Οδηγούμε την μεγαλύτερη μέχρι στιγμής Brixton, την νέα Crossfire 500 Χ! Έχει προηγηθεί το καλωσόρισμα στην ελληνική αγορά με το παρακάτω video-παρουσίαση και η δοκιμή στο τεύχος Αυγούστου στο MOTO.
Η άνοδος της Brixton στην κατηγορία των 500 κυβικών την φέρνει αντιμέτωπη με σκληρό πλέον ανταγωνισμό, τον οποίο σχεδιάζει να αντιμετωπίσει με επώνυμα περιφερειακά και αρκετά άλογα, όπως φάνηκε στα τεχνικά χαρακτηριστικά όταν για πρώτη φορά ανακοίνωσε το νέο Crossfire. Για να πετύχει όμως τον σκοπό της χρειάζεται να περάσει την γραμμή που χωρίζει τις πράξεις από τα λόγια…
Το φαρδύ τιμόνι που πιάνεις μόλις καθίσεις στην σέλα σε ταξιδεύει αμέσως σε μία εποχή που τα ευρωπαϊκά scrambler κυριαρχούσαν στους δρόμους, αναλαμβάνοντας τον ρόλο της καθημερινής μοτοσυκλέτας, αλλά και κάθε αθλητικής δραστηριότητας στο χώμα. Ανοίγεις το γκάζι όμως και έρχεσαι απευθείας στο σήμερα με μία απόλυτα γραμμική απόδοση σε βαθμό που καταλαβαίνεις αμέσως πώς θα είναι το διάγραμμα στο δυναμόμετρο απλά οδηγώντας προς τα εκεί, πριν ακόμη ανέβεις στην ράμπα και πατήσεις στο τύμπανο! Κάνεις μετά σχεδόν 100 χιλιόμετρα ώσπου να δεις τον δείκτη βενζίνης να σβήνει την πρώτη μπάρα της ένδειξης και καταλαβαίνεις πως εδώ τα πράγματα είναι σοβαρά. Χωρίς να μείνεις στις αναρτήσεις της KYB, στην μονάδα ABS της Bosch ή την έκδηλη ποιότητα κατασκευής πάνω σε κάθε λεπτομέρεια που βλέπεις, η Brixton Crossfire 500 X σε κερδίζει με τον τρόπο που δουλεύει. Λίγες μοτοσυκλέτες με προέλευση από την Άπω Ανατολή είναι σε θέση να καταφέρουν κάτι τέτοιο. Συνήθως προβάλουν μονάχα την χαμηλή τιμή κτίσης και δεν κοιτούν να γίνουν πρέσβειρες της οδηγικής νιρβάνας, ασχέτως με το τι διατείνεται ο κάθε πωλητής ή τα φερέφωνα της κάθε αντιπροσωπείας. Η Brixton δεν έκρυψε ποτέ την χώρα κατασκευής, το ακριβώς αντίθετο, όμως ταυτόχρονα ξεκαθαρίζει με πράξεις τι σημαίνει ευρωπαϊκή σχεδίαση και ευρωπαϊκή προοπτική.
Υπόθεση καθαρά Ευρωπαϊκή!
Πόσους κατασκευαστές έχει η Κίνα; Πόσες εκατοντάδες μεγάλα εργοστάσια και πόσες χιλιάδες μικρότερα στο σύνολο απαιτούνται για να κατασκευαστούν σχεδόν είκοσι εκατομμύρια δίκυκλα κάθε χρόνο, ενώ μόλις πρόσφατα ξεπέρασαν όλοι αυτοί και την αγορά της Ευρώπης στα πάνω από 500 κυβικά; Είναι τεράστιο το νούμερο, είναι ασύλληπτη η παραγωγή, όμως πόσοι από όλους αυτούς καταφέρνουν τελικά να ξεχωρίσουν φτάνοντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα και όχι τυπικά με βάση κάποιες προδιαγραφές σε ένα χαρτί, αλλά πολύ πιο αυστηρά: Κρίνοντας δηλαδή το αποτέλεσμα οδηγώντας σε πραγματικές συνθήκες και σε ευρωπαϊκό έδαφος. Το ιδανικό που πρέπει να φτάσει οποιοσδήποτε νέος κατασκευαστής είναι να πείσει εκείνον που οδηγεί όλη του την ζωή μοτοσυκλέτες των μεγάλων Ευρωπαίων και Ιαπώνων κατασκευαστών πως δεν έχει καβαλήσει μία νέα τελείως μάρκα. Να φτάσει δηλαδή σε ένα υψηλό επίπεδο εξέλιξης, όπως αυτό που πλέον μπορούμε και απολαμβάνουμε. Κι όμως σε αυτό το σκαλοπάτι η Brixton έχει ήδη ανέβει από την πρώτη στιγμή με τα 125 και αμέσως μετά με τα 250 κυβικά, οπότε δεν είναι τωρινή της επιτυχία με το νέο 500. Μοιραία όμως μία τέτοια δήλωση, πως η Brixton Crossfire 500 Χ μπορεί να σε ξεγελάσει αν σε ανεβάσουν επάνω χωρίς να δεις τι είναι, έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο. Κι αυτό γιατί η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα ανήκει στην εμπορικά καυτή κατηγορία κι αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος ενός μεγαλύτερου κοινού! Λίγοι κατασκευαστές είναι εκείνοι που μπορούν να καταφέρουν κάτι τέτοιο, είναι ελάχιστα τα παραδείγματα, λιγότερα μάλιστα από τα δάχτυλα του ενός χεριού και τόσο συγκριμένα που σε ένα μελλοντικό συγκριτικό μπορούμε να τα κατονομάσουμε ένα προς ένα. Το θέμα μας εδώ όμως είναι πως το νέο 500 ξεχωρίζει διότι δεν είναι μία κινέζικη μοτοσυκλέτα που της κόλλησαν ένα όνομα, ένα αυτοκόλλητο και την βάπτισαν ευρωπαϊκή ή προχώρησαν σε μετατροπές για να περάσει προδιαγραφές, συμπιέζοντας όσο μπορούν το τελικό αποτέλεσμα ανάμεσα στις συμπληγάδες του αυστηρά προδιαγεγραμμένου κόστους και των ολοένα και αυξανόμενων μεταφορικών. Όχι, η Crossfire 500 Χ σχεδιάστηκε για την Ευρώπη και μόνο, χωρίς να πωλείται στην Κίνα! Χωρά σε μία πρόταση αλλά είναι μία τεράστια διαφορά. Στην πορεία βέβαια η αγορά της Κίνας προχώρησε και συνεχίζει να προχωρά τόσο γρήγορα που στο διάστημα που διήρκησε η δοκιμή και η εξέλιξη της νέας Crossfire, άρχισε να υποστηρίζει τις πωλήσεις μοτοσυκλετών που στοχεύουν σε καλύτερη εμπειρία οδήγησης και όχι μόνο στο κόστος. Κι έτσι δημιουργήθηκε χώρος και στην κινέζικη αγορά για την 500 X που σχεδιάστηκε μονάχα για εξαγωγές.
Αν στην όψη της διακρίνετε μία Svartpilen δεν πέφτετε έξω καθώς μιλάμε για μία ξεκάθαρη ευρωπαϊκή γραμμή, όπως ευρωπαίοι είναι κι εκείνοι που την σχεδίασαν – αν και η πλήρης απουσία κάθε περίεργης κιγκαλερίας και υπερκατασκευής για άπλωμα ρούχων, όπως έχουν σχεδόν όλες οι κινέζικες μοτοσυκλέτες, θα έπρεπε να είναι η πρώτη ειδοποιός διαφορά για την προέλευση του σχεδιασμού. Εκτός από τον τρόπο που οδηγείται η νέα Crossfire 500 X υπάρχει κι ένα νούμερο που βροντοφωνάζει και τον βαθμό εξέλιξης που έχει αυτός ο κινητήρας: Μέση κατανάλωση μόλις 3,9λ/100χλμ! Η μέγιστη, που σημαίνει τέρμα γκάζι παντού φτάνει τα 5,2 λίτρα για 100 χιλιόμετρα και φυσικά η ελάχιστη είναι ακόμη πιο κάτω, ενώ στον τροχό φτάνουν τα 44,2 από τα 47 άλογα που δηλώνει. Δεν γίνεται καλύτερα από αυτό. Πραγματικά! Στο μεταξύ το κοντέρ φτάνει με αμεσότητα τα 150, συνεχίζει σβέλτα στα 160 και θέλει περισσότερο χρόνο από εκεί και πάνω για να περάσει τα 170 και σκύψιμο για να φέρει την ένδειξη πάνω από τα 180, νούμερα που επίσης είναι από τα πλέον εντυπωσιακά για τα δεδομένα ολόκληρης της κατηγορίας! Όταν ένας οποιοσδήποτε κινητήρας δεν έχει υψηλή κατανάλωση, όταν ο ψεκασμός του δουλεύει, όταν δεν ζεσταίνεται και έχει και ωραίο ήχο με εξαιρετική απόδοση ιπποδύναμης, τότε αντιλαμβάνεται κανείς την εξέλιξη που υπάρχει. Κι ελλείψει άλλων στοιχείων από το μακρινό μέλλον, αυτή είναι και η μόνη ένδειξη που υπάρχει αυτή την στιγμή για να ποντάρει κανείς και στην αξιοπιστία ή όχι. Ο χρόνος θα δείξει, αλλά οι πρώτες ενδείξεις φανερώνουν και τεκμηριώνουν πως υπάρχει ένας μεγάλος βαθμός εξέλιξης.
Το Αυστριακό KSR Group που δημιούργησε την Brixton θέλει η Crossfire 500 Χ να είναι το μοντέλο που θα την καθιερώσει στην αγορά και θα στρώσει το χαλί για τα μελλοντικά σχέδια στα 800 και 1200 κυβικά. Γνωρίζουν πολύ καλά πως για να πατήσει σωστά το χαλί, χρειάζονται γερό έδαφος κι έτσι δεν έχουν αφήσει τίποτα στην τύχη για το νέο 500! Η εξέλιξη άλλωστε είναι το σημείο εκείνο που ξεχωρίζουν οι Ιάπωνες και οι Ευρωπαίοι από τους υπόλοιπους στους οποίους μάλιστα δεν έχουν κανένα θέμα να τους πωλούν και τα σχέδια των κινητήρων τους! Κι αυτό γιατί γνωρίζουν πολύ καλά πως το δύσκολο είναι μετά, κάνοντας αυτό το σχέδιο να αποδώσει στην πράξη. Ο κινητήρας της Brixton δουλεύει εξαιρετικά και πρέπει να ψάξεις πολύ για να βρεις κάτι αρνητικό να πεις. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι πως η απόκριση δεν μένει σταθερή, όταν τοποθετήσεις την γκαζιέρα σε ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο στροφών ανάλογο φυσικά με το φορτίο της μοτοσυκλέτας. Ωστόσο είναι κάτι που συμβαίνει σε μικρό βαθμό και σε συγκεκριμένο φάσμα ώστε δεν είναι τόσο μεγάλο μειονέκτημα αλλά περισσότερο μία παρατήρηση που φανερώνει τον βαθμό τον οποίο το ψάξαμε πριν πούμε πως ο κινητήρας αυτός δουλεύει φανταστικά!
Παντού με αξιώσεις!
ξύνοντας συνέχεια τα μαρσπιέ, αρχίσαμε να χάνουμε σιγά-σιγά τον αποστάτη και συμπληρώναμε με βίδες για να μην χαλάσουμε και την βάση της...
Η ζυγαριά του ΜΟΤΟ αποκάλυψε και ένα άλλο ωραίο νούμερο για τα 193,5 κιλά με γεμάτο ρεζερβουάρ: Η κατανομή βάρους είναι απολύτως ίδια και στους δύο άξονες. Το λέμε κυριολεκτικά: Ακριβώς 50% εμπρός και πίσω, όχι 49,9% ούτε 50,1% το ζύγισμα πρέπει να το έκαναν με ζυγαριά που πήραν από τους Ελβετούς γείτονές τους, δεν εξηγείται αλλιώς. Αυτό σημαίνει πως ο αναβάτης είναι υπεύθυνος με το σώμα του να φορτίσει, αν θέλει, τον εμπρός τροχό περισσότερο, από την στιγμή που η θέση οδήγησης δεν είναι αρκετά on-off και η Crossfire X δεν σε υποχρεώνει να σκύβεις εμπρός. Στόχος να οδηγείς όπως σε βολεύει ή όπως απαιτούν οι συνθήκες και μάλιστα να σηκωθείς και όρθιος στα μαρσπιέ για την περίπτωση που θέλεις να περάσεις κάποιον χωματόδρομο. Άλλωστε το φαρδύ τιμόνι και η προοδευτική συμπίεση του πιρουνιού με την γραμμική συνολικά συμπεριφορά εμπρός και πίσω, σε διευκολύνουν και στο χώμα. Στις υψηλές ταχύτητες λοιπόν ή όσο οδηγείς πολύ γρήγορα σε στενό στροφιλίκι, παρουσιάζεται μία νευρικότητα. Αν θυμηθείς πως κάθεσαι καμαρωτός και σκύψεις ελάχιστα εμπρός σε πιο street επίπεδα, εξαφανίζεται όπως εμφανίστηκε. Στον αντίποδα ανταμείβεσαι με απαράμιλλη ευχρηστία εντός πόλης, ανάμεσα από τα αυτοκίνητα και οπουδήποτε χρειαστούν μανούβρες που τις κάνεις με ευκολία παπιού αλλά σιγουριά μεγάλης μοτοσυκλέτας. Το 50-50 ζύγισμα και ο τεράστιος μοχλός από το φαρδύ τιμόνι περιγράφουν ακριβώς τους λόγους για τους οποίος η Crossfire 500 X γίνεται ένα από τα πιο ευέλικτα οχήματα στην ελληνική πραγματικότητα αστικής μετακίνησης.
Η σέλα της είναι ποιοτική και φιλόξενη για αρκετή ώρα, τόσο για τον αναβάτη, όσο και για τον συνεπιβάτη, ενώ θα πρέπει να οδηγείς πολύ ώρα και σε συνθήκες καύσωνα για να νιώσεις ζέστη στην γάμπα κι αυτό πάλι ως σημείο που παρατηρήθηκε χωρίς να φτάνει το χαρακτηρισμό του προβλήματος. Με απουσία ενοχλητικών κραδασμών και απόδοση που σε προδιαθέτει να την οδηγείς συνέχεια η Crossfire 500 X δεν είναι απλά ένα μεταφορικό μέσο, μία ακόμη λύση ή ένα μεταβατικό στάδιο μέχρι να αποκτήσεις κάτι διαφορετικό, αλλά μπορεί να γίνει η μοτοσυκλέτα που πάντα ήθελες.
Με προσιτή τιμή, για τα ευρύτερα ευρωπαϊκά δεδομένα πάντα, η Brixton πήρε τον χρόνο της σχεδιάζοντας για πολύ καιρό και εξελίσσοντας για πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα την Crossfire 500 θέλοντας να κάνει την μεγάλη διαφορά. Μπορεί να της λείπει μία μεγάλη TFT οθόνη, που εκτός από το ότι δεν συνάδει με την συνολική εμφάνιση, η απουσία της έχει και υποστηρικτές που δεν τους αρέσουν οι έγχρωμες οθόνες, αλλά από εκεί και πέρα όλες οι πληροφορίες σου παρέχονται απλόχερα και ευανάγνωστα. Η απήχηση της εμφάνισης είναι κάτι που αφήσαμε για το τέλος, παρότι είναι ένα από τα δυνατά χαρτιά της Crossfire 500 αλλά και γενικά της Brixton.
Η αρχική σφυγμομέτρηση από τα πολλά χιλιόμετρα που κάναμε μαζί της και τα δεκάδες ερωτήματα και επιφωνήματα, είναι μία πρώτη ένδειξη, όπως και για κάθε τελείως καινούρια μοτοσυκλέτα. Από τα φώτα LED που σε βοηθούν να βλέπεις για να κινηθείς σβέλτα και το βράδυ, και όχι απλά για να γυρίσεις σπίτι, μέχρι τις προσεγμένες λεπτομέρειες στην εμφάνιση, τον μεστό και μπάσο ήχο και την άψογη συμπεριφορά φρένων και αναρτήσεων, η Crossfire 500 X είναι περήφανη εκπρόσωπος ενός ονόματος που ήρθε για να μείνει. Η Brixton με αυτή την μοτοσυκλέτα βάζει υποψηφιότητα για να είναι το επόμενο μεγάλο όνομα της ευρωπαϊκής αγοράς!
Τα φρένα είναι της J.Juan που πρόσφατα εξαγοράστηκε και πλέον είναι θυγατρική της Brembo και ελέγχονται από την μονάδα 9.1 της Bosch. Αυτό σημαίνει πως ανάδραση στην μανέτα παίρνεις μόνο αν επιχειρήσεις να φρενάρεις δυνατά στο χώμα κι ακόμη και τότε διατηρείς κατευθυντικότητα!
Η Brixton φροντίζει να μην θέλεις καμία αλλαγή: Εκτός από όμορφο και μαζεμένο σε μέγεθος, το τελικό σου χαρίζει και ωραίο μπάσο ήχο δίχως να γίνεσαι αντικοινωνικός
Ποιοτική στην υφή σέλα που αναβαθμίζει αισθητικά το σύνολο και είναι και φιλόξενη!
Μικρές διαστάσεις αλλά έντονο το σήμα που δίνει…
Όμορφος προβολέας, ξεκάθαρα ευρωπαϊκή η σχεδίαση και αποτελεσματική μεγάλη σκάλα με εύρος που καλύπτει τον δρόμο και χωρίς να δημιουργεί σκιάσεις, ώστε να οδηγείς σβέλτα και την νύκτα
Προσεγμένες λεπτομέρειες παντού με το λογότυπο της Brixton να επαναλαμβάνεται συνέχεια
Λιτά αλλά αποτελεσματικά όργανα που δεν δημιουργούν σκιάσεις
Γραμμική η απόδοσή του και σε βοηθά να κινηθείς γρήγορα χωρίς να θυσιάζει άνεση!
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ: BrixtonCrossfire500 X
Αντιπρόσωπος:
KSR Hellas
Τιμή (την ώρα της δοκιμής)
6.495€
Μήκος (mm):
2.117
Ύψος (mm):
1.116
Μεταξόνιο (mm):
1.460
Ύψος σέλας (mm):
795
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ (ΣΤΗΝ ΖΥΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΜΟΤΟ):
193,5kg
ΠΛΑΙΣΙΟ
Ατσάλινο σωληνωτό
Πλάτος (mm):
757
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/190
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τετράχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος εν σειρά
Χωρητικότητα (cc):
486
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
47/8.500
Ροπή (kg.m/rpm):
4,3/7.750
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
96.7
Τροφοδοσία:
ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια
Τελική μετάδοση / σχέση:
Με αλυσίδα
ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΠΙΣΩ
Ένα αμορτισέρ με προοδευτικό μοχλικό
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση – επαναφορά
Ελαστικό:
160/60-17
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος διαμέτρου 240mm με δαγκάνα ενός εμβόλου και δικάναλο ABS της Bosch
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
LCD οθόνη με ενδείξεις για ταχύτητα, στροφές, επιλεγμένη σχέση, ολικό και μερικο χιλιομετρητη, στάθμη καυσίμου, κατανάλωση, ώρα, θερμοκρασία ψυκτικού υγρού. Ενδεικτικές λυχνίες για φλάς, νεκρά, ABS, μεγάλη σκάλα φωτών και πίεσης λαδιού LED φωτιστικά σώματα
ΕΜΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι KYB
Ρυθμίσεις:
Απόσβεση συμπίεσης
Ελαστικό:
120/70-17 / 110/80-19
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος διαμέτρου 320mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και δικάναλο ABS της Bosch 9.1
Μέτρηση Κατανάλωσης:
Μέγιστη: 5,2/100
Μέση: 3,9/100 μέση
Ελάχιστη: 3,6/100
Εξοπλισμός αναβάτη στην φωτογράφιση: Κράνος: HJC / Μπουφάν: Macna / Μπότες: Forma
BMW Motorrad Boxer Days 2025: Οδηγήσαμε ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ - R 1300 R, R 1300 RT και R 12 G/S
Σε μία παρουσίαση - ωδή στον κινητήρα boxer
Από τον
Θοδωρή Ξύδη
19/8/2025
Ήμασταν οι μοναδικοί Έλληνες που βρεθήκαμε στο σπίτι της BMW στη Βαυαρία, για την πρώτη μας επαφή με τα νέα R 1300 R, R 1300 RT και R 12 GS, τα οποία ολοκληρώνουν με τον ερχομό τους την γκάμα boxer μοτοσυκλετών της εταιρείας.
Ακόμη και αν αφήσεις έξω τα αυτοκίνητα και κοιτάξεις μόνο την εταιρεία των δύο τροχών η Bayerische Motoren Werke είναι από εκείνες που ξεχωρίζουν στον τομέα των κινητήρων, ειδικά τα τελευταία χρόνια, με απόδειξη τόσο τον εν σειρά εξακύλινδρο των 1.600 κ.εκ. που βρίσκεται ακόμη στην παραγωγή όσο και τον “πασπαρτού” 1.000άρη 4κύλινδρο που εντυπωσιάζει με την απόδοσή του από την πιο αδύναμη -αν μπορεί να το πει κανείς αυτό- έως και την ισχυρότερη έκδοσή του. Ωστόσο αφού μιλάμε μόνο για τις μοτοσυκλέτες ο δικύλινδρος boxer είναι εκείνος που έχει συνδεθεί περισσότερο με τους Βαυαρούς και δεν υπάρχει άνθρωπος που να ακούει BMW και να μην φέρνει υποσυνείδητα στο μυαλό του το μοτέρ με τα πιστόνια που κοιτάζουν σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση. Έτσι ξεκίνησε άλλωστε η ιστορία με την R32 πριν από 102 χρόνια. Boxer σημαίνει BMW και BMW σημαίνει boxer και αυτό η εταιρεία μας το υπενθύμισε μία ακόμη φορά στο ταξίδι μας στη Βαυαρία για το BMW Motorrad Boxer Days 2025, ένα τριήμερο event που είχε οδήγηση από το “guten morgen” μέχρι και το “auf wiedersehen”, με τρεις μοτοσυκλέτες που εξυπηρετούν διαφορετικό σκοπό η καθεμιά έχουν όμως και οι τρεις καρδιά boxer.
BMW R 1300 RT
Next level τουρισμός
Το ολοκαίνουργιο RT έρχεται να συνεχίσει στο δρόμο που χάραξαν οι πρόγονοί του παίζοντας επί της ουσίας εκτός συναγωνισμού με την BMW να ανεβάζει τον πήχη μία ακόμη φορά όχι γιατί απειλείται από κάποιον αλλά γιατί μπορεί.
Ο τουρισμός κυλά στο αίμα των Βαυαρών που έχουν μια παράδοση δεκαετιών στη δημιουργία μοτοσυκλετών που τρέφονται με χιλιόμετρα προσφέροντας κορυφαία άνεση και προστασία αλλά και χώρους για δύο. Έχουν μάλιστα τόσες κορυφαίες μοτοσυκλέτες μεγάλου κυβισμού στην γκάμα τους για αυτόν τον ρόλο που είναι αδύνατο να μην βρεις εκείνη που ταιριάζει στις δικές σου ανάγκες, εκτός και αν είσαι κολλημένος και βλέπεις τον κόσμο μέσα από παρωπίδες άλλης εταιρείας. Θες για παράδειγμα να ταξιδέψεις ως την άκρη του κόσμου κάνοντας τον Indiana Jones των δύο τροχών; Πάρε ένα 1300 GS. Δεν σου φτάνει αυτό; Το έχουμε και σε Adventure. Είσαι του κλασικού; Το R 18 Transcontinental σε καλεί. Βράζει το αίμα σου και η προστασία δεν είναι απόλυτη προτεραιότητα, είναι όμως οι επιδόσεις; Το XR είναι ο ταξιδιώτης hooligan που ψάχνεις. Κάτι πιο χλιδάτο και μοναδικό; Το εξαιρετικό εξακύλινδρο Κ 1600 πώς σου φαίνεται; Τι; Θα το ήθελες σε boxer και πιο σπορ; Εντάξει, δεν τρώγεσαι, αλλά επειδή σαν και εσένα υπάρχουν και άλλοι και είναι πολλοί έχουμε το R 1000 RT.
Χωρίς ανταγωνισμό
Στην Ελλάδα τουλάχιστον το RT είναι η πιο αδικημένη μοτοσυκλέτα της BMW, ως μέλος της σειράς Tour και βρισκόμενο στη σκιά του GS, με το οποίο και μοιράζεται τα περισσότερα μηχανικά του μέρη. Ας όψεται η μόδα των adventure για αυτό αφού οι κάτοχοι του best seller GS, εκείνοι που κάνουν ελάχιστο χώμα -η πλειοψηφία δηλαδή- δυστυχώς δεν γνωρίζουν ότι θα ήταν πολύ πιο χαρούμενοι στη σέλα του RT, αν χρησιμοποιούσαν αυτό στην καθημερινότητά τους. Αυτό ακριβώς κάνουν άλλωστε και οι Γάλλοι, που επέλεγαν το προηγούμενο RT ως commuter χωρίς καμία ενοχή και έπειτα το Σαββατοκύριακο εκμεταλλεύονταν τα τουριστικά του χαρίσματα και χαίρονταν ταυτόχρονα και συμπεριφορά που ξεφεύγει ευχάριστα πολύ από αυτό που φαντάζεται κανείς όταν σκέφτεται μια μοτοσυκλέτα τουρισμού. Η συμπεριφορά του RT κάνει τη διαφορά και το κατατάσσει ως κάτι μοναδικό στην αγορά, με τους υπόλοιπους κατασκευαστές να έχουν σηκώσει τα χέρια ψηλά αφού δεν υπάρχουν πλέον αντίπαλοι, όπως ήταν για παράδειγμα το FJR1300, που να συγκεντρώνουν έστω τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά (όλα δεν τα είχε κανένα) που προσφέρει απλόχερα και σε ένα πακέτο η μοτοσυκλέτα των Βαυαρών.
Νέα βάση, νέα δεδομένα
Με τον ανταγωνισμό να είναι ανύπαρκτος, το προηγούμενο R 1250 RT θα μπορούσε κάλλιστα να συνεχίσει την εμπορική του πορεία δεχόμενο απλά ένα συνολικό update. Όμως το πέρασμα στη νέα πλατφόρμα, που έχει στο επίκεντρο τον υγρόψυκτο 1300άρη boxer των 145 ίππων, έφεραν μαζί μια ολοκαίνουργια γενιά που βελτιώνει μια ήδη επιτυχημένη συνταγή δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας.
Κορυφαία προστασία και “hi-tech” σχεδίαση
Η αρχή γίνεται από τη σχεδίαση του R 1300 RT, η οποία δεν κρύβω ότι μου αρέσει, με τον μόνο σχεδιαστικό δεσμό με πριν να εντοπίζεται στη γενική σιλουέτα της μοτοσυκλέτας. Το νέο RT δείχνει πιο μοντέρνο και “hi-tech” από το 1250 -είναι άλλωστε- και μου φέρνει εικόνες από sci-fi ταινίες και μεγάλα, εμπορικά διαστημόπλοια! Οι Βαυαροί άκουσαν προσεκτικά εκείνους που δεν αγόραζαν το RT για… ψυχολογικούς λόγους, γιατί τους φαινόταν ογκώδες και δύσκολο στον χειρισμό, ενώ είναι το ακριβώς αντίθετο και έτσι το ελάφρυναν οπτικά κάνοντας το νέο φαίρινγκ πιο μικρό σε μέγεθος. Βρήκαν παράλληλα την ευκαιρία να βελτιώσουν περαιτέρω την προστασία και την άνεση χτίζοντας ένα πραγματικό τείχος μπροστά από τον αναβάτη.
Η νέα ζελατίνα, με δίοδο αέρα μεταξύ αυτής και του φαίρινγκ, όπως και ο αέρας που περνά κάτω από τα φώτα και φτάνει στο “cockpit” (!), εξάλειψαν το φαινόμενο της υποπίεσης που δημιουργούνταν στο προηγούμενο και πίεζε τον αναβάτη προς τα εμπρός. Παράλληλα, η BMW ενσωμάτωσε στο φαίρινγκ και μια καινοτομία στις μοτοσυκλέτες τουρισμού, παρόμοια με του Moto Guzzi V100 Mandello, αλλά η εκτέλεση είναι διαφορετική. Ενώ το V100 έχει μικρά πτερύγια που ανεβοκατεβαίνουν ηλεκτρικά δίπλα από τη ζελατίνα, ως έξτρα στο R 1300 RT -θα έπρεπε να είναι στάνταρ δεδομένης της τιμής του- έχουμε μεγάλα, χειροκίνητα κινούμενα πλαϊνά τμήματα, που τραβώντας τα προς τα πάνω με το χέρι προσφέρουν έξτρα προστασία ή περισσότερη παροχή αέρα στα πόδια -στάνταρ κάτω θέση- αν χρειάζεσαι έξτρα δροσιά. Οι ίδιοι οι κύλινδροι του boxer προστατεύουν επίσης από τα στοιχεία της φύσης, ενώ κάτω από αυτούς υπάρχουν στάνταρ πλαστικοί εκτροπείς αέρα και carbon προαιρετικά παίζοντας σε αυτή την περίπτωση και τον ρόλο των crash bars.
Διηπειρωτικό κουκούλι
Την αποτελεσματικότητα του φαίρινγκ τη διαπίστωσα στη γερμανική autobahn κινούμενος με 240 χλμ./ώρα στο κοντέρ χωρίς να φοβάμαι ότι θα καταλήξω στο αυτόφωρο. Με τη ζελατίνα τέρμα πάνω και ανεβασμένα τα κινούμενα τμήματα του φαίρινγκ το RΤ δημιουργεί ένα εντυπωσιακό προστατευτικό κουκούλι γύρω από τον αναβάτη. Τα τμήματα μάλιστα κάνουν τρομερή διαφορά στην προστασία των ποδιών όταν βρίσκονται πάνω, με το συνολικό αποτέλεσμα να ανταγωνίζεται cabrio αυτοκίνητο! Πλήρως προστατευμένος σε αυτές τις ταχύτητες νιώθω και μια ελαφριά ταλάντωση από το εμπρός μέρος που ξεκινά από τα 200 περίπου χλμ./ώρα. Ταλάντωση που δεν σε ανησυχεί ποτέ, καθώς δεν κλιμακώνεται και δεν επηρεάζει ούτε την ευθυβολία και την κατευθυντικότητα του RT. Είναι ωστόσο κάτι που δεν περιμένεις να νιώσεις από το τελευταίο τουριστικό καμάρι της BMW, παρόλο που ελάχιστοι είναι αυτοί που θα το πάρουν για να πηγαίνουν τέρμα γκάζι.
Για να διανύσεις μεγαλύτερες αποστάσεις “μονοκοπανιά” μέσα σε μια μέρα καλό είναι να κλείσεις το γκάζι και να εκμεταλλευτείς την εξαιρετικά άνετη σέλα και ένα ακόμη δυνατό σημείο του πανίσχυρου boxer: την χαμηλή κατανάλωση που περιορίζεται ακόμη και στα 5,7 λτ./100 χλμ. χωρίς να σέρνεσαι. Έτσι κάνεις χωρίς στάση σχεδόν 400 χλμ. με ένα ρεζερβουάρ έχοντας την αίσθηση ότι θα κάνεις άλλα τόσα την ίδια ημέρα και θα φτάσεις στον προορισμό σου ατσαλάκωτος.
Χαμηλό GS = Ακόμη καλύτερο στον δρόμο RT
Μέχρι στιγμής αναφέρω πράγματα που περίμενα από το νέο RT, πράγματα που πρέπει να θεωρούν δεδομένα όσοι το καλοβλέπουν και τα έκανε και το προηγούμενο. Μόνο που το καινούργιο τα κάνει καλύτερα, ταλάντωσης εξαιρουμένης. Συνεχίζω με τη δυναμική συμπεριφορά της νέας γενιάς που είναι ακόμη καλύτερη από του προηγούμενου και θα αποτελέσει έκπληξη για όσους δεν έχουν οδηγήσει προηγούμενο RT ή το νέο GS που ανέβηκε πραγματικά επίπεδο στη συμπεριφορά του έναντι του προηγούμενου.
Η μοτοσυκλέτα που οδηγήσαμε ήταν η τρίτη χρωματική έκδοση “Impulse”, με την δεύτερη να είναι η “Triple Black”, ενώ η “βασική” είναι η Alpine White. Στην κορυφή βρίσκεται η “Option 719 Carmargue” και όλες τους έχουν διαφορές, εκτός από τα χρώματα-γραφικά και στα φινιρίσματα των μεταλλικών τους επιφανειών. Το λευκό της βασικής έκδοσης δεν αποτελεί τυχαία επιλογή. Οι Βαυαροί διαθέτουν την RT και στα σώματα ασφαλείας και με το λευκό ως βάση είναι σαφώς πιο εύκολο να βάλεις τα αυτοκόλλητα που απαιτούνται. Είχαμε μάλιστα “συνοδεία” και ένα πλήρως λειτουργικό RT της γερμανικής Αστυνομίας που είχε όλον τον απαραίτητο εξοπλισμό για να επιτελέσει το έργο του!
Η έκδοση της μοτοσυκλέτας που οδηγήσαμε είχε όλα τα καλούδια που θα έβαζε κανείς στο RT. Στα στοιχεία που ξεχωρίζουν είναι το ενεργό cruise control (ACC) που χρησιμοποιεί το εμπρός ραντάρ για να ρυθμίσει την απόστασή του από το προπορευόμενο όχημα και αυτό το κάνει αξιοποιώντας και τα φρένα, ενώ το ραντάρ χρησιμεύει και για το σύστημα προειδοποίησης σύγκρουσης, το οποίο επεμβαίνει ελαφρώς και στα φρένα για να σε “ξυπνήσει” αν εντοπίσει επικείμενη σύγκρουση. Προειδοποίηση για σύγκρουση υπάρχει και για τα οχήματα που ακολουθούν το RT αφού υπάρχει και στο πίσω μέρος ραντάρ, με τη μοτοσυκλέτα να προειδοποιεί τον αναβάτη και για ακούσια αλλαγή λωρίδας όπως και για τα οχήματα που πλησιάζουν για προσπέραση. Ο κατάλογος των έξτρα αξεσουάρ είναι μακρύς, αλλά και ο στάνταρ εξοπλισμός είναι πλούσιος αφού περιλαμβάνει επίσης την εξαιρετική TFT των 10,25 ιντσών που προσφέρει πλήρη συνδεσιμότητα και πλοήγηση με χάρτες όσο και ηχοσύστημα. Υπάρχουν και άλλα δύο με ακόμη πιο ποιοτικά ηχεία και sub woofer αλλά και επιπλέον μόνωση στο φαίρινγκ για υψηλότερη πιστότητα ήχου.
Η τοποθέτηση του κιβωτίου κάτω από τον κινητήρα στη νέα πλατφόρμα συγκέντρωσε ακόμη περισσότερο τις μάζες και κάνει το RT να συμπεριφέρεται ακόμη πιο ανάλαφρα με πολύ χαμηλές ταχύτητες αλλά και όταν το κυνηγάς στις στροφές. Στο λίγο δηλαδή που μας επιτράπηκε γιατί οι πλοηγοί μας ήταν εκνευριστικά νομότυποι. Όλα τα χιλιόμετρα τα κάναμε με απλά σβέλτο ρυθμό σε λίγες περιπτώσεις έχοντας την τήρηση των ορίων ταχύτητας και την καθωσπρέπει συμπεριφορά ως προτεραιότητα. Στην ευχάριστη αίσθηση που μου δίνει το RT, για μια μοτοσυκλέτα 281 επίσημων κιλών, συμβάλλει και η αναθεωρημένη θέση οδήγησης. Οι Βαυαροί άφησαν στο ίδιο σημείο τα μαρσπιέ φέρνοντας τη ρυθμιζόμενη σε ύψος και κλίση σέλα λίγο πιο μπροστά. Πιο μπροστά βρίσκεται και το τιμόνι που είναι φαρδύτερο και με πιο ανοιχτή γωνία, με τη συνολική εργονομία της θέσης οδήγησης να σε εμπλέκει πιο ενεργά στην οδήγηση και να σου δίνει περισσότερο έλεγχο και μεγαλύτερη ακρίβεια.
Σύμμαχοι στο να κινηθείς γρήγορα είναι ο 1300άρης boxer που δεν χαμπαριάζει από κιλά και σχέση στο κιβώτιο και έχει πολύ καλή απόκριση στο γκάζι, αλλά και τα πολύ δυνατά φρένα που συνδυάζονται μεταξύ τους, είτε χρησιμοποιείς το ποδόφρενο είτε τη μανέτα. Η αίσθηση που δίνουν αποτελεί μία ακόμη ευχάριστη έκπληξη αφού πιέζοντας με ένα μόνο δάκτυλο πάντα παίρνεις όσο ζητάς. Το έξτρα αυτόματο κιβώτιο της BMW δουλεύει και εδώ όπως στο GS μπερδεύοντας λίγο τις αλλαγές σχέσεων στις χαμηλές ταχύτητες ως πλήρως αυτόματο, ενώ είναι άψογο στην manual επιλογή.
Βέβαια όπως και στο νέο GS έτσι και στο RT τη μεγάλη διαφορά σε σχέση με πριν την κάνει η νέα ανάρτηση, και στα δύο άκρα, με το μακρύτερο ψαλίδι-άξονα να παίζει εδώ τον δικό του σημαντικό ρόλο και ακόμη περισσότερο το νέο Telelever Evo μπροστά. Τα είχαμε πει για το GS ότι πραγματικά ανέβηκε επίπεδο έναντι του προηγούμενου 1250 και αυτό ισχύει και στην περίπτωση του RT με τη νέα εμπρός ανάρτηση να δίνει αίσθηση σχεδόν όπως και ένα συμβατικό πιρούνι και να κάνει εδώ ακόμη περισσότερα. Το R 1300 RT έρχεται στάνταρ με την ηλεκτρική ανάρτηση DCA έναντι της συμβατικής στο προηγούμενο και δίνει τη δυνατότητα να αλλάξεις και τη γεωμετρία! Πολύ απλά με το πάτημα ενός κουμπιού και την επιλογή των προγραμμάτων Dynamic/Dynamic Pro, το RT ανασηκώνεται μπροστά και ακόμη περισσότερο πίσω αυξάνοντας την απόσταση από το έδαφος και το περιθώριο κλίσης.
Το πιρούνι έρχεται πιο κάθετα στον δρόμο και αυτό δίνει και πιο “γρήγορο” τιμόνι. Και τα δύο τα προσέχεις αμέσως στο σβέλτο ρυθμό με το RT να σου δείχνει ότι και μπορεί αλλά και έχει τη διάθεση για να κινηθεί πολύ γρήγορα αγνοώντας το πραγματικό του βάρος και όγκο. Από την άλλη αν θέλεις περισσότερη σταθερότητα το “Road” είναι και εκείνο που θα προτιμήσεις στον αυτοκινητόδρομο και όταν δεν θέλεις να πηγαίνεις στις στροφές με την ταυτότητα στο στόμα. Ο Γερμανός Τουρίστας της BMW έχει πλέον ακόμη πιο ξεκάθαρη άποψη για τον διηπειρωτικό τουρισμό καθώς βάζει στο μενού και την διασκέδαση στις στροφές και κάτι μου λέει ότι θα κάνει πλάκα σε πολλούς αναβάτες που θα το υποτιμήσουν σε ένα ορεινό στροφιλίκι.
BMW R 1300 R
Το πιο σπορ boxer
Η νέα boxer πλατφόρμα της BMW είναι παρούσα και στο ολοκαίνουργιο R 1300 R, μια μοτοσυκλέτα πιο fun από εκείνη που αντικαθιστά και με πιο δυναμική παρουσία στον δρόμο
Δύσκολο να μην προσέξεις ότι το R 1300 R άλλαξε σε σχέση με το μοντέλο που αντικαθιστά στην γκάμα της BMW με τη νέα μοτοσυκλέτα να δείχνει σαφώς πιο επιθετική σε σχέση με πριν και ακόμη πιο μυώδης. Οι γραμμές της έχουν και περισσότερη ροή σε σχέση με πριν και τονισμένους “ώμους” στην περιοχή του ρεζερβουάρ, σα να πλακώθηκε η μοτοσυκλέτα στο γυμναστήριο μερικούς μήνες πριν από την παρουσίασή της, με την ουρά να είναι πιο μαζεμένη σε διαστάσεις και τον αιχμηρό προβολέα να έχει τοποθετηθεί χαμηλότερα, όπως και το τιμόνι.
Η πιο επιθετική σχεδίαση ακολουθείται και από μία πιο σπορ, αλλά σχεδόν εξίσου άνετη θέση οδήγησης, με τιμόνι πιο χαμηλά και πιο μακριά από τον κορμό και τα μαρσπιέ στο ίδιο ύψος με πριν αλλά λίγο πιο πίσω, ενώ η θέση του αναβάτη στη σέλα έχει μείνει στο ίδιο σημείο. Το τιμόνι που είναι πιο ίσιο σε σχέση με πριν μπορεί παράλληλα να απομακρυνθεί κατά 10 χλστ. από τον κορμό με την περιστροφή των καβαλέτων κατά 180 μοίρες και να μεταφερθεί έτσι περισσότερο βάρος στον εμπρός τροχό με τη θέση οδήγησης να είναι ευρύχωρη και να προσφέρει και εδώ περισσότερο έλεγχο αλλά και καλύτερη αίσθηση από τον εμπρός τροχό. Και εδώ πλαίσιο, μοτέρ και ψαλίδι είναι ίδια με των GS/RT όμως μπροστά έχουμε “συμβατικό” ανεστραμμένο πιρούνι και όχι Telelever, το οποίο στην έκδοση με την ηλεκτρονικά ελεγχόμενη ανάρτηση DSA μπορεί να μεταβάλλει τη σκληρότητα των ελατηρίων του, όχι απλά την προφόρτιση, με την BMW να είναι ο πρώτος κατασκευαστής που το φέρνει αυτό στην παραγωγή.
Και σπορ και ταξιδιάρικο
Το R 1300 R δεν είναι το πιο μικρό και ελαφρύ naked που μπορείς να αγοράσεις και αν τα θέλεις όλα η BMW έχει στην γκάμα της τον δαίμονα που ακούει στο όνομα S 1000 R. Αν όμως θέλεις να έχεις boxer μοτέρ ανάμεσα στα πόδια σου τότε αυτή είναι η επιλογή που σου δίνεται με τους Βαυαρούς να τηρούν τον λόγο τους για το πιο σπορ γυμνό με αυτό το μοτέρ που μπορείς να αποκτήσεις. Στα 200 και πλέον χιλιόμετρα που έκανα στη σέλα του σε διάστημα δύο ημερών το R 1300 R παρουσίασε έναν καθόλα φιλικό χαρακτήρα με τα προγράμματα οδήγησης να προσαρμόζουν ηλεκτρονικά συστήματα και ανάρτηση στις επιθυμίες μου. Η μοτοσυκλέτα, παρά τη γύμνια της έδειξε ότι μπορεί να αποτελέσει και σύντροφο στο ταξίδι, αφού έχει την άνεση που απαιτείται για αυτό και μια ζελατίνα μπορεί να ολοκληρώσει την κάλυψη που προσφέρει ήδη ο boxer κινητήρας από τη μέση και κάτω. Ακόμη καλύτερα, έδειξε τι θα προσφέρει σε αυτό το πεδίο το R 1300 RS, το οποίο δεν οδηγήσαμε, αλλά με το μπικίνι φαίριγκ του, εκτός από ιδιαίτερα ελκυστικό, παρουσιάζεται ως η μοτοσυκλέτα που θα κλέψει πωλήσεις από το R λόγω της έξτρα προστασίας από τα στοιχεία της φύσης.
Το R 1300 R μπορεί και κινείται πολύ σβέλτα στον επαρχιακό αλλάζοντας κατεύθυνση εξαιρετικά γρήγορα με τον αναβάτη να έχει μπόλικη ελευθερία στη σέλα για να τοποθετήσει το σώμα του όπως επιθυμεί. Στην γρήγορη εναλλαγή βοηθούν και οι νέες ζάντες, οι οποίες εκτός από πολύ όμορφες αφαιρούν συνολικά 1,4 κιλά σε σχέση με του προηγούμενου μοντέλου, μειώνοντας ανάλογα και την αδράνεια.
Ο κινητήρας έχει εδώ σαφώς μικρότερο βάρος να διαχειριστεί και αποκαλύπτει έτσι το πιο διασκεδαστικό πρόσωπό του με πολύ δυνατές επιταχύνσεις στην έξοδο της στροφής ακόμη και αν δεν έχει επιλεχθεί η σωστή ταχύτητα στο σωστά κλιμακωμένο κιβώτιο, ενώ το quickshifter παρουσιάζεται λίγο νευρικό στα ανεβάσματα στις τρεις πρώτες ταχύτητες αν το γκάζι δεν είναι τέρμα ανοιχτό. Και εδώ το συνδυαζόμενο σύστημα πέδησης κάνει πολύ καλά τη δουλειά του και δεν δυσκολεύεται να μειώσει δραστικά την ταχύτητα προσφέροντας παράλληλα αίσθηση, ενώ τόσο το cornering ABS όσο και το ευαίσθητο στις κλίσεις traction control κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους.
Το R 1300 R προτάσσει τη δυναμική του σχεδίαση και παρουσιάζεται σαν μια ολοκληρωμένη εναλλακτική στην κατηγορία των γυμνών με καλό στάνταρ εξοπλισμό και πάρα πολλές επιλογές στα έξτρα, οι οποίες, αναλογικά, δεν απέχουν πολύ από εκείνες που προσφέρει η BMW στο RT . Και εδώ έχουμε τέσσερεις χρωματικές επιλογές με την “τρικολόρ” των φωτογραφιών να είναι και η πιο εντυπωσιακή και εκείνη που μάλλον θα κάνει τη διαφορά στις πωλήσεις παρόλο που είναι και η πιο ακριβή.
BMW R 12 G/S
Γνήσιο ρετρό, γνήσιο on-off!
Οι Βαυαροί κράτησαν τον λόγο τους και με το R 12 G/S δημιούργησαν μια μοτοσυκλέτα φόρο τιμής στο R 80 G/S, μια πραγματική “50:50” on-off που εκπλήσσει ευχάριστα τόσο στην άσφαλτο όσο και στο χώμα με την ακαταμάχητη ρετρό εμφάνιση να είναι το κερασάκι στην τούρτα.
Το R 12 G/S έρχεται να ολοκληρώσει τη σειρά R 12 με την BMW να έχει τώρα μια ρετρό εμφάνισης μοτοσυκλέτα για κάθε γούστο. Παρουσιάστηκε τελευταίο, ίσως γιατί είναι το πιο σημαντικό αερελαιόψυκτο boxer για την γερμανική εταιρεία, μια άμεση αναφορά στο R 80 G/S, τον γενάρχη των σύγχρονων μεγάλου κυβισμού adventure. Οι Βαυαροί είναι πολύ περήφανοι για τη νέα μοτοσυκλέτα τους που τούς πήρε σχεδόν τέσσερα χρόνια για να την εξελίξουν αποφεύγοντας στην πορεία όλους τους περιορισμούς που έθετε το R nineT Urban G/S, ειδικά στην κίνηση στο χώμα.
Σαν αποτέλεσμα το R 12 G/S είναι εντυπωσιακό και δεν μιλάμε μόνο για τη σχεδίαση που σαγηνεύει τους fans της BMW αλλά και γενικότερα τους φίλους των ρετρό μοτοσυκλετών. Είναι εντυπωσιακό γιατί επί της ουσίας έχει ίδιο πλαίσιο και κινητήρα με τις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες της σειράς R 12, όμως έχει δεχτεί όλες τις απαραίτητες αλλαγές και καταφέρνει εξίσου καλά στην άσφαλτο και το χώμα.
Σε προσκαλεί στη σέλα του
Σε διαστάσεις το R 12 G/S απέχει ελάχιστα από το R 80 G/S και αυτό το είδα από πρώτο χέρι αφού η BMW είχε στην παρουσίαση της νέας μοτοσυκλέτας και τον πρόγονό της. Οι μαζεμένες διαστάσεις του G/S με το σωστό όνομα, που σημαίνει Gelante/Strasse (εκτός δρόμου/άσφαλτος), σε προσκαλούν να κάτσεις στη σέλα του και να το περιεργαστείς έχοντας στο μυαλό και τα χαρακτηριστικά του. Τα πιο σημαντικά από αυτά είναι η απόσταση από το έδαφος που βρίσκεται στα 240 χλστ. με τις αναρτήσεις να έχουν διαδρομές στα 210 και 200 χλστ. εμπρός πίσω αντίστοιχα και τη σέλα να απέχει από το έδαφος 860 χλστ. Είναι λιγότερο ψηλή από όσο φαντάζεσαι γιατί η μοτοσυκλέτα είναι στενή πίσω από ρεζερβουάρ με τα πόδια να μην ανοίγουν πολύ. Πατάω με αυτοπεποίθηση με enduro μπότα -1,85 μ. το ύψος μου- και η μοτοσυκλέτα μου δίνει ανάλαφρη αίσθηση. Τόσο το ανεστραμμένο πιρούνι όσο και το αμορτισέρ είναι πλήρως ρυθμιζόμενα με τον εμπρός τροχό να βρίσκεται στις 21 ίντσες και τον πίσω στις 17. Για εκείνους που θέλουν ακόμη περισσότερα η BMW προσφέρει το πακέτο Enduro Pro που αναβαθμίζει τον πίσω τροχό στις 18 ίντσες και κατεβάζει τα καλάμια του πιρουνιού στις πλάκες με την απόσταση από το έδαφος να αυξάνεται κατά 15 χλστ. Προσθέτει επίσης αποστάτες στο τιμόνι και προστατευτικά στον κινητήρα, ελαστικά με τακούνι όπως και το πρόγραμμα λειτουργίας Enduro Pro (απενεργοποιεί το ABS πίσω), επιπλέον των στάνταρ Rain, Road και Enduro.
Φιλικό και ικανότατο εντός και εκτός
Οι άνθρωποι της BMW ήθελαν να αποκτήσουμε μια πολύ καλή εικόνα για τις δυνατότητες του R 12 G/S και για αυτόν τον λόγο φρόντισαν να το οδηγήσουμε με και χωρίς το πακέτο Enduro Pro τόσο στην άσφαλτο όσο και στο χώμα. Η μέρα ξεκίνησε με προορισμό το BMW Motorrad Enduro Park στο Hechlingen στη σέλα του στάνταρ μοντέλου με τον πανέμορφο όμως ματ χρωματικό συνδυασμό στο κόκκινο για το πλαίσιο και στο χρώμα της άμμου για πλαστικά και ρεζερβουάρ με το πιρούνι βαμμένο μαύρο. Αυτός ο συνδυασμός θα φέρει σε δύσκολη θέση όλους εκείνους που ήδη τους τρέχουν τα σάλια αφού απέναντί του υπάρχει και ο κλασικός “τρικολόρ” με κόκκινη σέλα και λευκά πλαστικά και ρεζερβουάρ -“χρυσό” πιρούνι εδώ- στον οποίο δεν μπορείς να αντισταθείς, ενώ στάνταρ η μοτοσυκλέτα είναι διαθέσιμη ως μαύρη ματ με χρυσό πιρούνι, χωρίς γραφικά.
Από την αρχή το R 12 G/S παρουσιάζει ένα άκρως φιλικό πρόσωπο που ξαφνιάζει ακόμη περισσότερο από όσο περίμενες. Οι αναρτήσεις δείχνουν αμέσως την ποιοτική τους λειτουργία στην γερμανική άσφαλτο, στην οποία βέβαια κυνηγάς πραγματικά για να βρεις ψεγάδι και να κάνεις το πιρούνι και το αμορτισέρ να δουλέψουν. Η θέση οδήγησης σε βάζει υπό πλήρη έλεγχο και στα φρένα το μαλακό πιρούνι βουτάει ελεγχόμενα και λογικά για τη διαδρομή, ενώ όσο ο ρυθμός ανεβαίνει το 12άρι G/S αποκαλύπτει τα πρώτα του χαρίσματα. Παρά τον τροχό των 21 ιντσών είναι καθόλα ικανό στην άσφαλτο και θα σε αφήσει να κινηθείς με πολύ γρήγορο ρυθμό. Προσπάθησα να το κάνω μόνο στη φωτογράφιση αφού όπως είπα και νωρίτερα οι πλοηγοί επέλεξαν να μείνουν μακριά από τα όρια των μοτοσυκλετών σε δημόσιο δρόμο παρά την “ψυχολογική πίεση” που τους άσκησα και κάτω από εκείνα του νόμου. Ωστόσο το G/S εντυπωσιάζει στην άψογη γερμανική άσφαλτο με την ταχύτητα που μπορεί να κουβαλήσει μέσα στη στροφή και με την ισορροπία που το διακρίνει. Παραμένει απόλυτα φιλικό και προβλέψιμο και στον λιγοστό χρόνο που το πίεσα πραγματικά μου έδειξε ότι μπορώ να το εμπιστευτώ αλλάζοντας πολύ γρήγορα κατεύθυνση και να πάρω μεγάλη κλίση.
Έχοντας περάσει από πανέμορφα χωριουδάκια, πεντακάθαρα και άψογα τακτοποιημένα φτάσαμε στο Enduro Park της BMW όπου έπειτα από τη σχετική ανασυγκρότηση και διάλειμμα για μεσημεριανό έφτασε η ώρα να οδηγήσουμε τη μοτοσυκλέτα εντός του τεράστιου πάρκου που χάνεται μέσα στο δάσος και έχει ένα σκασμό εμπόδια για να δοκιμάσεις τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας σου. Εδώ η BMW πραγματοποιεί φυσικά και σεμινάρια για όσους θέλουν να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους στο χώμα και αυτή είναι μια μοναδική ευκαιρία που δεν πρέπει να χάσει κανείς που έχει βλέψεις να βγει εκτός δρόμου με μεγάλη ή μικρή adventure μοτοσυκλέτα. Και στο πάρκο είχαμε πλοηγό, ο οποίος μας πέρασε από κάθε τύπο εμποδίου που μπορεί να συναντήσει κανείς κινούμενος εκδρομικά με το μεγάλο του adventure και το R 12 G/S, αναμενόμενα ίσως, δεν μάσησε πουθενά. Δεν μάσησα ούτε και εγώ και η αλήθεια είναι ότι η μοτοσυκλέτα της BMW μου έκανε τη ζωή εύκολη, με την αέρινη αίσθηση που δίνει και την πολύ καλή θέση οδήγησης και στην όρθια στάση. Είναι σύμμαχος στις εκτός δρόμου αναζητήσεις σου και όχι “αντίπαλος” που πρέπει να παλέψεις μαζί του. Σε αφήνει να ξεθαρρέψεις και να οδηγήσεις συγκεντρωμένα και θα σταθεί αρωγός σε ό,τι και αν δοκιμάσεις, ενώ το νιώθεις σα να “προσαρμόζεται” στο επίπεδο και την εμπειρία σου χωρίς να αποτελεί εμπόδιο στον ρυθμό που θέλεις να ακολουθήσεις. Ο αερελαιόψυκτος κινητήρας παίζει εδώ σημαντικό ρόλο με την απόδοση του, με τους 107 ίππους να ελέγχονται πλήρως από το δεξί γκριπ και την τροφοδοσία να είναι άψογη σε όλα τα προγράμματα.
Εκτός από την εμπειρία στο πάρκο της BMW οδηγήσαμε το R 12 G/S και σε γερμανικούς χωματόδρομους που είναι καλύτεροι από… ελληνική άσφαλτο αφού λακκούβες και λοιπές ανωμαλίες λάμπουν δια της απουσίας τους, ενώ περάσαμε και μέσα από μικρά δάση. Αυτό το κομμάτι θα μπορούσαμε να το είχαμε αποφύγει είναι η αλήθεια αφού οδηγήσαμε εκεί κατόπιν σχετικής άδειας από τις τοπικές κοινότητες -δεν επιτρέπεται να οδηγήσεις πουθενά εκτός δρόμου στη Γερμανία- και με την παράκληση να μην κάνουμε κανενός είδους καγκουριά που θα χαλούσε έστω και λίγο τους χωματόδρομους που χρησιμοποιούν οι αγρότες για να φτάσουν στα χωράφια τους. Η βόλτα ωστόσο στη γερμανική ύπαιθρο ήταν μια όμορφη εμπειρία αφού και εκεί επικρατεί απόλυτη ευταξία και καθαριότητα, σε σημείο που απογοητεύεσαι που δεν βρίσκεις έστω και ένα μικρό σκουπιδάκι στην άκρη του δρόμου ή μέσα στα δάση, μια “ατέλεια” ρε παιδί μου που να δείχνει ότι εδώ κατοικούν άνθρωποι και όχι ρομπότ…
Το σωστό “on-off” δίλημμα
Το R 12 G/S δεν αποτελεί άμεσο αντίπαλο των υγρόψυκτων GS. Όμως με τις εξαιρετικές του δυνατότητες εντός και εκτός δρόμου και την ρετρολάγνα εμφάνισή του δεν αποκλείεται να βάλει πολλούς σε δεύτερες σκέψεις και ας μην έχει την προστασία και τις επιδόσεις που προσφέρουν τα 1300άρια. Είναι εξαιρετικά φτιαγμένο, συμπεριφέρεται άψογα παντού και έχει λογικό βάρος που δεν εμφανίζεται πουθενά και αποτελεί αναμφίβολα μια μοτοσυκλέτα ανώτερη έναντι των άλλων δύο για καθημερινή συμβίωση, ειδικά στο αστικό τοπίο.