Ducati Multistrada 950

Την οδηγήσαμε!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

15/12/2016

Σ’ ένα από τα Κανάρια Νησιά, αγαπημένο μέρος της Ducati για παρουσίαση Multistrada, είχαμε την ευκαιρία μίας σύντομης γνωριμίας με την 950. Το νησί της αιώνιας άνοιξης, όπως το λένε οι ντόπιοι, επιλέχθηκε γιατί δεν έχει πολλές ευθείες και οι δρόμοι του είναι στενοί, γεμάτοι στροφές. Δεν παρεκκλίνει ωστόσο σε κάτι άλλο, από την κληρονομιά των άγριων αυτών νησιών: η πρόσφυση που προσφέρει η άσφαλτος είναι η κορυφαία του κόσμου, απόρροια των άφθονων πρωτογενών υλικών από την ηφαιστειογενή προέλευση του αφιλόξενου τοπίου. Συγκεκριμένα το Φουερτεβεντούρα παράγει μονάχα ένα πράγμα, εκτός από υπηρεσίες τουρισμού… πέτρες και μόνο πέτρες!

Σε αυτό το περιβάλλον το πολύ γκάζι είναι πρακτικά ανεκμετάλλευτο και το 950 σου φαινόταν σαν πεινασμένος τίγρης σε μικρό κλουβί, την στιγμή που δεν υπάρχει εκείνη η εκρηκτική απόκριση της μεγάλης Multistrada. Η Ducati είχε διαλέξει έξυπνα το μέρος… Στην πράξη λοιπόν η 950 δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την 1200, η μόνη επαφή τους είναι στην εμφάνιση. Αν διαβάσετε -κάπου στο παγκόσμιο internet- τίποτα φράσεις όπως: ¨ίδιο άρωμα σε μικρό μπουκάλι¨, ή ¨συμπυκνωμένη γεύση» κτλ τότε να ξέρετε ότι πρόκειται για άνθρωπο που είτε δεν κατάλαβε την 950, είτε δεν ήξερε καλά την 1200. Μαζί με τα σχόλια για το DTC, το traction control της Ducati δηλαδή που απενεργοποίησα από την πρώτη στιγμή και δεν δοκίμασα καθόλου, είναι εκείνα τα πράγματα που ακούσαμε από κάποιους νέους δημοσιογράφους και κοιταζόμασταν οι υπόλοιποι περίεργα, μαζί με τους ανθρώπους της Ducati που απορούσαν και οι ίδιοι.

Στην συγκεκριμένη άσφαλτο και με την απόλυτα προοδευτική απόκριση του γκαζιού, είναι εξαιρετικά δύσκολο να χάσεις πρόσφυση. Στην πράξη μου συνέβη μονάχα δύο φορές, η πρώτη ήπια, μπροστά στον φωτογράφο και η φωτογραφία θα υπάρχει στην αναλυτική δοκιμή στο επόμενο, εορταστικό τεύχος του περιοδικού, και η δεύτερη –καλύτερη- θα αποτυπώνεται στο video της δοκιμής που θα ανέβει παράλληλα με την έκδοση του τεύχους. Και οι δύο ήταν με τέρμα γκάζι, με πρώτη ή δευτέρα στο κιβώτιο και σε μεγάλη κλίση - τέτοιο είναι το επίπεδο της πρόσφυσης σε εκείνα τα μέρη, οπότε είναι αναγκαίο να περιμένουμε να έρθει στην Ελλάδα, πριν διεξαχθεί κάποιο συμπέρασμα για το traction control και σε κάποιο βαθμό και για το ABS, αν και γνωρίζοντας πολύ καλά την συγκεκριμένη μονάδα της Bosch, δεν περιμένουμε παρά μονάχα κορυφαία συμπεριφορά. Ήταν λοιπόν περίεργο, απλά και μόνο να σχολιάζει κάποιος το traction control και είναι άλλο ένα σημείο που θα πρέπει να προσέξετε αν διαβάσετε κάτι τέτοιο από κάποιο ξένο δημοσιογράφο, αφού άλλος Έλληνας δεν την έχει οδηγήσει ακόμη.

Ο κινητήρας των 937 κυβικών προέρχεται από τα νέα Hyper, πράγμα που οι τακτικοί μας αναγνώστες γνωρίζουν πως μεταφράζεται σε απλωμένη ροπή στις μεσαίες και ψηλές στροφές με ένα κιβώτιο που εξακολουθεί να μην έχει ιδιαίτερα κοντές σχέσεις για τον χαρακτήρα τους. Τα πράγματα στην Multistrada έχουν βελτιωθεί ακόμα περισσότερο με σημαντικές επεμβάσεις, σημεία που χρειάζονται έκταση και θα τα αναλύσουμε στο τεύχος. Το αποτέλεσμα είναι μία πολύ προοδευτική απόδοση της ιπποδύναμης που σε κανονικό έως σβέλτο ρυθμό σε βοηθά να αποφύγεις τα πολλά ανεβοκατεβάσματα, πρακτική στην οποία θα καταλήξεις μονάχα όταν θελήσεις να πας πραγματικά πολύ γρήγορα.

Η μεγαλύτερη ίσως διαφορά από την μεγάλη Multistrada, είναι η θέση οδήγησης και η άνεση που σου προσφέρει. Έχουμε πει ότι η 1200, ακόμα και στην έκδοση Enduro, έχει μία ιδανική, «πολεμική» θέση οδήγησης, για να οδηγείς γρήγορα. Τοποθετεί το σώμα κοντά στον εμπρός τροχό σε μία στάση που είναι αυτό ακριβώς που θέλεις για να κυνηγάς κόσμο ανάμεσα στα αυτοκίνητα, ή να επιτίθεσαι σε στροφές ορεινών επαρχιακών δρόμων. Η 950 δεν είναι έτσι όμως, είναι η πιο άνετη Multistrada από την εποχή που η Ducati λανσάρισε την 4 σε 1 φιλοσοφία. Αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να την ξεχωρίσει από την 1200 και ισχύει σε μεγάλο βαθμό, παρόλο που η σέλα είναι σχεδόν όμοια με εκείνη της Enduro, απλά στενότερη εμπρός τώρα που δεν υπάρχει το θεόρατο ρεζερβουάρ. Ωστόσο η διαφορά σε γεωμετρία και εργονομία ήταν κάτι που προέκυψε στον βαθμό για τον οποίο μιλάμε στην δεύτερη φάση του σχεδιασμού. Αναγκαίο κακό για την Ducati, και είναι άλλο ένα στοιχείο που θα περιμένει για την ανάλυση στο τεύχος.

Εμείς προς το παρόν δοκιμάζαμε στην πράξη την αποτελεσματικότητα του προστατευτικού του ψυγείου που ανήκει στον πρόσθετο εξοπλισμό. Οι μοτοσυκλέτες είχαν φτάσει στο νησί με κοντέινερ, περνώντας μια διαδικασία εκτελωνισμού που είναι λίγο πιο σύνθετη εξαιτίας της μερικής αυτονομίας που απολαμβάνουν τα νησιά. Δύο μέρες πριν φτάσει το πρώτο γκρουπ δημοσιογράφων, οι πλοηγοί άρχισαν να πηγαίνουν πάνω - κάτω την διαδρομή των 220 χιλιομέτρων για να την απομνημονεύσουν. Τότε ανακάλυψαν κάτι που αρκετό καιρό πριν, στην αρχική επίσκεψη για την επιλογή της τοποθεσίας, δεν είχε φανεί. Υπήρχαν τόσες πολλές πέτρες στον δρόμο που ήταν αδύνατο να βγουν οι μοτοσυκλέτες αλώβητες. Αυτό που οι Άραβες παθαίνουν με την άμμο, η οποία καλύπτει τους δρόμους εξαιτίας των ανέμων, στο Φουέρτεβεντουρα συμβαίνει με πετραδάκια! Το σαθρό έδαφος αποτελείται από απανωτές στρώσεις λάβας και δεν υπάρχει συμπαγές πέτρωμα, με αποτέλεσμα οι δυνατοί άνεμοι να θρυμματίζουν τα πάντα. Θα καταλήξουμε κάπου με αυτή την ιστορία, το υπόσχομαι: Η πρόσφυση παραμένει η καλύτερη του κόσμου αλλά σε πολλά σημεία το πίσω ελαστικό εκτοξεύει πέτρες με τον ίδιο τρόπο που θα δημιουργούσε έναν πίδακα νερού στους ελληνικούς δρόμους, που έχουν μηδενική απορροφητικότητα και το νερό λιμνάζει. Για την ιστορία, η αμμοβολή εκεί γίνεται καλύτερη μία-δύο φορές τον χρόνο, όταν τα πάντα σκοτεινιάζουν και το νησί καλύπτεται με σκόνη από την Σαχάρα, διακόπτοντας τις πτήσεις και την επικοινωνία τους…

Οι συνθήκες αυτές μας στοίχησαν και προσωπικά, γιατί μέχρι την μέση της διαδρομής τα κράνη είχαν γεμίσει καινούρια σημάδια και οι θήκες των καμερών είχαν καταστραφεί. Οι άνθρωποι της Ducati συνειδητοποίησαν το μέγεθος του προβλήματος λίγο πριν την έναρξη και για να το λύσουν φόρτωσαν σε έναν από τους μηχανικούς μία δεύτερη βαλίτσα, όπου μέσα είχε καμιά τριανταριά προστατευτικά για τα ψυγεία των μοτοσυκλετών της παρουσίασης. Αν τα έστελναν όπως μετέφεραν και τις μοτοσυκλέτες θα είχαν να αντιμετωπίσουν την ίδια μακρά διαδικασία εκτελωνισμού.

Επιστράτευσαν λοιπόν τον μηχανικό με τις καλύτερες επικοινωνιακές δυνατότητες, σε περίπτωση που κάποιος άρχιζε τις ερωτήσεις για το τι έχει στις βαλίτσες, και ψυγείο δεν τρύπησε. Το θέμα μας - τώρα που έχετε πλέον αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος – είναι ότι από τις τόσες πέτρες που μας μαστίγωσαν, που έσπασαν την θήκη της Gopro, τραυμάτισαν την Sena και σημάδεψαν το κράνος, η Multistrada δεν είχε κανένα σημάδι! Η ποιότητα της βαφής είναι εξαιρετική και ιδιαίτερα η λευκή έκδοση είναι αξιοθαύμαστη. Το ίδιο ισχύει και για την ζελατίνα που είναι ίδια με την μεγαλύτερη έκδοση – παρέμεινε και αυτή ανέπαφη.

SSP – το νέο αρκτικόλεξο για την Multistrada 950: Style – Sophistication - Perfomance

Διαπιστώσαμε ένα μικρό θέμα στο εμπρός φρένο, που δεν είναι ζήτημα ασφάλειας γιατί δεν έχει να κάνει με την απόδοση, δεν τους λείπει η δύναμη από τα φρένα, τόσο εμπρός όσο και πίσω. Καθώς όμως το ζήτημα αυτό το έθεσαν και κάποιοι Ισπανοί δημοσιογράφοι από προηγούμενο γκρουπ -όπως τόνισε ο νεαρός Davide Previtera, Project Manager της Multistrada 950, το πρώτο πράγμα με την επιστροφή είναι να επικοινωνήσει με την Brembo και να δώσει λύση πριν την έναρξη της παραγωγής. Αναλυτικά λοιπόν στο επόμενο τεύχος του περιοδικού, με την τεχνική ανάλυση, τα βήματα εξέλιξης της Multistrada 950 και την συμπεριφορά αναρτήσεων, φρένων και πλαισίου, στην γρήγορη οδήγηση.

Η Ducati θέλει την Multistrada 950 απέναντι σε όλους, ξεκινώντας από τις on-ff των οκτακοσίων κυβικών των BMW και Triumph, πηγαίνοντας στο V-Strom και την Africa Twin, και από εκεί στο νέο KTM 1090 Adventure, την στιγμή που στο στόχαστρο είναι και το Yamaha Tracer 900. Εναντίων όλων λοιπόν και έχει συγκεκριμένα όπλα για τον καθένα… σε λίγες μέρες θα εξηγήσουμε που τα καταφέρνει εύκολα και που θα είναι δύσκολα τα πράγματα… Όμως ασχέτως ποιον κερδίζει ή όχι, η Multistrada 950 είναι μία καλοφτιαγμένη μοτοσυκλέτα, ευχάριστη και ικανή σε διαφορετικούς ρόλους.

Η Multistrada θέλει να ισορροπήσει ανάμεσα στις πραγματικές ανάγκες τις καθημερινής μετακίνησης και της οδηγικής απόλαυσης

Δείτε όλες τις φωτογραφίες του ρεπορτάζ:

Διπλή Δοκιμή Kawasaki ZX-6R 636 2019 Jerez & Castelloli ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ

Γι΄αυτό αγαπάμε τα 600
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/4/2019

Φορτώσαμε πλούσια εμπειρία οδηγώντας το νέο Kawasaki Ninja 636 και εξαιτίας αυτής της η πρώτη προσέγγιση είναι απαραίτητα φιλοσοφική: Από τη στιγμή που μπήκαν τα ηλεκτρονικά στη μοτοσυκλετιστική ζωή μας, άλλαξαν πολλά. Κυρίως άλλαξε το δόγμα πως οι μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέτες είναι για έμπειρους αναβάτες και οι μικρότερου κυβισμού είναι κατάλληλες για τους πιο άπειρους.

Κάτι τέτοιο δεν ισχύει πια. Η τεχνολογία που έχουν οι μεγάλες μοτοσυκλέτες τις κάνουν πολύ πιο ασφαλείς και εύκολες σε όλες τις συνθήκες. Αντιθέτως οι μικρού κυβισμού μοτοσυκλέτες, λόγω της ανάγκης για περιορισμό του κόστους κατασκευής και της τιμής πώλησης, έχουν λιγότερα και υποδεέστερης απόδοσης ηλεκτρονικά βοηθήματα ενεργητικής ασφάλειας, χειρότερες αναρτήσεις, χειρότερα φρένα και φτηνότερα υλικά, με αποτέλεσμα να έχουν σχεδόν το ίδιο βάρος με τις μεγάλες. Έτσι το μόνο που αλλάζει είναι οι επιδόσεις -κυρίως- στην ευθεία, όμως και πάλι τα περισσότερα άλογα και η μεγαλύτερη ροπή είναι πλεονέκτημα για έναν άπειρο αναβάτη, γιατί μπορεί να κερδίσει εύκολα και με ασφάλεια χρόνο στην ευθεία, αντί να προσπαθεί να πάει γρήγορα στις στροφές, αυξάνοντας τις πιθανότητες να φέρει στο όριο της πρόσφυσης τα ελαστικά του.

τέρμα γκάζι στις εξόδους...

Συναντήσαμε το νέο Kawasaki 636 σε δύο διαφορετικές φάσεις με μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους, όπως και χιλιομετρική, σε ξεχωριστές πίστες με διαφορετικά ελαστικά. Αυτό μετέτρεψε την προσέγγισή μας απέναντί του σε μία μεγάλη βεντάλια, καθώς φορτώσαμε μπόλικη εμπειρία σε περιβάλλον πίστας. Το οδηγήσαμε στην τεχνική, κλειστή για το ευρύ κοινό πίστα του Castelloli στην Βαρκελώνη με τα νέα Dunlop Sportsmart mk3 και έπειτα στην εξόχως μοτοσυκλετιστική πίστα της Jerez με Bridgestone S22.

Η εμπειρία μας από την παρουσίαση των νέων ελαστικών S22 της Bridgestone στην πίστα της Jerez, όπου οδηγήσαμε το ZX-10R και το ZX-6R 636 μαζί, είναι μια καλή απόδειξη για όλα όσα λέγαμε παραπάνω στην αρχή. Εδώ να πούμε πως η πίστα της Jerez έχει μοτοσυκλετάδικη χάραξη, με παρατεταμένες στροφές και μόλις μία μεγάλη ευθεία. Καμία σχέση δηλαδή με τις περισσότερες καινούριες πίστες, που έχουν σχεδιαστεί για αγώνες αυτοκινήτων και έχουν πολλές ευθείες και κλειστές στροφές για να μπορούν τα αυτοκίνητα να κάνουν προσπεράσεις στα φρένα. Ξεκινώντας με την μεγάλη ZX-10R ήταν εύκολο να κάνουμε προσπεράσεις στους πιο αργούς αναβάτες στις μικρές ευθείες της Jerez και με την βοήθεια των ηλεκτρονικών, να κρατήσουμε υπό έλεγχο τα 200 άλογα μέσα στις στροφές. Ειδικά με αυτά τα λάστιχα που έχουν σχεδιαστεί κυρίως για χρήση στο δρόμο και ζεσταίνονται αμέσως, πρέπει να αποφεύγεις να ανοίγεις τέρμα το γκάζι με τη μοτοσυκλέτα υπερβολικά πλαγιασμένη, ώστε να μην τα υπερθερμάνεις. Τα μεγάλα superbike των 1000 κυβικών είναι τέλεια για να γράφεις γρήγορα γυρολόγια, πλαγιάζοντας όσο λιγότερο γίνεται στις στροφές.

Δεν χρειάζεται να ρισκάρεις με πρόωρα χουφτώματα του γκαζιού μέσα στη στροφή. Όμως ακόμα κι αν το κάνεις, τα εξελιγμένα traction control που παίρνουν εντολές από την IMU θα μεταφέρουν ομαλά τη δύναμη, ρυθμίζοντας την τροφοδοσία του ψεκασμού ride by wire.

Πρόσθεσε τώρα τα quick shifter Up/Down, τα wheelie control, το ρυθμιζόμενο φρένο κινητήρα και το επίσης ρυθμιζόμενο cornering ABS και θα καταλάβεις γιατί τα καινούρια superbike είναι ταχύτερα και ασφαλέστερα για έναν αναβάτη με μικρή εμπειρία από οδήγηση σε πίστα.

Αν ακόμα δεν έχεις πειστεί, τότε κατέβα από τη σέλα του ZX-10R και αμέσως μετά ανέβα στου ZX-6R 636. Το αναβαθμισμένο για το 2019 supersport μοντέλο της Kawasaki έχει στα χαρτιά περίπου τα ίδια ηλεκτρονικά με τη μεγάλη της αδερφή. Έχει ρυθμιζόμενο Traction Control, έχει ABS φυσικά και έχει και Quick Shifter. Η διαφορά είναι στη λέξη “περίπου”. Το quick-shifter είναι μόνο για τα ανεβάσματα, κόβοντας απλώς το ρεύμα χωρίς να επεμβαίνει στον ψεκασμό. Το ABS δεν είναι cornering και οι δαγκάνες είναι Nissin και όχι monoblock M50 της Brembo. Φυσικά η κεντρική μονάδα δεν έχει αισθητήρες G-Force όπως η IMU της ZX-10R, οπότε το traction control επεμβαίνει βάσει του εγκατεστημένου λογισμικού και δεν παίρνει real-time δεδομένα. Ουσιαστικά έχει τα ηλεκτρονικά που είχε η ZX-10R το 2010.

Βγάλε τώρα 50 άλογα από τον κινητήρα και μάλλον θα έχεις καταλάβει γιατί με το ZX-6R θα πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο για να πας γρήγορα στην πίστα.

Όταν όμως το κάνεις, τότε θα θυμηθείς γιατί γουστάρεις να οδηγάς τα supersport 600.

Γουστάρεις να τα οδηγάς γιατί… πραγματικά τα οδηγάς ΕΣΥ και δεν είσαι ΕΠΙΒΑΤΗΣ όπως με τα 1000. Τα στύβεις, τους πίνεις το αίμα, ορμάς στις εισόδους των στροφών και ελέγχεις την πορεία σου μέσα στη στροφή με το γκάζι. Στις ευθείες δεν κρατιέσαι απλώς από το τιμόνι προσπαθώντας να μείνεις πάνω στη σέλα όπως κάνεις με τα 1000. Με το ZX-6R σκύβεις, ψάχνεις για την μικρότερη δυνατή αεροδυναμική αντίσταση και κοιτάς το στροφόμετρο για να ανεβάσεις ταχύτητα την σωστή στιγμή.

Φρενάρεις όσο πιο αργά μπορείς και στα κατεβάσματα ρυθμίζεις με το γκάζι τις στροφές του κινητήρα ελέγχοντας το ντριφτ του πίσω τροχού που ελαφρώνει. Αν φρενάρεις παραπάνω απ’ όσο πρέπει ή κατεβάσεις μία λιγότερη ή μία περισσότερη ταχύτητα θα κολλήσεις μέσα στη στροφή. Ο κινητήρας έχει δύναμη από τις 8.000 στροφές και πάνω. Αυτόν τον αριθμό ακριβώς θα πρέπει να δείχνει η βελόνα του στροφόμετρου όταν μπαίνεις στη στροφή. Με λιγότερες στροφές δεν θα μπορέσεις να βγεις δυνατά στην έξοδο.

Μόλις όμως τα κάνεις σωστά όλα αυτά, το ZX-6R θα σου δώσει τέτοια ικανοποίηση και χαρά, που κανένα μεγάλο Superbike 1000 δεν μπορεί να κάνει. Λυσσάς, ιδρώνεις και γουστάρεις. Διαλέγεις γραμμές, σκέφτεσαι την επόμενη κίνηση, καταστρώνεις σχέδια δράσης για να προσπεράσεις. Νοιώθεις αυτή τη μοναδική ικανοποίηση πως εσύ ελέγχεις πλήρως την κατάσταση. Ο κινητήρας ουρλιάζει στον κόφτη διαρκώς, του πίνεις το αίμα!

Για να μην παρεξηγηθούμε όμως, να είμαστε σαφείς: Το ZX-6R γυρνούσε διαολεμένα γρήγορα στην πίστα της Jerez. Είναι πραγματικά πολύ γρήγορη μοτοσυκλέτα και μόνο στην πίσω μεγάλη ευθεία τα superbike είχαν πιθανότητες να το προσπεράσουν. Αν δεν σε έφταναν εκεί, τότε τους χαιρετούσες και δεν σε ξαναέβλεπαν μπροστά τους. Κι όσο περνούσαν οι γύροι, τόσο αυξανόταν η διαφορά, καθώς με τα 1000 μόνο οι πολύ γυμνασμένοι μπορούσαν να κρατήσουν σταθερό γυρολόγιο. Όλα αυτά ως εδώ εμπίπτουν στην πλειοψηφία των αναβατών. Το πρόβλημα με εμάς -τους Έλληνες- είναι πως όλοι μας θεωρούμε τον εαυτό μας εκτός πλειοψηφίας. Ένας αγωνιζόμενος θα έκανε ελικοπτεράκι το 600άρι βουτώντας με το 1000άρι παντού και πάντα με ορμή και αίμα στα μάτια. Ακόμη και στους αγωνιζόμενους βέβαια, αυτοί είναι ελάχιστοι, ας μην μείνουμε λοιπόν σε όσα ισχύουν για τους ελάχιστους! Όσα λέμε ισχύουν για γρήγορους αναβάτες στην πίστα, και είναι ήδη μειοψηφικό το πακέτο αυτό. Με το ZX-6R δεν χρειάζεσαι μπράτσα, αλλά εμπειρία, πάθος και μυαλό. Γι΄αυτό και είναι μια μοτοσυκλέτα που θα ευχαριστηθούν περισσότερο οι αναβάτες μεγαλύτερης ηλικίας. Όσοι δηλαδή έχουν χορτάσει από το ωμό γκάζι των superbike και ζητούν την απόλαυση της οδήγησης στην πίστα. Όταν απολαμβάνεις την οδήγηση του ZX-6R, ενώ μόλις πριν λίγα λεπτά έχεις οδηγήσει την αφρόκρεμα των superbike του 2019 σε μια από τις καλύτερες πίστες των MotoGP, νομίζουμε πως αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μπορείς να κάνεις για ένα supersport 600 σήμερα.

Στην ολότελα τεχνική, κρυμμένη και σκονισμένη πίστα στο Castelloli της Βαρκελώνης, οι συσχετισμοί ήταν διαφορετικοί, κι αυτό γιατί το 636 ήταν το γρηγορότερο που υπήρχε εκεί! Να δημιουργήσουμε καταρχήν την εικόνα, γιατί έτσι πολλά πράγματα θα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα. Η πίστα αυτή έχει φτιαχτεί εξ αρχής ως πεδίο δοκιμών για τις εταιρίες αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών και όχι για αγώνες. Μπορεί να γίνονται track days, μπορεί να διοργανώνονται και κάποιοι γύροι τοπικών πρωταθλημάτων –η Ισπανία είναι παράδεισος του μηχανοκίνητου αθλητισμού- αλλά ο σκοπός της δημιουργίας της ήταν να γίνει ένα πεδίο δοκιμών και το έχει καταφέρει απόλυτα, αποτελώντας μία εξαιρετικά επικερδή επιχείρηση. Αυτό είναι κι ένα έμμεσο μήνυμα σε όποιον ονειρεύεται πίστες F1 και λοιπά στην Ελλάδα. Η Ισπανία έχει καμιά 60αριά πίστες και «πιστούλες» όχι μία για όλες τις δουλειές. Στην συγκεκριμένη, που έχει χωθεί μέσα στις κορυφές και διαθέτει και γέφυρα περνώντας πάνω από τον εαυτό της, έχουν τοποθετήσει ένα εξελιγμένο σύστημα κεραιών με την τηλεμετρία να μην χάνεται ούτε σε ένα χιλιοστό της πίστας με την εντονότατη μορφολογία εδάφους και ταυτόχρονα ένα απίστευτα ταχύ δίκτυο που υποστηρίζεται και με δορυφορική σύνδεση. Έτσι, όταν η BMW κλείνει μερικές εβδομάδες δοκιμών τον χρόνο στην πίστα πληρώνοντας ένα σεβαστό ποσό σε ετήσια βάση, επωφελείται από το πρόσθετο γεγονός πως τα δεδομένα φτάνουν σε πραγματικό χρόνο απευθείας στην Γερμανία. Μάλιστα, τόσο απλά και φοβερά.

Στην πίστα αυτή η Dunlop παρουσίασε το νέο Sportsmart MK3 σε μία γενναία απόφαση καθώς αυτή την εποχή δεν μαστίζεται από σκόνη και γύρη από το παρακείμενο δάσος. Γύρη σε ποσότητες που την σηκώνεις με το φτυάρι όμως, ένα πρόβλημα τόσο σοβαρό που είχαν τοποθετήσει πριν τις πινακίδες για τα φρένα, μεγάλα μπλοκ από ντυμένες σε πανί αχυρόμπαλες για να καταφέρουν να κρατήσουν την σκόνη μακριά. Έτσι και πατούσες εκτός γραμμής φλερτάριζες με το γλίστρημα, ενώ και η γραμμή δεν ήταν κάτι σταθερό και απόλυτο στην διάρκεια των γύρων. Να προσθέσουμε τώρα τα έντονα σαμαράκια στην είσοδο, και με το επίθετο «έντονα» εννοούμε πως εξαιτίας τους οδηγούσαν μέχρι και σε αύξηση πίεσης 0,6bar στα ελαστικά, που είναι σημαντικό νούμερο για τέτοια επίδραση, αλλά θα τα εξηγήσουμε αυτά στην δοκιμή των ελαστικών.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ιδανικό για άμεσα συμπεράσματα σε ελαστικά και σπαστικό αν δοκιμάζεις μοτοσυκλέτες, το 636 κατάφερε να είναι ένα εξαιρετικό παιχνίδι που σου επέτρεπε να διασκεδάσεις μαζί του και να αισθανθείς τεράστια εμπιστοσύνη αψηφώντας σκόνες, σαμαράκια κι άλλους δημοσιογράφους που έφευγαν ευθεία, μιας κι αυτό συνέβη μερικές φορές. Μελλοντικά στο τεύχος θα αναλύσουμε πλήρως τι συμβαίνει με αναρτήσεις, κυρίως την πίσω που θέλει περισσότερο ψάξιμο, κι ας μείνουμε τώρα στο πόσο φιλική είναι αυτή η μοτοσυκλέτα μόλις φεύγεις από τον παράδεισο της Jerez και μπαίνεις μαζί της σε καταστάσεις που θυμίζουν περισσότερο την χώρα μας. Σαμαράκια και σκόνες, πάνω στις οποίες το εμπρός φρένο αρχίζει και χάνει στα μάτια σου –και στο χέρι σου- αλλά όχι σε σημείο που να γίνεται πρόβλημα. Η θέση οδήγησης παραμένει καλά μελετημένη και εδώ στις νέες συνθήκες, ενώ βολεύεσαι είτε είσαι Pedrosa, είτε Rossi –για το ύψος πάντα μιλάμε, κάθε άλλος συσχετισμός ανήκει στα πλαίσια νοσηρής φαντασίας.

Η απόκριση του γκαζιού είναι άμεση και η γκαζιέρα δουλεύει σωστά και προοδευτικά, ενώ το σαφές κιβώτιο δεν σου κάνει την χάρη στα κατεβάσματα, ακόμη κι αν προσπαθήσεις να του κάνεις «μπλιπ» όπως λένε χαρακτηριστικά οι Αμερικανοί που χαίρονται καιρό την νέα αυτή έκδοση του 636 που στην χώρα τους πήγε πριν από την Ευρώπη. Με λίγο γκάζι και παίξιμο στην γκαζιέρα και πάλι τα κατεβάσματα –καρφωτά- είναι ένα ζήτημα, ενώ το quick shifter είναι «απλώς ΟΚ» στα ανεβάσματα για χρήση σε track days κτλ, όχι σε κάτι περισσότερο από αυτό.

Το κυνήγι που έριχνες παλιότερα στα 600άρια για να πας γρήγορα, απαιτώντας την διατήρηση της ορμής και της έντονης σωματικής καταπόνησης, όπως εξηγούμε παραπάνω, έχουν έρθει τα ηλεκτρονικά να το αλλάξουν. Τώρα μπορείς να στρίψεις αδιανόητα γρήγορα με τα 1000άρια και αν δεν είσαι εξαιρετικά γυμνασμένος δεν τα εκμεταλλεύεσαι και στο έπακρο. Με το 636 κυριαρχείς στο παιχνίδι, γιατί η οδήγηση στην πίστα πρέπει να είναι στο τέλος της ημέρας ένα παιχνίδι, ούτε να αισθάνεσαι πως έχεις ριψοκινδυνέψει, ούτε να σε έχει κουράσει η υπερβολή.

Θα επανέλθουμε με αναλυτική, επί μέρους, ανάλυση του 636!

 

Ετικέτες