Οδηγήσαμε Yamaha Snowmobile στον Καναδά: Τεχνικές οδήγησης

Ο μοτοσυκλετισμός του χιονιά...
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

27/2/2018

Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό η εμπειρία οδήγησης με snowmobile της Yamaha μαζί με οδηγίες για την καλύτερη προσαρμογή στην σέλα τους, απευθείας βγαλμένα από τον άνθρωπο που ξυπνά και κοιμάται μαζί τους, σε ένα μέρος που οι συνθήκες επιτρέπουν ακόμα και την καθημερινή μετακίνηση: Στον Καναδά, βόρεια του Τορόντο, σε μονοπάτια και δρόμους με παχύ χιόνι!

Κάθε χρόνο όμως αυτή η ιστορία γίνεται επίκαιρη, τουλάχιστον για την μισή Ελλάδα, καθώς στην χώρα μας το χιόνι είναι λιγάκι δύσκολο να την καλύψει από άκρη σε άκρη. Η σχέση των περισσότερων εδώ με τα Snowmobile ή καλύτερα “Sleds” όπως τα λένε εκεί, είναι περιστασιακή κι εκτός από τους πραγματικά ελάχιστους που περνούν μαζί τους αρκετούς μήνες κάθε χρόνο, οι περισσότεροι από εμάς στην καλύτερη περίπτωση έχουμε απλά οδηγήσει κάποιο νοικιασμένο ή έχουμε δανειστεί από κάποιο φίλο για μία μεγαλύτερη βόλτα.

Τα Snowmobile όμως για πολλούς μοτοσυκλετιστές ανά τον κόσμο, όπως στον Καναδά, είναι μία από τις πιο κοντινές εναλλακτικές που έχουν στην μοτοσυκλέτα, για μία μεγάλη χρονική περίοδο, κι εμείς βρεθήκαμε μαζί τους οδηγώντας τα σύγχρονα –τότε- Snowmobile της Yamaha.

Ας θυμηθούμε την δοκιμή των Yamaha Phazer R-TX / GTX, Vector RS, Venture Lite που παραχωρήθηκαν από την Yamaha Canada με την συνεργασία των Glenn Roberts, Clinton Smout, Χρήστος Μπαμπαράκος
φωτό: Χ.Μ, C.S.
 
Αποστολή του MOTO στον Καναδά – Θάνος Αμβροσιάδης Φελούκας
Αναδημοσίευση περιοδικού MOTO - τεύχος 456

Βαρομετρικό Χαμηλό...

Είναι λίγοι στην Ελλάδα αυτοί που μπορούν να φύγουν από το σπίτι τους πάνω σε ένα snowmobile, κι όσο το φαινόμενο του θερμοκηπίου καραδοκεί γίνονται ακόμα λιγότεροι. Δύσκολα λοιπόν βρίσκεις διαθέσιμα καινούρια snowmobile για δοκιμή και γι’ αυτό χρειάστηκε να ταξιδέψουμε μερικές χιλιάδες μίλια μακριά για να έχουμε τις κατάλληλες συνθήκες. Πόσο κοντά στη μοτοσυκλέτα βρίσκονται;

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που έγιναν ειδικά σεμινάρια στα ελληνικά νηπιαγωγεία για να αρχίσουν να εξοικειώνονται τα παιδιά από μικρή ηλικία με την πολυπολιτισμικότητα και την αποδοχή του συνάνθρωπου από όπου και αν προέρχεται. Στον Καναδά με τις πολυάριθμες πληθυσμιακές ομάδες κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο αλλά αυτονόητο και ίσως αυτός είναι ένας από τους λόγους που δεν γίνονται διαχωρισμοί. Όλοι είναι αποδεκτοί με τις ιδιαιτερότητες τους κι αυτό ισχύει οικουμενικά σε κάθε πτυχή της ζωής και κατ΄ επέκταση και για τις μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα δεν υπάρχει θέμα για το ποιος είναι περισσότερο μοτοσυκλετιστής, on-off, cruiser, superbike ακόμα και atv και snowmobile, όλοι ανήκουν στην ίδια ομάδα. Εμείς βέβαια τα διαχωρίζουμε ακόμα και μας αρέσει να τονίζουμε τις διαφορές, μειώνοντας ταυτόχρονα και όποια κατηγορία δεν μας αντιπροσωπεύει.

Ερπύστριες και πέδιλα

Στην καρδιά του καναδικού χειμώνα και με θερμοκρασίες σε διψήφια νούμερα υπό το μηδέν, μας δόθηκε η ευκαιρία για μια βόλτα με κάποια από τα καινούρια snowmobile της Yamaha σε συνθήκες που δύσκολα συναντά κανείς στην Ελλάδα, καταλήγοντας τελικά στο συμπέρασμα ότι με το κατάλληλο πάχος χιονιού μικρή διαφορά μπορούν να έχουν με τη μοτοσυκλέτα. Δεν περιμένεις να αρχίσεις να ιδρώνεις στους δώδεκα βαθμούς κάτω από το μηδέν και σε πολλές περιπτώσεις μπορούν να γίνουν πιο διασκεδαστικά από ATV απαιτώντας από εσένα όμως τη μέγιστη συγκέντρωση όσο ο ρυθμός ανεβαίνει. Μιάμιση ώρα βορειοδυτικά του Τορόντο στο θέρετρο Horseshoe δραστηριοποιείται η σχολή οδήγησης του Clinton Smout που ο Glenn Roberts, εκδότης του περιοδικού Motorcycle Mojo, μας έφερε σε επαφή. Η σχολή σε συνεργασία με την εκεί αντιπροσωπία της Yamaha διαθέτει όλες τις τελευταίες enduro και motocross μοτοσυκλέτες καθώς και ATV και Sleds, όπως αποκαλούν τα snowmobiles. Η ευχάριστη έκπληξη είναι ότι ένας από τους εκπαιδευτές, ο Χρήστος, είναι Έλληνας και μάλιστα γιατρός στο επάγγελμα, οπότε αυτομάτως νιώθεις άνετα. Αν γίνει κάτι στο βουνό όχι μόνο θα έχεις άμεση βοήθεια, αλλά θα συνεννοηθείς και καλύτερα για το που ακριβώς πονάς!

Ακολουθώ τον Clinton σε μια σειρά ασκήσεων εξοικείωσης όσο ο Glenn και ο Χρήστος ζεσταίνονται στην μικρή πίστα μαθημάτων της σχολής. Θα διανύσουμε μια σειρά από μονοπάτια πριν καταλήξουμε στην καλυμμένη με παχύ στρώμα χιονιού πίστα motocross κάνοντας ένα μεγάλο κύκλο μέσα και έξω από το χειμερινό θέρετρο. Ο Clinton έχει επιλέξει ανοικτά μονοπάτια για αρχή δίνοντας μου την ευκαιρία να συνηθίσω στον έλεγχο του νευρικού Phazer R-TX που ειδικά στα τμήματα ασφάλτου που το χιόνι είναι ελάχιστο θέλει συνεχώς διόρθωση με το τιμόνι και το σώμα. Μπορεί να χιονίζει τις τελευταίες μέρες συνεχώς όμως οι Καναδοί κρατούν τους δρόμους τους σε πολύ καλή κατάσταση και τα αυτοκίνητα μπορούν να κινηθούν παντού με τα χιονολάστιχα. Αλυσίδες δεν χρειάζονται και δεν ξέρουν καν τι σημαίνει, υπάρχει ειδική σήμανση για τους δρόμους που δεν καθαρίζονται το χειμώνα και αυτό όμως γιατί κάποιος άλλος καταλήγει στον ίδιο προορισμό. Το αποτέλεσμα είναι ότι με τα snowmobile ταλαιπωρείσαι όταν πρέπει να διασχίσεις δρόμο, μπορεί να έχει ένα μέτρο χιόνι δεξιά και αριστερά και να βρίσκεσαι στη μέση του πουθενά κυριολεκτικά, αλλά διακρίνεις εκτός από την άσφαλτο και τη διαγράμμιση με αποτέλεσμα να αναγκάζεσαι να οδηγείς όπως πάνω σε πάγο.

Hp vs Dp (Dog Power)

Έχοντας μπει πλέον μέσα στο δάσος αλλάζω το Phazer με το Vector και ανακαλύπτω ότι έπρεπε να είχα ξεκινήσει ανάποδα. Είναι ασύγκριτα πιο σταθερό από το Phazer και δύσκολα περιστρέφεις τη θερμαινόμενη γκαζιέρα μέχρι το τέλος, ιδιαίτερα στα κλειστά κομμάτια ανάμεσα στα δέντρα. Το σκαμμένο μονοπάτι ανηφορίζει με έντονες κλίσεις ανάμεσα από τα δέντρα κάνοντας κλειστές στροφές με μεγάλα μπερμ και μάλλον θα είναι εξίσου απολαυστικό και τους υπόλοιπους μήνες, όμως το να χαζεύεις το τοπίο είναι μια πολυτέλεια που αυτά τα snowmobile δεν σου χαρίζουν όταν αρχίσεις να παίζεις με το γκάζι.

Φυσικά και μπορείς να πας σιγά, όμως οι δυνατότητες τους σε κρατούν σε εγρήγορση. Ο Clinton πάνω στο μεγάλο Venture Lite μας οδηγεί εκτός μονοπατιών μέσα στα δέντρα και αναγκάζεται πολλές φορές να πατά με το ένα πόδι στο εσωτερικό μαρσπιέ και το άλλο στη σέλα αποδεικνύοντας ότι το ογκώδες sled θέλει μια μικρή εξοικείωση πριν αρχίσει να κυνηγά κατά πόδας τα πιο σπορ μοντέλα.

Σε αυτά σε κάθε απότομο άνοιγμα του γκαζιού τα πέδιλα σηκώνονται εύκολα ακόμα και αν είναι καλυμμένα από χιόνι και μπορείς έτσι να περάσεις πάνω από τα διαμορφωμένα σαμαράκια του μονοπατιού χωρίς να παλεύεις πάνω στη σέλα. Φτάνοντας στην πίστα με την εύκολη σχεδίαση και τα μικρά άλματα ο Clinton δεν μας αφήνει να χωθούμε δεξιά στο απάτητο αφράτο χιόνι που ξεπερνά το ένα μέτρο γιατί είναι πέρασμα των ορεινών οδοιπόρων και οι γραμμές μας θα τους ταλαιπωρήσουν με τα λεπτά σκι που φορούν. Ευτυχώς που έχουμε την πίστα δικιά μας γιατί έρχονται συνήθως και κάποιοι με πραγματικά έλκηθρα που τα σέρνουν καμιά δεκαριά σκύλοι με ευαίσθητο αυτί που δεν αντιδρά όμορφα στη φασαρία που κάνουμε. Πώς; Ναι έτσι είναι ο Καναδάς, τίποτα αφημένο στην τύχη του και με ανθρώπους που στον ελεύθερο χρόνο τους βγαίνουν στο βουνό και όχι στην καφετέρια.

Με το Phazer να μονοπωλεί το ενδιαφέρον όλων καθώς το βάρος του και ο εύστροφος κινητήρας του είναι τα ιδανικά για να αρχίσεις τα άλματα, το παιχνίδι αρχίζει και τελειώνει γρήγορα αφού ο ήλιος που εξαφανίζεται από το μεσημέρι αφήνει λίγα περιθώρια χρόνου. Επιστρέφουμε με το αυτοκίνητο περνώντας από μερικούς δρόμους που πιο πριν διασχίζαμε κάθετα με τα snowmobile, "δεν θα ήταν ωραίο να επιστρέφεις στο σπίτι με sled;" ρωτάω τον Glenn. "Ωραίο αλλά περίεργο για μέσα στην πόλη, ακόμα και τα δρομάκια των γκαράζ είναι καθαρά από χιόνι, κάθε πότε θα άλλαζες ερπύστριες;" Ετοιμάζω υποτιτλισμένο βίντεο από δικό μας κεντρικό δελτίο ειδήσεων για να του το στείλω. Θα πεθάνει στα γέλια με το "δολοφονικό κύμα κακοκαιρίας".                     

Riding Tips: Μεγάλες Κατηφόρες

Στις μεγάλες κατηφόρες δεν μπορείς να βασιστείς στο φρένο. Μπλοκάροντας την ερπύστρια το snowmobile θα γίνει ένα έλκηθρο που θα αρχίσει να τσουλάει στην κατηφόρα επιταχυνόμενο. Μικρές διορθώσεις με ελάχιστη πίεση στη μανέτα μπορούν να γίνουν, ωστόσο ο κινητήρας είναι αυτός που προσφέρει το δυνατότερο φρένο. Το σώμα πρέπει να έρθει όσο το δυνατόν πιο πίσω και βοηθά και εδώ αν είστε όρθιοι έτοιμοι να δώσετε βάρος προς την μεριά που θέλετε να στρίψετε στο τέλος της κατηφόρας.

Riding Tips: Στροφή σε επίπεδο έδαφος

Το τιμόνι προσφέρει ελάχιστη βοήθεια κατά το στρίψιμο, αν δεν βοηθήσετε με το σώμα τότε μόνο αν κινήστε με ταχύτητες ελαφρού βαδίσματος θα μπορέσει το snowmobile να στρίψει. Είναι απαραίτητο να ρίξετε όλο το βάρος σας στο εσωτερικό της στροφής πλαγιάζοντας με το σώμα όσο το δυνατόν περισσότερο κρατώντας σταθερό το γκάζι. Στόχος είναι να πατήσει στο χιόνι το εσωτερικό πέδιλο όσο πιο δυνατά γίνεται για να στρίψετε με μεγάλη ταχύτητα. Σε πολύ κλειστές στροφές μπορείτε να πατήσετε και με τα δυο πόδια στο εσωτερικό μαρσπιέ με το σώμα σε όρθια θέση, αλλά με μεγάλη ταχύτητα στην έξοδο γίνεται έτσι πολύ εύκολο να αναποδογυρίσετε. Σε γενικές γραμμές κι ανάλογα με το πάχος του χιονιού και το πόσο σκληρό. είναι θα μπορέσετε να στρίψετε πλαγιάζοντας το σώμα αρκετά χωρίς τον κίνδυνο να βρεθείτε από κάτω με την ερπύστρια στον αέρα. Υπάρχει ένα μεγάλο περιθώριο από τη στιγμή που θα σηκωθεί το εξωτερικό πέδιλο μέχρι το σημείο της τούμπας.

Riding Tips: Τραβέρσα

Σε αντίθεση με τη στροφή το βάρος τώρα πρέπει να πέφτει στο πέδιλο που βρίσκεται ψηλότερα, αντίθετα δηλαδή από την κλίση. Το πρόβλημα είναι αν υπάρχει και στροφή με τη φορά της κλίσης. Σε αυτή την περίπτωση πάλι το βάρος δίνεται αντίθετα της κλίσης του εδάφους και με το σώμα όρθιο είμαστε έτοιμοι να εξισορροπήσουμε την πίεση στα μαρσπιέ μέχρι το snowmobile να αρχίσει να στρίβει χωρίς το πέδιλο που βρίσκεται ψηλότερα να χάσει στιγμή την επαφή του με το χιόνι.

Riding Tips: Στεγνή άσφαλτος

Υπάρχει περίπτωση να χρειαστεί να διασχίσετε άσφαλτο που έχει καθαριστεί τελείως από το χιόνι. Αν υπάρχει έστω και λίγο το snowmobile θα μπορεί να στρίψει αλλά αν είναι τελείως στεγνή χωρίς καν αυτή την ανάμειξη χιονιού και αλατιού τότε δεν έχετε τιμόνι. Σε αυτή την περίπτωση σημαδεύουμε από πριν το σημείο εξόδου, ελέγχουμε την κυκλοφορία και με το γκάζι ανοικτό χωρίς να το κλείσουμε περνάμε όσο πιο κάθετα γίνεται την άσφαλτο για να ξαναμπούμε στο χιόνι. Όπως και στα σημεία που υπάρχουν κλαδιά και βράχοι που δεν είναι καλυμμένοι, τα πέδιλα και η ερπύστρια ταλαιπωρούνται και φθείρονται οπότε τέτοια κομμάτια θα πρέπει να αποφεύγονται όταν αυτό είναι δυνατό.  

 

Phazer R-TX / GTX: Παιχνίδι για όλους

Μπορεί να μην είναι το απολύτως δυνατότερο της σπορ σειράς, όμως ο τετράχρονος δικύλινδρος κινητήρας των 499 κυβικών είναι εύστροφος και η μετάδοση άμεση χωρίς να χάνει καθόλου σε προοδευτικότητα. Η δύναμη καταλήγει στην στενή ερπύστρια ελεγχόμενα χωρίς να τρομάζει. Το R-TX δεν δυσκολεύτηκε στο ξεκίνημα σε ανηφορικό έδαφος με αφράτο χιόνι ενώ ήταν το ευκολότερο από τα υπόλοιπα τρία στις μανούβρες. Το μικρό του βάρος διευκόλυνε ακόμα περισσότερο το χειρισμό του, όμως ο νευρικός χαρακτήρας του απαιτεί εξοικείωση. Ο τρόπος που χοροπηδά δεξιά-αριστερά γίνεται κουραστικός στις ευθείες και σε παγωμένα τμήματα που το σώμα πρέπει να κινείται συνεχώς για να παραμείνει σταθερό στην πορεία του. Στις στροφές όμως και στην πίστα του motocross αποδείχτηκε ιδιαίτερα ευκίνητο και στα άλματα τα διπλά ψαλίδια της εμπρός ανάρτησης διαχειρίζονταν με ευκολία την προσγείωση ενώ η ράβδος εξισορρόπησης εκμηδένιζε την ανάγκη για μικροδιορθώσεις.

Τεχνικά Χαρακτηριστικά:
Κινητήρας:
Τετράχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος 499 κυβικών 
Τροφοδοσία:
Θερμαινόμενος ψηφιακός ψεκασμός T.C.I.
Διαστάσεις ερπύστριας  (mm):
3072 x 356 x 25
Διαστάσεις Μήκος / Πλάτος(mm):
2820 / 1215
Ανάρτηση εμπρός / Διαδρομή(mm) :
Ανεξάρτητη, με διπλά ψαλίδια και ράβδο εξισορρόπησης, ελατήριο αερίου / 236
Ανάρτηση πίσω / Διαδρομή(mm) :
Δύο αμορτισέρ / 412
Ιπποδύναμη (hp):
85

 

Vector RS: Ισιώνει τα μονοπάτια

Το μεγάλο γρήγορο snowmobile φωνάζει περιπέτεια ακόμα και όταν όλα είναι πράσινα. Ο τρικύλινδρος τετράχρονος κινητήρας των 1049 κυβικών μπορεί να σπινάρει με ευκολία την ερπύστρια πλάτους 381mm και θέλει ιδιαίτερη προσοχή σε παγωμένα κομμάτια. Χωρίς να διαθέτει αυτή την όρεξη για στροφές με το ένα πέδιλο που έχει το Phazer παραμένει ευκίνητο ανάμεσα στα δέντρα και σε κλειστές μανούβρες ενώ στις ευθείες είναι ιδιαίτερα σταθερό. Με την θέση οδήγησης να είναι άνετη χωρίς να έρχεται το τιμόνι πολύ ψηλά, το Vector είναι σχεδιασμένο για γρήγορες μακρινές διαδρομές και η ανάρτηση πίσω με διαδρομή 294mm και ομαλή απόσβεση, εκτός απ’ ότι καθιστά τα άλματα εφικτά, επιτρέπει στον αναβάτη να μένει στη σέλα για μεγάλο διάστημα χωρίς να αρχίσει να πάσχει από ορθοπεδικά προβλήματα.    

Τεχνικά Χαρακτηριστικά:
Κινητήρας:
Τετράχρονος, υγρόψυκτος, τρικύλινδρος 973 κυβικών 
Τροφοδοσία:
Θερμαινόμενα καρμπυρατέρ Keihin 40mm
Διαστάσεις ερπύστριας  (mm):
3454 x 381 x 32
Διαστάσεις Μήκος / Πλάτος(mm):
3000 / 1225
Ανάρτηση εμπρός / Διαδρομή(mm) :
Ανεξάρτητη, με διπλά ψαλίδια και ράβδο εξισορρόπησης, πλήρως ρυθμιζόμενα αμορτισέρ 40mm / 229
Ανάρτηση πίσω / Διαδρομή(mm) :
Ένα αμορτισέρ / 297
Ιπποδύναμη (hp):
120

 

Venture Lite: Εργαλείο ακριβείας

Το ογκώδες, μακρύ Venture ξεγελά με τον όγκο του το μάτι που το νομίζει ιδιαίτερα δυνατό, αλλά έχει και αυτό τον δικύλινδρο κινητήρα των 499 κυβικών. Σαφώς προσανατολισμένο για όλες τις δουλειές εκτός από τη σπορ οδήγηση φιλοξενεί άνετα δύο άτομα στη μεγάλη σέλα του και έχει αρκετή ροπή χαμηλά για να ανταπεξέλθει σε παχύ χιόνι φορτωμένο. Πολύ πιο κοντά σε φιλοσοφία με τα ATV έχει φαρδιά και χοντρή ερπύστρια και παρά τον όγκο του το αλουμινένιο πλαίσιο καταφέρνει να κρατήσει το συνολικό βάρος χαμηλά. Για τον ίδιο λόγο και η κατανάλωση είναι χαμηλή ενώ το μεγάλο 32,9 λίτρων ρεζερβουάρ του χαρίζει ικανοποιητική αυτονομία. Η σέλα του συνεπιβάτη αφαιρείται εύκολα για να αυξηθεί η δυνατότητα φόρτωσης και για να τονιστεί ακόμα περισσότερο ο σκληροτράχηλος χαρακτήρας του. Στα κλειστά κομμάτια με μικρές ταχύτητες κινείται με ακρίβεια η οποία χάνεται όσο ο ρυθμός ανεβαίνει, όμως στα ανοικτά και τις ευθείες συμπεριφέρεται ως τρένο ακόμα και με το γκάζι στο τέρμα περνώντας πάνω από οτιδήποτε, σταθερό στην πορεία του.

Τεχνικά Χαρακτηριστικά:
Κινητήρας:
Τετράχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος 499 κυβικών 
Τροφοδοσία:
Θερμαινόμενος ψηφιακός ψεκασμός T.C.I.
Διαστάσεις ερπύστριας  (mm):
3648 x 381 x 32
Διαστάσεις Μήκος / Πλάτος(mm):
3150 / 1215
Ανάρτηση εμπρός / Διαδρομή(mm) :
Ανεξάρτητη, ράβδο εξισορρόπησης, / 180
Ανάρτηση πίσω / Διαδρομή(mm) :
Pro Comfort / 292
Ιπποδύναμη (hp):
80

 

Horseshoe Riding Adventures Powered by Yamaha

Ευχαριστούμε τον Clinton Smout για τον χρόνο του και την διάθεση των snowmobile και του εξοπλισμού:

1101 Horseshoe Valley Rd.

Comp 10, RR#1, Barrie ON, Canada L4M4Y8

[email protected]

705.835.2790 ext. 1288

www.cmts.org

 

Ευχαριστούμε τον Clenn Roberts, εκδότη του Motorcycle Mojo, για την οργάνωση της επίσκεψης: www.motorcyclemojo.com
 

          

 

Husqvarna 500 GP

Η σουηδική έκπληξη
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

17/8/2017

Σε μια εποχή που οι βρετανικές τετράχρονες αγωνιστικές GP έπνεαν τα λοίσθια, όταν το πρώτο κύμα ιαπωνικών δίχρονων ετοιμαζόταν να κατακλύσει τις πίστες των GP, μια μοτοσυκλέτα την οποία έφτιαξε, οδήγησε και συντήρησε ένας άνθρωπος μόνος του, κατάφερε, με την υποστήριξη μιας εταιρείας άσχετης με τους αγώνες ταχύτητας, να αφήσει το στίγμα της στην Ιστορία. Ήταν ένα δικύλινδρο δίχρονο Husqvarna 500, και ο “πατέρας” της επιτυχίας του λεγόταν Granath, Bo Granath

Αν γινόταν ένας διαγωνισμός με την ερώτηση “Ποιος κατασκευαστής ήταν ο πρώτος που αγωνίστηκε με δίχρονη μοτοσυκλέτα για μια ολόκληρη περίοδο στα GP 500;”, ελάχιστοι θα αναγνώριζαν τη Husqvarna. Η μικρή της περιπέτεια στους αγώνες ταχύτητας τη δεκαετία του ’70 δείχνει σήμερα τόσο απίθανη όσο και τότε, διότι στο δεύτερο μισό ενός αιώνα κατασκευής μοτοσυκλετών –που εορτάστηκε το 2003 με τον τίτλο του Eddy Seel στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Supermoto, αν και με λιγότερες τυμπανοκρουσίες από τη συνομήλικη Harley-Davidson– οι Σουηδοί είχαν αφοσιωθεί σχεδόν αποκλειστικά στο χώμα, κερδίζοντας 16 παγκόσμια πρωταθλήματα ΜΧ και άλλα 26 στο Enduro.

Όμως, εκτός των μυθικών 350/500 δικύλινδρων V 50 μοιρών αγωνιστικών GP με τα οποία έτρεξαν τη δεκαετία του ’30 οι Βρετανοί Stanley Woods και Ernie Nott, η Husqvarna δεν είχε καμία άλλη ασφάλτινη παράδοση. Αυτά, μέχρι την ανέλπιστη επιτυχία του Bo Granath, ο οποίος τερμάτισε στην εκπληκτική πέμπτη θέση της γενικής κατάταξης των GP 500 το 1972, με ένα δίχρονο δικύλινδρο που εξελίχθηκε με τη βοήθεια της Husqvarna, επιτρέποντάς της να διεκδικήσει την τέταρτη θέση στην κατάταξη των Κατασκευαστών – ψηλότερα από τη Suzuki!

Ένα motocross στα Grand Prix

Συνεχίζοντας να αγωνίζεται στα 63 του χρόνια με ένα Husaberg Supermono κι ένα GSX-R 600, ο γεννημένος στη Στοκχόλμη Bo απολαμβάνει μια συνεχή αγωνιστική δραστηριότητα τεσσάρων δεκαετιών που ξεκίνησε το 1961. Την ίδια εποχή που έτρεχε στο σουηδικό πρωτάθλημα, αλλά και σε σποραδικούς αγώνες GP με τα αγαπημένα του βρετανικά μονοκύλινδρα, ο Βο ξεκινούσε μια επιχείρηση που σήμερα ανθεί, εισάγοντας στις σκανδιναβικές χώρες αγωνιστικά εξαρτήματα και τα λάδια Motul. Το 1963 έτρεξε  για πρώτη για πρώτη φορά στο Isle of Man TT, ενώ μέχρι το 1967 ήταν ένας πλήρους απασχόλησης αναβάτης αγώνων, αναγνωρισμένος ως ένας από τους καλύτερους ιδιώτες στα GP – αλλά πλέον έψαχνε για τη μοτοσυκλέτα που θα του επέτρεπε να ξεπεράσει τις ορδές των μονοκύλινδρων στις κατηγορίες των 350 και 500cc.

Η Husqvarna είχε χτίσει ένα αξεπέραστο ρεκόρ στους χωμάτινους αγώνες τη δεκαετία του ’60, με τους Rolf Tibblin, Bill Nilsson και Torsten Hallman να κυριαρχούν στο παγκόσμιο ΜΧ από το 1959. Ωστόσο, ο αρχιμηχανικός της ομάδας, Ruben Helmin, ήταν οπαδός της ταχύτητας κι αυτό εξηγεί πώς ένα μονοκύλινδρο δίχρονο 250cc εξελίχθηκε ολοκληρωτικά από εξαρτήματα ΜΧ του εργοστασίου, ακόμη και το πλαίσιο, και αγωνίστηκε επιτυχώς το 1966 με τον Kent Anderson, μετέπειτα παγκόσμιο πρωταθλητή GP125. Ήταν ο Bo Granath που το πρωτοέτρεξε στα 350, τη χρονιά που πήρε τίτλο σε τρεις κατηγορίες στο σουηδικό πρωτάθλημα: στα 500 με το δικό του Matchless G50, στα 125 με ένα πρώην εργοστασιακό ΜΖ και στα 350 με το μονοκύλινδρο Husqvarna!

“Σκεφτόμουν ότι ένα δικύλινδρο 500, με δύο κυλίνδρους 250cc των ΜΧ της Husqvarna, θα ήταν ό,τι πρέπει για να κερδίσεις τα αγγλικά μονοκύλινδρα”, λέει ο Βο. “Ζήτησα από το εργοστάσιο να μου φτιάξει έναν τέτοιο κινητήρα, είχαν ήδη ένα πρωτότυπο που φτιάχτηκε χρησιμοποιώντας το πλαίσιο ενός Norton Manx, αλλά μου απάντησαν ότι επρόκειτο για ένα πειραματικό μοτέρ και δεν ήταν καλή ιδέα. Πάντως, έφτιαξαν μερικά σχέδια, και μέχρι το 1968 το μοτέρ είχε φτιαχτεί με μικρό κόστος. Οι δύο κύλινδροι προέρχονταν από αγωνιστικά ΜΧ 250 και τα μόνα εξαρτήματα που έπρεπε να σχεδιαστούν από λευκό χαρτί ήταν τα κάρτερ, το μεσαίο κομμάτι του στροφάλου και ο πρωτεύων άξονας του κιβωτίου”.

Ο ίδιος ο Granath ανέλαβε να τροποποιήσει ένα πλαίσιο από ΜΧ 250 και, όταν το έκανε, συμπλήρωσε τη μοτοσυκλέτα με πιρούνι Ceriani, τροχούς και φρένα Fontana. Έτρεξε με αυτό στους δύο τελευταίους αγώνες του σουηδικού πρωταθλήματος, χάνοντας τη νίκη στο Linkoping για ένα μέτρο και τον τίτλο του για ένα βαθμό – έχοντας τρέξει ολόκληρο τον αγώνα χωρίς συμπλέκτη και με βίαιους κραδασμούς από το δικύλινδρο μοτέρ…

Τελικά οι Σουηδοί, μετά από 7 χρόνια, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αξία της υγρόψυξης και στους αγώνες ΜΧ

Καπνός στην Ισπανία

Αυτή η μοτοσυκλέτα άφηνε πολλές υποσχέσεις, καθώς ζύγιζε μόλις 120 κιλά, πολύ λιγότερο από τον τετράχρονο ανταγωνισμό. Έτσι ο Βο έφτιαξε μια δεύτερη 350cc και, με τον εαυτό του ως μηχανικό και αναβάτη ταυτόχρονα, ξεκίνησε την αγωνιστική περίοδο του 1969.

“Ειδικά το 500 ήταν πολύ γρήγορο, στους περισσότερους αγώνες βρισκόμουν μπροστά πριν εγκαταλείψω για οποιονδήποτε λόγο”, θυμάται. Ήταν ουσιαστικά η πρώτη δίχρονη αγωνιστική μοτοσυκλέτα των GP 500, πριν την έλευση της δίχρονης επανάστασης που θα ακολουθούσε, αλλά η Ιστορία δεν άφησε το όνομα του Βο να γραφτεί στα βιβλία της. Στον εναρκτήριο αγώνα της χρονιάς, ο Βο κρατούσε την τρίτη θέση όταν από τους κραδασμούς διαλύθηκε η ανάφλεξη. Τελικά τρίτος τερμάτισε ο Ginger Molloy που τον ακολουθούσε με ένα μονοκύλινδρο Bultaco, σημειώνοντας την πρώτη άνοδο σε βάθρο GP με δίχρονη μοτοσυκλέτα.

“Είχαν ραγίσει τα κάρτερ στα δοκιμαστικά, οπότε τηλεφώνησα στη Σουηδία να μου στείλουν ένα νέο κινητήρα και καπνό. Η γραμμή όμως ήταν χάλια και έτσι άκουσαν μόνο τον καπνό, και αυτό ήταν το μόνο που έλαβα. Όταν γύρισα στη Σουηδία, όλοι έλεγαν για το τηλεφώνημα του Βο που ζητούσε να του στείλουμε καπνό στην Ισπανία!”

Εκείνη τη χρονιά η μοτοσυκλέτα της Husqvarna εγκατέλειψε σε 17 από τους 23 αγώνες, αλλά ο Βο κατάφερε να πάρει τη νίκη στον τελευταίο αγώνα. “Όλη η χρονιά ήταν μια κόλαση, σε κάθε αγώνα έπρεπε να ανοίξω τον κινητήρα μόνος μου και να φτιάξω το κιβώτιο, κάθε φορά άλλαζα δίσκους συμπλέκτη. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα, αλλά είχα και πολλά άλλα. Τελικά αποφάσισα να παρατήσω το 350 και να επικεντρωθώ στο 500”.

Στο μεταξύ, η Kawasaki παρουσίαζε το H1R, ξεκινώντας το κύμα των δίχρονων GP που ο Βο είχε προβλέψει…

Τρέμε Agostini!

Την επόμενη χρονιά η Husqvarna παρουσίασε μια νέα γκάμα αγωνιστικών ΜΧ, με νέους κινητήρες. Ο Ruben Helmin δεν έχασε την ευκαιρία και έφτιαξε έναν νέο δικύλινδρο, σχεδιασμένο εξαρχής για τον Βο. Μάλιστα, οι Σουηδοί έστειλαν έναν κινητήρα στην Αγγλία και τη Seeley για να τους φτιάξουν εκεί ένα πλαίσιο, το οποίο ήταν έτοιμο λίγο πριν τον αγώνα στο Assen το 1971. “Ήταν απίστευτο! Έστριβε απίθανα, έξυνα συνεχώς τις εξατμίσεις, αλλά η μοτοσυκλέτα μου ήταν βιδωμένη στην άσφαλτο. Μόνο ο κινητήρας ήθελε λίγη δουλειά, δεν έβγαζε όση δύναμη θα ήθελα, αλλά ήξερα ότι αυτή ήταν η μοτοσυκλέτα που ονειρευόμουν για τρία χρόνια!”

Ο αερόψυκτος δικύλινδρος σε σειρά κινητήρας δεν είχε προβλήματα αξιοπιστίας, ειδικά μετά από κάμποση δουλειά που έκανε μόνος του ο Granath. Οι αποδείξεις άρχισαν να έρχονται: όγδοη θέση στο σουηδικό GP του ’71, έκτη στο Ulster, δέκατη στη Monza.

Η επόμενη χρονιά ήταν γεμάτη υποσχέσεις. Η περίοδος του 1972 έφερε το πρώτο βάθρο για τον Granath, αυτό που ονειρευόταν για πολλά χρόνια. Μετά από έναν σκληρό αγώνα 45 γύρων στο αυστριακό GP του Saltzburgring τερμάτισε τρίτος, μπροστά από τις ορδές τρικύλινδρων δίχρονων Kawasaki και ο Βο βρισκόταν δεύτερος στη βαθμολογία πίσω από τον Agostini και την MV Agusta του. Στο σουηδικό GP του 1972 ανέβηκε στην τρίτη θέση του βάθρου, επιτυχία που ακούστηκε πολύ στη χώρα του και έκανε τους ανθρώπους της Husqvarna ιδιαίτερα περήφανους, ειδικά διότι τότε υπήρχε μια άλλη σουηδική εταιρεία, η Crescent, την οποία κέρδισε κατά κράτος! Ο Βο κυνηγούσε μέχρι τέλους την τρίτη θέση του πρωταθλήματος, αλλά μια σπασμένη κλείδα στον αγώνα των 350 στο Montjuich τού στέρησε την ευκαιρία να τη διεκδικήσει. Τελικά κατετάγη πέμπτος εκείνη τη χρονιά, αλλά το κατόρθωμά του ήταν τεράστιο, καθώς όλη τη χρονιά αγωνιζόταν ταυτόχρονα και με ένα Yamaha στα 350 (“αυτό ήθελε μόνο τη συνηθισμένη συντήρηση και αναλώσιμα, δεν χαλούσε όπως το Husqvarna που ήθελε ολόκληρο λύσιμο σε κάθε αγώνα…”), ήταν ο ίδιος μηχανικός του εαυτού του και στις δύο κατηγορίες και έκανε και τη στρατιωτική του θητεία! Απίστευτο;

Τα επόμενα χρόνια, η Husqvarna πειραματίστηκε με βαλβίδες reed, αλλά τα πολλά μηχανικά προβλήματα δεν επέτρεψαν στον Βο να έχει επιτυχίες. Ο ίδιος μάλιστα τροποποίησε το μοτέρ του κάνοντάς το υγρόψυκτο και προσπάθησε να πείσει τη Husqvarna πώς αυτός ήταν ο δρόμος του μέλλοντος, αλλά δεν τον άκουσαν. Τελικά οι Σουηδοί, μετά από 7 χρόνια, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αξία της υγρόψυξης και στους αγώνες ΜΧ… Στο μεταξύ, ο Granath συνέχισε να αγωνίζεται στα σκανδιναβικά πρωταθλήματα, κατατροπώνοντας μοτοσυκλέτες όπως οι Kawasaki KR500, Suzuki RG500 και Yamaha TZ750 με δικές του εκδόσεις του δικύλινδρου δίχρονου κινητήρα σε διάφορους κυβισμούς και παίρνοντας όλους τους τίτλους στις κατηγορίες 250, 350 και 750cc το 1976, πριν σταματήσει να ασχολείται με τους αγώνες επαγγελματικά.

Δίχρονη καταιγίδα

Το αγωνιστικό Husky 500 του Βο έμεινε στο γκαράζ του όπως ακριβώς ήταν όταν τερμάτισε τον τελευταίο αγώνα το 1976. Ο ίδιος το ξανάβγαλε έξω το 1997 για μια επετειακή εκδήλωση στο Sachsenring και, πρόσφατα, για το TT Centennial Classic στο Assen – όπου είχα την ευκαιρία, μετά από πρόσκληση του Βο, να οδηγήσω αυτήν την μοναδική μοτοσυκλέτα.

Συγκριτικά με τα δίχρονα Suzuki και Kawasaki, το Husky δείχνει χαμηλότερο, ελαφρύτερο και πιο ευέλικτο, χάρη στο πλαίσιο της Seeley θυμίζει αρκετά τη θέση οδήγησης των Matchless G50. Ο κινητήρας, με διαστάσεις 69,5 x 64,5 που μας κάνουν 489cc, φορούσε στρόφαλο 180 μοιρών για να απόσβεση των κραδασμών. Όπως είχε τρέξει το 1976, οι αερόψυκτες κεφαλές πατούσαν πάνω στους δικούς του υγρόψυκτους κυλίνδρους, ενώ η τροφοδοσία είχε ανατεθεί σε ένα ζευγάρι Mikuni 34mm από Yamaha TZ350. Σε αυτή τη μορφή ο Βο λέει ότι αποδίδει 65 ίππους στις 8.500 στροφές, εξαιρετική απόδοση για μια μοτοσυκλέτα 117 κιλών (με υγρά, χωρίς βενζίνη), συγκρίσιμη με τους 82 ίππους των τρικύλινδρων Kawasaki που ζύγιζαν 135 κιλά.

Αυτό αποδείχθηκε στην πίστα, όπου το Husky τραβούσε καθαρά και δυνατά από τις 4.000 στις σφιχτές στροφές Karlsloga και δεν υπήρχε κανένας λόγος να χρησιμοποιήσω την πολύ κοντή πρώτη. Αλλά από τις 6.500 και πάνω στο στροφόμετρο της Krober η δύναμη έρχεται καταιγιστικά, μέχρι τις 9.500 που αρχίζει η πτώση – αν και μπορείς να το παρακάνεις λιγάκι μέχρι λίγο πάνω από τις 10.000, γλυτώνοντας μια-δυο αλλαγές. Το αγωνιστικό κιβώτιο επιτρέπει ακριβέστατες “καρφωτές” αλλαγές και οι πέντε τελευταίες σχέσεις είναι σωστά κλιμακωμένες ώστε να σου επιτρέπουν να είσαι συνεχώς μέσα στην καλή περιοχή του κινητήρα, ανεβάζοντας σχέση από τις 9.000 και πάνω. Σπάνια θα χρειαστεί να πατινάρεις με τον συμπλέκτη στην έξοδο της στροφής, δείγμα της ελαστικότητας του μοτέρ με καταβολές από ΜΧ, αποδίδει τη δύναμή του γλυκά και προοδευτικά σαν τα μεταγενέστερα Yamaha με βαλβίδες reed, και καθόλου απότομα, όπως περίμενα.

Η επιτάχυνση είναι πολύ δυνατή για τα δεδομένα της δεκαετίας του ’70, με τη σημαντική συνδρομή του μικρού βάρους του Husqvarna. Η ελαφριά αίσθηση φαίνεται πολύ και στον τρόπο που αλλάζει κατεύθυνση, στον τρόπο που ο μπροστινός τροχός σηκώνεται στο αέρα κάθε φορά που βγαίνω από το σικέιν με τρίτη – αυτό με έκανε να εκτιμήσω και το Ohlins σταμπιλιζατέρ εποχής που έχει τοποθετήσει ο Βο. Κι όμως, το δίχρονο Husky δεν είναι νευρικό ούτε ασταθές σε καμία περίπτωση, ούτε όταν συναντά ανωμαλία στην άσφαλτο, ούτε με τέρμα γκάζι στη γρήγορη δεξιά που οδηγεί στην τεράστια ευθεία της πίστας. Αν και έχει κάμποσους κραδασμούς στις χαμηλές στροφές, όπως όλα τα δικύλινδρα με στρόφαλο 180 μοιρών, όσο οι στροφές ανεβαίνουν τόσο ηρεμεί η κινητήρας, ενώ χάρη στις ελαστικές βάσεις του μοτέρ δεν συνάντησα ενοχλητικούς κραδασμούς ούτε καν δουλεύοντάς το στα κόκκινα.

Το CBR, o λόξυγγας και μια σπασμένη μπιέλα

Ωστόσο, στο πρώτο κομμάτι της δοκιμής αντιμετώπισα δύο προβλήματα, με τα φρένα και το πιρούνι. Ο δίσκος 280mm μπροστά είχε πολύ ξύλινη αίσθηση, ζητούσε πολλή δύναμη στη μανέτα και πάλι δεν έδινε το δάγκωμα που θα περίμενα, οπότε έπρεπε να ζορίσω αρκετά τον πίσω δίσκο της Brembo για να επιβραδύνω το Husqvarna από ταχύτητες της τάξης των 180-190 χιλιομέτρων. Δεν πιστεύω ότι έφταιγαν οι δαγκάνες, έχω οδηγήσει κι άλλες μοτοσυκλέτες με δαγκάνες AP Lockheed, πιθανότατα το φταίξιμο πρέπει να αποδοθεί στα γερασμένα τακάκια και τους παλιούς ατσάλινους δίσκους που ο Βο νομίζει ότι προέρχονται από κάποιο Yamaha.

Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το πιρούνι, που, πολύ απλά, είχε ανεπαρκέστατες αποσβέσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, το να κρατώ ανοιχτό το γκάζι μέσα στη στροφή σήμαινε πολλά κουνήματα, με το Husky να δείχνει μια σαφή πρόθεση να με στείλει στην αμμοπαγίδα. Το μόνο που με έσωσε, αρκετές φορές, ήταν η σπουδαία πρόσφυση των σύγχρονων ελαστικών της Avon.

Σταματώντας για λίγη θεραπεία από τον κύριο Granath –για τη μοτοσυκλέτα φυσικά– αποκαλύφθηκε ότι το ένα καλάμι του πιρουνιού δεν είχε σταγόνα λάδι μέσα του. Γεμίζοντάς το, η κατάσταση βελτιώθηκε και μπορούσα πλέον να κρατώ μεγαλύτερες ταχύτητες μέσα στη στροφή, εκμεταλλευόμενος την άριστη συμπεριφορά του πλαισίου της Seeley. Πίσω η μοτοσυκλέτα φοράει δύο πιο σύγχρονα αμορτισέρ Ohlins, αλλά ο Βο αγωνιζόταν τότε με Girling. Στους γύρους που έκανα, σπάνια με απασχόλησε κάποιο μικρό κούνημα πίσω, μάλιστα δεν με απέτρεψε από το τα κυνηγηθώ με ένα CBR600 που γυρνούσε την ίδια ώρα στην πίστα. Μπορεί να μ’ έπαιρνε κάθε φορά στα φρένα, αλλά θα έβρισκα την ευκαιρία να του ρίξω στην ευθεία, περνώντας τον σα να είχε μείνει κολλημένος με τέταρτη σχέση!

Εντάξει, ο τύπος με το Honda γέλασε τελευταίος – κι εγώ ήμουν τυχερός που δεν απογειώθηκα όταν το Husqvarna κόλλησε με σπασμένη πέμπτη στην ευθεία. Κατάφερα να μην πέσω και να επιστρέψω στα pits, όπου ανακαλύψαμε ότι το πρόβλημα ήταν μια σπασμένη μπιέλα. Ο Βο πιστεύει ότι ήταν το αποτέλεσμα ενός “λόξυγγα” που είχε παρατηρήσει παλιότερα και εκδηλώθηκε πλήρως τώρα. Παρ’ όλα αυτά, αν και το παιχνίδι μου με το Husky τέλειωσε λίγο νωρίτερα απ’ ό,τι θα ήθελα, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω και να αξιολογήσω μια μοτοσυκλέτα που θεωρώ ως έναν από τους μεγαλύτερους αφανείς ήρωες στην ιστορία των αγώνων GP.

Tο δίχρονο Husky δεν είναι νευρικό ούτε ασταθές σε καμία περίπτωση, ούτε όταν συναντά ανωμαλία στην άσφαλτο

Δεν τα παρατώ ποτέ

Με τα δεδομένα των μετέπειτα ιαπωνικών μοτοσυκλετών, αυτό το Husqvarna είναι τρόπον τινά ένα φτιαγμένο στο σπίτι σπεσιαλάκι, με αυτούς τους κυλίνδρους που ο Βο έκανε μόνος του υγρόψυκτους και την περίεργη εμφάνιση του “υβριδικού” κινητήρα που τονίζεται από τις αερόψυκτες κεφαλές. Το Husky του Bo Granath ήταν ένας άξιος διεκδικητής του βάθρου των GP 500, κι αυτή είναι η μέγιστη διάκριση για μια μοτοσυκλέτα που αγωνίζεται σε αυτήν την κορυφαία κατηγορία. Το μόνο που έλειψε ποτέ από αυτό το αποδοτικό αγωνιστικό πακέτο ήταν η πλήρης χρηματοδότηση. Αν ο Βο δεν επεδίωκε να ασχολείται αποκλειστικά ο ίδιος με το μηχανάκι του, αν η Husqvarna προσπαθούσε να στήσει σε συνεργασία με τη Seeley μια κανονική αγωνιστική μοτοσυκλέτα ως διάδοχο των τετράχρονων μονοκύλινδρων, τότε η Ευρώπη θα είχε βρει μια άξια αντίπαλο στα ΤΖ350 και Η1R στην κατηγορία των 500cc – τουλάχιστον μέχρι το 1966 που ήρθε το RG500 και άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού. Το Husky ήταν ευκολότερο σε σχέση με το ΤΖ350, αν και θα έπρεπε να οδηγείς μονίμως στο όριο για να ανταγωνιστείς τα τρικύλινδρα Kawasaki. Αλλά ζώντας μαζί του μέρα με τη μέρα, όπως έκανε ο Granath, μάθαινες πώς να πηγαίνεις πολύ γρήγορα και μπορούσες να καταφέρεις πολλά – το απέδειξε ο Βο στη θρυλική σεζόν του 1972.

Ο ίδιος ο Agostini έχει αναγνωρίσει τον Granath και το Husqvarna του ως την ταχύτερη ιδιωτική συμμετοχή της δεκαετίας του ’70. Και, στο κάτω-κάτω της γραφής, αυτό το Husky δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια σπέσιαλ μοτοσυκλέτα φτιαγμένη στο σπίτι, σχεδιασμένη και συντηρημένη από τον ίδιο ένα άνθρωπο που την οδηγούσε με απίθανο τρόπο – και με ελάχιστη βοήθεια από ένα εργοστάσιο που ειδικευόταν σε χωματερές μοτοσυκλέτες. Αυτά που κατάφερε, παρά τα αμέτρητα προβλήματα που αντιμετώπισε, με απολύτως ελάχιστους πόρους και μετά από πολλές απογοητεύσεις, λένε πολλά για το ποιόν του ανθρώπου Bo Granath. Το ρητό της ομάδας του θα πρέπει να ήταν “Δεν τα παρατώ ποτέ”, απλούστατα γιατί ποτέ δεν τα παράτησε – και κοιτάξτε τί κατάφερε με την επιμονή του. Από μόνος του…

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Κατασκευαστής / Μοντέλο:
Husqvarna / 500 GP
Κινητήρας:
Δίχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος σε σειρά
Διάμετρος x Διαδρομή (mm):
69,5 x 64,5
Χωρητικότητα (cc):
489
Τροφοδοσία:
Δύο καρμπιρατέρ Mikuni 34mm
Ανάφλεξη:
Motoplat
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 2
Τύπος συμπλέκτη:
Υγρός πολύδισκος (8 δίσκοι)
Πρωτεύουσα μετάδοση:
Γρανάζια
Τελική μετάδοση:
Aλυσίδα, κιβώτιο 6 σχέσεων
Πλαίσιο:
Ατσάλινο σωληνωτό
Βάρος (kg):
117 με λάδια, χωρίς βενζίνη
Ανάρτηση εμπρός:
Τηλεσκοπικό πιρούνι Ceriani
Ανάρτηση πίσω:
Δύο αμορτισέρ Girling (ή αργότερα Ohlins)
Φρένο εμπρός:
Δίσκος 280mm με δαγκάνα AP Lockheed δύο εμβόλων
Φρένο πίσω:
Δίσκος 220mm με δαγκάνα AP Lockheed δύο εμβόλων
Ελαστικό εμπρός / Διάσταση:
Avon AM20 Roadrunner / 90/90-18
Ελαστικό πίσω / Διάσταση:
Avon AM23 Roadrunner / 130/65-18
Ισχύς (hp/rpm):
65 / 8.500

 

 

Μπλε και κίτρινο, στα χρώματα της σημαίας της Σουηδίας φυσικά, για να ξεχωρίζει

 

Όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, το φέρινγκ είναι στενό πάνω και φαρδαίνει κάτω μόνο όσο χρειάζεται για τα πλαϊνά καπάκια του κινητήρα

 

Η ομορφότερη γωνία της μοτοσυκλέτας, από πίσω, με μια βαρβάτη δόση αγριάδας. Το πίσω λάστιχο είναι διάστασης 130/65, λίγο φαρδύτερο από τα 120/70 που φορούν σήμερα κατά κόρον οι σπορ μοτοσυκλέτες

 

Το πλαίσιο είναι ειδικά σχεδιασμένο για αυτόν τον κινητήρα από τη Seeley στην Αγγλία – πολύ καλύτερα από το αρχικό, πρώην ΜΧ πλαίσιο της Husqvarna. Αργότερα ο κινητήρας τοποθετήθηκε σε ελαστικές βάσεις, λύνοντας το θέμα των αμέτρητων κραδασμών που προκαλούσαν το ένα πρόβλημα πίσω από το άλλο

 

Ο κινητήρας προέκυψε συνδέοντας δύο κυλίνδρους από ΜΧ 250. Τα πλαϊνά κάρτερ είναι τα αυθεντικά της Husqvarna, αλλά το μεσαίο τμήμα τους φτιάχτηκε εκ των υστέρων για να συνδέσει τους δύο κυλίνδρους. Αυτός ο κινητήρας είναι πολύ δουλεμένος και φαίνεται, ακριβώς όπως τερμάτισε τον τελευταίο του αγώνα το 1976

 

Οι κεφαλές έχουν ακόμη τις ψύκτρες τους, αλλά οι κύλινδροι τις ξεφορτώθηκαν όταν ο Granath έφτιαξε το δικό του σύστημα υδρόψυξης. Διακρίνεται καθαρά το κύκλωμα ψύξης που χρησιμοποίησε ο Σουηδός. Η Husqvarna δεν πείστηκε από τον Granath και πέρασαν 7 χρόνια ώσπου να εισαγάγει την υδρόψυξη στις μοτοσυκλέτες της

 

Όταν δουλεύεις ανεξάρτητα από εταιρικές πολιτικές, τότε είσαι πιο ελεύθερος. Ο Granath επέλεξε ελεύθερα τα περιφερειακά της μοτοσυκλέτας του και προτίμησε αυτό το πιρούνι της ιταλικής Ceriani, ένα από τα καλύτερα της εποχής του

 

Σήμερα το δίχρονο 500 φοράει δυο αμορτισέρ της Ohlins, ωστόσο ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του με δυο Girling

 

“Spola Kröken” σημαίνει “Σταμάτα να Πίνεις”. Για κάποιο διάστημα η σουηδική κυβέρνηση ήταν χορηγός του Granath, και, μέσω της μοτοσυκλέτας που κέρδιζε τα πάντα στους εγχώριους αγώνες, επέλεξε να διαφημίσει την καμπάνια της εναντίον του αλκοολισμού

 

Σήμερα είναι 63 ετών, αλλά ο Σουηδός συνεχίζει να αγωνίζεται ερασιτεχνικά με ένα Supermono Husaberg κι ένα GSX-R 600. Φυσικά, δεν ξεχνά από πού ξεκίνησε, από τη μοτοσυκλέτα που τον έφερε πίσω από τον μεγάλο Giacomo Agostini και το βάθρο των Grand Prix