πάρει μπρος και φέτος.

Το σωστό βάψιμο από τη μοτοσυκλέτα του Bazza θα είναι (παρατσούκλι του Sheene)
 

Γάμα

Για τρία γυράκια θα φτάσουν…

Πώς θα αξιοποιούσα τα τελευταία μου δέκα λίτρα βενζίνη; Οδηγώντας ένα Zoomer με ταχύτητα βαδίσματος για να κάνει πολλά χιλιόμετρα; Δεν θα έχει καθόλου πλάκα. Κάνοντας δυο σαραντάλεπτα με ένα δίχρονο motocross 250; Δεν έχω τα κατάλληλα χέρια. Μήπως να τα εξαφάνιζα σε δυο τρία περάσματα με ένα Top Fuel Dragster; Μπα, με βενζίνη δεν θα κατέβαινε χαμηλά ο χρόνος, θέλουν πιο σπιρτόζικα καύσιμα. Δεν είναι εύκολο να αποφασίσω τι θα τα κάνω, πού θα τα κάψω… Οδηγώ μοτοσυκλέτες καμιά εικοσιπενταριά χρόνια, και μερικά ακόμη. Έχω χαρεί με διάφορες, πολλές φορές. Έχω διασκεδάσει αντίστοιχα πολύ, ακόμη και φτιάχνοντας, ψάχνοντας. Έχω ακούσει ήχους από κινητήρες που έχουν εντυπωθεί ούτε κι εγώ ξέρω πόσο βαθιά στο υποσυνείδητο μου. Ο παλιότερος από αυτός στη μνήμη γράφτηκε κάπου στα εφτά μου χρόνια, ακριβώς πρωτοχρονιά.

Ήσυχο τότε το προάστιο της Αθήνας που έμενα, μόλις είχαν περάσει τα μεσάνυχτα και ήμουν έξω από το σπίτι, ακολουθώντας οδηγίες των γονιών μου για να κάνω το “ποδαρικό” της νέας χρονιάς. Τότε, στη σιγαλιά της νύχτας, που θα έλεγε κανένας νεορομαντικός, ο ήχος από κάποιο υπερκυβισμένο τετράχρονο με εξάτμιση 4 σε καμία άρχισε να ηχογραφείται στον ζωντανό σκληρό μου. Ήταν μακριά, ήταν δυο ή τρία χρόνια μετά το 1970 -δεν το είδα, αλλά υποστηρίζω με σιγουριά ότι ήταν Kawasaki Z900 με Kerker. Ο αναβάτης του γιόρταζε την έναρξη της νέας χρονιάς γεμίζοντας ταχύτητες στην ανηφόρα δίπλα στο άλσος του Συγγρού. Μ’ άρεσε αυτό που άκουσα, μου άρεσε και σαν πράξη. Μοναχική και ιδιαίτερη, ψιλο-προκλητική, για άλλους ενοχλητική, για μένα άξια προς μίμηση.

Ιδού μέρος από την αλήθεια. 17/06/2006, μόλις το παρέλαβα από τη μεταφορική και το βλέπω από κοντά για πρώτη φορά. Η ιστορία της προετοιμασίας για την εποχή χωρίς εμπόριο βενζινης άρχισε... 
 

Μήπως θα έπρεπε να φαντασιωθώ ότι με κάποιο μαγικό τρόπο θα αποκτούσα ένα γκαράζ με αγωνιστικά πολυκύλινδρα τετράχρονα από το ’60 (όπως το Honda 3RC164 -με τα ανοικτά μεγάφωνα), και μερικά δίχρονα από τη δεκαετία του ’70, τότε που δεν είχαν τσιμπουκόφωνα στις εξατμίσεις, όπως το Yamaha TZ700 του Agostini, και να έβαζα λιτράκι το λιτράκι σε ιδιαίτερες ημέρες ή νύχτες και να ξεσήκωνα ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο στο πόδι; Μπα, δεν λέει να μην οδηγήσεις με τα τελευταία δέκα λίτρα, άσε που αυτή η φαντασίωσή μου θα ενοχλεί άλλους, και είμαι συντηρητικός άνθρωπος εγώ, δεν θέλω τέτοια.

Δεν πιστεύω πόσο δύσκολο μου είναι να αποφασίσω τι θα ήθελα να τα κάνω αυτά τα δέκα. Να πήγαινα στη Νέα Ζηλανδία, να μου έδιναν να οδηγήσω ΤΗΝ υπέρτατη Britten; Ωραίο ακούγεται αλλά είναι σκέτη φαντασία -κι εγώ όπως είπαμε είμαι συντηρητικός και προσγειωμένος. Πρέπει να τα βάλω σε τάξη στο μυαλό μου, να αρχίσω να θυμάμαι τι μου έχει αρέσει πολύ, για να καταλήξω κάπου. Μου αρέσουν ήχοι από κινητήρες, είναι θεραπευτικό για την ψυχοσύνθεσή μου -όπως εκείνος που είπαμε ότι άκουσα μικρός, από το αερόψυκτο. Αερόψυκτο δεν θα με κάλυπτε, δεν θα έτρεχε αρκετά, δεν θα είχε αξιόλογη απόδοση, μια ειδική ισχύ της προκοπής δηλαδή.

Να τα έκαιγα με μια κορυφαία τεχνολογικά μοτοσυκλέτα; Την Ducati GP9 που έχει ελάχιστο πλαίσιο; Μπα, θα είναι πολύ ντελικάτη και απαιτητική και αν αυτά τα δέκα λίτρα είναι από τελευταία κατακάθια και μείνουμε με τη μπουκιά στο χέρι... Μπα, δεν μου κάνει για φαντασίωση, μένει μόνο σαν όνειρο, δεν έχει βάση να γίνει πραγματικότητα. Θέλει ψάξιμο για να βρω τι θα μου άρεσε. Θυμήθηκα μια κουβέντα με τον Διονύση Χοϊδά στην Ακαμάτρα, στο πανηγύρι της, μεταξύ τυριού και αχλαδιού. Τρίχες, μεταξύ ψητού και πόλκας ήταν και λέγαμε τι θα κάναμε, όταν η βενζίνη θα σπάνιζε ή θα ακρίβαινε τόσο που θα μεταφερόταν όπως με τις σημερινές χρηματαποστολές. “Θα κρατήσουμε μερικές δίχρονες που καίνε τα πάντα και θα φτιάχνουμε τίποτα ζουμιά από πατάτες και σάπια φύλλα” ήταν η κατάληξη της ενδοσκόπησης. Αυτό μάλιστα, είναι χρήσιμη ανάμνηση, βάζει τα πράγματα σε μια τάξη και μ’ αρέσει. Σε δίχρονη θα τα αξιοποιήσω.

Αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος
 
Ψάχνοντας μετά το Α

Πάμε καλά πάντως, βρέθηκε το Άλφα, δηλαδή η υγρόψυξη, βρέθηκε και το Βήτα, ο δίχρονος δηλαδή, σειρά έχει να βρεθεί και το ποια θα είναι, ψάχνουμε το Γάμα. Έεεπ, έγραψα Γάμα; Αυτό είναι, βρέθηκε επιτέλους η κατάλληλη μοτοσυκλέτα. Suzuki RG 500 Γ! Τo λες και γεμίζει το στόμα σου. Να πω και γιατί το διάλεξα όμως. Πίσω στο 1985, το RG 500 Γ είχε εμφανιστεί στους ελληνικούς δρόμους. Τότε οδηγούσα την πρώτη μου αγαπημένη και δική μου μοτοσυκλέτα, ένα γαλάζιο Ducati Pantah 500, μεταχειρισμένο. Με άλλα λόγια κάτι με 45 ίππους και 190 κιλά.

Μου δόθηκε η ευκαιρία να οδηγήσω ένα άσπρο μπλε RG 500 Γ, και δεν την άφησα να φύγει. Ένα δίχρονο με 90 ίππους και λιγότερα από 150 κιλά. Ανέβαινα μια ανηφόρα και άνοιξα το γκάζι με δευτέρα. Ένιωσα την “κλωτσιά” κάπου μετά τις 6.000 και ενθουσιάστηκα. Δεν ήξερα όμως ότι είχε κι άλλο. Κάπου στις 9.000 ολοκληρώθηκαν οι συντονισμοί και το παλιόπραμα έστησε μια αθέλητη σούζα. Τα είδα όλα. Τρόμαξα, δεν μπορούσα να το πάω αυτό. Γύρισα σαν βρεγμένη γάτα τη μοτοσυκλέτα στον ήρεμο ιδιοκτήτη της, τον ευχαρίστησα κάνοντας τον ήρεμο, ενώ η καρδιά μου έκανε σαν συντονισμένη από “υπερστροφία” reed. Αυτό ήταν, με είχε χτυπήσει κατακέφαλα.

Πέρασαν τα χρόνια -πώς περνάνε τα ρημάδια έτσι- και βρέθηκα από το 2005 να έχω ένα τέτοιο μηχανάκι που φτιάχνεται σιγά - σιγά, με τον ρυθμό που επιτρέπουν τα οικονομικά ενός συντάκτη μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα. Αλλά είπαμε, αυτή η μοτοσυκλέτα δεν είναι σημαντική και κατάλληλη να μετατρέψει τη χημική ενέργεια της βενζίνης σε ευχαρίστηση, μόνο και μόνο επειδή την έχω στην κατοχή μου. Είναι πολύ περισσότερα -και η προετοιμασία της για την εποχή χωρίς βενζίνη έχει ήδη αρχίσει.

Το ότι με τρόμαξε όταν την οδήγησα είναι προσωπικό μεν, αλλά κακά τα ψέματα, ήταν ο λόγος που με γοήτευσε. Είναι η μόνη μοτοσυκλέτα του κόσμου που έχει ένα όμορφο ελληνικό Γ στο χυτό της πλαίσιο. Και έχει έναν κινητήρα απίστευτο σε σύλληψη και κατασκευή. Οι δυο στρόφαλοι και οι τέσσερις περιστροφικές βαλβίδες, παράγουν τον μοναδικό της ήχο όταν περιστρέφονται, και δεν έχει κραδασμούς όσες στροφές και εάν ανεβάσει. Αυτός ο square four ενσωματώνει όλη την τεχνογνωσία -αρχικά κλεμμένη, μετά ανεπτυγμένη από τους ίδιους τους μηχανικούς της Suzuki. Μέσα εκεί υπάρχουν ψήγματα από τον ιδιοφυή Walter Kaaden, τον άνθρωπο που ξεπέρασε τους 200 ίππους στο λίτρο σε ατμοσφαιρικό κινητήρα.

Η Suzuki RG 500 Γ ήταν μια πραγματική replica αγνωστικής GP (όπως και η βαρύτερη και λιγότερο δυνατή Yamaha RD 500 LC, που κυκλοφόρησε μαζί της) και είχε δυο παγκόσμια πρωταθλήματα με έναν αναβάτη θρύλο στη σέλα της. Τον πρώτο σταρ των GP, τον Barry Sheen με το ωραίο χαμόγελο και το 7 στο κράνος του. Ο Barry με τη συνολική του παρουσία έφερε θεατές στα GP, τα έβγαλε από το κλειστό τους κύκλωμα και έκανε τους αγώνες ανοιχτό θέαμα και κοσμικό γεγονός. Κάπως σαν τον σύγχρονο Rossi. Είχε και την ωμότητα της εποχής, με τη μοναδική χειρονομία όταν προσπέρασε τον King Kenny Roberts: Γύρισε πίσω και του έδειξε το τεντωμένο μεσαίο δάκτυλό του, στον αγώνα του Silverstone το 1979. Έχει την ιστορία της αυτή η μοτοσυκλέτα, φτάνει πίσω μέχρι τη δεκαετία του '50.

Τα τσιμπουκόφωνα θα αφαιρεθούν και τα τέσσερα (να θυμηθώ να έχω ένα αλενάκι μαζί μου) 

 

Και πού θα πάμε;

Πριν το κάψιμο των τελευταίων λίτρων βενζίνης, χρειάζεται το ακίνητο μηχανάκι λίγες δουλειές. Να μπούνε τέσσερα πιστόνια για να φθάσει τα 570 κυβικά -έχει τόσο μαντέμι στους κυλίνδρους του που μόνο ρεκτιφιέ χρειάζεται. Να μπούνε 17’’ ζάντες μαγνησίου (τις έχω ήδη) και μια τετράδα εξατμίσεις από τον JL Lomas. Μετά χρειάζεται να μεγαλώσουν οι βαλβίδες ροής στα καρμπιρατέρ για να προλαβαίνει η βενζίνη να τα γεμίζει. Λογικά, μετά από αυτές τις επεμβάσεις θα πάει γύρω στους 115 ίππους στον τροχό και θα κάνει γύρω στα 150 χιλιόμετρα με τη βενζίνη που χωρά στο ρεζερβουάρ του. Αυτά δεν φθάνουν για την ολοκλήρωση. Θέλει βάψιμο, Barry Sheen replica κοκκινοκίτρινη. Με τα αυτοκόλλητα DAF. Ψιλοδουλειές όπως ένα άλλο μπροστινό με χαμηλότερα και πιο ανοιχτά κλιπόν, ας γίνουν δια… μαγείας.

Μετά από αυτά, η μοτοσυκλέτα θα είναι έτοιμη να προσφέρει την εμπειρία. Όταν άρχισε η σχέση μου μαζί της, με τρόμαξε. Όντας συντηρητικός και προσγειωμένος, η σχέση μου μαζί της πρέπει να τελειώσει με όμοιο τρόπο. Να είναι αξημέρωτα ακόμη, μισή ώρα πριν χαράξει, αλλά η βροχή να έχει σταματήσει πολύ νωρίτερα. Πρώτα θα βγάλω τα τέσσερα τσιμπουκόφωνα, και μετά το φίλτρο για να ακούγεται σωστά. Θα ρίξω τα πιο πολύτιμα από ποτέ δέκα λίτρα, στο ντεπόζιτο. Θα περιμένω να γεμίσουν τα τέσσερα λεκανάκια, θα ανέβω πάνω και θα το σπρώξω με το ένα πόδι. Θα αφήσω τον συμπλέκτη έχοντας πρώτη και το υψίσυχνο, στακάτο ρεσιτάλ θα αρχίσει. Το TTS θα γεμίσει τα ρουθούνια και το ζέσταμα θα γίνει όπως πάντα, στη διαδρομή.

Τρεις γύρους στο βρεγμένο Nürburgring θα τους βγάλει σίγουρα και κάτι θα περισσέψει, στην κλασική διαδρομή των 22.810 μέτρων. Μια και θα είμαι μόνος μου στο Ring θα οδηγήσω και ανάποδα τη διαδρομή, περνώντας πάνω - κάτω τη Karrussell για να μαζέψω και τρόμο για χρόνια.

Η στιγμή της αλλαγής, την ώρα που το όνειρο αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα

 

Το μισό μου... GP

Του Λάζαρου Μαυράκη

Η Αδριατική είναι ελαφρώς ταραγμένη, κι οι περισσότεροι νταλικέρηδες συνεπιβάτες στο πλοίο Πάτρα - Ανκόνα κοιμούνται στη θαλπωρή της καμπίνας τους. Τρεις η ώρα τα ξημερώματα κι εγώ κάθομαι στο κατάστρωμα, αγκαλιά με ό,τι πιο πολύτιμο διαθέτω αυτή τη στιγμή: Τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνης που μπορώ να καταναλώσω. Η υπερένταση του εγχειρήματος που με οδήγησε μέχρι εδώ, σε συνδυασμό με το σπρέι από τα απόνερα του καραβιού, δεν μ' αφήνει να κοιμηθώ -και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να θυμάμαι ξανά και ξανά πώς ξεκίνησε η περιπέτεια...

Ήμουν ακόμη βραχνιασμένος από τα ουρλιαχτά που έβγαζα την ώρα που ο Rossi έκανε το μαγικό προσπέρασμα στον Lorenzo στην τελευταία στροφή του τελευταίου γύρου στην Catalunya, ενώ το υπογλώσσιο λίγο ήθελε ακόμη να λιώσει για να επαναφέρω τους σφυγμούς μου στο κανονικό, όταν έσκασε η βόμβα: Ο σχεδόν δακρυσμένος Καραχάλιος ανακοίνωνε τα δυσάρεστα νέα: "Κύριοι, η ενεργειακή κρίση μας κέρδισε. Βενζίνη γιοκ! Κατάφερα να εξασφαλίσω από τα τελευταία αποθέματά μας δέκα λίτρα για τον καθένα σας. Είναι η τελευταία φορά που θα αξιοποιηθούν σε κινητήρα εσωτερικής καύσης κάτω από τα πόδια σας. Αξιοποιήστε τα όπως καταλαβαίνετε", είπε και με τον ζόρι τον κρατήσαμε να μην αυτοπυρποληθεί με τα τελευταία δικά του δέκα λίτρα. Το σοκ της στιγμής ήταν ήδη παρελθόν για μένα. Ήξερα ακριβώς τι ήθελα να κάνω με αυτά τα δέκα λίτρα και θα το έκανα ο κόσμος να χαλάσει.

Με έφαγαν οι δρόμοι με το ποδήλατο μέχρι να πάω στο πρακτορείο, να κλείσω εισιτήρια, να πάω στην αντιπροσωπεία της Yamaha καμιά δεκαριά φορές (στον Ασπρόπυργο, οι αθεόφοβοι...) μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες επαφές, και στο τέλος μέχρι την Πάτρα για να πάρω το καράβι για Ιταλία. Από εκεί και πέρα, η απόσταση μέχρι το Misano θα καλυπτόταν με ωτοστόπ. Είχα χάσει δέκα ολόκληρα κιλά μέχρι το πέρας των διαπραγματεύσεων, αλλά χαλάλι. Ούτως ή άλλως, η μείωση του βάρους βοηθά ιδιαίτερα το φιλόδοξο project μου. Δέκα ολόκληρα λίτρα μεταφράζονται σε διάρκεια μισού αγώνα MotoGP, σε κάτι περισσότερο από είκοσι λεπτά απόλυτης οδηγικής ηδονής.

Η πιο γρήγορη κατανάλωση ενός λίτρου βενζίνης. Μετά την πτώση και το τρύπημα του ρεζερβουάρ, το ηθικό μου ήταν κατεστραμμένο

 

Ευτυχώς τα παρακάλια και το αλά Ξανθόπουλος παραμύθι -ξέρετε, "όχι για μένα, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου..." - έπεισαν τον David Brivio να μου εξασφαλίσει μια θέση στην εργοστασιακή ομάδα της Fiat Yamaha. Είχαν αποφασίσει ότι ο Lorenzo ούτως ή άλλως φέτος έκανε καλά τη δουλειά του στο να συμπληρώνει το βάθρο δίπλα στον Rossi για να βγαίνουν οι φωτογραφίες για τους χορηγούς όπως πρέπει, και δεν θα τον πείραζε να ανταλλάξουμε θέσεις κατά τη διάρκεια του αγώνα. Σε αυτό βοηθούν και οι καινούριοι κανονισμοί που επιτρέπουν την αλλαγή μοτοσυκλέτας, οπότε φορώντας τη φόρμα του Jorge, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Η μόνη υποχρέωση ήταν η βενζίνη να μπει από εμάς. Κανένα πρόβλημα! Από την άλλη και η συμμετοχή μου στο Aprilia Challenge το 2000, τους έπεισε ότι θα είχα και αποτέλεσμα. Πόση διαφορά άλλωστε έχει ένα δίχρονο 125 με 30 άλογα στον τροχό σε σχέση με ένα MotoGP;

 
Λίτρο, λίτρο ο καημός μου

Παρότι είχα ένα άγχος σχετικά με το αν θα μπορούσα να φτάσω μέχρι το Misano χωρίς να συλληφθώ, καθώς προκαλεί, όπως και να το κάνουμε, μια ανασφάλεια το να περιφέρεται ένας μελαχρινός αξύριστος, με ξυρισμένο κεφάλι, κρατώντας αγκαλιά ένα δεκάλιτρο μπιτόνι βενζίνης, έφτασα αισίως στην πίστα λίγο μετά τη λήξη των χρονομετρημένων δοκιμαστικών. Το αγωνιστικό alter ego μου, ο άνθρωπος που θα του έπαιρνα τη θέση, κατάφερε να πετύχει τον δεύτερο καλύτερο χρόνο, πίσω από τον Rossi και μπροστά από τον Stoner. Τουλάχιστον θα μπορούσε να χτίσει μια διαφορά μέχρι τη στιγμή της αλλαγής, ώστε να μην χαθούν πολλές θέσεις με την είσοδό μου στην πίστα. Το ίδιο απόγευμα είχε κανονιστεί μια μυστική δοκιμή με το Μ1 για να μην πάω ξεβράκωτος στα... λάχανα. Ένα πολύτιμο λιτράκι θα έπρεπε να δαπανηθεί για να κάνω κάτι λιγότερο από ενάμισι γύρο, ώστε να μάθω τη μοτοσυκλέτα του Jorge.

Από τη στιγμή που βρέθηκα πάνω στη σέλα του Μ1, μία λέξη είχα μόνο στο μυαλό μου: ΒΑΝΖΑΙ!

 

Το τεράστιο χαμόγελό μου άρχισε να σβήνει σιγά - σιγά όταν διαπίστωσα ότι η μοτοσυκλέτα δεν έπαιρνε μπροστά με τίποτα. Μετά μου εξήγησαν ότι έπρεπε να ανέβω πάνω σα να ήμουν παραπληγικός. Η μοτοσυκλέτα έχει αισθητήρες παντού κι αναγνωρίζει τον αναβάτη της μέσω αυτών, οπότε έχει συνηθίσει τον Lorenzo με γύψους, πατερίτσες, νάρθηκες και αγκυλώσεις και συνήθως να τον ανεβάζουν αγκαλιά στη μοτοσυκλέτα. Έπρεπε να κοροϊδέψουμε μ' αυτόν τον τρόπο την "έξυπνη" ηλεκτρονική, για να πάρει μπροστά. Μιμήθηκα τότε τον Gibernau, όπως έκανε όταν τον έβγαλε ο Γιατρός από την πίστα στο Jerez το 2005, κι ως δια μαγείας η μοτοσυκλέτα πήρε μπροστά.

Τα πρώτα ml από το απόθεμά μου άρχισαν ήδη να καταναλώνονται κι έτσι ξεκίνησα αμέσως. Δυστυχώς το λίτρο καταναλώθηκε πιο γρήγορα απ' ό,τι περίμενα, καθώς στην έξοδο από τη δεξιά Rio έφαγα ένα χορταστικό highsiding, με αποτέλεσμα να τρυπήσει το ρεζερβουάρ και να χυθεί όλη η βενζίνη. Τουλάχιστον είχα πέσει με πολλά κι αυτό ήταν ενθαρρυντικό σημάδι...,

Η στιγμή της ολοκλήρωσης. Κρίμα που δεν είχα καθρέπτες να βλέπω πίσω μου το number plate με το νούμερο "46". Σε ποιον να το πεις και να σε πιστέψει...

 

Του ονείρου η ώρα

Την επόμενη μέρα ο αγώνας ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Ήλιος, με χαμηλή όμως θερμοκρασία, θεατές αφιονισμένοι και τα εννιά πλέον λιτράκια μου κατατεθειμένα στα αποθέματα της Yamaha Racing Team. Ο Jorge ήταν ήδη μιλημένος από πριν, ώστε να συμπεριφέρεται ανθρώπινα στο γκάζι και να μην εκτοξεύσει την κατανάλωση στον θεό. Ο Ramon Forcada, ο αρχιμηχανικός του Lorenzo, είχε ούτως ή άλλως ρυθμίσει την ηλεκτρονική και τη χαρτογράφηση, έτσι ώστε για τους τελευταίους έντεκα γύρους να μείνουν ακριβώς τα εννέα λίτρα που μου αντιστοιχούσαν. Από εκεί και πέρα, το θέμα ήταν στον δεξιό καρπό μου...

Δώδεκα γύρους πριν το τέλος, όπως είχε σχεδιαστεί, βγήκε η ταμπέλα από τα πιτς για τον Lorenzo και στον επόμενο γύρο άκουγα πόσο βασανιστικά αργά έφτανε η μοτοσυκλέτα στο box, λόγω του ορίου ταχύτητας. Με την επιδεξιότητα του Copperfield, ο Jorge με το που κατέβηκε από το μηχανάκι εξαφανίστηκε, και πλέον στη σέλα του Μ1 καθόταν ο... Jorge Mavrakis. Μπροστά ήταν οι Hayden, Toseland, Melandri, Edwards, Dovizioso, De Angelis, Pedrosa, Stoner κι αυτός με το "46". Στην αρχή, στο πρώτο πέρασμά μου από τη Rio, στάλες κρύου ιδρώτα μούσκευαν τη φόρμα μου, αλλά μέχρι να φτάσω στην θρυλική Tramonoto, το είχα κιόλας ξεπεράσει.

Στο κλείσιμο του πρώτου γύρου, οι Hayden και Melandri έγιναν παρελθόν, καθώς ο πρώτος έκανε στην άκρη μόλις βγήκαν οι ταμπέλες για να μην εμποδίζει, ο δε Ιταλός έμεινε από ανατιναγμένο τρίτο κύλινδρο. Είχαμε ήδη περάσει τη μισή διάρκεια του αγώνα, οπότε οι ηλεκτρονικές είχαν ρυθμιστεί έτσι ώστε να κόβουν δύναμη, τόσο για τη φθορά των ελαστικών όσο και για την κατανάλωση. Όλοι είχαν το ίδιο θέμα εκτός από έναν: Eμένα! Ο Edwards προφανώς ακολουθούσε team orders και μόλις με είδε πίσω του έκοψε ρυθμό, δεν συνέβη όμως το ίδιο με τους Dovizioso και De Angelis, τους οποίους αναγκάστηκα να τους βγάλω εκτός πίστας ζητώντας υποκριτικά συγνώμη που έχασα τα φρένα κι άνοιξα την τροχιά μου στην είσοδο της Carro.

Λίγο πρίν ο Rossi μου δώσει την... τελική ώθηση για τον τερματισμό

 

Είχα ακόμη μπροστά μου πέντε γύρους και τέσσερα λίτρα στο ρεζερβουάρ. Με λογική χρήση θα έφτανα στον τερματισμό. Η λογική όμως με είχε εγκαταλείψει προ πολλού. Όρμησα χωρίς να το σκεφτώ στον Pedrosa και προσπάθησα να τον ρίξω στη Misano, όπως είχε ρίξει κι αυτός τον Hayden το 2007 στο Estoril. Βγήκε στην αμμοπαγίδα κι εκεί που έλεγες ότι θα τη γλιτώσει, πάει να πατήσει κάτω, το πόδι του δεν φτάνει στο έδαφος και πέφτει σαν σακί, με το RC211V να τον έχει πλακώσει αφήνοντας ακάλυπτο μόνο το πάνω μέρος του χεριού του, που πρότεινε επιδεικτικά το μεσαίο δάχτυλο υψωμένο. Δύο γύρους κι ένα λίτρο πριν το τέλος ήμουν στη ρόδα του Stoner. Ευτυχώς ένα bug στα windows του Desmosedici, του έκοψε τον ρυθμό και μπόρεσα να περάσω μπροστά.

Μισό γύρο πριν τον τερματισμό, φτάνουμε μαζί με τον Rossi στην Carro, όπου κλείνει επιτυχώς την πόρτα κι η προσπέραση στα φρένα μοιάζει αδύνατη. Δεν γίνεται όμως το ίδιο στην τελευταία στροφή Misano, όπου με κλειστά μάτια ουρλιάζοντας μέσα από το κράνος "Look Mama, no brakes!" κάνω το απονενοημένο και περνάω. Με τη μισή ευθεία μπροστά μου και τον Rossi πίσω μου, ο κινητήρας του Μ1 αρχίζει να "βήχει", καθώς δουλεύει με αναθυμιάσεις. Δύο μέτρα πριν τον τερματισμό ο κινητήρας “μένει”, αλλά ο Rossi με τη φόρα του πέφτει πάνω μου και μέσα στο κουβάρι ανθρώπων και μετάλλων που περνά τη γραμμή του τερματισμού, το photo-finish καταγράφει νικητή εμένα! Ένιωθα στο πρόσωπό μου τη σαμπάνια να ρέει, όταν συνειδητοποίησα ότι έτρωγα μπουγέλο για να ξυπνήσω από τον βαθύ ύπνο που απολάμβανα. Πλέον όμως ήξερα: Η ενεργειακή κρίση θα με έβρισκε στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου...

Η τελευταία σκηνή που θυμάμαι πριν το μπουγέλο. Η σαμπάνια έπεφτε..."ράιτ θρου"

 

Θα τους δείξω εγώ!

Χιόνι, πάγος, κολασμένα λούκια και μηδενική πρόσφυση. Είναι αρχές Μαρτίου και βρίσκομαι στη χιονισμένη Σουηδία για να ζήσω το όνειρό μου, ξοδεύοντας τα τελευταία δέκα λίτρα καυσίμου. Ή μάλλον δέκα λίτρα βενζίνης και διακόσια χιλιογραμμόμετρα καλό συνθετικό λάδι μείξης

Αν και οδηγώ για αρκετά λεπτά, τα άκρα των χεριών μου δεν λένε να ζεσταθούν ούτε μέσα στα neoprene χοντρά γάντια μου. Οι τεράστιες και κακάσχημες έξτρα χούφτες δεν μπορούν να κόψουν κάτι από το πολικό ψύχος των -6 βαθμών του σουηδικού Μάρτη, που τρυπά τα δάχτυλά μου. Τα όποια χαζά χαμόγελα ευτυχίας άρχισαν να εξαφανίζονται, αμέσως μόλις πέρασα κάτω από τη φουσκωτή αψίδα με τα σήματα του WEC, παίρνοντας εκκίνηση στο GP του Ostersund. Όσο, όμως, και να παλεύω να σταθώ όρθιος στο παγωμένο τερέν, τίποτα δεν θα καταφέρει να σβήσει τα συναισθήματα εκπλήρωσης ενός μεγάλου ονείρου, του να τρέξω δίπλα στους κορυφαίους αναβάτες του παγκοσμίου πρωταθλήματος enduro, και μάλιστα σε ένα τερέν τόσο ξένο και μακρινό από τα δικά μας δεδομένα.

Περίμενε και θα δεις

Δεν θα ορκιζόμουν πως ο φίλος μου ο Johnny Aubert έδειξε να αγχώνεται ιδιαίτερα, βλέποντάς με να κάνω τις τελευταίες ρυθμίσεις στο δίχρονο 125 μου πριν τον αγώνα. Είχε έρθει να με βρει κάτω από τη μικρή μου τέντα, μέσα στο στεγασμένο υπόστεγο του κλειστού γυμναστηρίου του Ostersund και λίγα μέτρα πιο κάτω από το parc ferme. Μόλις είχα φορέσει στο τριανταεξάρι Keihin ένα καινούριο ζιγκλεράκι 172 και σήκωνα τη βελόνα με τον κωδικό NOZD στην τέταρτη θέση, όπως ακριβώς διάβασα στο βιβλίο του κατασκευαστή. Ήταν η πρώτη φορά που δοκίμαζα τέτοιες ρυθμίσεις, αλλά επίσης και η πρώτη φορά που οδηγούσα σε τέτοιες συνθήκες.

Πιο πολύ από περιέργεια, ίσως και λίγη συμπάθεια, ο Johnny έμεινε να με παρατηρεί και να μου κάνει παρέα, καθώς έκανα τις τελευταίες ετοιμασίες στο διχρονάκι μου. Μικρές προεκτάσεις στα φτερά μπροστά και πίσω για τη λάσπη, πίσω δισκόφρενο χωρίς τρύπες, αλλαγή του αντιψυκτικού υγρού στο ψυγείο με αντίστοιχο πολύ καλής ποιότητας και με χαμηλό σημείο τήξης.

Μετά από επτά ώρες πατινάζ, άντε άλλαξε τα λάστιχα με τα καρφιά! Ευτυχώς δηλαδή που είχα μόνο δέκα λίτρα, και δεν έφτασα στον τερματισμό της πρώτης μέρας για να ζήσω αυτή την "όμορφη" εμπειρία

 

Βέβαια, μπορεί ο Johnny να διαθέτει όσους μηχανικούς θέλει, να κάνουν στη δική του μοτοσυκλέτα τις αντίστοιχες δουλειές -αλλά ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Η προετοιμασία της προσωπικής σου μοτοσυκλέτας για κάθε αγώνα, πόσο μάλιστα αυτόν, είναι μια διαδικασία σχεδόν τελετουργική, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ψυχοσύνθεση ενός γνήσιου εντουρά. Όχι πως σε παίρνει να σκέφτεσαι και τίποτα διαφορετικό, όταν λόγω συνθηκών είσαι εκπρόσωπος της φιλοσοφίας του low-budget! Αλλά εδώ δεν είμαι για να παραπονιέμαι. Άλλωστε αυτό που για τον κάθε επαγγελματία αναβάτη που τρέχει χρόνια στο WEC, μπορεί να φαίνεται ως ακόμη μια κουραστική μέρα στη “δουλειά”, για μένα είναι η εκπλήρωση ενός μακρινού ονείρου, κι αυτή είναι η τεράστια διαφορά μεταξύ μας, που ασχέτως αποτελέσματος θα με κάνει ευτυχή.

Με μια άψογη μείξη αγγλο-γαλλικών, προσπαθώ να εξηγήσω στον Johnny για ποιους λόγους πιστεύω ότι θα πάω πολύ καλά στη λασπωμένη cross-country ειδική των έντεκα παγωμένων χιλιομέτρων μέσα στα πανύψηλα έλατα, αλλά αυτός δεν έχει πάψει να χαμογελά. Αφού του εξηγώ! Μετά το πρώτο περπάτημα, εντόπισα μερικά καλά πατήματα και πιστεύω ότι αν πιέσω το διχρονάκι μου στο όριο, ίσως καταφέρω ένα καλό πλασάρισμα στην τελική κατάταξη. Απορώ γιατί δεν μπορεί να δει το προφανές! Με ένα δίχρονο 125 θα είναι πολύ πιο εύκολο να πετάς πάνω από τις χοντρές ρίζες των δέντρων, που είναι καλά κρυμμένες μέσα στο ένα και μοναδικό λούκι που έχει δημιουργηθεί στη λάσπη. Γιατί δεν το καταλαβαίνει;

Στον δρόμο για τη νίκη

Ευτυχώς που είχα βάλει μπόλικη μονωτική ταινία ανάμεσα στις μπότες και το εντουράδικο παντελόνι, γιατί έτσι έχω καταφέρει να διατηρήσω τουλάχιστον τα πόδια μου ζεστά. Το δίχρονο μοτεράκι "ξυρίζει" σε κάθε άνοιγμα του γκαζιού στο τέρμα, αν και στις παρούσες συνθήκες κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά σπάνιο. Οδηγώντας τον περισσότερο χρόνο με τα πόδια να κάνουν "κουπί" στον πάγο, αισθάνομαι περισσότερο σαν αθλητής του καλλιτεχνικού πατινάζ, παρά εντουράς.

Στο σκληρό και απάτητο χιόνι, νιώθω τα μεταλλικά καρφιά από τα λάστιχα να τρυπούν το έδαφος. Το πιο δύσκολο όμως είναι τα βαθιά και σκαμμένα λούκια, όπου το μαλακό χιόνι μπλέκεται με την κόκκινη άμμο του εδάφους και μετατρέπεται σε ένα γλιστερό μείγμα. Ευτυχώς στα λούκια η φαρδιά αλουμινένια ποδιά του κινητήρα λειτουργεί και σαν έλκηθρο κι έτσι καταφέρνω να ξεγλιστρώ μερικά μέτρα πιο κάτω. Παρά τις όποιες καλές προθέσεις του συστήματος εξαερισμού από το χοντρό jacket μου, το σώμα μου αδυνατεί να βρει μια ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας. Από μέσα ιδρώνω κι απ’ έξω παγώνω, αλλά συνεχίζω.

Είστε σίγουροι ότι αυτά τα πασσαλάκια που φαίνονται στο βάθος, σηματοδοτούν την ειδική διαδρομή; Εμένα πάντως μου θυμίζουν μια φορά που είχα πάει στο χιονοδρομικό του Παρνασσού

 

Σε λίγα μέτρα πλησιάζω στο τρίτο ΣΕΧ. Έχω σχεδόν κάνει εξήντα εξαντλητικά χιλιόμετρα, με το μικρό 125 να προσπαθεί να βγάλει τα σχεδόν τριάντα του κρυωμένα άλογα στο γλιστερό τερέν. Πλησιάζω τον πρώτο ανεφοδιασμό. Εκεί έχω αφήσει το ένα και μοναδικό μου μπιτονάκι με μισό λίτρο καυσίμου, καθώς με τα υπόλοιπα εννιάμιση γέμισα το ρεζερβουάρ μου πριν την εκκίνηση. Τουλάχιστον δεν χάνω πολύ χρόνο στον ανεφοδιασμό και αρχίζω να κατηφορίζω για την ειδική στο χιονοδρομικό κέντρο, ανάμεσα στα πασσαλάκια των σκιέρ. Η κορδέλα της ειδικής σχεδόν χάνεται στο κατάλευκο τοπίο, αλλά ούτως ή άλλως υπάρχει μία και μόνο δυνατή πορεία -αυτή που ορίζουν τα λούκια.

Λίγο πριν τον τερματισμό της ειδικής, αρχίζουν οι πρώτες διακοπές από τον κινητήρα. Ευτυχώς τερματίζω και όπως κάθε “παγκόσμιος”, δείχνω ανήσυχος για τον χρόνο που έκανα. Πλησιάζω το display με ανυπομονησία, κι αφού ξεγλιστρώ ανάμεσα στους manager των εργοστασιακών ομάδων, καταφέρνω να δω την προσωρινή μου κατάταξη. Είμαι πρώτος, από το τέλος, στην Ε1! Επιστρέφω στο διχρονάκι μου, βρίσκω ένα καλό δέντρο να το παρκάρω και στέκομαι λιγάκι να απολαύσω το κατόρθωμά μου. Είμαι εδώ, συμμετείχα, προσπάθησα, πραγματοποίησα το όνειρό μου. Και για μένα είμαι ο ένας και μοναδικός νικητής. Ας είχα και λίγη βενζίνη παραπάνω και θα σας έδειχνα!

 

Race for ever

Για μένα πάντα το θέμα της μοτοσυκλέτας άρχιζε και τελείωνε στους αγώνες. Δεν είμαι μοτοσυκλετιστής με την ευρύτερη έννοια, είμαι εθισμένος με τον ανταγωνισμό και την ατμόσφαιρα των αγώνων, όποιο είδος κι αν είναι αυτό, άσχετα αν το πάθος μου ήταν πάντα οι μοτοσυκλέτες και οι αγώνες motocross. Δεν υπήρχε περίπτωση λοιπόν να χρησιμοποιήσω τα τελευταία μου δέκα λίτρα σε κάτι άλλο, πέρα από έναν αγώνα!

Στα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου, όπου κολασμένα ήθελα να συμμετάσχω σε αγώνες, υπήρχε ένα και μόνο πάθος -και το έλεγαν Kawasaki KX250 του '85. Σαν αυτό με το οποίο είχε κερδίσει ο παγκόσμιος πρωταθλητής George Jobe το πρώτο supercross που έγινε στην Ελλάδα, τον Φεβρουάριο του 1985 στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Είχα την τύχη να είμαι παρών σε αυτόν τον αγώνα, παρέα με τον ξάδελφό μου Μανώλη. Παρότι ήμουν μικρός, την ώρα που βρισκόμουν στην κερκίδα έκανα όνειρα για το πώς θα είναι τα πράγματα όταν θα αγωνίζομαι κι εγώ.

Η υπέροχη δίχρονη μελωδία που βγαίνει από την εξάτμιση, καθώς και το σαγηνευτικό άρωμα από το λάδι της μείξης, πλανώνονται για τελευταία φορά στην ατμόσφαιρα

 

Αυτή την ΚΧ250 που σήμερα έχει μυθικές διαστάσεις στο μυαλό μου δεν την απέκτησα ποτέ, αλλά και δεν οδήγησα μια αντίστοιχη για να έχω μια εμπειρία. Αν μπορούσα λοιπόν να το κάνω, η τελευταία επαφή με μοτοσυκλέτα με κινητήρα εσωτερικής καύσης θα ήταν με αυτήν την πράσινη θεά. Όσο φοβερή μου φαινόταν η ΚΧ, άλλο τόσο φοβερές διαστάσεις είχε πάρει στο μυαλό μου η πίστα όπου γίνονταν εκείνη την εποχή οι αγώνες ΜΧ στο Σχηματάρι, η οποία όταν άρχισα να αγωνίζομαι είχε κλείσει. Οπότε ούτε την ΚΧ250 οδήγησα ποτέ, ούτε και στο Σχηματάρι κατάφερα να διανύσω κανένα μέτρο.

Το σκηνικό που πρέπει να στηθεί για την κατανάλωση των τελευταίων δέκα λίτρων βενζίνης που μου αντιστοιχούν, έχει ως εξής: Σάββατο πρωί στο Σχηματάρι, ετοιμάζομαι για τα δοκιμαστικά του αγώνα. Λίγο πιο κει με περιμένει η ΚΧ με number plate 247, ενώ από την άλλη μεριά βρίσκεται σταθμευμένο το αυτοκίνητο του Καρέτσου και το CR125 με το νούμερο 6. Ο Λευτέρης μόλις έχει φτάσει αγχωμένος στην πίστα, γιατί είναι φαντάρος και ο διοικητής του υπέγραψε την άδεια τελευταία στιγμή.

Ανοίγω το μπιτόνι με τα τελευταία δέκα λίτρα και ρίχνω με θρησκευτική ευλάβεια το λάδι για τη μίξη που δεν είναι άλλο από το Castrol A747, κλείνω καλά το καπάκι, όσο πιο σφιχτά γίνεται ώστε να μην χαθεί ούτε ένα γραμμάριο και αρχίζω να το κουνάω για να διαλυθεί το λάδι και έπειτα να το ρίξω στο ρεζερβουάρ.

Το σχέδιο για να έχουμε επάρκεια βενζίνης ώστε να περάσω όλες τις διαδικασίες και να φτάσω στον κυρίως αγώνα, έχει καταστρωθεί με μαθηματική ακρίβεια που θυμίζει F1. Τα πάντα γίνονται στο όριο ώστε τα καύσιμα να φτάσουν ίσα - ίσα για να περάσω τη γραμμή του τερματισμού. Άσκοπο ζέσταμα του κινητήρα και περιττές γκαζιές απαγορεύονται δια ροπάλου. Η ΚΧ μπαίνει σε λειτουργία μόνο όταν είναι να μπει στην πίστα, οπότε όταν ήρθε η ώρα για τα πρώτα ελεύθερα δοκιμαστικά, δύο λίτρα μπήκαν στο ρεζερβουάρ, ίσα - ίσα για τους πέντε γύρους γνωριμίας με την πίστα και τη δική μου προθέρμανση.

Επιστροφή στην πίστα για τα χρονομετρημένα δοκιμαστικά και ακόμα ένα λίτρο πέφτει μέσα στο ρεζερβουάρ, για να καλύψω τους τρεις γύρους που υποχρεωτικά χρειάζονται να κάνει κάποιος για να προκριθεί στον κυρίως αγώνα. Βέβαια, όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των χρονομετρημένων ήμουν τόσο αργός, που οι φίλοι μου άρχισαν το δούλεμα. Είχα έτοιμη όμως τη δικαιολογία -ότι είμαι γρήγορος αλλά δεν άνοιγα τελείως το γκάζι γιατί δεν ήθελα να κάψω πολλή βενζίνη!

Η νύχτα πέρασε με πολλές σκέψεις. Δύο όνειρα είχαν εκπληρωθεί. Η οδήγηση της ΚΧ250 του '85 και ο αγώνας στο Σχηματάρι. "Δεν είναι άσχημα", σκέφτηκα, "αφού το πέρασμά μας από αυτή τη ζωή δικαιώνεται όταν και τα όνειρά μας γίνονται πραγματικότητα".

Το αντικείμενο του ανεκπλήρωτου πάθους, η ΚΧ250, ήταν η πρώτη και μοναδική επιλογή για να καταναλωθούν τα τελευταία δέκα λίτρα βενζίνης

 

Οι ώρες περνούν γρήγορα και βρίσκομαι ήδη στην πίστα, όπου ακούω την ανακοίνωση από τα μεγάφωνα ότι η πίστα είναι ανοιχτή για το πρωινό ζέσταμα. Ακόμη ένα λίτρο βενζίνης πέφτει στο ρεζερβουάρ... Οι αγώνες ΜΧ έχουν δύο σκέλη, όμως η βενζίνη που μου έχει μείνει φτάνει με το ζόρι για ένα, οπότε χρειάζονται χειρουργικές κινήσεις στο άνοιγμα του γκαζιού, ώστε να ανταπεξέλθω και να ολοκληρώσω το τελευταίο σκέλος.

Βρίσκομαι πίσω από την μπάρα και ο αγώνας ξεκινά. Όλοι ξεχύνονται δαιμονισμένα, λυσσασμένα μέχρι την πρώτη στροφή, ενώ εγώ πάω ήρεμα και προσπαθώ να εξοικονομήσω όσο πιο πολλή βενζίνη μπορώ. Επειδή δεν έφτανε για να γεμίσω το ρεζερβουάρ, ήταν αναμφίβολο αν θα έφτανα στον τερματισμό. Πήγαινα τόσο αργά, που φτάνοντας στον τελευταίο γύρο έβλεπα αριστερά και δεξιά σταματημένους τους αντιπάλους που είχαν "μείνει" από βενζίνη, ενώ εγώ με το γνωμικό "αργά βαδίζω, ζωή κερδίζω" έφτασα τελικά πρώτος, περνώντας στην ιστορία ως ο τελευταίος νικητής σε αγώνα όπου το καύσιμο κίνησης ήταν η βενζίνη.

Τελευταίο τανγκό στο Σχηματάρι. Η οδήγηση έγινε με χαμηλό ρυθμό επιτρέποντας χορευτικές φιγούρες στον αέρα

 

Σε ένα μπιτόνι ή σε είκοσι μπουκάλια;

Του Μπάμπη Μέντη

 

Οι ερωτήσεις αυτού του τύπου, αρχικά, είναι διασκεδαστικές μέσα στις παρέες. Τι θα έκανες με το τελευταίο μπουκάλι βότκα; Πώς θα κάπνιζες το τελευταίο σου τσιγάρο; Τι θα έκανες δέκα λεπτά πριν τη συντέλεια του κόσμου; Σε κάθε περίπτωση, το τέλος είναι βέβαιο και εσύ πρέπει να αρπάξεις την τελευταία ευκαιρία που έχεις

Πάντα ξεκινάς με τα προφανή και τα εύκολα, και γι’ αυτό πιστεύεις ότι ήδη γνωρίζεις με σιγουριά ποια είναι η καλύτερη απάντηση για να τους εντυπωσιάσεις όλους. Όμως αν κάνεις το λάθος και προσπαθήσεις να το σκεφτείς λίγο καλύτερα πριν απαντήσεις, ανακαλύπτεις τις δυσκολίες. Θα γίνω πιο σαφής. Λατρεύω το Nurburgring και η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό ήταν να κάψω τα τελευταία δέκα λιτράκια που μου αναλογούν, κάνοντας περίπου δύο ή δυόμισι γύρους εκεί μέσα, καβάλα πάνω σε μια Britten V2 1000. Μετά έκανα την παπαριά, να το σκεφτώ λίγο καλύτερα... Όπου με τρόμο ανακάλυψα ότι στο ring έχω ήδη πάει και η μοτοσυκλέτα του John Britten είναι μεν αρκούντως “εξωτική”, σπάνια και οδηγικά ποθητή, όμως το ίδιο είναι και μια μοτοσυκλέτα των MotoGP ή μια Brough Superior.

Αξίζει να θυσιάσω τα δέκα ανεκτίμητα λιτράκια μυρωδάτης βενζινούλας μέσα σε μια γνωστή διαδρομή και με μια μοτοσυκλέτα που δεν είναι βέβαιο ότι είναι η καλύτερη όλων; Όχι βέβαια! Ο αρχικός ενθουσιασμός έφυγε από το πρόσωπό μου και το άγχος άρχισε να με κυριεύει. Πρέπει να σκεφτώ κάτι καλύτερο, πρέπει να βρω την καλύτερη μοτοσυκλέτα και την καλύτερη διαδρομή. Λίγο πριν φτάσω στο σημείο να έχω μέσα στο ανοιχτό στόμα μου την παγωμένη κάνη ενός περίστροφου, που θα με λύτρωνε από την απελπισία μου, δούλεψε το μπλοκαρισμένο μυαλό.

Ελπίζω η ιδέας μιας V2 με οβάλ έμβολα να εξιτάρει τη σχεδιαστική φαντασία του Massimo Tamburini

 

Η καλύτερη μοτοσυκλέτα του κόσμου είναι... αυτή που δεν έχει κατασκευαστεί ακόμα! Άρα, τα τελευταία λίτρα βενζίνης θα τα κάψω με τη μοτοσυκλέτα που θα φτιαχτεί ειδικά για μένα. Βέβαια, το μόνο που ξέρω από μοτοσυκλέτες είναι να τις οδηγώ και μετά να γράφω αν μου άρεσαν ή όχι. Να σχεδιάζω και να κατασκευάζω μοτοσυκλέτες, δυστυχώς δεν ξέρω. Ευτυχώς όμως, ξέρω ποιοι μπορούν να με βοηθήσουν. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δεκάδες ταλαντούχοι σχεδιαστές και μηχανικοί που θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά, όμως η μοτοσυκλέτα που έχω στο μυαλό μου κάνει τα πράγματα πολύ συγκεκριμένα. Επιστρατεύστε την υπομονή σας για να με παρακολουθήσετε και θα καταλάβετε τι εννοώ.

Η μοτοσυκλέτα μου θα πρέπει να είναι superbike, να πιάνει τα 300 χιλιόμετρα την ώρα και να έχει αναλογία κιλών ανά ίππο κάτω από 0,5:1. Άρα πρέπει να βγάζει τουλάχιστον 150-160 πραγματικούς ίππους και να ζυγίζει 70-80 κιλά. Επειδή όμως εδώ μιλάμε για την καλύτερη του κόσμου, ο στόχος ανεβαίνει στους 200 πραγματικούς ίππους... τουλάχιστον! Αυτό μας βοηθάει και λίγο με το βάρος που μπορεί πλέον να ανέβει στα 100 κιλά, κάνοντας πιο ρεαλιστικό το project μας. Για να βγουν αυτά τα άλογα, χρειαζόμαστε απαραιτήτως πάνω από 900 κυβικά εκατοστά και απαραιτήτως πολλούς κυλίνδρους. Θα μου πείτε ότι με έναν δίχρονο ή τη βοήθεια ενός turbo θα τα καταφέρουμε με τα μισά κυβικά, όμως δεν γουστάρω ούτε την κάπνα, ούτε το turbo-lag, οπότε πάμε αποκλειστικά για ατμοσφαιρικό τετράχρονο κινητήρα.

Η μοτοσυκλέτα του John Britten είναι εξωτική, όμως η δικιά μου θα είναι το κάτι άλλο

 

Ένας V2 θα ήταν καλή ιδέα, αλλά για να βγάλει τόσα άλογα θέλει πάνω από 1.100 κυβικά. Με τόσα κυβικά και μόλις δύο κυλίνδρους, συνεπάγεται ότι ο κόφτης θα είναι το πολύ στις 12.000 στροφές. Άρα, απορρίπτεται... Ώπα! Το κάθε οβάλ έμβολο της NR είναι ουσιαστικά δύο συμβατικά έμβολα ενωμένα. Αυτό είναι! Ένας V2 από 900 έως 990 κυβικά, με οβάλ έμβολα που δημιουργούν ουσιαστικά τέσσερις θαλάμους καύσης, οπότε θα έχει την θερμοδυναμική απόδοση ενός τετρακύλινδρου -ακούγεται υπέροχη ιδέα. Φανταστείτε μόνον τον ήχο που θα κάνουν οι ελεύθερες εξατμίσεις του στις 15.000 στροφές...

Το κακό εδώ είναι ότι ο κινητήρας μας θα έχει περίπου τον όγκο και το βάρος ενός V4, αφού κάθε οβάλ έμβολο έχει δύο μπιέλες. Βέβαια, θα είναι αρκετά πιο κοντός σε μήκος από ένα V2 και εξίσου πιο στενός και ελαφρύς από έναν κλασικό V4, οπότε πάλι κερδισμένοι ήμαστε. Σε ποιον θα έπρεπε να απευθυνθώ για να μου φτιάξει έναν τέτοιο κινητήρα; Μην βιαστείτε να απαντήσετε “στη Honda” διότι θα χάσετε.

Ο Domenicali είναι ο άνθρωπος που έχει τις γνωριμίες για να φτιάξει έναν αερόψυκτο κινητήρα χωρίς σύστημα λίπανσης

 

Εντάξει, από τη Honda θα πρέπει να πάρω την άδεια και τον μυστικό τρόπο κατασκευής για τα ελατήρια των οβάλ εμβόλων, όμως για τα υπόλοιπα κομμάτια του κινητήρα χρειάζομαι και κάποιον άλλον. Για παράδειγμα, η κίνηση των βαλβίδων θα γίνεται μέσω δεσμοδρομικού συστήματος. Η λύση αυτή θα μας δώσει 5% λιγότερες μηχανικές απώλειες, άρα ο κινητήρας μας θα ανεβoκατεβάζει πιο ξεκούραστα τα τεράστια έμβολά του. Οι πνευματικές βαλβίδες θα ήταν μια εξίσου καλή λύση, όμως μου αρέσει το θρόισμα που κάνουν τα κοκοράκια του desmo, οπότε τις απορρίπτω χωρίς να σας ρωτήσω. Επίσης, θέλω ο κινητήρας μου να έχει άξονα με κωνικά γρανάζια για να παίρνουν κίνηση οι εκκεντροφόροι από τον στρόφαλο και οι πνευματικές βαλβίδες θα μου στερούσαν αυτή τη χαρά.

Σε αυτό το σημείο, σας υπενθυμίζω ότι το συνολικό βάρος της μοτοσυκλέτας μας δεν πρέπει να ξεπερνά το 50% της ιπποδύναμής της. Με τους δύο άξονες για την κίνηση των εκκεντροφόρων και τα διπλά κοκοράκια για κάθε βαλβίδα που χρειάζεται το σύστημα desmo, οι κυλινδροκεφαλές μας θα ζυγίζουν όσο ένας ελέφαντας -έστω και με κομμένα τα νύχια των ποδιών του. Χμ... Πρόβλημα…

Διαφωνεί κάποιος ότι οι άξονες με τα κωνικά γρανάζια για την κίνηση των εκκεντροφόρων είναι...πανέμορφοι; 

 

Το βρήκα! Θα αφαιρέσω την υγρόψυξη και τα λάδια από τον κινητήρα. Δύο-τρία κιλά ζυγίζει ένα ψυγείο με τα ψυκτικά υγρά και άλλα τόσα τα λάδια μαζί με το φίλτρο και το ψυγείο λαδιού, ξέχωρα οι αντλίες και οι μηχανικές απώλειες. Προσέξτε με λίγο, δεν είναι τόσο ηλίθια ιδέα όσο ακούγεται αρχικά. Σκεφτείτε ότι έχουμε μόνο δέκα λίτρα βενζίνης, και με την κατανάλωση ενός κινητήρα απόδοσης 200 ίππων να είναι από 17 έως 25 λίτρα για κάθε εκατό χιλιόμετρα, η μοτοσυκλέτα μας θα κάνει στην καλύτερη περίπτωση 58 χιλιόμετρα πριν σβήσει, στη χειρότερη 40.

Άρα η περίπτωση να υπερθερμανθεί και να πέσει η απόδοση του κινητήρα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, είναι εκτός πραγματικότητας. Θα μου πείτε ότι οι αερόψυκτοι κινητήρες έχουν αναγκαστικά μεγαλύτερες ανοχές, ώστε να αντιμετωπίζουν τις διαστολές των μετάλλων, αφού δεν υπάρχει σύστημα ψύξης που να περιορίζει το εύρος της θερμοκρασίας του κινητήρα. Μην στεναχωριέστε όμως, διότι ο κύριος Domenicali, στον οποίο αποφάσισα να αναθέσω την ευθύνη για τον σχεδιασμό του κινητήρα, πιστεύω ότι έχει τις κατάλληλες γνωριμίες για να μας λύσει αυτό το πρόβλημα και μαζί το πρόβλημα απουσίας λαδιού.

Ένα ζευγάρι από αυτά τα οβάλ έμβολα, θα είναι η καρδιά του κινητήρα που ονειρεύομαι

 

Πρόσφατα διάβαζα από καθαρή διαστροφή, μερικά άρθρα για τη νέα τεχνολογία Diamond Like που χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία. Βασικά, η τεχνολογία αυτή υπάρχει από τις αρχές του 1950, ξεκίνησε από την προσπάθεια κατασκευής τεχνητών διαμαντιών (εξ ου και η ονομασία της) και στη βιομηχανική εφαρμογή της, χρησιμοποιήθηκε ως μέθοδος σκλήρυνσης των κοπτικών για τους τόρνους και τα τρυπάνια -ναι, τα γνωστά μας “διαμαντοτρύπανα”. Από τότε βέβαια έχουν προοδεύσει αρκετά τα πράγματα, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο σημείο να μπορούμε να κατασκευάσουμε μέταλλα τόσο ανθεκτικά, που να μη χρειάζεται λιπαντικό για να τα προστατεύει από τις τριβές. Αυτή τη στιγμή, μόνο μία ιταλική εταιρεία ιατρικού εξοπλισμού που κατασκευάζει τεχνητές καρδιές έχει πρόσβαση στη μυστική “συνταγή”. Όλως τυχαίως, είναι θυγατρική της Fiat. Άρα, τη μυστική “συνταγή” για έναν κινητήρα που θα δουλεύει χωρίς λάδια την κρατάει η… Fiat, η οποία έχει τη Ferrari, η οποία Ferrari συνεργάζεται στενά με τη Ducati, στην οποία Ducati αφεντικό είναι ο Domenicali.

Παθιασμένος με τις μοτοσυκλέτες, αναμφίβολα εραστής του ωραίου και σίγουρα ο κατάλληλος άνθρωπος για να χρηματοδοτήσει το project. Ένας Castiglioni θα με σώσει

 

Έχοντας λύσει το θέμα του κινητήρα, επικεντρώθηκα στα άλλα δύο προβλήματα, δηλαδή στον εξωτερικό σχεδιασμό και, το κυριότερο, στα χρήματα για να γίνουν όλα αυτά. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να φύγω από τη βόρεια Ιταλία. Μερικά χιλιόμετρα παραδίπλα από την Bologna, βρίσκεται το Varese, όπου ζει και κυρίως βασιλεύει, η οικογένεια Castiglioni. Στο βιογραφικό του, ο βιομήχανος Castiglioni έχει τη Ducati 916 και την MV Agusta F4. Αυτό που μας ενδιαφέρει στην περίπτωσή μας όμως, είναι το γεγονός ότι έκλεψε χωρίς να ρωτήσει το μονόμπρατσο της Honda και “έπιασε χαζούς” ολόκληρη την κυβέρνηση της Μαλαισίας, καταπίνοντας μερικά δις δολάρια από την κρατική Proton. Οπότε ο Castiglioni, είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να πάρει από τη Honda την πατέντα για τα οβάλ έμβολα, να βρει λεφτά για να χρηματοδοτήσει το project, αλλά και να πείσει τον φίλο του Massimo Tamburini να σχεδιάσει μια πανέμορφη εξωτερικά μοτοσυκλέτα.

Θα μπορούσα να κάψω τα τελευταία μου λίτρα βενζίνης με μια Brough Superior SS 100, όμως αυτό θα το σκεφτούν άλλοι...

 

Τώρα φέρτε στο μυαλό σας ολόκληρη την εικόνα. Μια superbike των 200 ίππων, σχεδιασμένη από τον καλλιτέχνη Tamburini, με κινητήρα V2, oval piston, desmo, υπό την επίβλεψη του Domenicali. Μου τρέχουν ήδη τα σάλια. Πού θα το γκάζωνα το θεριό; Μάλλον κάπου στη νότια Ελβετία. Έχει φανταστικούς δρόμους η Ελβετία...

Σε περίπτωση πάντως που όλα τα παραπάνω είναι αδύνατον να γίνουν και μείνω με ένα μπιτόνι των δέκα λίτρων γεμάτο βενζίνη, έχω ήδη έτοιμη την εναλλακτική λύση: Είκοσι άδεια μπουκάλια μπίρας και μια μικρή σακούλα στουπί, μας αρκούν για έναν ικανό αριθμό μολότοφ. Σε όποιο υπουργείο κι αν τις πετάξω, χαμένες δεν θα πάνε...

 

 

Ένα λίτρο*

*(για τον Κίμωνα)

Δεν το είχε αγοράσει το BSA. Το είχε κλέψει. Μέρα μεσημέρι, το είχε κλέψει.

Φάτσα κάρτα απέναντι από το μουτζούρικο, σ’ ένα στενό νοικιάρικο σπιτάκι έμενε ο Στράτος ο Ρήγας. Το Στράτος ήτανε το όνομα του παππού και το Ρήγας κόλλησε μια και ο Στράτος τη ζωή την έβλεπε ανάλογα τη μέρα καρό, σπαθάτη ή γύφτικη. Τη μια σκόρπαγε λεφτά δεξιά-αριστερά και την άλλη με τα μάτια πρησμένα ζήταγε δανεικά. Ατέλειωτες ιστορίες που δεν κόλλησε η ντάμα στο βαλέ, δεν κόλλησε ο βαλές στην τσόχα, λεφτά ποτέ δεν κόλλαγαν στην τσέπη του.

Ξύπναγε κοντά τα μεσάνυχτα, τίναζε χέρια-πόδια σαν ακρίδα έτσι ψιλόλιγνος που ήτανε, κι έτρεχε στη λέσχη. Καβάλαγε τα σκαμπό, καβάλαγε τις γυναίκες των άλλων που κερδίζανε, μόνο τη ρημάδα τη ντάμα κούπα δεν καβάλαγε. Άχτι το ’χε. “Όλα να μου κάθονται ρε φίλε, αυτή η μαντάμ με το μάτι το τσαχπίνικο δε με γουστάρει. Δε μου κάθεται, πώς το λένε”.

Και μια μέρα του ’κατσε. Τους πήρε και τα σώβρακα. Τίναζε χέρια σαν τον Δον Κιχώτη με τη Δουλτσινέα Νταμακούπα από δίπλα, πέταγε τα χαρτιά σαν τα καρφιά, μοίραζε, μάζευε τη μπάνκα, δεν φοβόταν ούτε θεό ούτε διάολο. Το πρωί έφυγε τελευταίος. Τίγκα οι τσέπες. Μασουράκια τα λεφτά κι ένας συρφετός ρολόγια, βέρες, σταυρουλάκια, καδένες, λίγο ακόμα και θα τους είχε πάρει και κάνα δοντάκι χρυσό. Α ναι, και τη BSA. Σε μια γύρα πήγε η BSA, ούτε δεύτερη δεν μπάζωσε. Σκάρταρε το εξάρι και το οχτάρι και μόλις πήρε τα φύλλα τα χτύπησε κάτω με λύσσα “φουλ του άσσου με δυο κούκλες, τα βλέπω κύριοι”.

Την παράτησε στην αυλή ξέπνοη μέρες, βδομάδες.

”Τι κοιτάς ρε πιτσιρίκο;”. Τον γούσταρε τον Γιάννη γιατί του ‘φερνε γούρι. Τη βραδιά που του ‘κατσε η κούπα τον είχε μελετήσει. Η γειτονιά ήταν μοιρασμένη σε τρία στρατόπεδα. Από δω οι γουρλήδες, περάστε παρακαλώ, από δω οι γκαντέμηδες, μακριά κι αλάργα. Τρίτο στρατόπεδο που αν μεγάλωνε κι άλλο θα πέρναγε το Άουσβιτς, όσοι χρωστούσε. ”Τη μοτόρα κοιτάς ρε; Γουστάρεις;”

Το “γουστάρεις” το λες μέχρι και για παγωτό. “Γουστάρεις ένα παγωτό Ελενάκι;” Αυτό που ένιωθε ο Γιάννης με τη BSA δεν ήταν “γουστάρω”, ήταν στα επίπεδα μιας “θα πηδήξω επιτέλους και θα φύγουν και τα σπυράκια” ονείρωξης. Αλλά πώς να το εξηγήσεις αυτό; Και πώς να το εξηγήσεις και στον πατέρα που είχε βάλει τον Στράτο να του ορκιστεί ότι ούτε θα του την πούλαγε τη “μοτόρα” ούτε θα του τη χάριζε ούτε τίποτα: “Άσ’ τονε, τρελό κεφάλι έχει, ας μην το χει και σπασμένο”.

 

“Θα στην έδινα ρε φίλε, αλλά ο κυρ Ανέστης… αφού ξέρεις”. “Ξέρω”, έλεγε μαλακά ο Γιάννης και κοίταγε μακριά απ’ τη “μοτόρα” λες και θα την πρόδιδε να το πει κατάφατσα. Μεγαλωμένος μες στη μπλόφα ο Στράτος, τον κοιτάει μ’ ένα σατανικό χαμόγελο: “Να στην πουλήσω δεν θέλω και δεν μπορώ, άσε που δεν έχεις όχι φράγκο, ούτε φόδρα. Να στη χαρίσω θέλω αλλά δεν μπορώ, το υποσχέθηκα. Αλλά ξέρεις μια κι εμένα δεν μου κάνουν κέφι τα μοτόρια και να την κλέψει κανείς… δεν θα χάσω ύπνο, κατάλαβες;”

Ο Γιάννης τον κοίταγε σα χαζός. Δεν μπορεί… ”Εγώ τώρα την κάνω και θ’ αργήσω να γυρίσω. Ξεκλείδωτη είναι, τα κλειδάκια στη σέλα από κάτω, ποιος να τα βρει κει πέρα; Ε, και στο φινάλε αν την κλέψουν, την κλέψανε! Άντε γεια!” Άνοιξε τις ακριδοποδάρες και χάθηκε πίσω απ’ τη γωνία. Ούτε δέκα βήματα δεν είχε κάνει κι άκουσε το μεταλλικό σκούξιμο της μανιβέλας. “Α γεια σου”, είπε γελώντας. Άνοιξε το βήμα και χάθηκε στα όνειρα μιας κούπας. Μακριά πίσω του οι δρόμοι ξεχείλιζαν απ’ το ξερό κροτάλισμα της “μοτόρας”.

Τρόμος. Στο σινεμά ήταν εύκολο, ακόμα το θυμάται. Ήταν ένας τύπος με λαδωμένο τσουλούφι, όρθιο γιακά κι άφιλτρο, έκλεισε το μάτι σ’ ένα πουά κοριτσάκι που τιτίβιζε ντυμένο στα καναρινί, ανέβηκε στη σέλα, άρπαξε το γκάζι κι εξαφανίστηκε στο ηλιοβασίλεμα. Κάτω στη γαλαρία του σινεμά βουναλάκια τα σποράκια απ’ την αγωνία. Η καναρινί έμεινε με τα χέρια σφιγμένα σα τριανταφυλλάκια κι ο γιακάς τράβηξε δυο γκαζιές ακόμα αφήνοντας έναν σκοτεινό απόηχο.

Εδώ δεν ήταν σινεμά, χωρίς το σκηνοθέτη ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα. Είχε ξαναοδηγήσει μια φορά, το μικρό, του Βασίλη. Αυτή εδώ όμως ήταν άλλο κόλπο. Τον κοίταγε με τα κοντέρ της αριστερά-δεξιά σαν αγριοματάρες, έτρεμε, τιναζόταν, χτύπαγε με δύναμη στα σαμάρια, μούγκριζε σαν σκυλί. Έσφιξε γερά το τιμόνι, κάρφωσε τα μάτια του στην ευθεία, αριστερά και δεξιά του να περνάνε όλα όλο και πιο γρήγορα και όλο και-

Όρκο θα ‘παιρνε ότι τα μέταλλά της μύριζαν ιδρώτα.

Κοίταξε τη γριά. Πόσος καιρός ήταν που την είχε πλύνει; Οι μήνες άρχισαν να κυλάνε ξεφτισμένοι κι ασπρόμαυροι σε μια γωνιά του μυαλού του, μέχρι που ούτε ήξερε πόσο πίσω τον πήγαν. Πολύ καιρό. Έτριψε λίγο με τον αντίχειρα το μέταλλο μέχρι να γυαλίσει. Κάτω απ’ τη σκόνη ακόμα αρχόντισσα ήταν. Όσο έτριβε κι όσο τη χάιδευε με το μεγάλο σφουγγάρι με τις σαπουνάδες, τόσο λες και ένιωθε τη δύναμη στα χέρια του. Το κόκκινο αστέρι, τα ασημί φιλέτα στο ντεπόζιτο, το καπάκι της που πάντα του φαινόταν σαν μεγάλη καρδιά άστραψαν στο απομεσήμερο.

Η γρατσουνιά στο δεξί της καπάκι είχε γίνει από το τακουνάκι της δεκαεξάχρονης γάμπας της. “Πού πατάω;”. Είχε δαγκωθεί αλλά ούτε μίλησε ούτε το καπάκι του BSA άλλαξε. Και κάθε φορά που άγγιζε με τα δάχτυλά του τη χαρακιά, άκουγε τη φωνή της σαν από αυλακιά βινύλιου. Το γδάρσιμο στο αριστερό της πιρούνι ήταν από τότε που στην προσπάθεια του να την εντυπωσιάσει, κατέληξε το BSA στο μάστορα κι αυτός στην αγκαλιά ενός μουστακαλή μπακάλη που τον βοηθούσε να σηκωθεί.

Ο μπακάλης είχε κοιτάξει τη BSA κουνώντας το κεφάλι, μετά κοίταξε λοξά μ’ ένα πονηρό χαμόγελο προς το μέρος της και του σφύριξε συνωμοτικά “χαλάλι τα σίδερα”. Κι όταν τα γεροντάκια κάθονταν καμιά φορά στο λιγοστό φως στο καμαράκι, αυτή κοντά στο παράθυρο να πλέκει σιωπηλή σα μαθητούδι που κάνει την αντιγραφή, σήκωνε καμιά φορά τα μάτια της και τον κοίταγε, δυο καρβουνάκια ακόμα πυρωμένα στο μισοσκόταδο κι αυτός σκεφτόταν “χαλάλι τα σίδερα” και χαμογελούσε.

Το δέρμα στη σέλα είχε βουλιάξει στο σχήμα της, μ’ ένα βαθύ, βαρύ λακκουδάκι εκεί που ακούμπαγε τον καρπό της δυνατά και στηριζόταν πίσω του, με το κορμί γερμένο μπροστά και το πηγούνι ακουμπισμένο απαλά στον ώμο του. Άφησε το βλέμμα του να κυλήσει πάνω στο μέταλλο κι όλα ζωντάνευαν τις κινήσεις και τις ανάσες της, λες και είχε χαραχτεί μια ολάκερη ζωή στο μέταλλο, σαν γλυπτική ψυχής, σαν αποτύπωμα ερωτικό και σαν ανάσταση μνήμης.

Έβγαλε τα εργαλεία του προσεκτικά, έσφιξε τις “μπόσικες” της -που πιστές στο καθήκον τους είχαν πάρει μια βόλτα παραπέρα στο παξιμάδι κι ας ήταν σταματημένη η πριγκηπέσσα- κι έπιασε κόντρα με το χέρι κάτω απ’ σέλα σηκώνοντάς την ελαφρά, να δει αν έχει πάρει τζόγους. Το μικρό διπλωμένο χαρτάκι, προφυλαγμένο, ατόφιο, γαντζωμένο χρόνια στο σκοτάδι, έπεσε απαλά στον καρπό του. Το άνοιξε αργά, προσπαθώντας να μη λιώσει στα χέρια του. “Στις 8, σ’ αγαπώ”. Και τόσα άδεια χρόνια μετά το “σ’ αγαπώ” με το μεγάλο καλλιγραφικό 8 δίπλα του, σε μια μικρή αυλή, εκεί στις τέσσερις και δέκα το μεσημέρι, ο χρόνος σταμάτησε να μετράει.

Πού να την αφήσει ο πατέρας της να τη δει; Σιγά μην δώσει ο κυρ Μάρκος την πριγκηπέσα του στον γιο του Ανέστη του μουτζούρη. Στη ζούλα όλα. Μόνο η μάνα της που το τσακίρικο μάτι δεν άφηνε καρφίτσα να πέσει κάτω τα ήξερε όλα, αλλά έκανε το κορόιδο. Και πάλι όμως δεν ήταν εύκολη “η συνάντησις”. Ολόκληρη επιχείρηση στήνανε.

Έφευγε αυτή για ψώνια, κι όπως περνούσε του πάσαρε το ραβασάκι, πάντα βιαστικά γραμμένο με κομμένες ανάσες “στις 7.30 εδώ”. Αν τύχαινε και εκείνη την ώρα δούλευε εκείνος στο “μουτζούρικο”, του το άφηνε πάνω στη μηχανή. Σφηνωμένο στο τιμόνι, στη σέλα, στο τελείωμα του ντεπόζιτου. Με τη δικαιολογία μιας ανύπαρκτης φιλενάδας Στέλλας και με τις ανομολόγητα συνένοχες πλάτες της μαμάς, φτερούγιζε το σούρουπο κάτω στο δρομάκι και τον έβρισκε να την περιμένει παίζοντας πάντα με χαμόγελο το ραβασάκι στα χέρια του, καθώς άναβε τσιγάρο. Δεν του το είχε πει, αλλά στην κάφτρα του τσιγάρου στο κακοφωτισμένο στενό, της φαινόταν σαν ένας κουρασμένος άγγελος που ήρθε κι έλαμψε γι’ αυτήν.

Την αγκάλιαζε σφιχτά, παρά τις διαμαρτυρίες της για τα όρνια της γειτονιάς πίσω απ’ τα παραθυρόφυλλα, έβαζε μπρος τη BSA και φεύγανε. “Στις 8, σ’ αγαπώ”. Ναι, ήξερε πότε. Του είχε πει την άλλη μέρα με δάκρυα ότι έμεινε μόνη στο κρύο μισή ώρα (Πού ήσουν; Σε περίμενα, πού ήσουν; Γιατί-) είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται λίγο πριν εμφανιστεί η κουτσομπόλα της γειτονιάς κι αυτή του σφυρίξει φεύγοντας “απόψε, ίδια ώρα”. Κι εκείνο το βράδυ όταν ανέβηκε στη BSA κι ένιωσε τα χέρια της να τον τυλίγουν σαν κρινάκια, ξέχασε τα πάντα, όπως γινόταν κάθε φορά.

“Και τόσα μοναχικά χρόνια μετά που έφυγες”, ψιθύρισε, “μετά από τόσες καλημέρες στη φωτογραφία σου, έρχεσαι απόψε στις 8 να μου πεις το σ’ αγαπώ που δεν άκουσα”. Σαν τσίμπημα ήταν στην πλάτη. Κι η ζέστη αφόρητη. Ένιωσε το αίμα να χτυπάει δυνατά στα μηνίγγια του, το χαρτάκι γλίστρησε απ’ το χέρι του. Το αστεράκι της BSA σκοτείνιασε.

”Κι εγώ”.
Έκλεισε αργά τα μάτια, κι ούτε το εκκωφαντικό χτύπημα του φορείου στις άχρωμες πόρτες τον ξύπνησε.

Από τότε που βγήκε απ’ το νοσοκομείο είχε να τη δει τη BSA. Tα είχε απαγορεύσει ο γιατρός όλα. Aπό τηγανητά μέχρι γκάζια. Έθαψε την Εγγλέζα εκεί μέσα και δεν ξανάγγιξε κλειδί. Θα ‘χαν περάσει ίσαμε διακόσια χρόνια. Τόσα τα ‘νιωθε. Ποιος διάολος τον είχε κάνει τώρα να μπει στο υπόστεγο; Σκοτεινές γωνίες της ψυχής και αναθήματα, φτερουγίσματα νεανικά και μυρωδιές βενζίνας, χάδια μεταλλικά και νυχτερινά ουρλιαχτά, τι ήθελε κει πέρα; Ας όψεται η περιέργεια του Νάσου, του πιτσιρικά του γείτονα. Και το σκουριασμένο λουκέτο. Το κράταγε ακόμα στο ένα χέρι, στο άλλο τον φακό. Τον έστρεψε πάνω της και τα μέταλλα γυάλισαν.

“Πώς δηλαδή το περνούσατε το όριο;” ρώτησε ο Νάσος. Ο γέρος χαμογέλασε και τον κοίταξε. 16 χρονών παλικαράκι, έπιανε τη ζωή και την έφερνε τούμπα, την έλυνε στον πάγκο και την έδενε όπως ταίριαζε στον νου του.

-Απλά το περνούσαμε. Ανοίγαμε το γκάζι, ανέβαιναν τα χιλιόμετρα και το περνούσαμε.
-Και τα ηλεκτρονικά; Τα τσιπάκια; Δεν σας κόβανε; Δεν δίνανε σήμα που είστε;
-Μόνο ταμπέλες είχε δεξιά στον δρόμο που σου λέγανε την ταχύτητα. Ταμπέλες βαμμένες με το νούμερο πάνω, πόσο επιτρέπεται να πηγαίνεις. 60. 80. Εσύ αν ήθελες όμως πήγαινες 100, 120, 140. Όσα ήθελες.
-Κι εσύ το έσπαγες;
-Καμιά φορά.
-Μ’ αυτήν;
Ο Γιάννης χάιδεψε τη σέλα.
-Ναι. Μ’ αυτήν.
-Και τι είναι όλο αυτό το μεταλλικό εδώ;
-Μοτέρ.
-Τι “μοτέρ”; Δηλαδή;
-Κινητήρας, από κει παίρνει δύναμη, πώς να στο πω;
-Και φορτίζει πώς;
-Δεν φορτίζει, δεν είναι ηλεκτρικό. Με βενζίνη δουλεύει.
-Βενζίνη; Δεν απαγορεύεται αυτό;
-Ναι. Είναι παλιό, στο είπα.
-Σαν τα βενύλια που έχεις πάνω;
-Βινύλια. Ναι, κάτι τέτοιο. Κάτι τέτοιο. Σαν τα βινύλια.
Ο πιτσιρικάς τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν.
-Να το κάνω μια βόλτα;
-Δεν έχω βενζίνη αγόρι μου, αλλά και να είχα, είναι επικίνδυνο.
-Γιατί;
-Γιατί μπορεί να πέσεις.
-Πώς να πέσω δηλαδή; Στον δρόμο;
-Ναι, στον δρόμο. Και να χτυπήσεις.
-Καλά, κι εσείς πως τα οδηγούσατε; Δεν πέφτατε;
-Εμείς είχαμε μάθει.
-Και δεν πέφτατε ποτέ;
-Πέφταμε, πώς δεν πέφταμε.
-Και δεν χτυπούσατε;
-Ναι, αρκετές φορές. Καμιά φορά άσχημα. Καμιά φορά δεν ξανασηκωνόσουν. Ή σηκωνόσουν μισός. Ειδικά αν έτρεχες πολύ, αν έσπαγες το όριο που έλεγες πριν.
-Τότε γιατί το κάνατε;
Ο Γιάννης πέρασε αργά το χέρι του πάνω στο ντεπόζιτο.
-Γιατί μπορούσαμε.
Ο Νάσος έμεινε λίγη ώρα να τον κοιτάει.
-Μπορούμε να το βάλουμε μπροστά;
Η φωνή του γέρου του έγδαρε τον λαιμό όπως έβγαινε.
-‘Όχι. Όχι, δεν νομίζω να πάρει, όχι. Είναι παλιά, στο είπα.
-Πού έμπαινε η βενζίνη που λες;
-Εδώ μέσα.
-Και δεν μπορούμε να βρούμε;
-Δεν έχει μπαταρία. Άσ’ το, δεν θα πάρει. Είναι πολύ παλιό τώρα για να δουλέψει, όλα εδώ μέσα είναι παλιά, σκουριά είναι μόνο, άσ’ τα.
Έπιασε το στήθος του, ένιωθε ένα ξαφνικό πλάκωμα, δυνατό, σαν να έκλεινε όλη η αποθηκούλα γύρω του, όλα έρχονταν κοντά του, πάνω του, να τον πνίξουν, οι τοίχοι, τα εργαλεία, ο πάγκος, όλα πάνω του σαν τη μέγγενη, η ανάσα του κόπηκε.
-Αυτή είναι η μπαταρία; Αυτό είναι εύκολο, δίνουμε ρεύμα από δω. Τις ξέρω αυτές τις μπαταρίες, είναι παλιές.
-Δεν θα δουλέψει.
Σαν σφύριγμα βγήκε η φωνή του. Τέτοια ώρα έπρεπε να είναι καθισμένος μέσα, στην τριμμένη πολυθρόνα, στην παλιά τηλεόραση με το κανάλι 3 να δείχνει χιονάκι και το σπασμένο κουμπί του καναλιού 7 στο κοντρόλ. Mε τον αντιπαθητικό τύπο των ειδήσεων των 9, τις δήθεν χαριτωμένες ηλίθιες των διαφημίσεων και τη χιλιοειδωμένη ταινία μετά τα μεσάνυχτα. Στις παντόφλες που έχασκαν, στο λερωμένο φλιτζανάκι με τον ελληνικό. Όχι μέσα στο σκοτάδι με όλες αυτές τις θύμησες.
-Από πού παίρνει μπροστά;
Ξαφνιάστηκε ακούγοντας τη φωνή του σαν κάποιου τρίτου. Τη φωνή του όπως ήταν τότε, που βούτηξε μέρα μεσημέρι την Εγγλέζα και-
-Άσ’ το σε μένα.
Έψαξε καλά πίσω από τα κουρέλια. Εκεί ήταν ακόμα στο στεγανό δοχείο.
-Τι είναι; Βενζίνη; Έχεις ακόμα βενζίνη;!
 

Χωρίς να μιλήσει, μετάγγισε κρατώντας την ανάσα του περίπου ένα λίτρο στο ντεπόζιτο, κλείνοντάς το αμέσως σφιχτά. Χωρίς να κυλήσει ούτε σταγόνα. Αφήνοντας την ανάσα του να βγει δυνατά πάτησε τη μανιβέλα. Πρώτα ένας ενοχλητικός ήχος σαν τρίξιμο άρχισε να σκαρφαλώνει τους τοίχους και να τους τρυπάει τ’ αυτιά, δυνάμωσε σε ένα γρούξιμο άγριο, σαν σκυλί που το ξυπνάνε, κύλησε εφτά οκτάβες κάτω σαν να έβγαινε από πηγάδι, θυμωμένος και παλιός σαν τα βινύλια που άρχισαν να παίζουν στο μυαλό του, μέχρι που καταλάγιασε σ’ ένα δυνατό δωδεκάμετρο στακάτο μπάσο.

Χούφτωσε το γκάζι με λαχτάρα, σαν τον πιτσιρίκο που θα τον σταματούσανε απ’ το να βουτήξει τα χέρια στο γλυκό, κι η Εγγλέζα ρούφηξε λαίμαργα τη βενζίνα. Ο Νάσος έγειρε πίσω το κεφάλι και φώναξε κάτι που δεν ακούστηκε, κι άρχισαν κι οι δυο να γελάνε δυνατά χωρίς κανέναν μα κανέναν λόγο. Και τότε το ‘ξερε ότι σε πείσμα του παρουσιαστή των 9, σε πείσμα της τριμμένης πολυθρόνας, σε πείσμα του πόνου στα κόκαλά του και σε πείσμα της κάθε συνταγής γιατρού τρεις-φορές-τη-μέρα, ήθελε να κάνει ακόμα μια βόλτα. Να παίξει για άλλη μια φορά μουσική στην εθνική. Κοίταξε τον πιτσιρικά. “Κράτα γερά και μη φοβάσαι. Πάμε.”

Χάιδεψε γλυκά την Εγγλέζα κι άνοιξε γκάζι αργά, απολαυστικά, μέχρι τέρμα, μέχρι να τρέμει ολόκληρη. Τελικά μερικά πράγματα δεν τα ξεχνάς ποτέ. Όπως τα τραγουδάκια του δημοτικού.
Hey hey ma’, said the way you move, gonna make you sweat, gonna make you groove”…
Έτσι.
Σαν παλιό βινύλιο.
Λύκος
 

#MENOUMESPITIMEMOTO: Touring Queens - Συγκριτικό Super On-Off- Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

Έξι ερωμένες και μία σύζυγος!
13/4/2020

TOURING QUEENS

Έξι ερωμένες και μία σύζυγος!

Έτσι έχουμε συνηθίσει και έτσι θα συνεχίσουμε. Όταν κάνουμε συγκριτικό, δίνει το παρών ολόκληρη η κατηγορία την οποία αφορά η σύγκριση. Έστω και αν πρόκειται για εφτά θηρία τα οποία πρέπει να διανύσουν πάνω από 1.000 χιλιόμετρα, σε όλες τις οδηγικές συνθήκες, ακόμη και αν πρέπει να φτάσουν από την παραλία μέχρι το πέρασμα της Κατάρας μέσα σε χιόνια και ομίχλες. Το συγκριτικό σημαίνει ότι θα οδηγηθούν σε πραγματικές συνθήκες χρήσης, φορτωμένα, με συνεπιβάτη και χωρίς, ακόμη και με τη μουρμούρα που μπορεί να συνεπάγεται αυτό για συχνότερες στάσεις… Αυτό είναι για μας ένα super συγκριτικό, το οποίο ταιριάζει στη κατηγορία των super on-off, κι αυτό είναι που μπορείτε να απολαύσετε στις σελίδες που ακολουθούν. Τύφλα να 'χει το "Μπεν Χουρ"…

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης.

Το V-Strom ήταν παρκαρισμένο δίπλα στο τραπεζάκι, πάνω στο οποίο είχε απλωθεί όλη η εξάρτηση με τα συμπαρομαρτούντα. Πιο δίπλα, στις αντλίες του βενζινάδικου, ένα αυτοκίνητο φορτωμένο μ' ένα μικρό νοικοκυριό γέμιζε το ρεζερβουάρ του, το τελευταίο στάδιο πριν αρχίσουν οι διακοπές. Η κίνηση στην εθνική μέτρια, κι αυτή η παράξενη ησυχία του πρωινού έπαιρνες όρκο ότι θα κρατούσε για πάντα. Ψέμα! Αρκούσε η άφιξη των υπόλοιπων έξι μοτοσυκλετών του συγκριτικού για να γίνει ανάστα ο Κύριος. Τα δικύλινδρα μπουμπούνιζαν, το τρικύλινδρο γρύλιζε κι ο Γκαζής έσκουζε. Άλλο ένα συγκριτικό super on-off ήταν γεγονός, κι ήμασταν ακόμη στην αρχή…

Άπαντες παρόντες! Αδικαιολογήτως απών ουδείς. Όσες μοτοσυκλέτες αποτελούν την κατηγορία των super on-off, είτε προέρχονται από τη μακρινή Ανατολή είτε από τη Γηραιά Ήπειρο, συναντήθηκαν στο προκαθορισμένο ραντεβού λίγο μετά τις Αφίδνες (sic ευρωπαϊκό όνομα, αντί για το… "Κιούρκα"). Η αποστολή κοινή για όλες, όπως και τα βασανιστήρια στα οποία θα έπρεπε να υποβληθούν.

Καλό θα ήταν, λοιπόν, να προηγηθεί μια γνωριμία, ένα who is who με τις μοτοσυκλέτες που θα υπέμεναν αγόγγυστα για τα επόμενα τουλάχιστον 1.000 χιλιόμετρα τις ιδιοτροπίες, τις παραξενιές, τα βίτσια του καθένα από εμάς. Έτσι, για να μπούμε με το δεξί –όχι το γκριπ, αμέσως εσείς, μουρλόγκαζοι!– σε μια άνευ προηγουμένου περιπέτεια.

Aprilia ETV 1000 Caponord: Κακός μπελάς…

Πολύ καλή η προστασία από τον όγκο των πλαστικών του Caponord, το οποίο έχει και εξαιρετική αεροδυναμική αποτελεσματικότητα

 

…αποδείχτηκε το Caponord για την υπόλοιπη κατηγορία, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε πριν από ενάμισι χρόνο περίπου στο προηγούμενο Σαλόνι του Μονάχου. Οι φήμες οργίαζαν καιρό πριν από την εμφάνισή του για την τοποθέτηση του κινητήρα του Mille σε μια on-off κατασκευή, ενώ όταν πρωτοποζάρισε στην έκθεση για το κοινό οι κακεντρεχείς έσπευσαν να κάνουν δηλώσεις για προσπάθειες αντιγραφής των Γιαπωνέζων από τη μεριά των Ιταλών. Μάλλον δεν είχαν προσέξει καλά το πρωτοεμφανιζόμενο στην κατηγορία αλουμινένιο πλαίσιο των δύο δοκών, ούτε το πιρούνι των 50mm – ούτε, βέβαια, είχαν την τύχη να οδηγήσουν και να απολαύσουν το απίστευτο στήσιμο της μοτοσυκλέτας. Φυσικά, ήταν οι ίδιοι που βυθίστηκαν στη σιωπή τους όταν στα ανά τον κόσμο συγκριτικά το Caponord κατακτούσε την κορυφή και έκανε τους υπόλοιπους να τρέχουν (τ. ΜΟΤΟ 257, 267, 269, 275)

BMW R 1150GS: Ο γενάρχης

Εδώ ξεκαθαρίζει το στοίχημα για το τί είναι αυτό που εξέχει πιο πολύ στο R 1150 GS: το τιμόνι ή οι κύλινδροι; Όπως και να έχει, πάντως, ο αναβάτης μένει αρκετά εκτεθειμένος στα βίτσια του αέρα

 

Όσα καρφιά και αν ακούγονται για τον συντηρητισμό και την εμμονή των Βαυαρών στο παρελθόν, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η ύπαρξη της κατηγορίας οφείλεται στη BMW, η οποία την πρωτοδημιούργησε παρουσιάζοντας στο λυκαυγές της δεκαετίας του '80 το πρώτο GS. Από τότε πολλά πράγματα έχουν αλλάξει, μα και πολλά έχουν μείνει ίδια. Όπως, για παράδειγμα, ο κινητήρας Boxer που κυριαρχεί στην αρχιτεκτονική της μοτοσυκλέτας, αλλά από την άλλη μεριά οι κεφαλές είναι τετραβάλβιδες, ενώ από το 1999 προστέθηκαν 50 ακόμη κυβικά στην έκδοση των 1.100 –μέχρι τότε– κυβικών. Αυτό όμως που δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ, όσα χρόνια και αν περάσουν, είναι η φράση που πρωτοακούστηκε μόλις αυτή η παράξενη κατασκευή χωρίς ψαλίδι και χωρίς πιρούνι –τουλάχιστον με τον συμβατικό τρόπο που έχουμε συνηθίσει– έκανε την εμφάνισή της: "Υπάρχουν μοτοσυκλέτες, υπάρχουν και BMW…" (τ. ΜΟΤΟ 223, 228, 242, 267)

Cagiva Navigator 1000: Μια κατηγορία μόνο του

Η πιο μικρή μετωπική επιφάνεια και ο τίτλος της πιο στενής σιλουέτας ανήκουν στο Navigator

 

Το Navigator 1000 ουσιαστικά συνιστά από μόνο του την υπέρβαση που πραγματοποίησε η Cagiva σε δύο επίπεδα. Πρώτον, έχοντας πλέον αποκοπεί από τη Ducati, μετά την εξαγορά της από τους Αμερικάνους, έκανε το βήμα και χρησιμοποίησε έναν κινητήρα προερχόμενο από την Ιαπωνία, ανοίγοντας την πόρτα σε μια συνεργασία με τη Suzuki, συνεργασία η οποία κρατάει μέχρι σήμερα. Από την άλλη μεριά, έκανε την δυναμική της είσοδο στην κατηγορία διαχωρίζοντας εντελώς τη θέση της από τον ανταγωνισμό. Μάλλον θα ήταν πιο δόκιμο να πούμε ότι το Navigator δημιούργησε μια δική του ξεχωριστή κατηγορία, κλίνοντας περισσότερο προς τις αρετές των supermoto παρά προς τα πλούσια ελέη των super on-off. "Πόλεμος και επιδόσεις" είναι το σύνθημά του και… αφήστε τα top-case και τις ντεποζιτούκλες για τους άλλους… (τ. ΜΟΤΟ 242, 267)

Honda XLV 1000 Varadero: Πληθωρικότητα σε υπερθετικό βαθμό

Περισσότερες καμπύλες έχει η σχεδίαση του Varadero, το οποίο δεν αφήνει ούτε εκατοστό από το σώμα του αναβάτη δίχως προστασία

 

Το περίμεναν ως αντικαταστάτη του Africa Twin και τους βγήκε ο μεγάλος αδερφός του Transalp. Το Varadero της Honda διατηρεί σε όλη του την υπόσταση τη σοβαρότητα της οικογενείας, ενώ τονίζει με έμφαση το βάρος που έχει δοθεί στην άνεση. Πετυχημένη εμπορικά η συνταγή του, έδωσε το άλλοθι στους μηχανικούς και τους σχεδιαστές της Big-H να το αφήσουν απαράλλακτο από την πρώτη του εμφάνιση στο Σαλόνι του Μονάχου το 1998, εκτός από την προσθήκη περισσότερων χρωματικών επιλογών, κινούμενων όμως πάντα στη σοβαρότητα της αυστηρής διχρωμίας. Πρόκειται για μια μοτοσυκλέτα που υπόσχεται περιπέτεια, για όσους όμως έχουν συνηθίσει να ταξιδεύουν στην πρώτη θέση. (τ. ΜΟΤΟ 206, 210, 211, 227, 228, 242, 267)

Suzuki DL 1000 V-Strom: Νέα ήθη

Πιο στενό απ' ό,τι περίμενε κανείς είναι το V-Strom, το οποίο σηκώνει κουβέντα μόνο για την ελλιπή προστασία που παρέχει η κοντή ζελατίνα

 

Στην περίπτωση του V-Strom δεν μπορούμε να μιλήσουμε ούτε για προϊστορία ούτε για προγόνους. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι πως όλο αυτό το διάστημα οι τεχνικοί του Hamamatsu έκαναν ουσιαστική δουλειά και δεν βιάστηκαν καθόλου, προκειμένου να παρουσιάσουν ένα όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένο σύνολο. Δεν συμβιβάστηκαν με τίποτε λιγότερο από το καλύτερο, κι ένα απτό παράδειγμα αυτής της φιλοσοφίας είναι η τοποθέτηση αλουμινένιου πλαισίου, αλλά και του συστήματος του ψεκασμού από το GSX-R 1000. Με τέτοιες κινήσεις, οι άνθρωποι της Suzuki, δεν αντιμετωπίζουν καμία δυσκολία στο να φιλοδοξούν, ξεκάθαρα πλέον, να γίνει το V-Strom χαλίφης στη θέση του χαλίφη. (τ. ΜΟΤΟ 278)

Triumph Tiger 955i: Το τσάι των 17:00

Παρά το κοντό ύψος της, η ζελατίνα του Tiger διαθέτει τέτοια σχεδίαση ώστε να διώχνει τον αέρα αρκετά ψηλά, και μόνο αναβάτες με ύψος άνω του μετρίου θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα

 

Η μοναδική τρικύλινδρη μοτοσυκλέτα του συγκριτικού σέρνει πίσω της μια από τις πλουσιότερες ιστορίες και παράδοση που ριζώνει στα τέλη του προ-προηγούμενου αιώνα, ενώ το γενεαλογικό δέντρο του Tiger ξεκινά κάπου στο 1993, όπου η Triumph αποφασίζει να αντιμετωπίσει στα ίσα τον ανταγωνισμό. Από τότε χρειάστηκε να περάσουν έξι χρόνια για να περάσουν στη δεύτερη γενιά των αιλουροειδών, όπου πλέον ο ψεκασμός κάνει την εμφάνισή του, ενώ χρειάστηκε μόλις το ένα τρίτο αυτού του διαστήματος για να παρουσιαστεί η τρίτη γενιά των Tiger, με έμφαση στη βελτίωση της ποιότητας. Και εν προκειμένω, έχουμε δωρητή… κινητήρα από supersport της εταιρείας –το Daytona–, ενώ η περίπτωση αποτελεί μία από τις ελάχιστες όπου η σχεδίαση σνομπάρισε επιδεικτικά την πεπατημένη των εξ Ανατολών ανταγωνιστών. (τ. ΜΟΤΟ 272)

Yamaha TDM 900: Άλλο πράγμα

Αν και φούσκωσαν ελαφρώς τα πλαστικά του ρεζερβουάρ στο TDM, η προστασία από τον αέρα που παρέχει στον αναβάτη του εξακολουθεί να είναι θέμα προς συζήτηση

 

Πιο on από τις υπόλοιπες on-off, η πρόταση της Yamaha παραμένει πιστή στον δρόμο που χάραξε η πρώτη TDM 850, που παρουσιάστηκε ακριβώς πριν μια δεκαετία. Βρίσκοντας σιγά-σιγά μιμητές της φιλοσοφίας της, με τον καιρό η σχεδίαση του Jean-Claude Olivier επιβεβαιώνεται όλο και περισσότερο. Φέτος ήρθε το πλήρωμα του χρόνου όχι μόνο για τη δεύτερη ουσιαστική της ανανέωση, αλλά και για την αύξηση του κυβισμού, που ανεβαίνει πλέον στα 900 κυβικά. Η ανανέωση αυτή σημαίνει σημαντική μείωση του βάρους, αλλά και αναβάθμιση στο ευαίσθητο σημείο της μοτοσυκλέτας, τις αναρτήσεις. Όπως και να 'χει πάντως, το TDM ήταν, είναι, και θα είναι ο πρώτος εκπρόσωπος της κατηγορίας που διαχωρίζει τίμια και ξεκάθαρα τη θέση του αναφορικά με το ποιο τερέν είναι αυτό που του ταιριάζει καλύτερα. (τ. ΜΟΤΟ 273, 277)

Από μια οδοντόβουρτσα μέχρι ένα αυθαίρετο

Το να συμμετέχει ένα μικρό καραβάνι σε ένα τέτοιο συγκριτικό είναι ό,τι καλύτερο για προσομοίωση των πραγματικών συνθηκών. Μέσα σ' αυτό το πολύβουο (α ρε Γκαζή…) χαρμάνι ανθρώπων υπάρχει ένα ασφαλές στατιστικό δείγμα των υποψήφιων αγοραστών της κατηγορίας. Από ανθρώπους που αρκούνται σε μια οδοντόβουρτσα και μια μπλούζα ως τις μοναδικές τους αποσκευές, μέχρι αυτούς που σιχτιρίζουν γιατί μέσα στα τρία(!) σακ-βουαγιάζ ξέχασαν να πάρουν μαζί το φορητό DVD. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι πως όλοι αυτοί θα πρέπει να βολέψουν όλη την πραμάτειά τους σε όλες τις μοοσυκλέτες, είτε τους αντιστοιχούν μόλις μερικά εκατοστά αλουμινίου είτε ένα… μικρό οικόπεδο.

Ίδια και απαράλλαχτα τα όργανα του Navigator από την πρώτη του εμφάνιση, παραμένουν πλήρη αλλά όχι και τόσο ευανάγνωστα, λόγω των μικροσκοπικών ψηφίων

 

Το R 1150 GS, πάντως, δεν ανήκει στην τελευταία κατηγορία. Η υποτυπώδης σχαρίτσα (στο μέγεθος ενός Filofax) δεν αρκεί ούτε για ένα γεμάτο γυναικείο νεσεσέρ. Εάν αφαιρεθεί η σέλα του συνεπιβάτη, βέβαια, αποκαλύπτεται ένας υπεραρκετός χώρος φόρτωσης, αλλά χωρίς συνεπιβάτη υπάρχει και ο χώρος της σέλας, σε όλες τις μοτοσυκλέτες, που προσφέρεται για καταπάτηση.

Το TDM απέκτησε περισσότερες ψηφιακές ενδείξεις, πλησιάζοντας περισσότερο τα πρότυπα των street

 

Ομοίως το Navigator, ίσα που προσφέρει ένα μικρό άλλοθι πάνω από τα πλαστικά της ουράς για την τοποθέτηση μιας μικρής σε όγκο αποσκευής, ενώ στο μοντέλο του 2002 –αυτό που μας παραχώρησε η αντιπροσωπεία ήταν μοντέλο του 2000– ο ανορθωτής που φώλιαζε κάτω από αυτό το πλαστικό εν είδει σχάρας, μετακόμισε κάτω από τα πλαστικά της ουράς.

Γερμανική αυστηρότητα και στη σχεδίαση των οργάνων του GS, που, παρ' όλα αυτά, δεν υπολείπονται σε πληροφόρηση

 

Για το TDM, αντιθέτως, τα πράγματα έχουν βελτιωθεί δραστικά, καθώς οι δύο πλαστικές χειρολαβές με την αεροτομή που έπαιζαν τον υποτυπώδη ρόλο της σχάρας, έδωσαν τη θέση τους σε μια πιο καλοσχεδιασμένη κατασκευή, η οποία διαθέτει περισσότερο χώρο αλλά και καλύτερη στήριξη, ώστε να μπορούν να φορτωθούν περισσότερα πράγματα από μια ελαφριά σακούλα σούπερ μάρκετ…

Στον αντίποδα όλων αυτών, και κοντύτερα στην παραδοσιακή σχεδίαση, είναι η εγγλέζικη άποψη περί φορτώματος. Οι Βρετανοί σχεδιαστές βασίζονται στην τακτικότητα και την προσωπική οργάνωση του ιδιοκτήτη του Tiger προσφέροντας ως μοναδική επιλογή τη σιδερένια, ευρύχωρη σχάρα, καθώς η τοποθέτηση βαλιτσών ή πλαϊνών σαμαριών σημαίνει πως θα πρέπει να εξέχουν υπερβολικά από τη δεξιά πλευρά, λόγω του τελικού της εξάτμισης.

Στο Varadero, όπου η άνεση ήταν το κύριο μέλημα των σχεδιαστών, υπάρχει άπλετος ωφέλιμος χώρος, αντιολισθητικά λάστιχα, γαντζάκια για στήριξη των χταποδιών και ροοστάτης για σταθερή θερμοκρασία αποσκευών (ε, όχι… υπερβάλλουμε).

Το… Galactica του Caponord είναι απόλαυση το βράδυ, όπου τα υπερπλήρη όργανα κλέβουν την παράσταση με τον διαστημικό μπλε φωτισμό τους

 

Η άνεση, πάντως, κινείται σχεδόν στα ίδια επίπεδα και στο Caponord, αφού και εδώ, όπως στο R 1150 GS, αφαιρείται και η σέλα του συνεπιβάτη, για να αποκαλυφθεί ένας επίπεδος χώρος –προέκταση της σχάρας, ουσιαστικά– και να αποκτήσει το δικύλινδρο της Aprilia καρότσα! Διαθέτοντας άνεση χώρου με καλή στήριξη, το Caponord χώρεσε χωρίς πρόβλημα όλο το μπουντουάρ του Λεκόπουλου, το οποίο ήταν μοιρασμένο σε δύο τεράστια σακ-βουαγιάζ.

Λιτά αλλά ευανάγνωστα, τα όργανα του Varadero χρήζουν ανανέωσης, έστω και αν προσπαθούν να περάσουν ένα πιο σοβαρό προφίλ

 

Η πραγματική όμως ευτυχία όλων όσων έχουν συνηθίσει να ταξιδεύουν με πλήρη οικοσυσκευή μαζί τους, είναι το V-Strom. Διαθέτοντας μεγάλη σχάρα, με μεγάλη αντιολισθητική επιφάνεια στο εσωτερικό της, είναι η μοναδική περίπτωση όπου στις οδηγίες του εργοστασίου αναγράφεται επάνω στη μοτοσυκλέτα ένα φυσιολογικό νούμερο κιλών, αντίο στα αστεία "3kg" ή "5kg" –στην καλύτερη περίπτωση– που αναγράφονται συνήθως. Δέκα ολόκληρα κιλά δηλώνει το V-Strom πως μπορεί να κουβαλήσει, αλλά και να τα χωρέσει χωρίς τον παραμικρό προβληματισμό. Τύφλα να 'χουν τα στέισιον βάγκον!

Φάλαινες σε γυάλα

Ποιος είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να ακούσεις εν χορώ μπινελίκια των συναδέλφων σου, ως project leader του συγκεκριμένου συγκριτικού; Μα, φυσικά, αφού τους έχεις τάξει ταξίδι σε μέρη παραδεισένια και μακρινά, να τους περάσεις πρώτα μια βολτίτσα μέσα από το κέντρο της πόλης. Μιας πόλης που ζει στον ρυθμό της φυγής, κι ο πάσα ένας πικραμένος είναι κονσερβοποιημένος μέσα στη λαμαρίνα, περιμένοντας στωικά το επόμενο μισάωρο για να κινηθεί πέντε μέτρα. Κι όλα αυτά, βέβαια, αφού τους έχεις ανεβάσει όλους στα διόδια και τους τραβάς από την πηγή λίγο πριν ανοίξεις τη βρύση. Αλλά τί να κάνουμε, ένα τεστ πρέπει να τα περιλαμβάνει όλα.

Με αυτοκινητάδικη αισθητική, τα όργανα του V-Strom είναι από τα λίγα που φέρουν μια πρωτοτυπία στο χώρο

 

Ακόμη κι αν ο Αντρέας με το BMW έπρεπε μονίμως να ακολουθεί ως ουραγός του κονβόι, μποτιλιαρισμένος ανάμεσα στα αυτοκίνητα, προσέχοντας να μην αφήσει το λογότυπο της BMW πάνω στις παρακείμενες πόρτες. Όσο το GS έχει χώρο να κινηθεί, δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει σπουδαία προβλήματα πέραν του απότομου ψεκασμού και της σκληρής γκαζιέρας. Μόλις όμως τα όρια στενέψουν,  τότε είναι που αρχίζουν τα δύσκολα, καθώς σε κάθε απότομο ελιγμό οι κυλινδροκεφαλές σημαδεύουν προφυλακτήρες…

Τα μοναδικά λευκά όργανα του συγκριτικού ανήκουν στο Tiger. Ακόμη κι εδώ, οι Άγγλοι κατάφεραν να ξεχωρίσουν με έναν ομολογουμένως καλαίσθητο τρόπο

 

Το ίδιο πρόβλημα, μετατοπισμένο μερικά εκατοστά ψηλότερα –και όχι από τους κυλίνδρους, αλλά από τα πρησμένα πλαστικά του– αντιμετωπίζει το Varadero. Αν και η κατανομή του βάρους και η συγκέντρωση των μαζών χαμηλά βοηθούν στο να ισοσταθμιστεί κάπως το πρόβλημα του όγκου, παρ' όλα αυτά οι νόμοι της Φυσικής δεν αλλάζουν, και ένας ελέφαντας δεν πρόκειται ποτέ να περάσει από το κεφάλι μιας βελόνας.

Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει για έναν τίγρη – και, πιο συγκεκριμένα, για τον Τίγρη της Triumph, του οποίου η στενή σιλουέτα και το μεγάλο ύψος του τιμονιού τού επιτρέπουν κινήσεις και ευελιξία αντιστρόφως ανάλογες με το μέγεθός του. Σημαντική βοήθεια στην άμεση αποφυγή εμποδίων και στις γρήγορες εναλλαγές κλίσεων με μικρή ταχύτητα είναι ο ψηλός τρικύλινδρος κινητήρας, που ανεβάζει το κέντρο βάρους ψηλά και βοηθά τα μάλα. Όχι όμως και το πιρούνι με την πολύ μεγάλη διαδρομή και τις αργές αποσβέσεις, το οποίο υστερεί στην ακριβή πληροφόρηση σχετικά με την πίεση που δέχεται και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο μπροστινός τροχός.

Βολική και όρθια η θέση οδήγησης του V-Strom, παρέχει άνεση για τον αναβάτη και σωστή στήριξη για τον συνεπιβάτη

 

Το V-Strom, από την άλλη μεριά, έχει συμμάχους το χαμηλό του ύψος και το άριστο ζύγισμα του κινητήρα, διαθέτοντας συμπεριφορά που θυμίζει περισσότερο street μοτοσυκλέτα παρά κάποιο μεγάλο on-off. Η θέση οδήγησης είναι περισσότερο κοντά στο τιμόνι, φορτίζοντας παραπάνω τον μπροστινό τροχό, ενώ το στενό του πλάτος αφήνει τον απαραίτητο χώρο για ελιγμούς – αν τυχόν, βέβαια, και προλάβει καμιά τρύπα κενή, πριν τη γεμίσει ο όγκος του Caponord. Το δικύλινδρο της Aprilia, όσο μεγάλο φαίνεται πριν ανέβεις στη σέλα του, τόσο λεπτεπίλεπτο και θετικό γίνεται μόλις τσουλήσει τους τροχούς του στην άσφαλτο. Τιμόνι και καθρέφτες βρίσκονται… στο διάστημα, και η προθυμία του να πλαγιάσει και να αλλάξει κλίσεις ξεπερνά ακόμη και την ίδια την πρόθεση του αναβάτη. Ακόμη ο Θεοδωράκης αναρωτιέται αν αυτός ήταν που οδηγούσε το Caponord ή το Caponord αυτόν!

Μεζονέτα η σέλα του V-Strom, είναι αρκετά άνετη, αλλά τοποθετεί τον αναβάτη και συνεπιβάτη σε διαφορετικά επίπεδα

 

Όσο κι αν παλεύουν τα θηρία όμως, το μόνο που θα καταφέρουν είναι να μείνουν θεατές στον πόλεμο της σφήνας μεταξύ του TDM και του Navigator. Στενό, χαμηλό και ευέλικτο, το δικύλινδρο εν σειρά της Yamaha, προσπαθεί με νύχια και… με γκάζια να αντιμετωπίσει τη supermoto φιλοσοφία και τον δυνατότερο κινητήρα στο συγκριτικό του Navigator. Αυτό το τελευταίο είναι και το μεγάλο προσόν του Cagiva απέναντι στον ανταγωνιστή της Yamaha. Έχοντας καβαλήσει τη μοτοσυκλέτα στο σβέρκο, ο αναβάτης έχει τον απόλυτο έλεγχο του μπροστινού και όσους από τους 98 ίππους χρειαστεί για να ξεμπλοκαριστεί από το μποτιλιάρισμα. Το TDM υστερεί λόγω του ελαφρώς πιο αργόστροφου κινητήρα, αλλά ποτέ η μεταξύ τους διαφορά δεν πρόκειται να ξεπεράσει το μέγεθος ενός τροχού.

Πιο ανοιχτά  τα χέρια του αναβάτη του TDM σε σχέση με το προηγούμενο και πιο βολική η σέλα για αναβάτη - συνεπιβάτη

 

Το βασίλειο των διοδίων

Ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα που συνεπάγεται μια μεγάλη παρέα κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού, συγκαταλέγεται και το ότι η εθνική δεν είναι τόσο δραματικά βαρετή. Όλο και κάποιος θα σκεφτεί να κάνει μια βλακεία, πάντα θα βρεθεί κάποιος που θα προκαλέσει τους άλλους να δοκιμάσουν τις φυσικές, αλλά και τις ψυχικές τους ικανότητες για τέρμα γκάζι. Έτσι, για να τζογάρουμε και λίγο με τα ραντάρ της Τροχαίας, τα οποία βγαίνουν παγανιά για να γεμίζουν τα μπλοκάκια των τροχονόμων.

Βελτιωμένη η σέλα του TDM 900, με περισσότερο αφρώδες, μεταχειρίζεται πιο ευγενικά πλέον τα μαλακά μόρια των επιβαινόντων

 

Από την άλλη μεριά, είναι πολύ ενδιαφέρον να παρατηρείς και τις αντιδράσεις όλων των υπόλοιπων αναβατών σε σχέση με τις μοτοσυκλέτες, στα βαρετά αυτά χιλιόμετρα. Όπως, για παράδειγμα, τον Χριστογιάννη – Γκρισίνο πάνω στη σέλα του TDM να τρώει το ξύλο της χρονιάς του από τον αέρα μέχρι τη Λαμία, αφού η κοντή ζελατίνα του Yamaha δεν μπορεί να προσφέρει ικανοποιητική κάλυψη από τον αέρα. Τα χιλιόμετρα μαζεύονται γρήγορα, κι η βελούδινη λειτουργία του δικύλινδρου εν σειρά, σε συνδυασμό με την αυξημένη ροπή η οποία είναι απλωμένη σε όλο το φάσμα των στροφών, κρύβει πολύ καλά από τον αναβάτη της μοτοσυκλέτας τον ρυθμό αύξησης της ταχύτητας, κι ο αέρας είναι η μοναδική υπενθύμιση.

Αναβάτης και συνεπιβάτης είναι πολύ κοντά πάνω στο Navigator, όπου έχει δοθεί ιδιαίτερη σημασία στον έλεγχο που προσφέρει η σχεδόν SM θέση οδήγησης

 

Αν όμως η λύσσα έχει κυριεύσει τον αναβάτη του (πού να δείτε τον Χριστογιάννη με αφρούς…) και βάλει κάτω το κεφάλι, μια ανάσα πάνω από τα όργανα, θα δει το σταμάτημα των αριθμών στο κοντέρ κοντά στα 225 χ.α.ώ. την ίδια στιγμή που όλοι οι υπόλοιποι ανταγωνιστές –πλην του GS– θα απομακρύνονται αργά και σταθερά. Η αλήθεια είναι ότι το TDM αδικείται λόγω του μικρότερου κυβισμού του, και μόλις 10 ίπποι είναι η απόσταση που το χωρίζει από τους υπόλοιπους για να διεκδικήσει υψηλές μουγιέν. Στην επιτάχυνση, όμως, το μικρό του βάρος συντελεί στις καλές επιδόσεις, κάτι που δεν συμβαίνει με το εξίσου "αδύναμο" R 1150GS. Του δικύλινδρου Boxer, και η δύναμη τού λείπει και τα κιλά τού περισσεύουν, και μόνο στον τομέα της προστασίας από τον αέρα καταφέρνει να ανεβεί ένα σκαλί ψηλότερα από το TDM. Όσο αισθητή είναι η γραμμικότητα και προοδευτικότητα στην κατανομή της δύναμης, άλλο τόσο αισθητή είναι και η ανάγκη για περισσότερη διάρκεια ψηλά.

Σπαρτιάτικη η σέλα του Navigator, με μικρές αποστάσεις και λεπτό αφρώδες, οπότε επέρχονται σχετικά γρήγορα και τα πιασίματα των...οπισθίων

 

Κάτι που σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να απασχολεί τον αναβάτη του Varadero. Το Honda δεν βάζει φωτιά στην άσφαλτο, αλλά έχει την ικανότητα ώστε και τη δύναμη ψηλά να κρατάει και καλές επιταχύνσεις να έχει, χάρη στο σχετικά κοντό γρανάζωμά του, αλλά και τον αέρα να κρατά μακριά από τους επιβαίνοντες. Η προστασία που παρέχει το Varadero είναι μακράν η καλύτερη του συγκριτικού, καθώς η πανύψηλη ζελατίνα είναι ένα προπύργιο το οποίο ποτέ δεν πρόκειται να νικήσουν τα μποφόρ. Το μπλοκάρισμα των στροβιλισμού είναι τέτοιο που ακόμη και με ταχύτητες κοντά στην τελική των 209 πραγματικών χ.α.ώ. μπορείς να ακούς το μπάσο τραγούδι των εξατμίσεων.

Στο Caponord ο συνεπιβάτης κάθεται λίγο ψηλότερα, έχοντας όμως καλή στήριξη, ενώ οι γονίες των άκρων του αναβάτη είναι απόλυτα φυσιολογικές

 

Αντιθέτως, πάνω στη σέλα του Caponord ακούγεται μάλλον περισσότερο το κροτάλισμα του ιταλικού δικύλινδρου παρά ο ήχος των τελικών. Με πολύ καλά αποτελέσματα όσον αφορά την προστασία από τον αέρα, δίχως όμως να φτάνει την παροιμιώδη ικανότητα του Varadero, ο αναβάτης του Caponord μένει απερίσπαστος να απολαμβάνει την έκρηξη της ροπής σε κάθε άνοιγμα του γκαζιού. Το ETV 1000 έχει κληρονομήσει μεγάλο μέρος από την αίσθηση του κινητήρα του Mille και μεταφέρει την ψευδαίσθηση ότι διαθέτει τουλάχιστον μισή ντουζίνα ίππους παραπάνω από το Varadero. Σ' αυτό βοηθά και το μακρύτερο γρανάζωμα, που επιτυγχάνει και τη μεγαλύτερη τελική, αλλά και η έμφαση που έδωσαν οι μηχανικοί της Aprilia στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα, σ' ό,τι αφορά την κατανομή της δύναμης.

Ξεχωριστές οι σέλες του αναβάτη και του συνεπιβάτη στο Caponord, προσφέρουν και μια πολύ υψηλού επιπέδου άνεση

 

Στη γραμμική απόδοση πόνταραν και οι άνθρωποι της Suzuki στην περίπτωση του V-Strom, το οποίο μαζί με το Navigator αποτελούν δύο πολύ ενδιαφέρουσες παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα. Έχοντας ως κοινό παρονομαστή τον κινητήρα του TL-S, το DL 1000 έχει πλήθος αλλαγών και διαφορετικών ρυθμίσεων ώστε να αποκτήσει έναν πιο πολιτισμένο χαρακτήρα, μεγαλύτερο εύρος αξιοποιήσιμης δύναμης και καλύτερη παροχή της ροπής στις χαμηλομεσαίες. Αντιθέτως, στο Navigator οι Ιταλοί διατήρησαν την πιο τραχιά –αν μπορούμε καταχρηστικά να χρησιμοποιήσουμε αυτή την έκφραση– προσωπικότητα, τονίζοντας την υπεροχή του σε απόλυτα νούμερα. Εκεί βασίζεται κι ολόκληρη η προσωπικότητα του Navigator. Έννοιες όπως "άνεση", "χρηστικότητα" και "λειτουργική σχεδίαση" είναι εντελώς ασύμβατες με το πολεμικό προφίλ του Navigator, πάνω στο οποίο τα πάντα είναι σχεδιασμένα και προσανατολισμένα προς τα εκεί. Από τη θέση οδήγησης, μέχρι τις "τουριστικές" ανέσεις που... δεν υπάρχουν, όλα συνηγορούν υπέρ της supermoto νοοτροπίας.

Το μέγεθος και οι αποστάσεις του R1150GS το κάνουν ακατάλληλο για μικρόσωμους αναβάτες, ενώ ο συνεπιβάτης κάθεται μεν αναπαυτικά, αλλά μακριά...

 

Πέρα και μακριά από τις δικύλινδρες αψιμαχίες, το τρικύλινδρο της παρέας διαφοροποιείται εμφανώς, χωρίς όμως να μένει έξω από το παιχνίδι. Πολύ πιο γραμμικό και με απόδοση που θυμίζει περισσότερο street μοτοσυκλέτα, το Tiger διαθέτει έναν από τους πιο τουριστικούς κινητήρες. Η διάρκεια ψηλά είναι το μεγάλο προσόν του, η δε άνετη θέση οδήγησης, με τη ζελατίνα να προστατεύει αρκετά ικανοποιητικά, βοηθά στο να το αξιοποιήσει ο αναβάτης του πλήρως.

Οι Γερμανοί ξέρουν πώς να φτιάχνουν άνετες σέλες. Το BMW, χωρίς να εντυπωσιάζει οπτικά, διαθέτει εργονομικά σχεδιασμένη σέλα

 

Μεγάλα παιχνίδια για μεγάλα παιδιά

Συνέβη στο Δομοκό, συνέβη και μετά το πέρασμα της Κατάρας. Το ίδιο έγινε στο Θέρμο, το ίδιο και μετά την Αμφιλοχία. Κάθε φορά που ο Γκαζής ήταν πάνω στο Navigator, με κοίταζε με νόημα και αλλάζαμε mode. Εφτά μοτοσυκλέτες με εφτά μισότρελους αναβάτες έμπαιναν στην πρίζα και έβγαιναν μόνο όταν το λαμπάκι της υπερφόρτωσης –στη συγκεκριμένη περίπτωση το λαμπάκι της ρεζέρβας– άναβε προειδοποιητικά για να μας ηρεμήσει. Και κάθε φορά που σταματούσαμε, όποιος κι αν οδηγούσε το δικύλινδρο της Cagiva έλεγε το ίδιο πράγμα: "Δεν φταίω εγώ. Αυτό με παρακαλούσε να του πιω το αίμα..." Τους πίστεψα όλους, γιατί το ίδιο έπαθα κι εγώ. Το Navigator είναι φτιαγμένο για "αλητείες". Είναι ένα χιλιάρι motard. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το ότι φοράει τα πιο ασφάλτινα ελαστικά του συγκριτικού. Ούτε είναι τυχαίο το ότι κάθεσαι πάνω από τον μπροστινό τροχό. Ούτε επίσης το ότι αν το ζορίσεις στην έξοδο με δευτέρα το πιο πιθανό είναι να σουζάρεις α λα "παγκόσμιος". Η απίθανα γρήγορη γεωμετρία του και η εκρηκτική απόδοση του κινητήρα συνεργάζονται άψογα με το πιο στιβαρό σύνολο πλαισίου – αναρτήσεων για έναν και μόνο σκοπό: τη διασκέδαση.

Σχετικά ψηλά το τιμόνι του Tiger και χαμηλά τοποθετημένα τα μαρσπιέ, ενώ ο συνεπιβάτης αναγκάζεται να λυγίσει παραπάνω τα γόνατά του

 

Μια διασκέδαση που, όσο το στροφιλίκι παραμένει σφιχτό και δεν υπάρχουν απλωτές καμπές με εισόδους πάνω από τα 150 χ.α.ώ., μπορεί να τη μοιραστεί με το TDM. Το δικύλινδρο της Yamaha χρειάστηκε 10 χρόνια για να θεραπεύσει το σημείο που πόναγε, με την τοποθέτηση αμορτισέρ από τη γενιά των R1, αλλά και φρένα με την ίδια καταγωγή. Με το TDM δεν στρίβεις, απλώς το πετάς μέσα στη στροφή κι ανοίγεις το γκάζι μέχρι το στοπ του στην έξοδο. Το TDM μπορείς να το οδηγήσεις όπως κι ένα καθαρά street μηχανάκι, βάζοντας τον μπροστινό τροχό μέσα στη στροφή, μένοντας ήσυχος πως και ο πίσω θα ακολουθήσει ακριβώς την ίδια τροχιά. Το μόνο πρόβλημα είναι οι παρατεταμένες, γρήγορες, ανοιχτές στροφές, όπου εκεί και μόνο γίνεται αντιληπτή –συγκριτικά πάντα– η έλλειψη δύναμης ψηλά.

Αρχοντική η σέλα του Tiger, δεν αφήνει περιθώρια για παράπονα είτε από τη μεριά του αναβάτη είτε του συνεπιβάτη

 

Αν όμως οι συμπεριφορές των δύο αυτών μοτοσυκλετών είναι αναμενόμενες ήδη από την οπτική επαφή μαζί τους, δεν συμβαίνει το ίδιο με το Caponord, το οποίο αποτελεί –για όσους το οδήγησαν πρώτη φορά– μια πραγματική αποκάλυψη. Το πανύψηλο θηρίο δεν διστάζει να ξαπλώσει τον όγκο του στο εσωτερικό της στροφής με τέτοια ευκολία που αρχικά τρομάζει. Μόλις όμως αποκτήσεις εμπιστοσύνη στο εξαιρετικά άκαμπτο πλαίσιο και στο πιρούνι των 50mm με τις άριστες αποσβέσεις, τότε είναι που οι άλλοι θα τρομάζουν με αυτό που βλέπουν. Από τη στιγμή που το ETV θα βρεθεί υπό κλίση, τίποτε δεν πρόκειται να το κλονίσει (για δες που κάνει και ρίμα…), ενώ είναι θέμα μιας απειροελάχιστης πίεσης στο μοχλό του τιμονιού για να βρεθεί στην ίδια κατάσταση αλλά… από την άλλη μεριά. Τελικά, μάλλον οι σχέσεις του Caponord με το Mille είναι πολύ στενότερες απ' ό,τι μαρτυρεί απλώς η καταγωγή του κινητήρα. Το μόνο που προβληματίζει είναι η έλλειψη δύναμης των φρένων, κάτι που οφείλεται αποκλειστικά στις αντλίες τους.

Πολυθρόνα για δύο το Varadero, που κρατάει τους επιβαίνοντες σε υψηλά επίπεδα άνεσης

 

Στο V-Strom, από την άλλη μεριά, το μόνο που θα προβληματίσει είναι η πτώση της απόδοσης του πίσω αμορτισέρ όταν η λύσσα και η πίεση ξεπεράσουν τα επιτρεπτά όρια. Τότε μόνο, ελάχιστες ελαστικότητες θα περάσουν στο κατά τα άλλα στιβαρό πλαίσιο, αντιμετωπίζοντας όμως τα ντριφταρίσματα του πίσω τροχού με απόλυτο έλεγχο. Η δύναμη αρκεί και με το παραπάνω για να ξεκολλήσει η μοτοσυκλέτα από στροφή σε στροφή, ενώ στις γρήγορες εναλλαγές κλίσεων η δύναμη που απαιτείται και η μετατόπιση του σώματος προς το εσωτερικό της στροφής είναι λίγο μεγαλύτερες απ' ό,τι στο Caponord.

Αυτό το ποσοστό της προσπάθειας μεγαλώνει ακόμη λίγο περισσότερο όταν βρεθεί κανείς στη σέλα του Varadero. Οι αντιδράσεις της μοτοσυκλέτας είναι θετικές, αλλά τα όρια για τις κλίσεις και τα περιθώρια απορρόφησης των ανωμαλιών ή του απότομου ανοίγματος του γκαζιού μπαίνουν πολύ νωρίτερα απ' ό,τι στους προαναφερθέντες ανταγωνιστές.

Αυτό είναι το υπόδειγμα και ανήκει στο Varadero. Οι υπόλοιποι μπορούν να μιμηθούν...

 

Ακόμη και η φλεγματική βρετανική άποψη του Τίγρη κάνει τη ζωή του αναβάτη του πιο εύκολη από αυτή του Varadero. Τρανό παράδειγμα είναι το ότι η μοναδική φορά που το Triumph δεν ακολούθησε από κοντά το τρενάκι του τρόμου, ήταν όταν έπεσε από τα μπαγκάζια το αδιάβροχο του Λεκόπουλου, λίγο μετά το Μέτσοβο, και αναγκάστηκε να γυρίσει για να το μαζέψει. Η καλύτερη ευκαιρία για να τονίσουμε ότι ποτέ δεν απλώνουμε μπουγάδα όταν πρόκειται να "κυνηγηθούμε" με συναδέλφους. Αλλιώς, θα πρέπει να επιστρατευτούν και οι 88 ίπποι που κατεβαίνουν στον τροχό και να γείρει το σώμα λίγο πιο μπροστά, όχι μόνο για να βάλεις το κεφάλι κάτω, αλλά και για να φορτιστεί ακόμη περισσότερο ο μπροστινός τροχός, καθώς η μεγάλη διαδρομή του πιρουνιού καθυστερεί την πληροφόρηση σχετικά με το τί συμβαίνει εκεί μπροστά. Το υπόλοιπο σύνολο είναι πολύ καλά ζυγισμένο και η συνεργασία κινητήρα – πλαισίου – αμορτισέρ δίνει πολλά περιθώρια για να μαυρίσει όλο το πέλμα του πίσω ελαστικού.

Αντιθέτως, στο GS αρέσουν οι πιο ήρεμες extreme καταστάσεις, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό το σχήμα. Το δικύλινδρο Boxer μπορεί να εντυπωσιάσει με τις κλίσεις του και με το πόσο κοντά στην άσφαλτο μπορεί να φέρει την κυλινδροκεφαλή, αλλά αν του ζητηθεί να εκτελέσει γρήγορες εναλλαγές με χαστούκια, τότε μάλλον θέλει χαστούκια αυτός που του το ζήτησε. Το χαμηλό κέντρο βάρους δεν είναι ό,τι καλύτερο για τις απότομες αλλαγές, αλλά είναι η καλύτερη εγγύηση ότι το GS θα μείνει πιστό στην αρχική γραμμή. Αν, τώρα, αυτή είναι λάθος… καλό θα είναι να μην γίνουν απόπειρες διόρθωσης με απότομα κατεβάσματα, γιατί ο άξονας θα πάθει λόξυγγα, ενώ χρειάζεται προσοχή στα φρεναρίσματα της τελευταίας στιγμής λόγω του ότι το Telelever έχει έναν ξεχωριστό κώδικα επικοινωνίας με τον αναβάτη.

Πριν αλέκτορα φωνήσαι, τρις…

…θα έχουμε αρνηθεί τα πάντα στους τροχαίους που θα μας έχουν σταματήσει. Αυτή ήταν η συμφωνία μας σε περίπτωση που θα πέφταμε στα δίχτυα του Νόμου. Θα αρνούμασταν ότι εμείς ήμασταν αυτοί που τρόμαζαν τις νταλίκες στην Κατάρα, ξεπροβάλλοντας μέσα από την ομίχλη σουζάροντας. Δεν θα παραδεχόμασταν ποτέ ότι εμείς χαλάσαμε την άσφαλτο στην Ανάληψη λίγο πριν την Ναύπακτο, ξηλώνοντας κομμάτια της με τα μαρσπιέ μας. Ούτε υπήρχε περίπτωση να δεχθούμε να μας καταλογίσουν το ότι διώξαμε τους φιλήσυχους τουρίστες από τα Μετέωρα με τα burn-out, με τα κυνηγητά λίγο πριν τη μονή του Αγίου Στεφάνου και τις στριγγλιές του Γκαζή κάθε φορά που έβλεπε τον Χριστογιάννη να του κάνει πλάκα στα στροφιλίκια πάνω στο TDM. Ευτυχώς, τίποτε απ' όλα αυτά δεν χρειάστηκε να δικαιολογήσουμε στα όργανα του νόμου, και το συγκριτικό των super on-off ήταν πλέον γεγονός, κι είχαμε φτάσει στο τέρμα…

OI ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΩΝ TOURING QUEENS

1.200 km απόλαυσης

Θέλοντας να προσομοιώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τις διαδρομές που θα κάνουν οι υποψήφιοι αγοραστές τέτοιων μοτοσυκλετών, αλλά και να κάνουμε πολλά χιλιόμετρα, σχεδιάσαμε έναν κύκλο που ξεκινούσε από Αθήνα, περνούσε από Μετέωρα, πήγαινε Γιάννενα, κατηφόριζε προς Πρέβεζα και γυρνούσε Αθήνα. Σας δίνουμε τα highlights

Αθήνα – Λαμία: Η απαραίτητη βαρεμάρα (200 km)

Η εθνική είναι πάντοτε βαρετή, αλλά ταυτόχρονα και ένας καλός τρόπος για να κάνεις γρήγορα χιλιόμετρα και να τεστάρεις τελική και προστασία απ' τον αέρα. Φτάνοντας Λαμία δεν συνεχίζετε προς Λάρισα, αλλά προς Καρδίτσα.

Λαμία – Δομοκός: Ας αρχίσουν οι χοροί  (29 km, χάρτης Road Editions 3, Ρ12, P11)

Το πάρτι διαρκεί όσο ο δρόμος έχει δύο λωρίδες για κάθε ρεύμα. Οι απλωτές, γλυκές στροφές και το καλό οδόστρωμα που κρατάει θα σας κάνουν να αφαιρέσετε αρκετό μέταλλο από τα μαρσπιέ. Ο δρόμος είναι καλός και κατεβαίνοντας προς Λαμία, όμως έχετε το νου σας, γιατί τα φορτηγά που έχουν φωλιά εκεί, "φυλάνε" τα φρένα τους. Έτσι, μπαίνετε με καμιά εκατοστή και… μπαίνετε στο ψυγείο με τα κρέατα που κατεβαίνει με 20.

Δομοκός – Καρδίτσα – Τρίκαλα – Kαλαμπάκα: Ο κάμπος (103 km, χάρτης Road Editions 3, Ρ10 - L6)

Κομμάτι αδιάφορο από πλευράς χάραξης, αλλά και επικίνδυνο, γιατί έχει κίνηση. Βγαίνοντας από Δομοκό και κατηφορίζοντας προς Πουρνάρι (περίπου 6,5 km) υπάρχουν πολλές κλειστές φουρκέτες και οδόστρωμα γλιστερό, οπότε προσοχή. Μετά το Πουρνάρι μπαίνουμε ουσιαστικά στον κάμπο και έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα, γιατί τις εργάσιμες ημέρες πετάγονται συνεχώς τρακτέρ. Ωστόσο, ο δρόμος είναι επίπεδος και δεν έχει πολλές στροφές, προσφέροντας τουλάχιστον καλή ορατότητα. Περνώντας τις δύο μεγάλες πόλεις, προτιμήστε τους περιφερειακούς. Η ανάβαση μέχρι την Καλαμπάκα δεν έχει ιδιαίτερες συγκινήσεις να σας προσφέρει, οπότε κάντε υπομονή μέχρι να φτάσετε στην πλατεία και να φάτε καμιά ζεστή κρέπα για να στανιάρετε.

Μετέωρα: Οι βόλτες (χάρτης Road Editions 3, L6, M6)

Πέρα από την επιβλητική ομορφιά του τοπίου, τα Μετέωρα προσφέρουν αρκετά ωραίες διαδρομές, τόσο στον δρόμο προς την Κατάρα (θα πούμε παρακάτω γι' αυτόν) όσο και προς Γρεβενά. Το χωριουδάκι Αγ. Δημήτριος μπορεί να γίνει η εκκίνηση για οργασμικές εντουροβόλτες, ενώ και ο δρόμος που περνάει δίπλα από τα μοναστήρια (ακολουθήστε τις ταμπέλες προς Μονή Αγ. Στεφάνου ή προς Καστράκι) είναι πολύ καλός. Ανηφορίζει προς Βλαχάβα και σας προσφέρει "στο πιάτο" τους βράχους των Μετεώρων, αλλά και πολύ όμορφα λιβάδια για να ηρεμήσετε. Περάστε τη Βλαχάβα, συνεχίστε προς Σκεπάρι και κάντε μια μικρή παράκαμψη αν έχετε διάθεση να επισκεφθείτε το χωριό Γαύρος. Μόλις συναντήσετε το ποτάμι (Ίων), κάντε αριστερά (δυτικά) και μετά από 4 km θα βρείτε τον επαρχιακό δρόμο Καλαμπάκας – Γρεβενών. Κάντε αριστερά για να επιστρέψετε στην Καλαμπάκα, έχοντας κάνει μια όμορφη βόλτα 40 περίπου χιλιομέτρων.

Καλαμπάκα – Μέτσοβο – Γιάννενα: Ας κρατήσουν οι χοροί (133 km, χάρτης Road Editions 3, L6 - H5)

Και τα 133 χιλιόμετρα είναι καταπληκτικά, τόσο από φυσική ομορφιά όσο και από χάραξη. Προσοχή μόνο, γιατί σε μερικά σημεία ο δρόμος είναι στενός και κυκλοφορούν φορτηγά. Φεύγοντας από Καλαμπάκα οδηγείτε ανάμεσα σε δέντρα, ενώ έχετε μια από τις τελευταίες σας ευκαιρίες να περάσετε την Κατάρα πριν γίνει η Εγνατία. Λόγω αυτής της κυρίας υπάρχουν πολλά έργα και κυκλοφορούν πολλά φορτηγά. Είναι επίσης πολύ πιθανό να συναντήσετε πυκνή ομίχλη και κρύο ανεβαίνοντας (όπως εμείς) ακόμα και τους ανοιξιάτικους μήνες. Στο Μέτσοβο μπορείτε να κάνετε μια στάση στην πολύ όμορφη κεντρική πλατεία, πριν συνεχίσετε προς Γιάννενα απαλλαγμένοι από ομίχλες και κρύο. Σε αυτό το κομμάτι μπορείτε να παίξετε κιόλας, αν δεν σας φοβίζει η ιδέα ότι δίπλα σας έχετε γκρέμια.

Γιάννενα – Φιλιππιάδα: Πάμε, πάμε (68 km χάρτης Road Editions 3, H7- H10)

Αδιάφορο κομμάτι, που καλά θα κάνετε να περάσετε σβέλτα (προσοχή μόνο στα μπλόκα και μέσα στα χωριά). Μετά τη Φιλιππιάδα έχετε δύο επιλογές: είτε δεξιά προς Λούρο και τις όμορφες παραλίες του Ιονίου (από Λούτσα μέχρι Μύτικα σχεδόν) ή αριστερά προς Άρτα. Εμείς προτιμήσαμε να κάνουμε δεξιά, μιας και έπεφτε το σκοτάδι. Βουτιές δεν κάναμε (έκανε και κρύο), και αρκεστήκαμε στο να διανυκτερεύσουμε στο Κανάλι (γεια σου, Σωτήρη).

Πρέβεζα – Αγρίνιο: Προσοχή στα μπλόκα (78 km, χάρτης Road Editions 4, Α1 - D4)

Πράγματι, το μόνο αξιοσημείωτο είναι τα μπλόκα της Τροχαίας (κοντά στο Αγρίνιο ειδικά), ενώ η λίμνη Αμβρακία είναι αδιάφορη. Αν δεν έχετε κάποιον ιδιαίτερο λόγο να περάσετε από την Πρέβεζα, κατεβαίνοντας από Γιάννενα στη Φιλιπιάδα συνεχίστε προς Άρτα – γλυτώνετε και χιλιόμετρα.

Ορεινή Ναυπακτία: Το πανηγύρι των τρελών (χάρτης Road Editions 3, Ε4, F4 - F5)

Μόλις βγείτε από το Αγρίνιο, κάντε αριστερά προς Παναιτώλιο. Στην αρχή ο δρόμος είναι σπαστικός, γιατί περνάει συνεχώς μέσα από χωριά (Κ. Βλοχός, Κ. Τραγάνα, Παντάνασσα, Βάρεια, Πέρεβος, Μυρτιά, Πουρνάρα, Αγ. Σοφία), τουλάχιστον όμως έχετε θέα στην Τριχωνίδα. Μόλις φτάσετε στον Θέρμο, ρωτήστε ποιος είναι ο δρόμος για Πετροχώρι και Χάνι Μπανιά, ή συμβουλευτείτε τον μεγάλο χάρτη που υπάρχει στην κεντρική πλατεία του Θέρμου. Ο δρόμος είναι α-πί-στευ-τος, αλλά στενός και επικίνδυνος. Μπορείτε να παρεκτραπείτε εύκολα, ειδικά στα μέρη με ορατότητα, όπου είναι ο παράδεισος των on-off. Τα 1.000άρια που είχαμε εμείς πήγαιναν συνέχεια με 2ες και σκασμένες 3ες, πλαγιολισθαίνοντας και με τους δύο τροχούς. Φτάνοντας στο Χάνι Μπανιά, περάστε την πολύ όμορφη ξύλινη γέφυρα (χτισμένη από τους Γερμανούς στην Κατοχή) και ξεκουραστείτε με θέα στον Εύηνο. Μετά κατηφορίστε με προσοχή προς Ναύπακτο, όπου έχετε πάλι δύο επιλογές για Αθήνα: ή παραλιακά προς Ερατινή – Γαλαξίδι ή το κλασικό Αντίρριο – Ρίο.

 

Λεφτά  αισθήματα

Η όψη οποιασδήποτε από τις super on-οff ξυπνάει σε όλους επιθυμίες για ταξίδια και χιλιάδες χιλιόμετρα. Θα διανυθούν μετά την απόκτηση κάποιας από  τις μοτοσυκλέτες του συγκριτικού τεστ. Πριν την απόκτηση όμως, προηγείται αυτό που τελευταία  ονομάζουμε "έρευνα αγοράς". Εκτός από τις προσωπικές συμπάθειες αλλά και τις ιδεοληψίες του καθενός, σε κάθε έρευνα για αγορά, και μάλιστα μεγάλου κόστους, υπάρχουν οι αριθμοί και οι μετρήσεις. Πέρα από τα συμπεράσματα  που διαβάσατε στις άλλες σελίδες του συγκριτικού τεστ για τις επιδόσεις, τις δυνατότητες και τη συμπεριφορά των μοτοσυκλετών, εδώ θα διαβάσετε και για το κόστος χρήσης τους μέρα με τη μέρα, χιλιόμετρο με το χιλιόμετρο

Oι μοτοσυκλέτες αυτής της κατηγορίας δικαιώνονται όταν κάνουν χιλιόμετρα. Πολλά χιλιόμετρα. Όταν ξεκινάνε το Σάββατο το πρωί για μια "βόλτα", οφείλουν οι αναβάτες τους να γράψουν μια χιλιάδα χιλιόμετρα μέχρι το απόγευμα της Κυριακής. Και για καλοκαιρινές διακοπές δεν θα πάνε, φυσικά, μέχρι τη Νάξο, αλλά τουλάχιστον μέχρι την Κορσική. Άρα, τα 24.000 χιλιόμετρα το χρόνο είναι εφικτό –για να μην πούμε "αναγκαίο"– νούμερο. Το κόστος της συντήρησης μιας μοτοσυκλέτας είναι το ποσό χρημάτων που θα κληθεί να δαπανήσει ο αναβάτης για να τη διατηρεί στην αναγκαία σωστή λειτουργική κατάσταση, και έχουμε περιοριστεί στη συντήρηση του κινητήρα, η οποία εξαρτάται κυρίως από τα χιλιόμετρα που διανύει. Πέρα από τον κινητήρα, η υπόλοιπη μοτοσυκλέτα απαιτεί προβλεπόμενη φροντίδα, ελέγχους και αντικαταστάσεις, αλλά οι φθορές –σε τακάκια και λάστιχα, για παράδειγμα– εξαρτώνται άμεσα από τις οδηγικές συνήθειες μα και τους δρόμους όπου κυκλοφορεί κάθε μοτοσυκλέτα.

 
Aprilia Caponord
Χιλιόμετρα
Κόστος
Σύνολο
Ρύθμιση βαλβίδων
7.500
117
351
Αλλαγή λαδιού (λίτρα)
7.500 (4,5)
14 λίτρα x 9
126
Φίλτρο λαδιού
7.500
7,89
23,67
Φίλτρο αέρα (αλλαγή)
15.000
9,72
9,72
Γενικό σύνολο
 
 
510, 39
Τακάκια εμπρός (ζεύγος)
 
43,30
 
Τακάκια πίσω
 
20,12
 

BMW R 1150GS
Χιλιόμετρα
Κόστος
Σύνολο
Ρύθμιση βαλβίδων
10.000
104
208
Αλλαγή λαδιού (λίτρα)
10.000 (3,5)
7 λίτρα x 7,5
52,5
Φίλτρο λαδιού
20.000
9,49
9,49
Φίλτρο αέρα (αλλαγή)
20.000
11,26
11,26
Γενικό σύνολο
 
 
281,25
Τακάκια εμπρός (ζεύγος)
 
38,07
 
Τακάκια πίσω
 
30,81
 

Cagiva Navigator
Χιλιόμετρα
Κόστος
Σύνολο
Ρύθμιση βαλβίδων
24.000
147
147
Αλλαγή λαδιού (λίτρα)
6.000 (3)
12 x 9
108
Φίλτρο λαδιού
12.000
10
  20
Φίλτρο αέρα (αλλαγή)
10.000
11,67
  23,34
Γενικό σύνολο
 
 
298, 34
Τακάκια εμπρός (ζεύγος)
 
61,29
 
Τακάκια πίσω
 
61,81
 

Honda Varadero
Χιλιόμετρα
Κόστος
Σύνολο
Ρύθμιση βαλβίδων
24.000
88
88
Αλλαγή λαδιού (λίτρα)
12.000 (3,6)
8 λίτρα x 9
72
Φίλτρο λαδιού
24.000
10,2
  10,2
Φίλτρο αέρα (αλλαγή)
18.000
23,91
23,91
Γενικό σύνολο
 
 
183,91
Τακάκια εμπρός (ζεύγος)
 
45,30
 
Τακάκια πίσω
 
52,84

 

 

Suzuki V-Strom

Δυστυχώς, μέχρι το "κλείσιμο" της ύλης του τεύχους αυτού δεν είχαμε τις απαραίτητες πληροφορίες από την αντιπροσωπεία των Suzuki για τα διαστήματα service και το κόστος τους.

Τriumph Tiger
Χιλιόμετρα
Κόστος
Σύνολο
Ρύθμιση βαλβίδων
12.000
140
280
Αλλαγή λαδιού (λίτρα)
6.000 (4)
16 λίτρα x 9
144
Φίλτρο λαδιού
12.000
15,06
23,67
Φίλτρο αέρα (αλλαγή)
18.000
45,58
45,58
Γενικό σύνολο
 
 
493,25
Τακάκια εμπρός (ζεύγος)
 
60,25
 
Τακάκια πίσω
 
60,25

 

Yamaha TDM 900
Χιλιόμετρα
Κόστος
Σύνολο
Ρύθμιση βαλβίδων
24.000
125
125
Αλλαγή λαδιού (λίτρα)
5.000 (3,9)
16 x 9
144
Φίλτρο λαδιού
10.000
6,65
13,3
Φίλτρο αέρα (αλλαγή)
40.000
29,68
 
Γενικό σύνολο
 
 
282,3
Τακάκια εμπρός (ζεύγος)
 
37,19
 
Τακάκια πίσω
 
39,32

 

 

Σημ. Οι αντιπροσωπείες των Yamaha και των Aprilia προτείνουν συντομότερα διαστήματα ρύθμισης βαλβίδων και αλλαγής λαδιών από αυτά των κατασκευαστών, παίρνοντας υπ' όψιν τους την πολλή σκόνη που έχουμε στους δρόμους μας αλλά και τις κακές συνθήκες –για αναβάτες και κινητήρες– κυκλοφορίας στις μποτιλιαρισμένες πόλεις. Για την κατάρτιση των πινάκων έχουν χρησιμοποιηθεί οι οδηγίες των αντιπροσωπειών. Η τιμή των λαδιών έχει υπολογιστεί στα 9 ευρώ το λίτρο και είναι μια μέση τιμή για ημισυνθετικά λάδια. Η BMW αρκείται στα φθηνότερα (7,5 ευρώ το λίτρο) ορυκτέλαια.

Και αν πέσουν...

Μια υποθετική πτώση από τη δεξιά πλευρά θα μας δώσει μια πολύ καθαρή εικόνα για τις τιμές των ανταλλακτικών των μοτοσυκλετών. Σε αυτή την πτώση θα χαλάσουν και θα σπάσουν τιμόνια, μανέτες, πεντάλ φρένου, δεξί πίσω φλας και όλα τα πλαστικά από δεξιά, συμπεριλαμβανομένου και του ρεζερβουάρ. Στα σημεία κερδίζει το GS της ΒΜW, που δεν έχει φέρινγκ, αλλά ούτε και δεξί πλαϊνό πίσω καπάκι, κι επομένως δεν χαλάει. Βέβαια, στην αληθινή ζωή χαλάνε και άλλα πράγματα, όπως αντίβαρα τιμονιού, μαρσπιέ και οι βάσεις τους. Τα πλαστικά ρεζερβουάρ των Navigator και Triumph πολύ δύσκολα θα σπάσουν, ενώ και των υπολοίπων είναι τόσο ακριβά ώστε όλοι –ιδιώτες και ασφαλιστικές– αποφεύγουν την αλλαγή τους και προτιμούν την επισκευή.

Σημ. 1. Μέχρι το "κλείσιμο" της ύλης του τεύχους αυτού δεν μας στάλθηκαν από την αντιπροσωπεία των Suzuki οι τιμές των ανταλλακτικών που ζητήσαμε. Πολύ καινούργιο γαρ το V-Strom, και δεν είχαν κοστολογηθεί…

Σημ. 2. Οι λιανικές τιμές ανταλλακτικών μετά την περσινή απόφαση του Υπουργείου Εμπορίου είναι ενδεικτικές αλλά περιλαμβάνουν Φ.Π.Α. Έτσι, υπάρχει περίπτωση διακύμανσης των τιμών – όχι σε τίποτα φοβερά ποσοστά, αλλά μια διακύμανση γύρω στο 5% είναι αναμενόμενη και εξαρτάται από το σημείο όπου θα αγοραστούν.

 
Aprilia Caponord
BMW R 1150GS
Cagiva Navigator
Honda XLV Varadero
Suzuki V-Strom
Τriumph Tiger 955i
Yamaha TDM 900
Mανέτα φρένου
67,25
50,96
38,58
28,55
 
33,67
37,75
Πεντάλ φρένου
40,67
75,74
102,15
81,53
 
93,71
51,08
Δεξιό πίσω φλας
14,87
22,59
14,44
32,69
 
44,72
33,53
Τιμόνι
64,25
149,80
35,84
60,93
 
116,24
63,54
Πλευρικό δεξιό πλαστικό καπάκι
142,36
Προστατευτικό κεφαλής
42,63
98,52
25,83
 
263,48
95,73
Δεξιό φέρινγκ
185,67
        -
Κάλυμμα ρεζερβουάρ
104,23
271,29
 
73 (κομμάτι μεταξύ ρεζερβουάρ και μάσκας)
154,14
Ρεζερβουάρ
987,34
702 (άβαφο)
746
690,12
 
761,29
780,72
ΣΥΝΟΛΟ
1502,41
1.043,72
1.139,76
1.190,94
 
1.386,11
1.216,49

 

ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙΔΟΣΕΩΝ

Ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα

Πέρα από την αίσθηση και τη συμπεριφορά, τα στοιχεία που ολοκληρώνουν την εικόνα μιας μοτοσυκλέτας είναι τα απόλυτα νούμερά της. Αυτά που οι αριθμολάγνοι αρέσκονται να εξερευνούν, πλέοντας στο πέλαγος των αριθμών. Βέβαια, το να αντιπαραθέτει κανείς τα νούμερα εφτά μοτοσυκλετών μοιάζει με μαθηματικά της τρίτης Λυκείου, αλλά τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν είναι σαφώς πιο γοητευτικά. Άλλωστε, ποτέ στη ζωή μου δεν κατάφερα να μάθω σούζες μέσα από τις εξισώσεις…

 

 

Για άλλη μια φορά, το GS ανακηρύσσεται ο πιο ευτραφής της παρέας, ενώ το TDM και το V-Strom δείχνουν "με το καλημέρα" ότι είναι της μόδας οι αδύνατοι. Navigator και Caponord κινούνται στα ίδια –χαμηλά– επίπεδα, μόλις δύο κιλά παραπάνω από το Tiger. Για το Varadero, ευτυχώς που υπάρχει το GS ως τελευταίο προπύργιο του βάρους. *Το βάρος των μοτοσυκλετών μετρήθηκε με τα ρεζερβουάρ γεμάτα, σε ζυγαριά

 

Εχθρός του βενζινά το TDM, που ξεχνά να γεμίσει το ρεζερβουάρ του. Ακολουθεί το Caponord, με πάρα πολύ καλά επίπεδα οικονομίας, ενώ το Navigator θυσιάζει λίγο από την οικονομία του χάριν των επιδόσεων. Το GS κρατάει όσο μπορεί πιο χαμηλά την κατανάλωσή του, διανύοντας σχεδόν 1,5 χιλιόμετρο παραπάνω από το V-Strom, ενώ το ο τρικύλινδρος κινητήρας του Tiger αποδεικνύεται πιο οικονομικός από τον δικύλινδρο της Honda

 

Το Navigator εξακολουθεί να είναι απλησίαστο απ' όλους στην τελική του, ενώ μόνο το TDM και το Caponord με το μακρύ γρανάζωμα δείχνουν ότι μπορούν να κρατήσουν οπτική επαφή μαζί του. Με αρκετά μεγαλύτερη διαφορά, παρά τα περισσότερα άλογά του, ακολουθεί το Tiger, το οποίο μόλις και ξεκολλάει από το Varadero, που δείχνει να αξιοποιήσει στο έπακρο τους 86,5 ίππους του. Τελευταία και καταϊδρωμένα το GS της BMW, στο οποίο είναι εμφανή τα σημάδια της έλλειψης ισχύος, αλλά και το V-Strom, που οι λόγοι για τη μικρότερη τελική του εξηγούνται λίγο παρακάτω (βλ. "Ο κόφτης του V-Strom")

 

 

Το νήμα των πρώτων 100 μέτρων κόβει πρώτο το TDM 900 (έχοντας ως σύμμαχο το πολύ μικρό βάρος του), μόλις ένα δέκατο του δευτερολέπτου γρηγορότερα από το Navigator και το πολύ εύστροφο Tiger. Το Varadero ακολουθεί σε απόσταση αναπνοής, χάρη στο κοντό του γρανάζωμα, ενώ το V-Strom χάνει στο ξεκίνημα λόγω της μακριάς πρώτης σχέσης. Το μακρύ γρανάζωμα είναι υπεύθυνο και για την αργή εκκίνηση του Caponord, ενώ στο BMW ο συνδυασμός βάρους και έλλειψης δύναμης έχει ως αποτέλεσμα το αργότερο 100άρι

Εκεί όπου τα άλογα έχουν κατέβει και οι μοτοσυκλέτες έχουν πάρει φόρα, το TDM εξακολουθεί να βρίσκεται, έστω και για λίγο, μπροστά απ' όλους. Η έκπληξη είναι το Tiger, που χρωστάει πολλά στον ρυθμό με τον οποίο ανεβαίνουν οι στροφές του, τρικύλινδρο γαρ, ενώ το πολεμικό Navigator έρχεται ισόπαλο με το ογκώδες Varadero. Τρία δέκατα πιο πίσω είναι το Caponord, το οποίο αφήνει το GS σχεδόν μια… αιωνιότητα πιο πίσω

 

Την πρώτη εκατοντάδα χιλιομέτρων, λίγο πριν συμπληρωθούν τα πρώτα 100 μέτρα και πάρει κεφάλι το TDM, την φτάνει το Navigator, έχοντας όμως στη ρόδα του το Tiger, το οποίο αποδεικνύει ότι στα γκάζια οι περισσότεροι κύλινδροι είναι πάντα πλεονέκτημα, αλλά και το Yamaha. Κολλητά ακολουθεί το Varadero, ενώ το V-Strom και το Caponord πέφτουν για άλλη μια φορά "θύματα" του μακρύτερου γραναζώματος. Σε ένα παράλληλο σύμπαν κινείται και το GS, στους δικούς του… διαφορετικούς ρυθμούς

Εξαιρετικά ελαστικός ο κινητήρας του Tiger, βοηθά τους Εγγλέζους να πάρουν εκδίκηση σε ό,τι αφορά τη ροπή. Τα Vardero, Navigator και TDM δεν μένουν όμως έξω από το παιχνίδι, έχοντας μικρή διαφορά μεταξύ τους, ενώ το V-Strom, το Caponord και τελευταίο το BMW ακολουθούν με διαφορά φάσης. Να σημειωθεί όμως ότι η έκτη σχέση του V-Strom είναι η εξαιρετικά μακριά overdrive

 

 

Οι αρετές του τρικύλινδρου επιβεβαιώνονται για άλλη μια φορά στις ρεπρίζ, αφήνοντας τους υπόλοιπους από μισό δευτερόλεπτο (Varadero) μέχρι… τον διπλάσιο χρόνο (R 1150GS) πίσω. Στο ενδιάμεσο, το TDM έχει τη δική του συνεχιζόμενη κόντρα με το Navigator, ενώ το Caponord μοιράζει τις αποστάσεις…

**Δυστυχώς, το όργανο μέτρησης έπαθε βλάβη στις μετρήσεις του V-Strom, και δεν υπάρχουν ενδείξεις για τα 0-400m, όπως και για τις ρεπρίζ στα 50-150 km/h. Επειδή δεν θέλουμε να ακολουθήσουμε την τακτική του μαγειρέματος, όπως πράττουν άλλοι "συνάδελφοι", προτιμάμε να επανέλθουμε λίαν συντόμως με μετρήσεις, μόλις αποκατασταθεί το πρόβλημα

 

Αν δεν ήταν διάγραμμα, θα μπορούσε να ήταν μακαρονάδα! Τα πολύχρωμα σπαγγέτι των ιπποδυνάμεων μπλέκονται μεταξύ τους, ειδικά στις χαμηλομεσαίες, επιβεβαιώνοντας το πόσα κοντά είναι οι συγκεκριμένες μοτοσυκλέτες μεταξύ τους. Μέχρι τις 4.500 σ.α.λ. οι επιδόσεις είναι περίπου ίδιες, και οι διαφορές αρχίζουν μόλις στις 5.000, με την τρύπα στην απόδοση του Caponord. Ψηλότερα απ' όλους, μέχρι εκείνο το σημείο, σκαρφαλώνει το V-Strom, εναλλασσόμενο στην κορυφή με το R 1150GS.

Μεταξύ όμως 6.000 και 7.000 στροφών αρχίζει το σκηνικό να ξεκαθαρίζει, με πρωταγωνιστή τον κινητήρα της Suzuki και στις δύο του μορφές. Το Cagiva ξεχωρίζει στέλνoντας την καμπύλη του ψηλά με ένα ξέσπασμα στις 6.500, ενώ το πιο γραμμικό V-Strom ανεβάζει πολύ πιο ομαλά, κρατώντας εξίσου ικανοποιητικά τη δύναμη ψηλά.

Εξαιρετικά γραμμική είναι και η απόδοση του TDM, χωρίς κανένα ψεγάδι, κάνοντας όμως φανερή την έλλειψη κυβικών, ιδιαίτερα όταν το γκάζι μένει ανοιχτό για πολλή ώρα. Αντιθέτως, το Varadero  παρέχει περισσότερη ισχύ, καταφέρνοντας να ξεπεράσει σε νούμερα ακόμη και το τρικύλινδρο Tiger, το οποίο όμως δείχνει ότι τα καταφέρνει μια χαρά στο να κρατάει τη δύναμή του ψηλά, και μάλιστα χωρίς την παραμικρή απώλεια

 

 

Τα Boxer αντεπιτίθενται! Το δικύλινδρο της BMW διαθέτει τα απόλυτα νούμερα ροπής, αλλά το background δεν είναι τόσο ειδυλλιακό. Τα 9,5 χιλογραμμόμετρα έρχονται μετά από αρκετά σκαμπανεβάσματα της καμπύλης, ενώ η "παράσταση" τελειώνει στις 6.000 σ.α.λ., εκεί όπου οι άλλοι συνεχίζουν σταθερά.

Ο κόφτης του V-Strom

Το διάγραμμα αποτυπώνει την ισχύ του V-Strom, που φθάνει στο πίσω τροχό και πάνω στο τύμπανο του δυναμομέτρου. Η δευτέρα  επιταχύνει μέχρι τα 125 χ.α.ώ. και πλησιάζει τους 90 ίππους. Η τρίτη ξεπερνάει τα 150 χ.α.ώ., ξεπερνώντας λίγο τους 90 ίππους. Η τετάρτη  θα φθάσει την ίδια απόδοση και το V-Strom στα 190 χ.α.ώ. Μπαίνει και η Πέμπτη, αλλά ο κόφτης, που παίρνει υπ' όψιν του τη ταχύτητα κίνησης της μοτοσυκλέτας, περιορίζει την απόδοση του κινητήρα στο επίπεδο των 65 ίππων, ισχύς που δεν θα επιτρέψει στο V-Strom να πιάσει τελική ταχύτητα αντίστοιχη της ιπποδύναμής του, η οποία τελική θα έπρεπε –αν δεν υπήρχε ο κόφτης– να είναι στην περιοχή των 220 χ.α.ώ. Η εκτίμησή μας για τον τρόπο περιορισμού της ισχύος είναι η μείωση της προπορείας σπινθήρα. Θα επανέλθουμε…

Πολύ πιο σταθερή είναι και η απόδοση των Varadero και V-Strom, τα οποία όχι μόνο βρίσκονται πολύ κοντά σε νούμερα, αλλά έχουν και μεγαλύτερο εύρος ωφέλιμης περιοχής. Ψηλά, όμως, αδιαφιλονίκητος νικητής είναι και πάλι το Navigator, κρατώντας τη ροπή πάνω από τα 7 k.gm ακόμη και μετά τις 9.000. Εντυπωσιακή γραμμική είναι και η απόδοση του TDM, ενώ το Tiger καταφέρνει να σταθεί ένα σκαλί ψηλότερα λόγω της διάρκειας  που έχει μετά τις 7.500 σ.α.λ. Το Caponord, δυστυχώς, προδίδεται για άλλη μια φορά από την τρύπα στις 5.000, αλλά τελικά καταφέρνει να αντιμετωπίσει τους υπόλοιπους στα ίσα, χάρη στις παροχή ροπής ψηλά, που παραμένει πάνω 6 χιλιογραμμόμετρα

Η ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑ

Το αποτέλεσμα μετράει...

Να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι κακές μοτοσυκλέτες εν έτει 2002 δεν υπάρχουν. Και οι εφτά φιναλίστ υπερτερούν σε κάποιους τομείς περισσότερο από τις άλλες, μία όμως είναι αυτή με το ευρύτερο φάσμα δυνατοτήτων, μία είναι η τελική νικήτρια του ανταγωνισμού. Όλες οι ερωμένες είναι ωραίες, μία όμως είναι αυτή που ανεβαίνει τα σκαλιά της εκκλησίας. Δυστυχώς, η πολυγαμία στην αγορά της μοτοσυκλέτας είναι προνόμιο μόνο για τους έχοντες - αλλά, με τέτοια νύφη, ποιος είναι αυτός που θα παραστρατήσει;

Κατά γενική ομολογία, το συγκριτικό της συγκεκριμένης κατηγορίας των on-off είναι ένα από τα πιο δύσκολα συγκριτικά. Και οι εφτά μοτοσυκλέτες βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, και μόνο η εμβάθυνση στην εξειδίκευση μπορεί να εντοπίσει διαφορές, πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Η ετυμηγορία των συγκεντρωτικών αποτελεσμάτων θα αναδείξει σίγουρα μια τελική κατάταξη, αλλά θα ήταν πολύ άδικο και ημιτελής πληροφόρηση εάν δεν ανακηρυχθούν και οι επιμέρους πρωταθλήτριες.

Το προϊόν όμως της τελικής απόσταξης επιβεβαιώνει την επικράτηση, στην κορυφή, του Caponord της Aprilia. Το ιταλικό δικύλινδρο άντεξε σθεναρά στην επίθεση των δύο νεοεισερχομένων στην κατηγορία, V-Strom και TDM, παραμένοντας για άλλη μια χρονιά το καλύτερο super on-off. Το Caponord διατηρεί τον τίτλο της πιο ολοκληρωμένης πρότασης για όποιον θέλει να υπερβαίνει τον μέσο όρο σε όλους τους τομείς. Πολύ καλό στήσιμο, άνεση και, κυρίως, απόλαυση είναι οι στυλοβάτες του Caponord για την κορυφή.

Στον συνωστισμό που ακολουθεί πίσω του, καταφέρνει να ξεχωρίσει με ελάχιστη διαφορά το V-Strom, χάρη στον εξαιρετικό του κινητήρα και στη λειτουργικότερη για καθημερινή χρήση σχεδίασή του έναντι και του Varadero, που παραμένει μια πολύ καλή, αλλά ξεπερασμένη σχεδιαστικά πρόταση, και του έτερου "φρέσκου" μοντέλου, του TDM, το οποίο υστερεί ελαφρώς λόγω της έλλειψης δυνατών τουριστικών χαρακτηριστικών.

Χαρακτηριστικών σαν αυτά που καταφέρνει να συνδυάσει με τις αρετές του τρικύλινδρου κινητήρα το Tiger. Μοναδικά του μειονεκτήματα, οι υπέρ το δέον μαλακές αναρτήσεις και η σχετικά άβολη θέση οδήγησης.

Για την περίπτωση του GS τα πράγματα είναι πιο απλά, γιατί και τα δεδομένα του BMW θέτουν συγκεκριμένα όρια. Με τις περισσότερες χωμάτινες καταβολές, το δικύλινδρο των Βαυαρών δεν αρέσκεται ούτε στα παιχνίδια ούτε στην καθημερινή ταλαιπωρία. Οι τουριστικές προδιαγραφές του είναι συγκεκριμένες, όπως και η αντοχή του στα χιλιόμετρα. Παρ' όλα αυτά, περιμένουμε τα νέα δεδομένα που ευελπιστούμε ότι θα εισαγάγει το R 1150GS Adventure.

Το Όσκαρ άνεσης

And the winner is… Varadero. Με μικρή διαφορά από το Caponord, κερδίζει στα σημεία χάρη στην πιο ευρύχωρη σέλα του και στην ελαφρώς καλύτερη προστασία του σε σχέση με το ιταλικό δικύλινδρο. Ένα κλικ παρακάτω και σε ισοβαθμία με το Tiger βρίσκεται το V-Strom, το οποίο δεν διαθέτει την προστασία των προηγούμενων δύο, ενώ η φαρδιά σέλα του Tiger, που αναγκάζει σε μεγάλο άνοιγμα των ποδιών, και η σχετικά μικρή δυνατότητα φόρτωσής του τού αφαιρούν πόντους.

Πόντους αφαιρούν και οι μεγάλες διαστάσεις από το R 1150GS, το οποίο ασπάζεται λιτές, εντυπωσιακές, αλλά όχι και τόσο τουριστικές αρχές σχεδίασης.

Οι δύο "Μις Σιλουέτες" του συγκριτικού, το Navigator και το TDM, ρίχνουν το μικρότερο βάρος από όλους σε ό,τι αφορά τον τομέα άνεσης. Το μεν Navigator αδιαφορεί για την άνεση και η μόνη του έννοια είναι η πολεμική του αποστολή, ενώ στο TDM οι μικρές διαστάσεις και ο χαρακτήρας που του έχει προσδώσει η Yamaha το καθιστούν περισσότερο street all rounder παρά super on-off μοτοσυκλέτα.

Το Όσκαρ οικονομίας

Το πιο γεμάτο πορτοφόλι θα μείνει στον ιδιοκτήτη του TDM, καθώς ο συνδυασμός κόστους αγοράς και κατανάλωσης το αναδεικνύει ως την οικονομικότερη πρόταση, μπροστά από τα Caponord και V-Strom, τα οποία βρίσκονται μεν πολύ κοντά ως κόστος απόκτησης, αλλά το Caponord υπερτερεί σαφώς στην κατανάλωση, προς όφελος του ιδιοκτήτη του.

Ακολουθεί το φθηνότερο ως αγορά Navigator, το οποίο όμως θυσιάζει την οικονομία για χάρη των επιδόσεων, σε αντίθεση με το Varadero, το οποίο, δίχως να ξηλώνει χαλίκια από την άσφαλτο, μένει πιστό στην παράδοση που θέλει τα δικύλινδρα της Honda βενζινοβόρα.

Οι δύο ακριβότερες μοτοσυκλέτες του συγκριτικού, το Tiger και το R 1150GS, κάνουν ό,τι μπορούν στον τομέα της κατανάλωσης σε σχέση με τους υπόλοιπους ανταγωνιστές, αλλά, δυστυχώς, η οικονομική ψαλίδα είναι πολύ μεγάλη για να την καλύψει η οικονομία από τις βενζίνες.

Το Όσκαρ ταξιδίου

Ο καλύτερος συνδυασμός υψηλών μουαγέν και άνεσης σ' αυτές τις ταχύτητες, είναι αυτός που διαθέτει το Caponord. Με περισσότερες τουριστικές δυνατότητες σε όλα τα τερέν από το Varadero, είναι ο νικητής της υποκατηγορίας. Το δεύτερο σκαλί του βάθρου όμως το μοιράζεται η Honda με το V-Strom της Suzuki, που αντισταθμίζει την έλλειψη προστασίας με έναν από τους καλύτερους κινητήρες της κατηγορίας, με εξαιρετικά φιλική συμπεριφορά και απόδοση.

To ταξίδι όμως θα απολαύσει και ο αναβάτης του Tiger, χάρη στον καταπληκτικό κινητήρα της μοτοσυκλέτας, αλλά και την άνω του μέσου όρου προστασία που προσφέρει η ιδιαίτερη σχεδίασή της.

Αντιθέτως, η ιδιαίτερη σχεδίαση του BMW το ρίχνει μια θέση παρακάτω, όπως και η έλλειψη δύναμης, αλλά και οι ιδιοτροπίες του άξονα και των αναρτήσεων, που περιορίζουν πολύ τα περιθώρια για άνετο τουρισμό.

Το Navigator και, ακόμη περισσότερο, το TDM αδυνατούν στις υψηλές μουγέν και στις τουριστικές ανησυχίες τους, το μεν λόγω της σχεδίασης αλλά και της γενικότερης φιλοσοφίας του, το δε λόγω έλλειψης δύναμης και προστασίας.

Το Όσκαρ διασκέδασης

Η διασκέδαση είναι, ως συνήθως, συνυφασμένη με τις επιδόσεις, και το Navigator δεν αφήνει κανέναν να αμφισβητήσει την κυριαρχία του σ' αυτόν τον τομέα. Ούτε καν το TDM, που κάνει φιλότιμες προσπάθειες, συνηγορούντος του χαμηλού βάρους του: Ο κινητήρας του Navi είναι αήττητος.

Το μοναδικό από τα υπόλοιπα θηρία που καταφέρνει να ακολουθήσει και να συμμετάσχει στο πάρτι είναι το Caponord. Το καταπληκτικό στήσιμο και ο εύστροφος κινητήρας του είναι το εισιτήριο για την άμετρη απόλαυση.

Το V-Strom μένει ελάχιστα πίσω, κυρίως λόγω μαλακότερων αναρτήσεων, ενώ και το Tiger καταφέρνει να διατηρεί επαφή – όσο του επιτρέπουν οι μεγάλες διαδρομές και οι αργές αποσβέσεις των αναρτήσεών του.

Τα Varadero και GS δηλώνουν σοβαρότητα και σύνεση, αποφεύγοντας τις… επικίνδυνες αποστολές, καθώς το μεγάλο βάρος του BMW και οι περισσότερες ελαστικότητες –συγκριτικά με τα υπόλοιπα– του Varadero δεν είναι ό,τι καλύτερο για κυνήγι κλίσεων.

Ο λογαριασμός:
1. Aprilia Caponord
2. Suzuki V-Strom
3. Honda Varadero
4. Yamaha TDM
5. Triumph Tiger
6. Cagiva
7. BMW R1150GS

 

Οι τιμές ίσχυαν τον Απρίλιο του 2002
ΚατασκευαστήςΜοντέλο
Aprilia /
ETV 1000 Caponord
BMW /
R1150 GS
Cagiva /
Navigator
Honda / XLV 1000 Varadero
Suzuki / DL 1000 V-Strom
Triumph /  Tiger 955i
Yamaha / TDM 900                                                                                                                                                                                                                                                                        
Αντιπρόσωπος / Εισαγωγέας
MOBILITY A.E.
INTERCAR A.E.
HELLINMOTO Α.Β.Ε.Ε.Ο.
ΓΕΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ Α.Ε.Β.Ε.
ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ Α.Ε.Β.Ε
TRIUMPH HELLAS A.E.
ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ Α.Ε.
Τιμή (ευρώ):
11.860
12.690
11.430
11.856,20
 
12.390
11.020 
Εγγύηση:
2 χρόνια
2 χρόνια
2 χρόνια
2 χρόνια
 
2 χρόνια
2 χρόνια
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
 
 
 
 
 
 
 
Τύπος:
Δικύλινδρος V-60°, τετράχρονος, με 2 EEK και 4 B/K
Δικύλινδρος boxer, τετράχρονος, αεροελαιόψυκτος, με 4 Β/Κ
Δικύλινδρος V-90°, τετράχρονος, υγρόψυκτος, με 2 ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Δικύλινδρος V-90°, Τετράχρονος, υγρόψυκτος, με 2 ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Δικύλινδρος V-90°, τετράχρονος, υγρόψυκτος, με 2 ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Τρικύλινδρος, τετράχρονος εν σειρά, υγρόψυκτος, με 2 ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Τετράχρονος, δικύλινδρος εν σειρά, υγρόψυκτος με 2ΕΕΚ και 5 Β/Κ
Διάμετρος x Διαδρομή (mm):
97 x 67,5
101 x 70,5
98 x 66
98 x 66
98 x 66
79 x 65
92 x 67,5
Χωρητικότητα (cc):
997,6
1.130
996
996
996
955
897
Σχέση συμπίεσης:
10,4
10,3
11,3
9
11,3
11,2
10,4
Ανάφλεξη:
Ψηφιακή
Ψηφιακή
Ψηφιακή
Ψηφιακή
Ψηφιακή
Ψηφιακή
Ψηφιακή
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Ψεκασμός Bosch Motronic MA 2.4
Ψεκασμός
2 CV με επίπεδα σλάιντ 42mm
Ψεκασμός με δύο πεταλούδες
Ψεκασμός
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 1 σε 2
2 σε 1
2 σε 1 σε 2
2 σε 1 σε 2
2 σε 2
3 σε 1
2 σε 2
Σύστημα λίπανσης:
Ξηρό κάρτερ
Υγρό κάρτερ
Υγρό κάρτερ
Υγρό κάρτερ
Υγρό κάρτερ
Υγρό κάρτερ
Ξηρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
Μίζα
Μίζα
Μίζα
Μίζα
Μίζα
Μίζα
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
 
 
 
 
 
 
 
Τύπος συμπλέκτη:
Υγρός πολύδισκος
Ξηρός μονόδισκος
Υγρός πολύδισκος
Υδραυλικός, πολύδισκος
Υγρός πολύδισκος
Υγρός πολύδισκος
Υγρός, πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια / 1,935
Με γρανάζια / 1,890
Με γρανάζια / 1,839
Με γρανάζια / 1,680
Με γρανάζια / 1,838
Με γρανάζια / 1,750
Με γρανάζια / 1,718
1.
2,500
1,890
2,670
2,570
3,000
2,733
2,750
2.
1,750
2,050
1,930
1,710
1,933
1,945
1,947
3.
1,370
1,600
1,500
1,320
1,500
1,545
1,545
4.
1,090
1,040
1,230
1,110
1,227
1,292
1,249
5.
0,960
0,900
1,090
0,960
1,086
1,154
1,040
6.
0,850
0,700
1,000
-
0,913
1,074
0,923
Τελική μετάδοση /  σχέση:
Με αλυσίδα / 2,647
Με άξονα / 2,820
Με αλυσίδα / 2,562
Με αλυσίδα / 2,938
Με αλυσίδα / 2,411
Με αλυσίδα / 2,555
 
Συνολικές σχέσεις ταχυτήτων:
 
 
 
 
 
 
 
1.
12,800
10,920
12,550
12,69
13,304
12,220
12,402
2.
8,970
8,520
9,100
8,420
8,573
8,706
8,780
3.
7,010
6,760
7,060
6,500
6,652
6,908
6,968
4.
5,590
5,540
5,780
5,480
5,442
5,777
5,592
5.
4,900
4,790
5,110
4,740
4,820
5,160
4,690
6.
4,360
3,720
4,710
4,049
4,802
4,162
ΠΛΑΙΣΙΟ
 
 
 
 
 
 
 
Τύπος:
Περιμετρικό, με δύο δοκούς αλουμινίου μεταβλητού προφίλ
Ο κινητήρας είναι ενεργό μέρος του πλαισίου, με το υποπλαίσιο και το Telelever να εδράζονται πάνω του
Ατσάλινο, με σωλήνες τετραγωνικής διατομής
Ατσάλινο, τύπου "χωροδικτύωμα", που χρησιμοποιεί τον κινητήρα ως ενεργό μέρος του
Περιμετρικό δύο δοκών αλουμινίου
Ατσάλινο, σωληνωτό, περιμετρικό, με αφαιρούμενο αλουμινένιο υποπλαίσιο
Περιμετρικό αλουμινίου δύο δοκών
Γωνία κάστερ(°):
27,9
26
25,8
27
26,3
28
25,5
Ίχνος (mm):
129
115
80
110
92
114
Μεταξόνιο (mm):
1.560
1.509
1.530
1.560
1.535
1.550
1.485
Μήκος (mm):
2.310
2.196
2.168
2.295
2.295
2.175
2.180
Πλάτος (mm):
830
920
790
865
860
800
Ύψος (mm):
1.440
1.290
1.460
1.335
1.345
1.290
Ύψος σέλας (mm):
820
840 / 860
850
845
840
840 / 860
825
Απόσταση από το έδαφος (mm):
226
180
195
165
-
160
Βάρος κενή / γεμάτη (kg):
215
– / 245
222
220
207
215
190 / 221
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
25 / 5
22 / –
15 / 5
25 / 4
22 / –
24 / –
20 / 3,5
ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
 
 
 
 
 
 
 
Εμπρός
 
 
 
 
 
 
 
Τύπος:
Τηλεσκοπικό πιρούνι Marzocchi
 Telelever με ένα αμορτισέρ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή (mm):
175
190
150
175
160
150
Διάμετρος (mm):
50
35
45
43
43
43
43
Ρυθμίσεις:
Καμία
Καμία
Καμία
Καμία
Καμία
Καμία
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς
Πίσω
 
 
 
 
 
 
 
Τύπος:
Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Μονόμπρατσο ψαλίδι με Paralever
Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Διαδρομή (mm):
185
220
160
155
159
133
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς
Προφόρτιση ελατηρίου
Προφόρτιση ελατηρίου
Προφόρτιση ελατηρίου
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς και συμπίεσης
ΦΡΕΝΑ
 
 
 
 
 
 
 
Εμπρός:
Δύο δίσκοι 300mm με δαγκάνες δύο εμβόλων
Δύο δίσκοι 305mm με  δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων
Δύο δίσκοι 296mm με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων
Δύο δίσκοι 296mm με δαγκάνες τριών εμβόλων
Δύο δίσκοι με δαγκάνες δύο εμβόλων
Δύο δίσκοι 310mm με δαγκάνες δύο εμβόλων
Δύο δίσκοι 298mm
Πίσω:
Δίσκος 270mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
Δίσκος 276mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
Δίσκος 240mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
Δίσκος 256mm με δαγκάνα τριών εμβόλων
Δίσκος με δαγκάνα δύο εμβόλων
Δίσκος 285mm με δαγκάνα δύο εμβόλων
Δίσκος 245mm
ΤΡΟΧΟΙ
 
 
 
 
 
 
 
Εμπρός
 
 
 
 
 
 
 
Ελαστικό /  διάσταση:
110/80-19
110/80-19
110/80-18
110/80 R19 59H
110 / 80 19
110 / 80 ZR 19
120/70-18
Πίσω
 
 
 
 
 
 
 
Ελαστικό /  διάσταση:
150/70-17
150/70-17
150/70-17
150/70 R17 69H
150/70 17
150 / 70 ZR 17
160/60-17
ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ
 
 
 
 
 
 
 
Γεννήτρια:
470W
600W
 
315W
Μπαταρία:
12V/14Ah
12V/19Ah
 
12V/12Ah
12V/12Ah
12V-10AH
ΟΡΓΑΝΑ /  ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Στροφόμετρο, ταχύμετρο με ολικό και μερικό χιλιομετρητή, ψηφιακές ενδείξεις για ώρα / θερμοκρασία περιβάλλοντος / θερμοκρασία ψυκτικού / στάθμη καυσίμου / ένδειξη service, και ενδεικτικές λυχνίες για νεκρά / φλας / μεγάλη σκάλα φώτων
Στροφόμετρο, ταχύμετρο με ολικό και μερικό χιλιομετρητή, ψηφιακές ενδείξεις για θερμοκρασία / στάθμη βενζίνης / σχέση κιβωτίου, ρολόι και λυχνίες για ABS / νεκρά /  φλας / μπαταρία /  ρεζέρβα / μεγάλη σκάλα φώτων
Ταχύμετρο με ψηφιακό ολικό και μερικό χιλιομετρητή, στροφόμετρο, ψηφιακό ρολόι, ένδειξη θερμοκρασίας και ενδεικτικές λυχνίες βενζίνης / νεκράς / φλας / μεγάλη σκάλα φώτων
Ταχύμετρο με ψηφιακό ολικό και μερικό χιλιομετρητή, στροφόμετρο, ψηφιακό ρολόι, ένδειξη θερμοκρασίας και ενδεικτικές λυχνίες βενζίνης / νεκράς / φλας / μεγάλη σκάλα φώτων
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, ψηφιακές ενδείξεις για ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές, ρολόι, θερμοκρασία ψυκτικού, στάθμη βενζίνης και ενδεικτικές λυχνίες για νεκρά / φλας / μεγάλη σκάλα φώτων / ψεκασμού / πίεση λαδιού
Αναλογικά ταχύμετρο, στροφόμετρο, ένδειξη θερμοκρασίας, βενζίνης, ψηφιακές ενδείξεις για ολικό και μερικό χιλιομετρητή / ρολόι και ενδεικτικές λυχνίες για ρεζέρβα / πίεση λαδιού / μεγάλη σκάλα φώτων / φλας / νεκρά / δυσλειτουργίας κινητήρα, αλάρμ
Στροφόμετρο, δείκτης θερμοκρασίας αναλογικός, ψηφιακό ρολόι και πολυόργανο με ενδείξεις ταχυμέτρου, ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές, οδόμετρο ρεζέρβας, λυχνίες για φλας, μεγάλη σκάλα, νεκρά, πίεση λαδιού, ψεκασμό. Αλάρμ, άγκιστρα αποσκευών, πλαϊνό σταντ
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
 
 
 
 
 
 
 
Ρύθμιση βαλβίδων (km):
7.500
10.000
24.000
12.000
24.000
12.000
40.000
Διάκενο βαλβίδων
 
 
 
 
 
 
 
 ΕΙΣ. / ΕΞ. (mm):
0,12-0,17 / 0,23-0,28
0,15 / 0,30
0,10-0,20 / 0,20-0,30
0,16 / 0,31
0,10-0,20 / 0,20-0,30
24.000
Αλλαγή λαδιού (km):
6.000
10.000 ή ετησίως
6.000
12.000
6.000
6.000
10.000
Ποσότητα λαδιού (l) / τύπος:
4,3 (4,5 με αλλαγή φίλτρου) / SAE 15W 50
3,5 / SAE 20W-50
SAE 10W40
3,6 / –
SAE 10W40
4,0 / SAE 10W 40
3,9 / SG
Τύπος φίλτρου λαδιού
 
 
 
 
 
 
 
/αλλαγή (km):
Φυσιγγίου / 6.000
Φυσιγγίου
Φυσιγγίου / 12.000
Φυσιγγίου / 12.000
Φυσιγγίου / 12.000
Φυσιγγίου / 12.000
 
Τύπος μπουζί / διάκενο (mm):
NGK RDCPR 9 E / 0,6-0,7
Bosch FR6 DDC / 0,8
NGK CR8EK / 0,65
NGK DRP 8 EVX-9 / –
NGK CR8EK / 0,65
NGK DPR8EA-9 / 0,8 - 0,9
NGK DPR8EA-9 ή ND X24EPR-U9 / 0,8 - 0,9
Tύπος φίλτρου αέρα
Χάρτινο
Χάρτινο
Χάρτινο
Χάρτινο
Χάρτινο
Χάρτινο
Χάρτινο
Τύπος υγρών φρένων
 
 
 
 
 
 
 
/ αλλαγή (km):
DOT 4 / Κάθε 2 χρόνια
DOT 4 / Κάθε 2 χρόνια
DOT 4 / Κάθε δύο χρόνια
DOT 4 / Κάθε 2 χρόνια
DOT 4 / Κάθε δύο χρόνια
DOT 4 / Κάθε 2 χρόνια
DOT 4 / 10.000 / 2 έτη
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ
 
 
 
 
 
 
 
Ισχύς εργοστασίου (hp/rpm):
98 / 8.250
85 / 6.750
96,7 / 8.400
95 / 8.000
98 / 7.600
104 / 9.500
86,2 / 7.500
Ροπή εργοστασίου (kg.m/rpm):
9,7 / 6.250
9,9 / 5.250
9,0 / 7.500
10,1 / 6.000
10,3 / 6.400
9,3 / 4.400
9,1 / 6.000
Ειδική ισχύς (hp/l):
98,2
73,9
97,1
95,3
98,3
108,9
95,8
Ελάχιστες στροφές για πλήρες άνοιγμα γκαζιού με τελ. σχέση:
2.000
2.000
2.500
2.000
2.000
2.000
2.000
Κιλά/ίππο κενή / γεμάτη:
2,20
2,88
2,29
2,31
2,1
2,0
2,20 / 2,50
Θεωρητική τελική ταχύτητα (km/h):
263
243
257
223
284
239
235
Θεωρητική ταχύτητα (km/h) ανά σχέση στο κόκκινο:
 
 
 
 
 
 
 
1.
85
83
96
83
86
94
79
2.
121
106
133
126
134
132
111
3.
155
134
171
163
173
166
140
4.
195
164
209
193
211
199
146
5.
222
189
236
223
239
223
209
6.
249
243
257
284
239
235
Στροφές κινητήρα στα 100 km/h:
3.607
3.082
3.895
3.920
3.344
3.969
3.405

 

Ετικέτες