KTM 390 Duke (2013) - Αρχείο ΜΟΤΟ

Αυτό που έλειπε!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

25/7/2019

Το Duke 390 ανέκαθεν αποτελούσε μια μοτοσυκλέτα που στοίχειωνε τα όνειρα των νεαρών -και όχι μόνο- αναβατών. Από την πρώτη μας κιόλας επαφή μαζί του, στην παρουσίασή του μέσα στο "σπίτι" του το Mattighofen της Αυστρίας, μας κατέστησε σαφές ότι το fun είναι το κυρίαχο στοιχείο του χαρακτήρα του. Ένα στοιχείο, που έμεινε αναλοίωτο σε όλες τις επόμενες γενιές του!

 

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

 

Αυτό που έλειπε!

Η Apple δεν θα μπορούσε να κατασκευάσει ούτε ένα απλό κομπιουτεράκι χωρίς να διαθέτει οθόνη αφής, όπως και η Monica Bellucci δεν θα έπαιζε ποτέ μα ποτέ στο Misery του Stephen King. Όπως όλα τα παραπάνω δεν θα μπορούσαν να συμβούν σε κανένα σύμπαν, έτσι και η ΚΤΜ δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να φτιάξει μια μεσαίου κυβισμού μοτοσυκλέτα που δεν θα ξεχείλιζε από ζωντάνια, νεύρο και αίσθηση...

Είναι αλήθεια πως η οικογένεια των Duke χαρακτηρίζονταν από ένα χάσμα... γενεών. Από τη μια μεριά είχαμε τα 125 και 200 Duke, την χαρά του entry level χούλιγκαν, κι από την άλλη τα 690 και 990 Super Duke, τη χαρά του "αυτόφωρου". Όσοι ήθελαν να παραμείνουν πιστοί στην οικογένεια των ευγενών από το Mattighofen έπρεπε να κάνουν ένα σημαντικό άλμα δεδομένων και επιδόσεων, για το οποίο -κακά το ψέματα- δεν ήταν όλοι έτοιμοι. Δεν ήταν όμως μόνο αυτοί που ένιωθαν να τους λείπει αυτό το σκαλοπάτι, αλλά κι ένα μεγάλο μέρος του κοινού που σύντομα θα έψαχνε να βρει την διάδοχη κατάσταση σε αυτό που οδηγούσε. Το 2012 ήταν μια χρονιά ρεκόρ σε πωλήσεις για την ΚΤΜ, εκ των οποίων σχεδόν οι μισές οφείλονταν σε μοτοσυκλέτες δρόμου, και σίγουρα δεν ήταν τα μεγαλύτερα Duke που έκαναν τη διαφορά, αλλά οι δύο μικρές εκδόσεις των 125 και 200 κυβικών. Άλλωστε το 200 ήταν το πιο καλοπουλημένο street της εταιρείας για την χρονιά που πέρασε. Δημιουργείται λοιπόν έτσι ένα εν δυνάμει κοινό που ψάχνει το επόμενο βήμα. Προσθέστε στους παράγοντες και την δημιουργία της κατηγορίας Α2 στις άδειες οδήγησης που ισχύει από την αρχή της φετινής χρονιάς... και εγένετο 390 Duke!


Το μεγαλύτερο μικρό Duke συναρμολογείται κι αυτό εκεί απ' όπου βλέπουν το φως της παραγωγής και τα δύο μικρότερα, στην Ινδία δηλαδή, και θα είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα της εταιρείας που θα πωλείται σε όλες τις αγορές παγκοσμίως που υπάρχει δίκτυο της ΚΤΜ. Αυτό είναι ίσως και το καλύτερο –εμπορικά- ατού που διαθέτει ο κυβισμός. Τα μεν 125 και 200 αφορούν περισσότερο της λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες, όπως της Ασίας και της Νότιας Αμερικής, ενώ τα μεγαλύτερα street μοντέλα της ΚΤΜ στόχευαν στις αναπτυγμένες αγορές του δυτικού κόσμου. Το 390 όμως τους αφορά όλους, καθώς είναι μια άσκηση ισορροπίας ανάμεσα σε δύο κόσμους. Εκμεταλλεύεται την χρηστικότητα και την ευκολία των μικρών σε συνδυασμό με επιδόσεις και δυνατότητες μιας μεγάλης μοτοσυκλέτας. Πώς το κάνει αυτό; Εμείς ταξιδέψαμε μέχρι το "σπίτι" της ΚΤΜ για να το διαπιστώσουμε, φτάνοντας στην Αυστρία κατά τη διάρκεια της πιο κρύας άνοιξης που έζησε η χώρα τα τελευταία εβδομήντα χρόνια...

 

Βαλς με έναν Δούκα
Είναι η πρώτη φορά που για την παρουσίαση μιας street μοτοσυκλέτας η ΚΤΜ προσκαλεί τους δημοσιογράφους απ' όλο τον κόσμο στην έδρα της. Αυτό και μόνο το γεγονός δείχνει την βαρύτητα που δίνουν οι αυστριακοί στο πιο πρόσφατο δημιούργημά τους. Η παρουσίαση μάλιστα συνοδευόταν κι από μια σύντομη επίσκεψη στο εργοστάσιο και τις γραμμές παραγωγής, ούτως ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα την δυναμική που κρύβει μέσα της η εταιρεία του Mattighofen. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το ότι για να γνωρίσεις καλύτερα μια γυναίκα είναι απαραίτητο να πας σπίτι της και να σου μαγειρέψει...
Πριν το φαγητό όμως επιβάλλεται χορός, που στο δικό μας παράλληλο σύμπαν μεταφράζεται σε μια γεμάτη μέρα οδήγησης στα πέριξ του Salzburg. Από πόλη και μποτιλιάρισμα, με ολίγη από autobahn και μπόλικο ορεινό στροφιλίκι. Όλο το πεδίο δράσης δηλαδή του 390 Duke, που πλέον βάζει και το ταξίδι -έστω και σχετικά μικρής εμβέλειας- στην εξίσωση των επιλογών του.
Πέρα απ' αυτό πάντως, για όσους έχουν οδηγήσει τις μικρότερης εκδόσεις, η αίσθηση του 390 δεν θα γινόταν να είναι πιο οικεία. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού ΟΛΕΣ οι διαστάσεις είναι ακριβώς ίδιες. Η θέση οδήγησης τοποθετεί τον αναβάτη στην ίδια επιθετική στάση ακριβώς, με τον μπροστινό τροχό να βρίσκεται λίγο πιο μπροστά από εκεί που κάθεται, με τα μαρσπιέ να στέλνουν τα πόδια ψηλά και πίσω, τα γόνατα να φωλιάζουν στις εσοχές του ρεζερβουάρ, και τα χέρια να ανοίγουν σε φυσιολογικές γωνίες χάρη στο σχετικά φαρδύ τιμόνι του Duke. Παραδόξως, αν και στην αρχή χρειάζεται συνήθεια αυτή η θέση, καθώς τις πρώτες φορές που ανεβάζεις τα πόδια αντί για τα μαρσπιέ πατάς τους λεβιέδες των ταχυτήτων και του φρένου, δεν είναι καθόλου άβολη ακόμη και για πιο ψηλούς αναβάτες. Όσο κινείσαι, τόσο αντιλαμβάνεσαι το πόσο ωφέλιμη εργονομικά είναι η θέση οδήγησης, χαρίζοντας εξαιρετικό έλεγχο.


Όσο όμως κι αν αυτή η αίσθηση οικειότητας προσπαθεί φιλότιμα να σε ρίξει στην παγίδα του "μία από τα ίδια", κοντράρει πάνω στον καινούργιο κινητήρα που κάνει ξεκάθαρο με το καλημέρα πως έχεις να κάνεις με νέα δεδομένα. Κατ' αρχήν ο ήχος που σε καλωσορίζει πιο γεμάτος, ελαφρώς πιο μπάσος και πιο μεστός, διαλύει κάθε αμφιβολία πως κάτω από τα πόδια σου ένα έμβολο παλινδρομεί σε μεγαλύτερο χώρο. Ένας ζωντανός μονοκύλινδρος ήχος απελευθερώνεται από το τελικό της εξάτμισης, τον οποίο ο επανασχεδιασμένος τριοδικός καταλύτης δεν καταφέρνει να ξενερώσει, ενώ όσο ανεβαίνουν οι στροφές τόσο βελτιώνεται και το σάουντρακ. Και οι στροφές ανεβαίνουν εύκολα και γρήγορα. Η ευστροφία είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου μονοκύλινδρου και πλέον, τώρα που υπάρχει περισσότερη δύναμη και άριστα κατανεμημένη σε όλο το φάσμα των στροφών, μέσα στην πόλη το 390 Duke αποτελεί το φάρμακο κατά της ανίας. Όσο κι αν δυσκολεύεστε να το πιστέψετε, το Salzburg είναι μια πόλη με έντονο κυκλοφοριακό πρόβλημα και οι περισσότεροι κεντρικοί δρόμοι έχουν το πολύ δύο λωρίδες για κάθε κατεύθυνση.

Εκεί λοιπόν που ακόμη και έμπειροι κουριεράδες θα σιχτίριζαν την τύχη τους, το Duke απλά... διασκεδάζει. Με πιο "γεμάτες" χαμηλές και μεσαίες στροφές, δεν χρειάζεται πλέον η βοήθεια από το πατινάρισμα που ήταν μόνιμος σύντροφος στα 125 και 200, κάτι στο οποίο δεν βοηθά και η σχετικά σκληρή αίσθηση του συμπλέκτη (απορίας άξιο γιατί δεν χρησιμοποίησαν την τεχνολογία FCC που διαθέτουν για το μεγάλο Adventure, την οποία χρησιμοποιεί και ο ανταγωνισμός -βλέπε Ninja 300). Το σκορτσάρισμα συμβαίνει μόνο αρκετά πιο κάτω από τις 2.000 στροφές, ενώ οι εξαιρετικά μικρές διαστάσεις του και ο μοχλός από το τιμόνι ανάγουν τις σφήνες σε επιστήμη. Όσο κι αν προσπάθησα να αφομοιωθώ στο γενικότερο κλίμα πειθαρχίας που επικρατεί στους αυστριακούς δρόμους, μένοντας υπομονετικά πίσω από τα αυτοκίνητα, χωρίς να περνάω μπροστά σε κάθε ευκαιρία και χωρίς διήθηση (sic) ανάμεσά τους, το Duke έβαζε φιτιλιές και... μ' έριχνε στην αμαρτία. Να θέλεις ν' αγιάσεις και το Duke να μην σ' αφήνει ένα πράγμα! Αν το τιμόνι είχε και λίγο μεγαλύτερο κόψιμο, τότε ακόμη εκεί θα ήμουν και θα έκοβα βόλτες γύρω από το άγαλμα του Mozart!

Μέσα στην πόλη το 390 Duke αποτελεί το φάρμακο κατά της ανίας

Όπως πρέπει
Ευτυχώς (αλλά ταυτόχρονα και δυστυχώς) η οδήγηση μέσα στην πόλη δεν είχε μεγάλη διάρκεια και μετά από λίγα χιλιόμετρα βρεθήκαμε περιτριγυρισμένοι από χιονισμένες πλαγιές και δρόμους που ίσα-ίσα είχε λιώσει ο πάγος πάνω τους. Η πρόσφατη εμπειρία από το 200 Duke στην βροχή έκανε το σβέρκο και την πλάτη μου πίστα dragster για σταγόνες κρύου ιδρώτα. Τζάμπα όμως, γιατί πλέον τα ελαστικά της MRC με τα οποία εφοδιάζονται τα δύο μικρότερα Duke, έχουν δώσει την θέση τους στα Metzeler M5. Καμία σχέση! Εκεί που το 200 άρχιζε να γλιστράει στη μυρωδιά και μόνο υγρασίας, τα Metzeler έβρισκαν πρόσφυση ακόμη και σε φρεσκολιωμένο χιόνι. Μπορούσαν να διαχειριστούν πολύ καλύτερα και την παραπάνω δύναμη, αλλά και τις δυνάμεις που ασκούνταν στα φρένα κάθε 50 μέτρα (τόσο κρατούσαν τα μικρά ευθειάκια μεταξύ των στροφών). Έχοντας την εμπιστοσύνη που χρειαζόμουν σε τέτοιες κρύες συνθήκες, είχα και την δυνατότητα να εκμεταλλευτώ κι άλλη μια δυνατότητα που προσφέρει το 390: την "μία πάνω". Με τον τρόπο που έχει κατανεμηθεί η δύναμη και την γραμμικότητα της απόδοσης, υπάρχει σαφώς η δυνατότητα να έχεις μόνιμα μια τρίτη -στα πολύ κλειστά- ή τετάρτη -στα πιο ανοιχτά- κομμάτια για να οδηγείς με ροή και σβέλτα. Από την άλλη, αυτό λειτουργεί και αντισταθμιστικά στην αρκετά ευαίσθητη και παραπάνω ίσως απ' ό,τι θα έπρεπε απόκριση του γκαζιού στις χαμηλές στροφές-γεγονός με το οποίο συμφώνησε και ο υπεύθυνος εξέλιξης της ECU για το 390 Duke- έτσι ώστε να μην ταράζεται η ισορροπία της μοτοσυκλέτας. Ειδικά από τις 6.000 και πάνω μέχρι τον κόφτη στις 10.500 στροφές, η δύναμη παρέχεται γενναιόδωρα και απρόσκοπτα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάτω από τις 6.000 δεν υπάρχει ζωή, απλώς από εκείνο το σημείο κι ύστερα γίνεται πιο άμεσα αντιληπτός ο ρυθμός παροχής της δύναμης.


Αποκτώντας αυτή τη ροή ανακαλύπτεις κι άλλες κρυμμένες αρετές του Duke. Για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι αμορτισέρ και πιρούνι είναι ακριβώς ίδια με των μικρότερων της οικογένειας, οι εσωτερικές ρυθμίσεις είναι πιο σφιχτές και σκληρές στο 390. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα σε μικρές ταχύτητες και σε συνθήκες αστικής μετακίνησης, οι αναρτήσεις του Duke να μην συμπιέζονται αρκετά και να νιώθεις μια σκληρή αίσθηση, παρά τα 10 περισσότερα κιλά του βάρους του. Μόλις όμως αρχίσεις να το οδηγείς με σβέλτη ροή και πιο επιθετικά, καταλαβαίνεις ότι η συμπεριφορά των αναρτήσεων είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι. Υπάρχει σίγουρα ο συμβιβασμός στην άνεση όταν μιλάμε για διεκπεραιωτικές διαδρομές, αλλά αποζημιώνεσαι με το παραπάνω όταν αρχίζει να πιέζεις, και το 390 Duke είναι η αλήθεια πως αφήνει αρκετά ικανοποιητικά περιθώρια για πίεση. Τότε είναι που νιώθεις ότι οδηγείς ένα αρμονικό σύνολο, που παρά τις μικρές διαστάσεις του σου εμπνέει σιγουριά ακόμη κι όταν στρίβεις σε παρατεταμένες ανοιχτές καμπές με πάνω από 140 στο κοντέρ, ή όταν έχεις σύμμαχο την σταθερότητα καθώς παλεύεις με τον αέρα σκυμμένος πάνω από το ρεζερβουάρ στην εθνική, με το κοντέρ να ξεπερνά τα 160.


Αυτή η σταθερότητα και οι επιδόσεις του είναι μεν πλεονεκτήματα που ανοίγουν και ταξιδιωτικές προοπτικές για το μικρό Duke, αλλά από την άλλη, η σχετικά σκληρή σέλα και η παντελής έλλειψη προστασίας μειώνουν κάποιο ποσοστό από το βεληνεκές του. Ενθαρρυντικά όμως ήταν τα δεδομένα από την κατανάλωσή του 390 Duke, καθώς αν και δεν γεμίσαμε κατά την διάρκεια της δοκιμής με καύσιμα, μετά από 170 περίπου χιλιόμετρα ο ψηφιακός δείκτης είχε πέσει στο μισό τους ρεζερβουάρ των 11 λίτρων. Μπορεί να μην είναι μια άκρως αξιόπιστη ένδειξη, αλλά τουλάχιστον δίνει ένα μέτρο της πραγματικά μικρής κατανάλωσης.
Εκεί όμως που πραγματικά το 390 Duke αξίζει τα εύσημα, είναι για το πακέτο φρένων που διαθέτει. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για το ίδιο πακέτο με των μικρότερων Duke τα οποία έχουν να διαχειριστούν περισσότερο βάρος και παραπάνω δύναμη, τα δισκόφρενα της Bybre, ανταποκρίνονται άριστα στο ρόλο τους. Δύναμη, προοδευτικότητα και πληροφόρηση είναι σε κορυφαίο επίπεδο, ενώ η συνεργασία με το ABS της Bosch είναι υποδειγματική. Σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε άκαιρη ενεργοποίηση του συστήματος, ενώ κι όταν αυτό συνέβαινε η ανάδραση σε μανέτα και λεβιέ ήταν έως και μηδενική. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως σύμφωνα με τα λεγόμενα του Thomas Kuttruf, του PR manager της ΚΤΜ, η Bosch συνεργάζεται στενά με την εταιρεία για την εφαρμογή νέων τεχνολογιών.

Σήμα κατατεθέν για όλη την οικογένεια των Duke το σχήμα της μάσκας και του προβολέα, ενώ το μικρό ζελατινάκι μπροστά από τα όργανα εξυπηρετεί καθαρά και μόνο αισθητικούς σκοπούς

 

Κομμάτι του παζλ

Η έλευση του 390 Duke είναι ακόμη ένα κομμάτι που έρχεται να συμπληρώσει σιγά-σιγά μια μεγαλύτερη, ευρύτερη εικόνα. Η ΚΤΜ διαβλέπει τις τάσεις και την κατεύθυνση της αγοράς και γεμίζει τα κενά της δίχως να χάνει την εταιρική της ταυτότητα και φιλοσοφία. Εστιάζει σε νέες αγορές και κατηγορίες εισάγοντας όμως μοτοσυκλέτες που διαθέτουν το πνεύμα που διαποτίζει κάθε προϊόν των αυστριακών. Το ίδιο έκανε με το 390 Duke. Το έργο όμως δεν σταματά εκεί. Η ΚΤΜ έχει μελλοντικά πλάνα που ακόμη πιο μεγαλόπνοα. Είναι ήδη γνωστό ότι η σειρά των μικρών Duke θα αποτελέσει την βάση για μια αντίστοιχη οικογένεια supersport μοτοσυκλετών (τα RC3), ενώ στο πιο βαθύ μέλλον ετοιμάζεται ήδη η σειρά που θα αποτελεί ένα υβρίδιο ανάμεσα σε supermoto και on-off μοτοσυκλέτες (και θυμηθείτε στο μέλλον πού το διαβάσατε αυτό για πρώτη φορά...). Ο καθένας λοιπόν μπορεί να καταλάβει το πόσο σημαντικό είναι να μπουν από την αρχή οι σωστές βάσεις. Σε επίπεδο προ-παραγωγής (όπως ήταν οι μοτοσυκλέτες που οδηγήσαμε) υπάρχουν ακόμη μερικοί τομείς με περιθώρια βελτίωσης, όπως για παράδειγμα η δυσκολία που είχαν πολλές από τις μοτοσυκλέτες να ξαναπάρουν μπροστά όταν ήταν ζεστοί οι κινητήρες, ένας λίγο πιο μαλακός σε λειτουργία συμπλέκτης και ίσως μια ελαφρώς πιο άνετη σέλα για τον αναβάτη. Αν σε αυτούς τους τομείς γίνει αυτό που πρέπει, τότε δεν θα μιλάμε απλώς για σωστές βάσεις, αλλά για ακλόνητα θεμέλια.

Tech Box
Πλαίσιο – αναρτήσεις - φρένα

Το πλαίσιο του 390 Duke παραμένει ένα ατσάλινο σωληνωτό χωροδικτύωμα. Μάλιστα, είναι ακριβώς ίδιο με τα πλαίσια των μικρότερων Duke (των 125 και 200), καθώς όπως είχαμε γράψει και στις δοκιμές των συγκεκριμένων εκδόσεων, οι δυνατότητές του υπερκάλυπταν και με το παραπάνω τις απαιτήσεις διαχείρισης των δυνάμεων και της ισχύος του κινητήρα. Η μόνη διαφορά είναι καθαρά αισθητική, αφού το πλαίσιο του 390 είναι βαμμένο πορτοκαλί, έτσι ώστε να δημιουργεί οπτικά περισσότερες γέφυρες με τα μεγαλύτερα Duke. Το υποπλαίσιο είναι κι αυτό ατσάλινο, όχι αφαιρούμενο, ενώ και η σχετικά συντηρητική γεωμετρία (κάστερ 25° και ίχνος 100mm) των μικρών Duke έχει διατηρηθεί αναλλοίωτη.
Το ανεστραμμένο μπροστινό των 43 χιλιοστών, είναι ίδιο με των μικρότερων Duke και έχει εξελιχθεί από την WP (που ανήκει στην ΚΤΜ) αλλά κατασκευάζεται στην Ινδία από την Endurance, η οποία ανήκει κι αυτή εξολοκλήρου στην Bajaj! Η διαδρομή των τροχών είναι ίδια εμπρός και πίσω στα 150mm, ενώ η μοναδική ρύθμιση για την οποία υπάρχει δυνατότητα, είναι η προφόρτιση του ελατηρίου στο αμορτισέρ, το οποίο είναι κι αυτό προϊόν της συγκεκριμένης συνεργασίας.
Οι τροχοί είναι της κινεζικής Jingfi και φιλοξενούν το ίδιο πακέτο φρένων από την Bybre -την ινδική έκδοση της Brembo (By Brembo)- με την ακτινική δαγκάνα, τον δίσκο των 300mm εμπρός και των 230 χιλιοστών πίσω. Το ABS είναι στάνταρ στον εξοπλισμό της μοτοσυκλέτας και είναι η γνωστή μονάδα 9MΒ της Bosch που λειτουργεί με δύο κανάλια -ανεξάρτητα δηλαδή για εμπρός και πίσω- με δυνατότητα απενεργοποίησης μέσω ενός... κρυφού (τουλάχιστον στα μοντέλα προ-παραγωγής που οδηγήσαμε) διακόπτη, ενώ το συνολικό βάρος που προστίθεται με όλα τα περιφερειακά εξαρτήματα του συστήματος είναι δύο κιλά.

Ολόιδιο, πέρα από την χρωματική επιλογή, είναι το πλαίσιο και το υποπλαίσιο του 390 Duke με τα αντίστοιχα από τα μικρότερα αδέρφια του, ακθώς επίσης και το αμορτισέρ της WP που φτιάχνεται από την Endurance

 

Tech Box

Κινητήρας

Για την δημιουργία του νέου 390, τα τμήματα R&D της ΚΤΜ και της Bajaj συνεργάστηκαν από κοινού στην κατασκευή ενός καινούργιου κινητήρα, ο οποίος φυσικά και βασίζεται στις προηγούμενες εκδόσεις των 125 και 200 κυβικών. Πιο συγκεκριμένα, η χωρητικότητα των 373,2 κυβικών προέρχεται από αύξηση της διαμέτρου του εμβόλου στα 89mm (από 72mm στο 200) και της διαδρομής του στροφάλου στα 60mm (από 49mm στο 200 αντίστοιχα). Για την δημιουργία μάλιστα των νέων δεδομένων, η ΚΤΜ χρησιμοποίησε την τεχνογνωσία της από τους κινητήρες υψηλών επιδόσεων στα motocross μοντέλα της, όπως συνέβη και στους μικρότερους κυβισμούς. Οι βαλβίδες εισαγωγής μεγάλωσαν σε διάμετρο, φτάνοντας τα 35mm (από 28,5mm του 200) και οι εξαγωγής τα 29mm (από 24mm αντίστοιχα), ενώ η περιεχόμενη γωνία τους παρέμεινε στις 29,5°. Τα βασικά μέρη του κινητήρα, όπως τα κάρτερ και η κεφαλή, παρέμειναν ίδια με των μικρότερων Duke, όμως ο κύλινδρος είναι εντελώς καινούργιος, όχι μόνο λόγω των διαφορετικών διαστάσεων, αλλά και γιατί πλέον διαθέτει επίστρωση Nicasil, ενώ οι αντίστοιχοι των 125/200 διαθέτουν χιτώνια. Ο σφυρήλατος, μονοκόμματος στρόφαλος συνδυάζεται με μια επίσης σφυρήλατη ατσάλινη μπιέλα κι ένα έμβολο με τρία ελατήρια, το οποίο είναι κι αυτό σφυρήλατο σε αντίθεση με τα χυτά έμβολα που χρησιμοποιούνται στα Duke 125 και 200. Τα ενδιάμεσα κοκοράκια που ελέγχουν την κίνηση των βαλβίδων έχουν επίστρωση DLC -μια πάγια τεχνική της ΚΤΜ- ενώ ο κινητήρας του 390 Duke διαθέτει και έναν αντικραδασμικό άξονα, ο οποίος είναι αρκετά αποτελεσματικός.

Ο λόγος συμπίεσης είναι αρκετά υψηλός (12,5:1) σε σύγκριση με του 200 (11,5:1), αλλά ίδιος με τον αντίστοιχο του 125. Οι εκκεντροφόροι είναι ίδιοι σε προφίλ με των μικρότερων κυβισμών, αλλά διαφορετικής διαμέτρου είναι το σώμα του ψεκασμού που στο 390 φτάνει τα 46 χιλιοστά, ενώ αντίστοιχα στο 200 είναι 38mm και στο 125 33mm. Αντίστοιχα μεγαλύτερο είναι το φιλτροκούτι όπως και το μπεκ, το οποίο ελέγχεται από την ECU της Bosch που είναι κοινή και στις τρεις εκδόσεις και κατασκευάζεται στην Ινδία με την άδεια της γερμανικής φίρμας.

Μια από τις σημαντικές διαφορές του συγκεκριμένου κινητήρα σε σχέση με τους άλλους δύο μικρότερους της οικογένειας, είναι πως στο 390 υπάρχουν δύο αντλίες λαδιού αντί για μία. Η μία είναι για να στέλνει με υψηλή πίεση το λάδι για την λίπανση και η άλλη κάνει την αναρρόφηση του λαδιού από τον στροφαλοθάλαμο. Αυτό συμβαίνει γιατί με την χρησιμοποίηση του ίδιου κάρτερ με τους μικρότερους κινητήρες, ο στρόφαλος του 390 εδράζεται πιο χαμηλά μέσα στον κινητήρα.

Στις επιμέρους διαφορές συγκαταλέγεται το ελαφρώς μεγαλύτερο ψυγείο, ποου είναι τοποθετημένο στο κάτω μέρος μπροστά από την καρίνα, ενώ λίγο μεγαλύτερος και βαρύτερος είναι και ο καταλύτης του τελικού της εξάτμισης, που είναι τοποθετημένη κάτω από τον κινητήρα για καλύτερη συγκέντρωση των μαζών, στα πρότυπα των σύγχρονων supersport μοτοσυκλετών. Για να δημιουργηθεί χώρος για τον καταλύτη οι άξονες του κιβωτίου που έχει επανασχεδιαστεί είναι τοποθετημένοι κατακόρυφα, ενώ έχει τοποθετηθεί κι ένας μεγαλύτερος συμπλέκτης για καλύτερη διαχείριση της παραπάνω ισχύος και ροπής. Το αποτέλεσμα είναι να ζυγίζει ο κινητήρας μόλις 36 κιλά, σε σύγκριση με τα 28 κιλά των κινητήρων από τα 125/200. Το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ των service έχει καθοριστεί στα 7.500 χιλιόμετρα.

Η απόδοση του κινητήρα είναι 44 άλογα, τα οποία αποδίδονται στις 9.500 στροφές (η τριπλάσια ιπποδύναμη δηλαδή από το 125, αλλά στις ίδιες στροφές), ενώ σχεδόν διπλάσια είναι και η ροπή του (3,5kgm στις 7.250 στροφές) από το 200 Duke. Λόγω όμως του ότι υπερβαίνει το όριο της ευρωπαϊκής οδηγίας για την κατηγορία διπλωμάτων Α2, σε ό,τι αφορά τον λόγο kW/kg, θα υπάρχει κιτ για περιορισμό της ισχύος στα 30kW (41,2HP) ώστε να φτάνει ο λόγος στο επιθυμητό 0,2kW/kg, το οποίο δεν θα είναι κάτι περισσότερο από ένα... στοπ στο γκάζι.

Διαφορετικές είναι οι σχέσεις (μακρύτερες) στο κιβώτιο του 390 σε σχέση με του 200, όπως μακρύτερη είναι και η πρωτεύουσα μετάδοση λόγω της αυξημένης ιπποδύναμης. Ο λόγος της τελικής μετάδοσης όμως παρέμεινε ίδιος, πράγμα που σημαίνει ότι τα γρανάζια της θα είναι κοινά ανταλλακτικά και για τις τρεις εκδόσεις
 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ 390 Duke
Αντιπρόσωπος:
KTM SEE
Τιμή:
Αναμένεται
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μεταξόνιο (mm):
1367
Απόσταση από το έδαφος (mm):
172
Ύψος σέλας (mm):
800
Ίχνος (mm):
100
Γωνία κάστερ (˚):
25
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο σωληνωτό χωροδικτύωμα
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
139 / 148
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, υγρόψυκτος, με 4 βαλβίδες και 2ΕΕΚ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
89 x 60
Χωρητικότητα (cc):
373,2
Σχέση συμπίεσης:
12,5:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
44 / 9.500
Ροπή (kg.m/rpm):
3,5 / 7.250
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
117,9
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,666 / 5
2α
1,857 / 7
3η
1,421 / 9
4η
1,142 / 12
5η
0,956 / 14
6η
0,875 / 15
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια / 2,666
Τελική μετάδοση / σχέση:
Με αλυσίδα / 3,214
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
3,15
3,36
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ WP χωρίς μοχλικό
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
150 / -
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
4,00 x 17''
Ελαστικό:
150/60 ZR 17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 230mm με δαγκάνα ενός εμβόλου
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι WP
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
150 / 43
Ρυθμίσεις:
-
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,00 x 17''
Ελαστικό:
110/70 ZR 17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 300mm με ακτινική δαγκάνα Bybre τεσσάρων εμβόλων
 
ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
 
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ
Κόφτης:
10.500
Μέγιστη ισχύς:
9.500
 
 
1η
53
2α
76
3η
99
4η
124
5η
148
6η
161
 

 

ΔΟΚΙΜΗ: Triumph Street Triple 675R 2016

Μίσος και λατρεία
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

10/8/2018

Μισώ και λατρεύω ταυτόχρονα τις γυμνές μοτοσυκλέτες. Τις μισώ και τις θεωρώ μη ουσιαστικές γιατί δεν ταξιδεύουν καλά αλλά ούτε μπορείς να τρέξεις σε αγώνες, δεν κυκλοφορείς άνετα καθημερινά, ενώ κάνουν τα πάντα με περιορισμούς και συμβιβασμούς. Από την άλλη κάθε φορά που τις οδηγώ ανακαλύπτω ότι τελικά τις λατρεύω, γιατί είναι φτιαγμένες με σκοπό να τις οδηγείς...

Μη ουσιαστικές φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν κάνουν για τίποτα, αλλά στη δική μου μοτοσυκλετιστική λογική σημαίνει ότι δεν κάνουν κάτι συγκεκριμένο. Είπαμε, δεν είναι τουριστικές να ταξιδεύουν δικάβαλες με βαλίτσες, δεν είναι on-off, enduro, motocross να πηγαίνουν στο χώμα, δεν έχουν αποθηκευτικούς χώρους να πηγαίνεις για ψώνια, ενώ δεν είναι απόλυτες αγωνιστικές να κερδίσεις το πρωτάθλημα. Αν τα βάλουμε κάτω λοιπόν, το 675 Rδεν κάνει τίποτα από τα παραπάνω και όχι μόνο συγκαταλέγεται στις "άχρηστες" μοτοσυκλέτες αλλά μπορείς να πεις ότι είναι και ο αρχηγός τους! Βέβαια εδώ μιλάμε για μοτοσυκλέτες και όχι για άψυχα ηλεκτρικά μπλέντερ ή βραστήρες αυγών και ο παράγοντας πάθος και συναίσθημαπρωτοστατούν όσο δεν υπάρχει σαφής προορισμός. Ακριβώς δηλαδή όπως είναι φτιαγμένες οι περισσότερες γυμνές και ειδικά η νέα StreetTriple 675R.

Αναμφίβολα, οι άνθρωποι που φτιάχνουν τις Triumph ξέρουν το μαγικό συστατικό, όχι μόνο για να σε κάνουν να τις αγαπήσεις αλλά να τις λατρέψεις. Μην το θεωρείτε δεδομένο αυτό. Είναι δύσκολο να ανεβαίνει ο οποιοσδήποτε σε μια μοτοσυκλέτα και να κατεβαίνει με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη και σχεδόν σε κάθε Triumphσυμβαίνει αυτό.

Το Street Triple από την πρώτη ημέρα που τσούλησε τις ρόδες του στη γη έγινε λατρευτό σε κάθε εραστή της ζωής και εχθρό της λογικής, ενώ με την έλευση του R λίγο αργότερα, έκανε φίλους τον κάθε παρανοϊκό, τρελό και εθισμένο στη αδρεναλίνη. Εκπληκτικό πλαίσιο με ακραία γεωμετρία, κινητήρας που σου ξυπνάει και τον πιο κοιμισμένο επινεφρίδιο, ενώ γενικά το στήσιμό της παρέδιδε μαθήματα ακριβείας. Κατάφερε με διαφορά να είναι η πιο αγαπητή μεσαίου κυβισμού μοτοσυκλέτακαι η πιο καλοπουλημένηTriumph με 50.000 κομμάτια, ενώ δεν αμέλησε να κερδίσει οποιοδήποτε συγκριτικό με τα γυμνά της κατηγορίας.Όμως, έφτασε η ώρα της αλλαγής, θέλοντας να συνεχίσει να προσφέρει ντουζίνες χαράς στο φανατικό κοινό της…

Φυσικά τα βασικά δομικά υλικά που προσέφεραν οργασμούς στην πραγματικότητα και ονειρώξεις στη φαντασία, δεν άλλαξαν. Με γνώμονα την μείωση του βάρους,ξανασχεδιασμένο είναι το αλουμινένιο πλαίσιο που αποτελείται από λιγότερα κομμάτια, ενώ το βιδωτό υποπλαίσιο είναι ένα καινούργιο χυτό υψηλής πίεσης κομμάτι, που στο Street Triple R είναι βαμμένο κόκκινο για να ταιριάζει με τα γραφικά στα πλαϊνά πλαστικά. Το τελικό της εξάτμισης κατέβηκε χαμηλά, ενώ με τη τοποθέτηση νέου ψαλιδιού και νέας ζάντας πίσω, το βάρος μειώθηκε έξι ολόκληρα κιλά.

Όμως, εκτός από τη μείωση του βάρους, έγινε και αλλαγή στη κατανομή που πλέον είναι περισσότερο μπροστόβαρη, ενώ αυξήθηκε παράλληλα τη σταθερότητα λόγω του μεγαλύτερου ίχνους μερικά χιλιοστά. Επίσης, οι αλλαγές στο πλαίσιο προσέφεραν μεγαλύτερο κόψιμό του τιμονιού, αλλά και υψηλότερη θέση οδήγησης κατά 15mm. Στον κινητήρα άλλαξε λίγο η ρύθμιση του ψεκασμού ώστε να βελτιωθεί η κατανάλωση, ενώ μάκρυνε και η πρώτη σχέση.

Και τι έγινε που άλλαξε;

Επιτέλους άλλαξαν (από την προηγούμενη ανανέωση) και αυτά τα ελαφρώς παρωχημένα εξόφθαλμα φώτα και την θέση τους πήραν νέα εξάγωνα, που είναι πλέον χωνευτά και έδωσαν λίγο διαφορετική όψη. Κατά τ' άλλα, οπτικά δεν άλλαξε σημαντικά, αν και η νέα ουρά είναι πολύ κομψή και αιχμηρή και αμφιβάλω αν θα δω έστω και μια με την βάση της πινακίδας στη θέση της. Μόλις καβάλησα και πάτησα της μίζα άρχισαν να ξυπνάνε οι νευρικές ίνες του εγκεφάλου μου και όταν οι ρόδες έκαναν τα πρώτα μέτρα, η αίσθηση που έλαβα ήταν αυτή που προσφέρει η Triumph στις μοτοσυκλέτες τις τα τελευταία χρόνια. Οι ρυθμιζόμενες αναρτήσεις διαβάζουν όχι μόνο με ακρίβεια το οδόστρωμα αλλά αποκρυπτογραφούν κάθε κίνηση της ανάρτησης, μεταφέροντας στα χέρια του αναβάτη αυτά που χρειάζεται να ξέρει για την κατάσταση του εμπρός και του πίσω τροχού, ενώ το πλαίσιο νιώθεις ότι διαθέτει την απόλυτη ισορροπία.

Δεν είναι άκαμπτο νταμάρι που θα σε αποκόψει από τη μοτοσυκλέτα, αλλά πιστός συνεργάτης που θα σου μεταφέρει με εμπιστοσύνη τη κάνει η μοτοσυκλέτα κάτω από τα πόδια σου. Με την αύξηση του ίχνους αυξήθηκε αισθητά και η σταθερότητα και πλέον δε χρειάζεται να το κρατάς από τις άκρες του τιμονιού με τα ακροδάχτυλα χωρίς να αναπνέεις. Από την άλλη, η αλλαγή της γεωμετρίας με το μεγαλύτερο ίχνος, θα έλεγα ότι το έκανε λιγότερο πρόθυμο στις στροφές (παρόλο που το εργοστάσιο λέει το αντίθετο) έχοντας πλέον πιο ισορροπημένη συμπεριφορά χωρίς νευρικότητες και απότομες αντιδράσεις. Στα χαρτιά ελάφρυνε κατάέξι ολόκληρα κιλά, όμως το προηγούμενο που είχαμε ζυγίσει δεν είχε ABS και τα νούμερα δεν είναι συγκρίσιμα.

Ο κινητήρας με την νέα ρύθμιση του ψεκασμού εξακολουθεί να είναι για σεμινάριο και παραδίδει μαθήματα ομαλότητας και αψεγάδιαστης λειτουργίας σε όλο το φάσμα της λειτουργίας του και εξακολουθεί φυσικά να αποτελεί τη χρυσή τομή ανάμεσα σε δικύλινδρους και τετρακύλινδρους. Έχει εκπληκτική ευστροφία και δύναμη χαμηλά που κανένας τετρακύλινδρος δεν έχει, φοβερές μεσαίες και ελαστικότητα, ενώ μόλις τους ζητήσεις να ανεβάσει τις στροφές ψηλά, ουρλιάζει σα μανιασμένο, καίγοντας και την τελευταία λογική ίνα του εγκεφάλου σου...Θα έλεγε κανείς ότι υστερεί σε απόλυτη δύναμη στις υψηλές στροφές, αλλά έχω τον αντίλογο στην ίδια μου την παρατήρηση, καθώς κανείς δεν πρόκειται να "κυνηγάει" το Triple στις εθνικές με 235+ που καταφέρνει και πάει, αρά η δύναμη ψηλά δεν είναι απαραίτητη. Μάλιστα, θα έλεγα ότι δεν μου άρεσε και πολύ που μάκρυναν την πρώτη σχέση και θα προτιμούσα να ήταν λίγο πιο κοντό γενικά, ώστε να σουζάρειπιο εύκολα στις πρώτες σχέσεις του κιβωτίου, αλλά και να νιώθεις πιο έντονα τη δύναμη του. Ας πήγαινε μέχρι 200-215 χιλιόμετρα την ώρα και να ούρλιαζε περισσότερο χαμηλότερα. Εγώ θα το άλλαζα πάντως κονταίνοντας 2 δόντια πίσω γιατί σίγουρα δεν θα έπαιρνα TripleRγια ταξίδια και διακοσάρες στην εθνική…

Ανάβαση Ανώπολης

Σιγά μην καθόμουν στην Αθήνα με το Triple μέσα στη καρδιά της άνοιξης. Μπήκα στο καράβι, πήγα στη Κρήτη και αφού οι δρόμοι της δεν έχουν πλημμυρήσει ακόμα από τουρίστες που πάνε στο περίπου, βγήκα στο οδικό δίκτυο-ξυράφι που διαθέτει. Φυσικά διάλεξα τα Σφακιά σαν προορισμό, θέλοντας να κάνω την κλασσική ανάβαση στην Ανώπολη, δρόμο που ίσως αποτελεί τηΜέκκα για πολλούς στρητάδες.Το καλό είναι ότι πριν φτάσεις εκεί έχεις κάτι παραπάνω από 70 εκρηκτικά χιλιόμετρα να ζεστάνεις σώμα, πνεύμα, θάρρος και μοτοσυκλέτα, στρίβοντας με πολλά στις γρήγορες παρατεταμένες με τα κατσίκια και ταψηλωμένα αγροτικά να παραμονεύουν, σε μια άσφαλτο που δεν είναι υποψήφια για όσκαρ ομαλότητας και πρόσφυσης. Παρόλα αυτά, το Triple στρίβει αέρας παντού με τις αναρτήσεις στις στάνταρ ρυθμίσεις να απορροφούν τις ανωμαλίες και να κρατούν τους τροχούς γειωμένους, προσφέροντας πρόσφυση ακόμα και εκεί που ήσουν μαγκωμένος. Στα ανοιχτά κομμάτια πας για πλάκα 200, έχοντας ένα ελαφρύ σφυροκόπημα από τον αέρα στο κράνος και αν δεν σε πάνε αυτόφωρο μέχρι τις Βρύσες θα συνεχίσεις το δρόμο για χώρα Σφακιών..

Επιτέλους μπήκα σε πιο γήινο περιβάλλον και μόλις πέρασα τα τελευταία σπίτια του χωρίου όρμησα με μανία στο γκάζι λες και έγραφε το χρονόμετρο. Η γλιστερή άσφαλτος έκανε τον πίσω τροχό να αφήνει καλλίγραμμες υπογραφές ακριβείας σε κάθε έξοδο, ενώ δεν ήταν λίγες η φορές που έπεσα δυνατά στα φρένα από τον υπερ-ενθουσιασμό της στιγμής. Παρόλο που το ABS δεν είναι ευαίσθητο και δεν υπάρχει αισθητή ανάδραση στη μανέτα, λειτουργεί άριστα στα γλιστερά αλλά “βιάζεται” λιγάκι όταν ο ρυθμός ανέβει πολύ.Φτάνοντας στα Σφακιά δεν σταμάτησα ούτε για κατούρημα και με τα λάστιχα ζεστά όρμησα στη διαδρομή λες και θα παιζόταν η πρόκριση για το grid των MotoGP. Οι πρώτες σούζες στις εξόδους από τις φουρκέτες άρχισαν να μου ανεβάζουν τη διάθεση και η όποια αναστολή για το γκρεμό που έχασκε καμιά πεντακοσαριά μέτρα παρακάτω, είχε πνιγεί στη βαθιά άγρια θάλασσα από κάτω μου.Πλέον, το μόνο που ένιωθα ήταν η ροπή στις εξόδους των στροφών αλλά και το τρικύλινδρο ούρλιαγμα που εκσφενδόνιζε τη μοτοσυκλέτα από στροφή σε στροφή. Στις μικρές ευθείες με το γκάζι στο τέρμα και το quickshifter να επιτρέπει γρήγορες αλλαγές, ίσα που κούμπωνα τρίτη και με περισσότερα από 130 χιλιόμετρα άρπαζα τη μανέτα, για να γράψω την κάθε στροφή απολαυστικά με τα φρένα δαγκωμένα και τον πίσω τροχό να γλύφει την άσφαλτο. Το γυμνό τρικύλινδρο αλλάζει κατεύθυνση με εκπληκτικό τρόπο, ωθώντας σε ένα άκρως ερεθιστικό παιχνίδι που τα όρια δεν τα βάζει η μοτοσυκλέτα αλλά η επικινδυνότητα του δρόμου. Νιώθεις πολύ ασφαλής, τόσο που μερικές φορές υπερεκτιμάς τα δεδομένα αφού η πρόσφυση αλλά και η πληροφορία που λαμβάνεις σε οδηγεί σε υπερβολικές ταχύτητες για τα "οζά" και τα "αίχνη" που την πέφτουν δεξιά και αριστερά του δρόμου. Κάνα δυο φορές το παράκανα λίγο στα φρένα αλλά είχα χώρο, ώσπου σε μια δεξιά πήρα γραμμή άκρως ακατάλληλη για δημόσιο δρόμο και πάνω που ήμουν έτοιμος να βουτήξω στη καρδιά του apex...ένα μονοκάμπινο αγροτικό που κατέβαινε “μαλλιά” μου χάλασε λίγο το πάρτι. Σκαρφαλώνω πάνω στο λεβιέ του φρένου, και μαγκώνω τη μανέτα με έξι δάχτυλα και ναι, το 675 φρενάρει δυνατά, όμως εκεί που λέω σώθηκα, αμολάει για μερικά εκατοστά διαβάζοντας μέχρι και τη μάρκα από τα τσιγάρα που είχε ο ιθαγενής στη τσέπη από το μαύρο πουκάμισο.Δεν είναι ότι δεν φρενάρει με το ABS ή υπάρχει πρόβλημα, απλά αυτό το ελάχιστο “αμόλημα” κάνει ενίοτε τα τσίσα να τρέξουν λίγο στο βρακί αν πηγαίνεις σβέλτα σε συνθήκες δημόσιου δρόμου.

Πρέπει να την έχεις

Δεν αναιρώ αυτά που είπα παραπάνω και μια εβδομάδα στη σέλα της στους κολασμένους δρόμους της Κρήτης εξακολουθώ να λέω ότι είναι μια “άχρηστη” μεν αλλά μια μοτοσυκλέτα που πρέπει να έχεις, ή τουλάχιστον που πρέπει να οδηγήσεις. Η καθημερινή συμβίωση μαζί της βελτιώθηκε, καθώς τώρα το τιμόνι κόβει λίγο περισσότερο από άκρη σε άκρη και ο ψεκασμός έχει εξαλείψει τα όποια τινάγματα στο άνοιγμα του γκαζιού από τελείως κλειστό. Με την μετακόμιση της εξάτμισης από την ουρά έχει αυξηθεί κατακόρυφα ο χώρος κάτω από τη σέλα, που πλέον είναι ο μεγαλύτερος που έχω συναντήσει σε σπορ μοτοσυκλέτα και θα χωρέσει μια μεγάλη κλειδαριά και ένα αδιάβροχο. Στην καθημερινότητα γενικά βολεύει, καθώς δεν βγάζει πολύ ζέστη ο κινητήρας του και αρέσκεται να λειτουργεί με πολύ χαμηλές στροφές με ηρεμία, χωρίς ποτέ να σκορτσάρει και να δυσανασχετεί.Μάλιστα μας εξέπληξε θετικά η χαμηλή του κατανάλωση με αργές ταχύτητες, που έφτασε ακόμα και τα 5lt/100km. Τα χειριστήρια είναι πολύ μαλακά με σωστή αίσθηση και συνολικά η ποιότητα συναρμολόγησης βρίσκεται πάνω από το μέσο όρο της κατηγορίας, καθώς τα πάντα είναι άψογα φτιαγμένα και η συνολική εικόνα αρμόζει σε ακριβότερη μοτοσυκλέτα. Βρίσκεται ένα στάδιο πριν την τοποθέτηση του ridebywire που έχει περάσει στις μεγαλύτερες αδερφές, κάτι που θα την εφοδιάσει και με tractioncontrol, αλλά από εκεί και πέρα είναι μια απόλυτα ολοκληρωμένη μοτοσυκλέτα που δεν είναι τυχαίο ότι αποτελεί bestseller για την Triumph. Φυσικά υπάρχουν και πράματα που δεν μου άρεσαν. Θα ήθελα το ABS να απενεργοποιείται με ένα απλό κουμπί, όπως και γενικά τα όργανα θα έπρεπε να αλλάζουν ενδείξεις από το τιμόνι. Το στάντ τόσα χρόνια βρίσκεται εκεί μέσα χωμένο και δεν ανοίγει εύκολα, ενώ τώρα που έμεινε χώρος στην ουρά θα μπορούσαν να μπουν και χειρολαβές συνεπιβάτη.

Πρέπει τώρα να αναλύσω γιατί πρέπει να την αποκτήσεις, ή μάλλον γιατί να δώσεις τα χρήματα που ζητάει η Triumph, για την κορυφαία μεσαία γυμνή. Πρώτα από όλα είναι φτιαγμένη 100% για να την οδηγείς και όλα τα άλλα έχουν δευτερεύοντα ρόλο, οπότε αυτό από μόνο του είναι αρκετό. Όπως είπα και παραπάνω αυτή η κατηγορία δεν υπόσχεται στον αγοραστή της ότι παίρνει πολυεργαλείο με δώρο 3+1. Αγοράζεις έναν οδηγικό διαβήτη ακριβείας με πολύ καλές αναρτήσεις και φρένα, σε ένα σύνολο που σε τραβάει από το χέρι συνεχώς να υπερβείς και να μεταθέσεις τα όρια, ενώ δεν θα πει όχι και στη πίστα. Με λίγο υπομονή θα ταξιδέψεις παντού (όχι δικάβαλος) θα κυκλοφορείς καθημερινά, ενώ το καλύτερο που σου προσφέρει αυτή η μοτοσυκλέτα είναι η χαρά της κατοχής και η απόλαυση να είναι δικιά σου.

 

Οι αλλαγές

Πλαίσιο

Αλλαγές στο πλαισίο για πιο μπροστόβαρη κατανομή

Μεγαλύτερο κόψιμο τιμονιού

Τελικό εξάτμισης χαμηλά τοποθετημένο

Βιδωτό υποπλαίσιο χυτό

Νέα δαγκάνα πίσω

Ελαφρύτερη ζάντα πίσω

10%μαλακότερο ελατήριο αμορτισέρ

Ψηλότερη σέλα 15mm

Όργανα με ένδειξη καυσίμου

Κινητήρας

Νέα ρύθμιση ψεκασμού για μεγαλύτερη οικονομία

Μακρύτερη 1η σχέση

Νέα εξάτμιση που βγαίνει χαμηλά και 3,5 κιλά ελαφρύτερη…

______________________________________________

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                                          TriumphStreetTripleR

Αντιπρόσωπος:

ΗΛΙΟΦΙΛ ΑΕΒΕ

 

 

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος

2.030mm

Ύψος

1.250mm

Μεταξόνιο

1.395mm

Απόσταση από το έδαφος

 

-

Ύψος σέλας

800mm

Ίχνος

95,3mm

Γωνία κάστερ

24,3°

Απόσταση σέλας - τιμονιού

700mm

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ

540mm

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού

910mm

Απόσταση πίσω σέλας -πίσω μαρσπιέ

510mm

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

190kg

(χωρίς καύσιμο): 177kg

Πίσω

49,7%

Εμπρός

50,3%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

7,9%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Αλουμινένιο, περιμετρικό

Πλάτος (mm):

736

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

167 / -

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, τρικύλινδρος εν σειρά, υγρόψυκτος με 4 Β/Κ και 2 ΕΕΚ

Διάμετρος x Διαδρομή (mm):

74 x 52,3

Χωρητικότητα (cc):

675

Σχέση συμπίεσης:

12,65:1

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός πολλαπλών σημείων με σώματα 44mm

Σύστημα εξαγωγής:

3 σε 1 σε 2 με καταλύτη και αισθητήρα οξυγόνου

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός,πολύδισκος, με ντίζα

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια / 1,848 (85/46)

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα / 2,937 (47/16)

Σχέσεις / km/h ανά 1.000rpm

2,426 / 8

2α

1,857/ 12

1,565 / 14

1,350 / 16

1,238 / 18

1,136 / 19

 

ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ

Ρύθμιση βαλβίδων (km):

20.000

Αλλαγή λαδιού (km):

Στα πρώτα 1.000 και κάθε 10.000

Ποσότητα λαδιού με / χωρίς φίλτρο (L):

2,6 / 2,4

Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):

Τύπου φυσιγγίου / 10.000

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

 

 

 

Km/h

Sec

Μέτρα

0-50

1,74

12,43

0-100

3,77

54,97

0-150

6,98

167,87

0-200

13,78

504,36

0-250

-

-

 

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

sec

Km/h

0-400

11,86

189,02

0-1000

22,21

221,94

 

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

 

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

3,35

105,40

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

 

Km/h

6η

40-80

3,39/56,23

3,92/65,04

-

80-120

3,53/98,60

4,02/112,24

4,43/123,83

120-160

4,12/161,89

4,86/189,42

5,71/223,66

160-200

-

4,67/227,24

9,34/469,23

 

 

 

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

120-40

2,08

45,91

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ένα αμορτισέρ με προοδευτικό μοχλικό

Διαδρομή (mm):

130

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

5,5 x 17''

Ελαστικό:

Pirelli Diablo Corsa180/55-17

Πίεση:

36psi

ΦΡΕΝΟ

Ένας δίσκος 220mm με δαγκάνα ενός εμβόλου της Nissin

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Αναλογικό στροφόμετρο, δύο οθόνες LCD με ψηφιακές ενδείξεις ταχύτητας / ολικού και δύο μερικών χιλιομετρητών / μέγιστης και μέσης ωριαίας ταχύτητας / θερμοκρασίας κινητήρα / ώρας /χρονόμετρου, λυχνίες για νεκρά / μεγάλη σκάλα φώτων / φλας / ρεζέρβα / στάθμη λαδιού / check κινητήρα, προοδευτικό shiftlight

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό ανεστραμμένο πιρούνι της Kayaba

Διαδρομή / Διάμετρος (mm):

 

120 / 41

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,5 x 17''

Ελαστικό:

Pirelli Diablo cosra120/70-17

Πίεση:

34psi

ΦΡΕΝΟ

Δύο πλευστοί δίσκοι 308mm με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων της Nissin, ακτινικά τοποθετημένες

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

94,2 / 12.000

Ροπή (kg.m/rpm):

6,23 / 8.200

 

 

 

 

 

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ

Κόφτης:

12.500

Μέγιστη ισχύς:

12.000

 

 

1η

101

2α

154

3η

186

4η

214

5η

240

6η

259

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

6,4

Ελάχιστη

5,0

Μέγιστη

8,2

Αυτονομία:

257

Αυτονομία ρεζέρβας:

-

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (L):

17,4 /-