Οι αγωνιστικές μοτοσυκλέτες των MotoGP είναι αρκετά απλές ως κατασκευές και έχουν σχεδόν όλες τους την ίδια αρχιτεκτονική με τις supersport και superbike που οδηγούμε κι εμείς στο δρόμο. Ένας κινητήρας, ένα πλαίσιο, ένα τηλεσκοπικό πιρούνι εμπρός και ένα διπλό ψαλίδι με ανάρτηση μονού αμορτισέρ με μοχλικό. Μπορεί τα ελαστικά και η ποιότητα των εξαρτημάτων τους να είναι διαστημικά ανώτερη από τις μοτοσυκλέτες παραγωγής, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νέοι αναβάτες που μεταπηδούν από την Moto2 στα MotoGP. Η συνέντευξη του Brad Binder αμέσως μετά την πρώτη ημέρα δοκιμών με μια εργοστασιακή μοτοσυκλέτα των MotoGP ήταν άκρως κατατοπιστική και έχει μεγάλο ενδιαφέρον για να κατανοήσουμε πως ακόμα και οι πιο έμπειροι και ταλαντούχοι αναβάτες του κόσμου έχουν τα ίδια προβλήματα με εμάς, όταν καβαλάνε μοτοσυκλέτες με διαφορετικά χαρακτηριστικά και δυνατότητες. Υπάρχουν πολλές σχολές για να σου μάθουν να οδηγάς σωστά και γρήγορα μια μοτοσυκλέτα στο δρόμο ή την πίστα, όμως ελάχιστες φορές μπαίνουν σε λεπτομέρειες που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να οδηγάς μοτοσυκλέτες με διαφορετικά χαρακτηριστικά απόδοσης.
Όταν ο Dovizioso λέει πως έκατσε πίσω από τον Marquez για να δει τί γραμμή παίρνει στο sector 2 της πίστας της Αυστρίας και όταν ο Marquez λέει πως έκατσε πίσω από τον Dovisiozo για να δει τί γραμμές παίρνει στο Mugello, καταλαβαίνουμε πως ακόμα και οι καλύτεροι αναβάτες του κόσμου “ψάχνονται” συνεχώς για να βρουν τον ιδανικό τρόπο οδήγησης, ο οποίος μάλιστα μπορεί να αλλάξει εντελώς την επόμενη χρονιά, αν βελτιωθεί η πρόσφυση των ελαστικών ή χαλάσει η πίστα σε κάποιο σημείο της κ.τ.λ. Κι ενώ αυτοί οι κορυφαίοι αναβάτες του κόσμου γνωρίζουν τη θεωρία οδήγησης μιας MotoGP καλύτερα από τον καθένα μας, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες όταν έρθει η ώρα να την κάνουν πράξη. Αυτό ακριβώς ομολογεί και ο Brad Binder μετά την πρώτη εμπειρία που είχε με την εργοστασιακή KTM RC16: “Όταν εξοικειώθηκα με την μοτοσυκλέτα πήγαινα όλο και πιο γρήγορα, όμως τότε άρχισα να την οδηγάω σαν να είναι Moto2 και αυτό με δυσκόλεψε να βελτιωθώ.” Γιατί λέει πως αν οδηγήσεις μια MotoGP όπως θα οδηγούσες μια Moto2 δεν μπορείς να καταβάσεις χρόνο; Την απάντηση την έδωσε ο ίδιος στον εαυτό του όταν ζήτησε από τον Dani Pedrosa να μπουν μαζί στην πίστα και να ακολουθήσει από πίσω των έμπειρο ισπανό. “Έκανα τον ταχύτερο χρόνο μου πίσω από τον Dani. Όλη η διαφορά είναι στις γραμμές και στο πόσο γρήγορα σηκώνεις όρθια τη μοτοσυκλέτα στις εξόδους. Αν δεις τα στοιχεία της τηλεμετρίας του Pol Espargaro θα τρελαθείς. Νομίζεις πως με τα Moto2 έχεις περισσότερη ώρα τέρμα ανοιχτό το γκάζι, όμως στην πραγματικότητα είναι ακριβώς το αντίθετο! Στα MotoGP χρησιμοποιείς πολύ περισσότερο το γκάζι. Γι΄αυτό ήταν πολύ δύσκολο να το δουλέψω μέσα στο μυαλό μου και να το εφαρμόσω στην πράξη. Έτσι έφτανα σε ένα σημείο που έπιανα ταβάνι και δεν μπορούσα να βελτιώσω τους χρόνους μου διότι αυθόρμητα οδηγούσα την μοτοσυκλέτα σαν Moto2, έχοντας την περισσότερη ώρα πλαγιασμένη, κάνοντας περισσότερα μέτρα μέσα στην πίστα και μειώνοντας τον χρόνο που είχα τέρμα ανοιχτό το γκάζι.”
Βλέπουμε δηλαδή πως προσαρμογή στις διαφορετικές απαιτήσεις κάθε μοτοσυκλέτας δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, ούτε για αναβάτες του παγκοσμίου πρωταθλήματος των GP. Όπως συμπέρανε ο Brad Binder κλείνοντας τη συνέντευξή του: “Ο τρόπος που ο Pol Espargaro ανοίγει το γκάζι και ο τρόπος του κρατάει το γκάζι πλαγιασμένος είναι εξωπραγματικός. Έχω πολλά να μάθω. Ακόμα και το γεγονός πως σε κάθε γύρο είσαι δύο δευτερόλεπτα πιο γρήγορος απ’ ότι έχει συνηθίσει το σώμα σου στη Moto2, σημαίνει πως πρέπει να δουλέψω ακόμα περισσότερο στη φυσική κατάσταση, παρ’ ότι σήμερα δεν είχα τόσο πρόβλημα όσο περίμενα… βέβαια ίσως αυτό έχει να κάνει με το γεγονός πως οδηγούσα αργά.”
Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ
Από τον
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
23/10/2025
Στις 23 Οκτωβρίου 2011 ο κόσμος του MotoGP πάγωσε. Ο Marco Simoncelli το όνομα που όλοι μας πιστεύαμε πως θα είναι ο επόμενος απόλυτος διεκδικητής των MotoGP, ο νεαρός αναβάτης που ο Rossi έβλεπε ως συνεχιστή του, έχοντας προλάβει να γίνει ήδη ένας από του πιο αναγνωρίσιμους αναβάτες της σύγχρονης εποχής, έχασε τη ζωή του στη διάρκεια του Grand Prix της Μαλαισίας, αφήνοντας πίσω του ένα κενό που παραμένει αισθητό ακόμη και σήμερα. Ο “Super Sic”, όπως τον γνώριζε όλος ο κόσμος, δεν υπήρξε απλώς ένας εξαιρετικός αναβάτης ήταν μια προσωπικότητα που οι αγώνες μοτοσυκλέτας χρειαζόντουσαν και μάλιστα χρειάζονται ακόμη. Είχε τεράστιο πάθος και ανεπιτήδευτη αγάπη για τους αγώνες, με μία πρέζα χιούμορ που έλκυε ακόμη και τους οπαδούς άλλων αναβατών!
Δεκατέσσερα χρόνια μετά, η μνήμη του συνεχίζει να ζει δυνατά χωρίς να έχει προλάβει να γεμίσει με ρεκόρ ή να φορτώσει τα στατιστικά, τέτοια ήταν η αγάπη του κόσμου και η καθολική του αποδοχή από όλους, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο όχι μόνο στα MotoGP αλλά και γενικά στον μηχανοκίνητο αθλητισμό!
Ο Simoncelli ήταν φτιαγμένος από υλικό που δεν μετριέται σε τίτλους και στατιστικά. Το ανέμελο μαλί κάτω από το κράνος, το σπινθηροβόλο βλέμμα και εκείνο το απίστευτο πάθος για μάχη, που έκανε κάθε γύρο του MotoGP να θυμίζει κάτι από άλλες εποχές. Ήταν αγνός αγωνιστής, με μια ιταλική τρέλα που δεν μπορούσε, ούτε ήθελε, να κρύψει.
SuperSic 58 – TheLegacy Ονοματεπώνυμο: MarcoSimoncelli Ημερομηνία γέννησης: 20 Ιανουαρίου 1987, Cattolica, Ιταλία
Θάνατος: 23 Οκτωβρίου 2011, Sepang, Μαλαισία
Αριθμός αγώνων GP: 151 (125cc, 250cc, MotoGP)
Νίκες: 14 (12 στο 250cc, 2 στο 125cc)
Παγκόσμιοι τίτλοι: 1 (250cc, 2008 – Gilera)
Ομάδες: MatteoniRacing, MetisGilera, SanCarloHondaGresini}
Νούμερο: 58 (αποσυρμένο επίσημα από το MotoGP το 2016)
Κληρονομιά:
• Το Misano World Circuit Marco Simoncelli φέρει το όνομά του από το 2012.
• Το Fondazione Marco Simoncelli στηρίζει νέους και οικογένειες σε ανάγκη, συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό έργο της οικογένειας.
• Κάθε χρόνο, οι φίλοι του διοργανώνουν στο Misano το “Sic Day”, ένα φεστιβάλ χαράς και μοτοσυκλέτας, όπως το ήθελε εκείνος.
• Το #58 παραμένει σύμβολο πάθους και αυθεντικότητας, ένα νούμερο που θα θυμίζει για πάντα τι σημαίνει να ζεις ως αγωνιζόμενος στην κορυφή της μοτοσυκλέτας
Η καριέρα του εκτοξεύθηκε το 2008, όταν κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα 250cc με τη Gilera, χαρίζοντας στην παραπαίουσα τότε Ιταλική μάρκα το τελευταίο της σπουδαίο τρόπαιο. Από τότε, το όνομα “Simoncelli” έγινε συνώνυμο με τον επιθετικό και θεαματικό τρόπο οδήγησης. Ήταν ένα ιδιαίτερο επιθετικό στιλ, από εκείνα που ακόμη και οι αντίπαλοί του δεν χρησιμοποιούσαν αργότερα εναντίον του, ήταν όμως μοιραία και εκείνο που έδωσε το άδοξο τέλος. Όταν ανέβηκε στο MotoGP με τη Honda της ομάδας Gresini, όλοι ήξεραν πως μπροστά τους είχαν έναν από εκείνους τους αναβάτες που ή θα έγραφαν ιστορία ή θα την πλήρωναν ακριβά.
Γνώρισα προσωπικά τον Simoncelli με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο. Είχε μόλις κερδίσει τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο και βρισκόμασταν στην πίστα δοκιμών της Goodyear-Dunlop, μία μαγευτική τοποθεσία με μία εκπληκτική πίστα όπου φυσικά δεν υπάρχουν κερκίδες, ούτε μπορεί να μπει κανείς άλλος πέρα από τους αναβάτες δοκιμών και τους δημοσιογράφους, στις λίγες φορές που έχει φιλοξενήσει παρουσιάσεις ελαστικών.
Ήμουν για ακόμη μία φορά ο μόνος Έλληνας προσκεκλημένος και είχα μπει να οδηγήσω μαζί με τους Άγγλους δημοσιογράφους που τότε ήταν μία πολυπληθή ομάδα χωρίς Youtubers και Influencers, όλοι τους εξαιρετικά έμπειροι και επίσης όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, με αγωνιστικές περγαμηνές που έφταναν για δύο από αυτούς μέχρι και το BSB! Μπήκαμε με superbike στο session εκείνο και ο Simoncelli με ένα Dorsoduro 750. Αυτό που περισσότερο το έχετε δει να κυκλοφορεί με την ομάδα ΔΙΑΣ, σπάνια δικάβαλο παρότι η ομάδα αυτή έτσι έχει στηθεί και αν θυμάστε από την δοκιμή στο MOTO, δεν ήταν και μία μοτοσυκλέτα που μπορούσε εύκολα να ξεχωρίσει.
Ο Simoncelli ξεκίνησε τελευταίος, πίσω μας και σε λίγους γύρους μας είχε μαζέψει. Εγώ βρισκόμουν τότε σχετικά μπροστά στο γκρουπ, τρίτος κατά σειρά όταν με πέτυχε στο πιο αργό κομμάτι της πίστας, αργό για εμάς. Ανηφορικό εσάκι με θετική κλίση στην μεσαία του στροφή. Ήξερα ότι ήταν πίσω μου και είχα υπολογίσει να κρατηθώ στην έξοδο για να μην τον κόψω και να ανοίξω το γκάζι του GSXR1000R μόλις με περάσει. Μόνος μου στόχος να μείνω πίσω του για λίγο καθώς αμέσως μετά είχαμε άλλες δύο στροφές που μας οδηγούσαν στην ευθεία, οπότε θα προλάβαινα να οδηγήσω τουλάχιστον μισό γύρο πίσω του. Ότι και να έκανε δεν θα μπορούσε να ξεφύγει στην ευθεία με το Dorsoduro 750 από το GSXR1000R!
ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ!
Την ώρα που έστριβα την δεύτερη στροφή από το εσάκι, εκείνη την αριστερή με την θετική κλίση, είδα ένα Dorsoduro να πετάγεται πλαγιασμένο μέσα από κερμπ πέρνοντας μαζί του χώματα, πετραδάκια και χόρτα και να προσγειώνεται μπροστά μου με το γόνατο. Πίστεψα ότι απλά έπεφτε μπροστά μου, άφησα το γκάζι και προσευχήθηκα στην Dunlop να κρατήσει το εμπρός ελαστικό που εκείνη την στιγμή του ζητούσες να κάνει κάτι δύσκολο. Μόνο που ο Simoncelli δεν είχε πέσει, ντριφτάρισε στην προσγείωση μέχρι το εξωτερικό κερμπ, εκτός δηλαδή αγωνιστικής γραμμής και πάνω του ακριβώς άνοιξε το γκάζι και με τρόπο που δεν πίστευα πως μπορούσε να γίνει το Dorsoduro 750 σηκώθηκε με το γκάζι, πλάγιασε στην επόμενη δεξιά ξύνοντας τα πάντα και εξαφανίστηκε στα 150 μέτρα της ευθείας πριν τα φρένα της επόμενης αριστερής. Όταν βγήκα στην ευθεία ήταν ήδη περίπου στην μέση και δεν τον έφτασα ποτέ στα φρένα της σπαστής δεξιάς, μίας πολύ ύπουλης στροφής που όταν μάθαινες την πίστα μπορούσες να την πουλήσεις πηγαίνοντας διαγώνια προς την κατηφορική ευθεία πριν από μία απότομη δεξιά όπου είχαν σημειωθεί και αρκετές πτώσεις.
Έχουν περάσει 16 χρόνια από εκείνη την ημέρα, ήμουν τότε ένας νέος συντάκτης, συνομιλώντας με τον επόμενο Valentino Rossi (όπως τον λέγαμε με τον πατέρα του)
Δεν οδηγήσαμε ποτέ μαζί για μισή πίστα, ενώ αμέσως μετά ήμασταν μόνοι μας για τους λίγους γύρους που έμεναν για το υπόλοιπο session. ΌΛΟΙ οι Άγγλοι συνάδελφοι είχαν βγει έξω νωρίτερα ζητώντας από την Dunlop να βγάλει τον Simoncelli γιατί δεν ήθελαν να σκοτωθούν δοκιμάζοντας λάστιχα. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν το είχα δει ως απερισκεψία, ήμουν ακόμη εντυπωσιασμένος από το πώς κατάφερε να προσγειωθεί πλαγιασμένος και κυρίως με την λογική ακολουθία της σκέψης του. Πώς δηλαδή πήρε την απόφαση να βγει εκτός πίστας, μέσα από τα κέρμπ! Στο πλαίσιο της συνέντευξης που είχαμε μετά, ξεκίνησα από εκεί: «Πώς το σκέφτηκες αυτό και κυρίως γιατί; Ποιος ο λόγος;» - «Δεν το σκέφτηκα, μου είπε ο Simoncelli, δεν ήταν δηλαδή μία μελετημένη από πριν απόφαση, είχατε πολύ πιο γρήγορες μοτοσυκλέτες οπότε έπρεπε να μην φρενάρω πουθενά για να σας περάσω, ότι ήρθαν οι στροφές και είδα ότι θα έπρεπε να κόψω πολύ για να μείνω πίσω από το GSXR και μετά στην ευθεία να μην μπορώ να προσπεράσω, σκέφτηκα την προσπέραση στην επόμενη στροφή και μου ήρθε πολύ μακριά. Οπότε εκεί που έστριβα την πρώτη δεξιά, το σήκωσα και έκανα την αριστερή εκτός πίστας.
Στην συνέχεια εκείνης της συνέντευξης τον ρώτησα αν οδηγεί στον δρόμο και μου είπε πως όχι γιατί είναι επικίνδυνο και γελάσαμε έπειτα μαζί.
Μπορούσες να το δεις όπως οι Άγγλοι, ως επιθετικό και απερίσκεπτο ή να τον θαυμάσεις ως κάτι εξωπραγματικό και μοναδικό. Διότι αυτό ήταν. Απίστευτα πράος και μαζεμένος όλες τις στιγμές, εκτός από εκείνες που οδηγούσε. Ήμουν τυχερός που τον γνώρισα και μου για λίγο, πολύ λίγο, οδηγήσαμε και μαζί.
Το 2011, με τον αριθμό 58 πάνω στο λευκό fairing, ο Marco έδειχνε πως το μεγάλο του ξέσπασμα ήταν θέμα χρόνου. Πάλευε με τους καλύτερους τότε, με Lorenzo, Stoner, Pedrosa, Rossi κι αν κάποιες φορές οι κινήσεις του ήταν υπερβολικά τολμηρές, είχαν εκείνο το στοιχείο του “πραγματικού αγώνα” που σήμερα θα ξεσήκωνε αντιδράσεις. Δεν υπολόγιζε τίποτα. Οδήγησε πάντα σαν να μην υπήρχε αύριο, και ίσως τελικά γι’ αυτό να έγινε αθάνατος.
στιγμιότυπο από την ίδια εκείνη ημέρα
Η μοίρα στάθηκε άδικη στη Sepang. Μια πτώση στην πρώτη κιόλας στροφή, ένα ατυχές σημείο επαφής και το όνειρο σταμάτησε απότομα. Ο θάνατός του σε ζωντανή μετάδοση καθώς όλοι οι θεατές κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί βλέποντας το κράνος του να φεύγει, έμεινε για πάντα χαραγμένος στην ιστορία και κανείς, δεν θέλει να το αναπαράγει. Είχε έντονα στοιχεία αρχαιοελληνικής τραγωδίας μάλιστα από την στιγμή που πάνω του έπεσαν οι καλύτεροί του φίλοι εκτός πίστας και ταυτόχρονα ανταγωνιστές την ώρα του αγώνα. Ένας από τους καλύτερους θα σβήσει άδοξα. Όμως εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε κάτι άλλο, ένας θρύλος που κανένας χρόνος δεν μπορεί να σβήσει. Από τότε, το νούμερο 58 έγινε σύμβολο: όχι μόνο του Simoncelli, αλλά κάθε αναβάτη που τρέχει με την καρδιά του.
Η Honda Gresini διατήρησε τη μνήμη του, το Misano World Circuit φέρει πλέον το όνομά του, και κάθε φορά που βλέπεις εκείνη τη λευκοκόκκινη σημαία με τον αριθμό 58, νιώθεις ότι ο “Super Sic” δεν έφυγε ποτέ στ’ αλήθεια. Ζει σε κάθε νέο αναβάτη που ανεβαίνει με πάθος πάνω στη μοτοσυκλέτα, σε κάθε θεατή που ανατριχιάζει όταν ακούει τον κινητήρα να ανεβάζει στροφές.
Ο Simoncelli ήταν ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που δεν χρειάζονται χρόνο για να αφήσουν το αποτύπωμά τους. Αρκούσαν λίγες σεζόν για να αλλάξει την ψυχή των GP, για να θυμίσει σε όλους μας πως οι αγώνες δεν είναι μόνο νίκες, είναι άνθρωποι, πάθος, είναι συναίσθημα.
Και αν σήμερα κοιτάξεις τον ουρανό πάνω από το Misano, κάπου ανάμεσα στις στροφές της ιστορίας θα δεις τον Marco να γελά, με εκείνο το ανέμελο βλέμμα που λέει:
“Corri forte, ma divertiti – τρέξε δυνατά, αλλά απόλαυσέ το.”