Δοκιμή: Aprilia RSV4 RF 2015

Εξωπλανητική
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

24/8/2018

 

Το 2015 βρεθήκαμε στην πίστα του Misano  για να οδηγήσουμε την ανανεωμένη Aprilia RSV4 RF, όμως οι Ιταλοί κατάφεραν να μας εκπλήξουν με την τεχνολογία και τις αλλαγές στα μηχανικά μέρη. Ο τίτλος του άρθρου “Εξωπλανητική” περιγράφει με μία λέξη την αίσθηση που μας είχε αφήσει η οδήγησή της.

Η νέα Aprilia RSV4RF στέλνει την τεχνολογία των ηλεκτρονικών συστημάτων στο διάστημα. Επικοινωνεί με τους δορυφόρους που βρίσκονται σε τροχιά έξω από τον πλανήτη γη και αυτορυθμίζει την συμπεριφορά της μέσα στην πίστα. Εντυπωσιακό; Όχι τόσο όσο ο νέος V4 κινητήρας με τα 201 άλογα και τον αυθεντικό MotoGP ήχο

 

Η κατάσταση με την νέα γενιά των superbike παραγωγής έχει ξεφύγει τελείως. Από την μέρα που η τεχνολογία ride by wire έγινε αρκετά φτηνή για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μικρού αριθμού παραγωγής οχήματα όπως είναι οι μοτοσυκλέτες, αυτομάτως άνοιξε ένας καινούριος δρόμος όπου τα όριά του καθορίζονται πλέον από την ανθρώπινη φαντασία. Η νέα RSV4 RF που οδηγήσαμε στο Misano είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής που ενσωματώνει τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται στην F1 και στις εργοστασιακές μοτοσυκλέτες των MotoGP και Superbike. Βλέπε οι κανονισμοί για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα SBK είναι πλέον πολύ αυστηροί σχετικά με τις μετατροπές που μπορούν να κάνουν οι εργοστασιακές ομάδες στις μοτοσυκλέτες τους. Οι εποχές που το Honda VTR 1000 SP παραγωγής ήταν τέσσερα με πέντε δευτερόλεπτα πιο αργό στην πίστα από ένα GSX-R 750, αλλά στην αγωνιστική του έκδοση κέρδιζε παγκόσμια πρωταθλήματα και τα Ducati 916/996/998 έβγαζαν με το ζόρι πάνω από 110 ίππους, αλλά στους αγώνες των SBK δεν μπορούσαν να τα περάσουν στην ευθεία ούτε τα RC-45 των 200+ ίππων μας τελείωσαν. Οι μοτοσυκλέτες του παγκόσμιου πρωταθλήματος SBK είναι πλέον τόσο εξωτικές όσο η μοτοσυκλέτα του γείτονά σου, ίσως και λιγότερο.... Δυσάρεστο για το image των αγώνων, αλλά πολύ ευχάριστο για τον γείτονά σου. Η ουσία είναι ότι αν η Aprilia ήθελε να συνεχίσει την κυριαρχία της στους αγώνες, έπρεπε να δώσει στην  RSV4 παραγωγής όλα τα όπλα που θα χρειαστεί για να πολεμήσει στην αρένα του παγκόσμιου πρωταθλήματος. Και αυτό έκανε!

Από τους 180 στους 201

Οι ίπποι δεν είναι στραγάλια και αυτή η ευκολία που τα εργοστάσια ανακοινώνουν ιπποδυνάμεις άνω των 200 ίππων δημιουργούν ένα κλίμα καχυποψίας, αφού κανένα δυναμόμετρο μέχρι σήμερα δεν τους έχει επαληθεύσει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι 154,8 ίπποι που έβγαζε στο πίσω τροχό το προηγούμενο μοντέλο ήταν λίγοι, έστω κι αν η Aprilia έταζε 180. Τώρα μας υπόσχονται έως 201 ίππους (λέω "έως" γιατί σε κάποια σημεία γράφουν 200 και σε κάποια άλλα μιλάνε για αύξηση 16 ίππων που αν τα προσθέσεις στα 180 του προηγούμενου μοντέλου μας κάνουν 196), που είναι μια αύξηση της τάξης του 12%. Για να επιτευχθεί αυτό, ουσιαστικά επανασχεδίασαν ολόκληρο το εσωτερικό του κινητήρα, χρησιμοποίησαν νέες μεθόδους κατεργασίας και χύτευσης των μετάλλων και άλλαξαν εντελώς την τροφοδοσία και την "αναπνοή" του.

Οι αγαπημένες φράσεις όλων των διάσημων βελτιωτών κινητήρων είναι ''ροϊκή εξέλιξη" και "blue printing".  Ακριβώς αυτά τα δύο κάνουν σε κάθε έναν κινητήρα πριν βιδωθεί στο ρυθμιζόμενης γεωμετρίας πλαίσιο της RSV4, με αποτέλεσμα η κατασκευή του νέου κινητήρα V4 να είναι πλέον μία από της ακριβότερες διαδικασίες παραγωγής στην μοτοσυκλετιστική βιομηχανία.

Οι κεφαλές "σκαλίζονται" μία-μία με CNC ώστε ο θάλαμος καύσης, οι έδρες των βαλβίδων και οι αυλοί πίσω από αυτές να έχουν το τέλειο σχήμα. Οι βαλβίδες είναι τιτανίου και οι μεταβλητού μήκους αυλοί (δύο σταδίων) είναι μέσα σε ένα νέο φιλτροκούτι που συνδέεται ευθύγραμμα με τις εισαγωγές αέρα του φαίρινγκ, δημιουργώντας ένα αληθινό ram-air effect όπως στα εργοστασιακά superbike, αντί του προηγούμενου μοντέλου που έστελνε απλώς δροσερό αέρα στο φίλτρο. Τα νέα κάρτερ είναι ελαφρύτερα χάρη στην ακριβότερη διαδικασία χύτευσης σε κενό, που εξαφανίζει την πιθανότητα εγκλωβισμού φυσαλίδων αέρα, δίνοντας την δυνατότητα στους σχεδιαστές να μειώσουν την ποσότητα μετάλλου χωρίς να μειωθεί η αντοχή τους. Ολόκληρο το σύστημα λίπανσης έχει επανασχεδιαστεί στοχεύοντας στην αποδοτικότερη παροχή λαδιού στις υψηλές στροφές, κυρίως όμως στην μείωση της αντίστασης που προκαλεί η κυκλοφορία του λιπαντικού μέσα στο κύκλωμα.

Δυστυχώς η πίστα του Misano όπου έγινε η παρουσίαση της νέας RSV4 δεν έχει κάποια μεγάλη ευθεία που να κάνει εύκολα αντιληπτή την αύξηση της μέγιστης ιπποδύναμης. Με την μεγαλύτερη σχέση που μπορούσες να βάλεις στο κιβώτιο να είναι η τετάρτη, οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα με πάνω από 150 ίππους στον τροχό σου φαίνεται έτσι κι αλλιώς υπερβολικά δυνατή, ειδικά όταν δεν υπάρχει κάποιο ανταγωνιστικό μοντέλο δίπλα της για να κάνεις άμεσες συγκρίσεις. Οπότε δεν θα ρισκάρω να σας πω ότι όντως ο νέος κινητήρας βγάζει 201 ίππους. Μπορώ όμως με βεβαιότητα να σας πω ότι έχει όση δύναμη χρειάζεται για να σου μακρύνει δύο πόντους τα χέρια κάθε φορά που ανοίγεις γενναία το γκάζι. Όπως και το προηγούμενο μοντέλο, η RSV4 είναι μια μοτοσυκλέτα που τρέχει διαολεμένα γρήγορα μέσα στην πίστα. Τόσο γρήγορα που δεν δικαιολογείται από τα τεχνικά της χαρακτηριστικά και τις προδιαγραφές. Κάθε φορά που οδηγάω σε πίστα μια έκδοση αυτής της μοτοσυκλέτας μου δίνει να καταλάβω γιατί έχει σαρώσει τα πρωταθλήματα στο παγκόσμιο πρωτάθλημα SBK από την πρώτη μέρα που εμφανίστηκε.

Μόνο μία φορά η Kawasaki κατάφερε να της στερήσει τον τίτλο αναβατών τα τελευταία έξι χρόνια, ενώ εκείνο των κατασκευαστών δεν μπόρεσε κανείς. Ο μεγάλος της αντίπαλος στα τεστ των περιοδικών, η BMW S 1000RR με τους πραγματικούς 180,3 ίππους στον τροχό, έκανε μια τρύπα στο νερό στο παγκόσμιο πρωτάθλημα, παρά την επική σε χρήμα και τεχνολογία υποστήριξη από το γερμανικό εργοστάσιο. Κι αν στο SBK υπάρχει η δικαιολογία ότι οι εργοστασιακές Aprilia είχαν πολύ δυνατό κινητήρα λόγω μετατροπών, στα group-test των περιοδικών η BMW εξακολουθούσε να δυσκολεύεται αφάνταστα όταν έβρισκε απέναντί της την είκοσι ολόκληρων ίππων πιο αδύναμη Aprilia. Αφού λοιπόν δεν είναι η απόλυτη δύναμη, τότε τι είναι αυτό που κάνει την RSV4 τόσο αποτελεσματική στους αγώνες και τόσο σαγηνευτική για τους δημοσιογράφους;

 

Θέλει τρόπο και κόπο

Όταν αποφασίστηκε οι μοτοσυκλέτες των MotoGP να γίνουν τετράχρονες, οι περισσότεροι κατασκευαστές στράφηκαν στους V4 κινητήρες, ενώ ακόμα και η Yamaha που θέλησε να μείνει πιστή στην "αυθεντικότητα" του ιαπωνικού τετρακύλινδρου σε σειρά, σχεδίασε έναν στρόφαλο που αντιγράφει την λειτουργία των V4.  Εδώ κρύβεται το μυστικό της RSV4. Οι υψηλής απόδοσης κινητήρες V4 συνδυάζουν με αρμονικό τρόπο αντιφατικά χαρακτηριστικά λειτουργίας, που κανένας δικύλινδρος ή τετρακύλινδρος δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να επιτύχει.

Οι αυτοκινητάδες λένε ότι πρέπει τουλάχιστον μια φορά στην ζωή σου να οδηγήσεις ένα ιταλικό αυτοκίνητο με κινητήρα V12. Για τους μοτοσυκλετιστές το αντίστοιχο δόγμα αφορά τις superbike με V4.

 

Και επειδή είναι κομματάκι δύσκολο να βρεις πρόχειρη κάποια RC-30, RC-45 ή κάποια Desmocedici RR, κάν' το με την Aprilia RSV4. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της σε αίσθηση και ήχο. Μάλιστα η μοτοσυκλέτα της Aprilia, όχι μόνο είναι πολύ φτηνότερη από τις δύο συλλεκτικές Honda και την εξίσου εξωτική Ducati, αλλά ταυτόχρονα είναι πιο δυνατή, πιο προηγμένη τεχνολογικά και με σύγχρονο "αγωνιστικό" στήσιμο πλαισίου.

Η μοναδική εμπειρία οδήγησης μιας RSV4 ξεκινάει κάπως έτσι: Περνάς το πόδι σου πάνω από την ψηλή σέλα προσέχοντας να μην γδάρεις τις δύο αεροτομές της ουράς. Σκύβεις για να φτάσεις τα κλειστά αγωνιστικά κλιπ-ον… λίγο ακόμα… σκύψε ντε! Ωραία, τώρα βάζεις αρκετή δύναμη στα χέρια και σηκώνεις την μοτοσυκλέτα κλείνοντας το πλάγιο σταντ. Πατάς την μίζα και ο κινητήρας ξεκινάει βγάζοντας από την εξάτμιση ακριβώς το ίδιο προειδοποιητικό γρύλισμα που κάνει ένα λιοντάρι όταν ξεκουράζεται στην σκιά και εσύ πλησιάζεις προς την περιοχή του. Ηρεμεί και περιμένει να σφίξεις δυνατά την μανέτα του συμπλέκτη. Ο μεταλλικός ήχος από την σύμπλεξη της μακριάς πρώτης σχέσης στο κιβώτιο έχει κάνει το λιοντάρι να στέκεται στα τέσσερα μυώδη πόδια του με το διαπεραστικό και επιθετικό βλέμμα του στραμμένο στην έξοδο των πιτς. Όσο έχεις χρόνο ακόμα, κρατήσου με όλη σου την δύναμη από την παχιά χαίτη του και σφίξε τα πόδια σου γύρω από την ράχη του, γιατί όταν αρχίσει να τρέχει θα είναι πολύ αργά. Τα λιοντάρια δεν κυνηγάνε λαστιχένια μπαλάκια για παιχνίδι. Κυνηγάνε αντιλόπες για να φάνε, σκοτώνουν θηράματα για να επιβιώσουν, δεν σπαταλάνε ενέργεια για πλάκα. Η RSV4 είναι ένα μυώδες αιλουροειδές. Δείξε σεβασμό ή τρέξε να σωθείς…

 

Ανάποδη πυραμίδα

Σήμερα κυριαρχεί η άποψη ότι τα ηλεκτρονικά βοηθήματα έχουν κάνει τις υπερεπιδόσεις των σύγχρονων superbike προσβάσιμες σε όλους. Αλήθεια είναι. Επίσης τα ίδια τα εργοστάσια διαφημίζουν την ασφάλεια και την ευκολία οδήγησης που προφέρουν τα ηλεκτρονικά, ελπίζοντας ότι θα πουλήσουν μοτοσυκλέτες των 200 ίππων σε ανθρώπους που έχουν 20-25.000 ευρώ για να κάνουν το χόμπι τους. Ξέρετε πολλούς κάτω των 30 ετών να διαθέτουν τόσα χρήματα; Μήπως ξέρετε πολλούς άνω των 30 ετών που έχουν αυτά τα χρήματα να θέλουν να αγοράσουν κάτι άλλο πέρα από κάποιο γιγαντιαίο adventure bike; Αυτό δεν αφορά μόνο την πληγωμένη από την κρίση ελληνική αγορά, αλλά είναι μια πραγματικότητα σε όλες τις μεγάλες αγορές του κόσμου. Από την άλλη μεριά, ακούγονται οι φωνές των φανατικών οπαδών των superbike, που χαρακτηρίζουν την τελευταία "ηλεκτρονική" γενιά ως ξενέρωτη. Μπούρδες!

Η πίστα του Misano είχε σχεδιαστεί αρχικά με φορά αντίστροφή των δεικτών του ρολογιού. Όμως η επιταχυνόμενη συστοιχία τριών αριστερών στροφών ήταν η χαρά του high-siding και μετά το ατύχημα του Wayne Rainey που έμεινε παράλυτος (οι ίδιες στροφές έχουν φιλοδωρήσει και με ένα σπασμένο πόδι τον Χατζάρα) άλλαξαν την φορά της πίστας για λόγους ασφάλειας. Όμως το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής είναι τόσο λογικό, όσο να αναποδογυρίσεις μία πυραμίδα και να την χτίσεις με την μύτη προς το έδαφος. Πλέον οι περισσότερες στροφές της κλείνουν στην έξοδο και αντί να μπαίνεις αργά και να βγαίνεις γρήγορα, όπως στις περισσότερες πίστες του κόσμου, τώρα μπαίνεις με χίλια και βγαίνεις με δέκα, φρενάροντας πλαγιασμένος. Ιδανική πίστα για να δοκιμάσεις τα σύγχρονα συστήματα ABS, αλλά εξουθενωτική για το σώμα αν καβαλάς μια δυνατή superbike. Σε κάθε έξοδο στροφής πρέπει να επιταχύνεις χουφτώνοντας απότομα το γκάζι, με δευτέρα ή ακόμα και πρώτη στο κιβώτιο. Με τόσο μικρές σχέσεις στο κιβώτιο, οι 201 ίπποι του V4 επιταχύνουν τόσο βίαια την RSV4 εμπρός, που κατεβαίνοντας από την σέλα της μετά την ολοκλήρωση κάθε δεκαπεντάλεπτου, νόμιζα ότι με έλυναν από το κρεβάτι του Προκρούστη. Αναπόφευκτα το μυαλό μου έκανε συγκρίσεις, όχι μόνο με το προηγούμενο μοντέλου που είχα οδηγήσει στο Jerez, αλλά και με την Ducati Panigale 1299 S, που καβάλησα πριν μερικούς μήνες στο Portimao. Αναφέρω τις πίστες γιατί η χάραξη της ισπανικής και πορτογαλικής πίστας έχει περισσότερη ροή (και… λογική) σε σχέση με την ιταλική, κάτι που δίνει ένα μικρό πλεονέκτημα στις μοτοσυκλέτες που είχα οδηγήσει εκεί. Έτσι, το γεγονός ότι η νέα RSV4 RF μου φάνηκε πιο δυνατή ψηλά από την Panigale 1299S, το αποδίδω περισσότερο στην πίστα του Misano που δεν έχει κάποια μεγάλη ευθεία να βάλεις την πέμπτη και την έκτη στον κόφτη, ώστε να έχεις χρόνο να δεις τον κινητήρα να φορτώνει χιλιόμετρα υπό πίεση. Όμως για την πιο βαριά αίσθηση την RSV4-RF σε σύγκριση με την V2 της Ducati δεν έχω αμφιβολίες. Η Aprilia ανήκει στην παραδοσιακή ιταλική σχολή, όπου ο αναβάτης πρέπει να επιλέξει με σιγουριά και αποφασιστικότητα τις γραμμές του. Οι επιλογές για δεύτερες σκέψεις είναι ελάχιστες, σε αντίθεση με την Ducati ή την BMW που σου δίνουν περιθώριο επιλογών ακόμα και μέσα στην στροφή. Όμως αυτό το χαρακτηριστικό της RSV4-RF ανταμείβει τον πνευματικό και σωματικό κόπο σου πλουσιοπάροχα. Ανατρέξτε στο τεύχος 479 του MOTO, όπου στο συγκριτικό τεστ στο δρόμο με την BMW S 1000RR η προηγούμενη RSV4 ήταν ταχύτερη στα τέσσερα από τα πέντε κομμάτια της διαδρομής.

Η μέση ταχύτητα αυτής την μοτοσυκλέτας είναι το μεγάλο όπλο. Μπορεί να κουβαλάει υψηλότερες ταχύτητες μέσα στην στροφή και αυτό μεγεθύνει την αίσθηση βαρύτερης μοτοσυκλέτας σε σχέση με τους άμεσους ανταγωνιστές της.

 Άλλωστε με πραγματικό βάρος τα 206,5 κιλά γεμάτη, δεν έχει κάποια ουσιαστική διαφορά από τους ανταγωνιστές της. Η διαφορά στην αίσθηση βρίσκεται στην θέση οδήγησης. Παρά το γεγονός ότι τα κλιπ-ον είναι πλέον πιο ψηλά τοποθετημένα, η θέση οδήγησης εξακολουθεί να είναι φιλοσοφίας MotoGP και όχι φιλοσοφίας superbike όπως της Panigale 1299 S που έχει ανοιχτό και φαρδύ τιμόνι. Έτσι, τα κλειστά κλιπ-ον της RSV4 απαιτούν μεγαλύτερη δύναμη στα χέρια όταν αλλάζεις πορεία. Παρά το μικρό εξωτερικό μέγεθός της, υπάρχει άφθονος χώρος πάνω της. Μάλιστα στους τελευταίους γύρους που άρχιζα να κουράζομαι σωματικά, θα ήθελα η σέλα να έχει μικρότερο μήκος ώστε να φρενάρει το σώμα μου στις επιταχύνσεις και να μην χρειάζεται να βάζω τόση δύναμη στα πόδια και στα χέρια για να κρατηθώ πάνω της. Το πάνω τμήμα του φαίρινγκ έχει φαρδύνει και ψηλώσει για καλύτερη αεροδυναμική κάλυψη του αναβάτη. Δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω κάποιο σχόλιο για την αποτελεσματικότητά του, καθώς όλες οι μοτοσυκλέτες που οδηγήσαμε είχαν ένα iPhone 5S μπροστά από την τάπα του ρεζερβουάρ, εκεί ακριβώς που έπρεπε να βάλω το σαγόνι μου για να καλυφθώ πλήρως από τον αέρα. Έτσι σε σύγκριση με την Panigale 1299 S, πάνω στην Aprilia ένοιωθα μεγαλύτερη πίεση από τον αέρα, κυρίως στους ώμους και στα μπράτσα. Βέβαια από την μοτοσυκλέτα είχαν αφαιρεθεί οι νέοι καθρέπτες με τα ενσωματωμένα led φλας που κόβουν πολύ αέρα σε αυτά τα σημεία του σώματος, οπότε όσοι ανησυχείτε αν θα μπορείτε να κάνετε εξορμήσεις υψηλών ταχυτήτων στις εθνικές οδούς, μην βιάζεστε να απογοητευτείτε.

 

 Κανονικά εδώ έπρεπε να γράψω "περιμένετε μέχρι να κάνουμε τεστ την μοτοσυκλέτα στην Ελλάδα", όμως όπως μας πληροφόρησε η ελληνική αντιπροσωπεία οι RSV4 RR και RF του 2015 θα εισαχθούν μόνο κατόπιν παραγγελίας, οπότε μην ελπίζετε ότι θα ξαναδιαβάσετε κάτι για την πιο πορωτική superbike που οδήγησα φέτος.

 

Άλλωστε ο βασικός λόγος που η RSV4 δεν κατάφερε ποτέ να έχει τις πωλήσεις που της αγγίζουν, είναι οι τρικλοποδιές που βάζει η ίδια η Piaggio στο image της Aprilia. Ενώ δηλαδή η Aprilia έχει 54 παγκόσμιους τίτλους και η ίδια η RSV4 σαρώνει στους αγώνες σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο, ο περισσότερος κόσμος έχει ακόμα την εικόνα μιας εταιρείας που κατασκευάζει κυρίως scooter και μικρά σπορ δίχρονα μοτοσυκλετάκια. Κάτι απολύτως δικαιολογημένο, αφού όταν μπαίνεις σε ένα κατάστημα της Aprilia είναι τίγκα στα scooter κι αν υπάρχει κάπου μια RSV4, αυτή θα είναι παραπεταμένη στην γωνία. Η δικαιολογία είναι ότι τα καταστήματα δεν μπορούν να επιζήσουν πουλώντας μεγάλες μοτοσυκλέτες. Σωστό, γι΄αυτό όμως υπάρχει στο Gruppo Piaggio η Gilera. Για να φτιάχνει scooter που θα πωλούνται στο ίδιο κατάστημα με τις μοτοσυκλέτες της Aprilia. Πλατειάζω στο θέμα, αλλά κάθε φορά που οδηγάω μια RSV4 πιστεύω όλο και περισσότερο ότι αν έγραφε στο φαίρνγκ RVF1000RR και την πούλαγαν τα καταστήματα της Honda σε αυτή την τιμή (€18.000 για την βασική έκδοση RR) θα είχε γίνει λαϊκό προσκύνημα. Βέβαια το καλό για μας είναι ότι το χαμηλό μοτοσυκλετιστικό image της Aprilia την αναγκάζει να πουλάει την αριθμημένη συλλεκτική έκδοση RF (μόλις 500 κομμάτια θα φτιαχτούν) για 23.300 ευρώ, αντί για τα 65.000 που ζητούσε η Ducati για μία από τις 1.500 Desmosedici RR ή τα 27.000 δολάρια που ήταν η χαμηλότερη τιμή για μια καινούρια Honda RC 45 το 1995 με τον μηνιαίο βασικό μισθό στα 250 ευρώ!

Καλύτερη από πριν, αλλά…

Σε καθαρά οδηγηκό επίπεδο η νέα RSV4 έχει βελτιωθεί σημαντικά σε κάποιους τομείς, όμως σε κάποιους άλλους ο ανταγωνισμός έχει φύγει ένα βήμα μπροστά. Για παράδειγμα το νέο κιβώτιο ταχυτήτων δεν διαπρέπει σε ποιότητα λειτουργίας. Παρά το γεγονός ότι η μοτοσυκλέτα διαθέτει quick-shifter (μόνο για τα ανεβάσματα) και η μονάδα ECU του ψεκασμού έχει ολοκαίνουριο λογισμικό που προσαρμόζει τις στροφές του κινητήρα ακόμα και στα κατεβάσματα, η RSV4 RF εξακολουθεί να ζητάει από τον αναβάτη καλή τεχνική κατάρτιση στα δυνατά φρεναρίσματα που απαιτούν ταυτόχρονα κατεβάσματα ταχυτήτων. Αντίθετα η Panigale 1299S με το quick-shifter της να δουλεύει και για τα κατεβάσματα, βοηθάει τον πλέον ατζαμή αναβάτη να φρενάρει όσο άγαρμπα θέλει. Στην RSV4 ο πίσω τροχός θα χάσει εύκολα την πρόσφυσή του και εξίσου εύκολα θα σηκωθεί από το έδαφος αν ο αναβάτης δεν χειριστεί με ακρίβεια τον συμπλέκτη. Δυστυχώς ούτε στα ανεβάσματα το quick shifter κάνει άψογα την δουλειά του και πολλές φορές αρνιόταν να αλλάξει από τρίτη σε τετάρτη, κάτι για το οποίο παραπονέθηκαν και άλλοι συνάδερφοι. Αυτό είναι το μοναδικό σημείο που η RSV4 χάνει ξεκάθαρα από τους ανταγωνιστές της. Σε όλα, μα όλα τα υπόλοιπα είναι πολύ καλύτερη. Χάρη στην νέα χαρτογράφηση του ψεκασμού, η απόκριση στο γκάζι ήταν φανταστική στην μοτοσυκλέτα που οδήγησα και δεν υπήρχε πουθενά το εκνευριστικό lag και τα τινάγματα που εμφανίζουν τα συστήματα ride by wire των ανταγωνιστών της. Ειδικά στο κρίσιμο σημείο που ανοίγεις το γκάζι από τέρμα κλειστό μέσα στην στροφή, η επικοινωνία που έχεις με τον κινητήρα είναι κορυφαίου επιπέδου. Πρόσθεσε σε αυτό τα μοναδικά χαρακτηριστικά απόδοσης της δύναμης των V4 κινητήρων, με την "καθαρή" και "γεμάτη" μεταφορά των ίππων από τον στρόφαλο έως την άκρη του πέλματος του πίσω ελαστικού και θα καταλάβεις γιατί αυτή η μοτοσυκλέτα είναι τόσο απολαυστική αλλά και αποτελεσματική. Μπορείς να κάνεις λεπτούς χειρισμούς με το γκάζι μέσα στην στροφή και να ντριφτάρεις τον πίσω τροχό με χειρουργική ακρίβεια.

 

Η νέα γεωμετρία του πλαισίου έφερε πίσω την αίσθηση της πρόσφυσης του εμπρός ελαστικού που είχε χαθεί στο προηγούμενο μοντέλο, το οποίο είχε εκείνο το ειδικό ελαστικό της Pirelli με τον σκληρό σκελετό για να βοηθάει την λειτουργία του traction control. Τώρα όμως χάρη στον νέας γενιάς αισθητήρα επιτάχυνσης πέντε αξόνων, το traction control μπορεί να δουλεύει άψογα με οποιοδήποτε εμπρός ελαστικό. Μιας και μιλάμε για traction control, να πούμε ότι από την θέση 4 έως την 1 επιτρέπει το ντριφτ του πίσω τροχού και είναι οι κατάλληλες  ρυθμίσεις για πίστα. Από την θέση 5 έως την 8 αρχίζει και γίνεται ενοχλητικά παρεμβατικό, επεμβαίνοντας στην τροφοδοσία πολύ πριν υπάρξει καν υποψία γλιστρήματος. Το ABS είναι μεν το "αγωνιστικό" της Bosch 9.0MP, όχι όμως το 9.1MP με cornering function που έχει πλέον η Panigale. Στα πρώτα δύο εικοσάλεπτα το είχα ρυθμισμένο στην θέση 1, όπως με συμβούλεψαν οι δοκιμαστές της Aprilia, λέγοντας μου ότι με αυτή την ρύθμιση έκαναν τον ταχύτερο χρόνο. Μπορείς να το απενεργοποιήσεις αν θέλεις, αλλά στο Misano δεν υπάρχει κάποια στροφή που να χρειάζεται πολύ δυνατά φρένα. Μόνο στην πρώτη στροφή που κατεβάζεις από τετάρτη σε δευτέρα, χρειάζεται  να σφίξεις με δύναμη την μανέτα, αλλά και πάλι το ABS δεν αμόλησε ποτέ τα φρένα (η αποτροπή ανύψωσης του πίσω τροχού ενεργοποιείται μόνο στις θέσεις 2 και 3) για να χάσω το σημείο εισόδου, οπότε δεν χρειάστηκα να μπω στον κόπο να το απενεργοποιήσω. Από δύναμη και αίσθηση είναι ακριβώς αυτό που περιμένεις από ένα ζευγάρι monoblock τετραπίστονες Brembo με δίσκους 320 χιλιοστών. Δηλαδή είναι άψογα, όμως ο άμεσος ευρωπαϊκός ανταγωνισμός προσφέρει cornering ABS. Για όσους  ξέρουν να κινούνται στο όριο της πρόσφυσης των ελαστικών δεν είναι σημαντική διαφορά, όμως για εκείνους που θέλουν να φτάσουν σε αυτό το οδηγικό επίπεδο, είναι.

Old fashion και new age

Οι μοτοσυκλέτες που οδηγήσαμε ήταν εξοπλισμένες με την προαιρετική τηλεμετρία V4-MP, η οποία συνδυάζει τις τεχνολογίες GPS και Bluetooth. Η περιγραφή του συστήματος μοιάζει με σενάριο ταινίας επιστημονικής φαντασίας, αφού η RSV4 επικοινωνεί με δορυφόρους και αλλάζει διαρκώς της παραμέτρους ρύθμισης των ηλεκτρονικών της συστημάτων σε κάθε σημείο της πίστας. Στην πραγματικότητα πρόκειται απλώς για μια τηλεμετρία που εκμεταλλεύεται άψογα την πρόοδο στην τεχνολογία των κινητών τηλεφώνων. Έτσι, με ένα λογισμικό που κατεβάζεις στο smartphone σου και με έναν αναμεταδότη Bluetooth που επιτρέπει την αμφίδρομη επικοινωνία του τηλεφώνου σου με την ECU της μοτοσυκλέτας, αποκτάς μια ολόκληρη αγωνιστική ομάδα αλλά και έναν μάνατζερ που σε κατευθύνει.

Μέσα στο λογισμικό υπάρχουν όλες οι γνωστές πίστες του κόσμου χωρισμένες η κάθε μία σε split. Ταυτόχρονα για τις περισσότερες πίστες από αυτές, οι δοκιμαστές της Aprilia έχουν περάσει σε αυτά τις ρυθμίσεις των ηλεκτρονικών που κατά την γνώμη τους είναι ιδανικές για κάθε σημείο. Οδηγώντας την RSV4 στο Misano για παράδειγμα, δεν χρειαζόταν να κάνω καμία δική μου ρύθμιση στα επίπεδα επέμβασης των ηλεκτρονικών, αφού η μοτοσυκλέτα ήξερε ακριβώς σε πιο σημείο βρισκόταν και άλλαζε μόνη της όλες τις παραμέτρους. Φυσικά, αν θέλεις μπορείς να παρακάμψεις τις εγκαταστημένες ρυθμίσεις και να περάσεις τις δικές σου ή να αλλάξεις μέρος των ρυθμίσεων σε επιλεγμένα split. Πάντως το πιο χρήσιμο χαρακτηριστικό αυτής της δορυφορικής τηλεμετρίας είναι ότι η οθόνη του κινητού γίνεται κόκκινη σε κάθε split που πας γρηγορότερα από πριν και πράσινη όταν πας πιο αργά. Αυτό σε βοηθάει αφάνταστα να βελτιώνεις τον χρόνο σου γύρο με τον γύρο και αν έβρισκαν ένα άλλο σημείο για την βάση του κινητού που να μην σε περιορίζει να σκύψεις πίσω από την ζελατίνα θα ήταν ιδανικό ακόμα και για αγωνιστική χρήση. Προς το παρόν είναι το καλύτερο αξεσουάρ που μπορεί να βάλει ένας χομπίστας στην RSV4.

Όλα αυτά ίσως κάνουν κάποιους να πιστέψουν ότι η "αυτορυθμιζόμενη" RSV4 είναι μια μοτοσυκλέτα από video game, που τα κάνει όλα μόνη της και ο αναβάτης απλώς ρίχνει κέρματα στο μηχάνημα. Εντελώς λάθος συμπέρασμα. Δεν ξέρω για αν στην νέα Yamaha R1 συμβαίνει αυτό, γιατί δεν την έχω οδηγήσει. Ίσως να υπάρχει μια δόση αλήθειας για την νέα Ducati Panigale 1299 και την BMW S 1000RR. Όμως για την νέα Aprilia RSV4 οι ικανότητες του αναβάτη εξακολουθούν να είναι το κυρίαρχο στοιχείο και χωρίς αυτές είναι αδύνατον να ενεργοποιηθούν τα αγωνιστικά χαρίσματά της. Ίσως γι΄αυτό είναι η πιο απολαυστική superbike που έχω οδηγήσει μέχρι σήμερα σε πίστα. Γιατί κάθε φορά που κατεβαίνεις από την σέλα της νιώθεις ότι εσύ είσαι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, όχι τα ηλεκτρονικά της.

 

ΤΕΧΝΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

Τα καλά των αγώνων

Χρόνια τώρα γράφουμε το κλισέ ότι οι αγώνες βελτιώνουν το είδος. Στην πραγματικότητα οι αγώνες δεν είναι μια στατική κατάσταση και οι κανονισμοί τους αλλάζουν διαρκώς, με διαφορετικές σκοπιμότητες κάθε φορά. Άλλοτε για να βοηθήσουν μικρότερες εταιρείες να είναι ανταγωνιστικές, άλλες φορές για να ενισχύσουν δημοφιλείς μεγάλες εταιρείες να πρωταγωνιστούν για χρόνια, άλλοτε για την τηλεθέαση, οι κανονισμοί ποτέ δεν είχαν σκοπό να κάνουν τις μοτοσυκλέτες καλύτερες. Είναι εκ φύσεως περιοριστικοί, γεμάτοι απαγορεύσεις και συνήθως σκοτώνουν την δημιουργικότητα και την φαντασία των σχεδιαστών και των μηχανολόγων. Όμως η διαρκής υποβάθμιση των αγωνιστικών μοτοσυκλετών σε επίπεδο τεχνολογίας και νεοτερισμών δεν ισχύει για τις μοτοσυκλέτες παραγωγής. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, αφού οι νέοι κανονισμού των superbike επιβάλουν στα εργοστάσια να τρέχουν με ελαφρώς τροποποιημένες μοτοσυκλέτες παραγωγής και όχι με πρωτότυπα όπως πριν μερικά χρόνια.

Έτσι η νέα RSV4 έχει πολλές διαφορές ουσίας σε σύγκριση με το προηγούμενο μοντέλο και ειδικά η έκδοση RF που οδηγήσαμε εμείς στο Misano είναι ουσιαστικά μια πραγματική race-replica της αγωνιστικής μοτοσυκλέτας.

Ρυθμιζόμενο πλαίσιο

Το νέο πλαίσιο εξακολουθεί να προσφέρει όλες τις ρυθμίσεις μιας γνήσιας αγωνιστικής μοτοσυκλέτας. Η θέση του κινητήρα μπορεί να μετατοπιστεί, η γωνία κάστερ, η θέση του άξονα του ψαλιδιού και το ύψος της πίσω ανάρτησης ρυθμίζονται πλήρως, επιτρέποντας ριζικές αλλαγές στην γεωμετρία και την κατανομή των μαζών ώστε η γεωμετρία της RSV4 να ταιριάζει ιδανικά σε όλες τις πίστες. Στο νέο μοντέλο έχει επιμηκυνθεί κατά 4mm το μήκος του ρεγουλατόρου στο ψαλίδι, ώστε με το κατάλληλο σετ γραναζιού/αλυσίδας να μπορείς να αλλάζεις ακόμα και το μεταξόνιο της μοτοσυκλέτας.

 

Ελαφρύτερος, εύστροφος και καθαρότερος

Η αύξηση της ιπποδύναμης κατά 16 ονομαστικούς ίππους και η μείωση του βάρους κατά 2,5 κιλά απαίτησε στην περίπτωση της RSV4 να αλλάξουν έως και οι μέθοδοι παραγωγής του κινητήρα. Η δίαιτα ξεκίνησε από την νέα χύτευση των κάρτερ που μείωσε το βάρος κατά 1300gr. Οι τέσσερις νέοι πιο "άγριοι" σε χρονισμό εκκεντροφόροι, μαζί με τις βαλβίδες τιτανίου, εξοικονόμησαν πάνω από 400gr, παρά το γεγονός ότι εκείνες τις εισαγωγής μεγάλωσαν στα 33mm διάμετρο. Ο στρόφαλος αδυνάτισε στα 36mm στα σημεία που δένουν οι μπιέλες πάνω του, χαρίζοντας άλλα 50gr και οι αγωνιστικές μπιέλες της διάσημης Αυστριακής Pankl μείωσαν το βάρος κατά 400gr. Η δίαιτα συνεχίστηκε στο κιβώτιο ταχυτήτων με 350gr να φεύγουν από τους άξονες και τα γρανάζια και 100gr από την πρωτεύουσα μετάδοση.

Από τα 2500gr που συνολικά αφαιρέθηκαν, τα 1500gr αφορούν περιστρεφόμενα ή παλινδρομούντα εξαρτήματα. Ταυτόχρονα η βελτίωση της κυκλοφορίας του λαδιού στο νέο σύστημα λίπανσης και του αέρα κάτω από τα έμβολα, μείωσαν τις τριβές και την αντίσταση που δημιουργούν κατά την κίνησή τους στο εσωτερικό του κινητήρα. Τα ελαφρύτερα κινούμενα μέρη και η ευκολότερη ροή υγρών και αέρα αυξάνουν την ταχύτητα ανόδου των στροφών και μειώνουν τις απώλειες δύναμης. Όμως για να βρεθούν 16 επιπλέον ίπποι χρειάστηκε να αλλάξει ο ψεκασμός της Marelli με το μεταβλητό μήκος αυλών, καθώς και η ροή αέρα στο φιλτροκούτι, που πλέον είναι αληθινό ram-air και εκμεταλλεύεται την πίεση του αέρα στις υψηλές ταχύτητες.  -

Αεροδυναμική ομορφιά

Δύσκολα μπέρδευες μια RSV4 στον δρόμο, χάρη στους χαρακτηριστικούς τρεις προβολείς της και τις ακραία μίνιμαλ διαστάσεις της. Στο νέο μοντέλο έχουν γίνει αρκετές αλλαγές στο πάνω τμήμα του φαίρινγκ όπου αυξήθηκε το μήκος και το πλάτος ώστε να καλύπτει περισσότερο το κράνος και τους ώμους του αναβάτη και μαζί με τους νέους προβολείς και καθρέφτες στηρίζονται σε μια ελαφρύτερη μεταλλική βάση.  

Ο πρώτος διδάξας

Καθώς η RSV4 ήταν η πρώτη superbike με σύστημα τροφοδοσίας ride by wire (η Yamaha R6 είχε προηγηθεί στις supersport) μπόρεσε να ενσωματώσει όλα τα ηλεκτρονικά βοηθήματα από το 2009 με την έκδοση APRC. Έξι χρόνια μετά συνεχίζει να βρίσκεται στην τεχνολογική κορυφή, παρά το γεγονός ότι οι άμεσοι ευρωπαίοι ανταγωνιστές της και η Kawasaki έχουν υιοθετήσει αντίστοιχες τεχνολογίες. Στα φρένα υπάρχει το "αγωνιστικό" ABS της Bosch 9.0MP που ρυθμίζεται σε τρεις θέσεις ευαισθησίας. Οι χάρτες απόκρισης του γκαζιού είναι τρεις (Sport / Track / Race) όπου δεν μεταβάλουν την μέγιστη  απόδοση αλλά μόνο την ευαισθησία απόκρισης. Το Traction Control είναι δύο σταδίων με προληπτική επέμβαση μέσω της τροφοδοσίας έως την θέση 5 και επέμβαση στην ηλεκτρονική από την θέση 4 έως 1). Το Wheelie Control αποτρέπει τις σούζες και μπορεί να ρυθμιστεί σε τρεις θέσεις, όπου η λιγότερο παρεμβατική 1 έχει νέο σετάρισμα. Για την πίστα υπάρχει και το Launch Control όπου μπορείς να κρατάς τέρμα ανοιχτό το γκάζι και να χειρίζεσαι μόνο τον συμπλέκτη, αφήνοντας την τροφοδοσία να ρυθμίζεται μόνη της. Το Quick Shifter της Aprilia είναι το κλασικό, που επιτρέπει αλλαγές τέρμα γκάζι χωρίς συμπλέκτη στα ανεβάσματα.

Σε γενικές γραμμές η Ducati και η BMW προσφέρουν επιπλέον cornering ABS, ημι-ενεργητικές αναρτήσεις και quick shifter δύο δρόμων, όμως η Aprilia απαντά με το σύστημα τηλεμετρίας V4-MP που είναι τεχνολογικά μια γενιά μπροστά από των αντιπάλων της.            

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ           

Αντιπρόσωπος:

PIAGGIO HELLAS

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2.040

Ύψος (mm):

1.120

Μεταξόνιο (mm):

1.420 +/- 20mm

Απόσταση από το έδαφος (mm):

-

Ύψος σέλας (mm):

845

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Αλουμινένιο δύο δοκών

Πλάτος (mm):

-

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

180,5kg/-

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, τετρακύλινδρος υγρόψυκτος, με 4Β/Κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

78 X 52,3

Χωρητικότητα (cc):

999,6

Σχέση συμπίεσης:

13,6:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

201/13.000

Ροπή (kg.m/rpm):

12/10.500

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

200

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός ride by wire με μεταβλητού μήκους αυλούς

Σύστημα εξαγωγής:

4 σε 2 σε 1 με δύο αισθητήρες οξυγόνου (Euro 3)

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός, πολύδισκος, μονόδρομος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Με γρανάζια/1,659

Τελική μετάδοση / σχέση:

Με αλυσίδα/2,562

 

Σχέσεις

1η

2,600

2α

2,063

3η

1,700

4η

1,476

5η

1,348

6η

1,259

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Μονό αμορτισέρ Ohlins (Έκδοση RF και Race Pack)

Διαδρομή (mm):

130

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης/επαναφοράς

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

6 Χ 17 Σφυρήλατη (Έκδοση RF και Race Pack)

Ελαστικό:

200/55-17 (Pirelli Diablo Supercorsa SP)

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Μονός δίσκος 220mm με δαγκάνα δύο εμβόλων 32mm και αγωνιστικό ABS της Bosch 9.0MP

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Οθόνη LCD με ενδείξεις για ταχύτητα, στροφές, ολικός και δύο μερικούς χιλιομετρητές, θερμοκρασία κινητήρα και περιβάλλοντος, trip computer, ρυθμίσεις Traction Control, ABS, quick shifter, wheelie control, Launch control, Mode κινητήρα, σταμπιλιζατερ, χειριστήριο (+/-) στο τιμόνι

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι upside-down Ohlins (Έκδοση RF και Race Pack)

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

120/43

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης/επαναφοράς

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,5 Χ 17 σφυρήλατη (Έκδοση RF και Race Pack)

Ελαστικό:

120/70-17 (Pirelli Diablo Supercorsa SP)

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 320mm με monoblock ακτινικές δαγκάνες Brembo και αγωνιστικό ABS της Bosch 9.0MP 

 

   

 

 

 

 

SEAT MO eScooter 125: Δοκιμή και συγκριτικό με Honda PCX 125 & SYM JETX

Η δίτροχη πρόταση της SEAT για την αστική μετακίνηση
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

23/6/2021

Η πολυαναμενόμενη συνεργασία της SEAT με την ισπανική SILENCE αποδίδει τους πρώτους καρπούς με ναυαρχίδα το eScooter 125, όπως για πρώτη φορά είχε ανακοινωθεί στην EICMA πριν από δύο χρόνια. Η SEAT επέλεξε τον πιο ασφαλή και ευθύ δρόμο για την παρουσία της στα δίτροχα οχήματα συνάπτοντας συνεργασία με μία ισπανική εταιρεία που έχει ήδη αντιπροσωπείες σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και έχει αποδείξει την αξιοπιστία της. Σημαντικό επίσης πως κατασκευάζει τα ηλεκτροκίνητα σκούτερ εξ ολοκλήρου στην Ισπανία μαζί και τις αφαιρούμενες μπαταρίες! Η διαφορά στο φινίρισμα και την συναρμογή των πλαστικών υπερ των ΜΟ είναι αμέσως αισθητή, πράγμα όμως που αντανακλάται και στην τιμή η οποία διαμορφώνεται βέβαια σε πιο ελκυστικά πλαίσια μέσω επιδότησης με το πρόγραμμα «Κινούμαι Ηλεκτρικά», αλλά και με την εύκολη διαδικασία χρηματοδότησης από την SEAT.

Η εξέλιξη της ηλεκτροκίνησης στην μοτοσυκλέτα βρίσκεται σε νηπιακό στάδιο, έναντι των εξελίξεων στην αυτοκίνηση που έχει ήδη βγάλει Πανεπιστήμιο. Και η άποψη του ΜΟΤΟ που έχει διαμορφωθεί μέσα από συζητήσεις με υψηλόβαθμα στελέχη των μητρικών κατασκευαστικών εταιρειών μοτοσυκλέτας, είναι πως η στασιμότητα στις εξελίξεις θα υπάρχει τουλάχιστον και για την επόμενη δεκαετία! Με λίγα λόγια αμιγώς ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες από τους πατροπαράδοτους κατασκευαστές θα αργήσουμε να δούμε. Στον αντίποδα όλων αυτών βρίσκονται τα ηλεκτρικά σκούτερ και μάλιστα λύσεις όπως των SEAT MO με αφαιρούμενη μπαταρία που μπορείς να πάρεις μαζί σου στο διαμέρισμα ή στην εργασία, αφήνοντας το σκούτερ παρκαρισμένο στον συνηθισμένο για εσένα μέρος. Πρόκειται για λύσεις που στοχεύουν στην καθημερινή μετακίνηση κι έχουν εφαρμογή στο σήμερα.

Η υφιστάμενη τεχνολογία της ηλεκτροκίνησης είναι παραπάνω από ικανοποιητική για τις ανάγκες που καλείται να καλύψει ένα σκούτερ, κι ας απέχει τουλάχιστον μία δεκαετία μακριά μας όταν μιλάμε για μοτοσυκλέτες. Πόσο μάλιστα όταν το SEAT MO δεν θέλει να προσελκύσει μονάχα μοτοσυκλετιστές που θέλουν και μία οικονομικότερη σε τρέχοντα έξοδα καθημερινή λύση μετακίνησης, αλλά κυρίως νέους οδηγούς που δεν έχουν προσωπικό όχημα.

Όλες οι έρευνες σε ευρωπαϊκό έδαφος άλλωστε καταλήγουν στο συμπέρασμα πως ολοένα και λιγότεροι νέοι αγοράζουν αυτοκίνητο, περιμένοντας την απόκτησή του αφότου κάνουν οικογένεια και αλλάξουν οι υποχρεώσεις τους. Οι αιτίες πολλές και μάλιστα με κοινωνικά κριτήρια ορισμένες από αυτές, αλλά εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός πως τα μεγάλα αστικά κέντρα γίνονται ολοένα και πιο αφιλόξενα για τα αυτοκίνητα, την ίδια ώρα που τα μέσα μαζικής μεταφοράς βελτιώνονται σε πρότυπο βαθμό. Τουλάχιστον στην υπόλοιπη Ευρώπη όλα αυτά. Με την αγορά του αυτοκινήτου να βλέπει τις εξελίξεις αυτές και να θέλει να προετοιμάζεται για το μέλλον, η ατομική μικροκινητικότητα φαίνεται πως δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα νέο εμπορικό πεδίο. Ένα ηλεκτρικό σκούτερ με επιδόσεις αντίστοιχες ενός με κινητήρα εσωτερικής καύσης που οδηγείται με δίπλωμα αυτοκινήτου, πλέον και στην χώρα μας, φαντάζει συνεπώς μία εξαιρετικά καλή λύση για μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων εκεί έξω. Τα παραπάνω εξηγούν την κίνηση της SEAT και ταυτόχρονα σχηματίζουν και το προφίλ χρήσης που ταιριάζει περισσότερο στο eScooter 125. Μία δοκιμή στο ΜΟΤΟ βέβαια δεν γίνεται ποτέ να περιοριστεί σε ένα και μόνο προφίλ χρήσης ή να μην υποβληθεί το MO σε όλα όσα κάνουμε στις σελίδες μας για όλα τα μοντέλα ξεκινώντας από το ζύγισμα στην δική μας ζυγαριά ακριβείας.

Η μπαταρία μόνη της ζυγίστηκε 40,5 κιλά δηλαδή μόλις 500 γραμμάρια παραπάνω από εκείνο που επικαλείται η SEAT ενώ λίγο μεγαλύτερη απόκλιση υπήρχε στο συνολικό βάρος, όπως θα διαβάσετε και στο ΜΟΤΟ. Η μπαταρία αφαιρείται συρταρωτά κατεβάζοντας αυτόματα δύο μικρούς συμπαγείς τροχούς ώστε ποτέ να μην χρειαστεί να την σηκώσεις ενώ αντίστοιχα τοποθετείται ξανά και στο σκούτερ. Το πρόβλημα είναι πως καμία πόλη της Ελλάδας δεν είναι… Τόκυο! Εκεί δηλαδή που οι δρόμοι θυμίζουν πίστα για superbike και τα πεζοδρόμια έχουν όλα ένα ύψος. Στην Ελλάδα δύσκολα θα παρκάρεις κάπου που δεν απαιτείται μετά να μην ανέβεις ούτε ένα σκαλί για να φτάσεις μέχρι το ασανσέρ ή για να μπεις στο σπίτι σου ή την εργασία, ακόμη κι αν μιλάμε για ισόγειο. Το κατά πόσο είναι εύκολο να ανεβάσεις την μπαταρία στο σπίτι ή το γραφείο είναι ξεχωριστό για τον κάθε ένα αλλά ταυτόχρονα εύκολο να το απαντήσει και μόνος του. Αν στην συνηθισμένη διαδρομή από το σημείο παρκαρίσματος προς το σημείο φόρτισης μπορεί με άνεση να μεταφέρει μία βαλίτσα για ένα αεροπορικό ταξίδι τότε θα πρέπει να υπολογίσει το διπλάσιο βάρος και να δώσει μόνος του την εξατομικευμένη απάντηση που χρειάζεται. Διότι οι βαλίτσες δεν ξεπερνούν τα 23 κιλά κι έτσι παρά τον μικρό της όγκο, η βαριά μπαταρία δεν πρόκειται να βολέψει όλους το ίδιο στην μεταφορά της.

Από εκεί και πέρα υπάρχει ένα θεμελιώδες πρόβλημα με την οδηγική εκτίμηση του SEAT MO: Το γεγονός πως θα κληθούν να μιλήσουν για αυτό άνθρωποι με εμπειρία χτισμένη σε καθαρά μοτοσυκλετιστικά κριτήρια, είτε μιλάμε για εμάς τους ίδιους είτε για όλους εκείνους που θα τους ζητηθεί η γνώμη από κάποιον συγγενή ή φίλο που δεν έχει καμία σχέση με δίτροχα και θεωρεί ως «γκουρού» οποιονδήποτε καβαλά μοτοσυκλέτα. Κι αυτό είναι πρόβλημα γιατί με καθαρά μοτοσυκλετιστικά κριτήρια, το μεγαλύτερο ποσοστό βάρους που αναλογεί στον πίσω άξονα και φυσικά το hub-motor που χρησιμοποιεί το eScooter 125 για την κίνησή του είναι στοιχεία που αμέσως θα ξενίσουν κάποιον μοτοσυκλετιστή. Μεταξύ μας λοιπόν δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη αν σας πω ότι κοντά στην τελική των εκατό χιλιομέτρων υπάρχει ένα κοσκίνισμα στο τιμόνι που γίνεται κατανοητό όμως μονάχα αν το αφήσεις για λίγο, ούτε πως κάθε λακκούβα μέσα στην οποία θα πέσει ο πίσω τροχός θα έχει από μικρό έως αρκετά μεγάλο αντίκτυπο στην απόσβεση του αμορτισέρ πίσω και αναλόγως της ταχύτητας θα επηρεάσει ακόμη και την σταθερότητα. Δεν γίνεται κι αλλιώς καθώς το βάρος του τροχού είναι σημαντικό. Η hub-motor λύση εξυπηρετεί απόλυτα τους σκοπούς σε ηλεκτρικά πατίνια και μικρά σκούτερ, αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα φανερώνει τα πολλά μεινοκτήματα με πρώτο και καλύτερο το βάρος. Όσο μεγαλύτερο είναι το μη αναρτώμενο βάρος τόσο μεγαλύτερη και η αδράνεια που επηρεάζει την κίνηση της μοτοσυκλέτας κατά την αλλαγή κατεύθυνσης και φυσικά την απόσβεση της ανάρτησης στις διάφορες ανωμαλίες του οδοστρώματος που στην Ελλάδα δεν είναι καθόλου αμελητέες. Ο μοτοσυκλετιστής θα δώσει μεγαλύτερη σημασία σε όλα αυτά, από εκείνο που θα κάνει κάποιος νέος αναβάτης προερχόμενος από το αυτοκίνητο και που στρέφεται στο δίκυκλο ως λύση ανάγκης, σαφώς κινούμενος σε διαφορετικό ρυθμό. Κυρίως μάλιστα από την στιγμή που στην σέλα του SEAT MO όλα αυτά συνηθίζονται εύκολα και για να σε απασχολήσουν θα πρέπει πρωτίστως να τα αναγνωρίσεις ως μεθοδολογία κατασκευής και όχι ως συμπεριφοράς. Η σύγκριση βέβαια με ένα αντίστοιχο σκούτερ 125 κυβικών θα φανερώσει αμέσως αυτή την διαφορά πάνω από λακκούβες αν και θα πρέπει να αρχίσει κανείς να οδηγεί γρήγορα για να δει μεγάλη διαφορά στην αλλαγή κατεύθυνσης που έτσι και αλλιώς δεν είναι ζητούμενο για κανένα από αυτά τα οχήματα.

Αντιθέτως μεγάλη είναι η διαφορά στην επιτάχυνση και στην συγκεκριμένη περίπτωση με τα Honda PCX 125 και SYM JetX που παραβάλλαμε απέναντι στο SEAT MO. Και τα δύο σκούτερ με κινητήρα εσωτερικής καύσης ξεκινούν για μερικά μέτρα πιο γρήγορα από το ηλεκτρικό αλλά μιλάμε για μόλις το μισό μήκος. Αμέσως μετά και όσο η CVT μετάδοσή τους μεγαλώνει το εύρος της, το SEAT MO όχι απλά περνά μπροστά αλλά τους αφήνει και πολύ εύκολα πίσω ακόμη κι αν στην σέλα του έχει βαρύτερο αναβάτη. Ο τοποθετημένος στο κέντρο του τροχού ηλεκτροκινητήρας δεν έχει τα ίδια θέματα μετάδοσης με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης ενώ έτσι κι αλλιώς η ευστροφία του δεν μπορεί να συγκριθεί.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να γίνεται το SEAT MO το πιο γρήγορο όχημα ανάμεσα στα αυτοκίνητα στα χέρια κάποιου έμπειρου αναβάτη, όμως αυτό θα διαρκέσει για λίγο κυρίως τώρα το καλοκαίρι. Μόλις η θερμοκρασία της μπαταρίας που ευδιάκριτα φαίνεται στην οθόνη των οργάνων, ξεπεράσει τους πενήντα βαθμούς η απόδοση περιορίζεται. Αυτό όμως είναι κάτι που επηρεάζει την επιτάχυνση και όχι στην τελική ταχύτητα που εξακολουθεί να είναι τα εκατό χιλιόμετρα με την λειτουργεία Sport επιλεγμένη, ενώ πέφτει σταδιακά για τις υπόλοιπες φτάνοντας τα 70. Δεν είναι δύσκολο για την μεγάλη μπαταρία στις πυρωμένες κατά το ελληνικό καλοκαίρι πόλεις, να ξεπεράσει γρήγορα τους 50 βαθμούς όταν το γκάζι μένει συνέχεια τέρμα ανοικτό. Αν δεν τρέχεις ανάμεσα στα αυτοκίνητα με ρυθμό που σε εκνεύριζε να βλέπεις τα δίκυκλα να κρατούν όσο καιρό οδηγούσες μονάχα αυτοκίνητο, τότε ο περιορισμός της επιτάχυνσης εξαιτίας της θερμοκρασίας της μπαταρίας δεν πρόκειται να σε απασχολήσει καθόλου. Πότε, ούτε στην πιο ζεστή ημέρα, δεν έφτασε η μπαταρία σε θερμοκρασία που θα μπορούσε να την επηρεάσει περισσότερο, όπως ας πούμε να μην μπορείς να την βάλεις να φορτίσει αμέσως μόλις παρκάρεις. Η φόρτιση μπορεί να γίνει και επάνω στο σκούτερ χωρίς καμία διαφορά από την στιγμή που ο φορτιστής των 600W είναι ενσωματωμένος στην αφαιρούμενη μπαταρία, με την φόρτιση να διαρκεί 6 ώρες αν έχει αδειάσει τελείως πράγμα που πρέπει να αποφεύγεται. Όχι μόνο αυτό, αλλά η εγγύηση χάνεται αν το σκούτερ δεν φορτιστεί τουλάχιστον μία φορά τον μήνα. Κι αυτό γιατί η ακινησία φθείρει την μπαταρία, όπως και όλες τις μπαταρίες έτσι κι αλλιώς.

Η αυτονομία που ανακοινώνει η SEAT ισχύει σε απόλυτο βαθμό αν χρησιμοποιείς και τον χάρτη με την μικρότερη απόδοση όμως. Περιορίζεται περίπου στο μισό όταν έχεις επιλέξει την Sport απόδοση και το ευτυχές γεγονός είναι πως μπορείς να βασιστείς στην ένδειξη των οργάνων και να υπολογίσεις με ακρίβεια την απόσταση που μπορείς να διανύσεις με την μπαταρία που απομένει. Τα φώτα είναι εξαιρετικά το βράδυ και αρκετά εμφανή την ημέρα που είναι ζήτημα ασφάλειας για όλα τα δίκυκλα ώστε να τα προσέχουν καλύτερα οι υπόλοιποι οδηγοί. Ο χώρος κάτω από την σέλα μπορεί να φιλοξενήσει δύο κράνη ενώ η επίπεδη ποδιά ευνοεί το φόρτωμα. Η σέλα είναι εξαιρετικά ποιοτική, από τις πιο ευρύχωρες συγκρινόμενη με τα σκούτερ της κατηγορίας 125 και στεγνώνει αμέσως μετά την βροχή. Με ένα ελαφρύ χτύπημα στο κέντρο του LED δαχτυλίου, η μπαταρία σου δείχνει το ποσοστό φόρτισης αλλά αυτό το εφέ ενεργοποιείται και από τράνταγμα σε λακκούβες ή όταν ανεβοκατεβαίνεις σκαλιά ενώ τραβάς την μπαταρία από το χερούλι της σαν βαλίτσα.

Οποιοσδήποτε μπορεί να τραβήξει την τροχύλατη μπαταρία σε πλακόστρωτο δρόμο και να την ανεβάσει τρια-τέσσερα σκαλιά μέχρι την είσοδο, μπορεί να σπρώξει και το σκούτερ για μισό μέτρο σε ανηφόρα, ώστε να ξεπαρκάρει. Ωστόσο για κάτι τέτοιες στιγμές υπάρχει η επιλογή της όπισθεν που ενεργοποιείται πολύ εύκολα με ένα δάχτυλο από το αριστερό χέρι. Σαφέστατα καλοδεχούμενη λοιπόν αν και όχι τελείως απαραίτητη.

Με το SEAT MO τρέξαμε τρία διαφορετικά σενάρια μετακίνησης με το πιο ακραίο από αυτά, για τα δεδομένα ηλεκτρικού σκούτερ, να περιλαμβάνει καθημερινή μετακίνηση 35 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, εργασίες στο κέντρο της πόλης και επιστροφή. Είτε βρίσκεσαι περιμετρικά του κέντρου πόλης και κινείσαι σε αυτό, είτε στα περίχωρα, το SEAT MO μπορεί να καλύψει τις ημερήσιες ανάγκες μετακίνησης μετριάζοντας την ταχύτητα για να ανταπεξέλθει στην απόσταση αν δεν θέλεις στο ενδιάμεσο να φορτίσεις. Διαφορετικά δεν υπάρχει ούτε αυτός ο περιορισμός. Συγκριτικά με ένα σκούτερ 125 δεν υπάρχει καμία διαφορά στην άνεση κατά την κάλυψη αποστάσεων, πέρα από το θέμα των αποσβέσεων από το πίσω αμορτισέρ που καλύψαμε αναλυτικά – απεναντίας το SEAT MO είναι εξαιρετικά εργονομικό για κάθε σωματότυπο αναβάτη.

Με επιδοτούμενη αγορά που κάπως μετριάζει το κόστος απόκτησης που συγκρίνεται με σκούτερ μεγαλύτερου κυβισμού και όχι τα 125 αλλά με καλύτερες επιδόσεις από αυτά, πολύ καλή εργονομία και μεγάλες δυνατότητες φόρτωσης, το eScooter 125 φέρνει στο σήμερα μία εικόνα από ένα κοντινό μέλλον όπου η αστική μετακίνηση θα είναι κυρίως ηλεκτρική. Μπορεί οι κινητήρες εσωτερικής καύσης να χρειάζονται πολλά χρόνια για να φύγουν από τις μοτοσυκλέτες, αν ποτέ φύγουν, αλλά τα δεδομένα των σκούτερ είναι τελείως διαφορετικά και μία λύση όπως των SEAT MO έχει άμεση εφαρμογή στο σήμερα. Περισσότερα σε επόμενο ΜΟΤΟ αλλά και στην ετήσια έκδοση των σκούτερ, την «βίβλο» SCOOTERMANIA.

 

Δείτε εδώ περισσότερα τεχνικά χαρακτηριστικά και τιμοκατάλογο των SEAT MO