BMW M4 CS Edition VR46 - Γιορτάζοντας τα 46α γενέθλια του Valentino Rossi με μοναδικό τρόπο

Δυο εκδόσεις περιορισμένης παραγωγής με 46 αντίτυπα έκαστη, και με τον "Γιατρό" να έχει βοηθήσει στη σχεδίασή τους
BMW M4 CS Edition VR46
Κώστα Γκαζή
Από τον

Κώστα Γκαζή

26/2/2025

Ο Valentino Rossi με το #46 έκλεισε τα 46 και η BMW M ετοίμασε το τέλειο δώρο για τον εννέα φορές Παγκόσμιο Πρωταθλητή και νυν εργοστασιακό οδηγό της BMW M: την BMW M4 CS Edition VR46, η οποία σχεδιάστηκε με τη συνδρομή του ίδιου του "Γιατρού"!

Αυτή η αποκλειστική έκδοση, που κατασκευάζεται στο εργοστάσιο του BMW Group στο Dingolfing, προσφέρεται σε δύο χαρακτηριστικές σχεδιαστικές παραλλαγές: Sport και Style. Ο "Γιατρός" συμμετείχε ενεργά στη διαδικασία σχεδιασμού και των δύο εκδόσεων, οι οποίες θα κατασκευαστούν σε περιορισμένο αριθμό 46 αντιτύπων. Το διάσημο σε όλο τον κόσμο #46, σήμα κατατεθέν του Rossi, εμφανίζεται σε πολλά σημεία της BMW M4 CS Edition VR46, όπως στις πόρτες και στην οροφή, η οποία είναι φτιαγμένη από πλαστικό ενισχυμένο με ανθρακονήματα (CFRP).

Το κερασάκι στην τούρτα είναι πως όσοι αγοράσουν μία BMW M4 CS Edition VR46 θα έχουν τη μοναδική ευκαιρία για μία αποκλειστική, προσωπική συνάντηση με τον Valentino Rossi στο VR46 Motor Ranch στην Tavullia (Ιταλία) και μια εμπειρία οδήγησης BMW M στην πίστα Misano (Ιταλία).

BMW M4 CS Edition VR46

Η BMW M4 CS Edition VR46 διαφέρει από την BMW M4 CS εν πρώτοις χάρη στα δύο αποκλειστικά φινιρίσματα της BMW Individual, τα οποία συνδυάζονται με τις πολλές γυμνές επιφάνειες από carbon, όπως οι εσοχές στο καπό. Επιπλέον, υπάρχουν πολλές αποκλειστικές λεπτομέρειες τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Η συνολική χρωματική φιλοσοφία των δύο εκδόσεων είναι εμπνευσμένη από τις αγαπημένες αποχρώσεις και το εκφραστικό στυλ του Valentino Rossi. Για παράδειγμα, η έκδοση "Sport" έχει μεταλλικό φινίρισμα Marina Bay Blue, ενώ και στις δύο πλευρές του αυτοκινήτου εμφανίζεται ένα υπερμέγεθες "46" στο πιο σκούρο μεταλλικό Tanzanite Blue. Στη σχεδιαστική παραλλαγή "Style", το αμάξωμα διατίθεται σε ματ μεταλλικό φινίρισμα Frozen Tanzanite Blue, με το "46" αυτή τη φορά σε μεταλλικό Frozen Marina Bay Blue και στις δύο πλευρές.

Αποτίνοντας φόρο τιμής στον αγαπημένο χρωματικό συνδυασμό του Rossi, το περίγραμμα της μάσκας "νεφρών" της BMW M και μία από τις ακτίνες σχήματος V στις σφυρήλατες ζάντες ελαφρού κράματος M -η οποία, όπως και στα αγωνιστικά αυτοκίνητα, υποδεικνύει τη θέση της βαλβίδας του ελαστικού- είναι βαμμένες σε έντονο κίτρινο χρώμα, όπως και οι δαγκάνες των φρένων με το λογότυπο M και η διακοσμητική λωρίδα πάνω από τα πλαίσια των θυρών της έκδοσης "Sport". Η οροφή από ανθρακονήματα -όπως και τα βαμμένα στο χέρι πλαϊνά του αυτοκινήτου- κοσμείται με ένα μεγάλο λογότυπο VR46 (επίσης σε κίτρινο χρώμα) και την υπογραφή του Rossi. Στην πίσω πόρτα υπάρχει η επιγραφή VR46.

BMW M4 CS Edition VR46

Οι κίτρινες λεπτομέρειες απαντώνται και στο εσωτερικό της BMW M4 CS Edition VR46, που έχει ως βασικό χρώμα το Night Blue. Τα μπάκετ καθίσματα M Carbon είναι επενδεδυμένα με δέρμα Merino σε χρωματικό συνδυασμό Black/Night Blue. Η απόχρωση Sao Paulo Yellow στην περιοχή των ώμων, η οποία φέρει επένδυση Alcantara, προσφέρει μια μοναδική αντίθεση. Τα προσκέφαλα όπως και τα διακοσμητικά των μαρσπιέ φέρουν το χαρακτηριστικό κίτρινο λογότυπο VR46. Επιπλέον, το τιμόνι M Alcantara με τις τρεις ακτίνες και την επίπεδη στεφάνη στο κάτω μέρος έχει κίτρινες ραφές και κίτρινη σήμανση για τη θέση της ευθείας. Σε όλα τα μοντέλα της έκδοσης Edition VR46, στην κεντρική κονσόλα από ανθρακονήματα υπάρχει μια σήμανση του τύπου "1/46", υποδεικνύοντας ότι κάθε μοντέλο Sport ή Style είναι ένα αντίτυπο της παρτίδας περιορισμένης παραγωγής.

Η καρδιά της BMW M4 CS Edition VR46 είναι ένας υψηλόστροφος εξακύλινδρος εν σειρά κινητήρας 3,0 λίτρων με τεχνολογία M TwinPower Turbo που δημιουργήθηκε με γνώμονα τις επιδόσεις στην πίστα. Η αύξηση της μέγιστης πίεσης υπερπλήρωσης των δύο mono-scroll υπερσυμπιεστών στα 2,1 bar, καθώς και οι ειδικές βελτιώσεις στη διαχείριση του κινητήρα, έχουν ως αποτέλεσμα η απόδοση του κινητήρα της εν λόγω έκδοσης να φτάνει τα 405 kW/550 hp. Αυτή η ισχύς μεταφέρεται στο δρόμο μέσω ενός οκτατάχυτου κιβωτίου M Steptronic, του προηγμένου συστήματος τετρακίνησης M xDrive και του ενεργού διαφορικού M. Η ταχύτατη απόδοση της ισχύος σε συνδυασμό με την βελτιωμένη πρόσφυση επιτρέπουν στο αυτοκίνητο να επιταχύνει από 0 στα 100 km/h σε μόλις 3,4 δευτερόλεπτα και από 0 στα 200 km/h σε 11,1 δευτερόλεπτα. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο "1-foot rollout", οι χρόνοι μειώνονται σε 3,1 δευτερόλεπτα για το σπριντ από 0 έως 100 km/h και 10,8 δευτερόλεπτα για το 0 - 200 km/h. Η επιτάχυνση από 80 στα 120 km/h απαιτεί 2,6 δευτερόλεπτα με τέταρτη σχέση και 3,3 δευτερόλεπτα με πέμπτη. Η τελική ταχύτητα του μοντέλου, το οποίο περιλαμβάνει το M Driver's Package, περιορίζεται ηλεκτρονικά στα 302 km/h.

Την εξαιρετική απόκριση του κινητήρα αναβαθμίζει μια ειδική και πιο άκαμπτη βάση πλαισίου. Αυτή η άκαμπτη σύνδεση μεταξύ του κινητήριου συνόλου και της δομής του οχήματος εξασφαλίζει άμεση μετάδοση της ισχύος στο σύστημα μετάδοσης κάθε φορά που ο οδηγός πατά το πεντάλ του γκαζιού. Το σύστημα λίπανσης -όπως και το σύστημα ψύξης- έχει σχεδιαστεί για να αντιμετωπίζει τις ιδιαίτερες προκλήσεις της χρήσης σε πίστα, όπως τη λειτουργία του κινητήρα σε υψηλούς ρυθμούς περιστροφής και τις ακραίες πλευρικές επιταχύνσεις. Η απόδοση ισχύος του κινητήρα συνοδεύεται από τον συναρπαστικό ήχο που παράγεται από το διπλής διακλάδωσης σύστημα εξαγωγής, το οποίο διαθέτει ηλεκτρικά ελεγχόμενα πτερύγια, πίσω σιλανσιέ μειωμένου βάρους από τιτάνιο και -όπως συνηθίζεται στα μοντέλα M- δύο ζεύγη απολήξεων βαμμένων σε ματ μαύρο.

BMW M4 CS Edition VR46

Η τεχνολογία πλαισίου της νέας BMW M4 CS Edition VR46 έχει προσαρμοστεί με ακρίβεια στα χαρακτηριστικά απόδοσης του κινητήρα, στη συνολική φιλοσοφία του οχήματος και στην κατανομή του βάρους του. Η ειδικά ρυθμισμένη κινηματική άξονα, οι προσαρμοσμένες ρυθμίσεις της γωνίας κάμπερ των τροχών, τα αμορτισέρ, τα βοηθητικά ελατήρια και οι αντιστρεπτικές δοκοί συμβάλλουν στη βελτίωση της ακρίβειας του τιμονιού, της μετάδοσης των πλευρικών δυνάμεων στις στροφές, της απόκρισης των ελατηρίων και της αμορτισέρ, καθώς και της θέσης των τροχών. Τα ηλεκτρονικά ελεγχόμενα αμορτισέρ της προσαρμοζόμενης ανάρτησης M διαθέτουν ειδική ρύθμιση για το μοντέλο, όπως και το ηλεκτρομηχανικό σύστημα διεύθυνσης M Servotronic με μεταβλητή σχέση μετάδοσης, καθώς και το ενσωματωμένο σύστημα πέδησης.

Όπως αναφέρει και η BMW, ο αριθμός 46 συνόδευσε τον Valentino Rossi καθ' όλη τη διάρκεια της εντυπωσιακής του καριέρας ως αναβάτης και οδηγός αγώνων, έχοντας αποκτήσει μοναδική αναγνωρισιμότητα, ίσως περισσότερο και από το παρατσούκλι του "The Doctor" ή "Il Dottore". Συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, Graziano Rossi, ο οποίος αγωνιζόταν με το #46, ο Valentino αποφάσισε να υιοθετήσει τον ίδιο αριθμό από την αρχή της καριέρας του και ποτέ δεν τον άλλαξε, ακόμη και όταν έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής και θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το νούμερο 1.

BMW M4 CS Edition VR46

Ο Valentino Rossi κέρδισε τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο στην κατηγορία των 125cc το 1997. Δύο χρόνια αργότερα, κατέκτησε το στέμμα στην κατηγορία των 250cc. Το 2000, πέρασε στην κορυφαία κατηγορία των αγώνων Grand Prix, εκείνη των 500cc, και αναδείχθηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής σε αυτή το 2001. Την επόμενη χρονιά, η κατηγορία αυτή αντικαταστάθηκε από το MotoGP, με τον Rossi να παραμένει κυρίαρχος. Μέχρι το 2005, είχε προσθέσει άλλους τέσσερις παγκόσμιους τίτλους, με τον όγδοο και ένατο να κατακτώνται από τον Ιταλό το 2008 και το 2009. Με τα εννέα αυτά παγκόσμια πρωταθλήματα και τις 115 νίκες σε Grand Prix, ο Rossi είναι ένας από τους τρεις πιο επιτυχημένους αναβάτες στην ιστορία των αγώνων μοτοσικλέτας και παγκόσμιο είδωλο του μηχανοκίνητου αθλητισμού. Το VR46 έχει γίνει διεθνές σήμα, ενώ η γενέτειρα του Rossi, η Tavullia, έχει μειώσει προς τιμή του το όριο ταχύτητας από τα 50 km/h στα 46 km/h.

Όταν ολοκληρώθηκε η αγωνιστική του καριέρα στους δύο τροχούς στα τέλη της σεζόν 2021, ο Valentino Rossi αποφάσισε να εστιάσει αποκλειστικά στους αγώνες αυτοκινήτου. Είχε ήδη συμμετάσχει σε πολλές δοκιμές με μονοθέσια της Formula 1 και είχε κάνει guest εμφανίσεις σε αγώνες ράλι και αντοχής. Από την αρχή της σεζόν 2023, είναι εργοστασιακός οδηγός της BMW M, οδηγώντας μια BMW M4 GT3 για την BMW M Team WRT σε διοργανώσεις όπως το GT World Challenge Europe και το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Αντοχής της FIA (FIA WEC), που περιλαμβάνει και τις 24 Ώρες του Le Mans (Γαλλία). Στις αρχές Φεβρουαρίου 2025, κατέκτησε τη δεύτερη θέση με μια BMW M4 GT3 στο Bathurst 12 Hour (Αυστραλία), που ήταν ο πρώτος γύρος του Intercontinental GT Challenge (IGTC) της φετινής χρονιάς.

BMW M4 CS Edition VR46

Η αγορά μιας BMW M4 CS Edition VR46 συνοδεύεται από ένα αποκλειστικό προνόμιο, το οποίο δίνει στους πελάτες την ευκαιρία να απολαύσουν μια ξεχωριστή διήμερη εμπειρία στην Ιταλία. Η πρώτη ημέρα περιλαμβάνει μια επίσκεψη στο VR46 Motor Ranch στην Tavullia, στα πλαίσια της οποίας οι πελάτες θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν ένα μοναδικό μπάρμπεκιου στο "Ράντσο" αλλά και να συνομιλήσουν με τον Valentino Rossi. Τη δεύτερη ημέρα, οι πελάτες θα επισκεφτούν το Misano World Circuit Marco Simoncelli για μια αποκλειστική εμπειρία οδήγησης με τα πιο πρόσφατα μοντέλα BMW M. Οδηγώντας μια BMW M4 GT3, ο Valentino Rossi πήρε τη νίκη στους αγώνες του GT World Challenge Europe Sprint Cup που διεξήχθησαν στην "εντός έδρας" πίστα για τον Ιταλό τόσο το 2023 όσο και το 2024.

Οι τιμές των BMW M4 CS Edition VR46 ξεκινούν από τα 148,710 ευρώ.

Ετικέτες

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!

Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ
Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

23/10/2025

Στις 23 Οκτωβρίου 2011 ο κόσμος του MotoGP πάγωσε. Ο Marco Simoncelli το όνομα που όλοι μας πιστεύαμε πως θα είναι ο επόμενος απόλυτος διεκδικητής των MotoGP, ο νεαρός αναβάτης που ο Rossi έβλεπε ως συνεχιστή του, έχοντας προλάβει να γίνει ήδη ένας από του πιο αναγνωρίσιμους αναβάτες της σύγχρονης εποχής, έχασε τη ζωή του στη διάρκεια του Grand Prix της Μαλαισίας, αφήνοντας πίσω του ένα κενό που παραμένει αισθητό ακόμη και σήμερα. Ο “Super Sic”, όπως τον γνώριζε όλος ο κόσμος, δεν υπήρξε απλώς ένας εξαιρετικός αναβάτης ήταν μια προσωπικότητα που οι αγώνες μοτοσυκλέτας χρειαζόντουσαν και μάλιστα χρειάζονται ακόμη. Είχε τεράστιο πάθος και ανεπιτήδευτη αγάπη για τους αγώνες, με μία πρέζα χιούμορ που έλκυε ακόμη και τους οπαδούς άλλων αναβατών!

Δεκατέσσερα χρόνια μετά, η μνήμη του συνεχίζει να ζει δυνατά χωρίς να έχει προλάβει να γεμίσει με ρεκόρ ή να φορτώσει τα στατιστικά, τέτοια ήταν η αγάπη του κόσμου και η καθολική του αποδοχή από όλους, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο όχι μόνο στα MotoGP αλλά και γενικά στον μηχανοκίνητο αθλητισμό!

Ο Simoncelli ήταν φτιαγμένος από υλικό που δεν μετριέται σε τίτλους και στατιστικά. Το ανέμελο μαλί κάτω από το κράνος, το σπινθηροβόλο βλέμμα και εκείνο το απίστευτο πάθος για μάχη, που έκανε κάθε γύρο του MotoGP να θυμίζει κάτι από άλλες εποχές. Ήταν αγνός αγωνιστής, με μια ιταλική τρέλα που δεν μπορούσε, ούτε ήθελε, να κρύψει.

Super Sic 58 – The Legacy
Ονοματεπώνυμο: Marco Simoncelli
Ημερομηνία γέννησης: 20 Ιανουαρίου 1987, Cattolica, Ιταλία
Θάνατος: 23 Οκτωβρίου 2011, Sepang, Μαλαισία
Αριθμός αγώνων GP: 151 (125cc, 250cc, MotoGP)
Νίκες: 14 (12 στο 250cc, 2 στο 125cc)
Παγκόσμιοι τίτλοι: 1 (250
cc, 2008 – Gilera)
Ομάδες:
Matteoni Racing, Metis Gilera, San Carlo Honda Gresini}
Νούμερο: 58 (αποσυρμένο επίσημα από το MotoGP το 2016)

Κληρονομιά:
• Το Misano World Circuit Marco Simoncelli φέρει το όνομά του από το 2012.
• Το Fondazione Marco Simoncelli στηρίζει νέους και οικογένειες σε ανάγκη, συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό έργο της οικογένειας.
• Κάθε χρόνο, οι φίλοι του διοργανώνουν στο Misano το “Sic Day”, ένα φεστιβάλ χαράς και μοτοσυκλέτας, όπως το ήθελε εκείνος.
• Το #58 παραμένει σύμβολο πάθους και αυθεντικότητας, ένα νούμερο που θα θυμίζει για πάντα τι σημαίνει να ζεις ως αγωνιζόμενος στην κορυφή της μοτοσυκλέτας

Η καριέρα του εκτοξεύθηκε το 2008, όταν κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα 250cc με τη Gilera, χαρίζοντας στην παραπαίουσα τότε Ιταλική μάρκα το τελευταίο της σπουδαίο τρόπαιο. Από τότε, το όνομα “Simoncelli” έγινε συνώνυμο με τον επιθετικό και θεαματικό τρόπο οδήγησης. Ήταν ένα ιδιαίτερο επιθετικό στιλ, από εκείνα που ακόμη και οι αντίπαλοί του δεν χρησιμοποιούσαν αργότερα εναντίον του, ήταν όμως μοιραία και εκείνο που έδωσε το άδοξο τέλος. Όταν ανέβηκε στο MotoGP με τη Honda της ομάδας Gresini, όλοι ήξεραν πως μπροστά τους είχαν έναν από εκείνους τους αναβάτες που ή θα έγραφαν ιστορία ή θα την πλήρωναν ακριβά.

Γνώρισα προσωπικά τον Simoncelli με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο. Είχε μόλις κερδίσει τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο και βρισκόμασταν στην πίστα δοκιμών της Goodyear-Dunlop, μία μαγευτική τοποθεσία με μία εκπληκτική πίστα όπου φυσικά δεν υπάρχουν κερκίδες, ούτε μπορεί να μπει κανείς άλλος πέρα από τους αναβάτες δοκιμών και τους δημοσιογράφους, στις λίγες φορές που έχει φιλοξενήσει παρουσιάσεις ελαστικών.

Ήμουν για ακόμη μία φορά ο μόνος Έλληνας προσκεκλημένος και είχα μπει να οδηγήσω μαζί με τους Άγγλους δημοσιογράφους που τότε ήταν μία πολυπληθή ομάδα χωρίς Youtubers και Influencers, όλοι τους εξαιρετικά έμπειροι και επίσης όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, με αγωνιστικές περγαμηνές που έφταναν για δύο από αυτούς μέχρι και το BSB! Μπήκαμε με superbike στο session εκείνο και ο Simoncelli με ένα Dorsoduro 750. Αυτό που περισσότερο το έχετε δει να κυκλοφορεί με την ομάδα ΔΙΑΣ, σπάνια δικάβαλο παρότι η ομάδα αυτή έτσι έχει στηθεί και αν θυμάστε από την δοκιμή στο MOTO, δεν ήταν και μία μοτοσυκλέτα που μπορούσε εύκολα να ξεχωρίσει.

Ο Simoncelli ξεκίνησε τελευταίος, πίσω μας και σε λίγους γύρους μας είχε μαζέψει. Εγώ βρισκόμουν τότε σχετικά μπροστά στο γκρουπ, τρίτος κατά σειρά όταν με πέτυχε στο πιο αργό κομμάτι της πίστας, αργό για εμάς. Ανηφορικό εσάκι με θετική κλίση στην μεσαία του στροφή. Ήξερα ότι ήταν πίσω μου και είχα υπολογίσει να κρατηθώ στην έξοδο για να μην τον κόψω και να ανοίξω το γκάζι του GSXR1000R μόλις με περάσει. Μόνος μου στόχος να μείνω πίσω του για λίγο καθώς αμέσως μετά είχαμε άλλες δύο στροφές που μας οδηγούσαν στην ευθεία, οπότε θα προλάβαινα να οδηγήσω τουλάχιστον μισό γύρο πίσω του. Ότι και να έκανε δεν θα μπορούσε να ξεφύγει στην ευθεία με το Dorsoduro 750 από το GSXR1000R!

ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ!

Την ώρα που έστριβα την δεύτερη στροφή από το εσάκι, εκείνη την αριστερή με την θετική κλίση, είδα ένα Dorsoduro να πετάγεται πλαγιασμένο μέσα από κερμπ πέρνοντας μαζί του χώματα, πετραδάκια και χόρτα και να προσγειώνεται μπροστά μου με το γόνατο. Πίστεψα ότι απλά έπεφτε μπροστά μου, άφησα το γκάζι και προσευχήθηκα στην Dunlop να κρατήσει το εμπρός ελαστικό που εκείνη την στιγμή του ζητούσες να κάνει κάτι δύσκολο. Μόνο που ο Simoncelli δεν είχε πέσει, ντριφτάρισε στην προσγείωση μέχρι το εξωτερικό κερμπ, εκτός δηλαδή αγωνιστικής γραμμής και πάνω του ακριβώς άνοιξε το γκάζι και με τρόπο που δεν πίστευα πως μπορούσε να γίνει το Dorsoduro 750 σηκώθηκε με το γκάζι, πλάγιασε στην επόμενη δεξιά ξύνοντας τα πάντα και εξαφανίστηκε στα 150 μέτρα της ευθείας πριν τα φρένα της επόμενης αριστερής. Όταν βγήκα στην ευθεία ήταν ήδη περίπου στην μέση και δεν τον έφτασα ποτέ στα φρένα της σπαστής δεξιάς, μίας πολύ ύπουλης στροφής που όταν μάθαινες την πίστα μπορούσες να την πουλήσεις πηγαίνοντας διαγώνια προς την κατηφορική ευθεία πριν από μία απότομη δεξιά όπου είχαν σημειωθεί και αρκετές πτώσεις.

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Έχουν περάσει 16 χρόνια από εκείνη την ημέρα, ήμουν τότε ένας νέος συντάκτης, συνομιλώντας με τον επόμενο Valentino Rossi (όπως τον λέγαμε με τον πατέρα του)

Δεν οδηγήσαμε ποτέ μαζί για μισή πίστα, ενώ αμέσως μετά ήμασταν μόνοι μας για τους λίγους γύρους που έμεναν για το υπόλοιπο session. ΌΛΟΙ οι Άγγλοι συνάδελφοι είχαν βγει έξω νωρίτερα ζητώντας από την Dunlop να βγάλει τον Simoncelli γιατί δεν ήθελαν να σκοτωθούν δοκιμάζοντας λάστιχα. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν το είχα δει ως απερισκεψία, ήμουν ακόμη εντυπωσιασμένος από το πώς κατάφερε να προσγειωθεί πλαγιασμένος και κυρίως με την λογική ακολουθία της σκέψης του. Πώς δηλαδή πήρε την απόφαση να βγει εκτός πίστας, μέσα από τα κέρμπ! Στο πλαίσιο της συνέντευξης που είχαμε μετά, ξεκίνησα από εκεί: «Πώς το σκέφτηκες αυτό και κυρίως γιατί; Ποιος ο λόγος;» - «Δεν το σκέφτηκα, μου είπε ο Simoncelli, δεν ήταν δηλαδή μία μελετημένη από πριν απόφαση, είχατε πολύ πιο γρήγορες μοτοσυκλέτες οπότε έπρεπε να μην φρενάρω πουθενά για να σας περάσω, ότι ήρθαν οι στροφές και είδα ότι θα έπρεπε να κόψω πολύ για να μείνω πίσω από το GSXR και μετά στην ευθεία να μην μπορώ να προσπεράσω, σκέφτηκα την προσπέραση στην επόμενη στροφή και μου ήρθε πολύ μακριά. Οπότε εκεί που έστριβα την πρώτη δεξιά, το σήκωσα και έκανα την αριστερή εκτός πίστας.

Στην συνέχεια εκείνης της συνέντευξης τον ρώτησα αν οδηγεί στον δρόμο και μου είπε πως όχι γιατί είναι επικίνδυνο και γελάσαμε έπειτα μαζί.

Μπορούσες να το δεις όπως οι Άγγλοι, ως επιθετικό και απερίσκεπτο ή να τον θαυμάσεις ως κάτι εξωπραγματικό και μοναδικό. Διότι αυτό ήταν. Απίστευτα πράος και μαζεμένος όλες τις στιγμές, εκτός από εκείνες που οδηγούσε. Ήμουν τυχερός που τον γνώρισα και μου για λίγο, πολύ λίγο, οδηγήσαμε και μαζί.

Το 2011, με τον αριθμό 58 πάνω στο λευκό fairing, ο Marco έδειχνε πως το μεγάλο του ξέσπασμα ήταν θέμα χρόνου. Πάλευε με τους καλύτερους τότε, με Lorenzo, Stoner, Pedrosa, Rossi κι αν κάποιες φορές οι κινήσεις του ήταν υπερβολικά τολμηρές, είχαν εκείνο το στοιχείο του “πραγματικού αγώνα” που σήμερα θα ξεσήκωνε αντιδράσεις. Δεν υπολόγιζε τίποτα. Οδήγησε πάντα σαν να μην υπήρχε αύριο, και ίσως τελικά γι’ αυτό να έγινε αθάνατος.

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
στιγμιότυπο από την ίδια εκείνη ημέρα

Η μοίρα στάθηκε άδικη στη Sepang. Μια πτώση στην πρώτη κιόλας στροφή, ένα ατυχές σημείο επαφής και το όνειρο σταμάτησε απότομα. Ο θάνατός του σε ζωντανή μετάδοση καθώς όλοι οι θεατές κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί βλέποντας το κράνος του να φεύγει, έμεινε για πάντα χαραγμένος στην ιστορία και κανείς, δεν θέλει να το αναπαράγει. Είχε έντονα στοιχεία αρχαιοελληνικής τραγωδίας μάλιστα από την στιγμή που πάνω του έπεσαν οι καλύτεροί του φίλοι εκτός πίστας και ταυτόχρονα ανταγωνιστές την ώρα του αγώνα. Ένας από τους καλύτερους θα σβήσει άδοξα. Όμως εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε κάτι άλλο, ένας θρύλος που κανένας χρόνος δεν μπορεί να σβήσει. Από τότε, το νούμερο 58 έγινε σύμβολο: όχι μόνο του Simoncelli, αλλά κάθε αναβάτη που τρέχει με την καρδιά του.

Η Honda Gresini διατήρησε τη μνήμη του, το Misano World Circuit φέρει πλέον το όνομά του, και κάθε φορά που βλέπεις εκείνη τη λευκοκόκκινη σημαία με τον αριθμό 58, νιώθεις ότι ο “Super Sic” δεν έφυγε ποτέ στ’ αλήθεια. Ζει σε κάθε νέο αναβάτη που ανεβαίνει με πάθος πάνω στη μοτοσυκλέτα, σε κάθε θεατή που ανατριχιάζει όταν ακούει τον κινητήρα να ανεβάζει στροφές.

Ο Simoncelli ήταν ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που δεν χρειάζονται χρόνο για να αφήσουν το αποτύπωμά τους. Αρκούσαν λίγες σεζόν για να αλλάξει την ψυχή των GP, για να θυμίσει σε όλους μας πως οι αγώνες δεν είναι μόνο νίκες, είναι άνθρωποι, πάθος, είναι συναίσθημα.

Και αν σήμερα κοιτάξεις τον ουρανό πάνω από το Misano, κάπου ανάμεσα στις στροφές της ιστορίας θα δεις τον Marco να γελά, με εκείνο το ανέμελο βλέμμα που λέει:

“Corri forte, ma divertiti – τρέξε δυνατά, αλλά απόλαυσέ το.”