Αρμενία– Γεωργία – Τουρκία (Μέρος Β’)

Κάθε χιλιόμετρο και πρόκληση!
20/8/2017

Ένα ταξίδι είναι πάνω απ' όλα μια βιωματική εμπειρία, που μας διδάσκει, μας κάνει σοφότερους και αποτελεί κέρδος, έστω κι αν όλα αυτά που ζούμε δεν συγκαταλέγονται ακριβώς στις… ευχάριστες αναμνήσεις. Το συγκεκριμένο ταξίδι στην Αρμενία και η επιστροφή στην Ελλάδα μέσω Γεωργία και Τουρκίας μας μαθαίνει ότι καλό θα είναι να μην μπερδεύουμε την φιλοξενία με την συναδελφική αλληλεγγύη γιατί κατά κανόνα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, και στις δυο χώρες οι άνθρωποι δεν ήταν ούτε φιλικοί, ούτε φιλόξενοι

Διαβάστε το 'Α Μέρος

Τα σύνορα με την Αρμενία στο Bagratashen απείχαν 100 χιλιόμετρα. Κοντά ε; Με ένα ΧRθα χρειαζόταν μιάμιση ώρα. Για street μηχανή τέσσερις! Με το που περάσαμε την μπάρα και μπήκαμε στην χώρα βλέπω κάποιον να τρέχει καταπάνω μας χειρονομώντας έντονα. Ωχ, σκέφτηκα. Κάτι θα έκανα. Κατέβα, μου λέει, και ακολούθα με. Μπαίνω σ'ένα καμαράκι, όπου μου ζητάει 50 ευρώ. "Γιατί;", τον ρωτάω."Ασφάλεια για την μηχανή", μου απαντάει, "για 10 ημέρες". Ρε φίλε, του λέω, στην πατρίδα μου τόσο είναι για πέντε μήνες. Απάντηση: "Εσείς οι Έλληνες έχετε λεφτά". "Κι αν δεν πληρώσω;", τον ρωτάω. Τότε μου δείχνει ένα σταματημένο περιπολικό λέγοντας: "Με το που θα βγεις από δω θα σε σταματήσει και θα στην ζητήσει"! Εννοείται ότι τα πλήρωσα. Και ξεκινήσαμε για το Yerevan.

Στο πρώτο χιλιόμετρο ο δρόμος καλός. Ωραία, σκέφτηκα, πολιτισμός όχι όπως στην Γεωργία. Ρε είμαι πολύ γκαντέμης. Τι ήταν να το σκεφτώ; Όνειρο τέλος. Ο δρόμος βομβαρδισμένος. Όπου δεν υπήρχαν τρύπες να σε ρουφήξουν υπήρχαν εκατομμύρια μπαλώματα. Πρώτη και 10km/h. Ξαφνικά ακούω σειρήνα περιπολικού. Κάνω στην άκρη για να προσπεράσει, όμως αυτοί ήθελαν εμένα. Κατεβαίνουν και μου ζητάνε χαρτιά και ασφαλιστήριο (!). Τους τα δείχνω και μου ανακοινώνουν ότι πήγαινα με 50. Ούτε Navara δεν θα πήγαινε με τόσα στο κομμάτι αυτό. Οπότε κι εγώ βγάζω την υπηρεσιακή μου ταυτότητα και τους δηλώνω Έλληνας αστυνομικός (είμαι ένστολος, αλλά όχι αστυνομικός).Στενοχωρήθηκαν γιατί δεν τους έπαιρνε να μου ζητήσουν λεφτά αλλά με ρώτησαν αν ήμουν ανώτερος τους. Δήλωσα Στρατηγός! Με χαιρέτησαν δια χειραψίας κι έφυγαν. Πάλι καλά. Παρόλο που έκανα το ίδιο όταν με σταμάτησαν στο Gyumri όπως διαβάσατε στην αρχή του ταξιδιού, το κόλπο τότε περιέργως δεν έπιασε.

Ο καιρός εν τω μεταξύ αγρίεψε και πήγαινε για καταιγίδα. Σταματώσε μια εγκαταλελειμμένη λαϊκή αγορά στην άκρη του δρόμου να βάλουμε αδιάβροχα. Δίπλα υπήρχε ένα ξύλινο κουτί σαν τουαλέτα. Δεν μπήκα μέσα επειδή σιχάθηκα και πήγα από πίσω. Ξαφνικά η γη υποχωρεί και πέφτω μέσα στο βόθρο! Καλά λέω ότι δεν υπάρχει Θεός. Εννοείται ότι χτύπησα λιγάκι, όμως το σπουδαιότερο ήταν πως τα απόβλητα ήταν πολυκαιρισμένα και στεγνά οπότε την γλύτωσα. Κάτι ήταν κι αυτό…

 

Η χώρα των δύο όψεων

Η πρώτη πόλη που συναντήσαμε ήταν το Alaverdi. Η κόλαση επί της γης. Βρωμερή, άθλια και μισοκατεστραμένη. Άδεια κτίρια με τα παράθυρα σπασμένα δίπλα σε ερειπωμένες πολυκατοικίες, που όμως ζούσαν άνθρωποι, και κάτι φουγάρα ύψους 100 μέτρων μέσα στο κέντρο της. Ξερνάγαμε μαύρο καπνό που κάλυπτε τα πάντα που με έκανε να σκεφτώ το βιβλίο του Τάκη Λαζαρίδη, "Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι". Μπορεί να φθάσαμε σαν χώρα εκεί που φθάσαμε, αλλά βρε αδελφέ περάσαμε και μερικές δεκαετίες καλά, όπως και να το κάνουμε. Μέχρι την πρωτεύουσα συναντήσαμε δεκάδες κατεστραμμένα σκουριασμένα και εγκαταλειμμένα εργοστάσια. Ούτε ένα σε λειτουργία σε ολόκληρη την Αρμενία δεν είδαμε. Ούτε ένα, έτσι για δείγμα. Κανένας δεν μου έλυσε την απορία με τι πόρους ζούνε αυτοί οι άνθρωποι. Τελικά μετά από 300 χιλιόμετρα και 8 ώρες ασύλληπτου μαρτυρίου, φθάσαμε στο Yerevan. Μείναμε στο πρώτο ξενοδοχείο που συναντήσαμε και εδώ ήμουν τυχερός γιατί το δωμάτιο ήταν πολύ καλό, αλλά του προσωπικού σε κάποια άλλη ζωή πρέπει να τους είχα δολοφονήσει την οικογένεια γιατί δεν εξηγείται τόση αγένεια και ξινίλα.

Ντουζάκι, ταξί και στο κέντρο της πόλης. Φτάνουμε και παθαίνουμε σοκ. Η απόλυτη ομορφιά. Η πλατεία ήταν τέλεια. Απίστευτη. Καταπληκτική. Εκπληκτική. Και λίγα λέω. Τα ημικυκλικά κτίρια από ροζ γρανίτη κύκλωναν ένα σιντριβάνι, τα νερά του οποίου χόρευαν ενώ τα φώτιζαν εκατοντάδες αμφίβιοι προβολείς υπό τους ήχους μουσικής που ποίκιλε από ροκ μέχρι κλασσική, ενώ ακούσαμε ακόμη και τα παιδιά του Πειραιά. Πολύς κόσμος, πανέμορφες κοπέλες, καλοντυμένες, συνοδευόντουσαν από τους πιο άσχημους άνδρες που υπάρχουν στην γη.Μοντέλα δίπλα σε κουασιμόδους. Σοκαριστικό... Εν πάσει περιπτώσει, η πόλη του 1.000.000 κατοίκων -όσο βαρύ κι αν ακούγεται αυτό που θα π - για μένα ήταν ωραιότερη και από την Βιέννη. Μεγαλειώδης, πεντακάθαρη, χλιδάτη. Όλος ο κόσμος έξω πλημμύριζε τα ακριβά καταστήματα, τους πεζόδρομους και τις καφετέριες. Βέβαια, αυτή η ομορφιά δεν ήταν τυχαία αφού η πόλη κατασκευάστηκε εξ αρχής προκειμένου να αποτελέσει το πρότυπο του Σοβιετικού ιδεώδους στην πολεοδομία. Επισκεφθήκαμε όπως έπρεπε το μουσείο της γενοκτονίας των Αρμενίων αλλά και το μουσείο Cafesjian Museum of Art,άλλο καταπληκτικής έμπνευσης κτίριο το οποίο σκαρφάλωνε σε ένα λόφο της πόλης και τα εκθέματα τα έβλεπες βρισκόμενος επάνω σε κυλιόμενες σκάλες, ενώ από τεράστιες βεράντες σε διάφορα επίπεδα διακοσμημένες με υπερμοντέρνα σιντριβάνια,είχες και μια υπέροχη θέα της πόλης αλλά και της μπροστινής πλατείας που κοσμείτο από αγάλματα του διάσημου γλυπτή Fernando Botero. Περπατήσαμε τόσο πολύ, που το παντελόνι μου έλιωσε και αγόρασα καινούργιο. Το βράδυ όμως μετά από 12 ώρες καθημερινό περπάτημα, το παυσίπονο ήταν απαραίτητο. Αυτό το περπάτημα το πλήρωσα με το παραπάνω. Τρεις μήνες καλοκαιριάτικα στο κρεβάτι...

Περιπετειών συνέχεια…

Με ορμητήριο το Yerevanεπισκεφθήκαμε την ίδια μέρα το μοναστήρι Khor Virap κάτω από το Αραράτ και κολλητά με τα σύνορα της Τουρκίας, που όμως δεν έλεγε σπουδαία πράγματα, και μετά το μοναστήρι Geghard που πραγματικά άξιζε αφού βρισκόταν συν τοις άλλοις σε υπέροχο μέρος. Σε κάποια μάλιστα από της εκκλησίες του υπήρχε μια λακκούβα με αγιασμένο (;) νερό. Τώρα πως τα καταφέραμε και πέσαμε μέσα, δεν το καταλάβαμε. Ευτυχώς που δεν υπήρχε κόσμος, αφού σε αυτό βούταγαν κύπελλα και το έπιναν για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους. Μετά πήγαμε στον αρχαίο ναό του Garni. O ναός ήταν της ελληνιστικής εποχής αφιερωμένος στον ήλιο, σωστά αναστηλωμένος και πολύ εντυπωσιακός, χωρίς φυσικά να φθάνει το μεγαλείο ενός Παρθενώνα. Στην πορεία προς το Garni,ξεκίνησαν και τα μεγάλα προβλήματα που με ταλαιπώρησαν για μεγάλο διάστημα. Το πρόβλημα ξεκίνησε μέσα στο Yerevanκαι κορυφώθηκε σε ένα απλό ανήφορο έξω από την πόλη. Έβλεπα ότι η θερμοκρασία του κινητήρα ανέβαινε και το βεντιλατέρ δεν σταματούσε, το απέδωσα όμως στο έντονο μποτιλιάρισμα. Σε μια στιγμή ανάβει το κόκκινο λαμπάκι της υπερθέρμανσης.

Φρένο, στην άκρη, ενώ με ζώσανε και τα φίδια. Περίμενα κανένα μισάωρο, έσβησε και συνέχισα. Η θερμοκρασία όμως δεν κατέβαινε από τους 100 βαθμούς και μέσα μου ανησυχούσα.

Πάντως οι δρόμοι γύρω από την πόλη ομολογώ ότι ήταν άψογοι ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Εννοώ σε μια ακτίνα 50 χιλιομέτρων γύρω από αυτήν. Μετά από αυτά τα 50 άρχιζε το δράμα, αφού ήταν τελείως κατεστραμμένοι όπως εξάλλου ολόκληρη η χώρα πλην του Yerevan. Πόλη κράτος. Κάτι σαν την αρχαία Αθήνα.

Επόμενος προορισμός η λίμνη Sevan. Ο φαρδύς δρόμος που από μακριά θύμιζε αυτοκινητόδρομο ήταν γεμάτος επικίνδυνες παγίδες και -το σπουδαιότερο- η λίμνη ήταν μαύρο χάλι. Ξεκοιλιασμένα ερειπωμένα ξενοδοχεία, παράγκες, σκουπίδια, θλίψη και παρακμή. Μην πάτε. Για δυο ενδιαφέροντα εκκλησάκια σ ένα ακρωτήρι της λίμνης δεν άξιζε τον κόπο.

Αυτό που είχε όμως ενδιαφέρον ήταν το νεκροταφείο στην πόλη Noratus που απείχε μόνον 40 χιλιόμετρα από τη άσχημη και άθλια πόλη της Sevan. Ο χώρος χωριζόταν στα δυο. Το σύγχρονο και το παλιό. Ακόμη και του νέου τα μνήματα ήταν τόσο εντυπωσιακά που οι κάτοικοι του πάμπτωχου χωριού θα πρέπει να αποταμίευαν χρήματα από την μέρα που γεννήθηκαν για την κατασκευή αυτών των τεραστίων και περίτεχνων μνημάτων. Αν δεν έβλεπα τις φωτογραφίες των νεκρών θα νόμιζα ότι πρόκειται για αυτό που ήρθα να δω. Στον παλιό τομέα οι επιτύμβιες στήλες, τα διάσημα khachkars, ηλικίας εκατοντάδων ετών καλυμμένες τώρα από τα βρύα και την πατίνα του χρόνου, ήταν σκαλισμένες με μεγάλη τέχνη με ρόδακες, σταυρούς αλλά και σκηνές από την ζωή του θανούντος.Ένα δημοφιλές παραμύθι που σχετίζεται με το νεκροταφείο, αφορά την εισβολή του στρατού του Ταμερλάνου στην πόλη. Σύμφωνα με μια ιστορία, οι χωρικοί τοποθέτησαν κράνη στην κορυφή των khachkars. Αυτά από απόσταση έμοιαζαν με ένοπλους στρατιώτες που κατείχαν αμυντική θέση, με αποτέλεσμα ο στρατός του Ταμερλάνου να υποχωρήσει.

Όταν έφτιαχνα το ταξίδι είχα τσεκάρει και δυο καταρράχτες. Ο πρώτος ήταν στην πόλη Jermuk. Η πόλη των 7.000 κατοίκων ήταν γραφική αλλά παρακμασμένη και λίγο μελαγχολική, ίσως επειδή λόγω εποχής δεν είχε καθόλου κόσμο και έκανε αρκετή ψύχρα. Υπήρξε τουριστικό θέρετρο για τα μέλη της κομουνιστικής νομενκλατούρας, δηλαδή της αριστοκρατίας του κόμματος-ξέρετε αυτών που ήταν ίσοι αλλά μερικοί ήταν πιο ίσοι από τους άλλους- όχι μόνον της Αρμενίας, αλλά όλης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης με ξεπεσμένα σήμερα αριστοκρατικά ξενοδοχεία και μια όμορφη μικρή λιμνούλα στο κέντρο της. Ο καταρράχτης της όμως δεν παιζότανε. Εντυπωσιακός, πανέμορφος και λαμπερός παρόλο που δεν έπεφτε κάθετα αλλά έγλυφε τα γκρίζα γλιστερά βράχια.

Ατελείωτες εκπλήξεις

Μετά συνεχίσαμε για το Goris από ένα κατ' ευφημισμό δρόμο που μόνον για Lada Niva που δεν το λυπόσουν έκανε, προκειμένου να δούμε -τι άλλο;- ένα ακόμη αρχαίο μοναστήρι. Η πόλη τώρα… Φαντάζομαι έχετε δει ταινίες με θέμα τη Γη μετά το Γ' παγκόσμιο πόλεμο. Φρίκη! Αυτή δεν ήταν πόλη. Σκηνικό του Χόλυγουντ για ταινίες τρόμου ήταν. Τα ζόμπι μόνον λείπανε. Για κλάματα. Ευτυχώς που δεν νικήσατε σύντροφοι...

Την άλλη μέρα πήγαμε να επισκεφθούμε το περίφημο μοναστήρι του Tatev του 9ουαιώνα, και αυτό στην λίστα της Unesco, που στην ακμή του είχε 600 μοναχούς. Το βράδυ δεν κατάφερα να κοιμηθώ από το άγχος μου αφού έπρεπε να γυρίσω πίσω για 17 χιλιόμετρα από τον ίδιο "μη-δρόμο". Α! Και η άλλη τσιμούχα του πιρουνιού αποδήμησε εις Κύριον, ενώ χαθήκαν και τα αντίβαρα του τιμονιού μαζί με τις μισές βίδες της μηχανής. Τα υγρά είχαν πλημμυρήσει τα μπροστινά φρένα που δούλευαν από καθόλου φρένο, σε ξαφνικό μπλοκάρισμα, αν επέμενες. Για να πας στο μοναστήρι υπήρχε τελεφερίκ. Ωχ, σκέφθηκα, αν είναι σαν την πόλη τη βάψαμε. Φθάνω στο πάρκινγκ και τη να δω. Μάλλον είχαμε διακτινιστεί σε άλλο μέρος. Η απόλυτη τελειότητα. Η τεχνολογία στο μεγαλείο της! Μέχρι κούκλες συνοδούς είχαν τα βαγόνια, άψογα ντυμένες σαν μανεκέν της Versace. Πιέζαμε με την γυναίκα μου το στόμα μας να κλείσει από την έκπληξη. Το συγκεκριμένο τελεφερίκ πήγαινε οριζόντια διανύοντας την μεγαλύτερη απόσταση στον κόσμο, περνώντας επάνω από δύο βουνά!

Η θέα ανεπανάληπτη έκοβε την ανάσα όπως και η όμορφη τελεφερικο-συνοδός. Παρένθεση: Οι κοπέλες σε όλη την Αρμενία είναι καρακουκλάρες, ακόμη και στο τελευταίο χωριό. Το μοναστήρι θα το χαρακτήριζα μέτριο, αφού όπως με ενημέρωσαν τα λεφτά χρησιμοποιηθήκαν για το τελεφερίκ και δεν έφθασαν για την αναστύλωσή του. "Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι" που λέει και ο Αστερίξ.

Αφού είδαμε άλλον ένα καταρράχτη στην πόλη Sisian, απλώς χαριτωμένο, επιστρέψαμε στο Yerevan. Ευτυχώς στο ίδιο ξενοδοχείο το δωμάτιο μας ήταν κενό. Αυτήν την πόλη δεν ήθελα να την αποχωριστώ. Πάρτε το αεροπλάνο και πηγαίνετε αν σας δοθεί η ευκαιρία. Και δεν είναι καθόλου ακριβά, αφού το φαγητό ήταν πάμφθηνο, το ταξί κόστιζε για κάθε διαδρομή 1,80 ευρώ! Όσο για την βενζίνη είχε 0,90 ευρώ το λίτρο. Στην Γεωργία ήταν φθηνότερη κατά 10 λεπτά. Παρά ταύτα, οι ντόπιοι την θεωρούσαν πανάκριβη και χρησιμοποιούσαν αέριο. Βλέπετε ο μέσος μισθός στην Αρμενία είναι262 ευρώ στην Γεωργία 207 ευρώ και στην Ελλάδα 712 ευρώ.

Τελικά με μισή καρδιά αναχωρήσαμε από την πανέμορφη πόλη του Yerevan. Ενώ ακόμη ήμουν στα προάστια, κοιτάζω το κοντέρ έτσι ώστε να είμαι στα νόμιμα όρια… νεκρό. Ταχύτης 0. Σταματώ κοιτάζω την ντίζα, κομμένη. Άντε να δω τι άλλο θα μου τύχει σκέφτηκα.

Επόμενη στάση στην Vagharshapat. Αυτή είναι μία από τις ιστορικές πρωτεύουσες της Αρμενίας και το κύριο θρησκευτικό κέντρο του αρμενικού λαού με τον καθεδρικό ναό  Etchmiadzin, την πιο σημαντική Αρμενική Αποστολική Εκκλησία, που βρίσκεται στην πόλη ανεπίσημα γνωστή ως "ιερή πόλη". Τα περισσότερα κτίρια μέσα στον "ιερό" περίβολο ήταν ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής σημασίας, με τον καθεδρικό να δεσπόζει πάνω απ' όλα τ άλλα. Ορδές παπάδων περιφερόντουσαν στο χώρο αφού υπήρχε και ιερατική σχολή, όλο δε το σκηνικό ήταν εντυπωσιακό και απέπνεε έναν αέρα υπερβολικής πολυτελείας και χλιδής, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την υπόλοιπη περιοχή, εκτός όπως σας είπα της πρωτεύουσας. Χαρακτηριστικό της κατάστασης ήταν οι δρόμοι μέσα στην πόλη. Φανταστείτε ότι έλειπαν -ή το πιθανότερο είχαν κλαπεί- τα καπάκια των υπονόμων που ήταν στο κέντρο (!) του δρόμου και όχι στις άκρες, με διάμετρο περίπου ενός μέτρου. Ευτυχώς που δεν ήταν βράδυ γιατί μάλλον θα σκοτωνόμασταν αν πέφταμε μέσα. Σταμάτησα από περιέργεια και παρατήρησα μία, διαπιστώνοντας ότι σε βάθος 3-4 μέτρων ήταν γεμάτη σκουπίδια που σήμαινε ότι θα ήταν ανοικτή επί μήνες...

Χαρακτηριστικό της κατάστασης ήταν οι δρόμοι μέσα στην πόλη. Φανταστείτε ότι έλειπαν -ή το πιθανότερο είχαν κλαπεί- τα καπάκια των υπονόμων που ήταν στο κέντρο (!) του δρόμου και όχι στις άκρες, με διάμετρο περίπου ενός μέτρου. Ευτυχώς που δεν ήταν βράδυ γιατί μάλλον θα σκοτωνόμασταν

Αυτή ήταν και η τελευταία εκκλησία που είδαμε γιατί άλλες δεν άντεχα να δω. Στην κυριολεξία τις μπούχτισα. Τόσο στην Γεωργία όσο και στην Αρμενία, πλην μοναστηριών και εκκλησιών, τα υπόλοιπα αξιοθέατα ήταν περιορισμένα. Σε άλλες χώρες τουλάχιστον συναντούσες ενδιαφέροντες ανθρώπους. Εδώ δεν θα το έλεγα... Ας όψεται η κρίση. Βλέπετε το ταξίδι το σχεδίασα με γνώμονα την οικονομία. Σε άλλες εποχές θα πήγαινα μάλλον στην Σκανδιναβία ή στην Γαλλία για μια ακόμη μία φορά, σε ευγενικούς ανθρώπους που σε σέβονται και σε υπολογίζουν.

"Ήτανε στραβό το κλίμα…"

Ρίξαμε μια γρήγορη ματιά στο Gyumri που θεωρείται μια από τις πλέον μελαγχολικές πόλεις παγκοσμίως και γι' αυτό ευθύνεται ο σεισμός του 1988, στον οποίο κατέρρευσαν οι χάρτινες πολυκατοικίες που κατασκευαστήκαν την εποχή του Μπρέζνιεφ, σκοτώνοντας περισσοτέρους από 25.000 ανθρώπους. Ο τότε πρόεδρος Gorbatsev παραδέχτηκε δημόσια ότι είχε κλαπεί το τσιμέντο από τους τσιμεντόλιθους και είχε απομείνει μόνον το χώμα και ζήτησε την βοήθεια των Αμερικανών.

Πριν φθάσουμε στα σύνορα, η άσφαλτος τελείωσε και πέσαμε σε χωματόδρομο. Αλλά τα Pilot 4 της Michelin, σκυλιά. Με βγάλανε ασπροπρόσωπο παρόλο που γι' αυτά ήταν το δεύτερο μεγάλο ταξίδι μετά το περσινό στην Γερμανία και κρίνοντας από την κατάστασή τους σίγουρα θα βγάλουν και τρίτο. Καταπληκτικά! Και λέω σκυλιά γιατί άντεξαν στο επόμενο κομμάτι, αφού εδώ τελείωσε οτιδήποτε ξέρατε περί δρόμων. Αδυνατώ να περιγράψω την κατάσταση. Μόνον στα αθλητικά κανάλια και σε αγώνες Τrial έχετε δει κάτι παρόμοιο. Το ότι καταφέραμε να περάσουμε με μια μηχανή 650 κυβικών φορτωμένη με δυο άτομα και 50 κιλά φορτίο, αποτελεί από μονό του άθλο. Όταν καθίσαμε στην άκρη του δρόμου να ξεκουραστούμε σταμάτησε ένας αγρότης και μας προσέφερε τρία αγγούρια (!) παραγωγής του. Τα σχόλια από μέσα σας...

Επόμενη διανυκτέρευση στην πόλη Akhaltikhe της Γεωργίας. Ξεχασμένη απ' τον Θεό και αυτή, αλλά το κάστρο της ένα από τα ωραιότερα που έχω επισκεφθεί. Ανακαινισμένο στην εντέλεια. Για να μην νομίζετε ότι είμαι σε όλα αρνητικός.

Από εδώ είχαμε δυο επιλογές για να περάσουμε στην Τουρκία. Η μία σε 20 χιλιόμετρα και η άλλη από το Batumi σε 180 και από εκεί επιστροφή μέσω της διαδρομής που ήδη είχαμε κάνει. Εννοείται ότι διαλέξαμε την πρώτη.

Ο Τούρκος τελωνειακός με κοίταξε περίλυπος όταν τον ρώτησα την κατάσταση του δρόμου και η απάντηση του με αποκάρδιωσε αλλά βαρέθηκα να γυρίσω πίσω. Στην αρχή ο δρόμος ήταν άριστος. Φαίνεται ότι δεν κατάλαβε τι τον ρώτησα, σκέφθηκα. Σιγά σιγά ο δρόμος ανηφόριζε με κλίση σαν του μοναστηριού στο Nekresi και ήταν ατέλειωτος. Το λαμπάκι της θερμοκρασίας πάλι άναψε και δεν έλεγε να σβήσει. Σταματώ και πάλι, περιμένω μισή ώρα, κάνω άλλα 10 χιλιόμετρα, ξανανάβει, περιμένω, άλλα 10 και ξανανάβει. Τα νεύρα μου τσατάλια. Και το κερασάκι; Στην κορυφή κόβεται η άσφαλτος, αφού τα έργα έχουν σταματήσει και εγκαταλειφθεί από την προηγούμενη χρονιά και έχει απομείνει το γαρμπίλι μαζεμένο σε βουναλάκια εδώ κι εκεί. Η μηχανή να γλιστράει σαν μεθυσμένη και η Νανά να περπατάει δίπλα μου για χιλιόμετρα. Έχω φρικάρει. Στον κατήφορο ήταν κάπως καλύτερα μέχρι που πιάσαμε άσφαλτο. Η απολύτως τέλεια άσφαλτος. Εθνική οδός! Εμείς όμως κάθε 20 χιλιόμετρα σταματάμε για μισή ώρα και περιμένουμε να κρυώσει ο κινητήρας για να συνεχίσουμε. Ήταν φανερό πλέον ότι υπήρχε σοβαρό πρόβλημα. Παίρνω τηλέφωνο τον μηχανικό μου τον Περικλή στο συνεργείο του Γκινοσάτη να μου πει την γνώμη του. Α, ρε Περικλή τι τραβάς με μένα που έμπλεξες. Θερμοστάτης μου λέει το πιθανότερο. Βγαλ' τον, θα κόλλησε. Βρίσκω ένα βενζινάδικο και σε μια σκιά αρχίζω να λύνω την μηχανή. Έχετε βγάλει ποτέ φαίρινγκ; Και αυτά τα βγάλαμε και την μισή μηχανή λύσαμε, που λέει ο λόγος, για να φτάσω στον θερμοστάτη με την γυναίκα μου να κάνει χρέη νοσοκόμας στο χειρούργο. Πιάσε το δεκαράκι, φέρε το σταυροκατσάβιδο και πάει λέγοντας. Τελικά τον έβγαλα, αλλά η φωλιά του ήταν χτισμένη από τα άλατα του κάκιστου αντιψυκτικού που έβαλα από το βενζινάδικο της γειτονιάς. Ξεκινήσαμε. Σε 20 χιλιόμετρα, τσουπ το φωτάκι ξανάναψε. "Καντήλια", ημίωρο διάλλειμα και πάμε...

Με αυτό τον τρόπο φθάσαμε στο Erzurum. Ανεβάζουμε τα πράγματα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που είχαμε κλείσει, αλλά internet γιοκ. Και εγώ το χρειαζόμουν σαν τρελός. Αλλαγή ξενοδοχείου στα γρήγορα και ευτυχώς το άλλο ήταν απέναντι. Ψάχνω για συνεργείο μοτοσυκλετών της Honda,δεν εμφάνιζε τίποτε. Ψάχνω για γενικό συνεργείο,πάλι τίποτα. Δεν είναι δυνατόν σκέφτηκα. Η πόλη έχει 400.000 κατοίκους. Κάποιο θα υπάρχει. Μπα, τίποτα. Την άλλη μέρα το πρωί πηγαίνω στο συνεργείο αυτοκινήτων της Honda. Με το που έφθασα το προσωπικό, που δεν είχε πιάσει ακόμα δουλειά, με καλωσόρισε και συγχρόνως με ενημέρωσε ότι το κοντινότεροι συνεργείο μηχανών ήταν στην Σαμψούντα σε 680 χιλιόμετρα και στην πόλη δεν υπάρχει κανένα αφού κανείς δεν έχει μηχανή. Οι άνθρωποι είδαν την τρομερή απογοήτευση στα μάτια μου αφού στιγμιαία μου πέρασαν απ' το μυαλό τα 2.500 χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι μας και το ερώτημα "τώρα τι κάνουμε;" Κάτι είπαν μεταξύ τους και μου ανακοίνωσαν: Θα στην φτιάξουμε εμείς. Από τους πιο συστηματικούς μηχανικούς που έχουν βάλει χέρι στη μηχανή μου. Φέρανε δίπλα τον κυλιόμενο πάγκο και κάθε βίδα την έβαζαν σε ξεχωριστό κουτάκι αφού μελετούσαν πολύ προσεκτικά κάθε τι που έλυναν. Τελικά αφαίρεσαν το ψυγείο. Φυσάνε, τίποτα. Ήταν τελείως βουλωμένο. Μας προσέφεραν τσάι και μας στείλανε βόλτα να δούμε τα αξιοθέατα της πόλης τους μέχρι να το ξεβουλώσουν με χημικά. Η πόλη ήταν αντικειμενικά πλούσια, αλλά εκτός από ένα ιστορικό τζαμί που είχε μετατραπεί σε μουσείο δεν είχε κάτι άλλο να επιδείξει. Όταν μετά από τρεις ώρες επιστρέψαμε, η μηχανή ήταν συναρμολογημένη και έτοιμη για να συνεχίσουμε. Πλήρωσα 150 ευρώ που μπορεί να μου φάνηκαν πολλά (ήταν;), αλλά ας είναι καλά οι άνθρωποι (στην Σερβία μου είχαν χρεώσει 100 ευρώ για δύο μπουζί!). Πάντως πριν από δέκα χρόνια λεφτά δεν θα μου παίρνανε...

"Άριστη" εξυπηρέτηση

Επόμενη στάση στην πόλη Sivas. Την αρχαία Σεβάστεια. Ψάχνοντας για ξενοδοχείο παρκάρω μπροστά από τρία που ήταν κολλητά μεταξύ τους. Πάω στο πρώτο και ο αγενέστατος ρεσεψιονίστ μου δείχνει το μετριότατο δωμάτιο ζητώντας μου γύρω στα 50 ευρώ. Του ζητάω μια καλύτερη τιμή, αρνείται και επιδεικτικά μου γυρίζει την πλάτη. Δεν μίλησα γιατί όταν είμαι κουρασμένος και εκνευρισμένος δεν ξέρω τι λέω και τι κάνω. Πάω στο διπλανό του οποίου η ρεσεψιόν ήταν στο δεύτερο όροφο. Τον ρωτώ και του λέω χαρακτηρίστηκα: "Θέλω δωμάτιο για μια νύχτα και δυο άτομα. Έχετε"; Βεβαίως μου απαντάει και μου το δείχνει, για 30 ευρώ. Κατεβαίνω φορτωνόμαστε τα 50 κιλά των βαλιτσών και ανεβαίνουμε. Με το που με βλέπει η πρώτη του κουβέντα ήταν: "Θέλω 50 ευρώ, έκανα λάθος νόμιζα ότι ήσουν μόνος σου". Κατάλαβα ότι είχε πέσει τηλέφωνο από το διπλανό. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και ξέσπασα. Άρχισα να κατεβάζω καντήλια και λοιπά γαλλικά ουρλιάζοντας κατεβαίνοντας την σκάλα. Δεν βαριέσαι, σκέφτηκα, θα πάω στο διπλανό. Όντως πηγαίνω και μου ανακοινώνουν ότι ήταν γεμάτο. Η περιοχή είχε πολλά ξενοδοχεία.

Σε όποιο κι αν πήγα μου δήλωναν γεμάτο, αφού θα είχαν πέσει τα σχετικά τηλεφωνήματα. Εν τω μεταξύ νύχτωσε και άρχισε να βρέχει. Κάπου έπρεπε να μείνουμε. Ρωτώ που βρίσκεται και πηγαίνω στο ακριβότερο ξενοδοχείο της πόλης. Πέντε αστέρων. Με το που με βλέπουν μου δηλώνουν κατευθείαν, γεμάτο. Ψέματα μου λες, λέω στον ρεσεψιονίστ. "ΝΑΙ" μου απαντάει θρασύτητα. Με την βροχή άρχισε και το μποτιλιάρισμα και 'μεις αρχίσαμε να μουσκεύουμε. Τελικά σταματάω σ ένα βενζινάδικο βάζω βενζίνη και ζητώ από τον υπάλληλο τον κωδικό του internet για να επικοινωνήσουμε με τα παιδιά μας. Κοιτάζω το GPS,η επόμενη πόλη μετά από 200 χιλιόμετρα. Κλείνω ξενοδοχείο καλού κακού και πάμε να ξεκινήσουμε. Βάζω μπρος, φώτα τίποτα! Εκεί τρελάθηκα. Όλα λειτουργούσαν πλην των κεντρικών φώτων. Άντε λύσε τα μισά πλαστικά μέχρι να φτάσεις στην λάμπα. Αν υπάρχει Θεός, κάηκε η Xenon. Ευτυχώς είχα μια κοινή μαζί μου και την αντικατέστησα. Οι άνθρωποι του βενζινάδικου ήταν ευγενέστατοι, μας προσέφεραν τσάι και χώρο για να ακουμπήσουμε τα πράγματα μας και με νοήματα προσπάθησαν να μας αναπτερώσουν το ηθικό. Ευτυχώς υπάρχουν και καλοί άνθρωποι. Ξεκινήσαμε κατά τις 12. Η βροχή σταμάτησε αλλά η θερμοκρασία έπεσε στους 5 βαθμούς. Τρέμαμε. Παρόλο που ο δρόμος και η σήμανση του άγγιζε την τελειότητα η οδήγηση ήταν μαρτυρική, αφού τα αντιθέτως ερχόμενα αυτοκίνητα δεν έκλειναν τους προβολείς τους και σε τύφλωναν. Οι κεραυνοί γύρω μας έπεφταν αμέτρητοι και το τοπίο φάνταζε εφιαλτικό. Τελικά φθάσαμε στο Tokat. Το ξενοδοχείο ήταν από τα χειροτέρα που έχω μείνει, η ώρα είχε πάει τρεις και εμείς θεονήστικοι από το πρωί. Ευτυχώς βρήκα ένα φούρνο που μόλις είχε βγάλει τα πρωινά κουλούρια και βολευτήκαμε. Με το που μπήκα στο ξενοδοχείο, άνοιξαν οι ουρανοί. Η πόλη πλημμύρισε και το νερό ξεπέρασε σε δευτερόλεπτα το μισό μέτρο. Δέκα λεπτά αν είχαμε καθυστερήσει δεν ξέρω τι θα είχαμε απογίνει.

Το ξενοδοχείο στην Άγκυρα την επόμενη ήταν κορυφαίο. Επειδή ως γνωστό το GPS έχει δικό του τρόπο σκέψης, μέχρι να το βρούμε περιδιαβήκαμε την μισή πρωτεύουσα. Τέλεια, απόλυτα ευρωπαϊκή. Η Τουρκία έχει αλλάξει. Τεραστία εργοστασιακά συγκροτήματα, χιλιάδες νταλίκες να μεταφέρουνε αυτοκίνητα σαν το δικό μου Clioκαι όλα τα αυτοκίνητα των κατοίκων ολοκαίνουργια. Ο κόσμος φαινόταν ότι ευημερούσε. Το έδειχνε και ήταν χαρούμενος. Τι κι αν μερικοί συμπατριώτες μου λένε ότι η οικονομία της είναι φούσκα σαν την δική μας και θα σκάσει. Πώς να σκάσει όταν έξω από κάθε πρωτεύουσα νομού υπήρχε μια τεραστία βιομηχανική περιοχή με υπερσύγχρονα εργοστάσια; Όσα δεν φτάνει η αλεπού...Όμως άλλαξε και η νοοτροπία των ανθρώπων. Δεν έγιναν Βούλγαροι και Γεωργιανοί, αλλά όπως ήτανε δεν είναι. Σίγουρα το χρήμα χαλάει τον άνθρωπο.

Την επόμενη φτάσαμε Κωνσταντινούπολη όπου μείναμε για δυο μέρες. Ίσως ήταν η 15ηφορά για μας στην βασιλεύουσα, που ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία επάνω μου. Και εδώ διαπίστωσα μια από τα ίδια. Ευχαριστημένους ανθρώπους. Ανθρώπους που διοικούνται από σοβαρούς και έμπειρους πολιτικούς και όχι από ένα τσούρμο ερασιτέχνες του αμφιθέατρου και των καταλήψεων.

Μετά από σχεδόν ένα μήνα, φτάσαμε επιτέλους σπίτι μας. Παρά το γεγονός ότι ήταν ένα φθηνό ταξίδι, ό,τι γλύτωσα το πλήρωσα στους γιατρούς και τους φυσιοθεραπευτές. Σίγουρα δεν ήταν από τα καλύτερά μας, αλλά οι μπαταρίες μας γέμισαν. Ας μην είμαστε αχάριστοι. Άντε και του χρόνου να 'μαστε καλά!

 

Κείμενο: Μιχάλη & Αθηνάς Παπαδάκου  φωτό: των ιδίων

Διαβάστε το 'Α Μέρος

 

#MENOUMESPITIMEMOTO - Ναυαγός στον Ορυζώνα - Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

Ιστορίες του Στούκερμαν...
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

17/3/2020

Ναυαγός στον Ορυζώνα

Πυρίπους Στούκερμαν ατραπόν ζητήσει εφ’ ής χοροίσιν φάος γεγηρακός,

Έτεκεν δε Δείκτην Ευμέγεθόν τε και Δεινόν θιγγάνη αελίου κύκλος,

Ως τέλους σκιώδη καθεδείται γέρων-Κογιότ...

 

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης.

 

... από μια πόλη-ξέφτι του πολιτισμού ξεκίνα να τη λιώσεις μια βδομάδα τέρμα γκάζι σε κάποιον ημίρευστο ασφάλτινο διαπολιτειακό που κάποτε έρχεται να σβήσει οριστικά μεσ’ την παχειά καυτή άμμο.

 

Μεσοκαλόκαιρο στην έρημο της Αριζόνας και οι αντικατοπτρισμοί, λίμνες με κρύα νερά σαν ξαπλωμένες Σειρήνες που σε καλούν λικνιζόμενες στο φως απέραντων οριζόντων κόκκινης άμμου, ροζ μεγαλιθικά δάχτυλα που υψώνονται δείχνοντας επίμονα κάτι φανταστικό στον άδειο ουρανό, και κάκτοι της Άγριας Δύσης που σκύβουν και υποκλίνονται καθώς προσπερνάς να σου βγάλουν το καπέλο, είναι σχήματα που δεν μπορείς να πεις αν πράγματι υπάρχουν ή αν υπήρξαν ποτέ. Ντάλα μεσημέρι με σταθερή πορεία στους 49 βαθμούς Κελσίου ακόμα και τα άλλοτε σίγουρα σημεία αναφοράς, τα όργανα της μοτοσυκλέτας, φαντάζουν σαν χυμένα ρολόγια του Νταλί που μετρούν υγρά χιλιόμετρα και ιδρωμένες στροφές.

Στις γκαλερί τέχνης το μάθημα ελευθερίας του σουρεαλισμού ποτέ δεν το αισθάνεσαι στο πετσί σου. Αφηρημένες καταπιεστικές έννοιες όπως “υπερδύναμη”, “πόλεμος”, “υπερκαταναλωτισμός”, “ρουτίνα”, “αφεντικό”, “μελαχροινή από του Ζωγράφου”, δεν αντιπαλεύονται με άλλες αφηρημένες έννοιες. Εκεί είναι που γιατρεύει η έρημος. Αλλά πώς φτάνει κανείς εκεί;

Οι ρέιντζερς τον σταμάτησαν στα σύνορα με αμφιβολίες για την αυτονομία της μηχανής και την ανυπαρξία σημειωμένων στο χάρτη βενζινάδικων...

 

Αν κάνεις κάτι, καν’ το με στυλ. Πάρε μιαν εντούρο του λίτρου, γλυπτό σε γυμνό μέταλλο μασίφ να θυμίζει δεκαθλητή που έχει καταπιεί δυό κουβάδες αναβολικά, φόρτωσέ τη μισό βαρέλι βενζίνη και εφόδια εκστρατείας, κι από μια πόλη-ξέφτι του πολιτισμού ξεκίνα να τη λιώσεις μια βδομάδα τέρμα γκάζι σε κάποιον ημίρευστο ασφάλτινο διαπολιτειακό που κάποτε έρχεται να σβήσει οριστικά μεσ’ την παχειά καυτή άμμο. Πάρε κι έναν τύπο σαν τον Στούκερμαν, που ψοφάει να ντύνεται σα ναυαγός, και δώστου μιαν αγκαλιά στρατιωτικούς χάρτες κι έναν ψίθυρο στ’ αυτί κάτι να ψάξει. Αν είσαι στον Πειραιά, χρειάζεσαι γιατρό. Αν βρίσκεσαι στην μεσοδυτική Αμερική, you have a story.

Όποιος αγοράζει τέτοια μοτοσυκλέτα πρέπει απαραίτητα να διαθέτει και μια κοσμοθεωρία. Να πιστεύει σε κάτι. Ένας πιστεύει στο Θεό, άλλος πιστεύει ότι πρέπει να παραγγείλει άλλη μια μπύρα. Αν είσαι ο Στούκερμαν, έχεις πιστέψει τον Κεφαλονίτη αρχαιολάτρη ζητιάνο που χρόνια τώρα κάνει πιάτσα στο πεζοδρόμιο ανάμεσα στις παρκαρισμένες μοτοσυκλέτες του ΜΟΤΟ, και ο οποίος σου έχει σφυρίξει την ιδέα ότι οι ινδιάνοι Νavajos είναι λέει ψυχή μου με το συμπάθειο απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι πολύ πριν εκείνες τις αγριοαδερφάρες τους Βίκινγκς και τη μισοριξιά τον Κολόμβο, διέσχισαν τον Ατλαντικό πρώτοι και ναυάγησαν στις ακτές της Αμερικής.

Ναυαγός. Δηλαδή Navajos.

Θεωρία απλή, του δρόμου, όπως όλες οι μοιραίες θεωρίες αυτού του κόσμου, μόνο που ο ορίτζιναλ ζητιάνος μπορεί να έχει χάσει πραγματικά το φως του και κάποιος πρέπει να κάνει κάτι γι’ αυτό.

Ο Νορβηγός Θωρ Χέιερνταλ που το 1947 είχε διαπλεύσει με σχεδία τον Ειρηνικό για ν’ αποδείξει τη δυνατότητα εποικισμού της προϊστορικής Πολυνησίας από την ανατολική Νότιο Αμερική, είχε καθελκύσει το καλαμένιο του Kon Tiki. Ο Δαρβίνος το 1853 είχε μπαρκάρει στο Beagle. Ήταν Ιούνιος όταν ο Στούκερμαν είχε απλώς σηκώσει το τηλέφωνο, και αλλάζοντας τη φωνή είχε ζητήσει από τον πιό όμορφο διευθυντή της ΒΜW μια ολοκαίνουργια R1150GS Αdventure.

Ο Καραχάλιωβ το έμαθε και είπε: “Ωραία! Επιτέλους θα τον ξεφορτωθούμε. Να πάρει όποιο μηχανάκι ζητήσει, αρκεί να έχει μεγάλο ρεζερβουαρ για να πάει να χαθεί όσο πιό μακρυά γίνεται.”

Ο Ζαμπέτογλου είπε: “Καρντάσι, έχω μια κουβέρτα του στρατού να σε δώκω.”

Ο Θεοδωράκης είπε: “Πάρε κι ένα πολύ φαρδύ κατσαβίδι μαζί. Θα σου χρειαστεί.”

Η στυφοκυδώνα η γραμματέφς του γενικού έφορου αρχαιοτήτων Ακροπόλεως είπε: “Τελικά ο κύριος γενικός συμφώνησε να σας δεχθεί, αλλά όχι πριν τον χειμώνα του δύο χιλιάδες εκατόν σαράντα έξι.”

Ο Χατζάρας, που καταλαβαίνει από τέχνη και κβαντομηχανική, ανέβασε τα πόδια στο γραφείο, φύσηξε αργά δεκατρία παχειά δαχτυλίδια καπνού από την πουράκλα του, και κοιτάζοντας στο κενό έξω από το παράθυρο είπε: “Γουστάρω! Και μη δω κανέναν να γελάσει.. Χε, χε! Όλες οι μεγάλες ανακαλύψεις έτσι ξεκίνησαν. Σύμφωνα με την Αρχή της Απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, σε συνάρτηση με το Διττεντροπικό Αξίωμα 441 του Πουανκαρέ περί μαθηματικώς ενδείξιμων παράλληλων συμπάντων, ο Στούκερμαν έχει ακριβώς τόσες πιθανότητες να βγάλει τη θεωρία σωστή όσες έχει κι ο οποιοσδήποτε αμφισβητίας αυτής της θεωρίας, εάν η θέση παρατήρησης του αμφισβητία τώρα ως παρατηρούμενης οντότητας στη διαλεκτική σχέση αμφισβήτησης παραμένει - και είναι σαφές ότι παραμένει! - τεχνικώς απροσδιοριστέα σε σχέση με την κατάσταση επακριβούς καθορισμού της θέσης που κάνει πιάτσα ο ζητιάνος.”

Ο Μαυράκης τότε βάρεσε την παλάμη στο μέτωπο και είπε: “Αααμμμμάάάάάννν!! Μέσα είσαι δικέ μου!!! Να ’ρθω και ’γω ρε;”

Την πρώτη φορά που το έχασε πήγαινε με καμμιά ογδονταριά σταθερά και βαριεστημένα, με τη ματιά για ώρες χαμένη γύρω στον ορίζοντα να ψάχνει τα σημάδια του Ινδιάνου.

Όπου το Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο Αγγίζει τον Δίσκο του Ήλιου

Ήταν κοντά τρεις μήνες τώρα που ο δικός μας είχε αφήσει πίσω του και την τελευταία σιγουριά του highway, ακολουθώντας μια σειρά μονολιθικά δάκτυλα με γενική πορεία δυτικά-νοτιοδυτικά του Σάντα Φε. Σ’ εκείνο το σημείο οι τουριστικοί χάρτες έδειχναν μια περιχαρακωμένη περιοχή 16 εκατομμυρίων εκταρίων που χωράει πέντε Ελλάδες, αλλά άδεια από δρόμους, χωριά και άλλα σημεία αναφοράς, με την επισήμανση “Περιοχή Έθνους Νάβαχο”. Οι ρέιντζερς που τον σταμάτησαν στα σύνορα με αμφιβολίες για την αυτονομία της μηχανής και την ανυπαρξία σημειωμένων στο χάρτη βενζινάδικων, τον είχαν ειδοποιήσει ότι εισέρχεται με δική του ευθύνη σε περιοχή ημιαυτόνομη από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, ένα έθνος προστατευμένο με δικό του σύνταγμα, νόμους και αστυνομία. Αλλά ο Στούκερμαν άνοιξε τις αλουμινένιες βαλίτσες στο πίσω μέρος της μοτοσυκλέτας κι έδειξε τα τέσσερα μπετόνια βενζίνης που ανέβαζαν την αυτονομία στα 900+ χιλιόμετρα. Κι όταν του είπαν ότι η έρημος της Αριζόνας είναι “πιό έρημος από τις άλλες ερήμους” γιατί οι Νάβαχος είναι οι μοναδικοί Ινδιάνοι που έχουν την κουφή συνήθεια αντί για μπάφαλος να εκτρέφουν αιγοπρόβατα, χαμογέλασε με νόημα και τους άφησε στη σκόνη του. 

Στο πρώτο πουέμπλο που μπήκε μετά από τέσσερις μέρες στρωτό χωματόδρομο όπου ο αριστερός κύλινδρος άρχισε να του σιγοψήνει το πόδι, ένας νεαρός Ινδιάνος καθόταν έξω από το σαλούν κι έπινε μόνος παραμιλώντας. σε μιαν άγνωστη γλώσσα. Στο τραπέζι του δυό ντουζίνες άδεια μπουκάλια Μεξικάνικης μπύρας, κι ανάμεσά τους μια λαδόκολλα με καλοψημένα παϊδάκια. Ο Στούκερμαν πήγε και κάθισε στο διπλανό τραπέζι και παράγγειλε χόρτα και τηγανητές πατάτες. Μετά άνοιξε ένα σάκκο κι έβγαλε ένα συντακτικό αρχαιοελληνικών, μια σιντιέρα με μικρά ηχεία, και μια νταμουτζάνα ρετσίνα να κεράσει. Με το που ήρθαν τα ραδίκια, έβαλε το “Ρίξε στο Γυαλί Φαρμάκι” του Αγγελόπουλου και τσούγκρισαν τα ποτήρια. Στο “Εγώ Δεν Έχω Βγάλει το Σκολείο” του Ζαμπέτα ο Ινδιάνος παράγγειλε κι άλλα παϊδάκια. Κι όταν στο απέναντι φαράγγι αντήχησε το “Νύχτωσε Χωρίς Φεγγάρι”, ο Ινδιάνος, κομπλέ με κορακί μακρύ μαλλί, γυμνό στήθος και μοκασίνια, σηκώθηκε και χόρεψε μια ζεϊμπεκιά που θα τη χειροκρόταγε και η Μπέλλου.

Τα μεγαλιθικά τραπέζια του Monumental Valley είχαν βαφτεί χρυσοκόκκινα όταν ο Στούκερμαν χάθηκε σφαίρα πίσω τους, στ’ αυτιά του ανάμεσα στο βαρύ γουργουρητό του μπόξερ ν’ αντηχούν τα παράξενα λόγια του Ινδιάνου:
“Αϊ οο, άι οοοοο...,
Πυρίπους ατραπόν ζητήσει εφ’ ής χοροίσιν φάος γεγηρακός,
Έτεκεν δε Δείκτην Ευμέγεθόν τε και Δεινόν θιγγάνη αελίου κύκλος,
Ως τέλους σκιώδη καθεδείται γέρων-Κογιότ.
Γέρων-Κογιότ αυδεί οίσθ’ πέραν πολιού πόντου χειμερίω νότω γένους ναυαγών.
Αϊ οο, άι, άι οοοοο....
Παναπεί:
“Αϊ οο, άι οοοοο... [αμετάφραστο],
Το Ψημένο Πόδι θα κυνηγήσει το μονοπάτι που χορεύει το γερασμένο φως..
Κι όταν το Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο αγγίξει τον δίσκο του ήλιου,
Στην άκρη της σκιάς του θα κάθεται το γέρο-Κογιότ.
Το γερο-Κογιότ θα μιλήσει τη γλώσσα της παλιάς αλήθειας,
Για το αρχαίο ταξίδι της φυλής των Ναυαγών.
Αϊ οο, άι, άι οοοοο....”
... ο δικός μας βάδισε τέσσερα μερόνυχτα στο βαθύ ίχνος των τεράστιων τακουνιών του Continental Twinduro 150/70, ώσπου συνάντησε δύο νεαρούς Navajo πάνω σε άλογα

 

Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο ή όχι, ο πρώτος φόβος του Στούκερμαν ήταν μη τυχόν και του πέσει το μηχανάκι. Στο Μεγκατέστ του καλοκαιριού τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα είχανε γράψει ότι άμα σου πέσει η - ξεφόρτωτη εκεί - Μπέμπα στις δροσερές φλαταδούρες μεταξύ Μετσόβου-Γρεβενών, είσαι κάτω του 1.80 και δεν έχεις τρία άτομα παρέα να σου τη σηκώσουν, την έχεις βάψει.. Κουβέντα οι μάγκες για το τι γίνεται άμα τελειώνεις στο 1.74, και το συνολάκι μηχανής-βενζίνης-φορτίου-αναβάτη φλερτάρει τον μισό τόνο πλέοντας μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, σε μια θάλασσα αφράτης άμμου και σε θερμοκρασίες που ξεχειλώνουν τα πλαστικά. Λέξη για την περίπτωση όπου πέρα από τους σκορπιούς, τους κροταλίες, τα κογιότ κι εκείνους τους παλιοχαραχτήρες τους γύπες που εμφανίζονται από το πουθενά άμα δουν να κάνεις στραβοτιμονιά και κλείσεις το γκάζι, έχεις παρέα μόνο τα ξασπρισμένα από τον ήλιο κρανία άλλων άτυχων ζώων που βρέθηκαν εκεί μόνα.

 

Όμως ως γνωστόν, πεπρωμένον ου φυγήν έχει. Την πρώτη φορά που το έχασε πήγαινε με καμμιά ογδονταριά σταθερά και βαριεστημένα, με τη ματιά για ώρες χαμένη γύρω στον ορίζοντα να ψάχνει τα σημάδια του Ινδιάνου. Όταν ξέθαψε τη μύτη του από την άμμο, ανακάλυψε ότι το τράβηγμα από το τιμόνι να τη σηκώσει ήταν σα να προσπαθείς να ξεριζώσεις τσιμεντοκολώνα με τα χέρια.

Αλλά αφού δάκρυσε από τα νεύρα του τραβώντας μάταια, κι ύστερα του στέρεψε το σάλιο στα παρακάλια “σήκω καλή μου να φύγουμε και νυχτώνει”, κατασκήνωσε και πέρασε τη βραδυά δίπλα στην ξαπλωμένη μηχανή. Και στο τουρτούρισμα του ξημερώματος κατέβασε ιδέα. Eίναι απλό: Βγάζεις το γείσο του κράνους και το φαρδύ κατσαβίδι του Θεοδωράκη και σκάβεις κάτω από την πεσμένη μηχανή, έτσι ώστε να γλυστρήσει και να πέσει όρθια μέσα στην τρύπα. Μπορεί βέβαια μετά να έχεις δημιουργήσει άλλο πρόβλημα (πώς θα τη βγάλεις από την τρύπα), αλλά έχεις όλο τον χρόνο να σκεφτείς τι σε περιμένει αν δεν τη βγάλεις, και τελικά το δεύτερο πρόβλημα αποδεικνύεται μικρότερο από το πρώτο.

... δυό βδομάδες μέσα στη γη των Ναυαγών δεν ήξερε πλέον πού βρισκόταν

 

Ο δεύτερος φόβος ήρθε στην κατανόηση ότι ο τουριστικός χάρτης ήταν πλέον άχρηστος. Αυτό το εμπέδωσε εντελώς όταν έμεινε από βενζίνη έχοντας προσπεράσει χωριά που το φως τους τη νύχτα φαινόταν από πολύ μακρυά, προσπαθώντας με την πυξίδα να μείνει στην πορεία του “μονοπατιού που χορεύει το γερασμένο φως”. Για “μονοπάτι” βέβαια ούτε λόγος. Η άγια γη των Ναυαγών είναι άδεια από τα συνήθη σημεία αναφοράς, μια αφαιρετική ποίηση από πολύχρωμα φαράγγια και μεγαλιθικά τραπέζια, ώρες και συχνά μέρες απόσταση το ένα από το άλλο. Απλώς έτρεχε γενικώς δυτικά, αφού μάλλον αυτό εννούσε ο Ινδιάνος με το “γερασμένο φως”. Κι ήταν δύσκολο να το δεχθεί, αλλά δυό βδομάδες μέσα στη γη των Ναυαγών δεν ήξερε πλέον πού βρισκόταν. Η τελευταία πινακίδα που συνάντησε έδειχνε βενζινάδικο στα 300 μίλια βόρεια, που σήμαινε ότι μόνο με τη μισή του αυτονομία και πάνω μπορούσε να βγει από την πορεία του και να πάει να βάλει βενζίνη, απ’ όπου όμως βέβαια θα ξαναγυρνούσε εκεί που ξεκίνησε όχι με περισσότερη από με τη μισή του αυτονομία. Δηλαδή δώρον άδωρον. Έτσι αποφάσισε να συνεχίζει δυτικά κι ο Θεός βοηθός. Όμως αν και είναι πολύ σέξυ να τρέχεις στην έρημο με προορισμό γενικώς γενικό, διανύοντας κατά μέσον όρο 300 χιλιόμετρα την ημέρα τα 30+24 λίτρα βενζίνης στραγγίζουν σε περίπου τρεις με τέσσερις μέρες πορεία. Μετά μένεις στη σιωπή της ερήμου ν’ ακούς τα τικ-τικ της μηχανής που κρυώνει και να βλέπεις τους γύπες από ψηλά να φωνάζουν και τους φίλους τους.

 

Έτσι αφού έθαψε τη μηχανή στην άμμο για να την κρύψει (στην έρημο μπορείς να κρύψεις κάτι μόνο κάτω από την έρημο), ο δικός μας βάδισε τέσσερα μερόνυχτα στο βαθύ ίχνος των τεράστιων τακουνιών του Continental Twinduro 150/70, ώσπου συνάντησε δύο νεαρούς Navajo πάνω σε άλογα. Αφού τους μέτρησε τις μύτες με βερνιέρο για σύγκριση αργότερα με την ανθρωπομετρία του Κανόνα του Φειδία, αυτοί έσκασαν στα γέλια γιατί δεν είχαν ιδέα ούτε τι είναι η Ελλάδα. Είχαν όμως και του πούλησαν τη ρομαντική λύση ενός ασέλωτου αλόγου, και του είπαν για έναν παλιό σταθμό ανεφοδιασμού του αμερικάνικου ιππικού τρεις μέρες ανατολικά, που μπορεί να είχε και βενζίνη. Όποιος βρήκε τη σέλα της μπέμπας “σχετικά σκληρή” (ΜΟΤΟ, τεύχος 308, σ. 58), απλώς δεν έχει συναντήσει ακόμα δύο ινδιάνους Navajo να του πουλήσουν την ρομαντική λύση ενός ασέλωτου αλόγου και να του πουν για έναν παλιό σταθμό ανεφοδιασμού του ιππικού τρεις μέρες ανατολικά που μπορεί να έχει και βενζίνη..

Στο σταθμό έφτασε μετά από μια βδομάδα. Αγόρασε κάνιστρα βενζίνη, ένα μικρό αναδιπλούμενο φτυάρι και ένα owner’s manual για το πώς αμπραγιάρει, πώς ξεκινάει, πώς στρίβει, πώς φρενάρει και πώς σταματάει να κλάνει ένα ρομαντικό άλογο, και κάλπασε τώρα πίσω ακολουθώντας το τρακτερωτό ίχνος του Twinduro να ξεθάψει τη μηχανή και να επιστρέψει για περισσότερα εφόδια.

Οι ινδιάνοι του πούλησαν τη ρομαντική λύση ενός ασέλωτου άλογου, και του είπαν για έναν παλιό σταθμό εφοδιασμού του αμερικάνικου ιππικού τρεις μέρες ανατολικά, που μπορεί να είχε και βενζίνη

 

Πέρασαν δυό βδομάδες πριν ο Στούκερμαν σταθεί και πάλι στην πόρτα του σταθμού, αυτή τη φορά αναμαλλιασμένος, αδυνατισμένος, ηλιοκαμμένος και με τα ρούχα του, σα Γερμανός αρχαιοκάπηλος, σκονισμένα πέραν αναγνωρίσεως. Σύρθηκε μέσα και με χαμηλή φωνή ζήτησε “αν υπάρχει κανένας καλός φορητός ανιχνευτής μετάλλων, κι ένα μεγάλο φτυάρι”. Ο σταθμάρχης, ένας ψηλός γέρο-μονοπόδαρος τρισέγγονας του Στρατηγού Κάρσον μ’ ένα τεράστιο μαύρο καπέλο, πλησίασε στον πάγκο κοπανώντας το μακρύ του τακούνι, έφτυσε το ταμπάκο του στο ξύλινο πάτωμα και τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω σα να έβλεπε φρέσκα σκατά. “Ο κύριος με την ξένη προφορά και το Γερμανικό όνομα που, αν θυμάμαι καλά, πριν δυό βδομάδες αγόρασε και ένα μικρό φτυάρι, θα πρέπει να γνωρίζει ότι οι αρχαιολογικές ανασκαφές από ιδιώτες στην Αριζόνα συνιστούν ομοσπονδιακό έγκλημα”, είπε. “Και τί τον ήθελε ο κύριος τον ανιχνευτή μετάλλων;” “Α μπα, τίποτα”, απάντησε αδιάφορα το Ψημένο Πόδι. “Κάπου έθαψα μια ξένη μοτοσυκλέτα δεκαέξι χιλιάδων δολαρίων, πέρασαν μέρες, ο αέρας έσβυσε τα ίχνη και... Να.. Είπα να περάσω να πώ μια καλημέρα...”

 

Όποιος βρήκε τη σέλα της μπέμπας ‘σχετικά σκληρή’ (ΜΟΤΟ, τεύχος 308, σ. 58), απλώς δεν έχει συναντήσει ακόμα δύο Ινδιάνους Navajo να του πουλήσουν την ρομαντική λύση ενός ασέλωτου άλογου ...

 

Πέρασαν άλλες δυό βδομάδες πριν ο δικός μας σταθεί για τρίτη φορά στην πόρτα του μονοπόδαρου, με τη φάτσα τώρα ακόμα πιό αγνώριστη, αλλά αυτή τη φορά με διακριτό πίσω από τη σκόνη ένα τεράστιο καφεκόκκινο χαμόγελο. Κι αν δεν ήταν ο αέρας που είχε εντωμεταξύ ξεθάψει τον αριστερό καθρέφτη της Μπέμπας, κι ο ήλιος που του έστειλε από τον καθρέφτη μια φλασιά μίλια μακρυά από κει που έσκαβε, ακόμα θα άνοιγε τρύπες στην έρημο μουρμουρίζοντας όρκους “να μη σώσει να ξαναθάψει μοτοσυκλέτα”.

 

Η άγια γη των Ναυαγών είναι άδεια από τα συνήθη σημεία αναφοράς, μια αφαιρετική ποίηση από φαράγγια και μεγαλιθικά τραπέζια, ώρες και συχνά μέρες απόσταση το ένα από το άλλο.

 

Ο σταθμάρχης του αντάλλαξε το άλογο και τα εργαλεία για μισό βαρέλι μπαγιάτικη βενζίνη με την οποία γέμισε και άπειρα μπουκαλάκια που έχωσε σ' όλες τις τσέπες, κι ακόμα θολό ποταμίσιο νερό, καφέ, γαλέτα, κονσέρβες φασόλια, κι αποξηραμένο λαρδί. Συν μιαν αγκαλιά χάρτες και βιβλία για όλες τις φυλές της περιοχής: Απάτσε, Σαϊέν, Αραπάχο και Μεσκαλέρο. Σ’ ένα προσκωλυόμενο παράπηγμα από σανίδες με την ταμπέλα “Dineh Restaurant” έφαγε το πιό καυτό τσίλι, κι έμαθε ότι οι Νavajos αποκαλούν τους εαυτούς τους και “Dineh”. Την τελευταία βδομάδα του Ιουλίου ο Στούκερμαν αφέθηκε στα βελούδινα χέρια μιας Τεξανής γελαδάρησας σε κάτι διπλανά ράντσα, όπου αναζωογόνησε και το απόθεμα μετρητών, βγάζοντας καλά λεφτά στο σαλάγημα βοοειδών. Για κάποιον άγνωστο λόγο τα κοπάδια των θηλυκών μουσκαριών έπεφταν σε κεραυνοβόλο έρωτα με τη Μπέμπα, και την ακολουθούσαν αγεληδόν τρέχοντας από ράντσο σε ράντσο όπως βόλευε τους φαρμαδόρους. Λυσσαλέα αντίρρηση έδειξαν να έχουν οι ταύροι, αλλά αυτούς τους είχαν αλυσσοδεμένους.

Ύστερα τα χαμηλά μαύρα βουνά άρχισαν ν’ αλλάζουν χρώμα προς το κόκκινο, να υψώνονται και να κλείνουν, μπαίνοντας το ένα μέσα στο άλλο σα δάχτυλα και δημιουργώντας αλλεπάλληλα φαράγγια τα περισσότερα από τα οποία δεν φαινόταν να έχουν διέξοδο

 

Αρχές Αυγούστου, κι αφού είχε στραγγίξει πιά όλος ο κάου μπόυ από μέσα του, βγήκε πάλι στην έρημο, στη ρουτίνα για την διατήρηση των αποθεμάτων βενζίνης και νερού, και της έρευνας για το “Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο”. Για το οποίο, όπως είν’ εύκολο ν’ αντιληφθεί κανείς, δεν μπορούσε να ρωτήσει παρά μόνο να ψάξει. Οι μέρες περνούσαν καβάλα στη Μπέμπα, οι νύχτες κάτω από μια σκηνούλα που στηνόταν τεντώνοντας ένα πράσινο καραβόπανο ανάμεσα στη μηχανή και το έδαφος, με μια μικρή λάμπα θυέλλης, τα βιβλία και τους χάρτες απλωμένα στο πιό μεγάλο γραφείο του κόσμου, τη ζεστή άμμο της ερήμου.

... Κι αν δεν ήταν ο αέρας που είχε εντωμεταξύ ξεθάψει τον αριστερό καθρέφτη της Μπέμπας, κι ο ήλιος που του έστειλε από τον καθρέφτη μια φλασιά μίλια μακρυά από κει που έσκαβε, ακόμα θα άνοιγε τρύπες στην έρημο μουρμουρίζοντας όρκους “να μη σώσει να ξαναθάψει μοτοσυκλέτα

 

Η μελέτη έφερε νέες ελπίδες. Πρώτα απ' όλα, το όνομα "Dineh" στο εστιατόριο, δεν μπορούσε να συνιστά άλλο από χρονική παραφθορά του ονόματος των Ομηρικών Δαναών, και συγκεκριμένα του πληρώματος εκείνου του ενός πλοίου που έλλειπε στην τελική καταμέτρηση των καραβιών του Οδυσσέα. Έπειτα ήταν οι θεοί τους. Όπως και των αρχαίων Ελλήνων, η κοσμογονία των Navajos ξεκινούσε από το Χάος με μια μητέρα Γη κι έναν πατέρα Ουρανό, και είχε θεούς πολλούς και δημοκρατικούς. Ο πιό αγαπητός τους θεός, το Κοκοπέλλι, ήταν φτυστός ο Διόνυσος. Άσε που σαν όνομα μύριζε καταγωγή από Κρήτη ή Μυτηλήνη. Δουλειά του ο χορός, το ξελόγιασμα των κοριτσιών, να παίζει τη φλογέρα για να φέρνει βροχή και να βλασταίνει η έρημος. Ένα από τα βιβλία είχε περιγραφές της χαμένης, αρχαίας αγγειοπλαστικής τους τέχνης, η οποία θύμιζε έντονα αυτή των Ελλήνων της Μέσης Γεωμετρικής Περιόδου, δηλαδή του Ομηρικού όγδοου αιώνα. Αλλά τα πιό ακλόνητα στοιχεία αφορούσαν την αρχαία τοπική προέλευση των Navajos. Χαρακτηριστικότατα ελληνική, αν και δύσκολο να πεις ακριβώς από ποιά περιοχή της Ελλάδας είχαν έρθει. Πρώτα απ’ όλα, η μυθολογία τους έλεγε ότι είχαν έρθει “από τους 12 κόσμους” (Δωδεκάνησα!) Τα βιβλία έγραφαν ότι ήταν πολυγαμικοί, και ότι δημιουργούν συνεχώς συμμαχίες και μετά τις σπάνε και πολεμούν παλιούς φίλους, (αρετές διαχρονικώς πανελλήνιες). Γνωστό ακόμα ότι, συγκριτικά με οποιονδήποτε άλλον Ινδιάνο, ο Ναυαγός υπερτερούσε σε ευφυία (κάργα Πειραιωτάκι). Άμα μια οικογένεια είχε βλάψει μιαν άλλη, το κακό έπρεπε να ανταποδοθεί εκατέρωθεν και στο διηνεκές (Μανιάτες;) Επίσης ήταν άσσοι στην τέχνη της ζωοκλοπής (Κρήτη). Μετά γούσταραν να φυτεύουν πεπόνια (Αργίτες;) Τέλος, μερικοί συνήθιζαν να έχουν σκλάβους για υπηρέτες (Φιλοθέη!) Κι όσο γι’ αυτήν ακόμα την εξήγηση της ονομασίας ολόκληρης της πολιτείας της Αριζόνας, εκεί ήταν όλα τα λεφτά: Όταν ναυάγησαν εδώ οι Δαναοί, η περιοχή δεν μπορεί παρά να ήταν ένας αχανής ορυζώνας. Arizona. Δηλαδή ορυζώνας..

Την τελευταία βδομάδα του Ιουλίου αφέθηκε στα βελούδινα χέρια μιας Τεξανής γελαδάρησας σε κάτι διπλανά ράντσα..

 

 

Όπου η Τύχη του Χαμογελά Δείχνοντας το Σάπιο της Δόντι

Το Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο εμφανίστηκε μπροστά του ξαφνικά, σ’ ένα από ’κείνα τα βουβά απομεσήμερα στα μέσα του Ιούλη που η μηχανή φαινόταν να πηγαίνει από μόνη της στο πουθενά, ακούοντας το σιωπηλό κάλεσμα ενός ακόμα μακρυνού φαραγγιού. Λουσμένο στον ιδρώτα, το Ψημένο Πόδι είτε κοιμόταν όρθιο και πήγαινε πάλι γυρεύοντας για τούμπα, είτε είχε παραισθήσεις: Πότε κολυμπούσε σε κάποιο κρυστάλλινο λιμανάκι της Σίφνου ανάμεσα σε άπειρα μπουκάλια μπύρας, και πότε φορούσε μαύρη λιβρέα κι ανέβαινε με όλες τις επισημότητες στο βάθρο της Ακαδημίας Αθηνών να βραβευτεί για την σημαντικότερη αρχαιολογική ανακάλυψη όλων των εποχών.

Το φως είχε γλυκάνει, τόσο που όταν η μηχανή πλησίασε κι άρχισε να τρέχει παράλληλα στο φαράγγι, ο δίσκος του ήλιου φάνηκε ν’ αγγίζει την κορυφή ενός λεπτού μονόλιθου που ξεχώρισε να υψώνεται καμμιά τριανταριά ορόφους δίπλα στον εξωτερικό τοίχο του φαραγγιού. Όταν φρενάρισε στη ρίζα του Φοβερού Μακρυού Δάχτυλου, είδε την άκρη της σκιάς του να πέφτει μισό χιλιόμετρο μακρυά στο εσωτερικό του φαραγγιού. Εκεί ήταν στημένη μια λευκή ινδιάνικη σκηνή με κόκκινα σχέδια, κι από την κορυφή της έβγαινε πυκνός λευκός καπνός.

Μέσα, το γερο-Κογιότ φορούσε την πολεμική στολή της φυλής με τα φτερά λευκού αετού, το πέτρινο πρόσωπό του σκαμμένο από τους αιώνες στον άνεμο και την άμμο της ερήμου. Καθισμένος ανακούρκουδα κάπνιζε με κλειστά μάτια την πίπα με το χλωρό πεγιότ, μουρμουρίζοντας το μονότονο τραγούδι των Νavajos: “Χέιιιγια, έιιγια, χει, ει-έιιααα...”

Ο σταθμάρχης του αντάλλαξε το άλογο και τα εργαλεία για μισό βαρέλι μπαγιάτικη βενζίνη με την οποία γέμισε και άπειρα μπουκαλάκια που έχωσε σ' όλες τις τσέπες, κι ακόμα θολό ποταμίσιο νερό, καφέ, γαλέτα, κονσέρβες φασόλια, κι αποξηραμένο λαρδί

 

Ο Στούκερμαν μπήκε και κάθισε στο χώμα απέναντί του.

Χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια ο Ινδιάνος τότε είπε: 

          - Γενιές πολλές φυλή του γέρο-Κογιότ περίμενε Ψημένο Πόδι..
          - Σόρυ, έμεινα από βενζίνα.
          - Γίνονται φέτος Ολυμπιακοί αγώνες;
          - Γίνονται, και μάλιστα στην παλιά γη των Ναυαγών.
          - Γιατί, πού αλλού θα μπορούσαν να γίνουν;
          - Άσε καλύτερα.. 
          - Τι κάνει ο μάγκας ο Πεισίστρατος;
          - Πάει καλλιά του. Το τελευταίο του εγγόνι το έφαγε η μαρμάγκα στη Μάχη του
            Μαραθώνα.
          - Τι έγινε στη Μάχη του Μαραθώνα;
          - Τι να σου πω.. Σκληρό πορνό. Τους πήραμε και τα σώβρακα.
          - Ωραία! Χαίρομαι που προοδεύει η πατρίδα. Και τώρα γερο-Κογιότ μιλήσει
            γλώσσα της παλιάς αλήθειας.
          - Για πες, για πες..
          - Όσον αφορά την καταγωγή μας, το κρατούσαμε μυστικό.
          - Πώς έτσι;
          - Περιμέναμε ν’ αρχίσουνε να βγαίνουνε πρόεδροι και οι Θάμνοι.
          - Και τώρα που άρχισαν να βγαίνουν;
          - Με Θάμνο πρόεδρο, ό,τι θέμε λέμε.
          - Σωστός. Αλλά πώς θα με πιστέψουν; Χρειάζομαι στοιχεία.
          -Το γέρο-Κογιότ σηκώθηκε τότε και του έγνεψε να τον ακολουθήσει...

 

Ο Ινδιάνος μπροστά, το Ψημένο Πόδι πίσω, σκαρφάλωσαν από ένα στενό μονοπάτι ώσπου έφτασαν ψηλά σ’ ένα πλινθόκτιστο χάλασμα γαντζωμένο στον εξωτερικό τοίχο του φαραγγιού. Το γέρο-Κογιότ στάθηκε απ’ έξω και του έγνεψε να προχωρήσει. Ο δικός μας έσκυψε και μπήκε μέσα. Στο πάτωμα σκόρπια κτερίσματα κεραμικής τέχνης που έδειχναν το Κοκοπέλλι, τον Διόνυσο των Ναυαγών, και κομμάτια μιας πήλινης λήκυθου με σχέδια της Μέσης Γεωμετρικής Περιόδου. Η ματιά του πάγωσε όταν ανάμεσα στα θραύσματα ξεχώρισε ένα που έφερε καθαρά χαραγμένο στην Ιωνική διάλεκτο το αινιγματικό επίγραμμα: “ΠΟΥΠΑΣΡΕΚΑΡΑΜΗΤΡΟ”. Με χέρι που έτρεμε τα μάζεψε βιαστικά και βγήκε.

Η γιαγιά Navajo, αφού επιβεβαίωσε με γέλια την παρόμοια κοσμολογία της φυλής της μ’ αυτήν του Ησίοδου, τον προειδοποίησε...

 

          - Λοιπόν; Αυτό είν’ όλο;
          - Αυτό ήταν προκεχωρημένο φυλάκιο των αρχαίων Ναυαγών. Τώρα Ψημένο Πόδι πρέπει βρει ακρόπολη με τη χαμένη πολιτεία.
          - Ολόκληρη ακρόπολη;!! Πού;
          - Γράφε..
          - Μάλιστα.
          - Ψημένο Πόδι πρέπει να βρει ποιό από τα Τρία Δάχτυλα είναι το μακρύτερο. Αν είναι το μεσαίο, κακό σημάδι. Αν είναι το ακρηανό, ακολούθησέ το ως την Μεγάλη Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού. Χλωμά πρόσωπα ποτέ δεν μπαίνουν Μεγάλη Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού. Άμα Ψημένο Πόδι φτάσει στην άλλη άκρη της Μεγάλης Κοιλάδας του Σάπιου Αλατιού, θα μπει στο Βαθύ Φαράγγι που Όλα Μιλάν, Ζώα Μιλάν, Δέντρα Μιλάν, Πέτρες Μιλάν. Ψημένο Πόδι θα φτάσει βράδυ και θα κοιμηθεί στην αγκαλιά του Πολύ Μυτερού Κάκτου. Αν ξυπνήσει, στο φως της αυγής θα δει μπροστά του τη αρχαία πολιτεία με τα φυλαγμένα σημάδια του μεγάλου ταξιδιού των Ναυαγών. Αυτά είπε το γερο-Κογιότ, και δίχως άλλη κουβέντα πήγε και κάθισε στην άκρη του φαραγγιού κοιτώντας κάτω το φεγγάρι που ανέτειλλε πάνω στο απέραντο καφέ της ερήμου.
Ο Καραχάλιωβ το έμαθε και είπε: “Ωραία! Επιτέλους θα τον ξεφορτωθούμε. Να πάρει όποιο μηχανάκι ζητήσει, αρκεί να έχει μεγάλο ρεζερβουαρ για να πάει να χαθεί όσο πιό μακρυά γίνεται.
 

Ο Στούκερμαν επέστρεψε στη μηχανή σκεφτικός. Είχε τώρα τρία προβλήματα να λύσει: Πρώτον, πώς να μην ξαναμείνει από βενζίνη. Δεύτερον, πώς να βρει έναν χάρτη που να δείχνει τα βενζινάδικα και το ανάγλυφο της ερήμου. Και τρίτον, πώς να ψάξει να βρει μόνος του, δίχως χάρτη και χωρίς να χρειαστεί να κάνει σε κανένα την άγαρμπη ερώτηση, αν “από τα Τρία Δάχτυλα το Μεσαίο είναι το Μακρύτερο”. Το πρώτο πρόβλημα λυνόταν μόνο αν λυνόταν το δεύτερο. Το δεύτερο λυνόταν μόνο αν λυνόταν το τρίτο. Το τρίτο λυνόταν μόνο αν λυνόταν το πρώτο. Μύλος. Έπρεπε να είχε πάρει μαζί τον Μαυράκη..

 

Αλλά στο επόμενο πουέμπλο που μπήκε μετά από δυό μέρες γι’ ανεφοδιασμό, μέσα σε μια τουαλέτα η θεά Τύχη του χαμογέλασε διάπλατα δείχνοντας το σάπιο της δόντι. Εκεί που είχε ξεχαστεί διαβάζοντας “Τ’ Απομνημονεύματα Μιάς Μοναχής”, άνοιξε η πόρτα και μπήκε κάποιος για μπίζινες στο διπλανό χώρισμα. Ο Στούκερμαν κοίταξε από κάτω και είδε ένα ζευγάρι καλογυαλισμένες στρατιωτικές μπότες. Ο τύπος, που σιγοσφύριζε αμέριμνα νομίζοντας ότι ήτανε μόνος, έβγαλε και κρέμασε στο μεσοχώρισμα ένα χακί πουκάμισο, μια στρατιωτική ζώνη κι έναν μισοδιπλωμένο χάρτη. Ο δικός μας στραβοκοίταξε και είδε ότι ο χάρτης ήταν στρατιωτικός. Και τα μάτια του γούρλωσαν όταν πρόσεξε ότι όχι μόνο είχε το ανάγλυφο του εδάφους της περιοχής, αλλά σημαδεμένα και τα βενζινάδικα. Αμέσως σήκωσε τα παντελόνια, κι ύστερα έριξε κάτω απ’ το χώρισμα ένα δολάριο. Μόλις το Αμερικανάκι έσκυψε από κάτω να το μαζέψει, ο Πειραιάς τσίμπησε από πάνω τον χάρτη και την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια.

Αρχές Αυγούστου βγήκε πάλι στην έρημο, στη ρουτίνα της αγωνίας για την διατήρηση των αποθεμάτων βενζίνης και νερού, και της έρευνας για το ‘Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο

 

Με τον στρατιωτικό χάρτη, προσεκτικό σχεδιασμό και το νου στα βενζινάδικα, του πήρε μόνο μια βδομάδα να τσεκάρει από μονόλιθο σε μονόλιθο και τελικά να βρει εκείνον με τα τρία δάχτυλα. Και οι οιωνοί ήταν καλοί, γιατί το μεσαίο δάχτυλο ήταν το κοντύτερο και μακρύτερο το αριστερό, οπότε για την Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού έπρεπε να τραβήξει τώρα καρφί νότια προς τα σύνορα με το Μεξικό.

Οι τελευταίες ψυχές που συνάντησε πριν χωθεί στην Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού, ήταν δυο Ινδιάνες τσελιγκοπούλες που έβοσκαν τα προβατάκια τους στις όχθες ενός ξεροπόταμου

 

Όταν έχεις τέτοια μηχανούκλα, χάρτη να βγάλεις ρότα μια βδομάδα μπροστά και τ’ αμπάρια τίγκα βενζίνη, νερό και κονσέρβα, τα μονολιθικά τραπέζια γίνονται νησιά και η έρημος θάλασσα. Με θερμοκρασίες κοντά στους 50 βαθμούς στα μέσα Αυγούστου, η έρημος ερχόταν τώρα με ρυθμό, βουβά πελαγίσια κύματα ξανθοκόκκινης άμμου μ’ αφρισμένες πράσινες κορφές από κοντούς θάμνους. Άν ψιλοκαθόσουν πίσω με λυγισμένα γόνατα, κρατούσες πορεία κοιτάζοντας μακρυά, δεν έκλεινες το γκάζι και δεν την έγερνες πάνω από δέκα μοίρες με τόση βενζίνη αποθηκευμένη ψηλά, η Μπέμπα δεν κουνούσε πολύ στο πέσιμο από κύμα σε κύμα, αλλά κρατούσε την τετάρτη γεμάτη με μισό γκάζι, γουργουρίζοντας σταθερά σα τορπιλλάκατος σε καλοκαιρινή περιπολία. Και μη ρωτήσει κανείς αν το σύστημα είναι τέλεια στημένο για τέτοιες διαδρομές. Τέτοιο μηχανάκι το παίρνεις όπως είναι. Το γράφει και στην ούγια: Adventure. Πως λέμε Περιπέτεια.

Με το που μπήκε στην Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού, τα κύματα ξανθοκόκκινης άμμου διαδέχτηκε ένας άδειος, επίπεδος ορίζοντας από μια επιφανειακή ασπροκίτρινη γλίτσα που έζεχνε μια απίστευτη, εμετική βρώμα σαν σίδερο σαπισμένο στο θειάφι...

 

Όπου, Ού Γαρ του Λεκέ, Στρατιωτικός Χάρτης Γουν Έστιν Ακριβής

Οι τελευταίες ψυχές που συνάντησε πριν χωθεί στην Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού, ήταν δυό Ινδιάνες τσελιγκοπούλες που έβοσκαν τα προβατάκια τους στις όχθες ενός ξεροπόταμου. Αυτές γαργαλήθηκαν με την ιδέα και το είδαν πολύ μπλαζέ. Θα το προτιμούσαν είπαν εντελώς - “μα τι λέμε τώρα, από πάντα το ήξεραν” - ότι κατάγονται από την Ελλάδα αντί για τη Μογγολία όπως οι υπόλοιποι, ποβρ Ινδιάνοι. Κι ύστερα του πρόσφεραν φραγκόσυκα και φρέσκο καλαμπόκι, και τον οδήγησαν στη σκηνή της γιαγιάς τους στον καταυλισμό. Η γιαγιά Navajo, που - στο τιμόνι που κρατάω - την έλεγαν και “Ατένα”, αφού επιβεβαίωσε με γέλια την παρόμοια κοσμολογία της φυλής της μ’ αυτήν του Ησίοδου, τον προειδοποίησε. “Αχ παιδάκι μου, το γέρο-Κογιότ ξεκούτιανε πιά. Χρόνια τώρα ζει μονάχος του στην από δω άκρη της ερήμου που οι φεντεράλες έχουν κάνει πυρηνικές δοκιμές, και δεν είναι να δίνεις βάση τι λέει.” Αλλά τα λόγια της γιαγιάς Navajo μέσα στη σκηνή δεν μπορούσαν να έχουν καμμία ισχύ μπροστά σ’ αυτό που περίμενε τον Στούκερμαν απ’ έξω: μια νεαρή Μπέμπα ξέχειλη στη βενζίνη.

...Οι νύχτες κάτω από μια σκηνούλα που στηνόταν τεντώνοντας ένα πράσινο καραβόπανο...

 

Ούτε και η προειδοποίηση αμέσως μετά, στο πέρασμα από τον Ξεροπόταμο του Γουρουνιού, της πινακίδας που έγραφε “DO NOT ENTER VALLEY - RIO PUERCO  RADIOACTIVE AREA” είχε καμμιά αποτρεπτική ισχύ. Αυτήν απλώς δεν την είδε. Αλλά με το που μπήκε στην περιοχή των πυρηνικών δοκιμών, μέσα σε δυό μέρες πορεία η έρημος άλλαξε εντελώς πρόσωπο. Τα κύματα ξανθοκόκκινης άμμου με τους διάσπαρτους χαμηλούς θάμνους και το γήινο άρωμα της καυτής άμμου διαδέχτηκε ένας άδειος, επίπεδος ορίζοντας από μια επιφανειακή ασπροκίτρινη γλίτσα που έζεχνε μια απίστευτη, εμετική βρώμα σαν σίδερο σαπισμένο στο θειάφι, και στην οποία η γερμανική τορπιλλάκατος βυθίστηκε αύτανδρη πάλι και πάλι, ώσπου ο δικός μας σιχάθηκε να σκάβει για να την ξανασηκώνει. Τελικά, μετά από αλλεπάλληλες τούμπες συμμορφώθηκε με την ιδέα να σέρνεται με πρώτη, 5-10 χ.α.ω. και τα πόδια κάτω για γλύστρες. Το μαρτύριο κράτησε πέντε μέρες, όπου διάνυσε λιγότερα από 200 χιλιόμετρα με το θερμοκρασιόμετρο της Μπέμπας συνεχώς στο κόκκινο. Μετά η γλύτσα ξεράθηκε, και τη διαδέχτηκαν τελικιάσματα a la πάρτα-μωρή-άρρωστη πάνω σ’ έναν ατέλειωτο καθρέφτη από τραγανό κρυσταλλικό αλάτι, το οποίο σε συνδυασμό με τις θερμοκρασίες της ημέρας ξύριζε ό,τι είχε απομείνει από τα ήδη φθαρμένα τακούνια των ελαστικών.

Το φεγγάρι κρεμόταν από το στερέωμα σιωπηλό όταν στο κρύο του φως ο Στούκερμαν έφερε την ευτραφή φροϋλάιν ως τη ρίζα του μυτερού κάκτου...

 

Μελανιασμένος από το τουμπίδι, το λαιμό και τα μάτια να καίνε από το αλάτι και τα χείλη σκασμένα από τον ήλιο, για να κάνει οικονομία σε δυνάμεις, λάστιχα και νερό άρχισε να κοιμάται τη μέρα και να συνεχίζει στις δροσιές της νύχτας. Όλη μέρα λαγοκοιμόταν, διάβαζε Novalis και άλλους Γερμανούς ρομαντικούς, κι έστιβε το μυαλό του να λύσει το ύστατο αρχαιολογικό αίνιγμα του 21ου αιώνα: Πώς γινόταν οι Navajos, ενώ ήσαν απόγονοι των ναυτών του χαμένου πλοίου του Οδυσσέα, δηλαδή Δαναών της Ύστερης Μυκηναϊκής Περιόδου στο τέλος της Εποχής του Χαλκού, να χρησιμοποιούσαν γραφή στην Ιωνική διάλεκτο αντί της Γραμμικής Β. Επίσης, πώς γίνεται, δεδομένης της προ-Ομηρικής τους καταγωγής, η κεραμική τους να ήταν της Μέσης Γεωμετρικής Εποχής, δηλαδή του όγδοου αιώνα. Και πώς γινόταν να γνώριζαν ήδη τον Διόνυσο, ο οποίος ως γνωστόν αναφέρεται για πρώτη φορά ως νεόφερτος Φρύγης θεός στις Βάκχες του Ευρυπίδη τον πέμπτο αιώνα..

... Οι οιωνοί ήταν καλοί, γιατί το μεσαίο δάχτυλο ήταν το κοντύτερο και το μακρύτερο το αριστερό, οπότε για την Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού έπρεπε να τραβήξει τώρα καρφί νότια προς τα σύνορα με το Μεξικό

 

Εντωμεταξύ τα μεταλλαγμένα σερσέμια είχαν βρει πελάτη. Τελικά δεν υπάρχει χειρότερο εντομοαπωθητικό από το να έχεις βδομάδες να κάνεις μπάνιο. Ο ύπνος του ρηχός, βουτηγμένος στον ιδρώτα και τις παραισθήσεις. Στην πικρή ακινησία της Κοιλάδας του Αλατιού που η σιωπή κούφαινε, σκληρές μελωδίες από σαξόφωνα έφταναν από κάπου στον ορίζοντα. Μεγάλα στρατιωτικά αεροπλάνα περνούσαν από ψηλά αφήνοντας πίσω τους στον ουρανό λεπτές άσπρες γραμμές, σα γρατζουνιές από μαύρες θυμωμένες γάτες. Κι όταν ο δίσκος του ήλιου κρεμόταν στην αιωνιότητα του μεσημεριού και η ύπαρξη σχοινοβατούσε στη διαφορά λίγων βαθμών Κελσίου, έκλεινε τα μάτια κι έβλεπε τον εαυτό του πάλι τρίχρονο πιτσιρικά να τοποθετεί τραπουλόχαρτα στις ρόδες και να χαράζει τακούνια στα λάστιχα του πρώτου του ποδήλατου. Πόσο απέραντη κι ανεξερεύνητη του είχε φανεί τότε η πίσω αυλή..      

... Μελανιασμένος από το τουμπίδι, το λαιμό και τα μάτια να καίνε από το αλάτι και τα χείλη σκασμένα από τον ήλιο, για να κάνει οικονομία σε δυνάμεις, λάστιχα και νερό άρχισε να κοιμάται τη μέρα και να συνεχίζει στις δροσιές της νύχτας

 

Μέσα σ’ ένα μαύρο ανοιχτό Mustang Mach III του 1972 είδε πάλι τη μελαχροινή να κατεβαίνει από του Ζωγράφου προς το μυστικό τους ραντεβού στην Πανεπιστημίου. Στο έρεβος των ματιών της δυό κάρβουνα πυρακτωμένα, τα μακρυά σγουρά της μαλλιά ν’ ανεμίζουν σαν αγριεμένα φίδια φαρμακερά.. Κάθιδρος κάτω από το μικρό του πράσινο καραβόπανο είδε τους αιώνες της ανθρωπότητας να προσπερνούν από μακρυά, αστράφτοντας και μπουμπουνίζοντας σαν φοβερές καταιγίδες. Οι χαμένοι αργοναύτες του Οδυσσέα έβγαιναν από την ξεκοιλιασμένη τους τριήρη και τσαλαβουτούσαν σα μεθυσμένοι αλαλλάζοντας από χαρά στον αρχαίο ορυζώνα. Με το που έπεφτε ο ήλιος και η έρημος άρχιζε να κρυώνει, άνοιγε μια κονσέρβα, έφτιαχνε καφέ για το δρόμο, φόρτωνε και συνέχιζε αλαφιασμένος στο απόκοσμο τοπίο. Γύρω στα μεσάνυχτα που το φεγγάρι ανέβαινε ψηλά, οι κρύσταλλοι του αλατιού λαμπύριζαν στη δυνατή δέσμη του διπλού προβολέα, έτσι που η μηχανή φαινόταν να τρέχει στο διάστημα πάνω σ’ ένα σύννεφο από φως με μόνο οδηγό την πυξίδα.

Ύστερα τα χαμηλά μαύρα βουνά άρχισαν ν’ αλλάζουν χρώμα προς το κόκκινο, να υψώνονται και να κλείνουν, μπαίνοντας το ένα μέσα στο άλλο σα δάχτυλα και δημιουργώντας αλλεπάλληλα φαράγγια τα περισσότερα από τα οποία δεν φαινόταν να έχουν διέξοδο

 

Με απραξία όλη τη μέρα και τα μεσημέρια ν’ αρχίζουν στις δέκα το πρωί και να τελειώνουν στις οκτώ το βράδυ, ο χρόνος φαινόταν να λαστιχάρει. Ήταν άραγε ακόμα Αύγουστος; Και πόσο νότια είχε κατέβει; Πουθενά μια ψυχή να ρωτήσει. Κι εκείνος ο λεκές στον χάρτη που τον υπολόγιζε για χωριό ανεφοδιασμού, εντέλει είχε κάνει μεγάλη ζημιά. Του πήρε μισή βδομάδα πορεία πριν καταλάβει το λάθος. Δεν ήθελε δα και GPS. Παντού άδεια έρημος εκεί που έπρεπε να βρίσκεται καταυλισμός, ούτ’ ένας χωματόδρομος να οδηγεί κάπου, κι ύστερα, “αμάν!”,  ένα απλό ξύσιμο του λεκέ με το νύχι..

Η ματιά του πάγωσε όταν ανάμεσα στα θραύσματα ξεχώρισε ένα που έφερε καθαρά χαραγμένο στην Ιωνική διάλεκτο το αινιγματικό επίγραμμα: ‘ΠΟΥΠΑΣΡΕΚΑΡΑΜΗΤΡΟ’…


Με βενζίνη πλέον μόνο από τα μπετόνια και τα παντού χωμένα μπουκαλάκια, πήγαινε με τη ροπή στις χαμηλές στροφές συνεχίζοντας νότια με την ψυχή στο στόμα, ώσπου οι κόκκοι της άμμου άρχισαν να γίνονται περισσότεροι από αυτούς του αλατιού και το τοπίο άρχισε πάλι ν’ αλλάζει. Για καμμιά-δυό μέρες το έδαφος έγινε πετρώδες, με τη μηχανή να τρέχει πάνω σε πλάκες γεμάτες απολιθωμένα ίχνη από πατήματα δεινόσαυρων. Ύστερα τα χαμηλά μαύρα βουνά που όριζαν από δύση και ανατολή την Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού άρχισαν ν’ αλλάζουν χρώμα προς το κόκκινο, να υψώνονται και να κλείνουν, μπαίνοντας το ένα μέσα στο άλλο σα δάχτυλα και δημιουργώντας αλλεπάλληλα φαράγγια τα περισσότερα από τα οποία δεν φαινόταν να έχουν διέξοδο. Ποιό απ’ αυτά ήταν άραγε το Βαθύ Φαράγγι Όπου Όλα Μιλάν;

Μπροστά ο ορίζοντας γέμισε χαμηλούς θαμνόσπαρτους αμμόλοφους που ανεβοκατέβαιναν χωρίς τελειωμό. Παντού άρχισαν να φυτρώνουν ψηλοί ξεμαλλιασμένοι κάκτοι με μακρυά μυτερά αγκάθια. Εξόν του λεκέ, ο στρατιωτικός χάρτης ήταν βέβαια ακριβής, αλλά δεν βοηθούσε αν δεν είχες πιά ιδέα πού βρίσκεσαι μέσα σ’ αυτόν, ή ακόμα χειρότερα, αν νόμιζες ότι είχες ιδέα και βέβαια έκανες λάθος. Και τώρα κάκτοι στην Αριζόνα; Τέτοιοι κάκτοι ήξερε ότι υπήρχαν μόνο στην έρημο Σονόρα. Μήπως είχε περάσει στο Μεξικό; 

Όσο υπήρχε ακόμα βενζίνη στα μπετόνια, τις πίσω πλευρές των λόφων τις κουτρουβαλούσε σβυστός. Πέρασαν έτσι λίγες ακόμα μέρες μοτοσυκλετιστικής πανδαισίας. Με το που έφτασε να ψάχνει για τα μπουκαλάκια, κατέβαινε κι έσπρωχνε όπου εύρισκε επίπεδο έδαφος. Κι όταν είδε να τελειώνει και η εμφιαλωμένη χωρίς να φαίνεται χωριό ή δρόμος πουθενά, άρχισε να σπρώχνει και στις ανηφόρες.

Τώρα μπορεί ν’ ακούγεται παράξενο, αλλά αν δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι, αν δεν έχεις ιδέα πού πας, και παρεμπιπτόντως σπρώχνεις για μέρες και μια φορτωμένη GS1150R στην ανηφόρα από αφράτη άμμο στους 50 βαθμούς Κελσίου, δεν έχει πιά και τόση σημασία το προς τα πού τη σπρώχνεις. Περισσότερη σημασία έχει το τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι σου.

Νύχτωνε πάλι κι ένα τεράστιο φεγγάρι, γκρι σα γαλάζιο και διάφανο σα νεκροκεφαλή ανέβαινε το στερέωμα, όταν στα μισά ενός ακόμα λόφου που ανηφόριζε μπροστά στο στόμα ενός βαθιού φαραγγιού, ο Στούκερμαν λύγισε και γονάτισε δίπλα στη μηχανή με κομμένη την ανάσα. Εκεί που στράγγιζε τον ιδρώτα ακούστηκε από πίσω του η στριγγή, αντιπαθητική φωνή του κάκτου.

Και τώρα κάκτοι στην Αριζόνα; Μήπως είχε περάσει στο Μεξικό;

 

          - “Ε, ψιτ, μίστερ.. Σιγά να μην είναι τώρα και οι Navajos αρχαίοι Έλληνες...”
          - “Σιγά να μη μιλάνε τώρα και οι κάκτοι”, απάντησε ο δικός μας δίχως να γυρίσει.
          - “Χαρ, χαρ, χαρ”, χασκογέλασε τότε από πάνω με μια απόκοσμη φωνή το Φεγγάρι. “Κανείς δεν είπε στο Ψημένο Πόδι ότι ο μεσιέ Πουανκαρέ χτύπησε κάρτα πριν προλάβει να διατυπώσει το Αξίωμα Tέσσερασαρανταένα;”
          - “Ρε σεις, πάτε στοίχημα ότι ο ζητιάνος ήτανε καλαμπουρτζής από το Ληξούρι;”, ψιθύρησε συνωμοτικά πίσω από έναν θάμνο και το ξασπρισμένο κρανίο του μπάφαλο.
          - “Κι αν ο Ινδιάνος με τη ζεϊμπεκιά είχε πιεί μιά παραπάνω;”, ακούστηκε τότε να φωνάζει από μακρυά και το βουνό, σηκώνοντας τους ώμους.
          Το Ψημένο Πόδι κατέβασε τότε το σταντ και κάθισε με την πλάτη στη μηχανή σφουγγίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπο με το μανίκι. “Ωλ ράιτ μάγκες”, είπε. “Κόψτε τις μαλακίες. Εδώ μιλάμε... Εδώ... Εδώ υπάρχουν στοιχεία!”
          Πέρασε έτσι ώρα χωρίς να μιλήσει κανείς. Το σκοτάδι έπεφτε γρήγορα. Ο Στούκερμαν άρχισε να μαζεύει κλαδάκια και γονάτισε να ψήσει καφέ.
          Χίλιες μικρές φωνούλες βγήκαν τότε από το έδαφος, και η άμμος της ερήμου ψέλλισε διστακτικά με μια φωνή ίδια του Μαυράκη: “Μήπως ο κύλιος Στούκελμαν πλόσεξε ότι το πεδιότ που κάπνιζε το γελο-Κοδιότ ήταν υπέλ το δέον χλωλό;”
          - “Μπορεί”, απάντησε ο δικός μας, ανάβοντας σπίρτο. “Αλλά την επιγραφή στην Ιωνική διάλεκτο στο αγγείο των Navajo πού τη βάζεις; Τ’ όνομά τους; Τη μυθολογία τους που είναι αντιγραφή του Ησιόδου; Να συνεχίσω;”
          - “Ρε κατεστραμμένο, πας καλά;;; Κατάλαβες τι έλεγε η επιγραφή;”, πετάχτηκε τότε πάλι με κακία ο κάκτος.
          - “Όχι. Γιατί εσύ κατάλαβες;”
          - “Κατάλαβα. Έλεγε ότι είσαι και γαμώ τα ούφο..”
          - “Μπορεί. Μένει τώρα να μας εξηγήσεις πώς βρέθηκε επιγραφή στην Ιωνική διάλεκτο στην Αριζόνα..”
          Όλοι τότε κοιτάχτηκαν ξύνοντας το κεφάλι και βυθίστηκαν στη σιωπή. Για μιά στιγμή που κράτησε ώρες ακουγόταν μόνο το τρίκιλισμα από τα καιόμενα κλαράκια. Στα μαύρα γυάλινα μάτια του Στούκερμαν οι φλόγες της φωτιάς χόρεψαν το μυστικό τους χορό.
          - “Να πω κι εγκώ η κακομοίγα που ποτέ ντεν μιλάω, μια μικγή αλήτεια;”, πετάχτηκε κάποτε και η Μπέμπα με τη βαριά μυώδη, βαυαρική της προφορά, ίδιος ο Σβαρτσενέγκερ, ανάβοντας τη μεγάλη σκάλα του προβολέα. Όλοι τότε γύρισαν κι έστησαν αφτί ν’ ακούσουν.
          - “Άμα το σκεφτούμε, ντεν έκει και τόση σημασία αν τελικά βγεις αυτό που ψάκνεις, φτάνει να βγκεις στον ντγόμο έκοντας κάτι να ψάξεις. Τώγα τα μου πείτε, είσαι πγοκατελλημένη, γκιατί είσαι φτιαγκμένη με τέτοιες ιντέες του ντγόμου. Το τέμα είναι πού πηγκαίνεις όταν ντεν ξέγεις πιά πού πηγκαίνεις. Αλλά είναι απλό. Το λέει και ο ΝτεΝίγο σε μια ταινία, όταν μετά από μια ληστεία ο συνεγκός του μπαίνει στο αυτοκίνητο και τον γωτάει, ‘Πού στο ντιάολο πάμε τώγα’.”
          - “Και τι του απαντάει ο ΝτεΝίρο;”
          - “‘Βι βιλ φάιντ άουτ βεν βι γκετ δέαγ’.”

Τάδε έφη η Μπέμπα, κι ύστερα έσβυσε τα φώτα και όλοι πήγαν για ύπνο. Το φεγγάρι κρεμόταν από το στερέωμα σκεφτικό, όταν στο κρύο του φως ο Στούκερμαν κύλησε τη φροϋλάιν ως τη ρίζα του μυτερού κάκτου, τέντωσε το καραβόπανο, έβγαλε τις παγκοσμίου φήμης μπότες του κι έστρωσε στην άμμο την κουβέρτα να κοιμηθεί. Η έρημος κρύωνε γρήγορα τώρα κι ένα ελαφρό αεράκι έφερνε τα ξηρά της αρώματα από παντού. Τη νύχτα η έρημος γίνεται διαστημόπλοιο. Μιά νύχτα στην έρημο, και ποτέ πιά δεν θα βρεθείς τόσο κοντά στ’ άστρα. Μιά νύχτα στη ρίζα του κάκτου, και ποτέ πριν δεν στάθηκες πιό κοντά στην πόρτα της αρχαίας πολιτείας των Ναυαγών. Έτσι ο δικός μας θα συνέχιζε ώσπου να στερέψει και η τελευταία σταγόνα βενζίνης σ’ εκείνο το τελευταίο μπουκαλάκι κολώνιας. Έτσι, φτάνει η Μηχανή να κυλάει, ακόμα και με μιζιές. Έτσι μέχρι να παγώσει η κόλαση. Κι είχε βάλει ένα ψόφο πάλι απόψε..