Δοκιμή ελαστικών Dunlop Meridian: Εξειδικευμένα για Ελλάδα

Ξεκλειδώνουν τον σπορ χαρακτήρα των On-Off
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

6/12/2022

Καμία μεγάλη εταιρεία ελαστικών δεν σχεδιάζει ένα καινούριο λάστιχο έχοντας στο μυαλό της τους ελληνικούς δρόμους ή τον τρόπο που οι Έλληνες χρησιμοποιούμε τις μοτοσυκλέτες μας.

Ούτε φυσικά η Dunlop έχασε τον χρόνο της για να δει τί στο καλό γίνεται στο μικρό γαλατικό χωρίο που αποκαλούμε Ελλάδα κατά την εξέλιξη των νέων Meridian. Όμως στην πράξη τα Meridian είναι κομμένα και ραμμένα για την πάρτη μας!

 

Στο μυαλό των μοτοσυκλετιστών, οι κατηγορίες των ελαστικών έχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές. Τα σπορ ελαστικά κρατάνε αλλά είναι μαλακά και τρώγονται, τα τουριστικά ελαστικά αντέχουν αλλά είναι σκληρά και γλιστράνε, τα “τρακτερωτά” είναι για χώμα κ.τ.λ.

Δυστυχώς, ή μάλλον ευτυχώς, τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Ειδικά αν μιλάμε για την ελληνική μοτοσυκλετιστική πραγματικότητα, τότε οι παράγοντες που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας κατά την επιλογή ενός νέου ζευγαριού ελαστικών για τη μοτοσυκλέτα μας, δεν έχει απολύτως καμία σχέση με εκείνους που αφορούν έναν Ιταλό, έναν Ισπανό ή ακόμα χειρότερα έναν κεντροευρωπαίο μοτοσυκλετιστή.

Ζούμε σε μια – εντελώς - παράξενη χώρα και αντίστοιχα παράξενες είναι οι ανάγκες και οι απαιτήσεις μας. Την ίδια στιγμή, η τεχνολογία των ελαστικών έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια και το ίδιο συμβαίνει με την τεχνολογία των μοτοσυκλετών, όπου τα ηλεκτρονικά βοηθήματα έχουν αναλάβει πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο και οι ιπποδυνάμεις έχουν εκτοξευτεί στα ουράνια. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, που το θέμα μας είναι ελαστικά για “On-Off” μοτοσυκλέτες, οι απαιτήσεις είναι πολύ υψηλού επιπέδου, τόσο από την μεριά του αναβάτη, όσο και από τη μεριά των ίδιων των μοτοσυκλετών.

 

Το νέο Meridian της Dunlop το οποίο σχεδιάστηκε ειδικά για τις σύγχρονες on-off μοτοσυκλέτες, όπου οι ιπποδυνάμεις ξεκινούν στη μεσαία κατηγορία από τους 60 ίππους στον τροχό και φτάνουν ή ακόμα και ξεπερνούν τους 140 στα θηρία των 1200+ κυβικών. Αντίστοιχα μεγάλο εύρος έχει και το πραγματικό βάρος τους, όπου τα 200 κιλά είναι η αφετηρία για τους μικρότερους κυβισμούς, ενώ η ζυγαριά μπορεί να δείξει πάνω από 400 κιλά αν βάλεις πάνω της ένα θηρίο με γεμάτο το ρεζερβουάρ των 25-30 λίτρων και δύο άτομα στη σέλα.

Γι' αυτό σκεφτήκαμε πολύ ποια μοτοσυκλέτα θα χρησιμοποιήσουμε για τη δοκιμή των Meridian, ώστε να έχουμε την καλύτερη δυνατή εικόνα για την συμπεριφορά τους.

Το νέο V-Strom 1050 XT ήταν η πιο κατάλληλη επιλογή, όχι μόνο γιατί φοράει την πιο κοινή διάσταση ελαστικών στην κατηγορία των οn-οff (110/80-19 εμπρός και 150/70-17 πίσω) αλλά και γιατί έχει συμβατικές και πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις, που επιτρέπουν στον δοκιμαστή να διαχωρίσει τις πληροφορίες που παίρνει από τα ελαστικά στις χαμηλές ταχύτητες.

Οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις (π.χ. KTM 1290, Triumph Tiger 1200) και τα συστήματα ανάρτησης με αρθρώσεις (BMW R1250GS) θολώνουν την εικόνα στις χαμηλές και πολύ χαμηλές ταχύτητες, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να κολακεύουν ένα μέτριο ή κακό ελαστικό ή να υπονομεύουν τα πλεονεκτήματα κάποιου καλού ελαστικού (π.χ. άνεση ευελιξία κ.τ.λ.). Με το V-Strom 1050 τέτοιο ενδεχόμενο δεν υπάρχει, γιατί δεν έχεις “παρεμβολές” ηλεκτρονικών ή μηχανικών συστημάτων.

Επίσης έχει ουδέτερο στήσιμο πλαισίου, οπότε μπορείς να δεις ξεκάθαρα πόσο επηρεάζεται η συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας από τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του σκελετού των ελαστικών.

 

Πριν όμως πούμε εμείς τι κάνουν τα Meridian, καλό θα ήταν να δούμε τι λέει η Dunlop για αυτά τα ελαστικά. Όπως φαίνεται και με το μάτι κοιτώντας τη χάραξη, τα Meridian ανήκουν στη νέα γενιά ελαστικών για mega on-off όπου η βασική χρήση τους είναι η οδήγηση στην άσφαλτο. Σαφώς η κατασκευαστική δομή τους περιλαμβάνει και την οδήγηση στο χώμα, αλλά μόνο στον τομέα της αντοχής και όχι στον τομέα της πρόσφυσης.

Για να το πούμε πιο απλά, θα αντέξουν τις κροκάλες και τις φυτευτές πέτρες αν θέλεις να διανύσεις κάποια χιλιόμετρα χωματόδρομου στις διακοπές σου, αλλά δεν είναι για να πάρεις φόρα και να βουτήξεις στις λάσπες ή να διασχίσεις τη Σαχάρα. Η αντοχή, η χιλιομετρική απόδοση και η συνολικά ασφαλή συμπεριφορά σε μεταβλητές συνθήκες (καιρού ή πρόσφυσης) είναι οι βασικοί πυλώνες αυτού του τύπου ελαστικών ανεξαρτήτως εταιρείας. Η Dunlop από τη μεριά της μας υπόσχεται πως τα Meridian καλύπτουν όλες τις παραπάνω απαιτήσεις.

Σε επίπεδο τεχνολογίας είναι απόλυτα πειστική, καθώς έχουν όλες τις πατέντες και τις καινοτομίες που συναντάμε στα κορυφαία ελαστικά των superbike. Ο σκελετός αποτελείται από τρεις διαφορετικές ζώνες, ειδικά σχεδιασμένες για να ελέγχουν την παραμόρφωση του ελαστικού απ’ άκρη σε άκρη, διατηρώντας σταθερό το αποτύπωμα του ελαστικού πάνω στο δρόμο.

Η γόμα έχει διαφορετική χημική και μοριακή σύνθεση για το εμπρός ελαστικό και εντελώς διαφορετική για το πίσω. Εμπρός είναι ενιαίας σύνθεσης με πυρίτιο και black-carbon. Όπως ξέρουμε, το πυρίτιο προφέρει πολύ καλό και άμεσο κράτημα στο κρύο και τη βροχή, ενώ το black-carbon προφέρει σταθερό επίπεδο κρατήματος όταν η θερμοκρασία του ελαστικού ανέβει. Η αναλογία στη μείξη των δύο συστατικών και το επίπεδο ακαμψίας του σκελετού, καθορίζουν την ταχύτητα και το φάσμα της θερμοκρασίας λειτουργίας του ελαστικού.

Τα slick και τα ελαστικά για track day δεν έχουν καθόλου πυρίτιο, αλλά θέλουν κουβέρτες και καλό ζέσταμα για να φτάσουν στην ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας, ενώ τα ελαστικά πόλης και τα τουριστικά έχουν μεγάλη περιεκτικότητα πυριτίου για να δουλεύουν κρύα και να μην τρώγονται στα μακρινά ταξίδια, αλλά πέφτει απότομα η απόδοσή τους αν υπερθερμανθούν οδηγώντας μέσα σε πίστα με χαμηλές πιέσεις. Άρα η αναλογία που αναμειγνύονται αυτά τα δύο βασικά συστατικά της γόμμας, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το εύρος λειτουργίας του ελαστικού, αλλά δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας καθώς οι κατασκευαστές έχουν βρει και άλλες λύσεις για να διευρύνουν το φάσμα των δυνατοτήτων ενός ελαστικού.

Όπως για παράδειγμα το πίσω ελαστικό του Meridian, όπου η Dunlop χρησιμοποιεί δύο διαφορετικής σύνθεσης γόμες, με την κεντρική να εκτείνεται κάτω από την “μαλακότερη” πλαϊνή, έχοντας στόχο την ομοιόμορφη κατανομή των δυνάμεων που δέχεται ο σκελετός, αλλά και την αντίστοιχα ομοιόμορφη μεταφορά της θερμοκρασίας.

 

Ευελιξία και σπορ γονίδια

Εκείνο που αντιλαμβάνεσαι αμέσως κάνοντας τα πρώτα μέτρα, είναι η ελαφριά αίσθηση στο τιμόνι στους επιτόπιους ελιγμούς και στις χαμηλές ταχύτητες. Το V-Strom 1050 XT είναι ήδη ένα από τα πιο ελαφριά και εύκολα στους χειρισμούς mega on-off μέσα στην πόλη, οπότε ήταν ευχάριστη έκπληξη που τα Meridian βελτίωσαν ακόμα περισσότερο αυτόν τον τομέα. Η “σπορ” γεωμετρία του σκελετού και κυρίως η στιβαρότητά του, είναι η βασική αιτία. Το πέλμα δεν παραμορφώνεται υπερβολικά και το αποτύπωμά του πάνω στην άσφαλτο παραμένει σταθερό, οπότε σταθερή είναι και η αντίσταση από την στατική τριβή του πάνω στην άσφαλτο ή όταν η μοτοσυκλέτα κάνει ελιγμούς με πολύ χαμηλές ταχύτητες.

Το τιμόνι του V-Strom 1050 ήθελε ελάχιστη δύναμη από τα χέρια και ήταν πρόθυμο να αλλάξει αμέσως κατεύθυνση, δίνοντάς σου την αίσθηση πως έφυγαν 10 κιλά πάνω από τη μοτοσυκλέτα. Παρά την εμφανώς στιβαρή κατασκευή του σκελετού, η άνεση δεν επηρεάστηκε αρνητικά – τουλάχιστον όχι σε σημείο που να γίνεται ενοχλητική. Αναμενόμενα μεταφέρει περισσότερους κραδασμούς στα χέρια σε σύγκριση με τα κοινά on-off ελαστικά όταν περνάς με μικρές ταχύτητες πάνω από κοφτές ανωμαλίες και μπαλώματα. Όμως αυτό είναι ένα λογικό αντίτιμο που δίνεις για να πάρεις πίσω ως αντάλλαγμα περισσότερη αίσθηση και πληροφόρηση στα χέρια σου στη γρήγορη οδήγηση.

Πιέζοντας τη μοτοσυκλέτα στις εισόδους των στροφών, είτε μπαίνοντας με φόρα, είτε με trail-braking, έχεις καθαρή εικόνα για το επίπεδο πρόσφυσης και την κατάσταση του οδοστρώματος. Ο σκελετός δεν παρουσιάζει παραμορφώσεις, οπότε δεν “θολώνει” τις πληροφορίες που φτάνουν στα χέρια σου. Η αυξημένη ακαμψία του σκελετού έχει θετικό αντίκτυπο και στην αμεσότητα μεταφοράς των εντολών σου στο τιμόνι. Το V-Strom 1050 XT πλάγιαζε χωρίς αντίσταση και άλλαζε εμφανώς ταχύτερα πορεία από την μια μεριά στην άλλη στα στροφιλίκια. Η ακαμψία του σκελετού έδωσε το πλεονέκτημα στην Dunlop να επιτύχει πολύ καλή ευελιξία χωρίς να καταφύγει σε έναν ακραίο σχεδιασμό της γεωμετρίας της κορώνας του ελαστικού. Μετά την αρχική προθυμία να πλαγιάσει η μοτοσυκλέτα, ακολουθεί μια προοδευτική συμπεριφορά, όσο περισσότερο πλαγιάζεις προσεγγίζοντας την κορυφή της στροφής και δεν εμφανίζει “σκαλοπάτια”.

Άλλο ένα πλεονέκτημα του στιβαρού σκελετού των Meridian φαίνεται στα δυνατά φρεναρίσματα, όπου η μοτοσυκλέτα μένει στην πορεία της και δεν τραβάει το τιμόνι δεξιά-αριστερά. Εδώ όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως το cornering ABS του V-Strom 1050 XT επεμβαίνει αρκετά νωρίς και αφήνει τα φρένα να πιέσουν στο όριο το εμπρός ελαστικό όταν γραπώνεις απότομα και με όλη σου τη δύναμη τη μανέτα του φρένου. Φυσικά δεν μπορείς να τα έχεις όλα δικά σου σε αυτή τη ζωή. Αναμενόμενα η επιπλέον ευελιξία και αμεσότητα στις χαμηλές και μεσαίες ταχύτητες (120-150km/h) που έδωσαν τα Meridian στο V-Strom 1050 XT, έκαναν πιο ελαφρύ το τιμόνι στις υψηλές ταχύτητες (πάνω από 160km/h).

Οι κινήσεις των χεριών σου έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στις ευθείες της εθνικής και θέλει να αντιμετωπίζεις με πιο ήρεμο τρόπο τις σφαλιάρες από τους πλάγιους ανέμους ή τις διαμήκεις ανωμαλίες του δρόμου.

 

Σημαντικός τομέας άνεσης στα ταξίδια είναι θόρυβος. Η κουβέντα περιορίζεται στους αεροδυναμικούς θορύβους από τη ζελατίνα και το κράνος ή τον κινητήρα και την εξάτμιση. Όμως αντίστοιχα σημαντική πηγή θορύβου είναι τα ίδια τα ελαστικά, ιδιαίτερα στην κατηγορία των on-off όπου συνηθίζεται η αραιή και βαθιά χάραξη του πέλματος. Στην περίπτωση του Meridian ο θόρυβος κύλισης σε όλες τις ταχύτητες ήταν ιδιαίτερα χαμηλός και η χροιά του δεν σου σπάει τα νεύρα.

Βέβαια όλα τα ελαστικά είναι πιο ήσυχα όταν είναι φρέσκα και αφράτα, αυξάνοντας τα επίπεδα θορύβου που παράγουν μετά τα 2.000-3.000 χιλιόμετρα, όταν η γόμμα αρχίζει να σκληραίνει σιγά-σιγά από τους θερμικούς κύκλους και να “τετραγωνίζει” ο σκελετός και η γόμμα στο κέντρο από το βάρος της μοτοσυκλέτας και την φθορά, αυξάνοντας το εμβαδόν του αποτυπώματος πάνω στην άσφαλτο.


ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΕΜΠΡΟΣ

100/90-19 57V

110/80-19 59V

120/70-17 60W

90/90-21 54W

 

ΠΙΣΩ

 

150/70-17 69V

170/60-17 72W

150/70-18 70W

 

 

Shark Raw/Drak: Μακρόχρονη δοκιμή κράνους!

2 κράνη - Τέσσερα συν ένα χρόνια!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

5/9/2018

Λίγα είναι τα κράνη που τα περιμένω πριν ακόμη βγουν στην παραγωγή, και το Shark Raw ήταν τότε μία από τις σπάνιες περιπτώσεις. Ιδιαίτερα σπάνια, καθώς δεν χρησιμοποιώ ποτέ Jet κράνη, όχι ότι δεν τα συνιστώ ή ότι δεν είναι σωστό να τα χρησιμοποιεί κάποιος, απλά δεν τα χρησιμοποιώ ο ίδιος. Διανύοντας κατ’ ελάχιστο εκατό χιλιόμετρα διαδρομών την ημέρα κι αρκετά ακόμη αργά την νύκτα σε αυτοκινητόδρομους, καθίσταται περισσότερο από απαραίτητο να υπάρχει πλήρη κάλυψη, αλλά κι αντοχή σε μεγάλες ταχύτητες. Παρόλο αυτά, το Raw –πλέον Drak- το περίμενα καιρό, από την ημέρα που ήταν πρωτότυπο, με την ελπίδα πως είχε βρεθεί η χρυσή τομή.

Φανταστείτε λοιπόν την απογοήτευση τότε το 2013, όταν ανακάλυψα πως η ελληνική αντιπροσωπεία ήταν σκεπτική στο να το εισάγει, κι αυτό γιατί ήταν κράνος μεσαίας - και προς τα επάνω τιμής, ενώ ταυτόχρονα ήταν ιδιαίτερο, ξεφεύγοντας πλήρως από τα υπόλοιπα. Εκ των υστέρων, κι έχοντας υπάρξει επιχειρηματίας, αναγνωρίζω πολύ καλά την αγωνία τους και ήταν εύλογη και δικαιολογημένη. Εκείνη την στιγμή βέβαια αντιδρούσα όπως κάθε άλλος καταναλωτής, το ήθελα την πρώτη ημέρα της παρουσίασής του, κι αν γινόταν από την γραμμή παραγωγής να πετάξει με μαγικό τρόπο κατευθείαν στην πόρτα μου. Βλέπετε είχα την πεποίθηση πως πρώτα θα έκανε την δουλειά του σαν ένα κανονικό κράνος κι έπειτα ήταν φυσικά η εμφάνισή του. Ας μην γελιόμαστε, με αυτό στο κεφάλι φαντάζεσαι τον εαυτό σου λίγο πιο κοντά με πιλότο σε F-16 που είναι ίσως το μοναδικό πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο (να κάνεις βόλτα και μόνο) από την οδήγηση μοτοσυκλέτας!

Από εδώ και πέρα η ιστορία της έλευσης του πρώτου Raw στην Ελλάδα παρουσιάζει διακλαδώσεις, δεν υπάρχει μονάχα μία εκδοχή. Το μόνο σίγουρο είναι πως υπήρχαν κι άλλοι που πίεζαν την ελληνική αντιπροσωπεία να το εισάγει, σε μία όμως πολύ δύσκολη οικονομικά περίοδο που οι περισσότεροι από εμάς μπορούσαμε απλά να καλύψουμε το κόστος ενός πλαστικού κουβά για το κεφάλι μας, πόσο μάλλον για καινούριο κράνος, κι άρα τέτοιες αποφάσεις περιείχαν τεράστιο ρίσκο. Και ίσχυε το ίδιο, αν και σε μικρότερο βαθμό και για την υπόλοιπη Ευρώπη. Κι όμως τελικά το “Drak” όπως είναι πλέον το όνομά του, ήρθε στην Ελλάδα κι από τότε πέρασαν διάφορα στα χέρια του περιοδικού, ενώ ξεπέρασε τις προσδοκίες εμπορικά, καθώς έτυχε καθολικής αποδοχής σε ολόκληρο τον κόσμο και φυσικά εμφανίστηκαν κλώνοι του, όπως συμβαίνει με όλα τα πετυχημένα προϊόντα, ενώ η Shark έφτασε να φτιάχνει μία ολόκληρη οικογένεια γύρω από αυτό…

Τώρα μπορεί να είναι ένα γνωστό πλέον κράνος, κάπως συνηθισμένο να το βλέπει κανείς στους δρόμους, τότε όμως σε κοιτούσαν καλά-καλά για να καταλάβουν αν συμβαίνει κάτι με εσένα ή σε σχέση με εσένα κι εκείνους. Έμοιαζες ύποπτος ή πως θα τους σταματήσεις για έλεγχο… Στα φανάρια οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή, πού θα το βρουν, πόσο κάνει και κάπου στο τέλος αν είναι και καλό. Όλα για την εμφάνιση λοιπόν, το αν είναι καλό ή όχι, ερχόταν τελευταίο. Μετά από δύο κράνη, πολυφορεμένα και τα δύο, ένα σε καθημερινή και φυσιολογική χρήση και το άλλο στην πιο σκληρή που υπάρχει, ας δούμε αυτό ακριβώς, αν είναι καλό!

Οι φωτογραφίες που βλέπετε είναι από ένα κράνος που επί τέσσερα χρόνια έκανε πολλά καθημερινά χιλιόμετρα, με πληθώρα διαφορετικών μοτοσυκλετών, από γυμνές και streetfighters του λίτρου, μέχρι on-off κι όλα όσα θα βρεις στο ενδιάμεσο αλλά και έξω από αυτά τα πλαίσια! Από ταξίδια λοιπόν, μέχρι ταχύτητες πολύ πάνω από αυτό που είχε η Shark στο μυαλό της όταν το σχεδίαζε, το κράνος συγκέντρωσε μία χρήση που ήταν εξαιρετικά εντατική, όχι όμως αδέξια, απερίσκεπτη ή απρόσεχτη. Η φθορά που έχει υποστεί είναι από υπερβολική χρήση, και όχι από αμέλεια.

Συγκεντρώνοντας όλα αυτά τα χιλιόμετρα μαζί του και σε τόσες πολλές διαφορετικές μοτοσυκλέτες, το Drak αποδείχτηκε τελικά περισσότερο σκληροτράχηλο από εκείνο που στην αρχή υποψιαζόμουν. Ο πρώτος φόβος σχετικά με την αντοχή, ήταν για τους ελαστικούς ιμάντες της μάσκας, καθώς θεώρησα πως θα χαλαρώσουν γρήγορα. Για αυτό το λόγο δεν άφηνα ποτέ το κράνος στην άκρη έχοντας την μάσκα τραβηγμένη επάνω, αποφεύγοντας γενικά να αφήνω την μάσκα σε αυτή την θέση. Το δεύτερο κράνος του παραδείγματος δεν είχε αυτή την τύχη, η μάσκα περνούσε ώρες ατελείωτες πάνω στο κράνος με τους ιμάντες τεντωμένους, κι αυτό γιατί είναι πιο εύκολο να το τοποθετείς στο κεφάλι σου ή να το αφαιρείς αν πρώτα την σηκώσεις. Αποδείχτηκε με τον καιρό πως η διαφορά ήταν μικρή ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις: Στον ενάμισι χρόνο οι ιμάντες είχαν χαλαρώσει δίχως όμως να υπάρχει λειτουργικό πρόβλημα καθώς μπορείς να τους σφίξεις και στα δύο χρόνια είχαν χάσει αρκετή από την ελαστικότητά τους. Όταν αρχίζουν να χάνουν ελαστικότητα το συνεχές σφίξιμο σταδιακά παύει να είναι λύση, γιατί ο στόχος είναι να προσαρμόζεται η μάσκα στο πρόσωπο και όχι απλά να στηρίζεται, επίσης τότε είναι που όλη η δύναμη πηγαίνει στους συνδέσμους της μάσκας κι έτσι στο τέλος μπορεί να αρχίσουν να κόβονται.

Συνολικά στα τρία χρόνια είναι δύσκολο να μην χρειαστεί να αλλάξεις μάσκα, αν είναι καθημερινή η χρήση του κράνους. Πράγμα που δεν είναι καθόλου κακή επίτευξη, το αντίθετο. Η Shark λέει πως η ζελατίνα της είναι αντιχαρακτική και λέει λίγα, θα μπορούσε να την πει διαμαντένια και να πέσει μέσα γιατί είναι πραγματικά δύσκολο να αποκτήσει γρατζουνιές, ούτε θαμπώνει με τον καιρό. Καταστρέφεται το αφρώδες όπως φαίνεται στις φωτογραφίες, αλλά αυτό θα γίνει περίπου μαζί με το διάστημα που θα πρέπει να αλλάξεις τους ιμάντες. Κρατάς λοιπόν την ζελατίνα ως ανταλλακτικό και αλλάζεις την μάσκα μετά από δύο έως τρία χρόνια, καθώς θα έχει χάσει την ελαστικότητά της, μία ικανοποιητική διάρκεια ζωής, που ταιριάζει και με τον χρυσό κανόνα που έχουμε στο MOTO για τα κράνη - τα 3/5/7 χρόνια και που έχουμε εξηγήσει πολύ αναλυτικά εδώ, για να μην επαναλαμβανόμαστε.

Κάτω από την μάσκα υπάρχει το χαρακτηριστικό αφαιρούμενο προστατευτικό του πηγουνιού, που προσωπικά δεν αφαίρεσα ποτέ, όπως και οι περισσότεροι που το έχουν στην κατοχή τους. Οι βασικοί λόγοι είναι αυτοί: Το προστατευτικό μπαίνει δύσκολα αλλά ασφαλίζει πολύ όμορφα χωρίς να δημιουργεί πρόβλημα με κενά ανάμεσα στην μάσκα, σφυρίγματα από τον αέρα κτλ. Είναι βασικό στοιχείο της εμφάνισης του Raw και ο κύριος λόγος που το αντιμετωπίζεις σαν ένα full face κράνος, πράγμα που σημαίνει πως χωρίς αυτό έχεις έναν λιγότερο λόγο να πάρεις το συγκεκριμένο κράνος. Η λογική της Shark είναι πως εύκολα προσαρμόζεις το κράνος σου ανάμεσα σε πλήρως Jet και αυτό το… υβρίδιο που σου δίνει μία κάπως μεγαλύτερη αίσθηση ασφάλειας. Κι αυτό είναι έξυπνο και θα αρέσει σε πολύ κόσμο, αλλά εγώ έτσι κι αλλιώς δεν αισθάνομαι άνετα με κράνη τύπου jet, οπότε και δεν μπήκα ποτέ στην διαδικασία να το αφαιρέσω. Ας μην γελιόμαστε η προστασία που προσφέρει είναι για να μην σου σπάσει τα δόντια μία πέτρα από τα ελαστικά προπορευόμενου οχήματος και μέχρι εκεί. Ευτυχώς δεν μπορώ να διανθίσω το συγκεκριμένο άρθρο με μία εμπειρική ανάλυση σε περίπτωση πτώσης, όμως βάση γενικότερης εμπειρίας ήξερα από την πρώτη στιγμή της επιλογής μου πως η προστασία δεν θα ήταν εφάμιλλη με οποιοδήποτε κράνος κλειστού τύπου. Φέρω στο πηγούνι ένα πολύ παλιό σημάδι από σκίσιμο που έχει συμβεί με full face κράνος, μία άλλη εμπειρία που μου τόνισε νωρίς πως η σωστή επιλογή κράνους και –αναπόφευκτα- τιμής αγοράς, είναι εξίσου σημαντική με την απόκτησή του και την χρήση του, αυτή καθ’ αυτή!

Δεν είναι όμως μονάχα η πτώση, δεν φοράμε το κράνος μόνο για αυτή την αποφράδα μέρα κι ας είναι αυτή η απολύτως πιο διευρυμένη άποψη. Από τα έντομα μέχρι την σκόνη και μετά τον ίδιο τον αέρα και τον ήλιο, η προστασία πρέπει να είναι συνεχής. Ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα του Drak είναι πως ασφαλίζει πλήρως χωρίς να αφήνει κενά. Σε όλο αυτό το διάστημα και πάντα με δεδομένο την πληθώρα χιλιομέτρων, έχει αποτρέψει τριψήφιο αριθμό μελισσών κι άλλων εντόμων από το να σφηνωθούν μέσα στο κράνος, την ίδια στιγμή που αισθάνεσαι λιγότερο εγκλωβισμένος από ένα full face. Θα πρέπει να έρθει ο χειμώνας και να είναι βαρύς, ώστε να ανακαλύψεις πως περνά περισσότερος αέρας στο μέτωπο, από αυτό που θα ήθελες εκείνη την στιγμή. Όσο μάλιστα χαλαρώνουν οι ιμάντες τόσο περισσότερος αέρας θα φτάνει ακριβώς εκεί που θα ενοχλεί τα ιγμόρεια, με την λύση να είναι να τους ρυθμίσεις πιο σφιχτά μέχρι να την αλλάξεις, όπως αναλύουμε πιο πάνω. Η βροχή δεν πρόκειται να ενοχλήσει, αλλά σε εξαιρετικά χαμηλή θερμοκρασία αρχίζει και μετατρέπεται σε πράξη γενναιότητας να οδηγείς γρήγορα.

Η ταχύτητα πάντως δεν έχει όριο μαζί του, το όριο είναι καθαρά προσωπική υπόθεση. Το Drak βγαίνει σε δύο μεγέθη εξωτερικού κελύφους και είναι και τα δύο σχεδιασμένα με στενή γραμμή, για να αγκαλιάζουν το κεφάλι καλά. Δένοντας το σωστά, κολλά στο μέτωπο όσο τα χιλιόμετρα ανεβαίνουν, με μικρή μετατώπιση προς τα πίσω. Είναι εκείνη η στιγμή που πιέζει τους λοβούς των αυτιών, που μέχρι πριν απολάμβαναν των χώρο τους χωρίς πίεση. Και πιέζοντας τα αυτιά, εκεί πάνω από τα διακόσια χιλιόμετρα, δεν ακούς τίποτα και ξαφνικά γίνεται ένα από τα πιο ήσυχα κράνη… προφανώς παίζουμε με τις λέξεις και τα νοήματα τώρα. Σημασία εδώ έχει η προσεκτική ανάγνωση, γιατί σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει ο ισχυρισμός πως είναι το καλύτερο κράνος για αυτές τις ταχύτητες. Απλά πάντα υπάρχει και η θετική πλευρά, ακόμα και στα μειονεκτήματα. Για να ζήσεις βέβαια την εμπειρία της ησυχίας μέσα από την επίδραση των χιλιομέτρων, πρέπει σαφώς να το παρακάνεις, καθώς κινείσαι με τέτοιες ταχύτητες με ένα κατά βάση jet κράνος σε γυμνή, για παράδειγμα μοτοσυκλέτα. Το πόσο θα μείνεις σε αυτά τα χιλιόμετρα είναι ζήτημα αντοχής και διαφέρει από τον καθένα. Αυτές όμως είναι οι ειδικές περιπτώσεις και η καθημερινότητα με το Drak είναι αυτή που μετράει πραγματικά.

Ανάμεσα στις πρωτιές του, είναι και το γεγονός πως είναι το πρώτο που με έκανε να σπάσω τον χρυσό κανόνα, χωρίς να το αλλάξω στα τρία χρόνια. Συνηθίζεις να έχεις ένα κράνος που κλείνει τελείως αλλά μπορείς να μπεις σε κάποιο κατάστημα χωρίς να σε κοιτάνε καχύποπτα, κάνοντας μονάχα με μία κίνηση χωρίς να το βγάλεις. Οι συχνές στάσεις με αυτό στο κεφάλι είναι το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου, ενώ δύο φορές μπήκα μαζί του και σε τράπεζα, τρίτη δεν το δοκίμασα – είναι το μόνο μέρος που ό,τι κι αν φοράς στο κεφάλι κινείς υποψίες.

Ο μηχανισμός που κρατά την μάσκα είναι έξυπνα φτιαγμένος, ώστε να μην προσθέτει όγκο στο πλάι. Κάτω από πλαϊνά πλαστικά που έχουν άψογη συναρμογή και δεν θα ξεκολλήσουν όσο περνούν τα χρόνια, υπάρχει ένας μεταλλικός γάτζος σε κάθε πλευρά, που ασφαλίζει στο κράνος συγκρατώντας τους ιμάντες. Όλα αυτά με πολύ χαμηλό προφίλ, χωρίς να μεγαλώνει ο όγκος, την στιγμή που εσωτερικά υπάρχει ειδική εγκοπή για εφαρμογή ακουστικών. Με κατασκευή από θερμοπλαστικό και πολύ προσεγμένη εσωτερική επένδυση, το Drak είναι ελαφρύ (1.243 γραμμάρια με μάσκα και σαγόνι) όχι βέβαια σε επίπεδο ενός carbon κράνους, αν και πραγματικά carbon κράνη είναι ελάχιστα. Όμως το σημαντικό εδώ είναι η ομοιογένεια και το σωστό σχήμα. Είναι το σχήμα που παίζει μεγαλύτερο ρόλο στο κράνος και όχι τόσο τα γραμμάρια. Διότι ένα σωστά μελετημένο σχήμα κατανέμει το βάρος ομοιόμορφα κι όχι πίσω στην βάση του αυχένα που είναι το πιο συνηθισμένο. Τότε είναι που με την επίδραση του αέρα ένα κράνος αρχίζει να σε κουράζει περισσότερο από κάποιο άλλο κι ας είναι ελαφρύτερό του κατά μερικά γραμμάρια. Το Drak είναι εξαιρετικά μελετημένο κι εξαφανίζει γραμμάρια όταν το φοράς, παρόλο που είναι κράνος ανοιχτού τύπου, κι αυτό μεταφράζεται σε αναπόφευκτα ανομοιόμορφη κατανομή. Όχι σε αυτή την περίπτωση όμως!

Ο αεραγωγός στο κέντρο δεν μεταφέρει ιδιαίτερα πολύ αέρα και κλείνει με μία λαστιχένια τάπα την οποία την αφαιρείς την πρώτη ημέρα και κάπου την ξεχνάς στο σπίτι κρατώντας το για πάντα έτσι. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς ο αέρας δεν σου λείπει ποτέ. Επιπρόσθετα δεν επηρεάζει την καλή ηχομόνωση, που αντίστοιχη δεν θα βρει κάποιος σε ανοικτού τύπου κράνος, ακόμα και σε αντίστοιχο υβρίδιο. Όλες οι προδιαγραφές του κράνους και οι πιστοποιήσεις που έχει λάβει, είναι τύπου Jet, ωστόσο η Shark ήθελε την μάσκα και το σαγόνι να μπορούν να προσφέρουν στοιχειώδη ασφάλεια, εκτός από κάλυψη απέναντι στα στοιχεία της φύσης και τα έντομα. Διεξάγοντας την δική τους δοκιμασία, σχεδίασαν το Drak με τρόπο που μπορεί να βοηθήσει σε περίπτωση ατυχήματος, κάτι που –ευτυχώς όπως είπαμε- δεν μπορώ να επιβεβαιώσω.

Το αφαιρούμενο εσωτερικό άντεξε κι εκείνο αρκετά πλυσίματα, χωρίς να χάσει αρκετό από τον αρχικό του όγκο, ενώ στα τρία χρόνια η δερματίνη άρχισε να ξεφτίζει χαλώντας την εικόνα. Από την στιγμή που αφαιρείται, κι άρα αλλάζει, είναι κι αυτό ένα πρόβλημα που λύνεται.

Συνολικά το Drak άντεξε πολύ περισσότερο «ξύλο» από αυτό που αρχικά είχε προβλεφθεί για ένα σημαντικό ρόλο: Ολοένα και πιο συχνά το προτιμούσα έναντι ενός full face, ακόμη και για μεγάλες διαδρομές ή για περιπτώσεις που η ταχύτητα θα ήταν αυξημένη, καταλήγοντας σε μία σκληρή χρήση που το έφερε σε αυτή την κατάσταση μετά από τέσσερα χρόνια. Ανανεώνοντας τους αναλώσιμους ιμάντες και την επένδυση, έκανε τον ήρωα για ακόμη έναν χρόνο.

 

μονάχα στο ένα από τα δύο ξεκόλλησαν τα ανάγλυφα γράμματα.. σε εκείνο με την πολύ άγρια χρήση...

Το δεύτερο κράνος της δοκιμής μας, έζησε την εμπειρία μίας πτώσης, όχι –ευτυχώς και πάλι- χτυπώντας στην μάσκα ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε για την αντοχή της, αλλά σύρθηκε για κάποια μέτρα στην άσφαλτο και είχε ένα καλό χτύπημα στην πίσω μεριά του. Ούτε σπασμένα πλαϊνά καπάκια, ούτε συστροφή της επένδυσης και μετακίνηση του κράνους, τίποτα από τα μειονεκτήματα που θα περίμενε κανείς, προστατεύοντας απόλυτα σωστά.

Συνολικά η εμπειρία μας μαζί του ήταν απόλυτα θετική, βρίσκοντας εκείνο το κράνος ανοικτού τύπου που εξάλειφε πολλά από τα μειονεκτήματα που έχει η συγκεκριμένη κατηγορία, την στιγμή που ακόμα και τώρα μία πενταετία μετά, παραμένει απόλυτα μοντέρνο.