Dunlop Roadsmart IV: Το δοκιμάζουμε σε όλες τις συνθήκες

Η νέα γενιά Roadsmart εξισώνει τις συνθήκες του δρόμου

Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

21/4/2022

Συνομιλώντας κατά καιρούς με τα στελέχη των μεγαλύτερων κατασκευαστών ελαστικών, έχω καταγράψει ορισμένους κοινούς προβληματισμούς που παραδέχονται όλοι τους πως ισχύουν στον ίδιο βαθμό, κι ένας από αυτούς είναι πως τα ελαστικά που προορίζονται για καθημερινή χρήση δρόμου, έχουν στην πράξη τόσες απαιτήσεις που ο σχεδιασμό και η εξέλιξή καταλήγει δυσκολότερο έργο από την εξέλιξη ενός αγωνιστικού ελαστικού. Διότι το τελευταίο καλείται να κάνει ένα πράγμα, τα ελαστικά αυτής της κατηγορίας πρέπει να είναι σπορ με αξιώσεις, αλλά να έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής, καλή απόδοση στο βρεγμένο, να ζεσταίνονται γρήγορα αλλά να μην υπερθεμαίνονται εύκολα, να απορροφούν ανωμαλίες του δρόμου χωρίς όμως κινητικότητα πέλματος και να αντέχουν και στο φόρτωμα και τέλος, εκείνο που παραβλέπουν όλοι, να διατηρούν αυτά τα χαρακτηριστικά σε αρκετές διαφορετικές διαστάσεις!

Υψηλόβαθμο στέλεχος της Dunlop στην Ευρώπη εξηγούσε στο ΜΟΤΟ, κατά την παρουσίαση του νέου ελαστικού που έχετε ήδη διαβάσει στο τεύχος 629, πως το Roadsmart IV είναι ο κοινός τόπος επαφής της εταιρείας με εκατοντάδες χιλιάδες αναβάτες, που σημαίνει πως η ανάπτυξή του έχει μεγαλύτερη σημασία από τα αγωνιστικά ελαστικά των Moto2 και Moto3 στα MotoGP που τα τελευταία χρόνια η Dunlop είναι αποκλειστικός προμηθευτής.

Η αναφορά δεν ήταν τυχαία, καθώς το Roadsmart IV επωφελείται από την τεράστια αγωνιστική πορεία της Dunlop με τρόπο πολύ άμεσο και πρακτικό και όχι θεωρητικό. Οι αγώνες αποτελούν τον τόπο της εξέλιξης του είδους, χωρίς αυτούς η εξέλιξη όχι μόνο είναι αργή αλλά μπορεί να οδηγηθεί και σε λάθους δρόμους. Μπορείς να πεις πως όλα τα ελαστικά δρόμου κάθε εταιρείας επωφελούνται από την αγωνιστική της πορεία με βάση την εμπειρία που έχει αποκτηθεί, όμως εδώ μιλάμε για κάτι τελείως πρακτικό και όχι θεωρητικό: Πρόσφατα το τμήμα αγωνιστικών ελαστικών της Dunlop, αυτό που κατασκευάζει τα ελαστικά της Moto2 και της Moto3, μετακόμισε από το Birmingham της Αγγλίας όπου βρισκόταν επί δεκαετίας, στο βασικό εργοστάσιο της Dunlop στην Γαλλία, εκεί που κατασκευάζονται και τα Roadsmart IV. Η μεταφορά αυτή προίκισε τις γραμμές παραγωγής των ελαστικών δρόμου με ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες εργαλειομηχανές βουλκανισμού και επέτρεψε στην Dunlop να χρησιμοποιήσει ορισμένες τεχνικές κατασκευής που μέχρι στιγμής υπήρχαν μόνο στους αγώνες και στα αγωνιστικά ελαστικά που μπορούσαν να καλύψουν το υψηλότερο κόστος παραγωγής. Η ενοποίηση αυτή όμως, έδωσε πρόσβαση σε εργαλεία που μέχρι πριν δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η ανάπτυξή τους χωρίς να αυξηθεί και το κόστος, κι έτσι από την απλή μεταφορά τεχνογνωσίας και εμπειρίας που γινόταν μέχρι πριν άμεσα και απρόσκοπτα στην κοινωνία της πληροφορίας που ζούμε, πλέον άνοιξε ο δρόμος και για την φυσική χρήση του εξοπλισμού!

Κι έτσι το Roadsmart IV γίνεται πλέον το πρώτο ελαστικό της κατηγορίας που κάνει χρήση της τεχνολογίας Jointless Tread. Η ονομασία περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τοποθετείται η γόμα πάνω στον σκελετό. Όπως ακριβώς και με την Jointless Belt τεχνολογία για την κατασκευή του σκελετού που είτε με αυτή την ονομασία είτε με διαφορετική, όλοι οι μεγάλοι κατασκευαστές χρησιμοποιούν, αντίστοιχα και με την Jointless Tread η εξωτερική γόμα απλώνεται σε λωρίδες σε μορφή μαστίχης τυλιγμένη πάνω στον σκελετό και γίνεται ένα σώμα κατά την διαδικασία του βουλκανισμού στην νέα εργαλειομηχανή που μέχρι πριν είχαν πρόσβαση μονάχα τα αγωνιστικά ελαστικά. Μέχρι τώρα η γόμα των ελαστικών αυτής της κατηγορίας ήταν ένα φύλλο που τύλιγε τον σκελετό και επικολλιούνταν επάνω του και ο βουλκανισμός, μεταξύ άλλων, εξαφάνιζε και το σημείο της ένωσης.

Η άλλη βασική διαφορά που έχει το νέο ελαστικό με τον προκάτοχό του, είναι στην εξέλιξη της ίδιας της Jointless Belt τεχνολογίας καθώς τώρα το νήμα που αποτελεί τον σκελετό είναι ένα και ενιαίο, εφαρμόζεται απευθείας στο εσωτερικό πέλμα και περιμένει την γόμα σε μορφή μαστίχης για να επικολληθεί. Μέχρι τώρα η κατασκευή του σκελετού ξεκινούσε φτιάχνοντας μία πλακέ ζώνη από τρεις χορδές που εμποτίζονταν στο ίδιο μίγμα της γόμας, κι έπειτα αυτή η ζώνη τυλιγόταν πάνω στο εσωτερικό πέλμα με την Jointless Belt τεχνολογία. Ο εμποτισμός σε γόμα και η δημιουργία ζώνης ήταν ο μόνος τρόπος συγκόλλησης όλων των διαφορετικών στρωμάτων πριν ξεκινήσει ο βουλκανισμός. Τώρα μπορεί και αυτή η διαδικασία να αλλάξει κι έτσι ένα ενιαίο νήμα, χωρίς κάποιον εμποτισμό, τυλίγεται πάνω στο εσωτερικό πλέγμα και απευθείας εφαρμόζεται το μίγμα της γόμας με Jointless Tread τρόπο. Το βασικό κέρδος αυτής της αλλαγής είναι το μικρότερο βάρος του ελαστικού και η καλύτερη απαγωγή θερμότητας, καθώς ο σκελετός παίζει τον μεγαλύτερη ρόλο στην διατήρηση θερμότητας του ελαστικού και πλέον είναι σε αμεσότερη επαφή με το εσωτερικό πλέγμα και την εξωτερική γόμα.

Φυσικά, η κυριότερη αλλαγή που αντιλαμβάνεται κανείς κοιτώντας το ελαστικό δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω, αλλά η νέα χάραξη. Στο προηγούμενο μοντέλο που θα εξακολουθήσει για πολύ καιρό να παράγεται αλλά σε νέα τιμή αποτελώντας μία πιο προσιτή λύση, η Dunlop είχε εφαρμόσει μία τεχνική σχεδιασμού που την αποκαλεί «νησίδες» καθώς τα αυλάκια είναι χωρισμένα σε ομάδες που καλύπτουν το ελαστικό αφήνοντας κενά αχάρακτης γόμας ανάμεσά τους. Αφήνει πίσω της την τεχνική των ομάδων αυλακιών, των «νησίδων» και φτιάχνει τώρα μία νέα χάραξη παρόλο που ο τρόπος αυτός αποδείχτηκε αποτελεσματικός στο Roadsmart III. Βάζοντας όμως στόχο να αναβαθμίσει την απόδοση στο βρεγμένο και ταυτόχρονα την σπορ συμπεριφορά, χρειάστηκε κάτι νέο καθώς αποδείχτηκε πως οι νησίδες προσέδιδαν κινητικότητα πέλματος σε ακραία σπορ, ρυθμό οδήγησης. Παράλληλα τα νέα αυλάκια βελτιώνουν την διάρκεια ζωής, κάτι που αυτή την στιγμή αποτελεί δήλωση της Dunlop χωρίς να επαληθεύεται από εμάς, από την στιγμή που δεν έχουμε γράψει χιλιάδες χιλιόμετρα με τα νέα Roadsmart IV.

Εκείνο που με βεβαιότητα επαληθεύτηκε, ήταν τα δυναμικά χαρακτηριστικά του σε μία αρχική διαδρομή τριακοσίων χιλιομέτρων χωρίς στάσεις, πριν μπούμε μαζί τους στην ιδιωτική πίστα δοκιμών της Dunlop. Εκτός από μία κανονική πίστα με έντονες υψομετρικές διακυμάνσεις στην μορφολογία της, η Goodyear, στην ομπρέλα της οποίας είναι και η Dunlop, διαθέτει και μία σειρά εξεζητημένων πεδίων δοκιμών για δοκιμές στο βρεγμένο και για δοκιμές ελιγμών και ευελιξίας. Η πίστα εξομοίωσης βροχής γεμίζει νερό και μάλιστα δημιουργεί και αυλάκια με περισσότερη ροή ώστε να έρχεται πολύ κοντά σε συνθήκες καταιγίδας σε δημόσιο δρόμο και την περνάς μονάχα με αδιάβροχα καθώς είναι σαν να βρέχει εκεί μέρα από τους πίδακες που δημιουργούν τα ελαστικά, τόσο πολύ νερό που υπάρχει στην επιφάνειά της.

Είναι ένας εξεζητημένος μηχανισμός που διακινεί τεράστιες ποσότητες νερού αλλά σε απόλυτο σεβασμό του περιβάλλοντος. Η πίστα είναι κατασκευασμένη σε πλαγιά και δεν χρησιμοποιεί μπεκ για την κατάβρεξή της αλλά διατρέχεται από την αριστερή της μεριά από υπόγειο αυλάκι που στην ουσία είναι η υπερχείλιση διαφορετικών, συγκοινωνούντων δεξαμενών. Το νερό που ξεχειλίζει και διατρέχει την πίστα, συλλέγεται από υπόγεια υδρορροή που διατρέχει την πίστα από την δεξιά της μεριά κι αφότου φιλτραριστεί, επαναπροωθείται στις δεξαμενές. Το αποτέλεσμα είναι μία πίστα που μόνιμα την διατρέχει το νερό με ακανόνιστα σημεία όπου έχει περισσότερη ή λιγότερη ροή, ανάλογα με την υπερχείλιση. Είναι ένα εξαιρετικό πεδίο δοκιμών για να δεις την απόδοση σε βρεγμένο οδόστρωμα σε συνθήκες που μόνιμα προσομοιάζουν μία καταρρακτώδη βροχή.

Η αρχή βέβαια της ημέρας έγινε κυνηγώντας τον Peter Hickman μαζί με έναν Αυστριακό και δύο Γερμανούς συναδέλφους, σχηματίζοντας ένα ξεχωριστό γκρουπ πέντε αναβατών και δύο πλοηγών που πήραν οδηγίες από το μεγάλο αφεντικό της Dunlop για ακραία σπορ οδήγηση όπου οι συνθήκες το επέτρεπαν, «και μην τολμήσουν να πουν πως βαρέθηκαν». Το αποτέλεσμα ήταν να κάνει λόγο ο Peter Hickman, συνέντευξη του οποίου θα διαβάσετε σύντομα στο ΜΟΤΟ, για οδήγηση που ξεφεύγει από τα δικά του πρότυπα για ελαστικά δρόμου και αγνώστους συνοδοιπόρους, κι ας μην πλησιάσαμε ούτε στο ελάχιστο μία ημέρα του στο Isle of Man. Ήταν όμως η πλέον γρήγορη οδήγηση που επέτρεπε ο δρόμος και οι συνθήκες, με στάσεις μονάχα για να αλλάξουμε μοτοσυκλέτες, δοκιμάζοντας τα νέα ελαστικά από Suzuki GSX-S 1000GT, μέχρι Honda NT1000!

Η καλή η ημέρα φάνηκε από την πρώτη κιόλας στροφή, όταν ο πλοηγός χρειάστηκε να βγάλει το πόδι από τα μαρσπιέ του Versys 1000 που είχαν διπλώσει ξύνοντας την άσφαλτο με όλο τους πλέον το μήκος και όχι μονάχα τον αποστάστη. Βασικό μέλημα της Dunlop είναι να σχεδιάζει τα ελαστικά έτσι ώστε το πίσω να χάνει πρώτο την πρόσφυση, δίνοντάς σου χρόνο αντίδρασης. Πρόκειται για μία φιλοσοφία σχεδιασμού που ξεκινά από την γεωμετρία του ελαστικού αλλά δεν περιορίζεται μόνο εκεί και φυσικά ο λόγος είναι για σταθερή πρόσφυση του δρόμου και όχι για τις στιγμές που το εμπρός ελαστικό θα περάσει πρώτο από σημείο μειωμένης πρόσφυσης. Οπότε όταν πατήσεις χαλίκια ή βρεγμένο κομμάτι του δρόμου χάνοντας στιγμιαία πρόσφυση εμπρός, βασίζεσαι να σε ακολουθήσει το ελαστικό στην γρήγορη αντίδραση και να ανακτήσει άμεσα όπως φυσικά και υπήρξε τέτοια περίπτωση και μάλιστα σε ένα από τα ταχύτερα κομμάτια της διαδρομής, εκεί όπου συμβαίνουν αυτές οι περιπτώσεις.

Κρατώντας βαθιά τα φρένα μέσα στις στροφές για να διατηρηθεί ο υψηλός ρυθμός οδήγησης που επιβάλλει ο πλοηγός και με τον Peter Hickman να ακολουθεί, δίχως να αφήνει περιθώριο, η εμπιστοσύνη στο Roadsmart IV χτίζεται πολύ γρήγορα κι ανεβαίνει πολλούς ορόφους. Το ελαστικό διατηρεί την κατευθυντικότητά του και τα περιθώριά του βρίσκονται πολύ ψηλά, όπως διαπιστώσαμε αμέσως μετά στην πίστα αυτή την φορά με πλοηγό τώρα τον Hickman. Δίχως πλέον περιορισμούς και στην ασφάλεια που προσφέρει η ιδιαίτερη και άκρως τεχνική ιδιωτική πίστα της Goodyear-Dunlop και κρατώντας τις ίδιες street μοτοσυκλέτες, το Roadsmart IV μας αποκαλύπτεται πλήρως. Υψηλός βαθμός κλίσης που έρχεται αβίαστα και δεν προκύπτει από υπερ-προσπάθεια, ακριβώς το αντίθετο. Εμπιστοσύνη στο εμπρός ελαστικό που έχει ομοιογένεια στην συμπεριφορά του σε όλες τις μοίρες που συναντά την άσφαλτο και ταχύτητα προσαρμογής στις αλλαγές κλίσης σε ρυθμό που ξεφεύγει από την σπορ οδήγηση στον δρόμο, είναι το συμπέρασμα μετά από αρκετούς γύρους στην πίστα, φανερώνοντας τα υψηλά όρια που έχει το Roadsmart IV.

Στην πίστα – λίμνη, ο στόχος της Dunlop ήταν να βελτιώσει την απόδοση μεταξύ 7ο και 30ο κλίσης που θεωρεί πως είναι το μέσο εύρος κλίσης των αναβατών σε βρεγμένους δημόσιους δρόμους. Βασικό σημείο αναφοράς όμως για τους περισσότερους όταν οδηγούν σε καταρρακτώδη βροχή είναι οι 20ο κλίσης, κι εκεί το ελαστικό έχει 46 τετραγωνικά εκατοστά επαφής με την άσφαλτο, δηλαδή τρία περισσότερα από το Roadsmart III. Την έκδοση αυτή είχαμε δοκιμάσει στην ίδια ακριβώς πίστα έναντι όμως του ανταγωνισμού που βγήκε τότε καλύτερο ελαστικό και τώρα το δοκιμάζαμε έναντι της νέας του έκδοσης. Βέβαια και ο ανταγωνισμός έχει βελτιωθεί από τότε και μάλιστα αρκετά, είναι όμως χαρακτηριστικό πως το Roadsmart IV είχε βελτιωθεί αρκετά έναντι του III που τα οδηγούσαμε εναλλάξ σε ίδιο μοντέλο μοτοσυκλέτας. Να σημειωθεί πως στο παραπάνω εμβαδό ελαστικού αντιστοιχεί ποσοστό αυλακώσεων που αγγίζει το 12,6% έναντι 10,3% στο προηγούμενο μοντέλο που δεν είναι μικρή διαφορά. Ακόμη περισσότερα για το βρεγμένο αλλά και για τα δυναμικά χαρακτηριστικά του Roadsmart IV, διαβάζετε στο τεύχος #629 του ΜΟΤΟ.

Με διάφορες εκδόσεις για να προσαρμόζεται το ελαστικό σε βαρύτερες και πιο τουριστικές μοτοσυκλέτες, καθώς και πλήθος διαστάσεων το Roadsmart IV είναι ένα από τα πιο σημαντικά ελαστικά στην τεράστια γκάμα της Dunlop γιατί την φέρνει κοντά σε εκατοντάδες χιλιάδες αναβάτες. Ενώ οι sport-touring μοτοσυκλέτες έχουν πρακτικά εξαφανιστεί, τα sport-touring ελαστικά μονοπωλούν εδώ και χρόνια τις πωλήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο και όχι μόνο στην Ευρώπη και χρησιμοποιούνται σε καθημερινή βάση από μεγάλο εύρος των street μοτοσυκλετών. Για αυτό ακριβώς τον λόγο, η Dunlop επένδυσε αρκετά στην εξέλιξή του και του έδωσε δυναμικά στοιχεία για να είναι σύντροφος όλες τις ώρες, σε όλες τις καιρικές συνθήκες αλλά και σε κάθε ρυθμό οδήγησης.

 

Δοκιμή Yamaha XT 1200Z Super Tenere Raid Edition 2018

Αγέρωχο!
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

12/1/2022

Το κύκνειο άσμα του μεγαλύτερου - απ’ όλες τις απόψεις – Super Tenere της Yamaha στην τελευταία δοκιμή του επί ελληνικού εδάφους:

Το Super Tenere δεν νοιάζεται για την γνώμη των άλλων, παρά μόνο για τον αναβάτη του. Στη σέλα του είσαστε σε έναν άλλο, καθαρά δικό σας κόσμο και ο μόνος που είναι ευπρόσδεκτος είναι ο συνεπιβάτης…

 

Το χρυσό όνομα, το σωστό μέγεθος, το καλύτερο χρώμα.. η νέα Raid έκδοση του Yamaha Super Tenere φτιάχτηκε με μία αφορμή και μία αιτία. Η αιτία ήταν να δώσει μία ώθηση στο μοντέλο που έχει μείνει καιρό χωρίς ανανέωση και δεν απασχολεί την επικαιρότητα κι αφορμή η παγκόσμια περιοδεία του νέου μικρού Tenere, εκείνου που θα δούμε σε λίγο καιρό να παρουσιάζεται επίσημα ολοκληρώνοντας πρώτα τον γύρo του κόσμου. Αυτή η έκδοση ήταν η αφορμή και για εμάς, να το πάρουμε μαζί μας στο φετινό MEGA TEST δοκιμάζοντας τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις που έχει δεχτεί εδώ και δύο σχεδόν χρόνια. Το Super Tenere ήταν η καλύτερα εξοπλισμένη ιαπωνική της κατηγορίας, και η πρώτη ανάμεσά τους που έβαλε ημι-ενεργητικές αναρτήσεις. Το πρόβλημα είναι πως βρισκόταν πάντα ένα βήμα πίσω από τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, όχι τώρα, αλλά από την πρώτη στιγμή όταν και παρουσιάστηκε. Στην χώρα μας αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία για μία μερίδα ανθρώπων που τις μοτοσυκλέτες τις αγοράζουν με το όνομα και μόνο.

Και η μερίδα αυτή είναι μεγάλη, πάρτε παράδειγμα από το Africa Twin. Μέχρι να παρουσιαστεί το CRF1000 και να μοσχοπουλήσει στην υπόλοιπη Ευρώπη, η μεγαλύτερη συγκέντρωση των Africa στην Ευρώπη ήταν στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει αντίστοιχο νούμερο για το θρυλικό ΧΤ600 Tenere αλλά θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο πως στην Ελλάδα υπάρχουν τα περισσότερα από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης. Είμαστε πιο πιστοί στις μοτοσυκλέτες παρά στην σύζυγο, αυτή είναι η γενική εικόνα, όπως και το γεγονός πως εξιδανικεύουμε για να μην μπούμε στην διαδικασία της αναζήτησης και πόσο μάλλον της ανάγκης για αγορά νέας μοτοσυκλέτας. Το όνομα Super Tenere αποτελεί ένα μικρό άβατο κι αντίστοιχα αντιμετωπίζεται η μεγάλη on-off, οι οπαδοί της βρίσκονται παντού: Στα πάρκινγκ της εθνικής που θα σταθμεύσεις για λίγο ενώ οδηγείς, καβάλα σ’ ένα ΧΤ550 που θα σε κυνηγούν στα φανάρια να σε προσκαλέσουν για καφέ, τους βλέπεις σε σχόλια στο Facebook και τους συναντάς σε κάθε μεγάλη παρέα. Τότε γιατί δεν πουλάει αντίστοιχα το Super Tenere; Γιατί το κάνουν test ride πριν το οδηγήσουν… Κι εντάξει εμάς θα μας αφορίσουν για αυτά που γράφουμε για το Super Tenere, αλλά η οργισμένη αντίδραση για την αντίθετη άποψη κρατά μέχρι να έρθει η στιγμή να βάλεις το χέρι στην τσέπη, εκεί σοβαρεύουν τα πράγματα.

Η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα ήρθε στην Ελλάδα μετά από πολύ κόπο της ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗΣ που την αγόρασε για να της κάνουμε χιλιόμετρα, να την πάρουμε μαζί μας στο MEGA TEST και την ευχαριστούμε θερμά για αυτό. Η κριτική μας βέβαια είναι άλλο κομμάτι, κι έτσι πρέπει να είναι πάντα. Η Super Tenere δεν μπορεί να σταθεί απέναντι στον ανταγωνισμό, εκτός κι αν αυτός περιλαμβάνει Varadero, ή Crosstourer χωρίς το DCT κιβώτιο ή κάτι αντίστοιχα δύσκολο στο χώμα. Συγκριτικά με το που έχει φτάσει ο ανταγωνισμός, το GS και το Tiger 1200 που το ακολουθεί κατά πόδας, ή πόσο μάλλον τα Multistrada και Adventure 1290, το Super Tenere δείχνει σε άλλη κατηγορία. Οι δυνατότητές του στο χώμα είναι περιορισμένες μπροστά στις νέες on-off παρόλο που εξακολουθεί μετά από όλο αυτό το διάστημα, να διαθέτει ένα εξαιρετικό traction control που επιτρέπει την πλαγιολίσθηση. Όμως το ABS βάζει φραγμούς, ο άξονας ακυρώνει το φρένο του κινητήρα και στο τέλος, η γρήγορη οδήγηση με το Super Tenere είναι κάτι που συμβαίνει με περισσότερους χτύπους στην καρδιά, ανάμεσα σε όλες τις υπόλοιπες στον ίδιο δρόμο. Οι παλμοί όμως πέφτουν, και αντίστοιχα ανεβαίνουν στους υπόλοιπους, μπροστά σε ζητήματα αξιοπιστίας.

Το Super Tenere έχει να δείξει λιγότερα θέματα από τους υπόλοιπους -δεν είναι απροβλημάτιστο, αλλά συγκριτικά με το GS της BMW σου δίνει την εντύπωση πώς θα παλέψει με τοίχο από μπετόν και θα κερδίσει. Αυτό είναι το στοιχείο που έκανε ορισμένους φίλους να θέλουν να το αποκτήσουν παρόλο που ήξεραν την άποψή μου για τις οδηγικές του ικανότητες. Και είμαι περήφανος για εκείνους καθώς αυτή είναι η πιο σωστή αγορά, συνειδητοποιημένη χωρίς παρωπίδες, χωρίς ψευδαισθήσεις. Όχι όπως έχουν μάθει να αντιμετωπίζονται στα καταστήματα, όπου αφορίζεται η δημοσιογραφική άποψη και προσπαθούν να πείσουν τον πελάτη πως είναι η καλύτερη μοτοσυκλέτα του κόσμου. Δεν υπάρχει τέτοια!

Οι δυο μας…

Κάνοντας περίπου 2.000 χιλιόμετρα μαζί του, χωρίς να υπολογίζουμε την διαδικασία του MEGA TEST και υποβάλλοντάς το στην δοκιμασία της σχολής οδήγησης του Chris Birch, όπως θα έχετε διαβάσει, το Super Tenere αποδεικνύει τις πτυχές που το κάνουν ξεχωριστό. Ορμή, αυτή η λέξη του ταιριάζει για αρχή. Καβαλάς και ταξιδεύεις σε εθνική κι επαρχιακούς δρόμους με μία αρχοντιά που δεν θα την βρεις αλλού, απόρροια του όγκου του και της μασίφ αίσθησης που απολαμβάνεις ανάμεσα στα πόδια σου. Για να αρχίσει να σε εκνευρίζει ο άξονας στα κατεβάσματα, να νιώθεις πώς σε περιορίζει στην ταχύτητα που θέλεις να πας, θα πρέπει να βρεθείς σε επαρχιακό δρόμο και μπροστά σου να έχεις ένα Advenure 1290 με κάποιον που έχει την διάθεση να οδηγεί το μεγάλο KTM, από μαρσπιέ σε μαρσπιέ. Ναι αυτό τον ρυθμό η μεγάλη Yamaha δεν μπορεί να τον υποστηρίξει, όμως ανάμεσα σε αυτό και την γρήγορη οδήγηση το περιθώριο είναι μεγάλο και θα βρεις το χώρο σου να βολευτείς! Οι αναρτήσεις δουλεύουν εξαιρετικά στην άσφαλτο, αλλά και σε χαλαρή οδήγηση στο χώμα κι αξίζουν συγχαρητήρια στην Yamaha που πέτυχαν με την πρώτη τον συνδυασμό.

Με δύο άτομα στη σέλα του, μπόλικα πράγματα στις εξαιρετικές του βαλίτσες κι αφετηρία οποιαδήποτε ελληνική πόλη, δεν υπάρχει σημείο στην Ελλάδα που να μην είναι ιδανική εκδρομή. Γιατί δεν θα οδηγείτε κυνηγώντας KTM, την τύχη σας ή την ζωή την ίδια. Μόλις το συμφωνήσουμε αυτό και θέσουμε το πλαίσιο, τότε μπορούμε να εκτιμήσουμε το Super Tenere από την αρχή και πιστέψτε με, στο πλαίσιο αυτό πρέπει να μπει η γνώμη του συνεπιβάτη. Θα το λατρέψει από το χώρο που έχει, από την απουσία κραδασμών και την απόσβεση των αναρτήσεων, όλα του υπόσχονται ένα όμορφο ταξίδι! Οι βαλίτσες αυτής της έκδοσης υπόσχονται πως θα είναι αδιάβροχες και είναι πραγματικά, αφαιρούνται και κουμπώνουν με ευκολία και ασφάλεια, καθώς έχουν ένδειξη που σου δείχνουν πως ασφάλισαν στην μοτοσυκλέτα και το μόνο μειονέκτημα, είναι πως δεν ανοίγει το καπάκι τελείως και αναγκάζεσαι να το κρατάς με το χέρι.

Από εκεί και πέρα το Super Tenere σε προκαλεί να το φορτώσεις, είναι ο φίλος σου που έρχεται να σε βοηθήσει στην μετακόμιση, και πιάνει δύο-δυο τα κομοδίνα να τα κατεβάσει από το φορτηγό, όταν εσύ έκανες διπλά δρομολόγια για να τα φορτώσεις. Ακόμη και αν περάσεις το όριο που έχουν οι βαλίτσες, και καλό θα ήταν να μην το κάνεις, ακόμα και τότε όμως, το Super Tenere παραμένει ιδανικά έτοιμο να σε συντροφεύσει παντού. Πολύ καλή προστασία από τον αέρα, σταθερότητα, ροπή από χαμηλά, ηλεκτρονικά βοηθήματα που δουλεύουν εξαιρετικά χωρίς να είναι η τελευταία λέξη της κατηγορίας, κι έπειτα το όνομά του και η εμφάνισή του, ιδιαίτερα σε αυτό το συγκεκριμένο μαύρο χρώμα, είναι τα δυνατά του σημεία.

Θα το θελήσεις λοιπόν όχι γιατί είναι το καλύτερο, αλλά με βάση πώς είναι το καλύτερο για σένα! Κι αν είναι έτσι τότε δεν σε νοιάζει τι λέει το ΜΟΤΟ ή το internet ή οι φίλοι σου, αν είναι το καλύτερο για εσένα κι αυτό θέλεις, τότε οι υπόλοιποι πρέπει απλά να υποκλιθούν και να ξέρεις πως η όψη του στον δρόμο, σε αυτή ακριβώς την στάση θα ωθήσει πολύ κόσμο.

 

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ YAMAHA XT 1200Z Super Tenere

Αντιπρόσωπος:

Μοτοδυναμική Α.Ε.Ε.

 

 

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

 

Μήκος

2.255mm

 

Ύψος

1.410mm

 

Μεταξόνιο

1.540mm

 

Απόσταση από το έδαφος

205

 

Ύψος σέλας

845(low)mm 870(High)mm

 

Ίχνος

126mm

 

Γωνία κάστερ

28°

 

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

780

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

620

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

850

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

460

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

266(280 με βάλιτσες)

(χωρίς καύσιμο:248,7 )

Πίσω

50%

Εμπρός

50%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

2%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

 

Τύπος:

Ατσάλινο σωληνωτό, ανοικτό, με τον κινητήρα ενεργό μέρος του, αφαιρούμενο υποπλαίσιο από αλουμίνιο

 

Πλάτος (mm):

980

 

Βάρος κατασκευαστή, άδεια/ γεμάτη (kg):

-/257

 

 

 

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

 

Τύπος:

Τετράχρονος, δικύλινδρος σε σειρά, με 2ΕΕΚ/4Βαλβίδες

 

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

98 x 79,5

 

Χωρητικότητα (cc):

1199

 

Σχέση συμπίεσης:

11:1

 

Ισχύς (HP/rpm):

112 / 7.250

 

Ροπή (kg.m/rpm):

11,9 / 6.000

 

Ειδική ισχύς (HP/l):

90

 

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός ride by wire

 

Σύστημα εξαγωγής:

2 σε 1

 

Σύστημα λίπανσης:

Ξηρό κάρτερ

 

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

Ρεζερβουάρ (l)

23 (4,2 ρεζέρβα)

 

 

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

 

Συμπλέκτης:

Υγρός, πολύδισκος, υδραυλική οδήγηση

 

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

 

Γρανάζια /1,466 (85/58)

 

Τελική μετάδοση / σχέση:

 

Άξονας/2,987 (21/25x32/9)

 

Συνολικές σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm

 

1η

2,769

 

2α

2,063

 

3η

1,571

 

4η

1,250

 

5η

1,042

 

6η

0,929

 

ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ

 

Ρύθμιση βαλβίδων (km):

Kάθε 40.000

 

Αλλαγή λαδιού (km):

Στα 1.000 και κάθε 10.000

 

Ποσότητα λαδιού με/χωρίς φίλτρο (l):

3,4/3,1

 

Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):

Cartidge/10.000

 

 

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

 

Km/h

Sec

Μέτρα

 

0-50

1,87

  13,10

 

0-100

4,12

  61,42

 

0-150

8,57

  220,16

 

0-200

24,36

1027,7

 

0-250

 

 

 

 

 

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

 

Μέτρα

Sec

km/h

 

0-400

12,52

172,7

 

0-1.000

24,08

198,15

 

 

 

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

 

Km/h

Sec

Μέτρα

 

80-140

4,38

140,60

 

 

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

 

Km/h

4η

5η

6η

 

40-80

3,31/54,60

4,38/72,91

-

 

80-120

3,51/97,86

4,58/128,22

5,08/141,94

 

120-160

4,54178,53

6,01/235,26

6,94/271,59

 

160-200

 

 

 

 

200-240

 

 

 

 

 

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

 

Km/h

Sec

Μέτρα

 

120-40

2,63

59,21

 

 

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

 

Κενή

Γεμάτη

 

Θεωρητικά

-

2,41

 

Πραγματικά

2,75

2,95

 

 

 

ΠΙΣΩ

 

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

 

ΠΙΣΩ

 

ΤΥΠΟΣ

Ένα αμορτισέρ παράκεντρα τοποθετημένο με μοχλικό

 

Διαδρομή τροχού (mm):

190

 

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου απόσβεση επαναφοράς χωρίς εργαλεία

 

ΤΡΟΧΟΣ

 

Ζάντα:

6 x17’’ Αλουμινίου Tubeless

 

Ελαστικό:

150/70R -17 Brigdestone BW 501

 

ΦΡΕΝΟ

 

Ένας δίσκος 282mm, με δαγκάνα μονού εμβόλου (ABS συνδυαζόμενο)

 

 

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

 

Ψηφιακό ταχύμετρο και αναλογικό στροφόμετρο, λυχνίες για μεγάλη σκάλα φώτων/ένδειξη νεκράς/λειτουργία ABS/στάθμη λαδιού/λειτουργία TCS/θερμοκρασία ψυκτικού/παροχή ρεύματος, δύο πράσινες λυχνίες για φλας και αλάρμ, ενδείξεις για θερμοκρασία αέρα/θερμοκρασία ψυκτικού/κατανάλωση km ανά lt/μέση κατανάλωση km/lt, μπάρες ένδειξης στάθμης βενζίνης, ενδείξεις για τα τρία στάδια του TCS και για τα δύο modes (Touring-Sport), ρολόι, εξωτερική παροχή ρεύματος 12v, ενδείξεις για ολικό/δύο μερικούς χιλιομετρητές/χιλιομετρητή ρεζέρβας, διπλό σταντ, προστατευτικές χούφτες, ρυθμιζόμενες μανέτες φρένου και συμπλέκτη

 

 

 

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

 

ΕΜΠΡΟΣ

 

ΤΥΠΟΣ

Ανεστραμμένο πιρούνι

 

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

 

190/43

 

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση, απόσβεση συμπίεση και επαναφοράς

 

ΤΡΟΧΟΣ

 

Ζάντα:

Αλουμίνιου

 

Ελαστικό:

110/80R-19 Bridgestone Trail Wing 501

 

ΦΡΕΝΟ

 

Δυο δίσκοι διαμέτρου 310mm, με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων ABS με συνδυαζόμενο

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

 

Ισχύς (ΗΡ/rpm): 90/7.500(sport mode) 70,7/7.500 (touring mode)

 

Ροπή (kg.m/rpm): 9.3/5.900(sport mode) 8.4/3.500 (touring mode)

 

 

 

ΛΕΖΑΝΤΑ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

 

Δεν ενθουσιάζει με την απόδοση σε απόλυτα νούμερα για τα 1200 κυβικά του, αλλά είναι πολύ γραμμικός και με πολύ ομαλή μετάβαση της δύναμης. Το εντυπωσιακό είναι από τις μόλις 1.500 στροφές υπάρχει ομαλή δύναμη και απόκριση, ενώ σε αυτό βοηθάει και ο πολύ καλός ψεκασμός. Δεν βλέπω κάποιο λόγο να το έχεις στο Touring mode.

 

 

 

ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

 

 

 

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ

 

Κόφτης: 8.300

 

Μέγιστη ισχύς: 5.900

 

Ταχύτητα στον κόφτη

 

1η 75

 

2α 101

 

3η 133

 

4η 167

 

5η 201

 

6η 225

 

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

 

Μέση 6,5

 

Ελάχιστη 5,8

 

Μέγιστη 8.8

 

Αυτονομία (km): 345

 

Αυτονομία ρεζέρβας (km):58

 

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l): 23/3.9