Honda CRF450R (2015)

Έχει το κουμπί της
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

20/10/2017

Για την CRF450 του 2015 η Honda μπήκε για τα καλά στο σχεδιαστήριο κάνοντας πολλές αλλαγές και βελτιώσεις με γνώμονα την βελτίωση της δύναμης αλλά και του χειρισμού

Το συγκεκριμένο άρθρο γράφτηκε το 2015 και δημοσιεύθηκε στο τεύχος 544 του ΜΟΤΟ, και αφορά την πληρέστερη και πιο ολοκληρωμένη δοκιμή του Honda CRF 450R, έτσι όπως μόνο το ΜΟΤΟ έχει τη δυνατότητα να κάνει

Η πορεία της CRF450 από την παρουσίασή της για πρώτη φορά το 2002 μέχρι και σήμερα έχει να επιδείξει μια αξιοζήλευτη πορεία, αλλά και σκαμπανεβάσματα που έφεραν προβληματισμό.
Αν μπορούσαμε να οριοθετήσουμε τις περιόδους που είναι τρεις αυτά τα 13 χρόνια που υπάρχει η CRF450, θα λέγαμε ότι η πρώτη περίοδος από το 2002 έως το 2008 ήταν η ένδοξη, αφού σε αυτή την εξαετία η CRF έγινε το σημείο αναφοράς σαν η καλύτερη τετράχρονη μοτοσυκλέτα ΜΧ που υπήρχε εκείνη την εποχή, όπως και μεγάλη εμπορική επιτυχία παγκοσμίως. Η Honda είχε βρει την χρυσή τομή φτιάχνοντας μια μοτοσυκλέτα που ήταν που ήταν το ευχάριστο παιχνίδι για τον αρχάριο και αργό αναβάτη, αλλά και το σούπερ όπλο για τον γρήγορο που ήταν έτοιμος να κερδίσει αγώνες.


Από την γέννησή της το 2002 μέχρι το 2008 η CRF άλλαζε χρόνο με τον χρόνο με μικρές και όχι ανατρεπτικές αλλαγές. Έφτασε μέχρι το 2008 και στην ουσία βασιζόταν στην αρχική έκδοση του 2002, κι αυτό κάπου είχε κουράσει τον κόσμο. Έπρεπε να έρθει κάτι πραγματικά νέο, κι έτσι το 2009 η CRF μπαίνει στην δεύτερη περίοδο της ζωής της. Επανασχεδιάστηκε πλήρως, απέκτησε ψεκασμό στην τροφοδοσία και ήταν πραγματικά μια νέα μοτοσυκλέτα που ουδεμία σχέση είχε με την προηγούμενη έκδοση. Εδώ κάπου αρχίζει να χαλάει η συνταγή της επιτυχίας, αφού η μοτοσυκλέτα δεν ήταν το ίδιο καλή με το παρελθόν και έδειχνε μάλλον ημιτελής. Αυτή η έκδοση διατηρήθηκε μέχρι το 2012 και μπορούμε να πούμε ότι το 2012 είχε φτάσει σε ένα πολύ ικανοποιητικό επίπεδο, αλλά είχε έρθει η στιγμή η CRF να ανανεωθεί και πάλι ολοκληρωτικά κι έτσι για το 2013 είδαμε μια εντελώς νέα μοτοσυκλέτα που ουδεμία σχέση είχε με την προηγούμενη.
Μπαίνοντας στην τρίτη φάση της ζωής της η CRF το 2013 είχε δεχτεί και καλές αλλά και κακές κριτικές, ιδιαίτερα για τον χειρισμό που έδειχνε να έχει μια ασάφεια λόγω του πιρουνιού. Το 2014 έδειξε ότι βελτιώνεται συνολικά και για την φετινή χρονιά έρχεται με πλήθος βελτιώσεων, αλλαγών αλλά και καινοτομιών, όπως είναι ο προγραμματισμός του χάρτη της ηλεκτρονικής εύκολα από ένα κουμπί στο τιμόνι. Δείχνει αισθητά βελτιωμένη κι αν δούμε μέχρι τώρα την πορεία του Trey Canard στο Αμερικάνικο Supercross όπου έχει πετύχει δυο νίκες και διεκδικεί τον τίτλο, μάλλον η μοτοσυκλέτα έχει γίνει αρκετά καλή πλέον. Στο πρωτάθλημα ΑΜΑ Supercross αγωνίζονται μοτοσυκλέτες παραγωγής βελτιωμένες, οπότε για να είναι ανταγωνιστικό κάτι σε αυτό το υψηλό επίπεδο θα πρέπει να είναι πραγματικά καλό στην αρχική του σχεδίαση όπως βγαίνει στην παραγωγή.

Έγινε δουλειά
Η νέα CRF με την πρώτη ματιά δεν δείχνει διαφορετική από αυτή του 2014, όμως αν ρίξεις μια πιο σχολαστική ματιά θα διαπιστώσεις ότι υπάρχουν πολλές διαφορές.
Ξεκινώντας από τον κινητήρα έχουμε νέα κεφαλή, νέα εξάτμιση με μεγαλύτερη διάμετρο και νέα ρύθμιση στην διαχείριση της ανάφλεξης-καυσίμου PGM-FI, για καλύτερη απόδοση του κινητήρα, με ομαλότερη επιτάχυνση και αυξημένη δύναμη στις υψηλές στροφές.
Νέο είναι και το πιστόνι με επεξεργασία για μεγαλύτερη αντοχή και νέο είναι επίσης και το βολάν AGG με μεγαλύτερη μάζα για ομαλότερη λειτουργία και καλύτερη συμπεριφορά στις χαμηλές στροφές λειτουργίας του κινητήρα, κάτι που μειώνει την πιθανότητα σβησίματος.
Για ευκολία στον χειρισμό έχουμε νέο μαλακότερο ελατήριο στην γκαζιέρα και νέα ντίζα αμπραγιάζ για πιο μαλακή αίσθηση.


Η μεγάλη καινοτομία έρχεται από την Honda στο γεγονός ότι έχει τοποθετήσει ένα σύστημα που ενεργοποιείται από ένα κουμπί στο τιμόνι και δίνει την δυνατότητα στον αναβάτη να κάνει πολύ εύκολα επιλογή χαρτογράφησης. Έχει επιλογή τριών χαρτών ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στην πίστα, ενώ υπάρχει και διαγνωστικό για περαιτέρω ρυθμίσεις, που δίνεται ως έξτρα.


Στις αναρτήσεις έχουμε για εμπρός πιρούνι PSK της Kayaba με πέντε διαφορετικές ρυθμίσεις λειτουργίας, που έχει αργή και γρήγορη απόσβεση επαναφοράς και συμπίεσης και προφόρτιση, ενώ νέο είναι το cartridge με αλλαγές στο εσωτερικό του για μειωμένο βάρος.
Νέο είναι και το αμορτισέρ, επίσης της Kayaba, με νέο ρυθμιστή επαναφοράς και συμπίεσης για καλύτερη ισορροπία. Επέμβαση έχει γίνει και στο εμπρός φρένο όπου τώρα ένας μεγαλύτερος δίσκος 260mm έχει αναλάβει να σταματάει την γρήγορη CRF. Μια πινελιά αλλαγής δείχνουν τα νέα γραφικά στα πλαστικά του ρεζερβουάρ, καθώς και το μαύρο προστατευτικό του δισκοφρένου κι οι επίσης  μαύρες γρίλιες του ψυγείου.  

 

ινητήρας όλα τα λεφτά
Όταν ανεβαίνεις στην σέλα της νέας CRF δεν καταλαβαίνεις και καμιά ιδιαίτερη διαφορά από αυτή του 2014, αλλά όταν κατεβάσεις την μανιβέλα και ακούσεις τον θόρυβο από την εξάτμιση όσο παίζεις με το γκάζι για να ζεστάνεις τον κινητήρα πριν μπεις στην πίστα, σου κάνει εντύπωση η ευστροφία και ο άμεσος τρόπος που ανεβάζει στροφές στο παραμικρό άνοιγμα του γκαζιού.
Μπαίνοντας στην πίστα η αρχική εντύπωση που είχες όταν τον ζέσταινες ότι πρόκειται να είναι δυνατός αυτός ο κινητήρας, παύει να είναι εντύπωση και γίνεται πραγματικότητα. Έχει πολλή δύναμη από πολύ χαμηλά, ανεβάζει γρήγορα στροφές μέχρι πολύ ψηλά με απόλυτα γραμμικό τρόπο θυμίζοντας ηλεκτρικό κινητήρα στην αμεσότητα της απόδοσης.
Οι αλλαγές που έγιναν στον κινητήρα έχουν φέρει συνολική και αισθητή βελτίωση από το προηγούμενο μοντέλο του 2014, κι αυτό το βλέπεις στις μεγάλες ευθείες ή στις ανηφόρες, όπου η πολλή δύναμη κάνει τις αποστάσεις να τελειώνουν γρήγορα. Όταν επέμβεις στην χαρτογράφηση και αλλάξεις συνολικά την απόδοση πατώντας το μαγικό κουμπάκι, επιλέγοντας να βάλεις τον άγριο χάρτη για πίστες γρήγορες ή στην άμμο όπου χρειάζεται πολλή δύναμη, ο κινητήρας γίνεται πιο επιθετικός και δίνει πολλή δύναμη χαμηλά, προσθέτοντας και υπερστροφία ψηλά. Η δεύτερη επιλογή είναι μια πιο μαλακή χαρτογράφηση και συνιστάται για πίστες που γλιστράνε. Η στάνταρ χαρτογράφηση είναι κάτι ανάμεσα στις δυο προηγούμενες χαρτογραφήσεις.
Στην πίστα που οδηγήσαμε την CRF μου άρεσε πολύ με την επιθετική χαρτογράφηση, λόγω δύναμης και ευστροφίας. Παρ’ ότι πλέον είμαι χοντρός και όχι τόσο γρήγορος, την ευχαριστήθηκα πολύ με αυτή την ρύθμιση.

Ανεβάζει γρήγορα στροφές μέχρι πολύ ψηλά με απόλυτα γραμμικό τρόπο

Το ολοκαίνουργιο πιρούνι δυστυχώς είναι πάρα πολύ σκληρό και χαλάει την υπεροχή που δείχνει να έχει η μοτοσυκλέτα σε όλους τους άλλους τομείς. Εκτός του ότι είναι κυριολεκτικά τσιμέντο, έχει μια βαριά αίσθηση και αυτή η ακαμψία που παρουσιάζει σε δυσκολεύει στις εισόδους των στροφών. Σε αντίθεση, το αμορτισέρ διαβάζει πολύ καλά, απορροφά θετικά της ανωμαλίες του εδάφους και είναι πολύ ενδοτικό. Καμία σχέση με το πιρούνι που ξαναλέω ότι έχει πολύ μεγάλη αντίσταση και όχι μόνο δεν τερματίζει ποτέ όσο μεγάλα άλματα και να κάνεις, δεν φτάνει ούτε μέχρι την μέση της διαδρομής του. Στις ευθείες με τα μικρά παρατεταμένα σαμάρια δεν δουλεύει και δεν αφήνει την CRF να βουτήξει μέσα στην στροφή στην είσοδο. Μετά την είσοδο στρίβει καλά, όπως έχουμε συνηθίσει να είναι το στρίψιμο με τις κόκκινες μοτοσυκλέτες, ακολουθώντας την τροχιά που θέλεις.
Η CRF επειδή είναι πολύ λεπτή και με γρήγορη γεωμετρία έχει καλό χειρισμό, ειδικά στα άλματα όπου παρουσιάζει πολύ προβλέψιμη συμπεριφορά. Σε συνδυασμό με τον φοβερό κινητήρα αρκεί μια δυνατή γκαζιά με μόλις πέντε μέτρα φόρα για να κάνει είκοσι μέτρα άλμα. Τα φρένα είναι άριστα, ιδιαίτερα το εμπρός που τώρα με το νέο δίσκο είναι πολύ δυνατό χωρίς να μπλοκάρει. Όσο δυνατά κι αν το πατήσεις έχει προοδευτική απόδοση και στο ίδιο επίπεδο κινείται και το πίσω φρένο.

Από αυτόν το διακόπτη μπορείς να αλλάζεις την χαρτογράφηση κατά την διάρκεια της οδήγησης χωρίς να χρειάζεται να σταματήσεις

 

Τεράστια βελτίωση
Για το 2015, τη χρονιά που ήδη διανύουμε, η CRF έχει τεράστια βελτίωση με ένα θεϊκό κινητήρα που γίνεται ακόμα καλύτερος με την ευκολία που μπορείς να αλλάζεις την χαρτογράφηση για να τον φέρεις όσο πιο κοντά γίνεται στις οδηγικές σου ικανότητες ή στις συνθήκες που επικρατούν στην πίστα που οδηγείς. Έχει ευελιξία και ελαφριά αίσθηση και ο χειρισμός παίρνει άριστα. Είναι πολύ προβλέψιμο στα άλματα, έχει κορυφαία ποιότητα κατασκευής και κορυφαία φρένα. Το μόνο που δεν μας άρεσε ήταν το πιρούνι, που θέλει άμεση επέμβαση για να συμβαδίζει με το πραγματικά κορυφαίο υπόλοιπο σύνολο.

Το νέο πιρούνι της KYB, PSF δεύτερης γενιάς, έχει μεγάλο εύρος ρυθμίσεων για αργή και γρήγορη απόσβεση επαναφοράς και συμπίεσης, όπως και για την προφόρτιση, όμως στις στάνταρ ρυθμίσεις είναι πολύ σκληρό και χρίζει άμεσης βελτίωσης
 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Αντιπρόσωπος:
ΑΦΟΙ ΣΑΡΑΚΑΚΗ ΑΕΒΜΕ
 
 
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2181
Μεταξόνιο (mm):
1490
Απόσταση από το έδαφος (mm):
330
Ύψος σέλας (mm):
952
Ίχνος (mm):
116
Γωνία κάστερ (˚):
27ο 04’
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
570
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
540
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):
900
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Αλουμινένιο δυο δοκών με αφαιρούμενο υποπλαίσιο
Πλάτος (mm):
 
Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):
110,5
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
6,2
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος μονοκύλιδρος, υγρόψυκτος με 4 βαλβίδες και 1ΕΕΚ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
96,0 x 62,1
Χωρητικότητα (cc):
449
Σχέση συμπίεσης:
12,5:1
Τροφοδοσία:
Ηλεκτρονικός ψεκασμός διπλού χρονισμού PGM-FI με 46mm σώμα ψεκασμού
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Ξηρό κάρτερ με δυο αντλίες λαδιού
Σύστημα εκκίνησης:
Μανιβέλα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος με ντίζα
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια / 1,444
Τελική μετάδοση / σχέση:
Με αλυσίδα / 3,692
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ Showa με μοχλικό prolink
Διαδρομή (mm):
312
Ρυθμίσεις:
Απόσβεση επαναφοράς και συμπίεσης, προφόρτιση ελατηρίου
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
Αλουμινίου 2,15Χ19’
Ελαστικό:
120/90-19
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 240mm με δαγκάνα ενός εμβόλου
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Αντεστραμμένο πιρούνι της Kayaba PSF
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
310/48
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση με αέρα και ρυθμίσεις επαναφοράς και συμπίεσης
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
Αλουμινίου 1,60Χ21
Ελαστικό:
80/100-21
Πίεση:
 
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 260mm με δαγκάνα δυο εμβόλων

 

 

 

Ετικέτες

Οδηγούμε Yamaha R1 του 2020 μαζί με τον Σάκη Συνιώρη

Οι λεπτομέρειες που την ολοκλήρωσαν
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

19/2/2020

Τον Απρίλιο του 2015 ταξιδέψαμε στην Αυστραλία για να οδηγήσουμε την ολοκαίνουρια τότε Yamaha R1. Από την πρώτη R1 του 1998 η Yamaha έλεγε πως αυτή η μοτοσυκλέτα είναι εμπνευσμένη από των κόσμο των GP, αλλά η R1 του 2015 ήταν η πρώτη που πραγματικά έμοιαζε εμφανισιακά και είχε τεχνολογία από τον κόσμο των MotoGP. Η μεγάλη διαχωριστική γραμμή αυτής της μοτοσυκλέτας από το παρελθόν ήταν τα ηλεκτρονικά βοηθήματα, που σε συνδυασμό με τον cross-plane στρόφαλο (είχε εμφανιστεί πρώτη φορά στο προηγούμενο μοντέλο) την απομάκρυναν όσο περισσότερο γινόταν από τον “ταπεινό” κόσμο των superbike και την έβαζαν στην ελίτ των μοντέρνων hyperbike. Από τότε έως σήμερα, ο ανταγωνισμός έχει αγριέψει πολύ και η Yamaha φρόντισε να κρατήσει φρέσκια τη μοτοσυκλέτα της με μια ενδιάμεση αναβάθμιση το 2018. Δυστυχώς τη μοτοσυκλέτα εκείνη δεν την οδηγήσαμε ποτέ και δεν έχουμε άποψη για τις βελτιώσεις που έκανε η Yamaha στα σημεία που πονούσε η R1. Όμως τώρα έχουμε στα χέρια μας το μοντέλο του 2020 και συγκεκριμένα την προσωπική μοτοσυκλέτα του 11 φορές πρωταθλητή Ελλάδος Σάκη Συνιώρη, η οποία θα αντικαταστήσει την Kawasaki ZX-10RR στο πρωτάθλημα του 2020 και όπως ήταν φυσικό δεν αφήσαμε την ευκαιρία να πάει χαμένη, δίνοντας ραντεβού στα EXTREME TRACK DAYS στην πίστα των Μεγάρων.

Έως τώρα, όλα τα οδηγικά ραντεβού μας με την R1 ήταν στην πίστα των Σερρών. Ένα περιβάλλον δηλαδή, που είναι κομμένο και ραμμένο για να αναδείξει τα πλεονεκτήματα αυτής της μοτοσυκλέτας. Σταθερότητα και υψηλές ταχύτητες μέσα στη στροφή και μια γλυκιά παροχή δύναμης από τον κινητήρα, που προσφέρει περισσότερη πρόσφυση στο πίσω ελαστικό ώστε να ανοίξεις το γκάζι πιο νωρίς. Στις Σέρρες η R1 είναι… ποίημα! Τώρα όμως το ραντεβού μας ήταν στα Μέγαρα και οι ιδιαιτερότητες αυτής της πίστας αλλάζουν δραματικά το σκηνικό. Στις Σέρρες οι φυσικές ικανότητες του πλαισίου και του κινητήρα έδιναν ρόλο κομπάρσου στα ηλεκτρονικά. Στα Μέγαρα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο γιατί η χάραξη της πίστας επιβάλει οδήγηση “stop & go” με αυτά τα θηρία των 200 ίππων. Ως εκ τούτου τα ηλεκτρονικά αναλαμβάνουν ρόλο πρωταγωνιστή, κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι καλό για τη δουλειά μας, διότι η Yamaha έχει κάνει βελτιώσεις σε αυτόν τον τομέα στο μοντέλου του 2020. Επίσης έχει αλλάξει ολόκληρη την κεφαλή, το σύστημα λίπανσης του κινητήρα και την αεροδυναμική του φαίρινγκ, δηλαδή πράγματα που τα χρειάζεσαι στην πίσω ευθεία.

Η ιπποδύναμη που ανακοινώνει η Yamaha παραμένει στα 200 άλογα στις ίδιες στροφές (13.500), όπως και η ροπή των 11,6kg/m στις 11.500. Τότε γιατί άλλαξαν το σχήμα στα ενδιάμεσα κοκκοράκια μεταξύ των εκκεντροφόρων και των βαλβίδων και γιατί τα νέα μπεκ ψεκασμού είναι τώρα στο πάνω μέρος των νέων αυλών εισαγωγής και πιο κοντά στον θάλαμο καύσης; Και γιατί άλλαξαν το κύκλωμα λίπανσης, που τώρα έχει λιγότερες απώλειες δύναμης στις υψηλές στροφές και καλύτερη λίπανση στα κομβία του στροφάλου και τις μπιέλες; Διότι οι περισσότερες από αυτές τις αλλαγές αφορούν τις αγωνιστικές ομάδες του SBK που θα αγοράσουν το εργοστασιακό κιτ και όχι τόσο τον απλό πελάτη. Βέβαια κάποιες από αυτές βοηθούν ώστε ο κινητήρας να περνάει τις αυστηρότερες προδιαγραφές Euro 5, χάρη των οποίων έχουμε πλέον δύο νέους καταλύτες, που ευθύνονται αποκλειστικά για την αύξηση του βάρους κατά 2 κιλά, φτάνοντας στα 201kg (από 199kg) για το βασικό μοντέλο και στα 202kg (από 200kg) της έκδοσης M. Θυμίζουμε πως η έκδοση M έχει μεν carbon fiber φαίρινγκ, αλλά έχει επίσης και τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins, που μαζί με τον περίπλοκο μηχανισμό που τις ελέγχει, είναι πολύ πιο βαριές από τις συμβατικές αναρτήσεις της KYB. Επίσης το carbon φαίρινγκ της M1 έχει άφθονη ρητίνη και προστατευτικό βερνίκι για να δείχνει όμορφο και να αντέχει στους “πυροβολισμούς” από τα μυγάκια με τα όξυνα υγρά τους και είναι σαφώς πιο βαριά από τα αγωνιστικών προδιαγραφών carbon φαίρινγκ, που έχουν ελάχιστη ρητίνη και μηδέν βερνίκι. Για αυτή τη δοκιμή είχαμε από την αρχή φτιάξει στο μυαλό μας μια λίστα με συγκεκριμένους τομείς που θέλαμε να δούμε. Πρώτα απ’ όλα θέλαμε να δοκιμάσουμε την λειτουργία του quick-shifter Up/Down, το οποίο απουσίαζε από το μοντέλο του 2015 (είχε συμβατικό quick-shifter μόνο για τα ανεβάσματα) και η επίσημη του Project Leader δικαιολογία τότε ήταν πως τα συστήματα quick-shifter Up/Down δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές αξιοπιστίας της Yamaha…” Προφανώς έλεγε μπούρδες, διότι τα συστήματα Quick-Shifter Up/Down, όχι μόνο δεν καταπονούν το κιβώτιο και τον συμπλέκτη, αλλά αντιθέτως προστατεύουν από τυχόν άγαρμπους χειρισμούς του αναβάτη, διότι ταιριάζουν ιδανικά τις στροφές του κινητήρα με την περιστροφή των δίσκων του συμπλέκτη και του κιβωτίου ταχυτήτων κάθε φορά που ανεβάζεις ή κατεβάζεις ταχύτητα. Μάλιστα το κάνουν αυτό, ακόμα και αν έχεις ελάχιστα ανοιχτό το γκάζι, ενώ τα συμβατικά quick-shifter απαιτούν σχεδόν τέρμα ανοιχτό γκάζι και να “καρφώσεις” αμέσως και σωστά την επόμενη σχέση για να μην κουρέψουν τα γρανάζια. Επίσης τα Quick-Shifter Up/Down σε βοηθούν αφάνταστα να διατηρήσεις σταθερή τη μοτοσυκλέτα στα δυνατά φρεναρίσματα με κατεβάσματα, διότι το αριστερό σου χέρι πιάνει σωστά το γκριπ στο τιμόνι και δεν χρειάζεται να έχεις τα δάκτυλα στη μανέτα του συμπλέκτη. Οπότε η δικαιολογία περί αξιοπιστίας ήταν απλώς ένα “παιδικό ψέμα” για να μην πουν πως δεν είχαν βρει προμηθευτή για να το βάλουν στο μοντέλο του 2015 ή απλά δεν σκέφτηκαν πως θα το έκανε ο ανταγωνισμός πριν από αυτούς. Και όχι δεν μας διαλύθηκε το κιβώτιο στη μοτοσυκλέτα του Σάκη επειδή χρησιμοποιούσαμε το quick-shifter Up/Down συνεχώς.

Να πούμε όμως πως στη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα είχαμε αλλάξει το setup του λεβιέ ταχυτήτων ώστε η 1η να είναι πάνω και οι υπόλοιπες σχέσεις να είναι “πατητές”. Η Yamaha είναι από τις λίγες εταιρείες που έκατσε και σχεδίασε ένα έξυπνο σύστημα αρθρώσεων για τον λεβιέ ταχυτήτων, που σου επιτρέπει να κάνεις αυτή την αλλαγή εύκολα και χωρίς να μπερδεύει τον διακόπτη του quick-shifter. Πράγματι το quick-shifter είχε άψογη λειτουργία, παρά την αλλαγή στη συνδεσμολογία του λεβιέ, με μοναδική εξαίρεση το “κατέβασμα” από 2α σε 1η, όπου κάποιες φορές πέταξε νεκρά και σε εμένα και στον Σάκη. Αυτό είναι συνηθισμένο φαινόμενο όταν οδηγάς γρήγορα στην πίστα και γι΄αυτό στα αγωνιστικά κιβώτια το κενό μεταξύ 1ης και 2ας είναι ελάχιστο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν τα λόγια του μηχανικού της BMW όταν οδήγησα την S 1000 RR του WSBK στη Jerez: Όταν έρθεις πίσω στα πιτς μην προσπαθήσεις μάταια να βρεις νεκρά με τον κινητήρα να δουλεύει. Απλά πάτα συμπλέκτη και σβήσε…” Στην εξίσωση θα προσθέταμε και την εργονομία της θέσης οδήγησης που δεν βόλευε το πόδι να κάνει ολόκληρη την κίνηση στον λεβιέ, η οποία όμως είναι ένα μεγάλο θέμα από μόνη της.

Ακόμα και στο θέμα της εργονομίας, η ιδιαίτερη χάραξη της πίστας των Μεγάρων έπαιξε τον ρόλο της. Για κάποιον εντελώς ηλίθιο λόγο, σχεδόν όλοι οι κατασκευαστές πιστεύουν πως οι κοντές και χαμηλές ζελατίνες, τα στενά φαίρινγκ και τα μικρά ρεζερβουάρ κάνουν τις superbike να δείχνουν όμορφες και ως εκ τούτου θα πάει ο κόσμος να τις αγοράσει. Πράγματι τις δεκαετίες του ’90 και των αρχών του 2000 τα τετρακύλινδρα superbike ήταν χοντρά σαν γελάδες και έδειχναν πιο βαριά απ’ ότι ήταν. Όμως τα τελευταία χρόνια το έχουν παρακάνει τόσο πολύ με τον μινιμαλισμό, που έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία αγωνιστικών after market  προϊόντων που… χοντραίνουν τα superbike. Με το φαίρινγκ της R1 του 2020 δεν χρειάζεται να ασχοληθείς, διότι το έκανε η Yamaha από μόνη της. Μοιάζει αρχικά ίδιο με το προηγούμενο αλλά στην πραγματικότητα έχει φαρδύνει στο ύψος του τιμονιού και η ζελατίνα διώχνει πιο αποτελεσματικά τον αέρα από το κράνος και το σώμα του αναβάτη.

Το αποτέλεσμα είναι το μοντέλο του 2020 να έχει 5,3% μικρότερη αντίσταση στις υψηλές ταχύτητες. Αυτό δεν είναι μόνο κερδισμένα δεκατάκια στα χρονομετρημένα, ούτε είναι μόνο πλεονέκτημα όταν παίρνεις ή σου παίρνουν το slipstreaming μέσα στον αγώνα. Είναι επίσης πλεονέκτημα για τα αποθέματα σωματικής αντοχής του αναβάτη στους αλλεπάλληλους γύρους. Πράγματι η αεροδυναμική της νέας R1 ήταν εξόφθαλμα βελτιωμένη σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο, έστω κι αν στα Μέγαρα δεν πιάσαμε την τελική που είδαμε στην ευθεία των Σερρών με το προηγούμενο μοντέλο. Σε ότι αφορά όμως την υπόλοιπη εργονομία της θέσης οδήγησης, πρέπει να πούμε πως ήταν η αιτία όλων των προβλημάτων που είχαμε πάνω στη σέλα. Το τιμόνι, τα μαρσπιέ και η απόστασή τους από την σέλα είναι άψογα. Όμως το γλιστερό κάλυμμα της σέλας και το σχήμα του ρεζερβουάρ γύρω από τα πόδια σου καταστρέφουν όλη την εικόνα και την εμπειρία οδήγησης της μοτοσυκλέτας στα Μέγαρα.

Τόσο στα φρένα, όσο και στις επιταχύνσεις, το κάτω μέρος τους σώματός σου δεν έχει σταθερό σημείο στήριξης, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείς πολύ περισσότερο απ’ όσο πρέπει τα χέρια σου για να κρατηθείς πάνω στη μοτοσυκλέτα. Στις Σέρρες φρενάρεις αληθινά μόνο στην Κ1 και την Κ5 και πριν πέσεις στα φρένα έχεις αρκετή ώρα να τοποθετήσεις σωστά το σώμα σου και το φρενάρισμα έχει αρκετή χρονική διάρκεια. Επίσης οι Σέρρες έχουν πολύ trail-braking. Στα Μέγαρα όμως φρενάρεις απότομα, πολύ δυνατά για λίγα μέτρα, με την μοτοσυκλέτα όρθια και trail-braking ουσιαστικά έχει μόνο η Κ1. Αν τα βάλεις όλα αυτά μαζί, καταλαβαίνεις γιατί όταν κάναμε τεστ στις Σέρρες την R1, δεν γράψαμε τίποτα αρνητικό για την εργονομία της θέσης οδήγησης, ενώ τώρα στα Μέγαρα, η ευρυχωρία τις γλιστερής σέλας και το μικρό ρεζερβουάρ γινόντουσαν αιτία για παρενέργειες στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κούνημα του τιμονιού στην έξοδο για την μεγάλη ευθεία, που δεν είχε απολύτως καμία σχέση με τη σταθερότητα του πλαισίου. Όσες φορές κούνησε η R1 ήταν επειδή γλίστραγα στη σέλα και προσπαθούσα να κρατηθώ πάνω στη μοτοσυκλέτα από το τιμόνι. Και καθώς φορούσε slick ελαστικά της Dunlop, είχα όσο κράτημα γούσταρα για να χουφτώνω το γκάζι με… χυδαιότητα. Επίσης η πρόωρη κόπωση στους καρπούς και τους πήχεις των χεριών, οφειλόταν ξεκάθαρα στην έλλειψη στήριξης του κάτω μέρους του σώματος από τα πόδια στο ρεζερβουάρ. Αν δεν είχα οδηγήσει την R1 στις Σέρρες, θα έλεγα πως είναι από τις πιο απαιτητικές superbike σε θέμα φυσικής κατάστασης του αναβάτη. Κάτι που δεν είναι απολύτως αληθές. Η R1 είναι απολαυστικά σταθερή στις παρατεταμένες στροφές και κρατά σε ηρεμία και ξεκούραστο τον αναβάτη. Όπως εντυπωσιακή είναι η εμπιστοσύνη που σου δίνει στο trail-braking. Απλώς τέτοιες στροφές δεν έχουν τα Μέγαρα… Η σταθερότητά της έχει μια μικρή επίπτωση στην ευελιξία και αυτό το είχαμε επισημάνει και στις Σέρρες, όταν η μοτοσυκλέτα έπρεπε να αλλάξει απότομα κατεύθυνση στο τριπλό S. Τόσο η βασική έκδοση, όσο και η Μ, έχουν ελαφριές ζάντες μαγνησίου με μειωμένο γυροσκοπικό φαινόμενο και η επιθετική κορώνα των slick ελαστικών θα έπρεπε να βοηθούν την ευελιξία, όμως πρακτικά στην R1 δεν αρέσει ο κλεφτοπόλεμος. Σε κάθε περίπτωση, αν σκοπεύετε να κάνετε πολλά track day, βάλτε ένα αντιολισθητικό κάλυμμα στη σέλα και βρείτε στην after market αγορά, τις ειδικές πλαστικές προσθήκες για το ρεζερβουάρ. Οι αλλαγές αυτές είναι βέβαιο ότι θα πετάξουν έξω από το παράθυρο τα περισσότερα σημεία αρνητικής κριτικής που έχουμε κάνει σε αυτό το κείμενο. Εναλλακτικά κάντε track day μόνο στις Σέρρες που η R1 νοιώθει σαν το σπίτι της…

Όπως το πλαίσιο, έτσι κι ο κινητήρας της R1 έχει μοναδικά πλεονεκτήματα λόγω του cross-plane στροφάλου της, που την διαφοροποιεί εντελώς από κάθε άλλη τετρακύλινδρη εν σειρά. Αυτός ο κινητήρας μοιάζει περισσότερο με τον V4 της Aprilia,παρά με τις υπόλοιπες ιαπωνικές superbike. Φέτος αλλάξανε την ηλεκτρονική γκαζιέρα και το λογισμικό των ride mode του ride by wire ψεκασμού.

Όπως θα θυμάστε στο τεστ του ΜΟΤΟ από τις Σέρρες τον Οκτώβριο 2015, είχαμε γράψει πως στο “Power 1” η μοτοσυκλέτα τινάζεται απότομα μπροστά και σου ανοίγει τη γραμμή, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούμε την περισσότερη ώρα το “Power 2” το οποίο όμως έκοβε αρκετά την επιτάχυνση της μοτοσυκλέτας στις εξόδους των στροφών. Πάνω σε αυτό το πρόβλημα δούλεψαν και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει, έστω κι αν το “Power 2” εξακολουθεί να μας αρέσει περισσότερο, τουλάχιστον μέσα στα Μέγαρα. Ούτε τινάζει τη μοτοσυκλέτα, ούτε την κοιμίζει και πλέον σε βοηθάει να εκμεταλλευτείς στο έπακρο τις “γεμάτες” ροπή μεσαίες στροφές του κινητήρα, που απλώνει ομοιόμορφα τη δύναμή του έως τον κόφτη στις 14.000+ στροφές. Βέβαια όπως όλες οι καινούριες hyperbike, η R1 έχει υπερβολικά μακριές 1η, 2α και 3η ακολουθώντας την αγωνιστική φιλοσοφία. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως για να βάλεις 5η στα Μέγαρα θα πρέπει να κοντύνεις γενναία την τελική μετάδοση, όπως κάνουν όλοι στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα. Με την στάνταρ τελική μετάδοση, είναι άθλος να στρίψεις με 2α ακόμα και με την επιπλέον φόρα που σου δίνουν τα slick. Όπως κι αν έχει, η πραγματικότητα είναι πως έχει τόσο όμορφα απλωμένη η δύναμη ο κινητήρας, που στην αρχή πιάνεις κόφτη στροφών χωρίς να το καταλάβεις και οι 14.000 στροφές σου φαίνονται… λίγες! Ο Σάκης γύρισε στο 1:01 εκείνη την ημέρα, που είναι θαυμάσιος χρόνος για εντελώς normal μοτοσυκλέτα, δεδομένης της κατάστασης που ήταν η πίστα λόγω της βραδινής βροχόπτωσης που είχε προηγηθεί.

Εμείς έπρεπε να έχουμε στο μυαλό μας να μην υπάρχουν άλλες μοτοσυκλέτες κοντά μας όταν περνούσαμε εμπρός από τον φωτογράφο, οπότε δεν κάναμε πάνω από δύο-τρεις συνεχόμενους γύρους σε γρήγορο ρυθμό, κάτι που σιχαίνονται τα slick ελαστικά, ρίχνοντας απότομα την θερμοκρασία τους και το επίπεδο κρατήματος. Ακόμα κι έτσι όμως το cornering ABS φρόντισε να θυμίσει και στους δυο μας πως δεν κάνει για γρήγορη οδήγηση σε πίστα. Όσες φορές βγαίναμε με αρκετή φόρα στην πίσω μεγάλη ευθεία και μπορούσαμε να κουμπώσουμε την μακριά 4η στο κιβώτιο, τα φρένα της R1 έμοιαζαν σαν να μην έχουν τη δύναμη να σταματήσουν την ορμή της. Σε αντίθεση με τα παλαιού τύπου συμβατικά ABS που η μανέτα πάλλεται και τρέμει όταν επεμβαίνουν, στο cornering ABS η μανέτα μένει σκληρή, με μια ελαφρώς σπογγώδη αίσθηση. Έτσι δεν έχεις αίσθηση σε ποιο σημείο ακριβώς επεμβαίνει και το μόνο που καταλαβαίνεις είναι πως προσπέρασες το ιδανικό σημείο εισόδου για μερικά μέτρα.

Γι΄αυτό και θα συνεχίσουμε να ζητάμε από τα εργοστάσια να σταματήσουν τη νέα πατερναλιστική μόδα της μη δυνατότητας απενεργοποίησης του ABS στις σπορ μοτοσυκλέτες. Κατά τα λοιπά, τα φρένα της R1 σε επίπεδο hardware είναι άριστα, με πολύ καλή αίσθηση, άμεση απόκριση στο άγγιγμα της μανέτας και ισχυρό δάγκωμα έως τη στιγμή που θα σηκωθεί ο πίσω τροχός και θα επέμβει το ABS… Ποιος είναι λοιπόν ο τελικός απολογισμός από την οδήγηση της R1 του 2020; Στα καλά νέα βάζουμε όλες τις αλλαγές που έκαναν στα σημεία που είχαμε ασκήσει κριτική στο προηγούμενο μοντέλο. Βελτίωσαν το λογισμικό των “mode” στον ride by wire ψεκασμό, βελτίωσαν την προστασία του φαίρινγκ και έβαλαν quick-shifter Up/Down. Επίσης στα καλά νέα βάζουμε και την ηρεμία και σταθερότητα του πλαισίου (έστω κι αν έχει κόστος στην ευελιξία), όπως φυσικά μας αρέσει η ομαλή απόδοση του κινητήρα με τις γεμάτες μεσαίες. Όλα τα σημεία της κριτικής της R1 είναι σχεδόν κοινά με όλων των καινούριων superbike και εντοπίζονται στην εργονομία και το ABS. Όσο για τις συμβατικές αναρτήσεις της KYB σε σχέση με τις ημι-ενεργητικές της Ohlins που είχε η Μ1, επιμένουμε προς το παρόν στην άποψή μας πως η ημι-ενεργητική λειτουργία είναι καλή (προς το παρόν) μόνο για τον δρόμο. Τονίζοντας το πρόσκαιρο της τοποθέτησης αυτής. Στην πίστα οι συμβατικές αναρτήσεις συνεχίζουν να είναι ανώτερες σε αίσθηση και πληροφόρηση.  

 

Η δοκιμή της R1 του Σάκη Συνιώρη έγινε στα πλαίσια του EXTREME TRACK DAYS. Ευχαριστούμε θερμά τον Σωτήρη Ζαφειρόπουλο και τους συνεργάτες τους για τη βοήθεια και την υπομονή τους στις ιδιαίτερες απαιτήσεις που έχει η διαδικασία φωτογράφησης ενός τεστ του ΜΟΤΟ, αλλά και για τις προσπάθειες που κάνουν, ώστε να έχουμε τη δυνατότητα όλοι μας να οδηγούμε μέσα στο ασφαλές περιβάλλον τις πίστας.

                     

Θα επανέλθουμε αναλυτικότερα στο ΜΟΤΟ αλλά και στην ίδια μοτοσυκλέτα όταν θα έχει προετοιμαστεί πλήρως για το HSBK...