Dunlop Roadsmart IV: Το δοκιμάζουμε σε όλες τις συνθήκες

Η νέα γενιά Roadsmart εξισώνει τις συνθήκες του δρόμου

Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

21/4/2022

Συνομιλώντας κατά καιρούς με τα στελέχη των μεγαλύτερων κατασκευαστών ελαστικών, έχω καταγράψει ορισμένους κοινούς προβληματισμούς που παραδέχονται όλοι τους πως ισχύουν στον ίδιο βαθμό, κι ένας από αυτούς είναι πως τα ελαστικά που προορίζονται για καθημερινή χρήση δρόμου, έχουν στην πράξη τόσες απαιτήσεις που ο σχεδιασμό και η εξέλιξή καταλήγει δυσκολότερο έργο από την εξέλιξη ενός αγωνιστικού ελαστικού. Διότι το τελευταίο καλείται να κάνει ένα πράγμα, τα ελαστικά αυτής της κατηγορίας πρέπει να είναι σπορ με αξιώσεις, αλλά να έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής, καλή απόδοση στο βρεγμένο, να ζεσταίνονται γρήγορα αλλά να μην υπερθεμαίνονται εύκολα, να απορροφούν ανωμαλίες του δρόμου χωρίς όμως κινητικότητα πέλματος και να αντέχουν και στο φόρτωμα και τέλος, εκείνο που παραβλέπουν όλοι, να διατηρούν αυτά τα χαρακτηριστικά σε αρκετές διαφορετικές διαστάσεις!

Υψηλόβαθμο στέλεχος της Dunlop στην Ευρώπη εξηγούσε στο ΜΟΤΟ, κατά την παρουσίαση του νέου ελαστικού που έχετε ήδη διαβάσει στο τεύχος 629, πως το Roadsmart IV είναι ο κοινός τόπος επαφής της εταιρείας με εκατοντάδες χιλιάδες αναβάτες, που σημαίνει πως η ανάπτυξή του έχει μεγαλύτερη σημασία από τα αγωνιστικά ελαστικά των Moto2 και Moto3 στα MotoGP που τα τελευταία χρόνια η Dunlop είναι αποκλειστικός προμηθευτής.

Η αναφορά δεν ήταν τυχαία, καθώς το Roadsmart IV επωφελείται από την τεράστια αγωνιστική πορεία της Dunlop με τρόπο πολύ άμεσο και πρακτικό και όχι θεωρητικό. Οι αγώνες αποτελούν τον τόπο της εξέλιξης του είδους, χωρίς αυτούς η εξέλιξη όχι μόνο είναι αργή αλλά μπορεί να οδηγηθεί και σε λάθους δρόμους. Μπορείς να πεις πως όλα τα ελαστικά δρόμου κάθε εταιρείας επωφελούνται από την αγωνιστική της πορεία με βάση την εμπειρία που έχει αποκτηθεί, όμως εδώ μιλάμε για κάτι τελείως πρακτικό και όχι θεωρητικό: Πρόσφατα το τμήμα αγωνιστικών ελαστικών της Dunlop, αυτό που κατασκευάζει τα ελαστικά της Moto2 και της Moto3, μετακόμισε από το Birmingham της Αγγλίας όπου βρισκόταν επί δεκαετίας, στο βασικό εργοστάσιο της Dunlop στην Γαλλία, εκεί που κατασκευάζονται και τα Roadsmart IV. Η μεταφορά αυτή προίκισε τις γραμμές παραγωγής των ελαστικών δρόμου με ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες εργαλειομηχανές βουλκανισμού και επέτρεψε στην Dunlop να χρησιμοποιήσει ορισμένες τεχνικές κατασκευής που μέχρι στιγμής υπήρχαν μόνο στους αγώνες και στα αγωνιστικά ελαστικά που μπορούσαν να καλύψουν το υψηλότερο κόστος παραγωγής. Η ενοποίηση αυτή όμως, έδωσε πρόσβαση σε εργαλεία που μέχρι πριν δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η ανάπτυξή τους χωρίς να αυξηθεί και το κόστος, κι έτσι από την απλή μεταφορά τεχνογνωσίας και εμπειρίας που γινόταν μέχρι πριν άμεσα και απρόσκοπτα στην κοινωνία της πληροφορίας που ζούμε, πλέον άνοιξε ο δρόμος και για την φυσική χρήση του εξοπλισμού!

Κι έτσι το Roadsmart IV γίνεται πλέον το πρώτο ελαστικό της κατηγορίας που κάνει χρήση της τεχνολογίας Jointless Tread. Η ονομασία περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τοποθετείται η γόμα πάνω στον σκελετό. Όπως ακριβώς και με την Jointless Belt τεχνολογία για την κατασκευή του σκελετού που είτε με αυτή την ονομασία είτε με διαφορετική, όλοι οι μεγάλοι κατασκευαστές χρησιμοποιούν, αντίστοιχα και με την Jointless Tread η εξωτερική γόμα απλώνεται σε λωρίδες σε μορφή μαστίχης τυλιγμένη πάνω στον σκελετό και γίνεται ένα σώμα κατά την διαδικασία του βουλκανισμού στην νέα εργαλειομηχανή που μέχρι πριν είχαν πρόσβαση μονάχα τα αγωνιστικά ελαστικά. Μέχρι τώρα η γόμα των ελαστικών αυτής της κατηγορίας ήταν ένα φύλλο που τύλιγε τον σκελετό και επικολλιούνταν επάνω του και ο βουλκανισμός, μεταξύ άλλων, εξαφάνιζε και το σημείο της ένωσης.

Η άλλη βασική διαφορά που έχει το νέο ελαστικό με τον προκάτοχό του, είναι στην εξέλιξη της ίδιας της Jointless Belt τεχνολογίας καθώς τώρα το νήμα που αποτελεί τον σκελετό είναι ένα και ενιαίο, εφαρμόζεται απευθείας στο εσωτερικό πέλμα και περιμένει την γόμα σε μορφή μαστίχης για να επικολληθεί. Μέχρι τώρα η κατασκευή του σκελετού ξεκινούσε φτιάχνοντας μία πλακέ ζώνη από τρεις χορδές που εμποτίζονταν στο ίδιο μίγμα της γόμας, κι έπειτα αυτή η ζώνη τυλιγόταν πάνω στο εσωτερικό πέλμα με την Jointless Belt τεχνολογία. Ο εμποτισμός σε γόμα και η δημιουργία ζώνης ήταν ο μόνος τρόπος συγκόλλησης όλων των διαφορετικών στρωμάτων πριν ξεκινήσει ο βουλκανισμός. Τώρα μπορεί και αυτή η διαδικασία να αλλάξει κι έτσι ένα ενιαίο νήμα, χωρίς κάποιον εμποτισμό, τυλίγεται πάνω στο εσωτερικό πλέγμα και απευθείας εφαρμόζεται το μίγμα της γόμας με Jointless Tread τρόπο. Το βασικό κέρδος αυτής της αλλαγής είναι το μικρότερο βάρος του ελαστικού και η καλύτερη απαγωγή θερμότητας, καθώς ο σκελετός παίζει τον μεγαλύτερη ρόλο στην διατήρηση θερμότητας του ελαστικού και πλέον είναι σε αμεσότερη επαφή με το εσωτερικό πλέγμα και την εξωτερική γόμα.

Φυσικά, η κυριότερη αλλαγή που αντιλαμβάνεται κανείς κοιτώντας το ελαστικό δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω, αλλά η νέα χάραξη. Στο προηγούμενο μοντέλο που θα εξακολουθήσει για πολύ καιρό να παράγεται αλλά σε νέα τιμή αποτελώντας μία πιο προσιτή λύση, η Dunlop είχε εφαρμόσει μία τεχνική σχεδιασμού που την αποκαλεί «νησίδες» καθώς τα αυλάκια είναι χωρισμένα σε ομάδες που καλύπτουν το ελαστικό αφήνοντας κενά αχάρακτης γόμας ανάμεσά τους. Αφήνει πίσω της την τεχνική των ομάδων αυλακιών, των «νησίδων» και φτιάχνει τώρα μία νέα χάραξη παρόλο που ο τρόπος αυτός αποδείχτηκε αποτελεσματικός στο Roadsmart III. Βάζοντας όμως στόχο να αναβαθμίσει την απόδοση στο βρεγμένο και ταυτόχρονα την σπορ συμπεριφορά, χρειάστηκε κάτι νέο καθώς αποδείχτηκε πως οι νησίδες προσέδιδαν κινητικότητα πέλματος σε ακραία σπορ, ρυθμό οδήγησης. Παράλληλα τα νέα αυλάκια βελτιώνουν την διάρκεια ζωής, κάτι που αυτή την στιγμή αποτελεί δήλωση της Dunlop χωρίς να επαληθεύεται από εμάς, από την στιγμή που δεν έχουμε γράψει χιλιάδες χιλιόμετρα με τα νέα Roadsmart IV.

Εκείνο που με βεβαιότητα επαληθεύτηκε, ήταν τα δυναμικά χαρακτηριστικά του σε μία αρχική διαδρομή τριακοσίων χιλιομέτρων χωρίς στάσεις, πριν μπούμε μαζί τους στην ιδιωτική πίστα δοκιμών της Dunlop. Εκτός από μία κανονική πίστα με έντονες υψομετρικές διακυμάνσεις στην μορφολογία της, η Goodyear, στην ομπρέλα της οποίας είναι και η Dunlop, διαθέτει και μία σειρά εξεζητημένων πεδίων δοκιμών για δοκιμές στο βρεγμένο και για δοκιμές ελιγμών και ευελιξίας. Η πίστα εξομοίωσης βροχής γεμίζει νερό και μάλιστα δημιουργεί και αυλάκια με περισσότερη ροή ώστε να έρχεται πολύ κοντά σε συνθήκες καταιγίδας σε δημόσιο δρόμο και την περνάς μονάχα με αδιάβροχα καθώς είναι σαν να βρέχει εκεί μέρα από τους πίδακες που δημιουργούν τα ελαστικά, τόσο πολύ νερό που υπάρχει στην επιφάνειά της.

Είναι ένας εξεζητημένος μηχανισμός που διακινεί τεράστιες ποσότητες νερού αλλά σε απόλυτο σεβασμό του περιβάλλοντος. Η πίστα είναι κατασκευασμένη σε πλαγιά και δεν χρησιμοποιεί μπεκ για την κατάβρεξή της αλλά διατρέχεται από την αριστερή της μεριά από υπόγειο αυλάκι που στην ουσία είναι η υπερχείλιση διαφορετικών, συγκοινωνούντων δεξαμενών. Το νερό που ξεχειλίζει και διατρέχει την πίστα, συλλέγεται από υπόγεια υδρορροή που διατρέχει την πίστα από την δεξιά της μεριά κι αφότου φιλτραριστεί, επαναπροωθείται στις δεξαμενές. Το αποτέλεσμα είναι μία πίστα που μόνιμα την διατρέχει το νερό με ακανόνιστα σημεία όπου έχει περισσότερη ή λιγότερη ροή, ανάλογα με την υπερχείλιση. Είναι ένα εξαιρετικό πεδίο δοκιμών για να δεις την απόδοση σε βρεγμένο οδόστρωμα σε συνθήκες που μόνιμα προσομοιάζουν μία καταρρακτώδη βροχή.

Η αρχή βέβαια της ημέρας έγινε κυνηγώντας τον Peter Hickman μαζί με έναν Αυστριακό και δύο Γερμανούς συναδέλφους, σχηματίζοντας ένα ξεχωριστό γκρουπ πέντε αναβατών και δύο πλοηγών που πήραν οδηγίες από το μεγάλο αφεντικό της Dunlop για ακραία σπορ οδήγηση όπου οι συνθήκες το επέτρεπαν, «και μην τολμήσουν να πουν πως βαρέθηκαν». Το αποτέλεσμα ήταν να κάνει λόγο ο Peter Hickman, συνέντευξη του οποίου θα διαβάσετε σύντομα στο ΜΟΤΟ, για οδήγηση που ξεφεύγει από τα δικά του πρότυπα για ελαστικά δρόμου και αγνώστους συνοδοιπόρους, κι ας μην πλησιάσαμε ούτε στο ελάχιστο μία ημέρα του στο Isle of Man. Ήταν όμως η πλέον γρήγορη οδήγηση που επέτρεπε ο δρόμος και οι συνθήκες, με στάσεις μονάχα για να αλλάξουμε μοτοσυκλέτες, δοκιμάζοντας τα νέα ελαστικά από Suzuki GSX-S 1000GT, μέχρι Honda NT1000!

Η καλή η ημέρα φάνηκε από την πρώτη κιόλας στροφή, όταν ο πλοηγός χρειάστηκε να βγάλει το πόδι από τα μαρσπιέ του Versys 1000 που είχαν διπλώσει ξύνοντας την άσφαλτο με όλο τους πλέον το μήκος και όχι μονάχα τον αποστάστη. Βασικό μέλημα της Dunlop είναι να σχεδιάζει τα ελαστικά έτσι ώστε το πίσω να χάνει πρώτο την πρόσφυση, δίνοντάς σου χρόνο αντίδρασης. Πρόκειται για μία φιλοσοφία σχεδιασμού που ξεκινά από την γεωμετρία του ελαστικού αλλά δεν περιορίζεται μόνο εκεί και φυσικά ο λόγος είναι για σταθερή πρόσφυση του δρόμου και όχι για τις στιγμές που το εμπρός ελαστικό θα περάσει πρώτο από σημείο μειωμένης πρόσφυσης. Οπότε όταν πατήσεις χαλίκια ή βρεγμένο κομμάτι του δρόμου χάνοντας στιγμιαία πρόσφυση εμπρός, βασίζεσαι να σε ακολουθήσει το ελαστικό στην γρήγορη αντίδραση και να ανακτήσει άμεσα όπως φυσικά και υπήρξε τέτοια περίπτωση και μάλιστα σε ένα από τα ταχύτερα κομμάτια της διαδρομής, εκεί όπου συμβαίνουν αυτές οι περιπτώσεις.

Κρατώντας βαθιά τα φρένα μέσα στις στροφές για να διατηρηθεί ο υψηλός ρυθμός οδήγησης που επιβάλλει ο πλοηγός και με τον Peter Hickman να ακολουθεί, δίχως να αφήνει περιθώριο, η εμπιστοσύνη στο Roadsmart IV χτίζεται πολύ γρήγορα κι ανεβαίνει πολλούς ορόφους. Το ελαστικό διατηρεί την κατευθυντικότητά του και τα περιθώριά του βρίσκονται πολύ ψηλά, όπως διαπιστώσαμε αμέσως μετά στην πίστα αυτή την φορά με πλοηγό τώρα τον Hickman. Δίχως πλέον περιορισμούς και στην ασφάλεια που προσφέρει η ιδιαίτερη και άκρως τεχνική ιδιωτική πίστα της Goodyear-Dunlop και κρατώντας τις ίδιες street μοτοσυκλέτες, το Roadsmart IV μας αποκαλύπτεται πλήρως. Υψηλός βαθμός κλίσης που έρχεται αβίαστα και δεν προκύπτει από υπερ-προσπάθεια, ακριβώς το αντίθετο. Εμπιστοσύνη στο εμπρός ελαστικό που έχει ομοιογένεια στην συμπεριφορά του σε όλες τις μοίρες που συναντά την άσφαλτο και ταχύτητα προσαρμογής στις αλλαγές κλίσης σε ρυθμό που ξεφεύγει από την σπορ οδήγηση στον δρόμο, είναι το συμπέρασμα μετά από αρκετούς γύρους στην πίστα, φανερώνοντας τα υψηλά όρια που έχει το Roadsmart IV.

Στην πίστα – λίμνη, ο στόχος της Dunlop ήταν να βελτιώσει την απόδοση μεταξύ 7ο και 30ο κλίσης που θεωρεί πως είναι το μέσο εύρος κλίσης των αναβατών σε βρεγμένους δημόσιους δρόμους. Βασικό σημείο αναφοράς όμως για τους περισσότερους όταν οδηγούν σε καταρρακτώδη βροχή είναι οι 20ο κλίσης, κι εκεί το ελαστικό έχει 46 τετραγωνικά εκατοστά επαφής με την άσφαλτο, δηλαδή τρία περισσότερα από το Roadsmart III. Την έκδοση αυτή είχαμε δοκιμάσει στην ίδια ακριβώς πίστα έναντι όμως του ανταγωνισμού που βγήκε τότε καλύτερο ελαστικό και τώρα το δοκιμάζαμε έναντι της νέας του έκδοσης. Βέβαια και ο ανταγωνισμός έχει βελτιωθεί από τότε και μάλιστα αρκετά, είναι όμως χαρακτηριστικό πως το Roadsmart IV είχε βελτιωθεί αρκετά έναντι του III που τα οδηγούσαμε εναλλάξ σε ίδιο μοντέλο μοτοσυκλέτας. Να σημειωθεί πως στο παραπάνω εμβαδό ελαστικού αντιστοιχεί ποσοστό αυλακώσεων που αγγίζει το 12,6% έναντι 10,3% στο προηγούμενο μοντέλο που δεν είναι μικρή διαφορά. Ακόμη περισσότερα για το βρεγμένο αλλά και για τα δυναμικά χαρακτηριστικά του Roadsmart IV, διαβάζετε στο τεύχος #629 του ΜΟΤΟ.

Με διάφορες εκδόσεις για να προσαρμόζεται το ελαστικό σε βαρύτερες και πιο τουριστικές μοτοσυκλέτες, καθώς και πλήθος διαστάσεων το Roadsmart IV είναι ένα από τα πιο σημαντικά ελαστικά στην τεράστια γκάμα της Dunlop γιατί την φέρνει κοντά σε εκατοντάδες χιλιάδες αναβάτες. Ενώ οι sport-touring μοτοσυκλέτες έχουν πρακτικά εξαφανιστεί, τα sport-touring ελαστικά μονοπωλούν εδώ και χρόνια τις πωλήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο και όχι μόνο στην Ευρώπη και χρησιμοποιούνται σε καθημερινή βάση από μεγάλο εύρος των street μοτοσυκλετών. Για αυτό ακριβώς τον λόγο, η Dunlop επένδυσε αρκετά στην εξέλιξή του και του έδωσε δυναμικά στοιχεία για να είναι σύντροφος όλες τις ώρες, σε όλες τις καιρικές συνθήκες αλλά και σε κάθε ρυθμό οδήγησης.

 

Ανοίξαμε την Honda CRF1000L Africa Twin μετά από 50.000Km

Η μοτοσυκλέτα που είχαμε «Long Term» δοκιμή
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

30/10/2019

Η Honda CRF1000L Africa Twin που είχαμε για δοκιμή μακράς διαρκείας και την υποβάλλαμε σε κάθε είδους σκληρή δοκιμασία, ολοκλήρωσε τον κύκλο της στα χέρια μας με τον καλύτερο τρόπο για τα δεδομένα μίας τέτοιας δοκιμής: Την αποσυναρμολογήσαμε και ανοίξαμε τον κινητήρα, τραβώντας λεπτομερέστατες φωτογραφίες από τα σωθικά του!

Όπως θα ξέρετε από το τεύχος του ΜΟΤΟ που κυκλοφόρησε την 1η Οκτωβρίου η δουλειά αυτή μόνο εύκολη δεν ήταν. Καταρχήν αυτή η μοτοσυκλέτα είναι ο εφιάλτης του μηχανικού, πρέπει να φύγει η πίσω ανάρτηση μαζί με το ψαλίδι για να βγει ο κινητήρας και να ξεβιδώσεις πολλά περισσότερα από αυτά που θα έπρεπε, μέχρι να φτάσεις ως εκεί. Για τα ελληνικά δεδομένα και το μέγεθος του μοτοσυκλετιστικού κοινού, είναι δυσανάλογος κόπος ένα τέτοιο άρθρο, ιδιαίτερα αν δεν βρεις τίποτα. Αν βρεις τότε μάλιστα υπάρχει θέμα, αλλά αν κάνεις όλο αυτό τον κόπο για να πεις «όλα καλά», τότε αισθάνεσαι πως τσάμπα έγινε. Το θετικό βέβαια είναι πως το κοινό του ΜΟΤΟ, όλοι εσείς, είσαστε εκπαιδευμένοι και μπορείτε να κατανοήσετε τί έχει προηγηθεί, όταν γυρνώντας ξαφνικά τις σελίδες βλέπετε μία Africa στο πάτωμα και τον κινητήρα της λυμένο.

Επιστρέφοντας σήμερα στην ιστορία έχοντας δημοσιεύσει το αναλυτικό άρθρο του περιοδικού στο οποίο διαβάζετε τι έχει συμβεί, έχουμε να συμπληρώσουμε παρατηρήσεις για τον τρόπο κατασκευής, τώρα που οδηγήσαμε και το καινούριο μοντέλο, αποκλειστικά στην Σαρδηνία.

Όχι μόνο αυτό, αλλά στην παρουσίαση έδωσε το παρόν και ο σχεδιαστής του κινητήρα, είναι ο ίδιος τόσο για το CRF1000L όσο και για το CRF11000L! Μονάχα από Ιάπωνα μηχανικό περιμένεις τέτοια αντιμετώπιση, όταν ξεδιπλώνεις μπροστά του την τυπωμένη φωτογραφία του κινητήρα που σχεδίασε. Ένα κινητήρα ανοικτό και ξεδιπλωμένο δίπλα σε ένα ξαπλωμένο Africa… Πήρε το περιοδικό και το κράτησε για ώρα μπροστά του, πριν αρχίσει να βγαίνει φωτογραφίες μαζί του, το έστελνε στους συναδέλφους του στην Ιαπωνία «είναι νωρίς εκεί και θα το βλέπουν στο γραφείο…» κοιτούσε μία – μία τις φωτογραφίες προσεκτικά, να δει αν υπάρχει κάτι που δεν θα έπρεπε, κάτι που θα αμφισβητούσε τους λόγους που ένιωθε ευτυχισμένος κι έπειτα από όλα αυτά ρώτησε: «ήταν όλα καλά;».

Φυσιολογικά ως εδώ, μία αντίδραση που την περιμένεις ιδιαίτερα από Ιάπωνα. Το φοβερό, ακόμη και για τα δικά τους δεδομένα, ήταν την επόμενη ημέρα το πρωί, την πρώτη της δοκιμής της νέας Africa, που ήρθε με το περιοδικό στο χέρι σε κάποια στάση στην μέση του πουθενά, να ρωτήσει για όσα είδαμε στις βαλβίδες!

με τον κύριο Nozomi Okada, υπεύθυνο σχεδιασμού του κινητήρα των CRF1000L και CRF1100L:
Ναι, στο 2019 κανείς δεν πρέπει να εκπλήσσεται για το γεγονός πως μεταφράζονται τα κείμενα αυτόματα σε όλες τις γλώσσες, όταν πλέον έχεις τηλέφωνο που μπορεί να σε βοηθήσει να κάνεις μία κανονική συζήτηση με ανθρώπους που δεν μιλούν καμία από τις γλώσσες που γνωρίζεις. ‘Όμως και πάλι η τεχνολογία είναι πιο εντυπωσιακή στην θεωρία και πολύ λιγότερο στην πράξη. Ιδιαίτερα όταν επιχειρείς μία μετάφραση τυπωμένων ελληνικών σε ιαπωνικά. Και στο τέλος το εντυπωσιακό δεν είναι η τεχνολογία, αλλά ο βαθμός του κόπου και της προσήλωσης που αξίζει να ειπωθεί ξεχωριστά, αξίζει να τονιστεί για όσους δεν γνωρίζουν, το μέγεθος της αφοσίωσης ενός Ιάπωνα μηχανικού απέναντι σε αυτόν που δοκιμάζει εκείνο που έχει φτιάξει. Αν φτιάξουμε μία λίστα με μοτοσυκλέτες που με έχουν συγκινήσει περισσότερο, οι περισσότερες θα είναι ευρωπαϊκές και το λέω για να μην προσθέσει κανείς το δικό του υπόβαθρο σε όλα τα παραπάνω. Τα άρθρα των δοκιμών και ο ενθουσιασμός ποτέ δεν κρύβεται, όπως και η απογοήτευση άλλωστε. Παρόλο αυτά, η πιο κοντινή αντιμετώπιση από Ευρωπαίο σε αντίστοιχη περίπτωση, περιορίζεται στο «λυπάμαι αν δεν σου άρεσε, σε όλους τους άλλους αρέσει πολύ» Αντίστοιχα και στο κομπλιμέντο, θα εμπλακεί σε μία μακρά συζήτηση μαζί σου, θα ξοδέψει χρόνο και θα σου δώσει την προσοχή που χρειάζεται όσο είσαι εκεί. Δεν θα φάει το βράδυ του να προσπαθεί να μεταφράσει ένα ελληνικό κείμενο ή θα ζητήσει από την αντίστοιχη ελληνική αντιπροσωπεία την μετάφραση...

Στον νέο κινητήρα λοιπόν τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, όπως θα δείτε στην τεχνική ανάλυση στο τεύχος που θα κυκλοφορήσει αυτή την Παρασκευή 1η Νοεμβρίου. Και τα αυστηρά όρια των ρύπων που θέτουν οι νέες προδιαγραφές, δεν ήταν ο μόνος λόγος της αλλαγής. Έχοντας περάσει από αυτή την διαδικασία ανοίγματος του προηγούμενου κινητήρα, μπορούσαμε να δούμε ακριβώς τι συμβαίνει με τις αλλαγές του νέου και σε πιο ακριβώς όφελος αποσκοπούσαν.

Πολύ βασικό επίσης για τους μηχανικούς, πως η νέα Africa Twin είναι πολύ πιο φιλική απέναντί τους. Οι εργασίες γίνονται πολύ πιο εύκολα, αν και η Honda μάλλον δεν θα γίνει ποτέ η εταιρία από την οποία αφαιρείς πλαστικά του φαίρινγκ με δύο κινήσεις… Μονάχα συγκριτικά με πριν, μπορείς να πεις πως η νέα Africa είναι πιο φιλική με την δουλειά του μηχανικού. Είχαν κι αυτοί τα προβλήματά τους, διότι σε ορισμένα μοντέλα της Honda, συγκεκριμένες εργασίες ρουτίνας κρατούν πολύ περισσότερο απ΄ ό,τι είναι συνηθισμένος ο πελάτης και το σημαντικότερο, διατεθειμένος να ακούσει. Η CRF1000L ήταν φτιαγμένη «λες και δεν ήθελαν ποτέ να λυθεί» όπως χαρακτηριστικά σχολιάζαμε παρέα με τον μηχανικό Άκη Γεωργόπουλο, του MOTO-GEORGOPOULOS, όταν κατέβηκε ο κινητήρας. Τα παράπονα αυτά όμως, τα είχαν ήδη ακούσει στην Honda και το μήνυμα είχε ληφθεί…

 

Η σχολαστικότητα με την οποία δέθηκε μετά φάνηκε στο δυναμόμετρο, όταν κέρδισε 8 άλογα, τα οποία δεν τα είχε χάσει στην διάρκεια αλλά εμφανίστηκαν από εκεί που δεν τα είχε στην αρχή των χιλιομέτρων.

---τι σημαίνει "LPL" και "PL" για τους μηχανικούς της Honda; Μία αναφορά υπάρχει εδώ---

Κι αυτό γιατί οι ανοχές του κινητήρα θα έβγαιναν αργότερα, η πρώτη δυναμομέτρηση μετά το στρώσιμο είχε περιθώρια, όπως φάνηκε. Μαζί φυσικά και το «δέσιμο» του μάστορα, ας μην παραλείψουμε πως παίζει τον ρόλο του κι αυτό, δεν είναι λίγα τα όσα έκανε.

Περισσότερα άλογα στο τέλος, από εκείνα που είχε στην αρχή της ζωής της… και ήταν πλούσια, ζορισμένη η ζωή αυτή. Πήγε παντού και οδηγήθηκε στο τέρμα, για αυτό δεν είναι παράξενο που πολλά περισσότερα είχε χρειαστεί να γίνουν στο πιρούνι, αντί στον κινητήρα. Αλλά κι από την άλλη το συγκεκριμένο Africa είχε «πετάξει» πολλές φορές στον αέρα και δεν του είχε συμπεριφερθεί κανείς με το γάντι.

Απεναντίας, κάθε του χιλιόμετρο και κάθε διαφορετικός αναβάτης στην σέλα του, το έβλεπε ως "την μοτοσυκλέτα που πρέπει να σκοτώσει", τα έχουμε αναλύσει στο ΜΟΤΟ μέσα από τόσα και τόσα άρθρα και αναφορές στο συγκεκριμένο Africa. Έπιασε τόπο η φροντίδα που είχε μετά το τέλος της μακράς του δοκιμασίας, και που του ήρθε μαζεμένη στο τέλος. Όλα τα ευρήματα στο τεύχος Οκτωβρίου, αναλυτική παρουσίαση του νέου μοντέλου, τεχνική ανάλυση και ιστορική ανασκόπηση, στο επόμενο, επετειακό τεύχος που κυκλοφορεί Παρασκευή, 1η Νοεμβρίου!

 

Η συγκεκριμένη Africa Twin - Χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από την περίοδο που «έζησε» στην Κρήτη, στα χέρια του μόνιμου συνεργάτη του περιοδικού Χρήστου Πατεράκη:

 

Honda Africa Twin 2020: Τις οδηγούμε αποκλειστικά στην Σαρδηνία! [VIDEO]

 

Οι Africa Twin είναι νέες, ωραίες και περισσότερες από μία!

 
Με την ομάδα που έφτιαξε τις νέες Africa Twin 2020: Ο λόγος που το MOTO θέλει να παραβρίσκεται στις παγκόσμιες αποστολές, ως εκπρόσωπος του ελληνικού ειδικού τύπου, είναι για να μιλήσουμε μαζί τους και μετά να οδηγήσουμε τις μοτοσυκλέτες που έφτιαξαν, οι "σέλφι" είναι τελευταίες στην λίστα...