Kawasaki με hub steering!

Ήταν το λογικό επόμενο…
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

14/2/2020

Όταν ανακοινώθηκε ότι η Kawasaki εξαγόρασε το 49% των μετοχών της Bimota τον περασμένο Νοέμβριο, δημιουργήθηκε σε πολλούς η απορία για ποιο λόγο η Kawasaki να ενδιαφερθεί για μία εταιρεία που στα 47 χρόνια της πορείας της έχει κατασκευάσει λιγότερες μοτοσυκλέτες από όσες φτιάχνει η Kawasaki μέσα σε μια εβδομάδα; Η πρώτη απάντηση ήρθε σχεδόν άμεσα με την παρουσίαση του TesiH2 και το παζλ ολοκληρώνεται με τις πατέντες που κατέθεσε πρόσφατα το εργοστάσιο του Akashi, για μια μοτοσυκλέτα με hub steering.

Ουσιαστικά πρόκειται για ένα project-πλατφόρμα που μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλές μοτοσυκλέτες που θα μοιράζονται τις αναρτήσεις και τα εξαρτήματα του συστήματος διεύθυνσης. Φυσικά η Bimota είναι από τους πρωτεργάτες τέτοιων συστημάτων, με το Tesi που έκανε το ντεμπούτο του στις αρχές της δεκαετίας του '90, αλλά η εξέλιξή του είχε ξεκινήσει από το 1982. Είναι το πιο γνωστό και αντιπροσωπευτικό δείγμα μοτοσυκλέτας με hub steering, παρά το ότι παράχθηκε σε λίγα νούμερα και το κόστος αγοράς της ήταν υπέρογκο.

Οι πατέντες της Kawasaki κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν αποτελούν μια απόλυτη αντιγραφή του Tesi. Αντιθέτως, έχει έναν αρκετά διαφορετικό σχεδιασμό, με το μπροστινό ψαλίδι που συνδέεται με το πλαίσιο μέσω μοχλικών. Το κάθετο στέλεχος έχει αναλάβει το ρόλο της διεύθυνσης, το οποίο συνδέεται με ράβδους και ένα μοχλικό που επιτρέπει την κίνηση της ανάρτησης. Αυτή την έχει αναλάβει ένα αμορτισέρ που είναι τοποθετημένο στον διαμήκη άξονα της μοτοσυκλέτας, πίσω από το λαιμό, με μια ράβδο από το μπροστινό ψαλίδι να ελέγχει την κίνησή του.

Τα πλεονεκτήματα –στην θεωρία- ενός τέτοιου συστήματος είναι αρκετά, ειδικά σε ό,τι αφορά την συμπεριφορά και το κράτημα. Οι δυνάμεις που ασκούνται κατά το φρενάρισμα, μεταφέρονται από το μπροστινό ψαλίδι στο πλαίσιο σε ευθεία γραμμή, αντί να συμβαίνει αυτό μέσω ενός συμβατικού πιρουνιού και του λαιμού. Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται ένα υπερβολικά άκαμπτο πλαίσιο για να αντισταθμίσει τον μοχλό που δημιουργεί το πιρούνι κατά την διάρκεια των φρένων, ενώ η μπροστινή ανάρτηση δεν συμπιέζεται ότνα περνάει πάνω από ανωμαλίες του δρόμου. Κατ' επέκταση, η μοτοσυκλέτα έχει πολύ πιο εύκολο καθήκον σε έναν συνδυασμό, για παράδειγμα, φρένων πάνω από σαμαράκια, με πολύ περισσότερη πρόσφυση για το μπροστινό ελαστικό. Παρά, όμως των παραπάνω γνωστών πλεονεκτημάτων, το hub steering δεν ευδοκίμησε ιδιαίτερα στην μοτοσυκλέτα, είτε λόγω του υπερβολικού κόσοτυς, είτε λόγω της περίεργης αίσθησης που μεταφέρει το μπροστινό, όπως στην περίπτωση του Yamaha GTS1000.

Το κόστος είναι το μεγάλοι στοίχημα για την Kawasaki, κάτι που μπορούμε να το διαπιστώσουμε και από τα σχέδια στις πατέντες, από την στιγμή που η απόσβεση ενός τέτοιου συστήματος μπορεί να γίνει όχι από μία, αλλά από μια ολόκληρη γκάμα μοτοσυκλετών.

Ο σχεδιασμός προβλέπει ότι το κάτω μέρος της μοτοσυκλέτας –ο κινητήρας, το πλαίσιο που τον περιβάλει και τα δύο ψαλίδια- θα μπορούν να τοποθετηθούν σε πολλά μοντέλα. Με μικρές αλλαγές στα εξαρτήματα στήριξης της σέλας και του τιμονιού μπορούν να προκύψουν εντελώς διαφορετικές θέσεις οδήγησης, ενώ όπως αναφέρεται στα έγγραφα των πατεντών, "το κόστος που απαιτείται για τον σχεδιασμό και την παραγωγή μπορεί να συμπιεστεί".

Παρά την διαφορετικότητα του σχεδιασμού σε σχέση με το Tesi, υπάρχουν ενδείξεις μέσα στα έγγραφα που μαρτυρούν ότι μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη σύγκλιση στο τελικό αποτέλεσμα, με την αντικατάσταση των παράλληλων μοχλικών που συνδέουν το ψαλίδι με το πλαίσιο από ένα συμβατικό μοχλισμό: "το ζεύγος των υποστηρικτικών μοχλικών 14, 15 δεν είναι βασικό στοιχείο και μπορεί να παραληφθεί".

Το σύστημα διεύθυνσης που φαίνεται στις πατέντες της Kawasaki είναι πιο απλό από το αντίστοιχο της Tesi, που ενδεχομένως να μεταφράζεται και σε πιο ακριβή αίσθηση που θα παίρνει ο αναβάτης από το μπροστινό. Κάθε σύνδεση και άρθρωση προφανώς και ενέχει την πιθανότητα για ανοχές και χαλάρωσης των συνδέσμων, γι' αυτό και το σχέδιο της Kawasaki προβλέπει μόνο δύο τέτοιες αρθρώσεις στα μοχλικά ανάμεσα στο τιμόνι και τον μπροστινό τροχό. Σε αντίθεση το σύστημα της Tesi έχει μια πολύ πιο πολύπλοκη διάταξη που αυξάνει το ρίσκο.

Η Kawasaki λέει επίσης ότι δεν είναι απόλυτα περιορισμένη στο σύστημα που φαίνεται στο σχέδιο, υπονοώντας ότι θα μπορούσε να επιλέξει κάποιο άλλο σχεδιασμό με υδραυλικό ή και ηλεκτρικό μοχλικό, αντί για τον απευθείας μοχλισμό μεταξύ του τιμονιού και του τροχού. Το μέλλον βρίσκεται κοντά!

Triumph Scrambler 400 XC 2026  -  Ψηλό φτερό, μασκάκι και ακτινωτοί τροχοί

Με πλουσιότερο εξοπλισμό - Αναμένεται και στην Ευρώπη ως το τρίτο μέλος της σειράς
Triumph Scrambler 400 XC 2026
Από τον

Θοδωρή Ξύδη

13/5/2025

Η Triumph αποκάλυψε στην Ινδία τη νέα Scrambler 400 XC που είναι άμεσα διαθέσιμη για την εγχώρια αγορά με αισθητικές κυρίως αλλαγές σε σχέση με τη Scrambler 400 Χ που έχει χρησιμοποιηθεί ως βάση.

Η βρετανική φίρμα προσέθεσε διακριτικά τη Scrambler 400 XC στην γκάμα της στην Ινδία, με τη μοτοσυκλέτα να αποκτά πιο "περιπετειώδη", on-off όψη έναντι της Scrambler 400 X.

Η μοτοσυκλέτα είναι ήδη διαθέσιμη στον επίσημο ιστότοπο της Triumph Ινδίας με τιμή περίπου 3.100 ευρώ χωρίς να έχει δεχτεί αλλαγές στα μηχανικά της μέρη, αν και οι ακτινωτοί τροχοί σίγουρα θα κάνουν πιο άνετα τα περάσματα σε χωμάτινο τερέν σε σχέση με χυτούς αλουμινένιους των άλλων εκδόσεων.

Triumph Scrambler 400 XC 2026

Ο μονοκύλινδρος, υδρόψυκτος κινητήρας 398cc παραμένει ίδιος, αποδίδοντας 39,5 ίππους και 3,82 κιλά ροπής, αλλά ο υπόλοιπος εξοπλισμός αναβαθμίζεται ουσιαστικά.

Η Scrambler XC εξοπλίζεται με νέες, ακτινωτές ζάντες 19 ιντσών εμπρός και 17 πίσω, οι οποίες δέχονται tubeless ελαστικά, κάτι που όχι μόνο βελτιώνει την εμφάνιση αλλά και τη χρηστικότητα σε πραγματικές συνθήκες. Επίσης, διαθέτει κοντύτερο μπροστινό φτερό και ψηλό προστατευτικό φτερό κάτω από τον προβολέα, δίνοντας μια πιο off-road εμφάνιση.

Νέο στοιχείο για την έκδοση XC αποτελεί η αλουμινένια ποδιά, που φαίνεται πιο στιβαρή από αυτή της στάνταρ έκδοσης ενώ διαθέτει και κάγκελα προστασίας κινητήρα στον στάνταρντ εξοπλισμό  (προαιρετικός στην 400 X) και φέρει ένα μικρό ανεμοθραύστη μπροστά από τον πίνακα οργάνων, που ολοκληρώνει την πιο περιπετειώδη αισθητική και ενισχύει τα ρετρό στοιχεία στη σχεδίασή της μοτοσυκλέτας.

Triumph Scrambler 400 XC 2026

Με τον επιπλέον εξοπλισμό, η Scrambler 400 XC ζυγίζει 185 κιλά πλήρης υγρών, έναντι των 179 κιλών της βασικής έκδοσης. Δεν υπάρχουν άλλες τεχνικές διαφορές, γεγονός που καταδεικνύει ότι η XC είναι περισσότερο μια αισθητική παρά λειτουργική αναβάθμιση στην πλατφόρμα Scrambler 400.

Η Triumph προσφέρει την 400 XC σε τρεις χρωματικούς συνδυασμούς, κίτρινο, μαύρο και λευκό και η μοτοσυκλέτα, εκτός απροόπτου, θα κάνει την εμφάνισή της και στην Ευρώπη ως το τρίτο μέλος της μονοκύλινδρης οικογένειας της βρετανικής εταιρείας. Το πότε είναι που παραμένει άγνωστο και πιο λογικό σημείο χρονικά ακούγεται το 2026.