Suzuki Inazuma 250 2013

B-Prince
Από το

Μαύρο Σκύλο

11/2/2019

Όταν το Inazuma 250 της Suzuki παρουσιάστηκε το 2013,  η χώρα μας είχε μπεί για τα καλά στην οικονομική κρίση, με τους περισσότερους ανθρώπους να αναθεωρούν τις προτεραιότητές τους στον τομέα της αστικής μετακίνησης. Η Suzuki τότε, μπορεί να ήταν μια απ' τις τελευταίες εταιρείες που παρουσίασαν την πρότασή τους στην κατηγορία των μικρών μοτοσυκλετών, όμως με την εμπλοκή όλο και περισσότερων εργοστασίων τα τελευταία χρόνια, απέδειξε ότι το timing ήταν σωστό. Στο άρθρο που αναδημοσιεύουμε απ' το τεύχος 518 του MOTO του 2013, σας παρουσιάζουμε τους λόγους που μέχρι και σήμερα εντυπωσιάζει το μοντέλο της Suzuki. Ειδικότερα ο κινητήρας του, που πλέον βρίσκεται σε περισσότερα μοντέλα όπως το V Strom 250 και το GSX-R 250, αποδεικνύοντας τις ικανότητές του στο περιβάλλον της πόλης κι όχι μόνο. 

Ο μικρός αδερφός του B-King δεν έχει καθόλου από την κακία και τον τσαμπουκά του μεγάλου. Είναι ένας πιστός καθημερινός σύντροφος και η πιο “μεγάλη” μοτοσυκλέτα 250 κυβικών που μπορείς σήμερα να αγοράσεις…

Δεν είναι καθόλου εύκολο τελικά να φτιάξεις ένα 250. Ειδικά τώρα, που με τη στροφή της αγοράς στις μικρές μοτοσυκλέτες, υποψήφιοι πελάτες αυτής της κατηγορίας είναι όλοι... Και ο "πύρκαυλος" πιτσιρικάς που ονειρεύεται γκάζια, σούζες και αλητεία, αλλά και ο κατασταλαγμένος λογιστής οικογενειάρχης, που αναζητά οικονομία, ευκολία χρήσης και άνεση. Οι εταιρείες, από τότε που η οικονομική κρίση μπήκε για τα καλά στη ζωή μας, έχουν μπει σε σχεδιαστικό οργασμό, φτιάχνοντας και παρουσιάζοντας συνεχώς νέες μικρές μοτοσυκλέτες, για να καλύψουν το κενό των μεσαίων μοντέλων που υπήρχε στην αγορά. Η Suzuki εδώ και αρκετά χρόνια στην γκάμα της για την ευρωπαϊκή αγορά δεν διέθετε κάτι μικρό, και ουσιαστικά η πρότασή της στην μεσαία κατηγορία ήταν το V-Strom 650. Έτσι, με αρκετή καθυστέρηση σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, παρουσίασε το νέο Inazuma 250, λανσάροντάς το σαν τον μικρό αδερφό του B-King, που μεταξύ μας δεν έχει καμία σχέση... εντάξει, ίσως μοιάζουν στο μέγεθος του εμπρός φτερού.

Παρατηρώντας το με προσοχή έχει λεπτομέρειες που ευχάριστα σε ξαφνιάζουν. Παραβλέπουμε το άσχημο και τεράστιο εμπρός φτερό (που δεν αφήνει όμως στάλα νερό από τη βροχή να φτάσει στον αναβάτη) και πάμε στην όμορφη τρίμπρατση ζάντα που φοράει ελαστικό 110/80 -17, αλλά και τη δαγκάνα των δύο εμβόλων της Nissin. Τα πλαϊνά καλύμματα του ψυγείου έχουν έξυπνη σχεδίαση σαν φυσική συνέχεια του ρεζερβουάρ και έχουν ενσωματωμένα τα φλας, θυμίζοντας και εκεί κάτι από B-King, ενώ πολύ όμορφα και ευανάγνωστα είναι τα κλασικού σχήματος όργανα με το αναλογικό στροφόμετρο και το ψηφιακό ταχύμετρο. Τα κλιπ ον είναι τοποθετημένα φυσικά στην επάνω πλάκα και έχουν έντονη κλίση προς τα πάνω, κάνοντας τη θέση οδήγησης πολύ άνετη και ευρύχωρη. Γενικά, τα πάντα πάνω του είναι πολύ καλοφτιαγμένα, τόσο στα σημεία που φαίνονται, όσο και σε αυτά που δεν τα βλέπεις με την πρώτη ματιά. Κάτω από τη σέλα επικρατεί απόλυτη τάξη και υπάρχει λίγος χώρος για μικροπράγματα, ενώ διαθέτει και πλήρη σειρά εργαλείων πολύ καλής ποιότητας (με σωστό γαντζόκλειδο για την προφόρτιση του αμορτισέρ). Η ποιότητα βαφής είναι προσεγμένη και δείχνει ότι θα παραμείνει γυαλιστερό αρκετά χρόνια, ενώ τα χρωμιομένα κομμάτια που είναι λίγο ντεμοντέ, το κάνουν να δείχνει πιο ακριβή κατασκευή.  

Το είχα χρόνια στην πόλη…

Καβαλώντας για πρώτη φορά ήξερα τι θα συναντήσω. Πάντα η Suzuki στις μοτοσυκλέτες της έχει κάτι το πολύ φιλικό και εύκολο, που πολλές φορές τις κάνει καλύτερες σε φιλοξενία, ακόμη κι από ένα Honda. Έτσι, ειδικά στο Inazuma που είναι μια μοτοσυκλέτα καθημερινής χρήσης, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Ανεβαίνεις επάνω και τα πάντα είναι ακριβώς στις προεκτάσεις των χεριών και των ποδιών σου, η σέλα τεράστια με πλούσιο αφρώδες και άνετη, ενώ το ύψος της είναι ιδανικό για τα μεσαία αναστήματα.

Το μικρό Suzuki όμως είναι μεγάλο… Πριν ξεκινήσεις έχεις στο μυαλό σου ότι θα οδηγήσεις μια μικρή ασθενική μοτοσυκλέτα 250 κυβικών, όμως από κοντά συνειδητοποιείς ότι οι διαστάσεις του είναι αντίστοιχες με μιας μεγάλης μοτοσυκλέτας, όπως και τα κιλά του βέβαια. Ο δικύλινδρος εν σειρά κινητήρας των 250 κυβικών με τον έναν εκκεντροφόρο και τον ψεκασμό, δείχνει μεγάλος μέσα στο στιβαρό, κλειστό, μαύρο, ατσάλινο πλαίσιο διπλής ραχοκοκαλιάς, ενώ την εικόνα των μεγάλων διαστάσεων συμπληρώνουν τα δύο τελικά των εξατμίσεων και η ουρά με το περίεργης αισθητικής φανάρι που θυμίζει λίγο Honda Blackbird.

Στα πρώτα μέτρα που έκανα ένιωθα σαν να το είχα χρόνια. Το κιβώτιο έχει μέσα γρανάζια από βούτυρο και μέλι αντί για λάδι, ο συμπλέκτης είναι σαν να έχει υποβοήθηση και γενικά τα πάντα λειτουργούν τόσο εύκολα και ομαλά που νομίζεις ότι κάποιος άλλος κάνει τη δουλειά για σένα. Οι αναρτήσεις του είναι μαγικά μαλακές και κάνουν εκπληκτική δουλειά στους κακοσυντηρημένους δρόμους της Αθήνας, απορροφώντας και αποσβένοντας τις ανωμαλίες, προσφέροντας ταυτόχρονα εκπληκτική πρόσφυση για τα δεδομένα της πόλης. Τα συμπαθητικά γιαπωνέζικα ελαστικά της IRC που φοράει από το εργοστάσιο αποδίδουν άριστα και σε βρεγμένη άσφαλτο, ενώ ωραία δουλειά κάνουν και τα φρένα, που είναι πολύ προοδευτικά και ταυτόχρονα δυνατά, με ωραία αίσθηση. Το εμπρός διαθέτει και ρυθμιζόμενη μανέτα και θέλει λίγη παραπάνω πίεση αν χρειατεί να φρενάρεις δυνατά, με το πιρούνι να εξαντλεί σχεδόν όλη τη διαδρομή του σε φρενάρισμα πανικού χωρίς όμως να μπλοκάρει ο τροχός απροειδοποίητα. Το πίσω διαθέτει πολύ καλή αίσθηση και δύναμη χωρίς να μπλοκάρει και λόγω γεωμετρίας συμβάλει σημαντικά στην επιβράδυνση. Γενικά, στην πόλη το μικρό Suzuki είναι ένας ακούραστος σύμμαχος. Καταφέρνει και ελίσσεται στις αργές διηθήσεις ανάμεσα στα αυτοκίνητα εύκολα, με τα πόδια να πατούν συνεχώς στα μαρσπιέ και αυτό λόγω σωστού ζυγίσματος και καλής κατανομής βάρους. Επίσης, το τιμόνι του είναι πολύ ελαφρύ, με μεγάλο κόψιμο από άκρη σε άκρη. Φυσικά, μεγάλο ρόλο στην ευκολία χρήσης παίζει και ο δικύλινδρος κινητήρας του. Είναι πολύ γραμμικός και με αποθέματα ροπής που επιτρέπουν να “ξεχάσεις” να κατεβάσεις ταχύτητα ξεκινώντας ακόμα και με δευτέρα στο φανάρι, ενώ μέσα στην πόλη μπορείς να κινείσαι με μεγάλες σχέσεις χωρίς ποτέ να σκορτσάρει. Στους ανοιχτούς δρόμους και στις μεγάλες λεωφόρους μπορεί να κινηθεί πολύ σβέλτα, επιταχύνοντας σχετικά γρήγορα και διατηρώντας πανεύκολα ταχύτητες που ξεπερνούν τα 100 χιλιόμετρα.         

Δεν είναι μόνο commuter

Το νέο Inazuma (κεραυνός σημαίνει στα γιαπωνέζικα) δεν είναι άλλο ένα μικρό ασθενικό 250. Είναι μια ολοκληρωμένη μοτοσυκλέτα με διαστάσεις που επιτρέπουν να κάνεις πολλά πράγματα με αυτή. Δεν θέλω να μιζεριάζω και να αναμασάω τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, αλλά επειδή τα δεδομένα έχουν αλλάξει λίγο, σιγά - σιγά αλλάζουν και οι μοτοσυκλετιστικές μας συνήθειες. Παλιά όποιος είχε 250 διέθετε μεγάλη μοτοσυκλέτα. Μικρά ήταν τα παπιά των 50 κυβικών και από εκεί και πάνω όλα τα άλλα ήταν μοτοσυκλέτες. Νομίζω ότι επιστρέφουμε σε αυτό και μάλλον πιο υγειές μου φαίνεται. Στο παρελθόν της υπερπροσφοράς και της ζήτησης αν μου έδιναν αυτή τη μοτοσυκλέτα θα την αντιμετώπιζα σαν ένα χρηστικό εργαλείο πόλης, ή ένα 250 για πιτσιρικάδες. Σήμερα είναι μια μοτοσυκλέτα για όλους, που μπορεί να κάνει τα πάντα, απλά με λίγο διαφορετικό τρόπο.

Βγαίνοντας στους δρόμους με το νέο Suzuki, άφησα πίσω μου την πόλη και έκανα ένα μικρό ταξιδάκι στην επαρχία της Αττικής και της Κορινθίας. Στην εθνική οδό οι ταχύτητες των 110-120 χιλιομέτρων έρχονται πολύ εύκολα, έχοντας απόθεμα ισχύος να κάνεις και κάποια προσπέραση, με το ψηφιακό ταχύμετρο να δείχνει μέχρι και 155 χιλιόμετρα αν σκύψεις λιγάκι. Όμως αυτό που εντυπωσιάζει είναι η πλήρης απουσία κραδασμών, καθώς ο αντικραδασμικός άξονας κάνει εκπληκτική δουλεία. Η αίσθηση του κινητήρα σε κάνει να νομίζεις ότι είναι ηλεκτρικός, αφού δεν υπάρχει ο παραμικρός ενοχλητικός κραδασμός ή μηχανικός θόρυβος. Επίσης, η σταθερότητα και η άνεση στις μεγάλες ταχύτητες, είναι αντίστοιχες με μοτοσυκλέτας μεγαλύτερης κατηγορίας. Η σέλα είναι πολύ άνετη και χωράει χωρίς κανένα περιορισμό δύο άτομα, ενώ υπάρχει και λίγος χώρος ακόμα για να δέσεις κάτι μικρό. Η ποιότητα κύλισης που προσφέρει το μικρό Suzuki είναι εκπληκτική για τα δεδομένα όχι μόνο της κατηγορίας, αλλά γενικότερα των μοτοσυκλετών και στη σέλα του χαίρεσαι να κάνεις χιλιόμετρα, όχι μόνο εντός, αλλά και εκτός πόλης.

Ο μικρός γιαπωνέζικος κεραυνός, εκτός από την καθημερινή σου μεταφορά, μπορεί να σε διασκεδάσει κιόλας. Η απόλυτα προβλέψιμη συμπεριφορά σε συνδυασμό με τις μαλακές αναρτήσεις και τα σωστά ελαστικά, μπορούν να προσφέρουν ευχάριστες στιγμές σε στριφτερά κομμάτια. Εντάξει, δεν είναι GSX-R, όμως στρίβει αξιοπρεπέστατα και είναι εύκολο να πάει σχετικά σβέλτα ο οποιοσδήποτε στη σέλα του. Η αργή γεωμετρία του μπορεί να δυσκολεύει λίγο τις αλλαγές κατεύθυνσης, όμως η σταθερότητα και η ουδέτερη συμπεριφορά του είναι ό,τι χρειάζεσαι για να οδηγήσεις χωρίς άγχος και μεγάλη προσπάθεια. Επίσης, και τα φρένα επαρκούν σε περίπτωση που τα “αίματα” ανάψουν, ενώ η απουσία ABS δεν πρόκειται να προβληματίσει, αρκεί να έχεις το νου σου.   

Δεν είναι όλα τέλεια

Όχι, δε μου άρεσαν όλα στο Inazuma. Πρώτα από όλα τα 185,5 πραγματικά κιλά που ζυγίζει γεμάτο είναι πολλά για τα δεδομένα των 250 και ευτυχώς τα κρύβει περίφημα. Επίσης, θα θέλαμε λίγο πιο διακριτική εμφάνιση. Οι δύο εξατμίσεις μπορεί να το κάνουν να δείχνει μεγαλύτερο, όμως είναι λίγο περιττές και αυξάνουν σημαντικά τον όγκο και το βάρος του. Επιπλέον, το εμπρός φτερό είναι άσχημο, διότι θέλοντας να μοιάσει στο B-King είναι τεράστιο σε όγκο και δεν συμβαδίζει με τις διαστάσεις της υπόλοιπης μοτοσυκλέτας. Διαβάζοντας το manual εντύπωση μας έκανε η οδηγία του κατασκευαστή για τον έλεγχο των βαλβίδων κάθε 5.000 χιλιόμετρα, νούμερο πολύ ασυνήθιστο για τα δεδομένα της κατηγορίας, ενώ στα ίδια χιλιόμετρα προτείνει και αλλαγή λαδιών.

Το 2013 που είχε πρωτοεμφανιστεί ο κινητήρας μέσω του Inazuma, ο έλεγχος για το διάκενο των βαλβίδων γινόταν όπως προέβλεπε το εγχειρίδιο συντήρησης, όμως με την πάροδο των ετών και με το άνοιγμά του κάθε 5.000 χιλιόμετρα, διαπιστώθηκε πως δεν είναι απαραίτητη αυτή η διεργασία. Έτσι τα επίσημα συνεργεία εκτελούν την εργασία κάθε 10.000 χιλιόμετρα για να μην επιβαρύνονται οι ιδιοκτήτες με περιττά έξοδα.

Από εκεί και μετά δεν υπάρχουν και πολλά αρνητικά να του προσάψεις. Τα 20 πραγματικά άλογα συμβαδίζουν με τη φιλοσοφία της μοτοσυκλέτας, όμως ρίχνοντας μια ματιά στο παρελθόν διαπιστώνουμε ότι και πριν 20 χρόνια, τα 250 απέδιδαν την ίδια, ή ίσως και περισσότερη ισχύ. Θα μπορούσαμε να έχουμε κάτι δυνατότερο μετά από τόση εξέλιξη με τους ψεκασμούς και την καλύτερη διαχείριση των καυσίμων, όμως το μειωμένο κόστος βάζει φρένο στα παραπάνω γκάζια… Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το μικρό Suzuki καταναλώνει μόλις 3,9 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα σε ήπια χρήση, ενώ η μέγιστη κατανάλωση που μετρήσαμε δεν ξεπέρασε τα 4,9 λίτρα. Αυτό σε συνδυασμό με το 13 λίτρων ρεζερβουάρ μας δίνει μια αυτονομία που μπορεί να ξεπεράσει τα 300 χιλιόμετρα.

Το καλύτερο το άφησα για το τέλος και φυσικά είναι η τιμή του. Με 3.990 αγοράζεις την πιο “πολύ” μοτοσυκλέτα 250 κυβικών με την οποία πραγματικά μπορείς να κάνεις τα πάντα με ελάχιστους συμβιβασμούς. Η νέα εποχή των 250 συνεχίζεται!             

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ      Suzuki GW Inazuma 250
Αντιπρόσωπος:
Σφακιανάκης AEBE
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος
2.145mm
Ύψος
1.075mm
Μεταξόνιο
1.430mm
Απόσταση από το έδαφος
 
165-mm
Ύψος σέλας
780mm
Ίχνος
105mm
Γωνία κάστερ
26°
Απόσταση σέλας - τιμονιού
770mm
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ
600mm
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού
860mm
Απόσταση πίσω σέλας -πίσω μαρσπιέ
480mm
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
185,5 kg
(χωρίς καύσιμο: 175,2 kg)
Πίσω
51,5%
Εμπρός
48,5%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
1,3%
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο κλειστό, μονής ραχοκοκαλιάς διπλό σωληνωτό
Πλάτος (mm):
760
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/183
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, δικύλινδρος σε σειρά, με 2 Β/Κ, 1 ΕΕΚ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
55,5x53,5
Χωρητικότητα (cc):
248
Σχέση συμπίεσης:
11,5:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
Δ.Α.
Ροπή (kg.m/rpm):
Δ.Α.
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
-
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός  
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 2 σε με καταλύτη
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός, πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / 3,238
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / 3,214
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
2,417  / 7
1,529 / 11
1,182 / 14
1,043 / 16
1,074 / 18
0,808/ 24
 
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Ρύθμιση βαλβίδων (km):
5.000
Αλλαγή λαδιού (km):
Στα πρώτα 1.000 και κάθε 5.000
 
 
Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):
Τύπου φυσιγγίου / 10.000
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Km/h
Sec
Μέτρα
0-50
3,28
25,90
0-100
8,67
147,23
 
 
 
 
 
 
ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Μέτρα
Sec
Km/h
0-400
16,74
122,07
0-1.000
33,50
132,77
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)
Km/h
6η
40-80
4,37 / 87,07
6,87 / 114,22
-
80-120
-
12,36/360,6
11,8,339,3
ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
120-40
3,27
73,79
 
 
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Διαδρομή (mm):
134
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5x17
Ελαστικό:
140/70-17 IRC
Πίεση:
34psi
ΦΡΕΝΟ
Αεριζόμενος δίσκος 220mm με δαγκάνα 1 εμβόλων
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, ολικός και δύο μερικοί χιλιομετρητές, ρολόι, ψηφιακός δείκτης βενζίνης / ρεζέρβας,
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή / Διάμετρος (mm):
120/39
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
2,5x17
Ελαστικό:
110/80-17 IRC
Πίεση:
34psi
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 300mm με δαγκάνα 2 εμβόλων της Nissin
 
ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ
Ισχύς (HP/rpm):
20,7/ 8.300
Ροπή (kg.m/rpm):
 2/ 6.600
Διάγραμμα
Πολύστροφος ο δικύλινδρος κινητήρας που βασικό χαρακτηριστικό έχει την έλλειψη κραδασμών, αλλά και την ελαστικότητα. Στις χαμηλές στροφές υπάρχει ροπή ώστε να μην αλλάζεις συνεχώς σχέσεις, ενώ ψηλά η δύναμη είναι αρκετή ώστε να μπορεί άνετα να κρατά ταχύτητες μεγαλύτερες των 110 χιλιομέτρων την ώρα
ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
 
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ
Κόφτης:
10.500
Μέγιστη ισχύς:
8.300
 
 
61
96
124
141
162
182
 
 
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Μέση
4
Ελάχιστη
3,7
Μέγιστη
4,8
Αυτονομία:
315
Αυτονομία ρεζέρβας:
-
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
13,2/-

 

Συγκριτικό superbike TRACK DAY DREAMS BMW S1000RR – Kawasaki H2R – Yamaha R1M

Ο ηγεμόνας, ο διεκδικητής και ο… εξωγήινος
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

15/3/2022

Η Kawasaki με την H2R αποφάσισε να ταράξει το κατεστημένο και να επαναφέρει στην κατηγορία των superbike τον μύθο και την αίγλη του εξωπραγματικού, δημιουργώντας ξανά όνειρα στους μοτοσυκλετιστές. Το δικό μας όνειρο έγινε πραγματικότητα στην πίστα των Σερρών, όπου εμφανίστηκαν μαζί της η Yamaha R1M και η BMW S1000RR. Ένα ονειρικό συγκριτικό όπως δημοσιεύτηκε στο τεύχος 551 του περιοδικού ΜΟΤΟ:  

 

 

Η νέα Yamaha R1M ήρθε υποσχόμενη ότι θα μας απελευθερώσει από την μακροχρόνια ηγεμονία της S1000RR, όμως την ώρα που τα στρατεύματά τους έδιναν την τελική μάχη, ξαφνικά προσγειώθηκε ένας ιπτάμενος δίσκος και… άστα που να στα λέω αδερφέ!

 

Η ζωή είναι ένα πανηγύρι. Ο Θεός πάνω στην ορχήστρα παίζει ό,τι μουσική γουστάρει και από κάτω υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι: εκείνοι που χορεύουν και εκείνοι που κοιτάνε τους άλλους να χορεύουν, αρκούμενοι να σχολιάζουν και να κρίνουν τα χορευτικά εκείνων που είναι πάνω στην σκηνή. Ο Τάσος ανήκει σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που έχει πάρει απόφαση ότι δεν θα σταματήσει να χορεύει πριν ο Θεός βαρεθεί να παίζει μουσική. Ευτυχώς για εμάς, έχει και μια ολοκαίνουρια Kawasaki H2R. Έτσι, όταν τον ρωτήσαμε αν θα ήθελε να έρθει στην πίστα των Σερρών την ημέρα που θα δοκιμάζαμε την νέα R1M μαζί με την επίσης νέα S1000RR, η μόνη ερώτηση που μας έκανε ήταν: "Τι ώρα;". Η αλήθεια είναι ότι η αρχική ιδέα για την συμμετοχή του H2R σε αυτό το τεστ ήταν περισσότερο σαν bonus. Αφού μπορούσαμε να το έχουμε, γιατί όχι; Μήπως βρίσκεις κάθε μέρα την ευκαιρία να οδηγήσεις ένα στην πίστα; Εδώ οι αντιπροσωπείες δεν έχουν Panigale και RSV4! Κάναμε τα αδύνατα-δυνατά για να μπορέσουμε να βρούμε Ducati και Aprilia, αλλά όπως αποδείχτηκε ήταν πιο εύκολο να βρούμε H2R…

Στα σίγουρα

Ο πιο σίγουρος τρόπος για να κρίνεις μια νέα μοτοσυκλέτα όπως η R1M, είναι πρώτα να πάρεις για γερή δόση από την καλύτερη της κατηγορίας μέχρι τώρα. Φυσικά μιλάμε για την BMW S1000RR, που από την ημέρα που εμφανίστηκε στρογγυλοκάθισε στην κορυφή των superbike και μέχρι στιγμής κανείς δεν κατάφερε να την κουνήσει. Μάλιστα φέτος δέχτηκε μια βαρβάτη ανανέωση, όχι μόνο στα ηλεκτρονικά της, αλλά και γενικά στο στήσιμο του πλαισίου. Βασικά, αν τολμούσαν να αλλάξουν ριζικά και την εξωτερική της εμφάνιση, τώρα θα την αντιμετωπίζαμε ως εντελώς καινούριο μοντέλο και όχι απλά ως αναβάθμιση του προηγούμενου. Η γωνία κάστερ έχει μειωθεί κατά 0,5˚ και έγινε πλέον πολύ επιθετική στις 23,5˚, με το ίχνος να περιορίζεται στα 96,5mm, δηλαδή 1,5mm μικρότερο από πριν. Επίσης, ο άξονας του ψαλιδιού χαμήλωσε κατά 3 χιλιοστά. Νέα εξάτμιση, μεγαλύτερο φιλτροκούτι και μεγαλύτερη εισαγωγή αέρα ανάμεσα στους προβολείς, ανέβασαν την ονομαστική ιπποδύναμη στους 199 ίππους.

Σε όλα αυτά έχουν προστεθεί τα υψηλής τεχνολογίας ηλεκτρονικά της HP4 και το αποτέλεσμα είναι… αυτό που ξέραμε πάντα για την S1000RR συν 10% καλύτερη σε όλους τους τομείς. Το δυνατό χαρτί αυτής της μοτοσυκλέτας ήταν και εξακολουθεί να είναι η οικειότητα που νιώθεις στην σέλα της από τον πρώτο γύρο. Οι ευρωπαϊκές superbike πάντα είχαν έναν ιδιαίτερο και ξεχωριστό χαρακτήρα σε σύγκριση με τα ιαπωνικά τετρακύλινδρα superbike. Χρειάζεσαι χρόνο εξοικείωσης για να εκμεταλλευτείς τα πλεονεκτήματά τους και αντίστοιχο χρόνο για να αντιληφθείς τα μειονεκτήματά τους και θέλουν εσύ να προσαρμόσεις την οδήγησή σου για να τα περιορίσεις. Όμως η S1000RR είναι η εξαίρεση του κανόνα και σου δίνει την εντύπωση ότι αυτή η μοτοσυκλέτα έχει σχεδιαστεί από την αρχή, όχι απλώς για να ανταγωνιστεί τους Ιάπωνες κατασκευαστές αλλά για να τους προσβάλει! Χρησιμοποιεί ακριβώς την ίδια συνταγή και τα ίδια υλικά με μια παραδοσιακή ιαπωνική superbike, όμως ο τρόπος που τα έχει μαγειρέψει η BMW στέλνει τους Ιάπωνες κατευθείαν για χαρακίρι.

Με 186 αληθινούς ίππους στον πίσω τροχό, είναι από 10 έως και 20 ίππους πιο δυνατή. Ειδικά αν προσέξεις την καμπύλη της δυναμομέτρησης, όπου απουσιάζουν εντελώς οι κοιλιές και οι τρύπες, ο αρχικός θαυμασμός γι' αυτόν τον κινητήρα γίνεται βαθύτατος σεβασμός. Κι όλα αυτά από μια εταιρεία που μέχρι το 2010 έφτιαχνε αργόστροφα δικύλινδρα boxer και τετρακύλινδρα παιδοβούβαλα 1200 και 1300 κυβικών με άξονες για τις ευθείες των autobahn. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο ταπεινωτικά για τους Ιάπωνες στον τομέα του στησίματος του πλαισίου. Σαρανταπέντε χρόνια εξελίσσουν οι Ιάπωνες τετρακύλινδρα εν σειρά superbike και έρχεται ξαφνικά μια εταιρεία που έφτιαχνε παράξενα Telelever και γοτθικά Paralever να τους δείξει πως πρέπει να στήνεις το πλαίσιο μιας τέτοιας μοτοσυκλέτας. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Πολύ απλά, η S1000RR ήταν και εξακολουθεί να είναι η πιο προσιτή superbike για να την οδηγήσεις όσο γρηγορότερα μπορείς με τις γνώσεις και την εμπειρία που ήδη έχεις, χωρίς να χρειάζεται χρόνο εξοικείωσης ή να απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο κοινό. Κάτι τέτοιο δεν μπορείς να το κάνεις με μια Ducati ή με μια Aprilia, ούτε καν με τα supersport Triumph. Πέντε γύροι για ζέσταμα στην σέλα της S1000RR αρκούν για να πετύχεις σταθερό γυρολόγιο πολύ κοντά στο ρεκόρ σου. Από την στιγμή που ξέρεις την πίστα, δεν υπάρχουν άλλα μυστικά να εξερευνήσεις. Με τα slick ελαστικά της Dunlop να περιορίζουν στο ελάχιστο το άγχος μιας πτώσης, μπορέσαμε με ψυχική ηρεμία να βρούμε ποιο είναι το μυστικό της BMW. Όλα ξεκινούν από την κλασική θέση οδήγησης για τετρακύλινδρο εν σειρά superbike. Το σχετικά ανοιχτό τιμόνι, το ογκώδες ρεζερβουάρ και τα τραβηγμένα εμπρός μαρσπιέ είναι περιγραφή μιας θέσης οδήγησης που θα ταίριαζε σε οποιαδήποτε ιαπωνική superbike. Υπάρχει αρκετός χώρος για όλους του σωματότυπους και το βασικό χαρακτηριστικό της εργονομίας της θέσης οδήγησης της BMW είναι ότι δεν επιβάλει κάποιο συγκεκριμένο στιλ οδήγησης. Μπορείς αν θέλεις να την οδηγείς ρίχνοντας περισσότερο βάρος στον εμπρός τροχό, οδηγώντας με υψηλές ταχύτητες εισόδου και ανοιχτές γραμμές ή αν θες με αργοπορημένα δυνατά φρεναρίσματα, πιο κλειστές γραμμές και περισσότερη εμπιστοσύνη στον πίσω τροχό.

Όλα τα στιλ είναι ευπρόσδεκτα από το πλαίσιο της S1000RR και σε αυτό βοηθάει αφάνταστα και ο τρόπος απόδοσης του κινητήρα της. Ό,τι βλέπεις στην εκτύπωση της δυναμομέτρησης, ακριβώς το ίδιο βιώνεις οδηγώντας την BMW. Με 14.000 στροφές απόλυτα γραμμικής παροχής δύναμης και ένα σφιχτά κλιμακωμένο κιβώτιο ταχυτήτων, η S1000RR προσαρμόζεται εύκολα στις συνθήκες κάθε σημείου της πίστας. Στα γρήγορα κομμάτια από την Κ1 μέχρι την Κ4 μπορείς πολύ εύκολα να έχεις είτε δευτέρα σκασμένη, είτε μια πιο ήρεμη τρίτη, χωρίς να αισθάνεσαι ότι κάποια από τις δύο επιλογές είναι λάθος. Σαφώς επιλέγοντας τρίτη παίρνεις περισσότερη φόρα και πας πιο γρήγορα, όμως είναι τέτοια η ευκολία που χειρίζεσαι όλο το φάσμα στροφών αυτού του κινητήρα, που μπορεί να ουρλιάζει όλη μέρα μεταξύ 12.000 και 14.000 στροφών σαν να είναι supersport 600 ή να τραβάει από τις μεσαίες επιλέγοντας να έχεις μια σχέση πάνω. Ακόμα και στο πέταλο της Κ5 μπορείς να διαλέξεις όποιο στιλ γουστάρεις για να στρίψεις.

Με φρένα της τελευταίας στιγμής, κλειστή γραμμή και δευτέρα στο κιβώτιο θα έχεις την καλύτερη θέση στην έξοδο για να μπεις σωστά στο τριπλό εσάκι που ακολουθεί, αλλά αν πάλι θέλεις να μείνεις με την τρίτη, ρίχνοντας τις στροφές του κινητήρα, η BMW θα στρίψει με φόρα χωρίς να σου φωνάξει ότι έκανες κάποια χοντρή βλακεία. Είτε την οδηγείς με φόρα σαν 600 και με τον κινητήρα να σκούζει, είτε σαν superbike εκμεταλλευόμενος μέχρι και το τελευταίο μέτρο ευθείας τους 184 ίππους της, η S1000RR λέει με ευχαρίστηση: Ναι σε όλα! Το πόσο εύκολα γυρίζει γρήγορα αυτή η μοτοσυκλέτα μέσα στην πίστα θα το καταλάβεις όταν κουραστείς σωματικά και… την αφήσεις να γυρνάει μόνη της στην πίστα και εσύ να πας να την αράξεις σε καμιά σκιά με καφέ στο χέρι. Τα νέα ηλεκτρονικά βοηθήματα και οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις που ήρθαν από το ειδικό και πανάκριβο HP4, μεγεθύνουν ακόμα περισσότερο την αίσθηση ασφάλειας. Ιδιαίτερα οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις της νέας S1000RR δουλεύουν με τέτοια φυσικότητα, που δεν υπάρχει στους ανταγωνιστές της. Οι Ohlins των Yamaha R1M και Ducati 1299 Panigale S έχουν έντονες και αισθητές διαφορές στην συμπεριφορά τους σε σύγκριση με τις συμβατικές αναρτήσεις. Αντίθετα οι Sachs της S1000RR συμπεριφέρονται περισσότερο σαν ένα καλορυθμισμένο ζευγάρι συμβατικών αναρτήσεων.

Ποτέ σου δεν θα αναρωτηθείς μήπως χρειαστεί να κάνεις κάτι άλλο για να εκμεταλλευτείς την λειτουργία τους. Αυτό συμβαίνει γιατί επιτρέπουν στην μοτοσυκλέτα να κινηθεί αρκετά μέσα στις διαδρομές των αναρτήσεών της και αυτό με την σειρά του επιτρέπει στον αναβάτη να "ζυγίσει" την γεωμετρία της μοτοσυκλέτας στην είσοδο της στροφής, αλλά και κατά την διάρκειά της, αυξάνοντας ή μειώνοντας το γκάζι. Μπορείς να κρατήσεις βυθισμένο το πιρούνι για να στρίψεις απότομα μια κλειστή στροφή, όπως και να την ισορροπήσεις ομοιόμορφα ανάμεσα στον εμπρός και τον πίσω τροχό στις γρήγορες παρατεταμένες. Σε αυτό φυσικά παίζει τεράστιο ρόλο η ραφιναρισμένη ρύθμιση του ψεκασμού, που δεν μουλαρώνει ο κινητήρας όταν κλείσεις το γκάζι, ούτε τινάζεται άγαρμπα όταν το ξανανοίξεις, καθώς επίσης και η χορταστική αίσθηση από την μανέτα του φρένου.

Τα φρένα της Brembo με ABS της Continental είναι εντυπωσιακά κι ας μην έχει τις ακριβές δαγκάνες Μ50 της Kawasaki H2R ή της Ducati 1299 Panigale S. Σίγουρα η πίστα των Σερρών δεν είναι από εκείνες που κουράζουν υπερβολικά τα φρένα, όμως στην Κ1 και την Κ5 μπορείς εύκολα να καταλάβεις την διαφορά ανάμεσα σε ένα καλό σετ φρένων και ένα άριστο. Κυρίως η αίσθηση και λιγότερο η απόλυτη δύναμη είναι που παίζουν ρόλο εδώ, όμως τα φρένα της S1000RR διαθέτουν σε αφθονία και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά. Με τα slick ελαστικά είναι εξαιρετικά δύσκολο να κάνεις το ABS να επέμβει, κυρίως γιατί δεν ανασηκώνεται εύκολα ο πίσω τροχός, παρά μόνο αν το προκαλέσεις. Βοηθάει αφάνταστα σε αυτό το νέας γενιάς quick-shifter που επιτρέπει γρήγορα κατεβάσματα χωρίς συμπλέκτη και έτσι δεν αναστατώνεις με περιττές κινήσεις του σώματος την ευαίσθητη ισορροπία της μοτοσυκλέτας εκείνη την στιγμή.

Με τους δύο τροχούς να πατάνε γερά στο έδαφος, το σημείο που θα φρενάρεις στην Κ1 εξαρτάται μόνο από το θάρρος σου να κρατήσεις το γκάζι τέρμα ανοιχτό προσπερνώντας την ταμπέλα των 200 μέτρων. Στα λόγια είναι εύκολο, αλλά όταν κάθεσαι στην σέλα της BMW και βιώνεις τον δαιμονισμένο ρυθμό που φορτώνει την πέμπτη σχέση, την ταχύτητα που έρχεται καταπάνω σου η ταμπέλα των 200 μέτρων και τα σαμαράκια αμέσως μετά από αυτήν, δύσκολα το κάνεις πράξη. Φυσικά μπαίνοντας στην Κ1 αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις ακόμα μεγαλύτερα περιθώρια και υπόσχεσαι στον εαυτό σου ότι στον επόμενο γύρο θα καθυστερήσεις τα φρένα για άλλα είκοσι μέτρα.

 

Η S1000RR είναι μια superbike που θαυμάζω και σέβομαι απεριόριστα, όμως ποτέ δεν την ερωτεύτηκα…

 

Καλή η αγάπη αλλά σαν το sex δεν είναι

Όταν έχεις κάνει αρκετούς γύρους με την S1000RR για να ξαναθυμηθείς τους λόγους που την θαυμάζεις και την σέβεσαι, είναι η ώρα να καβαλήσεις την νέα R1M και να θυμηθείς για ποιους λόγους ποτέ δεν ερωτεύτηκες αυτή την BMW.

H Yamaha επανέλαβε το κόλπο που είχε κάνει με την πρώτη R1 το 1998. Έγραψε στα παλιά της τα παπούτσια την Honda, την Kawasaki και την Suzuki και έβαλε στο στόχαστρό της την αφρόκρεμα των premium ευρωπαϊκών superbike, κυρίως των ιταλικών. Με άλλα λόγια έκανε ακριβώς το αντίθετο από την BMW. Η νέα R1 και πολύ περισσότερο η κορυφαία έκδοση M, χτυπάει τους ευρωπαίους ακριβώς εκεί που νόμιζαν ότι δεν έχουν αντίπαλο, δηλαδή μόλις την δεις θέλεις να την βάλεις στο γκαράζ σου, να κλείσεις τα φώτα και να μείνετε μόνοι…

Κι αυτό δεν αλλάζει ακόμα κι αν έχεις μόλις κατεβεί από την σέλα της εξωφρενικά γρήγορης S1000RR. Η R1 είναι φρέσκια, λαχταριστή, ζουμερή, μμμμμ…. Κάθεσαι απέναντί της, την κοιτάς αναστενάζοντας με πόθο και όποιος τολμήσει να πει κακιά κουβέντα γι' αυτή θα του δαγκώσεις το λαρύγγι. Αυτό που λείπει από την S1000RR, η R1M το έχει σε αφθονία. Είναι προκλητικά sexy, σε τέτοιο βαθμό που έχω την βεβαιότητα ότι ακόμα κι αν γράψουμε τα χειρότερα λόγια για αυτή, οι πωλήσεις της και οι θαυμαστές της δεν πρόκειται να μειωθούν. Όχι πως υπάρχουν πολλά περιθώρια για κριτική. Βασικά με την R1 λίγα πράγματα μπορούν να ειπωθούν σε επίπεδο αποτελέσματος. Οδηγώντας την στις Σέρρες ρισκάροντας ελάχιστα, πετύχαινε εύκολα το γυρολόγιο της BMW. Όμως ο τρόπος που το κάνει είναι εντελώς διαφορετικός και πυροδοτεί έντονες, φιλοσοφικές κυρίως, αντιπαραθέσεις. Όμως πρώτα τα δεδομένα. Η λαχτάρα σου να την καβαλήσεις μόλις την δεις, ολοκληρώνεται θετικά όταν κάτσεις στην σέλα της. Από την κλασική superbike θέση οδήγησης της BMW, η στενή σιλουέτα της R1Μ με τα κλειστά κλιπ-ον δημιουργεί την απόλυτη αντίθεση και σε κάνει να αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι πάνω σε μια πραγματική μοτοσυκλέτα MotoGP. Γυρίζοντας το κλειδί και πατώντας την μίζα, η ιδιαίτερη χροιά του cross-plane τετρακύλινδρου κινητήρα ολοκληρώνει την φαντασίωση και αναφωνείς: "Είμαι ο Rossi ρε!" Ακόμα κι αν σταματούσε εδώ η επαφή σου με την νέα R1M, θα σε δικαιολογούσαμε απόλυτα αν τρέξεις να την αγοράσεις αδιαφορώντας για την ύπαρξη οποιασδήποτε άλλης superbike. Εδώ που τα λέμε είναι και τσάμπα! Εντάξει τα 24.900€ δεν το λες μικροποσό, όμως αν σκεφτείς ότι έχει ζάντες και υποπλαίσιο μαγνησίου, carbon φαίρινγκ, ημι-ενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins, έγχρωμα όργανα TFT, φώτα full led, αλουμινένιο ρεζερβουάρ, ολόκληρη εξάτμιση τιτανίου και την πιο προηγμένη τεχνολογικά γενιά ηλεκτρονικών βοηθημάτων, τότε μιλάμε για την ευκαιρία του αιώνα. Πριν καν βγει από την έξοδο των πιτς, η R1M είναι ο νικητής αυτού του συγκριτικού στις καρδιές μας. Ειδικά η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα που είχε μια έξτρα ολόσωμη (χωρίς καταλύτη) εξάτμιση τιτανίου/carbon της Akrapovic, ανέβαζε κατακόρυφα τα ντεσιμπέλ και μαζί την μοτοσυκλετιστική λίμπιντο του αναβάτη. Στους πρώτους αναγνωριστικούς γύρους και μέχρι να αρχίσεις να πιέζεις κάπως τα πράγματα, έχεις ξεχάσει εντελώς την BMW, σαν να μην την είχες οδηγήσει καν πριν μερικά λεπτά. Πάνω στην σέλα της R1M όλα σου φαίνονται συναρπαστικά. Η Yamaha λέει ότι την εργονομία της θέσης οδήγησης την έχει επιμεληθεί ο Doctor V. Rossi αυτοπροσώπως. Ίσως να είναι μαρκετινίστικο σλόγκαν, όμως η αλήθεια είναι ότι είναι φανταστική. Αρχικά δείχνει ακραία πολεμική, όμως όσο περισσότερη ώρα περνάει κι όσο περισσότερο πιέζεις, τόσο πιο φυσική και άνετη γίνεται. Δεν μπορείς να επιλέξεις στιλ οδήγησης όπως στην BMW, όμως αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Σε ενθαρρύνει να ακολουθήσεις το μοντέρνο και επιθετικό στιλ οδήγησης της νέας γενιάς αναβατών, εμπιστευόμενος περισσότερο τον εμπρός τροχό και αφήνοντας τα εξελιγμένα ηλεκτρονικά να τιθασεύσουν τους 175 πραγματικούς ίππους που έβγαλε στο δυναμόμετρο η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα με την ελεύθερη εξάτμιση και το πρόγραμμα. Ζεις τον απόλυτο έρωτα μαζί της, μέχρι την στιγμή που θα αποφασίσεις να ορμήσεις και θα ανακαλύψεις ότι αυτή η μοτοσυκλέτα φέρνει μερικά εντελώς καινούρια και κυρίως άγνωστα δεδομένα. Όλα ξεκινούν από τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins και αναπόφευκτα επανέρχεται στην κουβέντα η S1000RR ως σημείο αναφοράς. Ανεβάζοντας ρυθμό με την R1M γρήγορα διαπιστώνεις ότι η πίστα δεν έχει πλέον σαμαράκια, ούτε σκαλοπάτια στις ενώσεις των μπαλωμάτων που έγιναν πρόσφατα στον ασφαλτοτάπητα των Σερρών. Με την BMW όλα αυτά ήταν αντιληπτά στο πραγματικό τους μέγεθος, ενώ με την R1M η πίστα έμοιαζε σχεδόν σιδερωμένη. Αυτό έχει δύο διαφορετικές αναγνώσεις. Από την μια μεριά μπορείς να πεις ότι η R1M δουλεύει για σένα και δεν σε απασχολεί με λεπτομέρειες, κρατώντας σε ψύχραιμο και συγκεντρωμένο στις γραμμές σου. Για παράδειγμα στα φρένα της Κ1 η R1M ήταν σαφέστατα πιο ήρεμη από την BMW, παρά το γεγονός ότι στα κατεβάσματα πρέπει να χρησιμοποιείς τον (άψογο) μονόδρομο συμπλέκτη, αντί απλώς να πατάς τον λεβιέ ταχυτήτων κρατώντας με σιγουριά το τιμόνι με τα δύο χέρια όπως στην S1000RR. Αυτό οφείλεται τόσο στην περιορισμένη κίνηση της μοτοσυκλέτας πάνω στις αναρτήσεις της, όσο και στα συνδυασμένα φρένα, όπου πατώντας το εμπρός, ενεργοποιείται ελαφρά και το πίσω, "καθίζοντας" τον πίσω τροχό στο έδαφος. Ίδια μαγική εικόνα υπάρχει και στην έξοδο από την τελευταία στροφή, που είσαι πλαγιασμένος, με το γκάζι χουφτωμένο χυδαία και ανεβάζεις ταχύτητες στον κόφτη από δευτέρα έως τετάρτη μέχρι να ισιώσεις για την ευθεία. Στην BMW, παρότι είναι εξωπραγματικά σταθερή στην πορεία που επιλέγεις, νιώθεις τις μικρές κινήσεις των αναρτήσεων και την μεταφορά των φορτίων ανάμεσα στους δύο τροχούς της. Αντίθετα με την R1M νομίζεις σε κάθε στροφή ότι είσαι σε τρένο που κάνει loop με υπερβολική ταχύτητα. Νιώθεις τα πλευρικά G να συνθλίβουν το σώμα σου πάνω της, αλλά σου είναι σχεδόν αδύνατο να διαχωρίσεις τις λειτουργίες των εξαρτημάτων που απαρτίζουν αυτή την ρουκέτα.

 

Μόλις την δεις θέλεις να την βάλεις στο γκαράζ σου, να κλείσεις τα φώτα και να μείνετε μόνοι…

 

Έχεις κι από πάνω τα νέα ηλεκτρονικά που έχει εξελίξει μόνη της η Yamaha, τα οποία σαν ψιλό ντουκόχαρτο λειαίνουν κάθε ακμή στην συμπεριφορά της R1M. Η καρδιά του συστήματος είναι ο αισθητήρας επιτάχυνσης έξι κατευθύνσεων, που επιτρέπει στην κεντρική μονάδα να γνωρίζει την κινητική κατάσταση της μοτοσυκλέτας, όχι μόνο πάνω στην άσφαλτο όπως είναι τα προηγούμενης γενιάς ηλεκτρονικά που μετρούν απλώς την διαφορά ταχύτητας ανάμεσα στους δύο τροχούς, αλλά πλέον στις τρεις διαστάσεις του χώρου. Το αποτέλεσμα είναι η R1 να έχει το πιο ομαλό traction control (με ξεχωριστή ρύθμιση για την προληπτική επέμβαση στην τροφοδοσία και ξεχωριστή ρύθμιση για την κατασταλτική επέμβαση στην ηλεκτρονική) και μακράν το καλύτερο wheelie control. Αρχιτεκτονικά το σύστημα είναι ίδιο με της νέας Ducati 1299 Panigale, όμως η Yamaha προτίμησε να μην το αγοράσει έτοιμο από την Bosch όπως οι Ιταλοί και έκαστε και έφτιαξε από λευκό χαρτί το δικό της. Αυτό έγινε διότι ολόκληρο το project της καινούριας R1 δεν ήταν απλώς για να φτιάξουν μια καινούρια superbike, αλλά ήταν η ευκαιρία να αναπτυχθούν νέες μέθοδοι κατασκευής, που θα επέτρεπαν να περάσει η τεχνογνωσία που αναπτύχθηκε στους αγώνες των MotoGP στις μοτοσυκλέτες ευρείας παραγωγής. Πράγματι πολύ εντυπωσιακά όλα αυτά, όμως επιστρέφοντας στο πεδίο βολής της πίστας των Σερρών και στην μάχη με την S1000RR, η διαφορά φιλοσοφίας ανάμεσά τους δεν λειτουργεί πάντα υπέρ της R1M. Η γοητεία του φρέσκου και του διαφορετικού που κομίζει η R1M έρχεται αντιμέτωπη με την ψυχρή πραγματικότητα.

Αυτή είναι η δεύτερη ανάγνωση των γεγονότων που λέγαμε και πιο πάνω. Διότι ναι μεν σε εντυπωσιάζει που η R1M κάνει την οδήγηση μιας superbike να μοιάζει περισσότερο με video game παρά ποτέ, όμως αυτή η απόκοσμη αίσθηση και η "ψηφιακή απόσταση" που δημιουργεί ανάμεσα στο σώμα σου και την άσφαλτο σε αφήνει πάντα με ένα ερωτηματικό: "Τι θα κάνει αν την πιέσω παραπάνω;" Αν ρωτάτε εμένα θα σας απαντήσω ότι απλώς θα πάει ακόμα πιο γρήγορα, αφού αυτό έκανε κάθε φορά που άνοιγα νωρίτερα το γκάζι και φρέναρα αργότερα. Όμως ταυτόχρονα μπορώ να καταλάβω γιατί στην Αμερική και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, όσες αγωνιστικές ομάδες επέλεξαν να τρέξουν στα εθνικά πρωταθλήματα με την νέα R1, επέλεξαν το βασικό μοντέλο αντί του Μ και έβαλαν τις συμβατικές αναρτήσεις της Ohlins αντί των ημι-ενεργητικών. Όταν ακροβατείς στα όρια της πρόσφυσης, όπως κάνει ένας επαγγελματίας αναβάτης αγώνων, θέλεις να έχεις τον απόλυτο έλεγχο και να αισθάνεσαι τι ακριβώς κάνει η μοτοσυκλέτα μέχρι την τελευταία βίδα της. Οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins σου στερούν αυτή την αίσθηση από ένα σημείο και μετά. Το ίδιο κάνουν τα συνδυασμένα φρένα που ναι μεν επιβραδύνουν βίαια την μοτοσυκλέτα στην Κ1 όπως κάνουν τα αντίστοιχα της BMW, όμως η αίσθηση της μανέτας στα δάκτυλά σου θυμίζει περισσότερο χειριστήριο του Playstation. Αφού πας πιο γρήγορα έτσι, γιατί είναι κακό; Δεν λέμε ότι είναι κακό, λέμε ότι είναι κάτι πρωτόγνωρο και διαφορετικό. Είτε το αποδέχεσαι ως νέα εμπειρία οδήγησης, είτε το απορρίπτεις ως κάτι ξένο. Περισσότερο φιλοσοφικό είναι το ζήτημα.

Εκεί που δεν υπάρχει χώρος για φιλοσοφίες και συζητήσεις της καφετέριας είναι με την ρύθμιση των προγραμμάτων τροφοδοσίας του ride by wire ψεκασμού. Εδώ χρειάζεται να γίνει περισσότερη δουλειά από την Yamaha αν θέλει να συγκριθεί με την BMW. Μπορείς να επιλέξεις ανάμεσα σε τρεις ρυθμίσεις ευαισθησίας, όπου φυσικά μέσα στην πίστα έχουν νόημα μόνο οι δύο από αυτές. Την πιο άμεση απόκριση στο γκάζι έχεις στην θέση 1, όμως στους λεπτούς χειρισμούς μέσα στην στροφή και ειδικά στο πρώτο άνοιγμα του γκαζιού από τελείως κλειστό μετά τα φρένα στην είσοδο της στροφής, τινάζει την μοτοσυκλέτα εμπρός, ανασηκώνοντάς την, ανοίγοντας την γραμμή. Μειώνοντας την ευαισθησία απόκρισης επιλέγοντας την θέση 2, το πρόβλημα σχεδόν εξαφανίζεται αλλά στις εξόδους των κλειστών στροφών ο κινητήρας αργεί να ξυπνήσει και πέφτει θύμα των πολύ-πολύ μακριών σχέσεων του κιβωτίου ταχυτήτων. Σίγουρα χρειάζεται να κάνουν μια αναβάθμιση στο λογισμικό του ψεκασμού, όπως έκαναν φέτος με απόλυτη επιτυχία στα MT-09.

Το ίδιο πρέπει να κάνουν και με το κιβώτιο ταχυτήτων που πνίγει τον κινητήρα στα κλειστά κομμάτια, αν και μπορείς να το λύσεις μόνος σου το πρόβλημα κονταίνοντας γενναία την τελική σχέση μετάδοσης με ένα σετ αλυσιδογράναζα. Η τελευταία παρατήρηση έχει να κάνει με την δύναμη που απαιτούσε η R1M για να αλλάξει πορεία μέσα στο τριπλό εσάκι. Στην είσοδο του S έμπαινε σαν σίφουνας, όμως για να την σηκώσεις απότομα από τέρμα αριστερά σε τέρμα δεξιά και πάλι τέρμα αριστερά, χρειαζόταν πολλαπλάσια δύναμη απ΄ότι η BMW. Να πω την αλήθεια πίστευα ότι οι πανάλαφρες ζάντες μαγνησίου που μειώνουν το γυροσκοπικό φαινόμενο θα έδιναν μεγάλο πλεονέκτημα ευελιξίας στην R1M, όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Κάνοντας τους τελευταίους γύρους με την R1M είχα την βεβαιότητα ότι η τελευταία αναβαθμισμένη γενιά της BMW S1000RR είναι μια αψεγάδιαστη superbike, που όσο και να ψάξεις δεν βρίσκεις πάνω της ελαττώματα και με ψυχρά αντικειμενικά κριτήρια πρέπει να κερδίσει αυτό το συγκριτικό, ενώ αντίθετα η Yamaha είναι μια μοτοσυκλέτα που σε μαγεύει αμέσως και χρειάζεται κάποιος να σου δώσει μια γερή σφαλιάρα για να ξυπνήσεις και να δεις ότι υπάρχουν σημεία πάνω της που χρειάζονται βελτίωση. Μετά μπήκα στα πιτς, πάρκαρα την R1M δίπλα στην S1000RR και ξαφνικά η BMW έμοιαζε δίπλα στην Yamaha σαν… αντίκα. Πραγματικά αναρωτιέμαι αν υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που θα αντισταθούν στο ερωτικό κάλεσμα της R1M και θα αγοράσουν την BMW ακολουθώντας την ψυχρή λογική. Εγώ πάντως δεν είμαι ένας από αυτούς…

Αγριότητες

Στην Αμερική, όταν προκύψει μια διαφωνία ανάμεσα σε δύο πολίτες, την λύση την δίνει ένα 45άρι Magnum στον κρόταφο ή μια βαριοπούλα στο κεφάλι σε όποιες πολιτείες έχει απαγορευτεί η οπλοκατοχή. Υπάρχουν φυσικά και τα δικαστήρια, όμως οι δικηγόροι είναι πανάκριβοι και τρώνε όλα τα λεφτά των πελατών τους πριν βγει η απόφαση, όποτε επιστρέφουν στην λύση Magnun ή βαριοπούλα. Ποιος είχε αρχικά δίκιο δεν έχει καμία σημασία. Κάπως έτσι στις Σέρρες όταν άναψε η συζήτηση για το αν η R1M εκθρόνισε τελικά την S1000RR ή όχι, την λύση έδωσε μια κοφτή γκαζιά της Kawasaki H2R. Πίσω γατάκια!

Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψεις την παρουσία αυτής της μοτοσυκλέτας στα πιτς. Υπερφυσική, εξωγήινη, απόκοσμη, χρησιμοποίησε όποια λέξη κλισέ θέλεις, αλλά και πάλι θα ακουστεί μειωτική και λίγη μπροστά σε αυτή την μοχθηρή μαύρη φιγούρα. Χωρίς να ξέρεις κάτι για τις δυνατότητές της, έχεις λερώσει το βρακάκι σου μόνο που την βλέπεις παρκαρισμένη. Φαντάσου τι γίνεται όταν πάρει εμπρός και αρχίζει να πετάει μπλε φωτιές από την εξάτμιση - χωνί. Λέγαμε πιο πριν ότι η ελεύθερη Akrapovic που είχε η R1M έκανε φοβερό και τρομερό ήχο. Καλά , εντάξει… που να ακούσεις την H2R, που αν κοιτάξεις από πίσω την εξάτμιση βλέπεις μέχρι τι έχει μέσα το αλουμινένιο φιλτροκούτι της. Πιο ελεύθερη εξάτμιση έχουν μόνο τα dragster της κατηγορίας Top Fuel.

Η H2R και η λέξη "φυσιολογικό" δεν μπορούν να συνυπάρξουν ποτέ στην ίδια πρόταση. Ούτε καν στο ίδιο κείμενο δεν μπορείς να τις ταιριάξεις. Όταν ήρθε η ώρα να την οδηγήσω, νόμιζα ότι άνοιξαν την πόρτα ενός ατσάλινου κλουβιού, με έσπρωξαν μέσα και ακριβώς απέναντί μου καθόταν ένας τεράστιος γορίλας, που μασουλώντας αργά την μπανάνα του, με κοίταζε με την εξής απορία στα μάτια του: "Εσένα τώρα σε φέρανε εδώ για να σε φάω ή να σε πηδήξω;" Βγαίνοντας στην ευθεία από τα πιτς άκουσα την καγκελόπορτα να κλείνει με δύναμη πίσω μου και τον χοντρό πίρο της κλειδαριάς να την ασφαλίζει με εκείνον τον ανατριχιαστικό ήχο που κάνουν τα μέταλλα όταν τρίβονται μεταξύ τους. Το καλό σε αυτές τις περιπτώσεις όπου η αποτυχία δεν αποτελεί επιλογή, είναι ότι παίρνεις γρήγορα την μοναδική απόφαση που υπάρχει εκείνη την στιγμή, δηλαδή να πουλήσεις όσο πιο ακριβά γίνεται το τομάρι σου.

Μέχρι να φτάσω στην Κ5, όλο αυτό το μαύρο πέπλο τρόμου πάνω από το κεφάλι μου είχε σκάσει σαν σαπουνόφουσκα. Ρε 'σείς αυτό οδηγιέται κανονικά! Όχι μόνο οδηγιέται αλλά στρίβει κιόλας! Κάνω δυο-τρεις γύρους γνωριμίας μαζί της και σταματάω στην Κ10, όπου έρχεται ο Θάνος με την R1M για να βγάλουμε μερικές φωτογραφίες μαζί. "Πω, Πω, Πω! Αυτό είναι κανονική μοτοσυκλέτα ρε!" Του λέω με ενθουσιασμό. "Α! Έτσι ε, τώρα είναι κανονική μοτοσυκλέτα. Όταν σας τα έλεγα εγώ με αμφισβητούσατε." Βασικά ήθελε να του ζητήσω συγνώμη που πίστευα ότι το H2R είναι μόνο για τις ευθείες των dragster και ότι μέσα σε πίστα θα είναι μαινόμενος ταύρος σε υαλοπωλείο, αλλά ως γνήσιος Έλληνας βρήκα τρόπο να το αποφύγω: "Εσύ το είχες οδηγήσει στην ευθεία του αεροδρομίου…"

 

Έχεις λερώσει το βρακάκι σου μόνο που την βλέπεις παρκαρισμένη

Ξεμπερδεύοντας με τις ανάγκες της ομαδικής φωτογράφησης, μπαίνω στα πιτς, παίρνω μια ανάσα, καταπίνω το κόκκινο χάπι αύξησης θάρρους και ξαναμπαίνω για πέντε γρήγορους γύρους. Όταν λέμε γρήγορους, εννοώ όσο γρήγορους γίνεται ώστε να μην χρειαστεί σε καμιά περίπτωση να βρεθώ μπροστά στον Τάσο, κρατώντας στο χέρι ένα επάργυρο κομμάτι από το carbon φαίρινγκ του H2R και ρωτώντας τον: "Τι μπορώ να κάνω για να επανορθώσω;"

Η θέση οδήγησης και η συνολική αίσθηση όταν την οδηγάς, μοιάζουν σχεδόν ίδια με της ZX-10R. Έχει φαρδιά κλιπ-ον με λογικό ύψος και απόσταση από το σώμα σου, το ρεζερβουάρ σου ανοίγει λίγο περισσότερο τα πόδια από εκείνο της BMW αλλά όχι υπερβολικά και η σέλα είναι αρκετά αφράτη για μοτοσυκλέτα που έχει σχεδιαστεί αποκλειστικά για πίστα. Η εξόφθαλμη διαφορά σε σχέση με την ZX-10R βρίσκεται στις αναρτήσεις, όπου της H2R είναι δύο σκαλιά πάνω σε ποιότητα λειτουργίας. Βασικά, οι αναρτήσεις της ZX-10R δεν πάσχουν τόσο από ποιότητα, όσο από ανομοιογενή χαρακτήρα. Το big piston πιρούνι ζήταγε να οδηγείς επιθετικά για να δουλέψει σωστά, ενώ αντίθετα η πίσω ανάρτηση ήταν πολύ πιο ευαίσθητη στους χειρισμούς. Στην H2R το set-up των δύο αναρτήσεων δείχνει πολύ πιο ομοιογενές, με την πίσω ανάρτηση να συνεργάζεται πολύ καλύτερα με το πιρούνι.

Το συνολικό στήσιμο του πλαισίου είναι της κλασικής ιαπωνικής σχολής, όπου τον κυρίαρχο ρόλο έχει ο πίσω τροχός, αφήνοντας στον μπροστινό μόνο την ευθύνη του φρεναρίσματος και του καθορισμού του σημείου εισόδου στην στροφή. Από την στιγμή που θα αφήσεις την μανέτα του φρένου και ανοίξεις το γκάζι, η ευθύνη για το τι πορεία θα ακολουθήσει η μοτοσυκλέτα μέσα στην στροφή έως την έξοδό της, μεταβιβάζεται ολοκληρωτικά στον πίσω τροχό. Αυτή η γνώριμη και οικεία σε όλους μας από τα υπόλοιπα ιαπωνικά superbike συμπεριφορά, σε κάνει να ξεθαρρέψεις και για μερικούς γύρους να ξεχάσεις ότι καβαλάς ένα κτήνος που είναι στα χαρτιά 111 ολόκληρους ίππους πιο δυνατό από την S1000RR. Λέω για μερικούς γύρους, διότι η συμπεριφορά του κινητήρα άλλαξε πρόσωπο μετά τους τρεις πρώτους γύρους. Στην αρχή η παροχή της δύναμης ήταν απίστευτα γραμμική και τόσο εύκολα διαχειρίσιμη, που έστριβα άφοβα με δευτέρα το πέταλο της Κ5 κάνοντας μικροχειρουργικές κινήσεις με το γκάζι και τον κινητήρα να υπακούει με ακρίβεια στις εντολές του χεριού. Ο φοβερός ήχος της εξάτμισης και η γνώση ότι έχεις τόσο πολύ δύναμη στην διάθεσή σου, δημιουργούν ένα κοκτέιλ τρόμου και ηδονής, ταυτόχρονα όμως τα ζεστά slick ελαστικά και το traction control δεν αφήνουν να δημιουργηθούν παρατράγουδα. Η επιτάχυνση στις εξόδους των στροφών είναι εμφανώς η πιο βίαιη που έχεις νιώσεις ποτέ στη ζωή σου μέσα σε πίστα, αλλά όχι ανεξέλεγκτη. Έχει πολύ καλά ηλεκτρονικά αυτή η Kawasaki και η προστασία από το φαίρινγκ είναι τόσο αποτελεσματική, που βγαίνοντας στην μεγάλη ευθεία και μέχρι τα φρένα της Κ1 έδειχνε πιο ήρεμη από τις τρεις κι ας είχε περισσότερα χιλιόμετρα στο κοντέρ της. Ακόμα και στα μικρά ευθειάκια, όπου η διαφορά στην ροπή και την ιπποδύναμη με τις ατμοσφαιρικές superbike σε σοκάρει, το έξυπνα σχεδιασμένο πίσω τμήμα της σέλας σε κρατάει στην θέση σου.

 

Ναι, η H2R έχει 310 άλογα αλλά γύρω τους υπάρχει ένα μαντρί που σου επιτρέπει να την ευχαριστηθείς μέσα στην πίστα.  Όμως, προς το τέλος του τρίτου γύρου άρχισε σιγά-σιγά να χαλάει αυτή η σχέση εμπιστοσύνης. Με σταθερό γκάζι δυσκολευόταν να κρατήσει σταθερές τις στροφές του κινητήρα και από τον τέταρτο γύρο και μετά στο παραμικρό κλείσιμο ή άνοιγμα του γκαζιού ο κινητήρας φρέναρε ή τίναζε την μοτοσυκλέτα δυσανάλογα έντονα σε σχέση με την κίνηση του χεριού στο γκάζι. Ο γορίλας άρχισε να πεινάει, ώρα να βγω από το κλουβί. Η πιθανότερη εξήγηση γι' αυτά τα δύο πρόσωπα που έχει ο κινητήρας στην συμπεριφορά της τροφοδοσίας είναι η σταδιακή αύξηση της θερμοκρασίας μέσα στο αλουμινένιο φιλτροκούτι και η προσπάθεια διαχείρισης της διαρκώς μεταβαλλόμενης πίεσης του αέρα μέσα σε αυτό. Την ίδια δυσκολία να κρατήσουν σταθερές στροφές με σταθερό το γκάζι έχουν οι υπερτροφοδοτούμενοι κινητήρες των αυτοκινήτων, αλλά επειδή είναι περιτριγυρισμένοι με ενάμισι τόνο σίδερο δεν γίνονται έντονα αντιληπτές από τους επιβάτες αυτές οι μικρές μεταβολές. Όμως η H2R ζυγίζει μόλις 213,5 κιλά και με την βενζίνη πρατηρίου που είχε εκείνη την ημέρα έβγαζε 255,5 ίππους στον τροχό χωρίς την βοήθεια του Ram-Air.

Συζητώντας με τον ιδιοκτήτη της μοτοσυκλέτας, παραδέχτηκε κι αυτός ότι αυτές οι απότομες αντιδράσεις, ιδιαίτερα το έντονο φρενάρισμα του κινητήρα στο παραμικρό κλείσιμο του γκαζιού τον έχει προβληματίσει και προσπάθησε να το λύσει μέσω της δυνατότητας ρύθμισής του. Το γεγονός ότι η Kawasaki έχει ξεχωριστή ρύθμιση του ψεκασμού που καθορίζει το φρένο του κινητήρα στο κλείσιμο του γκαζιού, δείχνει ότι γνωρίζουν και οι Ιάπωνες γι' αυτή την αδυναμία των υπερτροφοδοτούμενων κινητήρων. Σταματώντας να κατεβάζω σε δευτέρα και κρατώντας την τρίτη σχέση σχεδόν σε όλη την πίστα πλην της ευθείας, ο κινητήρας ηρέμησε χωρίς να μειωθεί ο ρυθμός. Βλέπετε, είναι τέτοια η ροπή που έχει η H2R από το ρελαντί, που όταν μετά καβάλησα την R1M νόμιζα ότι είναι δίχρονο 125! Παρ' όλα αυτά, εκείνο που με εντυπωσίασε περισσότερο στην H2R δεν ήταν μόνο ο κινητήρας της, αλλά η συμπεριφορά της μέσα στην πίστα. Το ξέρω ότι ακούγεται κάπως παράξενο, αλλά αν το σκεφτείτε λίγο παραπάνω δεν είναι τόσο. Από τον κινητήρα της περίμενα ότι θα με τεντώσει και ότι δεν θα σηκώνει αστειάκια και ψευτομαγκιές. Τελικά αποδείχτηκε πολύ πιο συνεργάσιμος. Αντίθετα, από το πλαίσιο δεν περίμενα τίποτα το σπουδαίο. Κι όμως διαψεύστηκα. Στο τριπλό εσάκι η H2R είχε πιο ελαφριά αίσθηση ακόμα κι από την BMW! Στην ευθεία εκτοξευόταν ευθύβολα εμπρός και στα φρένα της Κ1 ήταν ηρεμότατη, παρά το γεγονός ότι κουβάλαγε 10-15 km/h περισσότερα από τις άλλες δύο. Η H2R είναι μια κανονικότατη superbike και όχι απλά ένα τρελό πειραματόζωο της Kawasaki.

Ρετρό φουτουρισμός

Είχε νυχτώσει κι ακόμα φοράγαμε τις δερμάτινες φόρμες. Μια ολόκληρη μέρα στην πίστα έμοιαζε να μην είναι αρκετή για να χορτάσουμε και να εξερευνήσουμε αυτές τις τρεις υπερσύγχρονες και περίπλοκες μοτοσυκλέτες. Τι μάθαμε αυτή την φορά; Σε ό,τι αφορά την BMW S1000RR και την Yamaha R1M, είναι εύκολο να αφηγηθείς την ιστορία τους. Η S1000RR συμπληρώνει ήδη πέντε χρόνια παρουσίας και φέτος είναι η τρίτη φορά που η BMW επεμβαίνει για να την εκσυγχρονίσει τεχνολογικά και να ραφινάρει τον κινητήρα και το πλαίσιό της. Ως αποτέλεσμα έχουμε μια αψεγάδιαστη superbike που δεν υπάρχει σημείο πάνω της να κριτικάρεις αρνητικά. Η νέα R1 και ειδικά η έκδοση M, είναι ό,τι πιο φρέσκο, μοντέρνο, σύγχρονο και ανατρεπτικό υπάρχει σήμερα στην κατηγορία. Ξεχειλίζει από τεχνολογία και κυρίως από χαρακτήρα. Ούτε μοιάζει, ούτε ακούγεται σαν τους ανταγωνιστές της. Είναι άμεσα ερωτεύσιμη και κυρίως πολύ-πολύ γρήγορη. Όμως όπως όλα τα ρηξικέλευθα project, έχει κάποια σημεία που χρειάζονται βελτίωση από την Yamaha, όπως η απόκριση του ψεκασμού. Περισσότερο όμως χρειαζόμαστε αναβάθμιση εμείς οι αναβάτες, που πρέπει σιγά-σιγά να εμπιστευτούμε πολύ περισσότερο τα κορυφαία ηλεκτρονικά της. Ποιος είναι ο νικητής ανάμεσά τους; Για να μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, η R1 έχει αυτοανακηρυχθεί νικητής. Είχαμε τριγύρω μας περίπου δέκα άτομα εκείνη την ημέρα στην πίστα των Σερρών και κανείς δεν μας ρώτησε κάτι για την BMW. Για την R1M συζητούσαν διαρκώς.

Η Kawasaki H2R θεωρητικά δεν ταιριάζει σε αυτή την παρέα. Κάνει 55.000 ευρώ, σχεδόν τα διπλάσια από την R1M, δεν μπορεί να κυκλοφορήσει νόμιμα στο δρόμο, ούτε να τρέξει σε αγώνες, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Η αλήθεια όμως είναι ότι και η R1M μόνο για πίστα έχει σχεδιαστεί σύμφωνα με την Yamaha, αλλά και στην BMW S1000RR καίει τόσο πολύ το πλαίσιό της όταν ζεσταθεί, που είναι αδύνατον να την οδηγήσεις χωρίς δερμάτινη φόρμα. Για έναν ιδιώτη που κάνει track day η H2R είναι εξίσου σωστή επιλογή όσο και των άλλων δύο. Όμως η αληθινή αξία της H2R είναι αλλού. Μπορεί εμφανισιακά να μοιάζει ακόμα πιο εξωγήινη κι από την R1 και σε επίπεδο επιδόσεων να βρίσκεται σε άλλον πλανήτη, όμως στην πραγματικότητα είναι ρετρό! Τόσο με την S1000RR, όσο και με την R1M δεν υπήρξε δευτερόλεπτο που να ζοριστώ ή έστω μια στιγμή που να χρειαστεί να σφίξω τα χέρια στο τιμόνι τους. Όσο άνοιγα το γκάζι, τόσο πιο γρήγορα πήγαιναν. Απλά πράγματα, σχεδόν βαρετά. Με την H2R η Kawasaki φέρνει πίσω τον μύθο και την αίγλη που είχαν παλιά τα superbike. Τότε που ήσουν δέκα χρονών, έβλεπες τον Γιώργο με το ZZ-R χίλια εκατό του και τον θαύμαζες, όχι γιατί είχε λεφτά να αγοράσει ακριβή μοτοσυκλέτα, αλλά για την γενναιότητά του να οδηγάει το θηρίο! Βλέποντας, ακούγοντας και πολύ περισσότερο αν κάτσεις πάνω στην σέλα του H2R νιώθεις ξανά εκείνο το δέος για τα superbike.