Can Am Ryker

Ήρθε ο Batman στην Ελλάδα!
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

25/4/2019

Αν δεν έχεις 1.000.000€ για να αγοράσεις V12 πορτοκαλί Lamborgini cabrio, τότε με 11.500€ για την έκδοση των 600cc ή με 15.000€ για την έκδοση των 900cc, αγοράζεις το Can Am Ryker και σε κοιτάει ακόμα κι αυτός που αγόρασε την πορτοκαλί Lamborgini.

Πραγματικά δεν υπάρχει άλλο όχημα στους ελληνικούς δρόμους που να τραβάει τόσα πολλά βλέμματα πάνω του.

 

Και σε αντίθεση με τις Lamborgini και τις Ferrari που συμβολίζουν τον πλούτο και ως εκ τούτου κάποιοι θα σε στραβοκοιτάνε, με το Ryker δεν αντιμετωπίζεις κανένα κόμπλεξ κοινωνικής κατωτερότητας. Όπου και αν βρεθείς, όπου κι αν σταθείς, θα έχεις μονίμως γύρω σου πέντε-έξι άτομα να σε κοιτάνε και να σε ρωτάνε.

Είναι περιττό να πούμε πόσες φορές ακούσαμε την φράση: “Το όχημα του Μπάτμαν!”

Είχαμε ξαναζήσει αντίστοιχες καταστάσεις πριν μερικά χρόνια, όταν κάναμε τεστ τον μεγάλο αδερφό του Ryker, το Spyder με τον V2 κινητήρα των 1000cc και το αυτόματο σειριακό κιβώτιο έξι σχέσεων. Όμως φαίνεται πως το μικρότερο Ryker προκαλεί ακόμα περισσότερα βλέμματα. Είναι σαφώς πιο σπορ και πιο διαστημικό σε εμφάνιση, κυρίως λόγω της διαφορετικής θέσης οδήγησης. Ο τρικύλινδρος εν σειρά κινητήρας που έχει η έκδοση των 900cc, συνδυάζεται με αυτόματο κιβώτιο CVT και έχει τελική μετάδοση με άξονα. Η όπισθεν είναι μηχανική και επιλέγεται μέσω ενός λεβιέ στο αριστερό πόδι. Η τεχνική οδήγησης του Ryker είναι ταυτόσημη με των ATV, μόνο που εδώ οι επιδόσεις είναι εξωφρενικές σε σχέση με τα τετράτροχα ATV. Η τελική ταχύτητα ξεπερνά τα 150km/h και το κράτημα στις στροφές λόγω χαμηλού κέντρου βάρους και φαρδιού μετατρόχιου σηκώνει… “πολλά G” που λέμε και οι οπαδοί της Formula 1. Αν εκμεταλλευτείς πλήρως τις επιδόσεις του κινητήρα, το Ryken απαιτεί πολύ καλή συγκέντρωση από τον αναβάτη του, αλλά ταυτόχρονα προσφέρει μια διαφορετική και πρωτόγνωρη εμπειρία οδήγησης. 

Οδηγούμε Kawasaki KLX230: Σύγχρονο, από άλλη εποχή

Φτιαγμένο για την Ελλάδα
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

21/11/2019

Η Kawasaki για το 2019 αποφάσισε να φέρει τα πάνω κάτω, κάνοντας ένα τεχνολογικό βήμα πίσω για να βρεθεί ένα βήμα μπροστά, παρουσιάζοντας ένα μικρό on-off για καθημερινή χρήση. Το KLX230 έρχεται για να αντικαταστήσει το KLX250 στις αγορές που δεν εισάγεται πλέον, προσφέροντας παράλληλα με την απλότητα της κατασκευής του χαμηλότερο κόστος χρήσης και ταιριάζει σαν κομμάτι του παζλ στα ελληνικά δεδομένα.

Κατασκευάζεται στην Ινδονησία και παρατηρώντας την εξαιρετική ποιότητα των εύκαμπτων πλαστικών αλλά και την ποιοτική βαφή του, σε ξεγελά με ευκολία και μπορείς να ορκιστείς ότι πρόκειται για μια καλοδιατηρημένη μοτοσυκλέτα της προηγούμενης δεκαετίας. Οπότε δεν πρόκειται να σου κεντρίσει το ενδιέφερον για την μοντέρνα σχεδίασή του, αλλά απ’ τα πρώτα κιόλας μέτρα που θα κάνεις μαζί του, το ερωτεύεσαι κεραυνοβόλα για όλα αυτά που μπορεί να σου προσφέρει.

Η πρώτη αίσθηση που σου δίνει ο μονοκύλινδρος κινητήρας των 230cc είναι ότι έχει παραπάνω δύναμη απ’ τους 19 ίππους που ανακοινώνει η Kawasaki. Ο βασικότερος λόγος είναι η ευστροφία του διβάλβιδου αυτού κινητήρα, που η δύναμή του γίνεται αντιληπτή στο αρχικό άνοιγμα του γκαζιού.

Την τελική του την φτάνει "σε χρόνο DT" παραμένοντας σταθερό και σε γεμίζει με ικανοποίηση πως αυτό που καβαλάς δεν υστερεί στο τομέα των επιδόσεων, πάντα για τα δεδομένα της κατηγορίας και του συγκεκριμένου κινητήρα. Είναι χαρακτηριστικό πως ο κόφτης επεμβαίνει πάντα είτε σε ευθεία είτε σε ανηφόρα – πόσο μάλλον σε κατηφόρα.

Οι προσπεράσεις πραγματοποιούνται απροβλημάτιστα και με ασφάλεια, είτε με ρεπρίζ από χαμηλά είτε με μεγαλύτερη ταχύτητας φτάνει φυσικά να εκμεταλλευτείς σωστά την έτσι κι αλλίως ιδανική κλιμάκωση του κιβωτίου.

Το KLX230 μπορεί να δείχνει τεχνολογικά ξεπερασμένο λόγω των συμβατικών εξαρτημάτων που χρησιμοποιεί όπως το τηλεσκοπικό πιρούνι με ένα δισκόφρενο και τον αερόψυκτο κινητήρα, αλλά από την άλλη πλευρά σε βοηθά σημαντικά στη μείωση κόστους χρήσης. Σε αυτό παίζει ρόλο και η αλλαγή των λαδιών που πραγματοποιείται κάθε 12.000 χιλιόμετρα κι έτσι αποτελεί μια εξαιρετική επιλογή για όσους θέλουν ένα μικρό on-off για τις καθημερινές τους μετακινήσεις, που δεν ζητά πολλά. Υπόσχεται να σου χαρίσει πολλά χαμόγελα μέσα απ’ το κράνος πάντα με βάση το κόστος χρήσης και την ευστροφία του κινητήρα. 

Προφανώς και για καθημερινή χρήση τα τρακτερωτά ελαστικά δεν είναι τα ιδανικότερα, προβάλοντας αρχικά αντίσταση στο γυροσκοπικό, με πιο απότομη συμπεριφορά μόλις πατήσει η πρώτη σειρά τακουνιών. Το καλό είναι πως τα Trails GP καταφέρνουν να βρουν πρόσφυση στην ελληνική άσφαλτο και να εξισορροπήσουν το γεγονός πως χρειάζεται προσοχή στις αλλαγές κατεύθυνσεις.

Η σέλα διατηρεί την σχεδιαστική φιλοσοφία των καθαρόαιμων Enduro όμως το περισσότερο αφρώδες προσφέρει ένα άνετο κάθισμα για τις καθημερινές μετακινήσεις και ενώ το παραδοσιακό τσαντάκι με τα εργαλεία μπορεί να έχει καταργηθεί, το κιτ παραμένει πληρέστατο και βρίσκεται κάτω απ’ τη μπαταρία. Η πρόσβαση είναι εύκολη, ξεκλειδώνοντας το πλαϊνό καπάκι στην αριστερή πλευρά.

Από το ίδιο σημείο, αφαιρώντας το ίδιο καπάκι, ρυθμίζεις και την προφόρτιση του αμορτισέρ.

Περάσαμε μαζί του πολλές μέρες, σε καθημερινή χρήση, οδήγηση σε επαρχιακούς και χωματόδρομους στα όρια του Enduro, είδαμε και πόσο εύκολα πληγώνεται κι όλα αυτά θα τα συγκεντρώσουμε για την πλήρη δοκιμή! Σε επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ αναλυτικά, αφού πρώτα “δυναμομετρήσουμε” ακόμη περισσότερο, πόσο καλά τα καταφέρνει σε όλα αυτά που υπόσχεται.

Ετικέτες