Yamaha ΜΤ-10SP - Touring Edition 2017-2019

Ένα R1M για κάθε μέρα
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

28/12/2018

Η βασική έκδοση του ΜΤ-10 είναι πλήρως εξοπλισμένη με όλα τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα όμως για κάποιους δεν ήταν ακριβώς μια γυμνή R1 όπως φαντάζονταν. Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει η έκδοση SP με τις ημί-ενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins, ενώ την ίδια στιγμή, η έκδοση Touring προσπαθεί να καλύψει το κενό που άφησε πίσω του το Fazer 1000. Τις δύο αυτές εκδόσεις τις οδηγήσαμε στους δρόμους της Ν. Αφρικής και από εκεί είναι οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε και αναδημοσιεύουμε στο άρθρο που ακολουθεί:  

Με την κορυφαία σε εξοπλισμό και τεχνολογία έκδοση SP του ΜΤ-10, η Yamaha μπαίνει με δυναμικό τρόπο στην κατηγορία των σκληροπυρηνικών ευρωπαϊκών streetfighter, χωρίς όμως να κάνει ούτε μία μικρή παραχώρηση στους τομείς που κάνουν κάθε ιαπωνική μοτοσυκλέτα εύκολη στην καθημερινή συμβίωση

 

Η νέα έκδοση SP του ΜΤ-10 δεν έχει τη δικαιολογία της χαμηλής τιμής πώλησης (όπως οι υπόλοιπες ιαπωνικές sport naked) απέναντι στα KTM1290 Super Duke,  Aprilia Tuono 1100 Factory και BMWS1000R. Ως εκ τούτου, για να επιλέξει κάποιος την ΜΤ-10SP έναντι των τριών αυτών σκληροπυρηνικών και καταξιωμένων μοτοσυκλετών, θα πρέπει να έχει αντίστοιχες επιδόσεις, μοναδικό χαρακτήρα και φυσικά premium αύρα. Μεταφέροντας τεχνολογία απευθείας από την R1M και έχοντας ήδη στα χέρια της έναν μοναδικό στο είδος του τετρακύλινδρο κινητήρα, η Yamahaέφτιαξε την πρώτη Ιαπωνική streetfighter που όχι μόνο μπορεί να σταθεί με αξιώσεις δίπλα στην premium κατηγορία στην καφετέρια (Z1000) και την πίστα (GSX-S 1000), αλλά επιπλέον μπορεί να μπει στα όνειρα των πιτσιρικάδων και να γίνει αφίσα στα δωμάτιά τους.

Ταύτιση απόψεων

Θα είχαμε ψωνιστεί με την πάρτη μας αν ισχυριζόμαστε ότι οι project leader τηςYamaha κάθονται και διαβάζουν τα test του ΜΟΤΟ, όμως στην περίπτωση του νέου ΜΤ-10 (τόσο του SP, όσο και του βασικού μοντέλου) προχώρησαν σε αλλαγές και αναβαθμίσεις σε τομείς που μόνο εμείς είχαμε αναφέρει ότι χρειάζονται άμεση βελτίωση στο τεστ του ΜΤ-10. Έτσι, μόλις ένα χρόνο μετά την παρουσίαση του ΜΤ-10 και ουσιαστικά μόλις οκτώ μήνες μετά την έναρξη της εμπορικής καριέρας του, τόσο η βασική έκδοση, όσο και η SP (που δεν έχει διαφορές στον κινητήρα από την βασική) άλλαξαν εντελώς την χαρτογράφηση στα τρίαmode απόκρισης του ride by wire ψεκασμού. Αν θυμάστε, είχαμε γράψει ότι το Mode A ήταν υπερβολικά απότομο, με αποτέλεσμα αντί να σε βοηθάει να πας πιο γρήγορα, να σε δυσκολεύει να ελέγξεις τη μοτοσυκλέτα. Αντίθετα, το Mode B ήταν υπερβολικά μαλθακό και του έλειπε η απαραίτητη γραμμικότητα για να οδηγείς σε γλιστερούς δρόμους. Μόνο στο Mode STD είχες επαρκή επίπεδα επικοινωνίας με τον κινητήρα. Από φέτος, σε όλες τις εκδόσεις του ΜΤ-10 τα τρία Mode A/STB/B, αλλάζουν ονομασία και λέγονται Mode 1/2/3, όπου το Mode STD είναι πλέον το Mode 2. Μαζί με το όνομα άλλαξε εντελώς και η χαρτογράφησή τους, όπου πραγματικά για πρώτη φορά η Yamaha κατάφερε να δώσει σε έναν ridebywire ψεκασμό αποδεκτή γραμμικότητα. Μαζί με την BMW, η Yamaha είναι αυτή τη στιγμή πολύ κοντά να μας κάνει να σταματήσουμε να γκρινιάζουμε για την απόκριση και την αίσθηση των ride by wire ψεκασμών. Το άγριο Mode1 (πρώην ModeA) σταμάτησε να σε τινάζει εμπρός στο αρχικό άνοιγμα του γκαζιού και έτσι, μπορείς τώρα να οδηγήσεις με αυτό σε συνθήκες δρόμου και όχι μόνο μέσα στην πίστα. Ακόμα και μέσα στην κίνηση της πόλης του CapeTown που το δοκίμασα, δεν μπορώ να πω ότι ήταν ενοχλητικά απότομο, αν και το Mode2 ήταν σαφώς πιο κατάλληλο για τέτοιες συνθήκες. Το Mode2 έχει λίγο πιο γλυκιά απόκριση στο πρώτο 1/3 του γκαζιού, οπότε όταν περνάς πάνω από ανωμαλίες όπου αναγκαστικά το χέρι σου τραντάζεται και ανοιγοκλείνει άθελά του λίγο το γκάζι, το ΜΤ-10 δεν τσινάει πια σαν κατσίκι. Μπορείς πραγματικά να απολαύσεις μια ήρεμη βόλτα, όπως απολαύσαμε κι εμείς το ηλιοβασίλεμα στα τελευταία 10 χιλιόμετρα πριν δώσουμε πίσω τις μοτοσυκλέτες στη Yamaha. Η καινούρια χαρτογράφηση των Mode 1 και 2 είναι πολύ κοντά μεταξύ τους σε αίσθηση στον ανοιχτό δρόμο και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι και τα δύο απέκτησαν την πολυπόθητη γραμμικότητα. Μόνο μέσα στην πόλη και στο πολύ κλειστό στροφιλίκι, όπου οι συνθήκες σε αναγκάζουν να κλείνεις εντελώς το γκάζι και να το ξανανοίγεις, αντιλαμβάνεσαι ότι το Mode1 ξυπνάει τον κινητήρα από το πρώτο χιλιοστό περιστροφής του γκαζιού.

Από τα 300 χιλιόμετρα που κάναμε πάνω στην σέλα των δύο ΜΤ-10, μόλις για καμιά δεκαριά δοκίμασα το Mode3. Είναι το πιο ήπιο σε απόκριση από τα τρία, αλλά όπως αποδείχτηκε δεν είναι καθόλου άχρηστο, όπως ήταν παλιά το ModeB. Ακόμα και σούζες με το γκάζι μπορείς να κάνεις έχοντας επιλέξει το Mode3! Σε ανοιχτούς δρόμους, εύκολα μπορείς να ξεχαστείς και να οδηγάς για ώρες με το Mode3 χωρίς να σου δίνει την εντύπωση ότι έβαλες νερωμένη βενζίνη στο ρεζερβουάρ. Φυσικά στο στροφιλίκι αφαιρεί αρκετή σπιρτάδα από το ΜΤ-10 και θέλει να περιστρέψεις περισσότερο και πιο νωρίς το γκάζι, αλλά δεν του λείπει η αναλογικότητα. Ουσιαστικά το Mode3 μεταφέρει πιο ήρεμα την δύναμη του κινητήρα και έτσι αποτρέπει την άσκοπη επέμβαση του tractioncontrol σε γλιστερούς δρόμους. Επίσης είναι και το κατάλληλο mode αν έχεις συνεπιβάτη, όπου λόγω της τυχαίας τοποθέτησης των μαρσπιέ του, εκλιπαρεί για ήρεμες επιταχύνσεις. Για το θέμα των μαρσπιέ του συνεπιβάτη είχαμε μια συζήτηση είκοσι λεπτών με τον projectleader και του δώσαμε την ιδέα να προσθέσει στη λίστα των αξεσουάρ ένα σετ πιο μακριά μαρσπιέ ώστε να γλιτώσουν τον πονοκέφαλο της διαδικασίας της έγκρισης τύπου που απαιτεί ο επανασχεδιασμός…

Ημι-ενεργητική σταθερότητα και άνεση

Η μεγάλη διαφορά της SP από την απλή έκδοση δεν είναι τόσο η έγχρωμη οθόνη TFT της R1M αντί για την μονόχρωμη LCD, ούτε το λαχταριστό βουρτσισμένο ψαλίδι και ο racing φανταχτερός χρωματισμός. Η ουσία βρίσκεται στις νέες ημι-ενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins που παίζουν καθοριστικό ρόλο, τόσο στα δυναμικά χαρακτηριστικά της, όσο και στην άνεση. Γενικά οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις μέχρι σήμερα δεν μπορούσαν να προσφέρουν καλά επίπεδα άνεσης στις χαμηλές ταχύτητες και ιδιαίτερα σε δρόμους με πολλές κοφτές ανωμαλίες, δεν έχαναν την απορροφητικότητα τους.Αυτές εδώ είναι δεύτερης γενιάς και τα βασικά τους εξαρτήματα είναι τα ίδια με εκείνα του νέου Honda Fireblade SP.  Φυσικά υπάρχει διαφορά στη ρύθμισή τους και στον προγραμματισμό τους, ώστε να ταιριάζουν με τις ανάγκες μιας μοτοσυκλέτας που θα κάνει τα περισσότερα χιλιόμετρα στο δρόμο. Στη διάθεσή σου έχεις πέντε επιλογές ρύθμισης, όπου οι δύο (Α1 και Α2) έχουν ημι-ενεργητική λειτουργία και τρεις (Μ1, Μ2 και Μ3) όπου οι αναρτήσεις δουλεύουν με συμβατικό τρόπο. Όλες οι ρυθμίσεις απόσβεσης γίνονται με τον ίδιο περιστροφικό διακόπτη δίπλα από τη μίζα, όπως στην R1M, με εξαίρεση την προφόρτιση ελατηρίου του πίσω αμορτισέρ που γίνεται με το χέρι. Το Α1 έχει ρυθμιστεί για οδήγηση σε πίστα ή σε υψηλής πρόσφυσης και ποιότητας δρόμους και το A2 για πιο γλιστερούς και με πολλές ανωμαλίες δρόμους. Τόσο το A1 όσο και το Α2 είναι ανοιχτά σε επεμβάσεις από τον αναβάτη και αν δεν σου αρέσει ο τρόπος που δουλεύουν, μπορείς να επέμβεις και να τους αλλάξεις χαρακτηριστικά. Βασικά αυτό που κάνει η ημι-ενεργητική λειτουργία είναι να αυξάνει και να μειώνει σε ποσοστό έως 10% την απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς (όχι την προφόρτιση ελατηρίου). Έτσι αν δεν σου αρέσει όπως έχουν ρυθμιστεί από το εργοστάσιο, μπορείς να αυξήσεις ή να μειώσεις τις αποσβέσεις και το +/-10% της ημι-ενεργητικής λειτουργίας να ξεκινά από το σημείο που θέλεις εσύ. Για παράδειγμα, το Α1 ήταν υπερβολικά σκληρόγια τα κιλά μου, με αποτέλεσμα η μοτοσυκλέτα να χάνει πιο εύκολα πρόσφυση και να βρίσκεται περισσότερη ώρα στον αέρα μετά από μια ανωμαλία, παρά στο έδαφος. Αντιθέτως το Α2 ήταν σχεδόν άψογο, ακόμα και στα σημεία της διαδρομής που οδηγούσαμε σαν να ήμασταν σε πίστα. Τις επιλογές Μ1, Μ2 και Μ3 όπου καταργείται η ημι-ενεργητική αυτορρύθμισηθα σου χρησιμεύσουν μόνο αν κάνεις track-day σε διαφορετικές πίστες. Για παράδειγμα στο Μ1 να έχεις αποθηκευμένες τις ρυθμίσεις για τα Μέγαρα, στο Μ2 για τις Σέρρες και την Μ3 για καινούρια πίστα (προδιαγραφών F1 εννοείται! Τι είμαστε, τίποτα τελευταίοι;) που φτιάχνουν εδώ και είκοσι χρόνια… χα, χα, χα! Στο δρόμο όμως η ημι-ενεργητική λειτουργία κάνει θαύματα. Το πόσο μεγάλο ρόλο παίζει στη σταθερότητα στις υψηλές ταχύτητες, αλλά και πόσο ηρεμούν τη μοτοσυκλέτα μετά από ένα γλίστρημα ή μια ανωμαλία του δρόμου, το καταλάβαμε όταν ανεβήκαμε στη σέλα της βασικής έκδοσης με το πακέτο αξεσουάρ Touring.

Νέο Fazer 1000

Μας έχει μείνει η απορία για ποιο λόγο η Yamaha δεν παρουσίασε όλα αυτά τα χρόνια έναν αντικαταστάτη του Fazer 1000, τη στιγμή που σε αγορές όπως της Γερμανίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ οι πωλήσεις των Suzuki Bandit 1250S και Kawasaki Z1000SX είναι αξιοπρεπείς και δεν δικαιολογείται η δική της απουσία. Επαναφέροντας στην κουβέντα μας όσα είχαμε γράψει στο τεστ του ΜΤ-10 που είχαμε κάνει πριν μερικά τεύχη, θυμίζουμε ότι η θέση οδήγησης αυτής της μοτοσυκλέτας είναι μια χαρά για πολύωρη οδήγηση. Παρά τον σαφή streetfighter χαρακτήρα της, δεν σε κουράζει άσκοπα στα χέρια ή τη μέση και η πίεση του αέρα έως τα 140-150km/h κάθε άλλο παρά έντονη είναι. Είχαμε γράψει ότι με ένα μικρό φαίρινγκ θα μπορούσε εύκολα να γίνει το νέο Fazer 1000 και η Yamaha έκανε ακριβώς αυτό με την έκδοσηTouring.

 Ο χαρακτηρισμός της ως ξεχωριστή έκδοση μέσα στην οικογένεια των ΜΤ-10 είναι εντελώς μαρκετινίστικος, αφού στην πραγματικότητα είναι ένα πακέτο αξεσουάρ που μπορείς να βάλεις σε οποιαδήποτε ΜΤ-10, ακόμα και την SP.

Η λεπτομέρεια εδώ είναι στην τιμή, αφού αν αγοράσεις όλο το πακέτο γλιτώνεις 200 ευρώ από την τιμή του navigation της TOMTOM. Εκτός από το navi, παίρνεις μαζί την ψηλή (σταθερή) ζελατίνα, την αφράτη σέλα με γέμιση gel, χούφτες και ένα ζευγάρι ημίσκληρες βαλίτσες.

Απ΄όλα αυτά, τα μόνα που αξίζουν να αγοράσετε είναι η ζελατίνα, η σέλα και οι βαλίτσες. Η ζελατίνα είναι σχεδιασμένη περισσότερο με γνώμονα να ταιριάζει εμφανισιακά με την μοτοσυκλέτα και λιγότερο με την αεροδυναμική συμπεριφορά, αφού μετά τα 180km/h εμφανίζονται στροβιλισμοί που σου κουνάνε το κράνος.

 Όμως ακόμα κι έτσι, σου επιτρέπει να οδηγάς με υψηλά επίπεδα άνεσης με ταχύτητες 160-170km/h, χωρίς την ανάγκη να σκύβεις. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής που θύμισε τις στροφές του Μπράλου, πήγαμε για αρκετή ώρα με 200-210km/h, όμως ποτέ πάνω από 220km/h.

Μετά τα 190km/h έπρεπε να σκύψω για να προστατευτεί το κεφάλι μου από την υψηλή πίεση, κάτι όμως που νομίζω ότι είναι αποδεκτό για ένα streetfighter. Οι χούφτες είναι πεταμένα λεφτά και μαζί με τα μαρσπιέ συνεπιβάτη, τα μοναδικά εξαρτήματα πάνω στην ΜΤ-10που σχεδιάστηκαν στην τύχη. Όχι μόνο δεν προστατεύουν από τίποτα, αλλά επιπλέον προσθέτουν υπερβολικό βάρος στις άκρες του τιμονιού, πέντε πόντους επιπλέον πλάτος και στροβιλισμούς αέρα, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται μικροκουνήματα και ταλαντώσεις. Για τις βαλίτσες το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι έχουν σωστό μέγεθος, σημείο τοποθέτησης για να μπορείς να οδηγάς ακόμα και μέσα στην πόλη χωρίς πρόβλημα, αλλά κλείνουν με φερμουάρ, οπότε δεν μπορείς να αφήνεις μέσα αντικείμενα αξίας όταν παρκάρεις τη μοτοσυκλέτα εκτός οπτικού σου πεδίου. Επειδή η στάνταρ σέλα είναι πολύ καλή, η έξτρα αφράτη κάνει διαφορά στην άνεση μόνο μετά από δύο ώρες οδήγησης και αυξάνει κατά δύο πόντους την απόσταση από το έδαφος. Αν κάνεις μεγάλες αποστάσεις ή είσαι πάνω από 1,80μ νομίζω ότι αξίζει να την αγοράσεις.

Το καλό, με τη ζελατίνα

Συμπληρώνοντας τα 300χιλιόμετρα της διαδρομής με τις νέες αναβαθμισμένες εκδόσεις του ΜΤ-10, το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο. Η έκδοση SP όχι μόνο είναι ισάξιος αντίπαλος των premium ευρωπαϊκών streetfighter, αλλά στην πράξη είναι ένα R1M που μπορείς να οδηγείς στο δρόμο καθημερινά, χωρίς συμβιβασμούς στην άνεση και ταυτόχρονα να το απολαύσεις στην πίστα. Δεν γνωρίζουμε ποια τιμή θα έχει στην Ελλάδα, αλλά αν είναι όπως στην κεντρική Ευρώπη, τότε θα είναι φτηνότερο από την απλή έκδοση του R1 και αυτό το κάνει πραγματική ευκαιρία. Βάλε της την ζελατίνα με την αφράτη σέλα και έχεις στα χέρια σου μια κορυφαίων επιδόσεων sporttouring, με τον γνήσιο ήχο των MotoGP να σε ανατριχιάζει σε κάθε χιλιόμετρο που κάνεις μαζί της.

 

Οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins του SP, κάνουν τεράστια διαφορά στον τομέα της σταθερότητας σε όλες τις ταχύτητες. Για πρώτη φορά σε τέτοιου είδους αναρτήσεις, η άνεση είναι πολύ καλή

Κατευθείαν από την R1M τα έγχρωμα TFT όργανα του SP

Κανένα παράπονο από τη δύναμη και την αίσθηση των φρένων, θα θέλαμε όμως σε τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες να υπάρχει δυνατότητα απενεργοποίησης του ABS, τουλάχιστον για τον πίσω τροχό

Η στάνταρ σέλα είναι πολύ άνετη, όμως η έξτρα gel του πακέτου Touring είναι ακόμα καλύτερη όσο περνάνε οι ώρες. Σωστό το μέγεθος για τις δύο βαλιτσούλες, αλλά κλείνουν με φερμουάρ

Το navi της TOMTOM προσφέρεται σε προνομιακή τιμή αν αγοράσετε ολόκληρο το πακέτο Touring

 

 

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ           

Αντιπρόσωπος:

ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ Α.Ε.Ε.

 

 

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2.095

Ύψος (mm):

1.110

Μεταξόνιο (mm):

1.400

Απόσταση από το έδαφος (mm):

130

Ύψος σέλας (mm):

825

Ίχνος (mm):

-

Γωνία κάστερ (˚):

25

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

680

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

520

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

910

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

440

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Δύο δοκών αλουμινίου

Πλάτος (mm):

800

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

-/210

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Υγρόψυκτος, τετρακύλινδρος σε σειρά με 4Β/Κ (crossplane)

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

79 x 50,9

Χωρητικότητα (cc):

998

Σχέση συμπίεσης:

12:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

160/11.500

Ροπή (kg.m/rpm):

11,3/9.000

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

160

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός ridebywire με μεταβλητού μήκους αυλούς εισαγωγής

Σύστημα εξαγωγής:

4 - 2 – 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός, πολύδισκος, μονόδρομος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια/-

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα / 2,687

 

Σχέσεις

1η

2,667

2α

2,000

3η

1,619

4η

1,381

5η

1,190

6η

1,037

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

 

 

Πραγματικά

 

 

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Μοχλισμού με μονό αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

-

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

6 x 17

Ελαστικό:

190/55-17

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 220mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Μονόχρωμη ψηφιακή οθόνη TFT με ενδείξεις για ταχύτητα, στροφές κινητήρα, σχέση ταχυτήτων, ρυθμίσεις απόκρισης γκαζιού σε τρεις θέσεις, ρυθμίσεις επέμβασης tractioncontrol σε τρεις θέσεις με δυνατότητα απενεργοποίησης,quickshifter, δύο μερικοί χιλιομετρητές, ενδείξεις βενζίνης/ρεζέρβας

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι upside down

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

43/120

Ρυθμίσεις:

Πλήρως ρυθμιζόμενο (ημι-ενεργητική λειτουργία στο SP)

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,5 Χ 17

Ελαστικό:

120/70-17

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 320mm με δαγκάνα τεσσάρων εμβόλων και ABS

 

    

 

 

Moto Morini X-Cape 649: Τα πρώτα χιλιόμετρα στην Ελλάδα

Με έντονο άρωμα Ευρώπης
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

7/6/2022

Η Moto Morini αποτελούσε έως τώρα μια “boutique” ιταλική εταιρεία που κατασκεύαζε σε μικρούς αριθμούς διάφορες παραλλαγές naked μοτοσυκλετών βασισμένες στον δικής της σχεδίασης και κατασκευής V2 κινητήρα των 1200 κυβικών. Όμως όλα αυτά άλλαξαν μετά την εξαγορά της από τον όμιλο της Zhongneng, όπου χάρη στο νέο πλάνο επενδύσεων του ομίλου, η Moto Morini έχει πλέον στόχο να γίνει ένας σημαντικός παίκτης στην Ευρωπαϊκή αγορά μοτοσυκλέτας και όχι μόνο. Το πρώτο δείγμα της νέας κατεύθυνσης της Ιταλικής εταιρείας ονομάζεται X-Cape 649 και από εμπορικής άποψης είναι η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσαν να κάνουν για να επιτύχουν τον στόχο τους, καθώς αυτή τη στιγμή η κατηγορία των μεσαίου κυβισμού on-off αρχίζει και πάλι να αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον.

Όχι μόνο αυτό, αλλά λόγω προδιαγραφών Euro5 που οδήγησαν στο θάνατο πολλούς κινητήρες παλαιότερης σχεδίασης, η προσφορά μοντέλων και οι επιλογές που έχουν οι μοτοσυκλετιστές είναι ακόμα μικρή, οπότε όποιος προλάβει να παρουσιάσει πρώτος την δική του πρόταση, αυτομάτως εδραιώνει τη θέση του στην αγορά.

Η πρώτη μας επαφή με το X-Cape 649 έγινε στην Ιταλία, όπου ο συνεργάτης μας Alan Cathcart το οδήγησε και είχε μια άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση με τους ανθρώπους της ιταλικής εταιρείας (διαβάστε το σχετικό άρθρο ΕΔΩ).

Τώρα ήρθε η ώρα για το X-Cape να πατήσει πάνω στους ελληνικούς δρόμους και να βρεθεί αντιμέτωπο με όλες τις ιδιαιτερότητες και τις παραξενιές της μοτοσυκλετιστικής ζωής σε αυτή τη χώρα.

Η μοτοσυκλέτα της δοκιμής μας είχε τον σοβαρό γκρι-μαύρο χρωματισμό, κάτι που συνήθως μειώνει οπτικά των όγκο των μοτοσυκλετών και σίγουρα είναι πιο “mainstream” επιλογή από το γυαλιστερό κόκκινο ή το γυαλιστερό άσπρο-κόκκινο που “φωνάζουν” περισσότερο τον Ιταλικό σχεδιασμό.

Ακόμα όμως και σε αυτόν τον σκούρο χρωματικό συνδυασμό, το X-Cape 649 έχει εντυπωσιακή παρουσία στο δρόμο, καθώς είναι μια full-size μοτοσυκλέτα, με τις εξωτερικές διαστάσεις της να είναι όμοιες με του Honda Africa Twin 1100. Γενικά υπάρχουν αρκετές ομοιότητες του X-Cape 649 με το Africa Twin 1100 στους τομείς που αφορούν τους χώρους και την εργονομία. Αυτό σημαίνει πως η σέλα έχει επαρκέστατο μήκος για δύο μεγαλόσωμα άτομα και η εργονομία της θέσης οδήγησης θα βολέψει ακόμα και τους ψηλούς αναβάτες, κάτι που δεν συναντάς εύκολα σε αυτή την κατηγορία κυβισμού.

Από την άλλη μεριά, το πλάτος της σέλας είναι αρκετά περιορισμένο και δεν ανοίγει υπερβολικά τα πόδια, οπότε ακόμα και οι αναβάτες με ύψος κοντά στο 1,70μ πατάνε με σιγουριά στο έδαφος.

Αυτό σημαίνει πως οι συνηθισμένες μανούβρες που κάνουμε καθημερινά μέσα στην πόλη γίνονται χωρίς ιδιαίτερο κόπο και δεν χρειάζεται να καταστρώνεις εξειδικευμένο σχέδιο δράσης κάθε φορά που πρέπει να παρκάρεις σε δρόμους με έντονες κλίσεις ή όταν ανεβαίνει ή κατεβαίνει συνεπιβάτης.

Η Morini έχει δώσει μεγάλη προσοχή στον τομέα της εργονομίας και είναι από τις ελάχιστες μοτοσυκλέτες με μηχανικό συμπλέκτη που η μανέτα ρυθμίζεται σε απόσταση από το γκριπ. Φυσικά ρυθμιζόμενη είναι και η μανέτα του φρένου, ενώ τα μαρσπιέ είναι οδοντωτά με αφαιρούμενο λαστιχένιο κάλυμμα, ώστε να μπορείς να οδηγείς με άνεση, είτε φοράς τουριστικές μπότες στην άσφαλτο, είτε σηκώνεσαι όρθιος στα μαρσπιέ στους χωματόδρομους φορώντας off-road μπότες.

Ρυθμιζόμενο σε απόσταση από το σώμα του αναβάτη είναι και το φαρδύ τιμόνι, όπου η πάνω πλάκα έχει έτοιμο σπείρωμα για να τοποθετήσεις τα καβαλέτα σε τρεις διαφορετικές θέσεις.

Αντίστοιχου επιπέδου άνεση έχει και ο συνεπιβάτης, με το τμήμα της σέλας που του αντιστοιχεί να έχει λογικές διαστάσεις και θέση των μαρσπιέ του να είναι στο ιδανικό σημείο.

Το κάλυμμα της σέλας αποτελείται από δύο διαφορετικά υλικά, με το επάνω τμήμα της να είναι αντιολισθητικό και να συγκρατεί στη θέση του το σώμα του αναβάτη και του συνεπιβάτη στις επιταχύνσεις και τα δυνατά φρεναρίσματα.

Μιλώντας για άνεση, μέσα στην εξίσωση θα πρέπει να συμπεριλάβουμε την λειτουργία των αναρτήσεων. Το upside-down πιρούνι της ιταλικής Marzocchi κάνει εξαιρετική δουλειά στους ελληνικούς δρόμους και παρά το γεγονός πως είναι ρυθμισμένο με σπορ χαρακτηριστικά για τα δεδομένα των on-off της κατηγορίας, εν τούτοις προσφέρει πολύ υψηλά επίπεδα άνεσης στις χαμηλές ταχύτητες. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και το πίσω αμορτισέρ, παρά την απουσία μοχλικού συστήματος. Υπάρχουν ρυθμίσεις για το πιρούνι και το πίσω αμορτισέρ, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις οι εργοστασιακές ρυθμίσεις κάνουν θαυμάσια δουλειά και μόνο σε ακραίες περιπτώσεις φορτώματος ή off-road χρήσης θα πιάσεις κατσαβίδι στο χέρι σου.

Ο σφιχτός-σπορ χαρακτήρας των αναρτήσεων παντρεύεται άψογα με τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του πλαισίου, κάνοντας το X-Cape 649 να έχει συνολικά μια σφιχτή-σύγχρονη αίσθηση πάνω στο δρόμο και όχι εκείνη την πλαδαρή συμπεριφορά που είχαμε συνηθίσει έως τώρα στις on-off αυτής της κατηγορίας κυβισμού.

Στις μέρες μας όπου η πλειοψηφία των μοτοσυκλετών κάτω από τα 750 κυβικά κατασκευάζεται σε κάποια χώρα της Ασίας, με πιο συνηθισμένη όλων την Κίνα, οι κατασκευαστές τονίζουν πως ο σχεδιασμός και η εξέλιξη έγινε σε κάποιο Ευρωπαϊκό ή Ιαπωνικό τμήμα R&D.

Πολλοί το ισχυρίζονται, αλλά ελάχιστες φορές έχει σχέση με την πραγματικότητα – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον τομέα των δοκιμών των πρωτότυπων.

Το X-Cape 649 είναι από εκείνες τις μοτοσυκλέτες που η οδήγησή τους σε πείθει πως σχεδιάστηκαν και δοκιμάστηκαν επί Ευρωπαϊκού εδάφους και πως οι δοκιμαστές εξέλιξης του πλαισίου και των αναρτήσεων γνωρίζουν καλά τη δουλειά τους.

Αυτό φάνηκε τόσο στις στροφές των ορεινών ελληνικών δρόμων, όσο και κατά την διάρκεια των μετρήσεων επιδόσεων.

Το X-Cape 649 είναι στην κυριολεξία βράχος στην ευθεία και παραμένει βράχος ακόμα και όταν τρώει δυνατές σφαλιάρες πλάγιων ανέμων με πάνω από 170km/h στο κοντέρ του.

Μπορείς ακόμα και να αφήσεις το ένα χέρι από το τιμόνι όταν η μεγάλων διαστάσεων έγχρωμη TFT  οθόνη δείχνει 187Km/h στο κοντέρ. Αυτός ήταν και ο μεγαλύτερος αριθμός που είδαμε σε ευνοϊκές συνθήκες (ελαφρά κατηφόρα με ήπιο μετωπικό αέρα) ενώ με δύο άτομα στη σέλα και αρκετό κόντρα αέρα έδειχνε σχετικά εύκολα πάνω από 170km/h.

Οι σχέσεις στο κιβώτιο ταχυτήτων είναι αρκετά μακριές, κάτι που ευνοεί την κατανάλωση αν οδηγείς στρωτά μέσα στην πόλη, στους επαρχιακούς δρόμους και κοντά στα όρια ταχύτητας των εθνικών οδών, αλλά δεν βοηθά τόσο στις επιταχύνσεις εν κινήσει καθώς σε αναγκάζει να χουφτώνεις περισσότερο το γκάζι και να δουλεύεις τον κινητήρα σε υψηλότερες στροφές, κρατώντας τον για αρκετή ώρα κοντά στον κόφτη όταν ζητάς τη μέγιστη απόδοση.

Ως αποτέλεσμα υπάρχει μεγάλη διακύμανση στη μέση κατανάλωση. Για παράδειγμα σε μια εκδρομή 320 χιλιομέτρων που κάναμε μέσω εθνικής οδού, το X-Cape 649 με δύο άτομα στη σέλα είχε μέση κατανάλωση 6,5 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα ταξιδεύοντας με ταχύτητες μεταξύ 150-160km/h, ενώ στην επιστροφή που οι ταχύτητες ανέβηκαν στο φάσμα των 160-170km/h η μέση κατανάλωση ανέβηκε στα 7,9 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα.

Η αεροδυναμική συμπεριφορά του φαίρινγκ είναι άψογη και η ζελατίνα ρυθμίζεται σε ύψος – όχι όμως τόσο εύκολα όσο υπόσχεται η Morini. Από την άλλη μεριά, το μικρό πλάτος της αφήνει αρκετό αέρα να περάσει δεξιά και αριστερά από το κράνος του αναβάτη και στις υψηλές ταχύτητες υπάρχει αρκετά δυνατός αεροδυναμικός θόρυβος που μετά από μία-δύο ώρες οδήγησης αρχίζει και σε κουράζει.

Τα φρένα της Brembo έχουν δύναμη και στις μετρήσεις επιδόσεων όπου χουφτώσαμε τέρμα τη μανέτα τρεις-τέσσερις φορές από τα 140km/h, έδειξαν αντοχή και δεν υπερθερμάνθηκαν. Σωστά ρυθμισμένο είναι και το ABS που ανάλογα με το πρόγραμμα οδήγησης που έχεις επιλέξει (Riding Mode) προσαρμόζει και τον τρόπο επέμβασής του.

Μόνο η τρόμπα για τα δύο εμπρός δισκόφρενα δείχνει πως είναι κάπως μικρή και εμφανίζει μια  καθυστέρηση στα πρώτα χιλιοστά της διαδρομής της μανέτας, όμως αυτό δεν επηρεάζει τη συνολική δύναμη και την αίσθηση των φρένων.

Εντυπωσιακά για τα δεδομένα της κατηγορίας είναι τα τέσσερα LED φώτα εμπρός, όπως και η μεγάλη σε διαστάσεις TFT οθόνη. Μάλιστα η τελευταία έχει εξαιρετική φωτεινότητα και ο αισθητήρας φωτός για την εναλλαγή από λευκό φόντο σε μαύρο φόντο είναι πολύ γρήγορος σε απόκριση. Επίσης δεν έχει ίχνος αντανακλάσεων και βλέπεις καθαρά τις ενδείξεις σε όποια θέση κι αν είναι ο ήλιος. Το μόνο παράπονο αφορά το μέγεθος των αριθμών στις ενδείξεις που είναι κάπως μικρός.

Όσο συνεχίζουμε να γράφουμε χιλιόμετρα πάνω στη σέλα του X-Cape 649, τόσο θα αυξάνονται οι σημειώσεις που κρατάμε στο μπλοκάκι μας. Όλες μαζί και σε συνδυασμό με τους αριθμούς από τις μετρήσεις επιδόσεων και την δυναμομέτρηση θα αποτελέσουν τη βάση για την πλήρη δοκιμή που θα δημοσιευτεί στο περιοδικό ΜΟΤΟ.

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ               Moto Morini X-Cape

Αντιπρόσωπος:

KSR Hellas

Τιμή:

Από 7.890

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μεταξόνιο (mm):

1.470

Ύψος σέλας (mm):

845

Ίχνος (mm):

123

Γωνία κάστερ (˚):

25,5

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο σωληνωτό τύπου "διαμάντι", με τον κινητήρα ενεργό μέλος του

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

213 / 232

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

18

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και 4Β/Κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

83 x 60

Χωρητικότητα (cc):

649

Σχέση συμπίεσης:

11,3:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

59 / 8.750

Ροπή (kg.m/rpm):

5,7 / 7.000

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

90,9

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

2 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός πολύδισκος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Με γρανάζια / -

Τελική μετάδοση / σχέση:

Με αλυσίδα / -

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

3,6

3,9

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Αμορτισέρ Kayaba

Διαδρομή (mm):

135

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

4.50 / x 17

Ελαστικό:

50/70-17 Pirelli Scorpion Rally STR

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 255mm με δαγκάνα δύο εμβόλων της Brembo και ABS Bosch 9.1Mb

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι Marzocchi

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

160 / 50

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίων και αποσβέσεις επαναφοράς και συμπίεσης

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3.50 x 19

Ελαστικό:

110/80-19 Pirelli Scorpion Rally STR

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 298mm με δαγκάνες δύο εμβόλων της Brembo και ABS Bosch 9.1Mb