Οδηγήσαμε το BMW G310GS

Τί καινούριο μας φέρνει;
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

24/9/2017

Βρεθήκαμε στη Βαρκελώνη για να οδηγήσουμε για μια ολόκληρη ημέρα το νέο G310GS, την πρώτη GS της BMW με λιγότερα από 500 κυβικά. Έχοντας ήδη κάνει τεστ το γυμνό αδερφάκι του G310R, πήγαμε στην παρουσίαση χωρίς να περιμένουμε κάποια ιδιαίτερη έκπληξη. Έχει τον ίδιο κινητήρα και το ίδιο πλαίσιο. Ίδιος είναι και ο προβολέας, τα φρένα, μέχρι και η σχάρα στην ουρά. Όμως όπως πολύ γρήγορα ανακαλύψαμε, το G310GS είναι μια μικρή μοτοσυκλέτα που έχει μπροστά της πάρα πολλές αποστολές να εκπληρώσει.

Ακόμα και η ίδια η BMW ξεκίνησε τον σχεδιασμό του για να το πουλάει μόνο στην αγορά της Βραζιλίας όπου τα 300 κυβικά αποτελούν το ταβάνι. Όμως στην πορεία ανακάλυψαν ότι μια τέτοιου είδους μοτοσυκλέτα μπορεί να κάνει καριέρα σε όλες τις χώρες του κόσμου και μπορεί να την αγοράσει ο οποιοδήποτε, ανεξάρτητα από την ηλικία, την εμπειρία ή την οικονομική του κατάσταση. Όπως πολλές φορές έχουμε πει, τις εταιρείες της κάνουν οι άνθρωποι που δουλεύουν γι΄αυτές.

Σε μια εταιρεία που δουλεύουν τεμπέληδες δεν θα πετύχει ποτέ υψηλή παραγωγή και σε μια εταιρεία που δουλεύουν ευθυνόφοβοι, δεν θα καταφέρει ποτέ να γίνει ηγέτης στον τομέα της. Έτσι όταν είδαμε μπροστά μας τον Jorg Schueller, καταλάβαμε ότι κάτι καλό θα οδηγήσουμε την επόμενη ημέρα.

Κάπου σε έχω ξαναδεί εσένα. Μου λέει. Ήμασταν μαζί στους Κανάριους Νήσους για την παρουσίαση του KTM Duke 690, το 2010, του απαντάω. Ο Jorg ήταν τότε υπεύθυνος για όλες τις μοτοσυκλέτες δρόμου της KTM και τώρα έχει θέση Product Manager στην BMW. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που δεν μασάει τα λόγια του και όταν έχει κάνει λάθος το παραδέχεται αμέσως!

Γιατί καθυστερήσατε τόσο πολύ την παραγωγή των G310; Τα περιμέναμε από πέρσι.  Τον ρωτάω. Ήταν απίστευτα δύσκολη και περίπλοκη η διαδικασία συνεννόησης με την TVS. Για παράδειγμα, δώσαμε μάχη για να καταλάβουν ότι έπρεπε οπωσδήποτε οι βίδες να είναι τύπου άλεν και όχι απλές…

Όσοι δεν το γνωρίζετε, τα G310 κατασκευάζονται στην Ινδία από την TVS, όμως οι Ινδοί απλώς παραχωρούν ένα τμήμα του εργοστασίου τους και εργάτες, με αντάλλαγμα την δυνατότητα χρήσης του κινητήρα της BMW σε δικές τους μοτοσυκλέτες. Όλος ο σχεδιασμός, τα υλικά και η τεχνολογία που χρησιμοποιείται είναι επιλογή της BMW. Ωστόσο για να επιτευχθεί αυτό το επίπεδο ποιότητας που απαιτούσαν οι Γερμανοί, θα έπρεπε να γίνουν αλλαγές στη γραμμή παραγωγής και να εξοπλιστεί με τα κατάλληλα μηχανήματα, όπως ας πούμε τα αερόκλειδα για το βίδωμα των άλεν…   

Από κοντά, το G310GS έχει την αύρα ποιότητας των υπόλοιπων μοτοσυκλετών της BMW. Οι Γερμανοί δεν έκαναν το λάθος που είχε κάνει η KTM στην πρώτη γενιά των ινδικών Duke/RC 125/200/390. Όλα τα πλαστικά του G310GS είναι από μαλακό και εύκαμπτο πλαστικό ABS και έχουν την ίδια ποιότητα φινιρίσματός με εκείνη των πλαστικών ενός R1200GS. Ακόμα και τα ασημί τμήματα και τα αυτοκόλλητα είναι γερμανικών προδιαγραφών.

Τα φρένα τα κατασκευάζει η Bybre (όπως και της ΚΤΜ) δηλαδή η εταιρεία που έφτιαξε η Brembo στην Ινδία για να καλύψει τις ανάγκες των εργοστασίων της χώρας. Με την ευκαιρία, μιας και το έχουμε δει να γράφεται μερικές φορές, Bybre δεν σημαίνει Brembo στο πιο φθηνό. Είναι κάτι άλλο, όπως είχαμε αναφέρει κι εδώ, εκτός από την έντυπη έκδοση. Το GS έχει τις ίδιες δαγκάνες και δίσκους με του γυμνού R, αλλά εδώ το ABS της Continetal μπορεί να απενεργοποιηθεί. Το πιρούνι είναι της ιαπωνικής Kayaba, αλλά κατασκευάζεται στο εργοστάσιο της Κίνας. Εμπρός και πίσω η διαδρομή των αναρτήσεων έχει αυξηθεί στα 180mm. Η μεγάλη και πρακτική σχάρα είναι μέσα στο βασικό εξοπλισμό (μπορεί να τοποθετηθεί ως αξεσουάρ και στο R). Ο εμπρός τροχός είναι 19 ιντσών και τα ελαστικά Metzeler Tourance έχουν ειδικών προδιαγραφών σκελετό.

Οδηγήσαμε την μοτοσυκλέτα τόσο στην άσφαλτο, όσο και στο χώμα, ανακαλύπτοντας τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του. Όπως θα διαβάσετε και στο επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ που θα είναι στα περίπτερα σε λίγες ημέρες, οι Γερμανοί έχουν καταφέρει να δώσουν πολυεπίπεδες διαστάσεις στην προσωπικότητα του G310GS. Το κυριότερο είναι ότι κατάφεραν να φτιάξουν μια μικρού κυβισμού, εύκολη στην οδήγηση, οικονομική στη χρήση και την αγορά μοτοσυκλέτα, που ταυτόχρονα δεν έχει την αίσθηση φτηνού παιχνιδιού.

Έρχεται αναλυτικά στο επόμενο τεύχος του MOTO, 1ης Οκτωβρίου, που θα κυκλοφορήσει σε όλη την Ελλάδα την Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου.

Triumph Tracker 400/Thruxton 400 2026 – Παρουσιάστηκαν με τιμές για Ελλάδα!

Με διαφορές σε πλαίσιο/ανάρτησες - Και ισχυρότερο κινητήρα κατά δύο ίππους
Triumph Tracker 400 και Thruxton 400 2026
Από τον

Θοδωρή Ξύδη

16/12/2025

Η Triumph διευρύνει ακόμη περισσότερο την γκάμα των μονοκύλινδρων 400ριών της με Tracker 400 και Thruxton 400 με αισθητική εμπνευσμένη από τους flat track αγώνες και τα cafe racers αντίστοιχα.

Περιμέναμε ένα αλλά τελικά η Triumph παρουσίασε δύο μονοκύλινδρα 400άρια φτάνοντας έτσι την οικογένεια στα πέντε συνολικά μοντέλα, μαζί με τα Speed 400, Scrambler 400 X και Scrambler 400 XC.

Οι δύο μοτοσυκλέτες έχουν αισθητικές κυρίως διαφορές με τις άλλες εκδόσεις και μεταξύ τους φυσικά με το φαίρινγκ του 400ριού Thruxton να μας είναι γνωστό εδώ και καιρό από τις κατασκοπικές φωτογραφίες που έκαναν τον γύρο του διαδικτύου πολύ καιρό πριν από την παρουσίασή του. 

Οι δύο μοτοσυκλέτες φέρουν επίσης και μία ισχυρότερη έκδοση του μονοκύλινδρου μοτέρ με τη μέγιστη ισχύ να ανεβαίνει κατά 5% περίπου και να φτάνει τους 41,42 ίππους από 39,42 που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Αλλαγή στη ροπή δεν υπάρχει και έτσι η μέγιστη τιμή παραμένει στα 3,82 kg.m αλλά να κάνει την εμφάνισή της 1.000 στροφές ψηλότερα, στις 7.500 σ.α.λ., με το 80% αυτής να είναι διαθέσιμο από τις 3.000 σ.α.λ. Η αύξηση στην ισχύ προήρθε από νέο εκκεντροφόρο αλλά και την εκ νέου χαρτογράφηση του ψεκασμού.

Triumph Tracker 400 και Thruxton 400 2026

Σε σχέση με τη μοτοσυκλέτα βάσης που είναι το Spped 400, το Tracker 400 έχει φαρδύτερο τιμόνι κατά 23 χλστ., το οποίο είναι και χαμηλότερο κατά 134 ολόκληρα χλστ. Παράλληλα τα μαρσπιέ έχουν τοποθετηθεί 86 χλστ. πιο πίσω και 27 χλστ. ψηλότερα, με το νέο τρίγωνο της εργονομίας να δίνει μια πιο σπορ και επιθετική θέση οδήγησης. Διαφορετική είναι και η σέλα, όπως και το κάλυμμα-κοκοβιός της σέλας στο κομμάτι του συνεπιβάτη, οι ζάντες και το ρεζερβουάρ, με τo Tracker 400 να ξεχωρίζει από το μικρό του μασκάκι, αλλά και τα μεγάλα numver plates εκατέρωθεν της σέλας, όπως και από τους αποκλειστικούς χρωματισμούς.

Το Thruxton 400 έχει επίσης διαφορετικό ρεζερβουάρ -και από το Tracker-, αν και η χωρητικότητα είναι ίδια στα 13 λίτρα, ενώ ζυγίζει και τρία κιλά περισσότερα λόγω του φέρινγκ, με το βάρος του να φτάνει τα 176 κιλά πλήρες υγρών. Του Tracker βρίσκεται στα 173 κιλά. Το φαίρινγκ είναι αυτό που κάνει και τη μεγαλύτερη διαφορά στην αισθητική της μοτοσυκλέτας, που έχει κλιπόν και διαφορετική θέση οδήγησης, ενώ οι Βρετανοί αναφέρουν και μικρές αλλαγές στο πλαίσιο αποκλειστικά για τη συγκεκριμένη εκδοχή της μοτοσυκλέτας. Σε αυτήν την περίπτωση και έναντι του Speed 400 τα κλιπόν είναι 40 χλστ. πιο στενά και 246 χλστ. πιο χαμηλά τοποθετημένα με μπόλικο βάρος να φορτίζει πλέον τον εμπρός τροχό. Παράλληλα, τα μαρσπιέ βρίσκονται στην ίδια θέση με εκείνα του Tracker 400.

Μικρές διαφορές έχουμε και στη γεωμετρία του πλαισίου μεταξύ των δύο μοτοσυκλετών. Το Tracker 400 έχει μεταξόνιο στα 1.371 χλστ. με κάστερ και ίχνος στις 24,4 μοίρες και 107,6 χλστ. αντίστοιχα, ενώ το Thruxton 400 έχει μεταξόνιο στα 1.376 χλστ. με κάστερ στις 24,5 μοίρες και ίχνος στα 101,5 χλστ. 

Triumph Tracker 400 και Thruxton 400 2026

H Triumph αναφέρει ότι καθεμιά από τις δύο νέες μοτοσυκλέτες έχει το δικό της set up στις αναρτήσεις ώστε να ταιριάζει καλύτερα στη φιλοσοφία της έκδοσης και τη θέση οδήγησης, με το πιρούνι να είναι ανεστραμμένο στα 43 χλστ. Η διαδρομή του είναι 140 χλστ. στο Tracker και 135 χλστ. στο Thruxton ενώ και το μονό αμορτισέρ και στις δύο περιπτώσεις δίνει διαδρομή 130 χλστ.

Και οι δύο μοτοσυκλέτες έχουν 17ρες χυτές ζάντες αλουμινίου που είναι διαφορετικής σχεδίασης μεταξύ των δύο μοντέλων και ελαστικά 110/70 και 150/60 εμπρός και πίσω αντίστοιχα. Ως πρώτης τοποθέτησης ελαστικά για το Thruxton επιλέχθηκαν τα Pirelli Diablo Rosso IV, ενώ για το Tracker έχουμε τα Pirelli MT60 RS και τα δύο εξαιρετικές επιλογές για τόσο προσιτές μοτοσυκλέτες.

Τέλος, ίδιο είναι το σύστημα πέδησης και στις δύο περιπτώσεις με το κύριο έργο της επιβράδυνσης να αναλαμβάνει 300άρης εμπρός δίσκος και ακτινικά τοποθετημένη 4πίστονη δαγκάνα της ByBre. 

Το Tracker 400 θα είναι διαθέσιμο στην Ελλάδα από τον ερχόμενο Μάρτιο με τιμή 6.390 ευρώ και το Thruxton 400 από τον Φεβρουάριο του 2026, με τιμή 6.690 ευρώ. Και τα δύο συνοδεύονται από εργοστασιακή εγγύηση δύο ετών χωρίς περιορισμό στα διανυθέντα χιλιόμετρα.

Δείτε περισσότερες φωτογραφίες στις συλλογές που ακολουθούν.