Δοκιμή ελαστικών Dunlop Meridian: Εξειδικευμένα για Ελλάδα

Ξεκλειδώνουν τον σπορ χαρακτήρα των On-Off
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

6/12/2022

Καμία μεγάλη εταιρεία ελαστικών δεν σχεδιάζει ένα καινούριο λάστιχο έχοντας στο μυαλό της τους ελληνικούς δρόμους ή τον τρόπο που οι Έλληνες χρησιμοποιούμε τις μοτοσυκλέτες μας.

Ούτε φυσικά η Dunlop έχασε τον χρόνο της για να δει τί στο καλό γίνεται στο μικρό γαλατικό χωρίο που αποκαλούμε Ελλάδα κατά την εξέλιξη των νέων Meridian. Όμως στην πράξη τα Meridian είναι κομμένα και ραμμένα για την πάρτη μας!

 

Στο μυαλό των μοτοσυκλετιστών, οι κατηγορίες των ελαστικών έχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές. Τα σπορ ελαστικά κρατάνε αλλά είναι μαλακά και τρώγονται, τα τουριστικά ελαστικά αντέχουν αλλά είναι σκληρά και γλιστράνε, τα “τρακτερωτά” είναι για χώμα κ.τ.λ.

Δυστυχώς, ή μάλλον ευτυχώς, τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Ειδικά αν μιλάμε για την ελληνική μοτοσυκλετιστική πραγματικότητα, τότε οι παράγοντες που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας κατά την επιλογή ενός νέου ζευγαριού ελαστικών για τη μοτοσυκλέτα μας, δεν έχει απολύτως καμία σχέση με εκείνους που αφορούν έναν Ιταλό, έναν Ισπανό ή ακόμα χειρότερα έναν κεντροευρωπαίο μοτοσυκλετιστή.

Ζούμε σε μια – εντελώς - παράξενη χώρα και αντίστοιχα παράξενες είναι οι ανάγκες και οι απαιτήσεις μας. Την ίδια στιγμή, η τεχνολογία των ελαστικών έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια και το ίδιο συμβαίνει με την τεχνολογία των μοτοσυκλετών, όπου τα ηλεκτρονικά βοηθήματα έχουν αναλάβει πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο και οι ιπποδυνάμεις έχουν εκτοξευτεί στα ουράνια. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, που το θέμα μας είναι ελαστικά για “On-Off” μοτοσυκλέτες, οι απαιτήσεις είναι πολύ υψηλού επιπέδου, τόσο από την μεριά του αναβάτη, όσο και από τη μεριά των ίδιων των μοτοσυκλετών.

 

Το νέο Meridian της Dunlop το οποίο σχεδιάστηκε ειδικά για τις σύγχρονες on-off μοτοσυκλέτες, όπου οι ιπποδυνάμεις ξεκινούν στη μεσαία κατηγορία από τους 60 ίππους στον τροχό και φτάνουν ή ακόμα και ξεπερνούν τους 140 στα θηρία των 1200+ κυβικών. Αντίστοιχα μεγάλο εύρος έχει και το πραγματικό βάρος τους, όπου τα 200 κιλά είναι η αφετηρία για τους μικρότερους κυβισμούς, ενώ η ζυγαριά μπορεί να δείξει πάνω από 400 κιλά αν βάλεις πάνω της ένα θηρίο με γεμάτο το ρεζερβουάρ των 25-30 λίτρων και δύο άτομα στη σέλα.

Γι' αυτό σκεφτήκαμε πολύ ποια μοτοσυκλέτα θα χρησιμοποιήσουμε για τη δοκιμή των Meridian, ώστε να έχουμε την καλύτερη δυνατή εικόνα για την συμπεριφορά τους.

Το νέο V-Strom 1050 XT ήταν η πιο κατάλληλη επιλογή, όχι μόνο γιατί φοράει την πιο κοινή διάσταση ελαστικών στην κατηγορία των οn-οff (110/80-19 εμπρός και 150/70-17 πίσω) αλλά και γιατί έχει συμβατικές και πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις, που επιτρέπουν στον δοκιμαστή να διαχωρίσει τις πληροφορίες που παίρνει από τα ελαστικά στις χαμηλές ταχύτητες.

Οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις (π.χ. KTM 1290, Triumph Tiger 1200) και τα συστήματα ανάρτησης με αρθρώσεις (BMW R1250GS) θολώνουν την εικόνα στις χαμηλές και πολύ χαμηλές ταχύτητες, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να κολακεύουν ένα μέτριο ή κακό ελαστικό ή να υπονομεύουν τα πλεονεκτήματα κάποιου καλού ελαστικού (π.χ. άνεση ευελιξία κ.τ.λ.). Με το V-Strom 1050 τέτοιο ενδεχόμενο δεν υπάρχει, γιατί δεν έχεις “παρεμβολές” ηλεκτρονικών ή μηχανικών συστημάτων.

Επίσης έχει ουδέτερο στήσιμο πλαισίου, οπότε μπορείς να δεις ξεκάθαρα πόσο επηρεάζεται η συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας από τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του σκελετού των ελαστικών.

 

Πριν όμως πούμε εμείς τι κάνουν τα Meridian, καλό θα ήταν να δούμε τι λέει η Dunlop για αυτά τα ελαστικά. Όπως φαίνεται και με το μάτι κοιτώντας τη χάραξη, τα Meridian ανήκουν στη νέα γενιά ελαστικών για mega on-off όπου η βασική χρήση τους είναι η οδήγηση στην άσφαλτο. Σαφώς η κατασκευαστική δομή τους περιλαμβάνει και την οδήγηση στο χώμα, αλλά μόνο στον τομέα της αντοχής και όχι στον τομέα της πρόσφυσης.

Για να το πούμε πιο απλά, θα αντέξουν τις κροκάλες και τις φυτευτές πέτρες αν θέλεις να διανύσεις κάποια χιλιόμετρα χωματόδρομου στις διακοπές σου, αλλά δεν είναι για να πάρεις φόρα και να βουτήξεις στις λάσπες ή να διασχίσεις τη Σαχάρα. Η αντοχή, η χιλιομετρική απόδοση και η συνολικά ασφαλή συμπεριφορά σε μεταβλητές συνθήκες (καιρού ή πρόσφυσης) είναι οι βασικοί πυλώνες αυτού του τύπου ελαστικών ανεξαρτήτως εταιρείας. Η Dunlop από τη μεριά της μας υπόσχεται πως τα Meridian καλύπτουν όλες τις παραπάνω απαιτήσεις.

Σε επίπεδο τεχνολογίας είναι απόλυτα πειστική, καθώς έχουν όλες τις πατέντες και τις καινοτομίες που συναντάμε στα κορυφαία ελαστικά των superbike. Ο σκελετός αποτελείται από τρεις διαφορετικές ζώνες, ειδικά σχεδιασμένες για να ελέγχουν την παραμόρφωση του ελαστικού απ’ άκρη σε άκρη, διατηρώντας σταθερό το αποτύπωμα του ελαστικού πάνω στο δρόμο.

Η γόμα έχει διαφορετική χημική και μοριακή σύνθεση για το εμπρός ελαστικό και εντελώς διαφορετική για το πίσω. Εμπρός είναι ενιαίας σύνθεσης με πυρίτιο και black-carbon. Όπως ξέρουμε, το πυρίτιο προφέρει πολύ καλό και άμεσο κράτημα στο κρύο και τη βροχή, ενώ το black-carbon προφέρει σταθερό επίπεδο κρατήματος όταν η θερμοκρασία του ελαστικού ανέβει. Η αναλογία στη μείξη των δύο συστατικών και το επίπεδο ακαμψίας του σκελετού, καθορίζουν την ταχύτητα και το φάσμα της θερμοκρασίας λειτουργίας του ελαστικού.

Τα slick και τα ελαστικά για track day δεν έχουν καθόλου πυρίτιο, αλλά θέλουν κουβέρτες και καλό ζέσταμα για να φτάσουν στην ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας, ενώ τα ελαστικά πόλης και τα τουριστικά έχουν μεγάλη περιεκτικότητα πυριτίου για να δουλεύουν κρύα και να μην τρώγονται στα μακρινά ταξίδια, αλλά πέφτει απότομα η απόδοσή τους αν υπερθερμανθούν οδηγώντας μέσα σε πίστα με χαμηλές πιέσεις. Άρα η αναλογία που αναμειγνύονται αυτά τα δύο βασικά συστατικά της γόμμας, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το εύρος λειτουργίας του ελαστικού, αλλά δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας καθώς οι κατασκευαστές έχουν βρει και άλλες λύσεις για να διευρύνουν το φάσμα των δυνατοτήτων ενός ελαστικού.

Όπως για παράδειγμα το πίσω ελαστικό του Meridian, όπου η Dunlop χρησιμοποιεί δύο διαφορετικής σύνθεσης γόμες, με την κεντρική να εκτείνεται κάτω από την “μαλακότερη” πλαϊνή, έχοντας στόχο την ομοιόμορφη κατανομή των δυνάμεων που δέχεται ο σκελετός, αλλά και την αντίστοιχα ομοιόμορφη μεταφορά της θερμοκρασίας.

 

Ευελιξία και σπορ γονίδια

Εκείνο που αντιλαμβάνεσαι αμέσως κάνοντας τα πρώτα μέτρα, είναι η ελαφριά αίσθηση στο τιμόνι στους επιτόπιους ελιγμούς και στις χαμηλές ταχύτητες. Το V-Strom 1050 XT είναι ήδη ένα από τα πιο ελαφριά και εύκολα στους χειρισμούς mega on-off μέσα στην πόλη, οπότε ήταν ευχάριστη έκπληξη που τα Meridian βελτίωσαν ακόμα περισσότερο αυτόν τον τομέα. Η “σπορ” γεωμετρία του σκελετού και κυρίως η στιβαρότητά του, είναι η βασική αιτία. Το πέλμα δεν παραμορφώνεται υπερβολικά και το αποτύπωμά του πάνω στην άσφαλτο παραμένει σταθερό, οπότε σταθερή είναι και η αντίσταση από την στατική τριβή του πάνω στην άσφαλτο ή όταν η μοτοσυκλέτα κάνει ελιγμούς με πολύ χαμηλές ταχύτητες.

Το τιμόνι του V-Strom 1050 ήθελε ελάχιστη δύναμη από τα χέρια και ήταν πρόθυμο να αλλάξει αμέσως κατεύθυνση, δίνοντάς σου την αίσθηση πως έφυγαν 10 κιλά πάνω από τη μοτοσυκλέτα. Παρά την εμφανώς στιβαρή κατασκευή του σκελετού, η άνεση δεν επηρεάστηκε αρνητικά – τουλάχιστον όχι σε σημείο που να γίνεται ενοχλητική. Αναμενόμενα μεταφέρει περισσότερους κραδασμούς στα χέρια σε σύγκριση με τα κοινά on-off ελαστικά όταν περνάς με μικρές ταχύτητες πάνω από κοφτές ανωμαλίες και μπαλώματα. Όμως αυτό είναι ένα λογικό αντίτιμο που δίνεις για να πάρεις πίσω ως αντάλλαγμα περισσότερη αίσθηση και πληροφόρηση στα χέρια σου στη γρήγορη οδήγηση.

Πιέζοντας τη μοτοσυκλέτα στις εισόδους των στροφών, είτε μπαίνοντας με φόρα, είτε με trail-braking, έχεις καθαρή εικόνα για το επίπεδο πρόσφυσης και την κατάσταση του οδοστρώματος. Ο σκελετός δεν παρουσιάζει παραμορφώσεις, οπότε δεν “θολώνει” τις πληροφορίες που φτάνουν στα χέρια σου. Η αυξημένη ακαμψία του σκελετού έχει θετικό αντίκτυπο και στην αμεσότητα μεταφοράς των εντολών σου στο τιμόνι. Το V-Strom 1050 XT πλάγιαζε χωρίς αντίσταση και άλλαζε εμφανώς ταχύτερα πορεία από την μια μεριά στην άλλη στα στροφιλίκια. Η ακαμψία του σκελετού έδωσε το πλεονέκτημα στην Dunlop να επιτύχει πολύ καλή ευελιξία χωρίς να καταφύγει σε έναν ακραίο σχεδιασμό της γεωμετρίας της κορώνας του ελαστικού. Μετά την αρχική προθυμία να πλαγιάσει η μοτοσυκλέτα, ακολουθεί μια προοδευτική συμπεριφορά, όσο περισσότερο πλαγιάζεις προσεγγίζοντας την κορυφή της στροφής και δεν εμφανίζει “σκαλοπάτια”.

Άλλο ένα πλεονέκτημα του στιβαρού σκελετού των Meridian φαίνεται στα δυνατά φρεναρίσματα, όπου η μοτοσυκλέτα μένει στην πορεία της και δεν τραβάει το τιμόνι δεξιά-αριστερά. Εδώ όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως το cornering ABS του V-Strom 1050 XT επεμβαίνει αρκετά νωρίς και αφήνει τα φρένα να πιέσουν στο όριο το εμπρός ελαστικό όταν γραπώνεις απότομα και με όλη σου τη δύναμη τη μανέτα του φρένου. Φυσικά δεν μπορείς να τα έχεις όλα δικά σου σε αυτή τη ζωή. Αναμενόμενα η επιπλέον ευελιξία και αμεσότητα στις χαμηλές και μεσαίες ταχύτητες (120-150km/h) που έδωσαν τα Meridian στο V-Strom 1050 XT, έκαναν πιο ελαφρύ το τιμόνι στις υψηλές ταχύτητες (πάνω από 160km/h).

Οι κινήσεις των χεριών σου έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στις ευθείες της εθνικής και θέλει να αντιμετωπίζεις με πιο ήρεμο τρόπο τις σφαλιάρες από τους πλάγιους ανέμους ή τις διαμήκεις ανωμαλίες του δρόμου.

 

Σημαντικός τομέας άνεσης στα ταξίδια είναι θόρυβος. Η κουβέντα περιορίζεται στους αεροδυναμικούς θορύβους από τη ζελατίνα και το κράνος ή τον κινητήρα και την εξάτμιση. Όμως αντίστοιχα σημαντική πηγή θορύβου είναι τα ίδια τα ελαστικά, ιδιαίτερα στην κατηγορία των on-off όπου συνηθίζεται η αραιή και βαθιά χάραξη του πέλματος. Στην περίπτωση του Meridian ο θόρυβος κύλισης σε όλες τις ταχύτητες ήταν ιδιαίτερα χαμηλός και η χροιά του δεν σου σπάει τα νεύρα.

Βέβαια όλα τα ελαστικά είναι πιο ήσυχα όταν είναι φρέσκα και αφράτα, αυξάνοντας τα επίπεδα θορύβου που παράγουν μετά τα 2.000-3.000 χιλιόμετρα, όταν η γόμμα αρχίζει να σκληραίνει σιγά-σιγά από τους θερμικούς κύκλους και να “τετραγωνίζει” ο σκελετός και η γόμμα στο κέντρο από το βάρος της μοτοσυκλέτας και την φθορά, αυξάνοντας το εμβαδόν του αποτυπώματος πάνω στην άσφαλτο.


ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΕΜΠΡΟΣ

100/90-19 57V

110/80-19 59V

120/70-17 60W

90/90-21 54W

 

ΠΙΣΩ

 

150/70-17 69V

170/60-17 72W

150/70-18 70W

 

 

Yamaha Tracer 9 GT+ 2025: Αναλυτική παρουσίαση διασχίζοντας 3 χώρες!

Γράψαμε πάνω από 1.000 χλμ σε ορεινά περάσματα της κεντρικής Ευρώπης
YAMAHA_TRACER_9_GT
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

12/8/2025

Έχω κάνει μία συμφωνία με τον πλοηγό να κυνηγηθούμε στις στροφές των άδειων ορεινών περασμάτων της Σλοβενίας για Αυστρία και από εκεί Ιταλία πριν γυρίσουμε πίσω στην μικρή χώρα της Κεντρικής Ευρώπης. Μην πείτε στους Σλοβένους ότι είναι κοντά στα Βαλκάνια γιατί θα παρεξηγηθούν. Με τον τρόπο αυτό θα έχω την μισή εμπειρία της νέας έκδοσης του Tracer 9, η ολόκληρη θα ήταν αν κάναμε αυτές τις στροφές έχοντας ξεκινήσει από Ελλάδα…

Το προηγούμενο Tracer ήταν το πιο σταθερό που έχει βγάλει η Yamaha στο δρόμο και το καλύτερο στον sport τομέα της sport touring χρήσης για την οποία φτιάχτηκε. Τους πήρε λίγο χρόνο να βελτιώσουν την προσωπικότητα αυτής της μοτοσυκλέτας που πριν δέκα χρόνια έσωσε τις αντιπροσωπείες της Ευρώπης από τον οικονομικό σπαραγμό, μαζί φυσικά με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας MT.

Τότε ήταν το ποιο οικονομικό street με όρθια θέση οδήγησης που μπορούσες να αποκτήσεις σε αυτά τα κυβικά και είχε τα ζητήματα αστάθειας που αναδείξαμε από την πρώτη στιγμή. Το 2023 έφτασε στην ακμή του από πλευράς εξέλιξης και ευτυχώς το νέο μοντέλο ήρθε για να κρατήσει το Tracer σε αυτό το οροπέδιο που έχει ανέβει στην προηγούμενη γενιά, προσθέτοντας ακόμη περισσότερα, καθιστώντας έτσι το GT+ το πιο πολυτελές και πλούσια εξοπλισμένο sport touring που έχει βγάλει ποτέ η Yamaha στην μακρά της ιστορία.

YAMAHA_TRACER_9_GT

Ταυτόχρονα έχουμε και τις περισσότερες εκδόσεις Tracer που υπήρξαν ποτέ, πέντε στο σύνολο αν υπολογίσεις και τις δύο μεσαίου κυβισμού με το οποίο μοιράζονται το όνομα. Το 2015 είχαμε μόλις ένα Tracer, δύο έγιναν το 2018 και έμειναν τόσα και για το 2021, τρία το 2023 και πλέον πέντε στο 2025.

Αντίστοιχα έχει αλλάξει και το όνομά του μέσα σε αυτή την δεκαετία, ωστόσο εκείνο που πρέπει να κρατήσει κανείς από τις παραπάνω ημερομηνίες είναι πως φαίνεται να έχει πλέον κλειδώσει η διετής ανανέωση του μοντέλου.

Δυσκολεύομαι όμως να δω το μοντέλο του 2027 από τώρα, καθώς ο εξοπλισμός του είναι ήδη αντίστοιχος της Multistrada και μάλιστα σε ότι αφορά τους προμηθευτές των συστημάτων, είναι οι ίδιοι, παρέχοντας ακριβώς τις ίδιες μονάδες. Το Y-AMT δουλεύει καλύτερα από της BMW σε αυτό το στάδιο που βρισκόμαστε, άρα είναι ήδη πιο μπροστά από πλευράς ανανέωσης ενώ η διαφορά αυτή που είχα εντοπίσει στο MT-09 και συζητήσει με ορισμένους ξένους συναδέλφους στην παρουσίαση του MT-07, που συμφωνούν μαζί μου, φάνηκε ακόμη καλύτερα τώρα στο Tracer 9 GT+. Κι αυτό γιατί συμπλεκτάρει καλύτερα την πρώτη στις εκκινήσεις από ότι το MT-09 που είναι πιο απότομο και απαιτεί από εσένα μία προσαρμογή καθώς και ένα δάχτυλο στο εμπρός φρένο για να μετριάσεις το μικρό τίναγμα που κάνει μπροστά μόλις ξεκινήσεις.

Θα περίμενε κανείς η συμπεριφορά του αυτόματου κιβωτίου στην εκκίνηση να είναι ακριβώς ίδια μεταξύ MT-09 και Tracer 9 GT+ μιας και ίδιος είναι και ο κινητήρας και γνωστή η αγάπη της Yamaha και των Ιαπώνων γενικά, για μείωση κόστους αν δεν υπάρχει λόγος. Προφανώς όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση οι μπλε θεώρησαν πως το πιο σπορ MT-09 μπορεί να επωφελείται από ξέσπασμα χαμηλά και να μην είναι πρόβλημα και ένα μικρό τίναγμα στην εκκίνηση, ενώ αντίθετα το Tracer 9 θα πρέπει να είναι ομαλότερο. Αυτή όμως η ομαλότητα το ακολουθεί για όλο το φάσμα των χαμηλών στροφών κι έτσι μαζί με το τίναγμα που εξαφανίστηκε, δεν υπάρχει και το ξέσπασμα του MT-09 από το 0 στο κοντέρ.

Βέβαια είναι κάτι που μόνο στις εκκινήσεις του GT+ θα φανεί, καθώς η ευστροφία του τρικύλινδρου έρχεται να πάρει τα κενά της γκαζιέρας από εκεί και πάνω και με ένα μπάσο ήχο, που σε αφήνει να απορείς για το πώς κατάφερε να περάσει προδιαγραφές, εκτοξεύεσαι εμπρός. Το κύμα ροπής που καβαλάς μετά τα 60-70 στο κοντέρ δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την επανάληψη μίας δήλωσης που από το 2023 συζητιέται στα ορισμένα συνεργεία της Ducati που λειτουργούν και ως άτυποι καφενέδες, καθώς είναι δύσκολο να χωνευτεί η πραγματικότητα: Όσο πιο πολύ κλείνει η γραμμή της στροφής εμπρός, τόσο εξανεμίζεται η διαφορά τιμής και γενικότερα οι διαφορές των κατηγοριών μεταξύ τους και το GT+ είναι σαν Multistrada, κυνηγά επίσης εκεί μέσα και το δυνατότερο GSX-S1000GX.

Η πλάκα είναι πως στην Ιταλία αυτό το γνωρίζουν και το καταλαβαίνουν καλύτερα από εκείνους στο ανωτέρω παράδειγμα αλλά δεν τους ενοχλεί, όπως μου εξήγησαν, όταν ρώτησα τα στελέχη της Ducati στην Ιταλία, αν περίμεναν πως το σύστημα Adaptive Cruise Control που οι ίδιοι ανέπτυξαν και έδωσαν στην Bosch να εξελίξει για να βγει στην παραγωγή, θα ξέφευγε από την κατηγορία και θα κατέληγε και σε Ιαπωνική μοτοσυκλέτα, πέρα από BMW και KTM αναφέροντας πως ήταν εξ αρχής συμφωνημένο πως θα αποκτήσουν. Οι ελληνικοί καφενέδες μπορούν να διδαχτούν ανωτερότητα από τo ίδιο το Borgo Panigale.

Yamaha Tracer 9 GT+

Μέσα – Έξω στην Σλοβενία

Έχοντας τσιγκλήσει αρκετά τον νεαρό Βέλγο πλοηγό, ίσως και λίγο περισσότερο από αυτό που θα έπρεπε όπως ίσως θα θυμάστε από τα VIDEO που έχουν ανέβει, άρχισε να με ενοχλεί λίγο, όσο κυνηγιόμασταν, το ποσοστό χρήσης που η ίδια η Yamaha έδωσε στις διαφορετικές εκδόσεις. Η απλή αλήθεια είναι πως πρόκειται για μία sport-touring μοτοσυκλέτα με διαφορετικά επίπεδα εξοπλισμού που το τμήμα marketing της Yamaha προσπάθησε να ξεχωρίσει μεταξύ τους με πλάγιο τρόπο, δηλώνοντας διαφορετικά ποσοστά μεταξύ sport και touring για την κάθε μία έκδοση του Tracer. Οπότε μας έδωσαν 70-30% sport – touring για την βασική έκδοση, 50-50 για την GT και 30-70 για την GT+, που ήταν ακριβώς και εκείνο που με προβλημάτιζε φρενάροντας από τα 120 στο κοντέρ πριν από φουρκέτα, κατεβάζοντας σε 2α από το κουμπί στο αριστερό χέρι, ξύνοντας τον αποστάτη του μαρσπιέ που βρισκόταν ήδη στη μέση από αυτό που ήταν το πρωί.

Δεν γίνεται μέσα στην ημέρα να τρως 4 πόντους σίδηρο στην άσφαλτο και να είσαι 40% λιγότερο sport από το απλό Tracer! Φυσικά αυτό είναι και μία απόδειξη πως το Y-AMT δεν σου κόβει τίποτα από την χαρά της οδήγησης, πέρα από μία μεγαλύτερη ελευθερία στις σούζες, γιατί και πάλι σουζάρει, καθώς σου κόβει και το μαρσάρισμα μπροστά από μπαρ, καφετέριες, φανάρια και μέσα σε τούνελ, πρακτική στην οποία όλοι μας έχουμε δει τουλάχιστον ένα Tracer να επιδίδεται. Από ένα σημείο και μετά ήταν βέβαιο πως ούτε και το απλό Tracer θα μπορούσε να πάει πιο γρήγορα, ούτε φυσικά μία ακόμη πιο βαριά μοτοσυκλέτα που η δύναμή της στην έξοδο δεν μπορεί να εξισορροπήσει το γεγονός πως αναγκάζεσαι να φρενάρεις νωρίτερα για να την στρίψεις. Δύσκολα ανταγωνίζεσαι το Tracer αν το βάλεις στο κλουβί και το κλουβί των στροφών είναι η μονή διαχειριστική και απανωτές στροφές.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως το GT+ θέλει περισσότερο κόπο, λόγο βάρους, συγκριτικά με την βασική έκδοση, αλλά η διαφορά είναι πολύ μικρότερη από αυτό που δίνει το marketing για να καταφέρει να ξεχωρίσει τις εκδόσεις, φτάνει να προσαρμόσεις τον τρόπο που έχεις μάθει να φρενάρεις. Με την έλευση του Cornering ABS πριν από δέκα χρόνια, ξεκινήσαμε να κρατάμε τα φρένα πολύ βαθιά μέσα στην στροφή, ακόμη και πάνω στην κορυφή, στις μοτοσυκλέτες με όρθια θέση οδήγησης και στους δημόσιους δρόμους. Πιο πριν αυτό το έκανες μόνος σου σε supersport και superbike και όσο λιγότερο ελεγχόμενες ήταν οι συνθήκες τόσο πιθανότερο ήταν να έχεις κάποιο ολέθριο γλίστρημα. Τώρα παίρνεις την μέγιστη πρόσφυση του ελαστικού παντού και πάντα κατά το φρενάρισμα, το ιδανικό όμως που εξηγεί η θεωρία δεν το πιάνουν πολλές μοτοσυκλέτες, για αυτό και μπαίνουμε στην διαδικασία να εξηγούμε αναλυτικά σε κάθε μία.

Το UBS του Tracer 9, δηλαδή ένα ABS που λειτουργεί ταυτόχρονα και για τους δύο τροχούς και είναι το αμέσως επόμενο βήμα από το «συνδυασμένα» που έχουμε μάθει έως τώρα, συνδέεται και με τις ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενες αναρτήσεις και αντίστοιχα επεμβαίνει στην προφόρτιση, ακόμη και στιγμιαία. Το αποτέλεσμα είναι πως όταν πατάς και τα δύο φρένα μαζί, η μοτοσυκλέτα συμπεριφέρεται καλύτερα στην ακραία σπορ οδήγηση.

YAMAHA_TRACER_9_GT

Φρενάρει και μόνο του (λίγο)!

Ακόμη και όταν το adaptive cruise control δεν είναι ενεργοποιημένο το ραντάρ συνεχίζει να διαβάζει τον δρόμο εμπρός. Για να σταματήσει να το κάνει θα πρέπει να απενεργοποιήσεις την ανίχνευση σύγκρουσης. Με αυτή ενεργοποιημένη όταν θα οδηγείς μαζί με άλλον θα λαμβάνεις εκνευριστικές ειδοποιήσεις πρόσκρουσης που αν κρίνει το GT+ πως ξεπερνούν το όριο θα φρενάρει τον πίσω τροχό. Δεν είναι μεγάλο πρόβλημα στην σβέλτη οδήγηση, γιατί συμβαίνει σε σημείο που έτσι και αλλιώς θα έχεις αρχίσει να φρενάρεις μόνος σου, θα πρέπει να σε πιάσει στον ύπνο για να φρενάρει χωρίς εσύ να έχεις πατήσει ήδη και την μανέτα και τον λεβιέ, πράγμα που σημαίνει πως καλά έκανε. Όταν κυνηγάς την εμπρός μοτοσυκλέτα γίνεται πρόβλημα.

ο φρένο που ενεργοποιεί αυτόματα δεν είναι αρκετό για να αποσταθεροποιήσει τον πίσω τροχό ή να επιβραδύνει δυνατά την μοτοσυκλέτα, περισσότερο έχει στόχο να κάνει πιο ήπια την σύγκρουση που θεωρεί αναπόφευκτη. Η Yamaha έχει εξελίξει τεχνολογία διατήρησης της ισορροπίας για τις μοτοσυκλέτες, οπότε στο μέλλον μπορεί να φρενάρει οριακά όσο η μοτοσυκλέτα παίρνει τον έλεγχο και μένει όρθια ή κάνει και ελιγμό αποφυγής σύγκρουσης μόνη της, ενώ ταυτόχρονα σου βγάζει και μία μούντζα στην οθόνη. Μέχρι να γίνουν όλα αυτά τα καταστροφικά, ας μην μιλήσει κανείς για μειωμένη ελευθερία και άλλα στερεοτυπικά για μία ζωή μέσα στο Matrix, γιατί όποιος τα λέει αυτά, τα στατιστικά δείχνουν πως στο αυτοκίνητό του μία χαρά πρόσθεσε το έξτρα πακέτο για να τα έχει όλα αυτά ενεργοποιημένα και το πλήρωσε και ακριβότερα, παρότι λιγότερο σύνθετο σε εξέλιξη. Όσο αφαιρείς τροχούς τόσο ανεβαίνει και το κόστος εξέλιξης για κάθε ηλεκτρονικό βοήθημα, όπως μου είχαν τονίσει παλαιότερα στην Continental που είναι μεγαλύτερη της Bosch σε αυτό τον τομέα, αλλά λιγότερο εξιδεικευμένη στην μοτοσυκλέτα. Ακόμη και η συγκράτηση φρένου σε ανωφέρεια (hill assist) που είναι εφεύρεση της Continental εδώ και 25 χρόνια, είναι πιο δύσκολο να μπει στην μοτοσυκλέτα από ότι στα αυτοκίνητα.

Στο GT+ το σύστημα ενεργοποιείται όταν πατήσεις δυνατά το φρένο και σταματήσεις ή στην όταν μέσω της IMU καταλάβει πως έχεις σταματήσει σε επικλινές έδαφος. Βολεύει γιατί κατεβάζεις πόδι και παίρνεις το χέρι από το τιμόνι χωρίς να το σκέφτεσαι, ανοίγεις το γκάζι και φεύγεις. Σε περίπτωση τώρα που θέλεις απλά να τσουλίσεις εμπρός ή πίσω, γιατί δεν σου άρεσε εκεί που στάθμευσες τότε με διπλό πάτημα φρένου απενεργοποιείται. Όλα αυτά μέχρι να κλειδώσεις την μοτοσυκλέτα από τον ασύρματο διακόπτη και να φύγεις.

YAMAHA_TRACER_9_GT

Για να τροφοδοτηθούν τόσα πολλά ηλεκτρονικά και φυσικά τόσα φώτα, για να μην ξεχνιόμαστε, χωρίς διακοπές και να μην προκύψουν ηλεκτρολογικά προβλήματα ο ανορθωτής έχει άλλα εκατό βατ στην έξοδο και η μονάδα GCU που ρυθμίζει την παραγωγή και την διανομή του ρεύματος έχει γίνει έξυπνη με ενσωματωμένες δικλείδες, μία σημαντική αλλαγή που περνά στα ψιλά όμως.

Μεταξύ μας υπάρχουν ορισμένοι τύποι που ζήτησαν από την Yamaha να βάλει στο Tracer άξονα τελικής μετάδοσης. Παρότι αντιλαμβάνομαι γιατί το ζητήσατε και δείχνει αυτό και πόσο sport touring βλέπετε πως είναι το Tracer, στην πράξη δεν αρμόζει κάτι τέτοιο στην συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα και στο πόσο sport μπορεί να κινηθεί, ούτε με την φιλοσοφία του χαμηλού βάρους που ακολουθεί από την βασική έκδοση. Αντί αυτού η έκδοση GT+ κερδίζει μία αλυσίδα αυξημένης αντοχής με επίστρωση DLC για να βγάζει περισσότερα χιλιόμετρα. Άξονας δεν είναι, γιατί έχω δει να λέγονται και τέτοια, αλλά ευτυχώς που δεν είναι! Πιο ενισχυμένα είναι και τα γρανάζια από 3η έως 6η με περισσότερα δόντια για να μπορέσουν να αντέξουν στις συχνές και ταχύτερες αλλαγές που πραγματοποιεί το αυτόματο κιβώτιο. Συνδυασμένο με το quickshifter 3ης γενιάς, το κιβώτιο μπορεί να αλλάξει σε ένα δέκατο του δευτερολέπτου δηλαδή πέντε φορές πιο γρήγορα από έναν γρήγορο αναβάτη. Εννοείται ότι στην Ελλάδα είμαστε όλοι πιο γρήγοροι από τους γρήγορους βέβαια, οπότε το Y-AMT μας περιορίζει και στερεί από την χαρά της οδήγησης και δυστυχώς η GT+ βγαίνει μόνο «περιορισμένη». Πρόσθετοι «περιορισμοί» από την IMU μονάδα έξι αξόνων που είναι ίδια με του R1 αλλά εκεί δεν μας πειράζει που υπάρχει, έρχονται με την μορφή των χαρτογραφήσεων, traction control, έλεγχο πλαγιολίσθησης και έλεγχο σπιναρίσματος σε δύο ξεχωριστά συστήματα(!), έλεγχο σούζας και φυσικά το ενιαίο φρένο.

Έξι διαφορετικά ηλεκτρονικά συστήματα που έρχονται σε τρεις προκαθορισμένους συνδυασμούς, Sport, Street, Rain και δύο για να τους καθορίσεις όπως εσύ θέλεις, αν επιλέξεις την χειροκίνητη -κυριολεκτικά γιατί γίνεται με κουμπί- αλλαγή στις σχέσεις του κιβωτίου. Στην αυτόματη λειτουργία του κιβωτίου όπου αλλάζει εκείνο τις σχέσεις, έχεις δύο ομάδες ρυθμίσεων για όλα τα ηλεκτρονικά την D και την D+ με την δεύτερη να είναι σαν την Street της χειροκίνητης λειτουργίας και την πρώτη κάτι ανάμεσα στην Street και την Rain.

Όλα αυτά τα διαχειρίζεσαι από νέα TFT οθόνη για την οποία έχουμε μιλήσει ήδη στην έντυπη έκδοση του MOTO στην αρχή της χρονιάς, είναι έγχρωμη 7 ιντσών με την πλοήγηση να γίνεται δωρεάν πλέον χωρίς συνδρομή, όπως πριν, ενώ η πλοήγηση γίνεται από το νέο διακόπτη τύπου joystick, 5 κατευθύνσεων. Δηλαδή δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω και όταν βρεις την επιλογή σου, πατάς κιόλας και έτσι προκύπτει το 5 για τις κινήσεις του διακόπτη.

Όλοι οι διακόπτες είναι φωτιζόμενοι ενώ και τα φώτα είναι τα δυνατά στοιχεία αυτής της μοτοσυκλέτας, τόσο από πλευράς εμφάνισης που διχάζει το κοινό, όσο και από πλευράς απόδοσης. Με βάση την δοκιμή του απλού στην Ελλάδα, πρέπει να θεωρεί κανείς δεδομένο πως οδηγείς γρήγορα σε επαρχιακό βλέποντας τα πάντα χωρίς να ενοχλείς τον απέναντι και δίχως να κόβεις ρυθμό, ενώ η προσαρμογή στην κλίση της μοτοσυκλέτας ρυθμίζεται και αυτή για να βρει κανείς το ιδανικό για εκείνον.

 

Ηλεκτρονικές αναρτήσεις για Sport και για Touring

Στο ιδανικό για εσένα μπορείς να ρυθμίσεις και τις αναρτήσεις στις ομάδες λειτουργιών C1 και C2 που επιτρέπουν την παραμετροποίηση. Διαφορετικά αναλόγως προγράμματος έχουμε την Α1 ή Α2 ρύθμιση με αρκετή απόσταση ανάμεσά τους στις αποσβέσεις. Πιο αργές στην Α2 με έμφαση στην άνεση, κρατώντας πιο σταθερή την μοτοσυκλέτα στο δυνατό φρενάρισμα. Αντιθέτως στην Α1 η βύθιση εμπρός γίνεται με γνώμονα την μεταφορά βάρους και την προφόρτιση του ελαστικού, με έμφαση στην σπορ οδήγηση και σε πολύ καλό επίπεδο για τις περισσότερες περιπτώσεις. Το μόνο που θα άλλαζα είναι προφόρτιση πίσω, ακόμη και με ένα άτομο για να αλλάξει λίγο και η γεωμετρία κατανομής βάρους. Το GT+ έρχεται με ομολογκαρισμένη έκδοση του T32 της Bridgestone που το marketing της Yamaha προσπαθεί να παρουσιάσει σαν κάτι πρόσθετο που έχουν κάνει για εσένα, μία ειδική έκδοση με χαμηλότερο βάρος. Τα γραμμάρια που έχουν γλιτώσει είναι γιατί η γόμα είναι φλοίδα και ο σκελετός πιο απλός με την έκδοση αυτή να είναι απλά μία φθηνότερη της κανονικής που μάλιστα από φέτος σταματά! Αλλάζετε σε T33 ή Sportsmart MK4 και το Tracer 9 θα αναδείξει ακόμη περισσότερο τις σπορ ικανότητές του!

YAMAHA_TRACER_9_GT
σε αυτή την άσφαλτο οι δυνατότητες του Tracer GT+ ξεδιπλώνονται πλαγιάζοντας με άνεση

Είτε θέλεις να το βάλεις απέναντι στο Multistrada V2 με το οποίο είναι στην ίδια κατηγορία, όταν σε εξοπλισμό είναι πιο κοντά στο V4, είτε με το Kawasaki Versys 1100SE, το GSX-S1000GX, τις GT εκδόσεις της KTM που περιμένουμε ή το μικρό XR της BMW, θα δεις πως το Tracer 9 GT+ συμπληρώνει περισσότερα ή διαφορετικά κουτάκια. Μία κατηγορία από μόνο του, όπως μία κατηγορία ολόκληρη διαφέρει και σε τιμή από την βασική έκδοση, το νέο Tracer 9 GT+ έχει φτιαχτεί για να στρίβει σε επαρχιακούς με την διαφορά πως μπορεί να το κάνει είτε σε όσους βρίσκονται δίπλα στο σπίτι σου, είτε σε νέους, 3 χώρες μακριά. Ιδανική για κάθε μέρα ή για εκείνες τις ξεχωριστές ημέρες του χρόνου που μπορείς να ξεφύγεις από την καθημερινότητα, η Tracer 9 GT+ παίζει κόντρα ρόλους και το κάνει καλύτερα ακόμη και από αυτό που θα σου πει το marketing της Yamaha που προσπαθεί να δημιουργήσει διαφορές για να δικαιολογήσει και την απόσταση τιμής…

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                             

TRACER 9 GT+

Αντιπρόσωπος:

Μοτοδυναμική

Τιμή:

€19.600

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΚΙΤΣΟ

Μήκος (mm):

2.175

Ύψος (mm):

1.440 – 1530

Μεταξόνιο (mm):

1500

Απόσταση από το έδαφος (mm):

135

Ύψος σέλας (mm):

845 / 860

Ίχνος (mm):

106

Γωνία κάστερ (˚):

24,25

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Τύπου διαμάντι

Πλάτος (mm):

900

Βάρος κατασκευαστή γεμάτη (kg):

232

Ρεζερβουάρ (λ):

19 / 3,5

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, Υγρόψυκτος, τρικύλινδρος με 2 ΕΕΚ και 4 Β/κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

78 x 62,1

Χωρητικότητα (cc):

890

Σχέση συμπίεσης:

11,5:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

119/10.000

Ροπή (kg.m/rpm):

9,5/7.000

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

133,7

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

3-1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός Πολύδισκος μονόδρομος με υποβοήθηση

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Με γρανάζια

Τελική μετάδοση / σχέση:

Με αλυσίδα

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ένα αμορτισέρ με μοχλικό

Διαδρομή (mm):

131

Ρυθμίσεις:

Πλήρης με ημι-ενεργητική λειτουργία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

Αλουμινίου

Ελαστικό:

180/55-17

ΦΡΕΝΟ

Ένας δίσκος 267mm με δαγκάνα ενός εμβόλου, UBS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Έγχρωμη TFT 7’’ με ενδείξεις για ταχύτητα, στροφές, επιλεγμένη σχέση κιβωτίου, ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές, ρολόι, μέση κατανάλωση, στιγμιαία κατανάλωση, θερμοκρασία περιβάλλοντος, θερμοκρασία ψυκτικού, επιλεγμένη χαρτογράφηση, οικονομική οδήγηση, traction control, quickshifter 3ης γενιάς, ενιαίο ABS - UBS, χάρτες απόκρισης, σύνδεση smartphone, Υ-ΑΜΤ, keyless, ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενη ζελατίνα, Matrix LED ρυθμιζόμενο, θερμαινόμενα γκριπ και σέλα σε 10 στάδια, βαλίτσες με κεντρικό κλείδωμα, ημι-ενεργητικές αναρτήσεις

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

130

Ρυθμίσεις:

 Πλήρης με ημι-ενεργητική λειτουργία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

 

Ελαστικό:

120/70-17

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 298mm με διπίστονες δαγκάνες