Honda CBR600 F & S (2000-2006): Αρχείο περιοδικού ΜΟΤΟ

Εγκεφαλική απλότητα
26/6/2019
Στο τεύχος του ΜΟΤΟ που θα κυκλοφορήσει την Παρασκευή 28 Ιουνίου, δημοσιεύουμε την παρουσίαση του supersport της Kawasaki ΖΧ-6R και με την ευκαιρία αυτή, αξίζει να θυμηθούμε πώς ήταν τα supersport στην απαρχή του 21ου αιώνα, το 2000. Η παρουσίαση του Honda CBR600 F & S είναι ίσως από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της φιλοσφίας των supersport εκείνης της εποχής, όταν πήγαμε να το οδηγήσουμε στην ολοκαινούργια και άγνωστη -τότε- πίστα της Almeria. Τότε που τα βιράζ της ήταν ακόμη άβαφα (!), ενώ σήμερα αποτελεί πλέον μία από τις ιδανικότερες πίστες δοκιμών και παρουσιάσεων.
 
Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

Εγκεφαλική απλότητα

Ο χρόνος στην Asaka, στο μέρος όπου στεγάζεται το R&D της Honda, κυλάει όπως στο Tennessee. Αφήνουν την ιδέα να ωριμάσει, κι αργά αλλά σταθερά προχωρούν στην εφαρμογή και στη βελτίωσή της. Μόνο που το ανταγωνιστικό περιβάλλον στα supersport 600 δεν είναι μια κάβα γεμάτη με μποτίλιες ουίσκι, αλλά μια τεχνολογική κούρσα στην οποία η Big-H έκανε αγώνα τακτικής. Μόνο έτσι εξηγείται το γεγονός ότι περίμενε τρία ολόκληρα χρόνια για να επιβεβαιώσει τα “κουτσομπολιά των διαδρόμων”, σχετικά με τον ψεκασμό που τελευταία στιγμή αφαιρέθηκε από την προίκα της F4

Ειρωνεία ή τακτική; Η Honda, για την οποία κυκλοφόρησαν οι φήμες για τον σχεδιασμό του πρώτου κινητήρα της κατηγορίας με ψεκασμό από την εποχή που ο πυρετός των supersport 600 χτύπησε κόκκινο, τον παρουσίασε τελικά τρία χρόνια αργότερα - κι αφού πλέον στο σκηνικό υπάρχουν τα TT 600 και GSX-R 600, των οποίων τα καρμπυρατέρ έχουν επίσης περάσει στην ιστορία. Βεβαίως όπως και στην τέχνη, έτσι και στην τεχνολογία δεν υπάρχει παρθενογένεση και πολλές φορές η ωριμότητα μιας ιδέας εκτιμάται και αποδίδει πολύ περισσότερο από την πρωτοτυπία και την επικαιρότητα που μπορεί να διαθέτει.

Hiroyuki Ito: Ο πατέρας του CBR 600. Ο κύριος Hiroyuki Ito, πρώην αγωνιζόμενος και τώρα αρχιμηναχικός στο R&D της Honda, συνέθεσε το παζλ της παράδοσης των CBR, της αγοραστικής τάσης και της φιλοσοφίας της Honda, καταλήγοντας στα καινούργια CBR 600 F & Sport. Άλλωστε η φιλοσοφία μας, λέει ότι η επιλογή της απλούστερης μεταξύ των λύσεων είναι αυτή που πάντα αντανακλούσε και αντανακλά την ιστορική πορεία της Honda.

Την αλήθεια της παραπάνω θεωρίας, κληθήκαμε να ανακαλύψουμε στα μέρη όπου ο Indiana Jones αναζητούσε την περιπέτεια, εκεί όπου ο Κόναν έσφαζε ορδές βαρβάρων, πάνω στους κάλυκες από το ρεβόλβερ του Κλιντ Ίστγουντ. Το “μικρό Χόλυγουντ”, όπως αποκαλείται η Almeria στην παραλία της Ανδαλουσίας, φιλοξένησε αυτή τη φορά μια διαφορετική υπερπαραγωγή, όχι κινηματογραφική. Σ’ ένα περιβάλλον... καρμπόν της Αριζόνα, με το μέσο όρο ύψους της χλωρίδας να μην ξεπερνά τους 50 πόντους, τίγκα στην έρημο και τα βράχια, δεν θα κάλπαζαν ορδές αλόγων μπροστά από τις κινηματογραφικές κάμερες, αλλά τελικιασμένα Honda CBR 600 F μπροστά από φωτογραφικούς φακούς.

Τα καλά παιδιά

Μπορεί η εισαγωγή των ανθρώπων της Honda για το νέο CBR 600F να ξεκινά με την φράση “Όχι πια το καλό παιδί”, αλλά ένας ψεκασμός και το επιθετικότερο ρύγχος δεν είναι ακριβώς αυτό που εννοούμε “αλλαγή προσωπικότητας”. Ανεβαίνοντας πάνω στην σέλα του CBR, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα με το “καλημέρα”. Αυτό που όλοι οι δημοσιογράφοι μουρμούρισαν μέσα από το κράνος καθισμένοι πάνω στα “F” για την πρώτη επαφή στον δρόμο, ήταν μια universal έκφραση, χιλιοειπωμένη μεν, αλλά πέρα για πέρα αληθινή: “Είναι Honda!”

Άλλωστε όπως φρόντισε να τονίσει, προλαβαίνοντας τις κακεντρεχείς σκέψεις, ο Ito-San, ο άνθρωπος που έχει την σχεδιαστική πατρότητα του νέου CBR: “Εμείς δεν επιθυμούσαμε θεαματικές αλλαγές. Αυτό που θέλαμε ήταν να συνδυάσουμε τη νέα, πιο επιθετική προσωπικότητα με την φιλικότητα που ανέκαθεν διέθετε η οικογένεια των CBR.” Εδώ που τα λέμε, πιο εύκολο θα ήταν να βγάλει στην παραγωγή η Harley τετρακύλινδρο supersport χιλιάρι, παρά να ξεφύγουν οι μηχανικοί της Honda από την συγκεκριμένη φιλοσοφία. Με λίγα λόγια, η Big-H ήθελε την αλλαγή, αλλά δεν ήθελε με τίποτε να “τρομάξει” το πιστό, σ’ αυτήν, κοινό.

 

Aπό τη θέση οδήγησης, τη λειτουργικότητα των χειριστηρίων, την απόσταση των κλιπόνς και των μαρσπιέ, μέχρι το κούμπωμα τον ποδιών γύρω από το ρεζερβουάρ και το εντελώς νέο πάνελ των οργάνων, τα πάντα είναι λουσμένα με το ποιοτικό άρωμα της Honda. Σμπαραλιάσανε τα νεύρα μας ψάχνοντας μέχρι να βρούμε κάτι που να δηλώνει βιασύνη ή προχειρότητα στην κατασκευή, αλλά μάταια. Τι διάολο, μοτοσυκλέτες προπαραγωγής κι ούτε η βάση της πινακίδας δεν ήταν αφινίριστη!

Πριν καν προλάβουμε να ξορκίσουμε τα δαιμόνια του μυαλού που έψαχναν από νωρίς εστίες κακού, για να βρούνε έστω και ένα ψεγάδι πάνω στην συμπεριφορά και στην απόδοση του CBR 600F, κρατούσαμε στα χέρια μας το road book και δεχόμασταν τις τελευταίες επεξηγήσεις στο briefing. “Καλό θα είναι να ακολουθήσετε την διαδρομή, καθώς έχουμε ειδοποιήσει την τροχαία και δεν πρόκειται να σας ενοχλήσει. Αν πάλι μπείτε μέσα σε κάποιο από τα χωριά της διαδρομής, προσπαθήστε να συμμορφωθείτε με τα όρια ταχύτητας. Αν τώρα δεν... τα καταφέρετε, οι κάτοικοι θα δείξουν κατανόηση.” Ωραία, γεύση από Ελλάδα, καθώς, εμμέσως πλην σαφώς, τα ινδιανιλίκια νομιμοποιήθηκαν από τους ανθρώπους της Honda Europe, ενώ το σκηνικό παρά το χρώμα της ερήμου παρέπεμπε στην ελληνική επαρχία. Ίσα για να νιώσουμε κι εμείς πιο άνετα κάνοντας την δουλειά μας.

Ένα σκαλί ψηλότερα

Η τετρακύλινδρη φιλαρμονική από τις 20 περίπου μοτοσυκλέτες που περίμεναν τους δημοσιογράφους ξεκίνησε εν χορώ, με το ντεμπούτο του αυτόματου συστήματος bypass στο CBR 600, το οποίο τροφοδοτεί με έξτρα αέρα τα σώματα του ψεκασμού για απροβλημάτιστη εκκίνηση. Ήδη από τα πρώτα μέτρα γίνεται αισθητή η εξαιρετικά ελαφριά αίσθηση του μπροστινού, σε σημείο μάλιστα που τα δαιμόνια τα οποία καραδοκούν, να κάνουν πάρτι φαντασιώνοντας ασάφειες και tank slapping, μόλις το CBR αρχίσει να τσακώνεται με τα σαμάρια της ασφάλτου. Οποία πλάνη όμως, με το πάρτι να μένει χωρίς αντικείμενο, καθώς η σταθερότητα του μπροστινού μπορεί να παρομοιαστεί μόνο με τη σιγουριά ράγας σιδηροδρόμου. Με όσα χιλιόμετρα κι αν περάσει πάνω από ανωμαλίες του οδοστρώματος, το CBR δεν πρόκειται να επιδοθεί ποτέ σε... αντίστοιχες ανωμαλίες. Ο λόγος κρύβεται στο εσωτερικό του χυτού τμήματος του λαιμού, το οποίο απέκτησε τρεις ενισχυτικές ράβδους. Οι δυνάμεις που περνούν από το πιρούνι αποσβένονται στο λαιμό, παρέχοντας μεν επαρκή πληροφόρηση στον αναβάτη, αλλά όχι ικανή για να επηρεάσει στο ελάχιστο την συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας.

Η ακαριαία ανταπόκριση στις αντιδράσεις του αναβάτη, αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα

Από τις πρώτες κιόλας εμπειρίες, το CBR αφήνει τις κακόβουλες προσδοκίες ανικανοποίητες, κάτι που καταφέρνει και το συνολικό στήσιμο της μοτοσυκλέτας. Παρά τη γενικότερη μαλακή αίσθηση των αναρτήσεων, το σύνολο είναι αρμονικά δεμένο και εμπνέει σιγουριά και ασφάλεια. Αυτό είναι το μεγάλο του πλεονέκτημα - αλλά και μειονέκτημα για συγκεκριμένη μερίδα αναβατών. Το νέο CBR 600F είναι η μοτοσυκλέτα που θα προσφέρει σιγουριά και εμπιστοσύνη “καθαρίζοντας” στις δύσκολες καταστάσεις χωρίς να προκαλέσει τρόμο. Κρατά την επικίνδυνη για την ψυχική ηρεμία του αναβάτη πληροφόρηση μακριά, σε αντίθεση με άλλες μοτοσυκλέτες που θα καταφέρουν το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα, με περισσότερο όμως feedback και προβληματισμό του αναβάτη, που επικεντρώνεται στην συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας και λιγότερο στην οδήγηση. Αυτή η εγκεφαλική απλότητα του CBR, μπορεί να παρερμηνευτεί πολύ εύκολα ως έλλειψη συγκινήσεων. Η ανθρωποκεντρική όμως φιλοσοφία της Honda επιτάσσει ακριβώς αυτή την θεώρηση των πραγμάτων και προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται η μοτοσυκλέτα. Αυτό μάλιστα είναι και κάτι που κυριαρχεί πάνω στον τρόπο με τον οποίο οι μηχανικοί της Honda επέλεξαν να αποδίδει τη δύναμή του ο κινητήρας. Χωρίς καμία διαφορά σε απόλυτα νούμερα επιδόσεων, σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο, η αναπόφευκτη σύγκριση των δύο κινητήρων δείχνει δύο εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες.

Εκεί που στο “F4”, η απόδοση της δύναμης στην περιοχή μεταξύ 2.000 και 5.000 σ.α.λ. ήταν άσκηση υπομονής, στο νέο “F” οι παιδικές ασθένειες έχουν ξεπεραστεί και όχι μόνο υπάρχει σαφώς μεγαλύτερη παροχή ισχύος, αλλά κι ο ρυθμός με τον οποίο ανεβαίνουν οι στροφές είναι πολύ πιο ζωντανός. Με γνώμονα την γραμμικότητα και την προοδευτικότητα, ο ψεκασμός κάνει αισθητή τη διαφορά. Η απόκριση είναι αμεσότερη, αλλά όχι απότομη, πράγμα που σημαίνει ότι μόλις οι αντιδράσεις του αναβάτη προσαρμοστούν στα γρηγορότερα δεδομένα – κι αυτό γίνεται σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα – το εύρος της δύναμης που μπορεί να εκμεταλλευτεί, προκύπτει πολύ μεγαλύτερο. Σ’ αυτό βέβαια συμβάλλει και η κατά δύο δόντια κοντύτερη σχέση τελικής μετάδοσης στο πίσω γρανάζι, καθώς η μέγιστη ιπποδύναμη αποδίδεται σε περισσότερες στροφές κι η αίσθηση της επιτάχυνσης θα μειωνόταν σημαντικά με τις υπάρχουσες σχέσεις. Ακόμη όμως και μ’ αυτόν τον συνδυασμό σχέσεων και απόδοσης της δύναμης, η ισχύς του CBR προσφέρει την τελευταία ρανίδα... ίππων στις 12.500 σ.α.λ. Από ‘κει και πάνω η δύναμη παίρνει την κατιούσα, μετατρέποντας το κράτημα του γκαζιού ανοιχτό σε απλό βασανιστήριο. Μάλιστα με την έκτη και τελευταία σχέση στο κιβώτιο, χάνει κάθε νόημα η διατήρηση της βελόνας του στροφόμετρου πάνω από τις 13.000 σ.α.λ. για πολλή ώρα, καθώς η προστασία από τον αέρα, σε ταχύτητες κοντά στην τελική του CBR, δεν επαρκεί για να κρατηθεί το κράνος σταθερό. Όσο σκυμμένος κι αν είναι ο αναβάτης με το κεφάλι πάνω από το ρεζερβουάρ, η μοναδική απόλαυση που θα κερδίσει θα είναι το ηχητικό εφέ του μανιασμένου ρουφήγματος αέρα από το μεγαλύτερο κατά 1,5 λίτρο φιλτροκούτι, το οποίο κατέλαβε τον χώρο που δημιουργήθηκε με την απομάκρυνση των καρμπυρατέρ.

...οι διαφορές δεν είναι θεαματικές αλλά είναι όσες χρειάζονται ώστε οι ενδιαφερόμενοι αναβάτες να βρουν μια έτοιμη και γερή βάση για μια αγωνιστική μοτοσυκλέτα με μικρό κόστος...

Η αγωνία για το άγνωστο

Στο πρόγραμμα της παρουσίασης το έγραφε ξεκάθαρα: “Η δοκιμή των CBR 600FS θα γίνει στο Circuito de velocidad de Almeria e Tabernas”. Μια πίστα εντελώς άγνωστη, χτισμένη μόλις πριν από ένα χρόνο στην Ανδαλουσία με... Αυστριακό ιδιοκτήτη! Ειδικά αυτό το τελευταίο “Tabernas” μας έκανε λίγο επιφυλακτικούς σχετικά με το τι θα συναντούσαμε. Το μυστήριο λύθηκε σ’ ένα εντελώς άγονο σκηνικό ερήμου, ανάμεσα σε ξερούς λόφους. Ένα ασφάλτινο φιδάκι μήκους 4,2 χιλιομέτρων έσπαγε την μονοτονία του χώματος, ενώ τα βιράζ ήταν άγνωστο είδος. Η χαριστική βολή ήρθε δια στόματος των ανθρώπων της Honda στη τελευταία ενημέρωση: “Η πίστα χρειάζεται προσοχή γιατί έχει τουλάχιστον τρία τυφλά σημεία και χασίματα. Ο Pere Riba – οδηγός της Honda στo παγκόσμιο πρωτάθλημα SS 600 – ο οποίος έχει προτείνει τις ρυθμίσεις των αναρτήσεων για την συγκεκριμένη πίστα, θα σας οδηγήσει για μερικούς γύρους μέχρι να δείτε τις γραμμές”. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι δεν έπρεπε να τρομοκρατηθούμε τόσο. Έπρεπε να τρομοκρατηθούμε περισσότερο... Πέρα από τα χασίματα και την έλλειψη των βιράζ, πέρα από το ότι η παραμικρή απόκλιση του βλέμματος από τη σωστή γραμμή σήμαινε αυτομάτως έξοδο, είχαμε και τα χώματα στην άκρη της ασφάλτου να μας δυσκολεύουν τη ζωή σε όλο το μήκος της πίστας. Μοναδικός σύμμαχος σ’ αυτή την περιπέτεια, το CBR.

 Η πρώτη σημαντική διαφορά που γίνεται αντιληπτή από τους πρώτους αναγνωριστικούς γύρους, είναι η θετική αντίδραση κι η ευκολία που το “FS” αλλάζει κλίσεις άμεσα κι αποφασιστικά. Σε μια πίστα στην οποία σχεδόν για τέσσερα χιλιόμετρα βρίσκεσαι κρεμασμένος είτε από τη μία είτε από την άλλη μεριά της μοτοσυκλέτας, αυτή η ακαριαία ανταπόκριση στις αντιδράσεις του αναβάτη, αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα. Η διαφορά μάλιστα σε σχέση με την απλή έκδοση του “F”, όπου η προσπάθεια που καταβάλει ο αναβάτης για να πλασάρει τη μοτοσυκλέτα πριν την στροφή είναι αισθητά μεγαλύτερη, αποδίδεται στο ότι στη δοκιμή για το δρόμο τα ρεζερβουάρ ήταν γεμάτα με βενζίνη, ενώ στην πίστα το καύσιμο ήταν όσο έπρεπε για τα εικοσάλεπτα των δοκιμών. Μικρότερο βάρος, συγκεντρωμένο πιο χαμηλά και το CBR “χόρευε” στα αλλεπάλληλα σικέην με χαρακτηριστική άνεση.

Στα πολύ σφιχτά κομμάτια – στο 80% δηλαδή της πίστας – η σιγουριά του μπροστινού ήταν λυτρωτική. Σταθερό και ελαφρύ, αλλά χωρίς ασάφειες ή ταλαντώσεις που θα έκαναν τα κλιπόνς να χτυπήσουν το ρεζερβουάρ, το πιρούνι του “FS” ήταν η εγγύηση για γρήγορη και ασφαλή έξοδο. Ακόμη και στο σφιχτότερο εσάκι που έχω βρεθεί ποτέ, όπου η είσοδος προϋπέθετε φρένα υπό κλίση με σκασμένη τρίτη, κατέβασμα σε πρώτη και πλασάρισμα πάνω από σαμαράκια για την αριστερή, απότομο χαστούκι δεξιά και τέρμα γκάζι για τις δύο επόμενες δεξιές πριν τη μεγάλη ευθεία, το CBR δεν έβγαλε τον μπροστινό τροχό εκτός γραμμής ούτε μία φορά. Όσο ο καιρός, η διάθεση και τα λάστιχα ζεσταινόντουσαν, με ανάλογη αύξηση της πίεσης στο συγκεκριμένο κομμάτι, μόνο τότε το σχετικά μαλακό αμορτισέρ παρουσίασε ελαστικότητες και αισθητές μεν, αλλά ακίνδυνες πλαγιολισθήσεις του πίσω τροχού.

Μικρότερο βύθισμα, καλύτερη απόδοση;

Αυτή η εκ πρώτης όψεως ποντικοπαγίδα, με τις αμέτρητες στροφές – φάκες και τις υψομετρικές διαφορές, απαιτεί αρκετή δουλειά και εξοικείωση για να σου αποκαλύψει το μυστικό της. Η πίστα που θα μισούσαν οι τεμπέληδες και θα λάτρευαν αυτοί που “δουλεύουν” πάνω στη μοτοσυκλέτα, μεταμορφώνεται σ’ ένα απίστευτο λούνα παρκ μόλις ανακαλύψεις τη ροή της. Τεχνική μεν αλλά και γκαζερή, το να οδηγήσεις στρωτά και γρήγορα είναι θέμα γραμμών και εμπιστοσύνης στη μνήμη σου. Η λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα λέγεται “CBR 600FS”. Ο ρυθμός και ο τρόπος με τον οποίο παρέχεται η δύναμη, καταργούν το κιβώτιο σε μεγάλο μέρος της διαδρομής κι ο έλεγχος εναπόκειται στον δεξιό καρπό. Συνηθισμένοι από την απόδοση του “F” με την μικρή διάρκεια της δύναμης ψηλά, χρειάστηκε να περάσει λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσουμε την ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στις δύο εκδόσεις.

Στα τεχνικά χαρακτηριστικά των δύο CBR, τρία είναι τα σημεία στα οποία εντοπίζονται οι σημαντικότερες διαφορές: Τα δύο ομόκεντρα ελατήρια των βαλβίδων του “FS” έναντι ενός του “F”, το μικρότερο βύθισμα των βαλβίδων του “FS” και η κατά ένα δόντι κοντύτερη τελική μετάδοση στο πίσω γρανάζι του Sport. Η συνεργασία αυτών των, φαινομενικά αδιάφορων μεταξύ τους λεπτομερειών, έχει σαν πρακτικό αποτέλεσμα το κράτημα του γκαζιού ανοιχτό για περισσότερη ώρα - και κατ’ επέκταση την σχέση στο κιβώτιο. Μειώνοντας το βύθισμα των βαλβίδων γίνεται μια μικρή θυσία της δύναμης στην μεσαία περιοχή στροφών, αλλά δίνεται η δυνατότητα να ανέβουν οι στροφές, καθώς η ορμή των βαλβίδων είναι μικρότερη, άρα μειώνεται η πιθανότητα για ανάδραση χτυπώντας πάνω στις έδρες τους.

Τα δύο ελατήρια με την διαφορετική ιδιοσυχνότητα εγγυώνται ότι το κλείσιμο των βαλβίδων θα γίνει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ενώ το ελαφρώς κοντύτερο γρανάζωμα ισοσταθμίζει την αίσθηση της επιτάχυνσης με την έλλειψη της δύναμης στην συγκεκριμένη περιοχή στροφών. Η ορθότητα της συγκεκριμένης επιλογής, επιβεβαιώθηκε στην μεγάλη ευθεία του “Circuito de Almeria”, όπου, στύβοντας το γκριπ του γκαζιού κρατώντας το μόνιμα στο στοπ, οι αλλαγές των ταχυτήτων δεν είχαν λόγο να γίνουν κάτω από τις 14.000 σ.α.λ., με την παροχή ισχύος να διατηρείται σταθερή κι επίπεδη μέχρι εκεί. Το συγκεκριμένο πλεονέκτημα μεταφράζεται σε πολύτιμα δευτερόλεπτα, κερδισμένα από λιγότερες αλλαγές ταχυτήτων. Σύμμαχος στην μάχη με τα δευτερόλεπτα είναι και τα απολύτως προοδευτικά και με αίσθηση φρένα του CBR. Η πληροφορία από τη μανέτα και τον λεβιέ είναι ακριβής κι η επικοινωνία του αναβάτη με τις δαγκάνες της Nissin γίνεται αμφίδρομα και αποτελεσματικά.

“Στόχος μας η απόλαυση του αναβάτη”

Το τέλος της δοκιμής των νέων CBR ακολούθησε καταιγισμός ερωτήσεων από τους Ιάπωνες και ευρωπαίους μηχανικούς σχετικά με τις παρατηρήσεις μας για τις μοτοσυκλέτες. Οι άνθρωποι της Honda κυνηγούσαν του δημοσιογράφους ακόμη και στις τουαλέτες με τα ερωτηματολόγια στο χέρι, ζητώντας την πρώτη εντύπωση για τα πάντα. Από την απόδοση και το στήσιμο, μέχρι τις χρωματικές επιλογές. Ο μόνος που δεν πολιορκούσε τους δημοσιογράφους, αλλά επεξεργαζόταν τις μοτοσυκλέτες που μόλις είχαν επιβιώσει από τα βασανιστήρια των δοκιμών, ήταν ο Hiroyuki Ito. Τα λάστιχα, οι αλυσίδες, οι αναρτήσεις, οι κινητήρες περνούσαν από τον έλεγχο του, γεμάτου αγωνία, βλέμματος του Ito-san.

Μπορεί και οι δύο εκδόσεις του CBR να είναι ακριβώς ίδιες ακόμη και χωρίς την περιβολή τους, αλλά το μαύρο χρώμα του πλαισίου του "S" προσθέτει σαφώς αγωνιστικές καταβολές και διαχωρίζει εμφανώς τη θέση του από το -"καλό παιδί"- F

Σε μια τέτοια στιγμή αδυναμίας, ο “πατέρας” των νέων CBR 600 F και Sport μας έλυσε μέρος του προβληματισμού που απασχολεί την πλειοψηφία του ειδικού τύπου παγκοσμίως: Γιατί η Honda κατασκεύασε δύο μοτοσυκλέτες που φαινομενικά είναι το ίδιο πράγμα; “Κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι στόχος μας ήταν η ικανοποίηση του κοινού μας, κι αυτοί οι άνθρωποι είναι που ζητούσαν κάτι που θα είναι σαφώς αναβαθμισμένο, αλλά όχι μακριά από την παράδοση των CBR. Σαφώς και χρησιμοποιήσαμε σαν βάση το προηγούμενο μοντέλο, αλλά από κει και πέρα εργαστήκαμε πάνω στην κατεύθυνση της φιλικής προσωπικότητας. Σ’ ό,τι αφορά το Sport, οι διαφορές δεν είναι θεαματικές αλλά είναι όσες χρειάζονται ώστε οι ενδιαφερόμενοι αναβάτες να βρουν μια έτοιμη και γερή βάση για μια αγωνιστική μοτοσυκλέτα με μικρό κόστος. Όπως ακριβώς δηλαδή κινηθήκαμε με το VTR 1000 SP-1. Άλλωστε η φιλοσοφία μας λέει ότι η επιλογή της απλούστερης μεταξύ των λύσεων είναι αυτή που πάντα αντανακλούσε και αντανακλά την ιστορική πορεία της Honda.”

Το αγωνιστικό κιτ του νέου CBR, του οποίου η πώληση θ’ αρχίσει παράλληλα με την πώληση των CBR 600FS, περιλαμβάνει τα πάντα: Από εκκεντροφόρους και γρανάζια κιβωτίου, μέχρι διαφορετικό σώμα για τον ψεκασμό, άλλα ελατήρια βαλβίδων, ψυγείο και διαφορετική κεντρική μονάδα
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ            Honda CBR 600 F (Sport)            
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2.065
Ύψος (mm):
1.135
Μεταξόνιο (mm):
1.390
Απόσταση από το έδαφος (mm):
135
Ύψος σέλας (mm):
810
Ίχνος (mm):
96
Γωνία κάστερ (˚):
24
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Αλουμινένιο δύο δοκών
Πλάτος (mm):
685
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
170 / -
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
18 / 3,5
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, τετρακύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
67 x 42,5
Χωρητικότητα (cc):
599
Σχέση συμπίεσης:
12:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
110/12.500 (σ.σ. η πραγματική ιπποδύναμη που μετρήθηκε μεταγενέστερο άρθρο του ΜΟΤΟ 98,3/12.400)
Ροπή (kg.m/rpm):
6,6/ 10.500 (σ.σ. η πραγματική ροπή που μετρήθηκε μεταγενέστερο άρθρο του ΜΟΤΟ 6,1/9.900)
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
183,6
Τροφοδοσία:
Ηλεκτρονικά ελεγχόμενος ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
4 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια / 1,822
Τελική μετάδοση / σχέση:
Με αλυσίδα / 2,813
 
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,833
2α
2,062
3η
1,647
4η
1,421
5η
1,272
6η
1,173
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Μονό αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
120
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
17 x MT5,5
Ελαστικό:
180 / 55 – ZR17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 220mm με δαγκάνα ενός εμβόλου
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Στροφόμετρο, ψηφιακές ενδείξεις ταχυμέτρου, μερικού και δύο ολικών χιλιομετρητών, ρολόι, στάθμη καυσίμου, θερμοκρασία ψυκτικού και ενδεικτικές λυχνίες για νεκρά/φλας/μεσαία και μεγάλη σκάλα φώτων/immobilizer
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
120/43
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
17 x MT3,5
Ελαστικό:
120 / 70 – ZR17
Πίεση:
 
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι 296mm με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων

 

Δοκιμή Kymco Downtown 350i Noodoe: Ένα σκαλί πάνω

Με στόχο την καρδιά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2022

Το επανασχεδιασμένο Downtiwn 350i της Kymco με το σύστημα Noodoe έφερε πρώτο στην κατηγορία του την νέα εποχή της τεχνολογίας multimedia. Στη δοκιμή που αναδημοσιεύουμε από το τεύχος 594 του Περιοδικού ΜΟΤΟ αναλύουμε και τις ευρύτερες πτυχές της προσωπικότητάς του που η Kymco ισχυρίζεται πως θα σε κάνουν να το αγαπήσεις:

Συμπληρώνοντας τα 50 χρόνια της, η Kymco αποφάσισε να ανέβει ένα σκαλί πάνω στους τομείς των δυναμικών χαρακτηριστικών, των επιδόσεων και της τεχνολογίας. Το πρώτο δείγμα της νέας φιλοσοφίας, “Win My Hart”, ήταν φυσικά το AK 550 και από τότε συνεχίζει να μας εκπλήσσει ευχάριστα με κάθε καινούριο scooter που παρουσιάζει. Μέσα σε αυτό το πνεύμα αλλαγής κινείται και το ανανεωμένο Downtown 350i

 

Η Kymco ήταν πάντα μια εταιρεία που τα scooter της ακολουθούσαν το δόγμα του “value for money”. Για τα χρήματα που έδινες για να τα αγοράζεις, σχεδόν όλα τα μοντέλα της σε ικανοποιούσαν σε όλους τους τομείς. Κανένα πρόβλημα έως εδώ και θα μπορούσαν να συνεχίσουν πάνω σε αυτή τη φιλοσοφία για πολλά χρόνια ακόμα. Όμως ο πρόεδρος που ανέλαβε τα ηνία της εταιρείας λίγο πριν συμπληρώσει 50 χρόνια ιστορίας η Kymco, είναι νέος και φιλόδοξος. Ήθελε τα scooter της Kymco να κερδίζουν την καρδιά του ιδιοκτήτη τους. Να τα αγοράζει δηλαδή επειδή θα τα “γουστάρει” και όχι μόνο επειδή είναι “καλή αγορά”. Αυτό βέβαια δεν γίνεται από την μία μέρα στην άλλη και κυρίως δεν γίνεται αν το ίδιο το προϊόν δεν μπορεί να υποστηρίξει αυτή την νέα φιλοσοφία. Είναι από τις περιπτώσεις που όσο κι αν φωνάζεις: “Αγαπήστε με!” κανείς δεν θα το κάνει αν πραγματικά δεν αξίζεις την αγάπη τους. Ευτυχώς η Kymco το γνωρίζει αυτό και φρόντισε να δώσει υπόσταση στο σύνθημα Win My Heart.

Προφανώς όταν ξεκινάς από μια λευκή κόλλα χαρτί, όπως στην περίπτωση του AK 550 και του X-citing 400i, είναι πιο εύκολο να φτιάξει ένα scooter που να ενστερνίζεται τη νέα φιλοσοφία σχεδιασμού. Όμως τα πράγματα γίνονται δύσκολα, όταν θα πρέπει να μεταλαμπαδεύσεις το πνεύμα της αλλαγής πορείας σε ένα ήδη επιτυχημένο μοντέλο σου, που ο κόσμος γνωρίζει τι να περιμένει από αυτό.  Σε αυτή την περίπτωση το ρίσκο αυξάνεται δυσανάλογα, διότι με μια μεγάλη αλλαγή μπορεί να χάσεις τους παραδοσιακούς πελάτες, χωρίς να είναι βέβαιο πως θα κερδίσεις νέους. Το νέο Downtown 350i σίγουρα έβαλε τους σχεδιαστές μπροστά σε αυτό το δίλλημα.

Με την πρώτη ματιά

Τα θετικά μηνύματα ξεκινούν από την πρώτη σου επαφή με το Downtown 350i πριν το καβαλήσεις. Το επίπεδο του φινιρίσματος, της συναρμογής και της βαφής των πλαστικών βρίσκονται σε αυτό που αποκαλούμε premium κατηγορία. Ο σχεδιασμός δεν ξεφεύγει από τις βασικές αρχές της κατηγορίας των touring μοντέλων, έχοντας μεγάλη μετωπική επιφάνεια, μεσαίου ύψους ζελατίνα, φαρδιά και μεγάλου μήκους δίπατη σέλα και φυσικά άφθονους αποθηκευτικούς χώρους.

Η εργονομία της θέσης οδήγησης είναι πάντα θέμα προς συζήτηση σε αυτού του είδους τα scooter, καθώς οι κατασκευαστές πρέπει να θυσιάσουν έναν τομέα για να κερδίσουν κάτι σε κάποιον άλλο. Μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους κάτω από την σέλα και ταυτόχρονα χαμηλού ύψους σέλα δεν γίνεται να έχεις. Κάποιοι κλέβουν αφρώδες από την σέλα, κάποιοι άλλοι μειώνουν τη χωρητικότητα του ρεζερβουάρ, κάποιοι άλλοι μειώνουν τις διαδρομές των αναρτήσεων. Ότι από τα παραπάνω κι αν διαλέξεις, στο τέλος τη νύφη θα την πληρώσει η άνεση.

Στην περίπτωση του Downtown 350i η Kymco κατάφερε να βάλει τουλάχιστον τα δύο από τα τρία καρπούζια κάτω από μια μασχάλη. Η άνεση είναι κορυφαία για αυτή την κατηγορία, με τις αναρτήσεις να έχουν επαρκέστατη ωφέλιμη διαδρομή και η σέλα διαθέτει πλούσιο αφρώδες υλικό. Την ίδια στιγμή, η απόσταση της σέλας από το έδαφος είναι μικρή, κάνοντας το Downtown 350i μία από τις καλύτερες επιλογές για όποιον έχει σωματικό ύψος κάτω από 1,70μ και θέλει χώρους για δύο κράνη κάτω από την σέλα. Η εργονομία της θέσης οδήγησης σε τοποθετεί σε μια τυπική για την κατηγορία στάση σώματος, όπου σε βολεύει περισσότερο να τεντώνεις τα πόδια σου εμπρός, παρά να σχηματίζουν ορθή γωνία με το δάπεδο της ποδιάς.

Γενικά το πάτωμα της ποδιάς είναι κάπως ψηλά τοποθετημένο και θα βολέψει μόνο τους μικρόσωμους αναβάτες. Αυτό δεν είναι απαραίτητα μειονέκτημα. Αντιθέτως είναι από τα βασικά πλεονεκτήματα του Downtown 350i, διότι δεν βρίσκεις εύκολα πλέον στην αγορά scooter με τόσο μεγάλο χώρο κάτω από την σέλα και ταυτόχρονα να πατάς με τα δύο πόδια κάτω στα φανάρια. Επίσης, δύσκολα θα βρεις σε αυτή την κατηγορία κυβισμού και τιμής, τόσο πλούσιο εξοπλισμό άνεσης. Το Downtown 350i του τεστ μας είναι η έκδοση με το ενσωματωμένο σύστημα πολυμέσων Noodoe και κοστίζει 5.595€, ενώ για όσους δεν είναι οπαδοί των smartphone και του… “ιντερνέτ” μπορούν να αγοράσουν την έκδοση που δεν έχει το Noodoe με τιμή 4.994€.

Κρίνοντας με βάση την τιμή, οι δύο εκδόσεις προσφέρουν κορυφαίο εξοπλισμό, που δεν βρίσκεις ούτε τα πιο ακριβά scooter αυτού του κυβισμού. Μάλιστα κάποια στοιχεία εξοπλισμού του Downtown 350i ήταν μέχρι σήμερα προνόμιο μόνο για όσους πλήρωναν πάνω από 10.000€. Για παράδειγμα οι ρυθμιζόμενες μανέτες, ο φωτιζόμενος χώρος κάτω από τη σέλα με μοκέτα για να μην γδέρνονται και να μην κοπανάνε τα πράγματα που βάζεις μέσα, είναι μεν αυτονόητα, όμως δεν τα βρίσκεις εύκολα σε αυτή την τιμή. Πολύ περισσότερο δεν βρίσκεις scooter με σύστημα πολυμέσων σαν το Noodoe. Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στις δυνατότητές του και κάθε φορά θα προσθέτουμε κι άλλες, διότι το μεγάλο του πλεονέκτημα είναι το ανοιχτό λογισμικό του. Έτσι σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα συστήματα αυτού του είδους (βασικά μόνο το BMW C 400X των 10.000€ προσφέρει κάτι αντίστοιχο) που το λογισμικό είναι κλειδωμένο και μετά από λίγα χρόνια ξεπερνιούνται τεχνολογικά και εν τέλει γίνονται άχρηστα, το Noodoe ακολουθεί πιστά τις τεχνολογικές εξελίξεις των smartphone. Οπότε οι χάρτες του Navi και οι πληροφορίες που προβάλλονται στη στρογγυλή έγχρωμη οθόνη στη μέση των οργάνων, διαρκώς ανανεώνονται.

Οι απαντήσεις είναι στο δρόμο

Ο εξοπλισμός άνεσης και οι τεχνολογίες που ενσωματώνει το Noodoe, σαφώς κάνουν πολύ ελκυστικό το Downtown 350i για όποιον επιζητά ένα μεγάλο και σύγχρονο scooter, χωρίς να δώσει μια περιουσία. Όμως στην αρχή του κειμένου είπαμε πολλά για τη νέα φιλοσοφία Win My Heart της Kymco. Αρκούν άραγε τα φωτάκια και τα κουμπάκια για να κερδίσει την καρδιά σου ένα scooter; Στην πραγματικότητα όχι! Εκείνο που προσθέτει επιπλέον αξία, ήταν και πάντα θα είναι η συνολική ποιότητα λειτουργίας. Πάνω σε αυτό δούλεψαν οι σχεδιαστές της Kymco στα AK 550 και X-citing 400i, οπότε δεν αποτελεί έκπληξη που το ανανεωμένο Downtown 350i βαδίζει σε αυτό το μονοπάτι. Το σύνθημα δίνει ο νέος κινητήρας G5-SC με τη δύναμη και τη γραμμική απόδοσή του. Η μετάδοση έχει κάποιους κραδασμούς από τον ιμάντα όταν χουφτώνεις το γκάζι στις επιταχύνσεις, όμως με σταθερό το δεξί χέρι δεν υπάρχει ίχνος κραδασμών και το Downtown 350i έχει ποιότητα κύλισης που θυμίζει Rolls Royce! Σε αυτό βοηθάνε φυσικά οι μαλακές αναρτήσεις και η αφράτη σέλα.

Έτυχε να κάνει αρκετό κρύο τις ημέρες του τεστ και αυτό μας έδωσε την ευκαιρία να εκτιμήσουμε τον σχεδιασμό της ποδιάς και την προστασία που πραγματικά προσφέρει. Βέβαια ο μεγάλος όγκος του Towntown 350i περιορίζει την ευελιξία του μέσα στην πυκνή κίνηση της πόλης και η μεγάλη επιφάνεια πλαστικών είναι φυσιολογικό να το κάνουν ευαίσθητο στους δυνατούς πλάγιους ανέμους. Παρ’ όλα αυτά, προτιμάμε την προστασία και την άνεση του Downtown 350i, παρά τις σκληρές αναρτήσεις και την ανεπαρκή προστασία από το κρύο των σπορ scooter της μεσαίας κατηγορίας. Άλλωστε οι λέξεις “σπορ” και “scooter” ακούγονται σαν ανέκδοτο όταν μπαίνουν μαζί στην ίδια πρόταση.

Το Downtown 350i προφανώς είναι ασφαλές σε όλες τις ταχύτητες και με αυτόν το νέο κινητήρα κρατάει εύκολα τα 140km/h στο κοντέρ, ανεξαρτήτως συνθηκών. Έχει πολύ καλά φρένα, με το συνδυασμένο ABS να είναι της Bosch. Απλώς δεν είναι από τα scooter που σε παροτρύνουν να τα οδηγείς “τέρμα γκάζι”. Αν το αγοράσεις για την άνεση, τον εξοπλισμό και την πρακτικότητα των μεγάλων αποθηκευτικών χώρων του, θα κερδίσει την καρδιά σου. Στα σημαντικά πλεονεκτήματά του είναι και η τετραετής εγγύηση της αντιπροσωπείας.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ           

Αντιπρόσωπος:

MOTOTRED S.A.

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2250

Ύψος (mm):

1310

Μεταξόνιο (mm):

1553

Ύψος σέλας (mm):

770

Γωνία κάστερ (˚):

 

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

610

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

780

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

780

Απόσταση σέλας – μαρσπιέ συνεπιβάτη (mm):

580

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

 

198kg (χωρίς καύσιμο: 188,4kg)

Πίσω

58,8%

Εμπρός

41,2%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

+5%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο, σωληνωτό

Πλάτος (mm):

780

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

179/-

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος μονοκύλινδρος υγρόψυκτος, 4 βαλβίδες, 1 ΕΕΚ

Χωρητικότητα (cc):

321

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

30,1/7.500

Ροπή (kg.m/rpm):

3,5/5.750

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

93,7

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

1 σε 1, με καταλύτη

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ, αντλία λαδιού

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Αυτόματος φυγοκεντρικός

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Ιμάντας/συνεχώς μεταβαλλόμενη

Τελική μετάδοση / σχέση:

Ιμάντας/συνεχώς μεταβαλλόμενη

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Δύο αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

Δ/Α

Ρυθμίσεις:

Καμία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

Χυτή αλουμινίου, 13”

Ελαστικό:

150/70-13

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος με δαγκάνα δύο εμβόλων και συνδυασμένο ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ηλεκτρονικό ταχύμετρο, ψηφιακές ενδείξεις για στάθμη βενζίνης, μερικό και ολικό χιλιομετρητή, ενδεικτικές λυχνίες, φώτα LED, σύστημα πολυμέσων Noodoe, εργαλεία

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

Δ/Α

Ρυθμίσεις:

Καμία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

Χυτή αλουμινίου, 14”

Ελαστικό:

120/80-14

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος με δαγκάνα δύο εμβόλων και συνδυασμένο ABS

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

4,4

Ελάχιστη

4,2

Μέγιστη

6

Αυτονομία (km):

284

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

68

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

12,5/3