Vincent Black Lightning S

Η μοτοσυκλέτα της "επιστροφής"
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

18/8/2017

Διχασμένη προσωπικότητα

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια εταιρεία που την έλεγαν Vincent και έφτιαχνε τα πιο γρήγορα και κακά μηχανάκια της εποχής, κάποτε όμως έκλεισε και με τον καιρό όλα τα Vincent εξαφανίστηκαν από τους δρόμους. Ώσπου, μια μέρα, εμφανίστηκε κάποιος που τον αποκαλούσαν Μεσσία, το όνομα του ήταν Li, Bernard Li, και επί δέκα ολόκληρα χρόνια κόπιασε με τους συνεργάτες του για να φτιάξουν τέσσερα ολοκαίνουργια, γυαλιστερά Vincent

Πριν από σχεδόν τρίαντα χρόνια η Triumph επέστρεψε στο Meriden, πολύ κοντά στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε, χάρη στα εκατομμύρια του John Bloor. Στη συνέχεια ακολούθησε η Norton, τώρα στα πρόθυρα πλήρους αναβίωσης στο Oregon του Portland στην Αμερική, 8.000 μίλια μακριά από το Birmingham όπου δημιουργήθηκε. Τουλάχιστον, κράτησαν την ίδια αρχιτεκτονική στους αερόψυκτους δικύλινδρους εν σειρά κινητήρες. Σειρά έχει η Vincent, η τελευταία από το τρίο των αναγεννημένων βρετανικών βιομηχανιών, εφόσον ο Li συνεχίσει την προσπάθειά του. Όπως η Norton, έτσι και η Vincent είναι έτοιμη να περάσει στη απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, στην πόλη της μοτοσυκλέτας, το Detroit.

4 x Vincent

Για την αναβίωση της Vincent, ο Li μιμήθηκε την ιταλική Mondial, εξελίσσοντας μια σειρά από τέσσερα διαφορετικά μοντέλα, όλα βασισμένα στον V2 κινητήρα της Honda από το SP1, στα οποία θα επικεντρωθούν αρχικά οι πωλήσεις. Κατάφερε να πείσει την ιαπωνική εταιρεία με την περιβόητη λιγομίλητη διοίκηση να του πουλήσει τους κινητήρες της, το οποίο από μόνο του αποτελεί μεγάλη επιτυχία για τον ίδιο. Το γεγονός όμως ότι είχε τέσσερις διαφορετικά ολοκληρωμένες μοτοσυκλέτες να εξελίσσονται, κατασκευασμένες στο Detroit από τους ειδικούς του R&D τμήματος της Rough Engineering, υπογραμμίζει την οικονομική δέσμευση του Li για το project – όπως και τα μεγάλα κεφάλαια που θα πρέπει να διαθέτει συνεχώς.

Αυτά τα τέσσερα διαφορετικά πρωτότυπα της Vincent είναι συνήθως αραγμένα στο γκαράζ του Barney Li, και το Black Lightning S, ντυμένο με ανθρακόνημα, αποτελεί τη ναυαρχίδα τους. Στην άλλη άκρη βρίσκονται το γυμνό Black Shadow, με ακτινωτές ζάντες, και το Black Lightning, ST με εξοπλισμό ταξιδιού και μπαγκαζιέρα. Θα έπρεπε να ονομαστεί Black Prince, αλλά δεν έχω άδεια για τη χρήση αυτού του ονόματος προς το παρόν, ανέφερε συλλογισμένα ο Barney. To τελευταίο από τα τέσσερα μοντέλα είναι το πιο αμφισβητούμενο, αλλά πιθανότατα θα αποτελέσει και το πιο προσοδοφόρο για τους Αμερικάνους αντιπροσώπους της Vincent: το cruiser Black Eagle ουσιαστικά αποτελεί την αμερικάνικη προσέγγιση στο πώς θα ήταν μια Harley-Davidson εάν είχε ζητηθεί από τον Philip Vincent να κατασκευάσει μία…

Και οι τέσσερις μοτοσυκλέτες μοιράζονται το ίδιο, πανέμορφα συγκολλημένο, αλουμινένιο πλαίσιο, με σωληνωτές βάσεις κινητήρα, σχεδιασμένο στο New Mexico από τον Αμερικανό James Parker, ο οποίος σχεδίασε όλα τα μοντέλα αφότου ανέλαβε ο Li. Ο Barney δεν μας επέτρεψε να φωτογραφίσουμε τα υπόλοιπα Vincent όταν τον επισκεφτήκαμε στο San Diego, και δικαιολογημένα, αφού ήθελε να καθυστερήσει την εμφάνισή τους ώσπου να μπουν στην παραγωγή. Και στα τέσσερα έχει δοθεί έμφαση στη λεπτομέρεια, με αποτέλεσμα κανένα να μη μοιάζει με τα υπόλοιπα. Οπωσδήποτε φέρουν όλα εμφανή τη σφραγίδα των Vincent, αφού και ο οκταβάλβιδος V2 90ο κινητήρας της Honda με τα δύο πλαϊνά ψυγεία δεν έχει μεγάλη διαφορά εμφανισιακά από του μεγαλοφυούς αερόψυκτου V2 500 που είχε σχεδιάσει ο ίδιος ο Vincent πριν από μισό αιώνα.

Ουτοπική απόδοση

Αντιλαμβάνομαι καλύτερα πια, ως πρώην ιδιοκτήτης ενός Vincent, ότι όλα άρχισαν να βελτιώνονται την ημέρα που το πούλησα, τη μοναδική φορά που κατάφερα να το βάλω μπρος με την πρώτη μανιβελιά, όταν ο τύπος που θα το αγόραζε ήρθε να το ελέγξει. Αλληλούια!!! Το V2 Rapid, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ήταν πραγματικά γρήγορο, αλλά ήταν επίσης και ιδιότροπο, λόγω της περίεργης λειτουργίας των Girdraulic Vincent πιρουνιών και του αμορτισέρ, ο σχεδιασμός των οποίων ωστόσο δεν ήταν στην πραγματικότητα διαφορετικός από των σημερινών Fior, SaxTrak, Hossak και BMW Telelever, που απλώς αποτελούν μια σύγχρονη, σωστά κατασκευασμένη εκδοχή εκείνων. Το δικό μου Vincent όμως συνέχιζε να προβάλλει προκλητικά την πίστη του στην παράδοση επιδεικνύοντας μια απόδοση ανάλογη με της οικογένειας των V2 που έβγαζε το εργοστάσιο του Stevenage τω καιρώ εκείνω.

Καβαλώντας το Black Lighting S που παρουσιάστηκε από τον Barney Li και πιέζοντας το μπουτόν της μίζας, γίνεται σαφές πόσο διαφορετική είναι η σύγχρονη Vinnie. Σε αντίθεση με την αυθεντική σκυφτή θέση οδήγησης, το σύγχρονο μοντέλο έχει ωραία αίσθηση, όρθια θέση οδήγησης και μαρσπιέ τοποθετημένα χαμηλά και μπροστά – και αυτό στη σπορ έκδοση, όπου επιλέχθηκε μονόσελο από superbike (μολονότι το κάλυμμα της ουράς μπορεί να αφαιρεθεί). Ο Li εξηγεί ότι η συγκεκριμένη επιλογή, όπως και αυτή της γεωμετρίας του πλαισίου, είχε σκοπό να ελκύσει ανθρώπους της ηλικίας του. Ήθελα κάτι άνετο, να έχεις την αίσθηση ότι κάθεσαι σε κάτι συμπαγές, να είναι σαφές στους χειρισμούς του και να μην είναι υπερβολικά γρήγορο, ανέφερε. Με συμπεριφορά sportbike αλλά αίσθηση cruiser, η μοτοσυκλέτα αυτή έχει πραγματικά διχασμένη προσωπικότητα.

Μακρύ Όχημα

Αυτό είναι αποτέλεσμα του μεγάλου μεταξονίου, 1.588mm, ανάλογο με του Ducati 750SS Imola, που ήταν εκπληκτικά σταθερό. Το Black Lighting S είναι εξίσου σταθερό, μεταφέροντάς σου αίσθηση ασφάλειας στις μεγάλες ταχύτητες, ενώ και στην πόλη, όπου οι ανωμαλίες είναι πολλές, μένει ανεπηρέαστο χάρη στο χαμηλό κέντρο βάρους και τη σωστή λειτουργία της ανάρτησής του. Αν παρασυρθείς λίγο παραπάνω και αρχίσεις να κινείσαι γρήγορα, θα πρέπει να είσαι προσεκτικός στις μεγάλες κλίσεις, όπου η απόσταση από το έδαφος γίνεται οριακή, με αποτέλεσμα να ξύνουν εύκολα στην άσφαλτο τόσο τα μαρσπιέ όσο και οι εξατμίσεις στη δεξιά του πλευρά. Το Black Lightning S είναι, πραγματικά, περισσότερο sport cruiser παρά sportbike.

Η σταθερότητα επιτυγχάνεται με τις απείρως καλύτερες σε σχέση με των γνήσιων Vincent αναρτήσεις του, με τα 43mm καλάμια της Showa και το Fox Twin αμορτισέρ να ελέγχει την λειτουργία του ψαλιδιού. Εδώ αναρωτήθηκα, γιατί άραγε ο Parker δεν χρησιμοποίησε μπροστινό σύστημα ανάρτησης τύπου Telelever, συμπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την αναφορά στο παρελθόν;

Με γωνία κάστερ 25ο και ίχνος 97mm, η γεωμετρία της μοτοσυκλέτας είναι λίγο συντηρητική, παρόλο που οι αναρτήσεις επιδεικνύουν σαφή λειτουργία, με την πίσω ειδικά να προσφέρει εξαιρετική πρόσφυση στις στροφές πίσω από τους λόφους του San Diego, λόγω του 190/50-17 πίσω ελαστικού D207 της Dunlop, τοποθετημένου σε αλουμινένια ζάντα 5,5 ιντσών. Επιπλέον, το μακρύ μεταξόνιο προσφέρει έντονη αίσθηση ασφάλειας στις μεγάλες ταχύτητες, με αντίτιμο την πιο αργή γεωμετρία – παρά τον πολύ καλό μοχλό του μεγάλου τιμονιού. Δεν έχει σπορ αίσθηση, παρότι είναι μακρύ, χαμηλό και με αρκετά μικρό βάρος, 185 κιλά στεγνό σύμφωνα με τον Barney Li. Το Vincent είναι πραγματικά γρήγορο, 270+ χ.α.ώ. τελική λέει ο Bernard ότι πιάνει, και, παρότι αρκετά ευέλικτο στις χαμηλές ταχύτητες, αποδεικνύεται πολύ σταθερό στις υψηλές. Επίσης, φρενάρει πολύ καλά χάρη στο αποτελεσματικό και προοδευτικό σύστημα πέδησης της Brembo, με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων και δισκόπλακες 320mm.

Έχει ωραία αίσθηση, όρθια θέση οδήγησης και μαρσπιέ τοποθετημένα χαμηλά και μπροστά

Αποφασισμένος να πετάξεις

Το αλουμινένιο πλαίσιο είναι βαμμένο σε Vincent Black, με την εισαγωγή και το φίλτρο μπροστά από τον λαιμό του τιμονιού. Το πλαστικό ρεζερβουάρ των 19 λίτρων είναι τοποθετημένο κάτω και ελαφρώς πίσω από τη σέλα, δικαιολογώντας εν μέρει το μακρύ μεταξόνιο – αυτό που δείχνει σαν ρεζερβουάρ, στην πραγματικότητα είναι κάλυμμα για το φιλτροκούτι από άριστα κατεργασμένο ανθρακόνημα. Εξίσου παραπλανητικό είναι το μεγάλο στρογγυλό φανάρι που περιλαμβάνει έναν συνδυασμό τεσσάρων λαμπτήρων αλογόνου με εξαιρετικό φωτισμό.

Λιγότερο πιστά στην παράδοση είναι τα δύο τελικά των εξατμίσεων σε σχήμα χωνιού στη δεξιά πλευρά – τα Vincent είχαν πάντοτε ίσια τελικά στο αγωνιστικά ή 2-σε-1 στα δρόμου. Δείχνουν όμορφα και ακούγονται πολύ έντονα, ειδικά στις υψηλές στροφές, παρότι η PGM–F1 ECU δεν έχει ακόμα επαναπρογραμματιστεί για τις πιο ελεύθερες εξατμίσεις. Το μικρό βάρος του Vincent εξασφαλίζει συνεχόμενα πολύ καλή επιτάχυνση μέχρι τα 210+χλμ/ώρα, σε βαθμό να νιώθεις ευτυχής που το μεταξόνιο του είναι τόσο μακρύ και η κατανομή βάρους είναι 51-49%, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση του εμπρός τροχού στο έδαφος. Το Black Lightning είναι εύκολο στην οδήγηση χάρη στο χαμηλό κέντρο βάρους, την προοδευτική λειτουργία του συμπλέκτη και τη μακριά πρώτη του, αλλά συνολικά έχει κοντύτερη κλιμάκωση σε σχέση με το SP-1. Ο κόφτης επεμβαίνει στις 8.000 σ.α.λ., παρά το γεγονός ότι και χωρίς αυτόν ο κινητήρας μπορεί να συνεχίσει μέχρι τη μεγάλη κόκκινη γραμμή των 10.000.

Ειλικρινά, είναι ανεξήγητο το ότι η Honda δεν κατασκεύασε ένα μηχανάκι όπως αυτό, έτσι ώστε να ανταγωνιστεί τη Ducati τόσο στις πωλήσεις όσο και στους αγώνες, όπως έκανε με τα superbikes της. Όμως ο Barney Li το έφτιαξε για τον εαυτό του. Η μικρή του ζελατίνα καλύπτει καλύτερα απ’ όσο περίμενα, διώχνοντας τον αέρα πάνω από το κράνος, σίγουρα όμως δεν μπορείς να το “τελικιάσεις” σε όρθια θέση, εκτός αν είσαι αποφασισμένος να πετάξεις: σε αυτή την περίπτωση, απλώς κρατήσου σφιχτά και σκέψου την Αγγλία…

 

Ε, αφού έχει μίζα…

Παρά το γεγονός ότι δεν έχει τίποτα από Βρετανία, οφείλω να παραδεχτώ την αναβίωση των Vincent. Στην πραγματικότητα τα νέα δεν έχουν και μεγάλη σχέση με αυτά του εργοστασίου του Stevenage, πέρα από το όνομα στο κάλυμμα από το φιλτροκούτι και τον πραγματικά πετυχημένο σχεδιασμό. Έχω ένα προαίσθημα ότι θα εκτιμήσω περισσότερο την πιο συγκεκριμένη οδηγική συμπεριφορά του sport-tourer Lightning ST από τη διχασμένη προσωπικότητα του αδερφού “S”, γιατί η σχεδίαση του πλαισίου θα του ταιριάζει καλύτερα, όμως και αυτό θα εξακολουθεί να φέρει τον δημοφιλή κινητήρα της Honda, ή ακόμα και το cruiser Black Eagle, όπου το μακρύ μεταξόνιο θα είναι προτέρημα…

Αγνοώντας τις απόψεις που εκφράστηκαν από μια μερίδα του ειδικού Τύπου, ο Bernard Li δημιούργησε εντυπώσεις, όχι όμως ως καιροσκόπος επιχειρηματίας που ψάχνει να βρει την ευκαιρία, αλλά ως πραγματικός θαυμαστής της μοτοσυκλετιστικής ιστορίας, πού είναι έτοιμος να διαθέσει ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας που δημιούργησε δουλεύοντας μια ζωή ώστε να αναβιώσει ένα εκ των ενδοξότερων ονομάτων της βρετανικής κληρονομιάς, αχρησιμοποίητο τα τελευταία 49 χρόνια. Αντιμετωπίστε το πιο σωστά: σκεφτείτε ότι τα Husqvarna τα τελευταία 15 χρόνια φτιάχνονται στην Ιταλία, ή ότι τα Royal Enfield φτιάχνονται στη Ινδία, τα δε Husaberg στην Αυστρία – επομένως δεν έγινε και τίποτα αν τα Vincent κατασκευάζονται στο Detroit… Ο κόσμος είναι πολύ μικρότερος στις μέρες μας απ’ ό,τι ήταν πριν πενήντα χρόνια, όταν σταμάτησε η παραγωγή των Vincent. Αν ο Bernard Li είναι διατεθειμένος να διαθέσει τα χρήματα του, τότε του εύχομαι καλή τύχη. Ειδικά εφόσον αυτά διαθέτουν μίζα…

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ BERNARD LI

 

Επιδιώκοντας την τελειότητα

Η περίπτωση του Bernard Li αποτελεί ζωντανό παράδειγμα του αμερικάνικου ονείρου, μιας και από φτωχός φοιτητής έφτασε να γίνει ιδρυτής της εταιρείας Eagle One, την οποία στη συνέχεια πούλησε για πολλά εκατομμύρια δολάρια στη Valvoline

Γεννήθηκε στο Chenzing της Κίνας, στα τέλη της κομουνιστικής επανάστασης του Μάο, και πήγε στην Αμερική με τους γονείς του όταν ήταν μόλις έξι μηνών. Το ενδιαφέρον του για τις μοτοσυκλέτες ξεκίνησε αφού η οικογένεια του μετακόμισε στα προάστια του Maryland, όταν ένας φίλος του από το σχολείο τού έμαθε να οδηγάει ένα BSA Spitfire. Μαγεμένος από την εμπειρία, έκανε οικονομία για να αγοράσει ένα κακομεταχειρισμένο αλλά γρήγορο Honda Scrambler 305cc, για το οποίο ξόδεψε αμέτρητο χρόνο επισκευάζοντας και γυαλίζοντάς το, ώσπου έγινε αγνώριστο σε σχέση με το πώς ήταν.

Καθόμουν για ώρες κάτω από ένα δέντρο γυαλίζοντας τον κινητήρα, με ειδική αλοιφή για τις βαλβίδες και πολύ σκληρή δουλειά, μέχρι να γίνει όμορφο, αναφέρει ο Li. Αυτή ήταν η αρχή της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας που τελικά κατέληξε στην Eagle One. Ήθελα να δείχνουν όλα όμορφα, και το να παρέχω τα σωστά προϊόντα γι’ αυτό αποδείχτηκε μια ιδιαίτερα ικανοποιητική επιχείρηση. Ύστερα από 27 μηχανάκια –συμπεριλαμβανομένου και ενός Norton Commando, το οποίο ήταν και ο λόγος που ο Barney ξεκίνησε να θαυμάζει την ένδοξη ιστορία των βρετανικών μοτοσυκλετών–, ο Li εύχεται να έχει καταφέρει ακριβώς αυτό με τα πρωτότυπα αναγεννημένα Vincent.

Στο μεταξύ, αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο που σπούδαζε ιστορία και μετακόμισε στην Καλιφόρνια το 1969, με μόνα περιουσιακά στοιχεία ένα CB450 Honda και 700 δολάρια.
Ξεκινήσαμε την Eagle One το 1978, με τρεις… κτηνίατρους ως χρηματοδότες, στους οποίους εργαζόταν η γυναίκα μου, και καταφέραμε να βγάλουμε λεφτά από την πρώτη ημέρα. Δεν φοβηθήκαμε να επενδύσουμε πολύ χρόνο σε πειράματα ώστε να βεβαιωθούμε ότι όλα τα προϊόντα ήταν καλά, και αποζημιωθήκαμε γι’ αυτό, διότι εξελίχθηκαν σε σημείο να θεωρηθούν ως η καλύτερη σειρά προϊόντων περιποίησης αυτοκινήτου στον κόσμο. Επίσης, στη συνέχεια εξέλιξα μια σειρά προϊόντων περιποίησης μοτοσυκλετών, ώστε να εμπλακώ ξανά με τη μοτοβιομηχανία. Είκοσι χρόνια μετά, την πούλησα στη Valvoline – και αυτό μου επέτρεψε να ασχοληθώ πάλι με την πρώτη μου αγάπη, τη μοτοσυκλέτα.

Ο Li εξακολούθησε να οδηγεί μηχανάκια τα χρόνια που ήταν στην Eagle One, καλύπτοντας συνολικά 10-15.000 μίλια στα ταξίδια του στην Αμερική και αργότερα στην Ευρώπη με μια σειρά από τουριστικά μοντέλα, συνήθως BMW K1200RS, Harley-Davidson Road King και Yamaha FJR1300, τα οποία βρίσκονται σήμερα στο γκαράζ του μαζί με τα τέσσερα πρωτότυπα Vincent. Στις αρχές τις δεκαετίας του ’90 σκεφτόμασταν τί μοτοσυκλέτα να αγοράσουμε, και ψάχναμε, ώσπου καταλήξαμε στην αγορά του πρώτου μας Harley-Davidson, ανέφερε ο Li. Θυμάμαι που ένας φίλος μου έλεγε, ‘Ξέρεις, δεν είναι ότι θέλουμε να αγοράσουμε μια Harley για την ιστορία που κουβαλάει – είναι το κοντινότερο σε αυτό που θέλουμε. Και αυτό που πραγματικά θέλουμε είναι ένα Vincent Black Shadow με καλά φρένα!’. Και είχε απόλυτο δίκαιο – αυτό που θέλαμε εμείς, αλλά και άλλοι αναβάτες σαν και εμάς, ήταν κάτι με μεγάλη κληρονομιά και παραδοσιακό σπορ χαρακτήρα, αλλά με σύγχρονη απόδοση. Τελικά αποχώρησα από την Eagle One, έχοντας τις βάσεις για να διευθύνω σωστά την κατασκευή μιας τέτοιας μοτοσυκλέτας – η οποία και πραγματοποιήθηκε!

Vincent, όπως Aston Martin

Εντάξει, αλλά γιατί συγκεκριμένα τη Vincent; Ήταν απλά η καλύτερη από τις παλιές μοτοσυκλέτες. Η γενιά μου ήταν αυτή που πρώτη αγόρασε ιαπωνικές μοτοσυκλέτες – είχα όμως και φίλους που οδηγούσαν Triumph και Harley Sportster. Υπήρχε έντονη αντιπαράθεση για το ποιος έχει το πιο γρήγορο, θυμάμαι όλες αυτές τις συζητήσεις που πάντοτε τελείωναν με το να λέει κάποιος ‘Οι μοτοσυκλέτες μας είναι όλες για πέταμα, το πιο γρήγορο δίτροχο είναι το Vincent Black Shadow’. Και είχαν δίκαιο, αλλά για να είμαι ειλικρινής πέρασαν πραγματικά πολλά χρόνια μέχρι να δω κάποιο – καλύπτονταν από ένα πέπλο μυστηρίου, ότι ήταν οι πιο κακές, ωμές, γρήγορες, ακριβές, αλλά και οι πιο σπάνιες μοτοσυκλέτες που είχαν ποτέ φτιαχτεί, και αυτό είναι που αποφάσισα να διορθώσω. Το βλέπω ως εξής: οι Harley είναι όπως οι Chevrolet με δύο ρόδες, η Indian είναι η Ford της μοτοσυκλέτας – το άλλο αμερικάνικο έμβλημα. Η Ducati είναι σαν την Alfa Romeo, η MV Agusta όπως η Ferrari, και οι BMW όπως… η BMW! Η Vincent είναι μια Aston Martin με δύο τροχούς, τόσο αγγλική, τόσο μοναδική, με απόδοση χωρίς συμβιβασμούς, ένα βήμα πάνω από την Triumph, που είναι αντίστοιχη της Jaguar. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να αποκτήσω τα δικαιώματα τις Vincent, τα οποία για την Αγγλία ανήκαν στην οικογένεια Holder από το 1974.

Το ότι τα δικαιώματα της επωνυμίας στην Αμερική δεν ανήκαν σε κανέναν, δεν ήταν πρόβλημα; Ναι, δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά, τουλάχιστον στην Αμερική, γι’ αυτό και ακολούθησα κατά γράμμα ό,τι αναφέρει ο νόμος σχετικά με τους τίτλους των εταιρειών. Ξεκινήσαμε το 1994, πουλώντας ρούχα με το λογότυπο της Vincent, για πρώτη φορά μέχρι τότε, και μέχρι το ’95 είχαμε αποκτήσει τα δικαιώματα της επωνυμίας της Vincent στην Αμερική, Γερμανία και Ιαπωνία. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα για τον David Holder, ώσπου πολύ αργότερα μου έγραψε κάποιος από την Αγγλία, ήταν ο μόνος που έφτιαχνε ανταλλακτικά για τους κινητήρες της Vincent, τα οποία μάλιστα δεν είχαν πάνω το λογότυπό της, με αποτέλεσμα να μην τον βρούμε όταν κάναμε τις έρευνές μας. Του μίλησα και συμφωνήσαμε για τα σχέδιά μου για αναβίωση της Vincent, προσπαθήσαμε δε να κάνουμε οι ίδιοι κάποιο είδος συμφωνίας παρά να απευθυνθούμε σε δικηγόρους που κανείς τους δεν είναι καλός. Υπήρξαν αρκετοί δημοσιογράφοι που θέλησαν να υποκινήσουν κάποιο είδος διαμάχης γύρω από αυτό, αλλά απ’ όσο πληροφορήθηκα ο David Holder είναι πραγματικός κύριος και αγαπάει πραγματικά τη Vincent. Τώρα που γνωριστήκαμε, θα βρούμε έναν τρόπο να κάνουμε κάτι που στο χρόνο θα ωφελήσει και τους δυο μας. Έχω την ενεργή υποστήριξη της οικογένειας Vincent γι’ αυτό που κάνω: Ο Robin Vincent-Day, γαμπρός του Phil Vincent, ο οποίος συντηρεί με τη γυναίκα του Dee πολλά αγωνιστικά Vincent από τα δικά τους 1950 Rapid, έχει ήδη δηλώσει την υποστήριξή τους τόσο δημόσια όσο και σε μένα προσωπικά, και αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Το υπερωκεάνιο που ρυμούλκησε ένα καραβάκι

Έχοντας αποκτήσει τα δικαιώματα του ονόματος της Vincent, το επόμενο βήμα ήταν η επιλογή του κινητήρα. Προφανώς έπρεπε να είναι ένα σύγχρονο V2, αλλά το κόστος για να εξελίξουμε δικό μας κινητήρα από το μηδέν ήταν αστρονομικό. Υπάρχουν άπειροι δρόμοι για να αποτύχεις και ελάχιστοι για να επιτύχεις. Κανείς δεν είναι τόσο ικανός στην κατασκευή κινητήρων όσο οι Ιάπωνες, αλλά δεν είναι εύκολο να πείσεις κάποιον από αυτούς να σε βοηθήσει, συν ότι φοβόμουν πως η επιλογή ενός ιαπωνικού κινητήρα για την αναβίωση της Vincent θα συνεπαγόταν έναν μεγάλο αριθμό αρνητικών συσχετισμών. Στο τέλος καταλήξαμε σε μια εξισορροπητική λύση, επιλέγοντας τον καταλληλότερο κινητήρα, που να είναι σήμα κατατεθέν στην αγορά. Ο κόσμος δεν πρόκειται ποτέ να μάθει πραγματικά πόση βοήθεια είχε η εταιρεία του John Bloor από την Kawasaki για να ξεκινήσει – αλλά σκέψου πόσο καθοριστικό ήταν αυτό για την αξιοπιστία των προϊόντων της….

Στο μεταξύ ο Li είχε ξεκινήσει συζητήσεις με τον Terry Prince, “γκουρού” στην ανακατασκευή των Vincent, και τον συνεργάτη του στην Αυστραλία. Αυτοί εξέλισσαν μια σύγχρονη έκδοση του παραδοσιακού αερόψυκτου V2 50ο στα 1.200cc, το οποίο αποκαλούσαν RTV, αλλά οι συζητήσεις ναυάγησαν όταν χρεοκόπησε η εταιρεία τους. “Ένα από τα μεγαλύτερα αρνητικά του RTV είναι ότι δεν θα μας επέτρεπε να δημιουργήσουμε σύγχρονες μοτοσυκλέτες, θα ήταν κάτι σαν δικύλινδρη εκδοχή του Enfield India. Προσπάθησα να έρθω σε επαφή με όλους τους κατασκευαστές, συμπεριλαμβανομένων της BMW και των ιταλικών εταιρειών, αλλά μόνο δύο από αυτούς απάντησαν, η Honda και η Kawasaki.

Ίσως να ξαφνιάστηκαν, αφού γενικά αποφεύγουν να προμηθεύουν με κινητήρες άλλες εταιρείες, όμως η Honda αποδείχτηκε η πιο θετική. Η διοίκηση της Honda στην Αμερική αντιλήφθηκε ακριβώς τί ήθελε να κάνει ο Li, κι αυτό αποδείχτηκε καταλυτικό για να πάρει έγκριση από την κεντρική διοίκηση της Honda στις αρχές του 2001, για την προμήθεια των δικύλινδρων κινητήρων από το SP1.

Από την πλευρά μου δεν μπορώ να κάνω κάτι που θα ωφελούσε τη Honda, πέρα από το να αγοράσω 5.000 κινητήρες, το οποίο γι’ αυτούς είναι μια σταγόνα στον ωκεανό. Είμαι απλώς ένα καραβάκι που έτυχε να βρίσκεται στην ίδια πορεία με ένα υπερωκεάνιο, και συμφώνησαν να μου πετάξουν ένα σχοινί για να με ρυμουλκήσουν. Αυτό που κίνησε το ενδιέφερε της Honda ήταν ότι μπορούσαμε δημιουργήσουμε κάτι αξιόλογο με τον κινητήρα της – ήθελαν ένα Vincent με Honda κινητήρα και όχι ένα Honda με το λογότυπο της Vincent.

Η Vincent είναι μια Aston Martin με δύο τροχούς, τόσο αγγλική, τόσο μοναδική, με απόδοση χωρίς συμβιβασμούς, ένα βήμα πάνω από την Triumph, που είναι αντίστοιχη της Jaguar

Το κλειδί της επιτυχίας ήταν η συμφωνία με τον Αμερικάνο σχεδιαστή James Parker, ο οποίος έγινε γνωστός από τον σχεδιασμό της εναλλακτικής μπροστινής ανάρτησης που χρησιμοποιήθηκε από τη Yamaha στο GTS 1000.

 

Vincent: Τα γνήσια superbikes

Η Vincent ιδρύθηκε το 1928 από τον Philip Vincent, απόφοιτο του πανεπιστημίου Cambridge, όταν αγόρασε την εταιρεία HRD με την οικονομική βοήθεια του αγρότη πατέρα του και έθεσε τις βάσεις για τον χαρακτηρισμό της ως της πρώτης εταιρείας που κατασκεύασε superbike. Οι σειρές των δικύλινδρων 1.000cc superbikes συνέχισαν να κατασκευάζονται –κάτω από ιδιόμορφες συνθήκες– επί δύο δεκαετίες μετά το 1936 (με μια διακοπή πέντε ετών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η Vincent αφιερώθηκε στην κατασκευή μη μοτοσυκλετιστικών, πολεμικών, προϊόντων), θέτοντας νέα δεδομένα στην απόδοση και τεχνολογική τελειότητα των μοτοσυκλετών, τέτοια που καμία άλλη εταιρεία στον κόσμο δεν μπορούσε να πετύχει.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ατελείωτες νίκες σε αγώνες και ρεκόρ ταχύτητας τη δεκαετία μετά τον πόλεμο (1946-1956), αφότου ξανάρχισε η παραγωγή. Σε αυτές τις επιτυχίες περιλαμβάνεται και το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας μοτοσυκλέτας –με πάνω από 255 χ.α.ώ. τελική– που σημείωσε στο Bonneville ο Rollie Free το 1948 φορώντας μόνο το μαγιό του και έχοντας “ξαπλώσει” πάνω στο Vincent με τα πόδια να προεξέχουν από την ουρά του, προκειμένου να βελτιώσει την απόδοση! Σχεδιάστηκε το 1936 από τον ιδιοφυή Αυστραλό μηχανικό Phil Irving, και μόνο 78 από τα πρώτης έκδοσης δικύλινδρα V 50ο Vincent κατασκευάστηκαν πριν το ξέσπασμα του πολέμου, ανασχεδιάστηκαν όμως κατά τη διάρκειά του από τον ίδιο, ενώ η δεύτερη γενιά κυκλοφόρησε στη στάνταρ έκδοση Rapid το 1946, με το τίτλο της πιο γρήγορης και ασφαλούς μοτοσυκλέτας του κόσμου.

Με τη “γρήγορη” έκδοση του Black Shadow, και ιδιαίτερα το αγωνιστικό Black Lightning, τα Vincent απόκτησαν παγκοσμίου εμβέλειας φήμη, ως ορόσημο της μοτοσυκλετιστικής τελειότητας. Στη συνέχεια εξελίχθηκε η τρίτη έκδοση (που βγήκε στη αγορά το 1949) και τέλος η τέταρτη (το 1954), με συνολική παραγωγή 11.134 μοτοσυκλετών, που πουλήθηκαν σε όλο τον κόσμο από το 1946 και μετά –κάποια από αυτά ήταν full-fairing, όπως τα sport-touring Black Prince και Black Knight–, λίγο πριν σταματήσει η παραγωγή τους το 1955. Παρά την εισαγωγή μιας σειράς πρωτοποριακών τεχνολογικών λύσεων, που εξακολουθούν να εφαρμόζονται στις σύγχρονες μοτοσυκλέτες (όπως τα Cantilever αμορτισέρ, τα Girder καλάμια, ο high-cam κινητήρας, σχεδιασμένος για τη βελτίωση της παλινδρομικής κίνησης, αλλά και το μονοκόμματο πλαίσιο με χρήση του μοτέρ ως ενεργού τμήματός του, με αναρτώμενο κεντρικό δοχείο λαδιού), η εμμονή του Vincent στην ασυμβίβαστη κατασκευαστική και τεχνολογική ποιότητα κάθε άλλο παρά συνέβαλε στην κερδοφορία. Αλλά η αξία των προϊόντων της εταιρείας του υπογραμμίστηκε από τις επιτυχίες των Vincent, που συνέχισαν σε ανοιχτούς διαγωνισμούς μέχρι και τη δεκαετία του ’70, και τη θέση τους ως συλλεκτικών μοτοσυκλετών σήμερα, μισό αιώνα μετά. Όπως τα σύγχρονα δικύλινδρα της Ducati, πενήντα χρόνια πριν ένα Vincent έθεσε τα στάνταρ για τους υπόλοιπους: ήταν τo πρώτο πραγματικό superbike.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

 

Κατασκευαστής / Μοντέλο:                Vincent / Black Lightning S

Κινητήρας:            Τετράχρονος, δικύλινδρος V 90o, υγρόψυκτος, 2EΕΚ, 4Β/Κ

Διάμετρος x Διαδρομή (mm):             100 x 63,6

Χωρητικότητα (cc):             999

Ανάφλεξη:             Ψηφιακή PGM FI

Τροφοδοσία:         Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:             2 σε 1 σε 2

Σύστημα εκκίνησης:            Μίζα

Τύπος συμπλέκτη:                Υγρός, πολύδισκος, υδραυλικός

Τελική μετάδοση: Κιβώτιο 6 σχέσεων, αλυσίδα

Πλαίσιο: Χυτό αλουμινένιο με τον κινητήρα ενεργό μέρος του

Μεταξόνιο (mm):  1.588

Γωνία κάστερ (ο): 25

Ίχνος (mm):           97

Βάρος κενή (kg):   185

Ρεζερβουάρ (l):      19

Ανάρτηση Εμπρός:               Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι Showa 43mm

Ανάρτηση Πίσω:  Αμορτισέρ Fox Twin, τύπου Cantilever

Φρένο Εμπρός:      Δύο δίσκοι 320mm, δαγκάνες Brembo τεσσάρων εμβόλων

Φρένο Πίσω:         Δίσκος με δαγκάνα Brembo δύο εμβόλων

Τελική ταχύτητα (km/h):    270+

Έρευνα ΜΟΤΟ: Πόσο ακριβότερες έγιναν οι μοτοσυκλέτες για τους Έλληνες

Φτηνότερα από το 1995 και ακριβότερα από το 2005
OPEN
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

31/1/2023

Μεγάλη γκρίνια έχει πέσει τα τελευταία χρόνια από τους μοτοσυκλετιστές σχετικά με την έντονη αύξηση των τιμών στις μοτοσυκλέτες, την ίδια στιγμή που η τεχνολογία και οι επιδόσεις τους έχουν μείνει στάσιμες ή ακόμα χειρότερα έχουν υποβαθμιστεί στους μικρούς και μεσαίους κυβισμούς. Ποιος φταίει; Μα φυσικά εκείνος που βλέπουμε πρώτο μπροστά μας, δηλαδή ο Έλληνας αντιπρόσωπος και η εταιρεία που εκπροσωπεί. “Είναι τιμές για την Ελλάδα αυτές;” αναρωτιέται όποιος το 2005 είχε αγοράσει ένα από τα 500 Suzuki Hayabusa που ταξινομούνταν κάθε χρόνο στην ελληνική αγορά και τώρα δυσκολεύεται να πάρει παπί.

Βέβαια όπως πάντα η αλήθεια είναι πιο περίπλοκη και υπάρχουν πολλές παράμετροι που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας.  

Την ίδια στιγμή ο εμπορικός κόσμος νοιώθει το ίδιο άβολα με τον Έλληνα μοτοσυκλετιστή, καθώς θα πρέπει να απολογηθεί για αποφάσεις που δεν έχει πάρει ο ίδιος και για τις οποίες ούτε αυτός συμφωνεί, ούτε φυσικά εξυπηρετούν τα συμφέροντά του. Ξαφνικές αυξήσεις στο κόστος μεταφοράς, φορολογικές επιβαρύνσεις και τιμολογιακή πολιτική εργοστασίων που κοιτούν την Ευρώπη από την κορυφή της και σχεδιάζουν για χώρες "που έχουν λεφτά", είναι μόνο μερικά από τα αγκάθια που πρέπει να πατήσει και να μην βγάλει άχνα. Όχι πως ο εμπορικός κόσμος δεν έχει τις (βαριές) ευθύνες του, αφού επί δεκαετίες δεν είχε σαφές όραμα για τον κλάδο και μονίμως ακολουθούσε τα γεγονότα.

Η επιβολή υψηλότατου ΦΠΑ, τα τεκμήρια διαβίωσης για δίκυκλα άνω των 500 κυβικών, το ΦΠΑ στα κράνη, το μεσαιωνικού τύπου κυνήγι των ATV και πολλές ακόμα κομπλεξικές και παράλογες αποφάσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων τις τελευταίες δεκαετίες, μονίμως έπιαναν στον ύπνο τον εμπορικό κόσμο και η αντίδρασή του ποτέ δεν ήταν οργανωμένη και με σαφή στόχο.

eicma

Όμως το ίδιο πιεσμένα με τους καταναλωτές και τους εμπόρους είναι και τα εργοστάσια κατασκευής, όπου με ένα διαρκώς αυστηρότερο πλαίσιο εκπομπής ρύπων και δεκάδες πανάκριβες γραφειοκρατικές διαδικασίες εγκρίσεων τύπου, βρίσκονται αντιμέτωπα με ένα διαρκώς αυξανόμενο κόστος εξέλιξης νέων προϊόντων.

 Ακόμα και το νομικό πλαίσιο που αφορά τις εγγυήσεις και την κάλυψη ανταλλακτικών έχουν αλλάξει και επιβαρύνουν το λειτουργικό κόστος των εργοστασίων, φρενάροντας ταυτόχρονα και την εξέλιξη διαφορετικού τύπου μοντέλων.   

Πέρα όμως από τα επιχειρήματα, τις αιτίες και τις… δικαιολογίες, υπάρχουν οι ψυχροί αριθμοί που αποτυπώνουν πάντα την πραγματικότητα.

Το μόνο πρόβλημα με τους αριθμούς είναι πως υπάρχουν άπειροι τρόποι να εξάγεις τα συμπεράσματα που θέλεις ή σε βολεύουν και είναι γνωστό πως η επιστήμη της έρευνας και της στατιστικής είναι από τα μεγαλύτερα θύματα βιασμού από τους λομπίστες.

Αν θες να πεις ένα χοντρό ψέμα, διάβασε τα στοιχεία μιας έρευνας όπως σε βολεύουν.

Για παράδειγμα με μια έρευνα διατροφής μπορείς να βγάλεις καρκινογόνο όποιο τρόφιμο θέλεις… Το 60% όσων έχουν καρκίνο έτρωγαν κόκκινο κρέας…. Το 90% όσων έχουν καρκίνο έτρωγαν ρύζι… Το 100% όσων έχουν καρκίνο πίνουν νερό.  Οπότε αν είσαι vegan διαλέγεις το πρώτο στατιστικό και φωνάζεις “να γιατί δεν τρώω κόκκινο κρέας”. Αν είσαι κρεατοφάγος διαλέγεις το δεύτερο και λες “βρε καλά κάνω και τρώω μόνο μπριτζόλες” και αν είσαι εντελώς ηλίθιος σταματάς να πίνεις νερό.

Ευτυχώς ανάμεσα σε αυτούς που βλέπουν μόνο όσα στοιχεία βολεύουν στην επιχειρηματολογία της ιδεολογία τους, υπάρχουν και αρκετοί που αναζητούν όλες τις πτυχές των γεγονότων και τους δίνουν την βαρύτητα που πραγματικά έχουν.

Ένας εύκολος τρόπος για να απαντήσουμε στο γενικό ερώτημα αν οι μοτοσυκλέτες και γενικότερα τα δίκυκλα έχουν γίνει “ακριβότερα” για τους Έλληνες τα τελευταία χρόνια σε σχέση με πριν από μια, δύο ή τρεις δεκαετίες, θα ήταν απλώς να δούμε τις ταξινομήσεις.

Όσο περισσότερα ταξινομούνται, τόσο πιο εύκολα είναι για τους Έλληνες να τα αγοράσουν. Όσο λιγότερα ταξινομούνται, τόσο πιο δύσκολο είναι να τα αγοράσουν.

athens

Σε αυτό το σημείο είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε πως ο χαρακτηρισμός “ακριβό” και “ακριβότερο” δεν έχει να κάνει με την απόλυτη τιμή, αλλά κυρίως με την ευκολία αγοράς.

Μόνο που ακόμα και εδώ υπάρχουν πολλές στρεβλώσεις και μπορεί να βγάλεις λάθος συμπεράσματα αν δεν γνωρίζεις ή αν παραβλέψεις κάποια γεγονότα.

Ο πληθωρισμός στις οικονομίες αναγκαστικά αυξάνει τις τιμές, όμως την ίδια στιγμή αυξάνει και τα εισοδήματα.

Μόνο που αυτές οι αυξήσεις δεν ακολουθούν παράλληλους δρόμους και κυρίως δεν είναι αναλογικές. Ούτε οι τιμές όλων των προϊόντων αυξάνονται με το ίδιο ποσοστό και τον ίδιο ρυθμό, ούτε φυσικά οι μισθοί αυξάνονται ταυτόχρονα. Αυτή η χρονική καθυστέρηση, σε συνδυασμό με τις παρεμβάσεις στην οικονομία από τις κεντρικές τράπεζες ή τις κυβερνήσεις, αλλά και τις τεχνολογικές και εμπορικές αλλαγές που γίνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, άλλοτε δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για τους καταναλωτές και άλλοτε τις δυσκολεύουν.

Για παράδειγμα την δεκαετία του ’90 βασίλευαν τα μεταχειρισμένα από Ιαπωνία, όπου κρατούσαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα τις πωλήσεις των καινούριων.

 

ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΕ ΤΙΜΗ ΠΑΠΙΟΥ

Σύμφωνα με τους τιμοκαταλόγους του τεύχους 98 του ΜΟΤΟ του 1993, το αερόψυκτο παπί της Honda με τα 100 κυβικά κόστιζε 502.444 δραχμές (1473,5 ευρώ). Με τα ίδια χρήματα έβρισκες μεταχειρισμένο από Ιαπωνία Suzuki RGV 250Γ ή Honda CBR400RR. Στον ίδιο τιμοκατάλογο το Honda Transalp 600 κόστιζε καινούριο 2.000.000 δραχμές (5865,1 ευρώ) ενώ με λίγα περισσότερα χρήματα (2.400.000 δραχμές / 7038 ευρώ) έπαιρνες μεταχειρισμένο Kawasaki ZZ-R 1100, γέννημα-θρέμμα του Ανατέλλοντος Ηλίου – έστω και με 98 ίππους και κόφτη στα 180km/h.

Μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 1995 η τιμή του Honda Transalp 600 έχει πάει στα 2.550.000 δραχμές (7331,7 ευρώ) και το παπί έχει πάει στις 581.494 δραχμές (1705,2 ευρώ).

Δηλαδή μέσα σε δύο χρόνια υπήρξε μια αύξηση της τιμής τους κατά 27% και αντίστοιχες αυξήσεις είχαν όλα τα καινούρια δίκυκλα. Μάλιστα το 27% ήταν για εκείνα που άλλαζαν απλώς χρώματα, διότι όσα είχαν σημαντικές αλλαγές στον κινητήρα και την εξωτερική εμφάνιση είχαν πολύ μεγαλύτερες αυξήσεις από 30% μέσα στη διετία.

XLV600

Όπως τα supersport ας πούμε, που εκείνη την εποχή ήταν η πιο καυτή κατηγορία και κάθε δύο χρόνια τα εργοστάσια παρουσίαζαν νέα μοντέλα σχεδιασμένα σε λευκό χαρτί.

Το 1995 το Kawasaki ZXR 750 R είχε φτάσει τα 4.360.000 δραχμές (12.785,9 ευρώ)!

Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με την επίσημη μισθοδοσία της Εθνικής Τράπεζας, ο βασικός μηνιαίος μισθός των υπαλλήλων ήταν στις 85.300 δραχμές (250 ευρώ) και ο μισθός των διευθυντών ήταν στις 309.500 δραχμές (907,6 ευρώ).  

Οπότε για να αγοράσει ένα παπί ένας υπάλληλος χρειαζόταν 6,8 μισθούς το 1995, 29,89 μισθούς για ένα Transalp 600 και 51,11 μισθούς για ένα ZXR 750 R.

Το 2023 το ακριβότερο παπί της Honda (Supra-X 125) κοστίζει 3.350 ευρώ και ο επίσημος κατώτατος μισθός είναι 615 ευρώ, οπότε με 5,44 μισθούς (1,36 μισθούς λιγότερους από το 1995) αγοράζεις το καλύτερο παπί της Honda. Αν επιλέξεις το Vision 110 που είναι περίπου τα ίδια κυβικά με το Astrea 100 του 1995 (είναι όμως Made In China αντί για Made In Thailand), τότε θα δώσεις 2.430 ευρώ, οπότε με μόλις 3,95 μισθούς θα έχεις ένα παπί που το 1995 έπρεπε να δώσεις αναλογικά 4.420 ευρώ.

Ούτε λίγο, ούτε πολύ, σήμερα αγοράζουμε τα παπιά σχεδόν στη μισή τιμή από το 1995, αναλογικά πάντα! 

yamaha

Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΜΕ ΤΑ ΛΕΦΤΟΔΕΝΤΡΑ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ

Στις αρχές του 2000 και έως το 2010, η αγορά των καινούριων δίκυκλών εκτοξεύτηκε στο διάστημα και έφτασε έως τις 100.000 ταξινομήσεις καινούριων δικύκλων, κάνοντας την ελληνική αγορά μια από τις μεγαλύτερες της Ευρώπης!

Αιτία για αυτή την απότομη μεταστροφή ήταν η ευκολία δανεισμού με πολύ χαμηλά επιτόκια, το ισχυρό νόμισμα (ευρώ αντί δραχμής) που έκανε γενικά φτηνότερες τις εισαγωγές, οι μεγάλες ετήσιες αυξήσεις στους μισθούς και φυσικά η αλλαγή της νομοθεσίας της Ε.Ε. σχετικά με τους αριθμούς πλαισίων των μοτοσυκλετών, όπου είχε ως αποτέλεσμα την διακοπή των εισαγωγών μεταχειρισμένων δικύκλων από την ιαπωνική αγορά. Οπότε ο Έλληνας μοτοσυκλετιστής είχε πλέον να επιλέξει ανάμεσα στα καινούρια και τα εγχώρια μεταχειρισμένα, με τα καινούρια να έχουν πλεονέκτημα στον τομέα της χρηματοδότησης, κάνοντάς τα πολύ πιο ελκυστικά σε σχέση με τα μεταχειρισμένα.   

kawa

Ταυτόχρονα οι αγορές των ΗΠΑ και της Ευρώπης διατηρούσαν ισχυρές τις πωλήσεις μεγάλου κυβισμού δικύκλων και τα εργοστάσια είχαν αρκετό χρήμα στις τσέπες για την έρευνα και εξέλιξη νέων μοντέλων υψηλής τεχνολογίας.

Από τα πιο δημοφιλή μοντέλα  εκείνης της εποχής ήταν το Suzuki V-Strom 650, το Yamaha XT 660 και το Kawasaki Z 750, που κάθε χρόνο σημείωναν νέα ρεκόρ ταξινομήσεων, με το V-Strom 650 και τα XT 660 να κάνουν μυθικές ταξινομήσεις άνω των 2.000 κομματιών (το κάθε ένα) μέσα σε μόνο μια χρονιά! Η ελληνική αγορά ήταν τόσο ισχυρή, που η Yamaha έφτιαξε πορτοκαλί XT 660 αποκλειστικά για την Ελλάδα και οι μεγάλοι dealers της Suzuki στη Γαλλία και την Ισπανία τροφοδοτούσαν την ελληνική αγορά με όσα V-Strom 650 είχαν στα καταστήματά τους. Το φαινόμενο της παρά-εισαγωγής καινούριων μοτοσυκλετών από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης ήταν το βασικό πρόβλημα για τις επίσημες αντιπροσωπείες. Βέβαια για να συμφέρει η παρά-εισαγωγή καινούριων μοτοσυκλετών θα πρέπει οι αντιπροσωπείες να έχουν μεγάλο περιθώριο κέρδους, αφού οι επίσημες αντιπροσωπείες αγόραζαν σε χαμηλότερες τιμές εργοστασίου και οι ανεξάρτητοι έμποροι σε υψηλότερες τιμές χοντρεμπόρου.

vstrom

Με λίγα λόγια, οι τιμές ήταν τόσο υψηλές που υπήρχαν περιθώρια κέρδους, ακόμα και αν αγόραζες τις μοτοσυκλέτες από έναν έμπορο της Γαλλίας. Όμως όποιον και αν ρωτήσεις θα σου πει πως τη δεκαετία του 2000-2010 τα δίκυκλα στην Ελλάδα είχαν τις πιο χαμηλές τιμές. Όχι δεν είχαν! Εκείνο που είχαν, ήταν ένα γενικό οικονομικό περιβάλλον που διευκόλυνε την αγορά τους.

Ο κατώτατος μισθός το 2011 έφτασε τα 751,39 ευρώ και το Honda Innova 125 είχε 2.295€, οπότε με 2,91 μισθούς το έκανες δικό σου. Το Suzuki V-Strom 650 ABS είχε φτάσει στα 8.495€ και με 11,3 μισθούς το πάρκαρες έξω από το σπίτι σου, όταν το 1995 χρειαζόσουν 29,89 μισθούς για να αγοράσεις ένα Honda Transalp 600.  

ΑΤΙΜΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Αυτός ο ελληνικός μοτοσυκλετιστικός παράδεισος διακόπηκε απότομα με τις αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις σε ΗΠΑ και Ευρώπη, αναγκάζοντας τους πάντες να προσαρμοστούν βίαια σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση.

Ο παγκόσμιος χάρτης με τις πωλήσεις δικύκλων ήρθε τούμπα. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη ήταν πλέον κλινικά νεκρές για τις μεσαίες κατηγορίες κυβισμού και τιμής. Οι πωλήσεις δικύκλων στις ΗΠΑ μειώθηκαν στο 1/3 σε σχέση με τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και στην Ευρώπη τα πράγματα ήταν εξίσου δύσκολα.

Αντιθέτως οι αγορές της Ασίας έγιναν οι μεγαλύτερες του κόσμου, με την Κίνα και την Ινδία να πουλάνε εκατομμύρια, τραβώντας προς το μέρος τους τον ανταγωνισμό και το ενδιαφέρον των εργοστασίων.

Σαν να μην έφτανε η οικονομική κρίση, η Ευρώπη δημιούργησε ένα πολύ πιο “σφιχτό” νομικό πλαίσιο για τους κατασκευαστές, όχι μόνο με τις πιο αυστηρές προδιαγραφές ρύπων, αλλά και με ακριβές διαδικασίες εγκρίσεων τύπου που επιβάρυναν ακόμα περισσότερο το κόστος εξέλιξης νέων μοντέλων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το GASGAS 700 SM, μια μοτοσυκλέτα που είναι ΑΚΡΙΒΩΣ ίδια με τα Husqvarna 701 Supermoto και KTM 690 SMR, όμως χρειάστηκαν δώδεκα μήνες διαδικασιών για να πάρει έγκριση τύπου ως διαφορετικό μοντέλο!

Δηλαδή για να καταχωρηθεί επίσημα με διαφορετικό όνομα μια μοτοσυκλέτα που ήδη υπάρχει, η KTM πλήρωσε το κόστος μιας δωδεκάμηνης διαδικασίας έγκρισης τύπου από την αρχή…

Προφανώς αυτό το κόστος θα το πληρώσει στο τέλος ο καταναλωτής ή θα αφαιρεθεί από τα έξοδα έρευνας και εξέλιξης νέων τεχνολογιών, καθυστερώντας την εξέλιξη νέων μοντέλων.

Κι αν όλα αυτά επιβράδυναν και επιβάρυναν την τεχνολογική εξέλιξη και την δημιουργία νέων μοντέλων, για τον Έλληνα μοτοσυκλετιστή τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα, καθώς στις αρχές του 2012 ο βασικός μισθός  μειώθηκε κατά 165,31€ για τους εργαζόμενους άνω των 25 ετών πέφτοντας στα 586,01€ και για τους κάτω από 25 ετών μειώθηκε στα 510,95€.

Σαν να μην έφτανε αυτό, η χρηματοδότηση από τις τράπεζες έγινε υπερβολικά δύσκολη, καθώς τα κριτήρια έγκρισης καταναλωτικών δανείων έγιναν πιο αυστηρά.

Τον Οκτώβριο του 2012 το Suzuki V-Strom 650 ABS είχε φτάσει τα 8.995€ και χρειαζόσουν 15,3 βασικούς μισθούς αν ήσουν πάνω από 25 χρονών και 17,6 μισθούς αν ήσουν κάτω από 25 χρονών. Πολύ καλύτερα μεν από το 1995, αλλά τέσσερις (4) ολόκληρους βασικούς μισθούς παραπάνω από το 2011 για τους άνω των 25 ετών και 6,3 μισθούς για τους κάτω των 25 ετών!

onoff

Με απλά λόγια, το 1995 ένα καινούριο μεσαίο ιαπωνικό δικύλινδρο On-Off κόστιζε στον Έλληνα μοτοσυκλετιστή 18.382€ σε σημερινά λεφτά (29,89 βασικοί των 615 ευρώ). Το 2011 ένα αντίστοιχου κυβισμού ιαπωνικό δικύλινδρο On-off κόστιζε 6.949€ (11,3 βασικοί μισθοί των 615 ευρώ) και το 2012 πήγε στα 9.409€ για όσους ήταν πάνω από 25 ετών και στα 10.824€ για όσους ήταν κάτω των 25 ετών (15,3 βασικοί μισθοί των 615 ευρώ και 17,6 βασικοί μισθοί αντίστοιχα).

Σήμερα η φτηνότερη έκδοση του V-Strom 650 είναι στα 8.495€ και η ακριβότερη 10.295€, οπότε με 13,81 βασικούς μισθούς αγοράζεις την βασική έκδοση και με 16,7 βασικούς μισθούς την κορυφαία.  

Στην πράξη λοιπόν, σήμερα πληρώνεις 2,51 περισσότερους βασικούς μισθούς (2,51 Χ 615=1.543,6€ ακριβότερο) σε σχέση με την χρυσή δεκαετία του 2000-2010, αλλά και 16,08 βασικούς μισθούς λιγότερους (16,08 Χ 615 = 9.889€ φτηνότερο) από το 1995.

Η ελληνική αγορά ποτέ δεν ήταν από τις φτηνότερες του κόσμου, όμως για περισσότερο από μια δεκαετία ήταν μια από τις πιο φιλικές για τους μοτοσυκλετιστές και μάλιστα σε μια περίοδο όπου στις παραδοσιακές μεγάλες αγορές του κόσμου (ΗΠΑ, Ε.Ε., Ιαπωνία) υπήρχαν έντονα σημάδια εμπορικής παρακμής.

Τα τελευταία χρόνια η ελληνική αγορά δικύκλων βρίσκεται ξανά σε ρυθμό ανάκαμψης, με τις ταξινομήσεις να ξεπερνούν τις 55.000 το 2022 και φαίνεται πως αυτό θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, καθώς η αναλογία βασικού μισθού και τιμής πώλησης διαρκώς βελτιώνεται. Κι όπως μας διδάσκει το παρελθόν, όσο λιγότερους βασικούς μισθούς κοστίζουν τα δίκυκλα, τόσο περισσότερες είναι οι πωλήσεις τους όποια κι αν είναι η αύξηση των τιμών τους.

ss

Με την ευκαιρία και για να έχουμε μια γενική εικόνα πως διαμορφώνονται οι τελικές τιμές των δικύκλων στην Ελλάδα σήμερα, παραθέτουμε τα κόστη που προστίθενται στην εργοστασιακή τιμή, δηλαδή στην τιμή αγοράς από το εργοστάσιο κατασκευής:

Ναύλος + Μεταφορικά από λιμάνι σε αποθήκες

Αυτά είναι τα έξοδα μέχρι να φτάσουν τα δίκυκλα στην Ελλάδα. Το κόστος αυτό δεν είναι σταθερό και καθορίζεται ανάλογα με το συμβόλαιο μεταξύ εισαγωγέα και μεταφορικής εταιρείας, αλλά και από τις νομισματικές ισοτιμίες. Την εποχή της πανδημίας του COVID-19, οι τιμές των μεταφορικών τετραπλασιάστηκαν μέσα σε λίγους μήνες και ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε την ισοτιμία Ευρώ-Δολαρίου στο 1-1.

Έξοδα εκτελωνισμού - Δασμοί

Για την εισαγωγή δικύκλων από τρίτες χώρες χρεώνονται δασμοί αναλόγως των κυβικών:

8% ως 250cc

6% για 250cc και πάνω και για τα ηλεκτρικά

10% για 3/4κυκλα (ATV-MINI Cargo – Side by Side)

Υπάρχουν και μερικές εξαιρέσεις λόγω ξεχωριστών διμερών εμπορικών συμφωνιών, όπως π.χ. από το Βιετνάμ, όπου οι δασμοί είναι 0%. Σε αυτά τα ποσά θα πρέπει να προστεθεί και ένα αναλογικό κόστος της διαδικασίας εκτελωνισμού που είναι περίπου 1000€ ανά κοντέινερ

Τέλη ταξινόμησης:

Τα τέλη ταξινόμησες είναι το κόστος που πληρώνεται για την έκδοση αριθμού κυκλοφορίας και οι περισσότεροι αντιπρόσωποι τα περιλαμβάνουν στις τελικές τιμές που ανακοινώνουν

Έως 125cc: 0%

126-249cc: 2%

250-900cc: 7%

901-1400cc: 12%

ΦΠΑ 24%

Για τον ΦΠΑ δεν χρειάζονται διευκρινήσεις, πέραν του γεγονότος πως το 24% είναι από τους υψηλότερους συντελεστές για δίκυκλα στην Ε.Ε.