Αρμενία– Γεωργία – Τουρκία (Μέρος Β’)

Κάθε χιλιόμετρο και πρόκληση!
20/8/2017

Ένα ταξίδι είναι πάνω απ' όλα μια βιωματική εμπειρία, που μας διδάσκει, μας κάνει σοφότερους και αποτελεί κέρδος, έστω κι αν όλα αυτά που ζούμε δεν συγκαταλέγονται ακριβώς στις… ευχάριστες αναμνήσεις. Το συγκεκριμένο ταξίδι στην Αρμενία και η επιστροφή στην Ελλάδα μέσω Γεωργία και Τουρκίας μας μαθαίνει ότι καλό θα είναι να μην μπερδεύουμε την φιλοξενία με την συναδελφική αλληλεγγύη γιατί κατά κανόνα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, και στις δυο χώρες οι άνθρωποι δεν ήταν ούτε φιλικοί, ούτε φιλόξενοι

Διαβάστε το 'Α Μέρος

Τα σύνορα με την Αρμενία στο Bagratashen απείχαν 100 χιλιόμετρα. Κοντά ε; Με ένα ΧRθα χρειαζόταν μιάμιση ώρα. Για street μηχανή τέσσερις! Με το που περάσαμε την μπάρα και μπήκαμε στην χώρα βλέπω κάποιον να τρέχει καταπάνω μας χειρονομώντας έντονα. Ωχ, σκέφτηκα. Κάτι θα έκανα. Κατέβα, μου λέει, και ακολούθα με. Μπαίνω σ'ένα καμαράκι, όπου μου ζητάει 50 ευρώ. "Γιατί;", τον ρωτάω."Ασφάλεια για την μηχανή", μου απαντάει, "για 10 ημέρες". Ρε φίλε, του λέω, στην πατρίδα μου τόσο είναι για πέντε μήνες. Απάντηση: "Εσείς οι Έλληνες έχετε λεφτά". "Κι αν δεν πληρώσω;", τον ρωτάω. Τότε μου δείχνει ένα σταματημένο περιπολικό λέγοντας: "Με το που θα βγεις από δω θα σε σταματήσει και θα στην ζητήσει"! Εννοείται ότι τα πλήρωσα. Και ξεκινήσαμε για το Yerevan.

Στο πρώτο χιλιόμετρο ο δρόμος καλός. Ωραία, σκέφτηκα, πολιτισμός όχι όπως στην Γεωργία. Ρε είμαι πολύ γκαντέμης. Τι ήταν να το σκεφτώ; Όνειρο τέλος. Ο δρόμος βομβαρδισμένος. Όπου δεν υπήρχαν τρύπες να σε ρουφήξουν υπήρχαν εκατομμύρια μπαλώματα. Πρώτη και 10km/h. Ξαφνικά ακούω σειρήνα περιπολικού. Κάνω στην άκρη για να προσπεράσει, όμως αυτοί ήθελαν εμένα. Κατεβαίνουν και μου ζητάνε χαρτιά και ασφαλιστήριο (!). Τους τα δείχνω και μου ανακοινώνουν ότι πήγαινα με 50. Ούτε Navara δεν θα πήγαινε με τόσα στο κομμάτι αυτό. Οπότε κι εγώ βγάζω την υπηρεσιακή μου ταυτότητα και τους δηλώνω Έλληνας αστυνομικός (είμαι ένστολος, αλλά όχι αστυνομικός).Στενοχωρήθηκαν γιατί δεν τους έπαιρνε να μου ζητήσουν λεφτά αλλά με ρώτησαν αν ήμουν ανώτερος τους. Δήλωσα Στρατηγός! Με χαιρέτησαν δια χειραψίας κι έφυγαν. Πάλι καλά. Παρόλο που έκανα το ίδιο όταν με σταμάτησαν στο Gyumri όπως διαβάσατε στην αρχή του ταξιδιού, το κόλπο τότε περιέργως δεν έπιασε.

Ο καιρός εν τω μεταξύ αγρίεψε και πήγαινε για καταιγίδα. Σταματώσε μια εγκαταλελειμμένη λαϊκή αγορά στην άκρη του δρόμου να βάλουμε αδιάβροχα. Δίπλα υπήρχε ένα ξύλινο κουτί σαν τουαλέτα. Δεν μπήκα μέσα επειδή σιχάθηκα και πήγα από πίσω. Ξαφνικά η γη υποχωρεί και πέφτω μέσα στο βόθρο! Καλά λέω ότι δεν υπάρχει Θεός. Εννοείται ότι χτύπησα λιγάκι, όμως το σπουδαιότερο ήταν πως τα απόβλητα ήταν πολυκαιρισμένα και στεγνά οπότε την γλύτωσα. Κάτι ήταν κι αυτό…

 

Η χώρα των δύο όψεων

Η πρώτη πόλη που συναντήσαμε ήταν το Alaverdi. Η κόλαση επί της γης. Βρωμερή, άθλια και μισοκατεστραμένη. Άδεια κτίρια με τα παράθυρα σπασμένα δίπλα σε ερειπωμένες πολυκατοικίες, που όμως ζούσαν άνθρωποι, και κάτι φουγάρα ύψους 100 μέτρων μέσα στο κέντρο της. Ξερνάγαμε μαύρο καπνό που κάλυπτε τα πάντα που με έκανε να σκεφτώ το βιβλίο του Τάκη Λαζαρίδη, "Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι". Μπορεί να φθάσαμε σαν χώρα εκεί που φθάσαμε, αλλά βρε αδελφέ περάσαμε και μερικές δεκαετίες καλά, όπως και να το κάνουμε. Μέχρι την πρωτεύουσα συναντήσαμε δεκάδες κατεστραμμένα σκουριασμένα και εγκαταλειμμένα εργοστάσια. Ούτε ένα σε λειτουργία σε ολόκληρη την Αρμενία δεν είδαμε. Ούτε ένα, έτσι για δείγμα. Κανένας δεν μου έλυσε την απορία με τι πόρους ζούνε αυτοί οι άνθρωποι. Τελικά μετά από 300 χιλιόμετρα και 8 ώρες ασύλληπτου μαρτυρίου, φθάσαμε στο Yerevan. Μείναμε στο πρώτο ξενοδοχείο που συναντήσαμε και εδώ ήμουν τυχερός γιατί το δωμάτιο ήταν πολύ καλό, αλλά του προσωπικού σε κάποια άλλη ζωή πρέπει να τους είχα δολοφονήσει την οικογένεια γιατί δεν εξηγείται τόση αγένεια και ξινίλα.

Ντουζάκι, ταξί και στο κέντρο της πόλης. Φτάνουμε και παθαίνουμε σοκ. Η απόλυτη ομορφιά. Η πλατεία ήταν τέλεια. Απίστευτη. Καταπληκτική. Εκπληκτική. Και λίγα λέω. Τα ημικυκλικά κτίρια από ροζ γρανίτη κύκλωναν ένα σιντριβάνι, τα νερά του οποίου χόρευαν ενώ τα φώτιζαν εκατοντάδες αμφίβιοι προβολείς υπό τους ήχους μουσικής που ποίκιλε από ροκ μέχρι κλασσική, ενώ ακούσαμε ακόμη και τα παιδιά του Πειραιά. Πολύς κόσμος, πανέμορφες κοπέλες, καλοντυμένες, συνοδευόντουσαν από τους πιο άσχημους άνδρες που υπάρχουν στην γη.Μοντέλα δίπλα σε κουασιμόδους. Σοκαριστικό... Εν πάσει περιπτώσει, η πόλη του 1.000.000 κατοίκων -όσο βαρύ κι αν ακούγεται αυτό που θα π - για μένα ήταν ωραιότερη και από την Βιέννη. Μεγαλειώδης, πεντακάθαρη, χλιδάτη. Όλος ο κόσμος έξω πλημμύριζε τα ακριβά καταστήματα, τους πεζόδρομους και τις καφετέριες. Βέβαια, αυτή η ομορφιά δεν ήταν τυχαία αφού η πόλη κατασκευάστηκε εξ αρχής προκειμένου να αποτελέσει το πρότυπο του Σοβιετικού ιδεώδους στην πολεοδομία. Επισκεφθήκαμε όπως έπρεπε το μουσείο της γενοκτονίας των Αρμενίων αλλά και το μουσείο Cafesjian Museum of Art,άλλο καταπληκτικής έμπνευσης κτίριο το οποίο σκαρφάλωνε σε ένα λόφο της πόλης και τα εκθέματα τα έβλεπες βρισκόμενος επάνω σε κυλιόμενες σκάλες, ενώ από τεράστιες βεράντες σε διάφορα επίπεδα διακοσμημένες με υπερμοντέρνα σιντριβάνια,είχες και μια υπέροχη θέα της πόλης αλλά και της μπροστινής πλατείας που κοσμείτο από αγάλματα του διάσημου γλυπτή Fernando Botero. Περπατήσαμε τόσο πολύ, που το παντελόνι μου έλιωσε και αγόρασα καινούργιο. Το βράδυ όμως μετά από 12 ώρες καθημερινό περπάτημα, το παυσίπονο ήταν απαραίτητο. Αυτό το περπάτημα το πλήρωσα με το παραπάνω. Τρεις μήνες καλοκαιριάτικα στο κρεβάτι...

Περιπετειών συνέχεια…

Με ορμητήριο το Yerevanεπισκεφθήκαμε την ίδια μέρα το μοναστήρι Khor Virap κάτω από το Αραράτ και κολλητά με τα σύνορα της Τουρκίας, που όμως δεν έλεγε σπουδαία πράγματα, και μετά το μοναστήρι Geghard που πραγματικά άξιζε αφού βρισκόταν συν τοις άλλοις σε υπέροχο μέρος. Σε κάποια μάλιστα από της εκκλησίες του υπήρχε μια λακκούβα με αγιασμένο (;) νερό. Τώρα πως τα καταφέραμε και πέσαμε μέσα, δεν το καταλάβαμε. Ευτυχώς που δεν υπήρχε κόσμος, αφού σε αυτό βούταγαν κύπελλα και το έπιναν για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους. Μετά πήγαμε στον αρχαίο ναό του Garni. O ναός ήταν της ελληνιστικής εποχής αφιερωμένος στον ήλιο, σωστά αναστηλωμένος και πολύ εντυπωσιακός, χωρίς φυσικά να φθάνει το μεγαλείο ενός Παρθενώνα. Στην πορεία προς το Garni,ξεκίνησαν και τα μεγάλα προβλήματα που με ταλαιπώρησαν για μεγάλο διάστημα. Το πρόβλημα ξεκίνησε μέσα στο Yerevanκαι κορυφώθηκε σε ένα απλό ανήφορο έξω από την πόλη. Έβλεπα ότι η θερμοκρασία του κινητήρα ανέβαινε και το βεντιλατέρ δεν σταματούσε, το απέδωσα όμως στο έντονο μποτιλιάρισμα. Σε μια στιγμή ανάβει το κόκκινο λαμπάκι της υπερθέρμανσης.

Φρένο, στην άκρη, ενώ με ζώσανε και τα φίδια. Περίμενα κανένα μισάωρο, έσβησε και συνέχισα. Η θερμοκρασία όμως δεν κατέβαινε από τους 100 βαθμούς και μέσα μου ανησυχούσα.

Πάντως οι δρόμοι γύρω από την πόλη ομολογώ ότι ήταν άψογοι ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Εννοώ σε μια ακτίνα 50 χιλιομέτρων γύρω από αυτήν. Μετά από αυτά τα 50 άρχιζε το δράμα, αφού ήταν τελείως κατεστραμμένοι όπως εξάλλου ολόκληρη η χώρα πλην του Yerevan. Πόλη κράτος. Κάτι σαν την αρχαία Αθήνα.

Επόμενος προορισμός η λίμνη Sevan. Ο φαρδύς δρόμος που από μακριά θύμιζε αυτοκινητόδρομο ήταν γεμάτος επικίνδυνες παγίδες και -το σπουδαιότερο- η λίμνη ήταν μαύρο χάλι. Ξεκοιλιασμένα ερειπωμένα ξενοδοχεία, παράγκες, σκουπίδια, θλίψη και παρακμή. Μην πάτε. Για δυο ενδιαφέροντα εκκλησάκια σ ένα ακρωτήρι της λίμνης δεν άξιζε τον κόπο.

Αυτό που είχε όμως ενδιαφέρον ήταν το νεκροταφείο στην πόλη Noratus που απείχε μόνον 40 χιλιόμετρα από τη άσχημη και άθλια πόλη της Sevan. Ο χώρος χωριζόταν στα δυο. Το σύγχρονο και το παλιό. Ακόμη και του νέου τα μνήματα ήταν τόσο εντυπωσιακά που οι κάτοικοι του πάμπτωχου χωριού θα πρέπει να αποταμίευαν χρήματα από την μέρα που γεννήθηκαν για την κατασκευή αυτών των τεραστίων και περίτεχνων μνημάτων. Αν δεν έβλεπα τις φωτογραφίες των νεκρών θα νόμιζα ότι πρόκειται για αυτό που ήρθα να δω. Στον παλιό τομέα οι επιτύμβιες στήλες, τα διάσημα khachkars, ηλικίας εκατοντάδων ετών καλυμμένες τώρα από τα βρύα και την πατίνα του χρόνου, ήταν σκαλισμένες με μεγάλη τέχνη με ρόδακες, σταυρούς αλλά και σκηνές από την ζωή του θανούντος.Ένα δημοφιλές παραμύθι που σχετίζεται με το νεκροταφείο, αφορά την εισβολή του στρατού του Ταμερλάνου στην πόλη. Σύμφωνα με μια ιστορία, οι χωρικοί τοποθέτησαν κράνη στην κορυφή των khachkars. Αυτά από απόσταση έμοιαζαν με ένοπλους στρατιώτες που κατείχαν αμυντική θέση, με αποτέλεσμα ο στρατός του Ταμερλάνου να υποχωρήσει.

Όταν έφτιαχνα το ταξίδι είχα τσεκάρει και δυο καταρράχτες. Ο πρώτος ήταν στην πόλη Jermuk. Η πόλη των 7.000 κατοίκων ήταν γραφική αλλά παρακμασμένη και λίγο μελαγχολική, ίσως επειδή λόγω εποχής δεν είχε καθόλου κόσμο και έκανε αρκετή ψύχρα. Υπήρξε τουριστικό θέρετρο για τα μέλη της κομουνιστικής νομενκλατούρας, δηλαδή της αριστοκρατίας του κόμματος-ξέρετε αυτών που ήταν ίσοι αλλά μερικοί ήταν πιο ίσοι από τους άλλους- όχι μόνον της Αρμενίας, αλλά όλης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης με ξεπεσμένα σήμερα αριστοκρατικά ξενοδοχεία και μια όμορφη μικρή λιμνούλα στο κέντρο της. Ο καταρράχτης της όμως δεν παιζότανε. Εντυπωσιακός, πανέμορφος και λαμπερός παρόλο που δεν έπεφτε κάθετα αλλά έγλυφε τα γκρίζα γλιστερά βράχια.

Ατελείωτες εκπλήξεις

Μετά συνεχίσαμε για το Goris από ένα κατ' ευφημισμό δρόμο που μόνον για Lada Niva που δεν το λυπόσουν έκανε, προκειμένου να δούμε -τι άλλο;- ένα ακόμη αρχαίο μοναστήρι. Η πόλη τώρα… Φαντάζομαι έχετε δει ταινίες με θέμα τη Γη μετά το Γ' παγκόσμιο πόλεμο. Φρίκη! Αυτή δεν ήταν πόλη. Σκηνικό του Χόλυγουντ για ταινίες τρόμου ήταν. Τα ζόμπι μόνον λείπανε. Για κλάματα. Ευτυχώς που δεν νικήσατε σύντροφοι...

Την άλλη μέρα πήγαμε να επισκεφθούμε το περίφημο μοναστήρι του Tatev του 9ουαιώνα, και αυτό στην λίστα της Unesco, που στην ακμή του είχε 600 μοναχούς. Το βράδυ δεν κατάφερα να κοιμηθώ από το άγχος μου αφού έπρεπε να γυρίσω πίσω για 17 χιλιόμετρα από τον ίδιο "μη-δρόμο". Α! Και η άλλη τσιμούχα του πιρουνιού αποδήμησε εις Κύριον, ενώ χαθήκαν και τα αντίβαρα του τιμονιού μαζί με τις μισές βίδες της μηχανής. Τα υγρά είχαν πλημμυρήσει τα μπροστινά φρένα που δούλευαν από καθόλου φρένο, σε ξαφνικό μπλοκάρισμα, αν επέμενες. Για να πας στο μοναστήρι υπήρχε τελεφερίκ. Ωχ, σκέφθηκα, αν είναι σαν την πόλη τη βάψαμε. Φθάνω στο πάρκινγκ και τη να δω. Μάλλον είχαμε διακτινιστεί σε άλλο μέρος. Η απόλυτη τελειότητα. Η τεχνολογία στο μεγαλείο της! Μέχρι κούκλες συνοδούς είχαν τα βαγόνια, άψογα ντυμένες σαν μανεκέν της Versace. Πιέζαμε με την γυναίκα μου το στόμα μας να κλείσει από την έκπληξη. Το συγκεκριμένο τελεφερίκ πήγαινε οριζόντια διανύοντας την μεγαλύτερη απόσταση στον κόσμο, περνώντας επάνω από δύο βουνά!

Η θέα ανεπανάληπτη έκοβε την ανάσα όπως και η όμορφη τελεφερικο-συνοδός. Παρένθεση: Οι κοπέλες σε όλη την Αρμενία είναι καρακουκλάρες, ακόμη και στο τελευταίο χωριό. Το μοναστήρι θα το χαρακτήριζα μέτριο, αφού όπως με ενημέρωσαν τα λεφτά χρησιμοποιηθήκαν για το τελεφερίκ και δεν έφθασαν για την αναστύλωσή του. "Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι" που λέει και ο Αστερίξ.

Αφού είδαμε άλλον ένα καταρράχτη στην πόλη Sisian, απλώς χαριτωμένο, επιστρέψαμε στο Yerevan. Ευτυχώς στο ίδιο ξενοδοχείο το δωμάτιο μας ήταν κενό. Αυτήν την πόλη δεν ήθελα να την αποχωριστώ. Πάρτε το αεροπλάνο και πηγαίνετε αν σας δοθεί η ευκαιρία. Και δεν είναι καθόλου ακριβά, αφού το φαγητό ήταν πάμφθηνο, το ταξί κόστιζε για κάθε διαδρομή 1,80 ευρώ! Όσο για την βενζίνη είχε 0,90 ευρώ το λίτρο. Στην Γεωργία ήταν φθηνότερη κατά 10 λεπτά. Παρά ταύτα, οι ντόπιοι την θεωρούσαν πανάκριβη και χρησιμοποιούσαν αέριο. Βλέπετε ο μέσος μισθός στην Αρμενία είναι262 ευρώ στην Γεωργία 207 ευρώ και στην Ελλάδα 712 ευρώ.

Τελικά με μισή καρδιά αναχωρήσαμε από την πανέμορφη πόλη του Yerevan. Ενώ ακόμη ήμουν στα προάστια, κοιτάζω το κοντέρ έτσι ώστε να είμαι στα νόμιμα όρια… νεκρό. Ταχύτης 0. Σταματώ κοιτάζω την ντίζα, κομμένη. Άντε να δω τι άλλο θα μου τύχει σκέφτηκα.

Επόμενη στάση στην Vagharshapat. Αυτή είναι μία από τις ιστορικές πρωτεύουσες της Αρμενίας και το κύριο θρησκευτικό κέντρο του αρμενικού λαού με τον καθεδρικό ναό  Etchmiadzin, την πιο σημαντική Αρμενική Αποστολική Εκκλησία, που βρίσκεται στην πόλη ανεπίσημα γνωστή ως "ιερή πόλη". Τα περισσότερα κτίρια μέσα στον "ιερό" περίβολο ήταν ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής σημασίας, με τον καθεδρικό να δεσπόζει πάνω απ' όλα τ άλλα. Ορδές παπάδων περιφερόντουσαν στο χώρο αφού υπήρχε και ιερατική σχολή, όλο δε το σκηνικό ήταν εντυπωσιακό και απέπνεε έναν αέρα υπερβολικής πολυτελείας και χλιδής, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την υπόλοιπη περιοχή, εκτός όπως σας είπα της πρωτεύουσας. Χαρακτηριστικό της κατάστασης ήταν οι δρόμοι μέσα στην πόλη. Φανταστείτε ότι έλειπαν -ή το πιθανότερο είχαν κλαπεί- τα καπάκια των υπονόμων που ήταν στο κέντρο (!) του δρόμου και όχι στις άκρες, με διάμετρο περίπου ενός μέτρου. Ευτυχώς που δεν ήταν βράδυ γιατί μάλλον θα σκοτωνόμασταν αν πέφταμε μέσα. Σταμάτησα από περιέργεια και παρατήρησα μία, διαπιστώνοντας ότι σε βάθος 3-4 μέτρων ήταν γεμάτη σκουπίδια που σήμαινε ότι θα ήταν ανοικτή επί μήνες...

Χαρακτηριστικό της κατάστασης ήταν οι δρόμοι μέσα στην πόλη. Φανταστείτε ότι έλειπαν -ή το πιθανότερο είχαν κλαπεί- τα καπάκια των υπονόμων που ήταν στο κέντρο (!) του δρόμου και όχι στις άκρες, με διάμετρο περίπου ενός μέτρου. Ευτυχώς που δεν ήταν βράδυ γιατί μάλλον θα σκοτωνόμασταν

Αυτή ήταν και η τελευταία εκκλησία που είδαμε γιατί άλλες δεν άντεχα να δω. Στην κυριολεξία τις μπούχτισα. Τόσο στην Γεωργία όσο και στην Αρμενία, πλην μοναστηριών και εκκλησιών, τα υπόλοιπα αξιοθέατα ήταν περιορισμένα. Σε άλλες χώρες τουλάχιστον συναντούσες ενδιαφέροντες ανθρώπους. Εδώ δεν θα το έλεγα... Ας όψεται η κρίση. Βλέπετε το ταξίδι το σχεδίασα με γνώμονα την οικονομία. Σε άλλες εποχές θα πήγαινα μάλλον στην Σκανδιναβία ή στην Γαλλία για μια ακόμη μία φορά, σε ευγενικούς ανθρώπους που σε σέβονται και σε υπολογίζουν.

"Ήτανε στραβό το κλίμα…"

Ρίξαμε μια γρήγορη ματιά στο Gyumri που θεωρείται μια από τις πλέον μελαγχολικές πόλεις παγκοσμίως και γι' αυτό ευθύνεται ο σεισμός του 1988, στον οποίο κατέρρευσαν οι χάρτινες πολυκατοικίες που κατασκευαστήκαν την εποχή του Μπρέζνιεφ, σκοτώνοντας περισσοτέρους από 25.000 ανθρώπους. Ο τότε πρόεδρος Gorbatsev παραδέχτηκε δημόσια ότι είχε κλαπεί το τσιμέντο από τους τσιμεντόλιθους και είχε απομείνει μόνον το χώμα και ζήτησε την βοήθεια των Αμερικανών.

Πριν φθάσουμε στα σύνορα, η άσφαλτος τελείωσε και πέσαμε σε χωματόδρομο. Αλλά τα Pilot 4 της Michelin, σκυλιά. Με βγάλανε ασπροπρόσωπο παρόλο που γι' αυτά ήταν το δεύτερο μεγάλο ταξίδι μετά το περσινό στην Γερμανία και κρίνοντας από την κατάστασή τους σίγουρα θα βγάλουν και τρίτο. Καταπληκτικά! Και λέω σκυλιά γιατί άντεξαν στο επόμενο κομμάτι, αφού εδώ τελείωσε οτιδήποτε ξέρατε περί δρόμων. Αδυνατώ να περιγράψω την κατάσταση. Μόνον στα αθλητικά κανάλια και σε αγώνες Τrial έχετε δει κάτι παρόμοιο. Το ότι καταφέραμε να περάσουμε με μια μηχανή 650 κυβικών φορτωμένη με δυο άτομα και 50 κιλά φορτίο, αποτελεί από μονό του άθλο. Όταν καθίσαμε στην άκρη του δρόμου να ξεκουραστούμε σταμάτησε ένας αγρότης και μας προσέφερε τρία αγγούρια (!) παραγωγής του. Τα σχόλια από μέσα σας...

Επόμενη διανυκτέρευση στην πόλη Akhaltikhe της Γεωργίας. Ξεχασμένη απ' τον Θεό και αυτή, αλλά το κάστρο της ένα από τα ωραιότερα που έχω επισκεφθεί. Ανακαινισμένο στην εντέλεια. Για να μην νομίζετε ότι είμαι σε όλα αρνητικός.

Από εδώ είχαμε δυο επιλογές για να περάσουμε στην Τουρκία. Η μία σε 20 χιλιόμετρα και η άλλη από το Batumi σε 180 και από εκεί επιστροφή μέσω της διαδρομής που ήδη είχαμε κάνει. Εννοείται ότι διαλέξαμε την πρώτη.

Ο Τούρκος τελωνειακός με κοίταξε περίλυπος όταν τον ρώτησα την κατάσταση του δρόμου και η απάντηση του με αποκάρδιωσε αλλά βαρέθηκα να γυρίσω πίσω. Στην αρχή ο δρόμος ήταν άριστος. Φαίνεται ότι δεν κατάλαβε τι τον ρώτησα, σκέφθηκα. Σιγά σιγά ο δρόμος ανηφόριζε με κλίση σαν του μοναστηριού στο Nekresi και ήταν ατέλειωτος. Το λαμπάκι της θερμοκρασίας πάλι άναψε και δεν έλεγε να σβήσει. Σταματώ και πάλι, περιμένω μισή ώρα, κάνω άλλα 10 χιλιόμετρα, ξανανάβει, περιμένω, άλλα 10 και ξανανάβει. Τα νεύρα μου τσατάλια. Και το κερασάκι; Στην κορυφή κόβεται η άσφαλτος, αφού τα έργα έχουν σταματήσει και εγκαταλειφθεί από την προηγούμενη χρονιά και έχει απομείνει το γαρμπίλι μαζεμένο σε βουναλάκια εδώ κι εκεί. Η μηχανή να γλιστράει σαν μεθυσμένη και η Νανά να περπατάει δίπλα μου για χιλιόμετρα. Έχω φρικάρει. Στον κατήφορο ήταν κάπως καλύτερα μέχρι που πιάσαμε άσφαλτο. Η απολύτως τέλεια άσφαλτος. Εθνική οδός! Εμείς όμως κάθε 20 χιλιόμετρα σταματάμε για μισή ώρα και περιμένουμε να κρυώσει ο κινητήρας για να συνεχίσουμε. Ήταν φανερό πλέον ότι υπήρχε σοβαρό πρόβλημα. Παίρνω τηλέφωνο τον μηχανικό μου τον Περικλή στο συνεργείο του Γκινοσάτη να μου πει την γνώμη του. Α, ρε Περικλή τι τραβάς με μένα που έμπλεξες. Θερμοστάτης μου λέει το πιθανότερο. Βγαλ' τον, θα κόλλησε. Βρίσκω ένα βενζινάδικο και σε μια σκιά αρχίζω να λύνω την μηχανή. Έχετε βγάλει ποτέ φαίρινγκ; Και αυτά τα βγάλαμε και την μισή μηχανή λύσαμε, που λέει ο λόγος, για να φτάσω στον θερμοστάτη με την γυναίκα μου να κάνει χρέη νοσοκόμας στο χειρούργο. Πιάσε το δεκαράκι, φέρε το σταυροκατσάβιδο και πάει λέγοντας. Τελικά τον έβγαλα, αλλά η φωλιά του ήταν χτισμένη από τα άλατα του κάκιστου αντιψυκτικού που έβαλα από το βενζινάδικο της γειτονιάς. Ξεκινήσαμε. Σε 20 χιλιόμετρα, τσουπ το φωτάκι ξανάναψε. "Καντήλια", ημίωρο διάλλειμα και πάμε...

Με αυτό τον τρόπο φθάσαμε στο Erzurum. Ανεβάζουμε τα πράγματα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που είχαμε κλείσει, αλλά internet γιοκ. Και εγώ το χρειαζόμουν σαν τρελός. Αλλαγή ξενοδοχείου στα γρήγορα και ευτυχώς το άλλο ήταν απέναντι. Ψάχνω για συνεργείο μοτοσυκλετών της Honda,δεν εμφάνιζε τίποτε. Ψάχνω για γενικό συνεργείο,πάλι τίποτα. Δεν είναι δυνατόν σκέφτηκα. Η πόλη έχει 400.000 κατοίκους. Κάποιο θα υπάρχει. Μπα, τίποτα. Την άλλη μέρα το πρωί πηγαίνω στο συνεργείο αυτοκινήτων της Honda. Με το που έφθασα το προσωπικό, που δεν είχε πιάσει ακόμα δουλειά, με καλωσόρισε και συγχρόνως με ενημέρωσε ότι το κοντινότεροι συνεργείο μηχανών ήταν στην Σαμψούντα σε 680 χιλιόμετρα και στην πόλη δεν υπάρχει κανένα αφού κανείς δεν έχει μηχανή. Οι άνθρωποι είδαν την τρομερή απογοήτευση στα μάτια μου αφού στιγμιαία μου πέρασαν απ' το μυαλό τα 2.500 χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι μας και το ερώτημα "τώρα τι κάνουμε;" Κάτι είπαν μεταξύ τους και μου ανακοίνωσαν: Θα στην φτιάξουμε εμείς. Από τους πιο συστηματικούς μηχανικούς που έχουν βάλει χέρι στη μηχανή μου. Φέρανε δίπλα τον κυλιόμενο πάγκο και κάθε βίδα την έβαζαν σε ξεχωριστό κουτάκι αφού μελετούσαν πολύ προσεκτικά κάθε τι που έλυναν. Τελικά αφαίρεσαν το ψυγείο. Φυσάνε, τίποτα. Ήταν τελείως βουλωμένο. Μας προσέφεραν τσάι και μας στείλανε βόλτα να δούμε τα αξιοθέατα της πόλης τους μέχρι να το ξεβουλώσουν με χημικά. Η πόλη ήταν αντικειμενικά πλούσια, αλλά εκτός από ένα ιστορικό τζαμί που είχε μετατραπεί σε μουσείο δεν είχε κάτι άλλο να επιδείξει. Όταν μετά από τρεις ώρες επιστρέψαμε, η μηχανή ήταν συναρμολογημένη και έτοιμη για να συνεχίσουμε. Πλήρωσα 150 ευρώ που μπορεί να μου φάνηκαν πολλά (ήταν;), αλλά ας είναι καλά οι άνθρωποι (στην Σερβία μου είχαν χρεώσει 100 ευρώ για δύο μπουζί!). Πάντως πριν από δέκα χρόνια λεφτά δεν θα μου παίρνανε...

"Άριστη" εξυπηρέτηση

Επόμενη στάση στην πόλη Sivas. Την αρχαία Σεβάστεια. Ψάχνοντας για ξενοδοχείο παρκάρω μπροστά από τρία που ήταν κολλητά μεταξύ τους. Πάω στο πρώτο και ο αγενέστατος ρεσεψιονίστ μου δείχνει το μετριότατο δωμάτιο ζητώντας μου γύρω στα 50 ευρώ. Του ζητάω μια καλύτερη τιμή, αρνείται και επιδεικτικά μου γυρίζει την πλάτη. Δεν μίλησα γιατί όταν είμαι κουρασμένος και εκνευρισμένος δεν ξέρω τι λέω και τι κάνω. Πάω στο διπλανό του οποίου η ρεσεψιόν ήταν στο δεύτερο όροφο. Τον ρωτώ και του λέω χαρακτηρίστηκα: "Θέλω δωμάτιο για μια νύχτα και δυο άτομα. Έχετε"; Βεβαίως μου απαντάει και μου το δείχνει, για 30 ευρώ. Κατεβαίνω φορτωνόμαστε τα 50 κιλά των βαλιτσών και ανεβαίνουμε. Με το που με βλέπει η πρώτη του κουβέντα ήταν: "Θέλω 50 ευρώ, έκανα λάθος νόμιζα ότι ήσουν μόνος σου". Κατάλαβα ότι είχε πέσει τηλέφωνο από το διπλανό. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και ξέσπασα. Άρχισα να κατεβάζω καντήλια και λοιπά γαλλικά ουρλιάζοντας κατεβαίνοντας την σκάλα. Δεν βαριέσαι, σκέφτηκα, θα πάω στο διπλανό. Όντως πηγαίνω και μου ανακοινώνουν ότι ήταν γεμάτο. Η περιοχή είχε πολλά ξενοδοχεία.

Σε όποιο κι αν πήγα μου δήλωναν γεμάτο, αφού θα είχαν πέσει τα σχετικά τηλεφωνήματα. Εν τω μεταξύ νύχτωσε και άρχισε να βρέχει. Κάπου έπρεπε να μείνουμε. Ρωτώ που βρίσκεται και πηγαίνω στο ακριβότερο ξενοδοχείο της πόλης. Πέντε αστέρων. Με το που με βλέπουν μου δηλώνουν κατευθείαν, γεμάτο. Ψέματα μου λες, λέω στον ρεσεψιονίστ. "ΝΑΙ" μου απαντάει θρασύτητα. Με την βροχή άρχισε και το μποτιλιάρισμα και 'μεις αρχίσαμε να μουσκεύουμε. Τελικά σταματάω σ ένα βενζινάδικο βάζω βενζίνη και ζητώ από τον υπάλληλο τον κωδικό του internet για να επικοινωνήσουμε με τα παιδιά μας. Κοιτάζω το GPS,η επόμενη πόλη μετά από 200 χιλιόμετρα. Κλείνω ξενοδοχείο καλού κακού και πάμε να ξεκινήσουμε. Βάζω μπρος, φώτα τίποτα! Εκεί τρελάθηκα. Όλα λειτουργούσαν πλην των κεντρικών φώτων. Άντε λύσε τα μισά πλαστικά μέχρι να φτάσεις στην λάμπα. Αν υπάρχει Θεός, κάηκε η Xenon. Ευτυχώς είχα μια κοινή μαζί μου και την αντικατέστησα. Οι άνθρωποι του βενζινάδικου ήταν ευγενέστατοι, μας προσέφεραν τσάι και χώρο για να ακουμπήσουμε τα πράγματα μας και με νοήματα προσπάθησαν να μας αναπτερώσουν το ηθικό. Ευτυχώς υπάρχουν και καλοί άνθρωποι. Ξεκινήσαμε κατά τις 12. Η βροχή σταμάτησε αλλά η θερμοκρασία έπεσε στους 5 βαθμούς. Τρέμαμε. Παρόλο που ο δρόμος και η σήμανση του άγγιζε την τελειότητα η οδήγηση ήταν μαρτυρική, αφού τα αντιθέτως ερχόμενα αυτοκίνητα δεν έκλειναν τους προβολείς τους και σε τύφλωναν. Οι κεραυνοί γύρω μας έπεφταν αμέτρητοι και το τοπίο φάνταζε εφιαλτικό. Τελικά φθάσαμε στο Tokat. Το ξενοδοχείο ήταν από τα χειροτέρα που έχω μείνει, η ώρα είχε πάει τρεις και εμείς θεονήστικοι από το πρωί. Ευτυχώς βρήκα ένα φούρνο που μόλις είχε βγάλει τα πρωινά κουλούρια και βολευτήκαμε. Με το που μπήκα στο ξενοδοχείο, άνοιξαν οι ουρανοί. Η πόλη πλημμύρισε και το νερό ξεπέρασε σε δευτερόλεπτα το μισό μέτρο. Δέκα λεπτά αν είχαμε καθυστερήσει δεν ξέρω τι θα είχαμε απογίνει.

Το ξενοδοχείο στην Άγκυρα την επόμενη ήταν κορυφαίο. Επειδή ως γνωστό το GPS έχει δικό του τρόπο σκέψης, μέχρι να το βρούμε περιδιαβήκαμε την μισή πρωτεύουσα. Τέλεια, απόλυτα ευρωπαϊκή. Η Τουρκία έχει αλλάξει. Τεραστία εργοστασιακά συγκροτήματα, χιλιάδες νταλίκες να μεταφέρουνε αυτοκίνητα σαν το δικό μου Clioκαι όλα τα αυτοκίνητα των κατοίκων ολοκαίνουργια. Ο κόσμος φαινόταν ότι ευημερούσε. Το έδειχνε και ήταν χαρούμενος. Τι κι αν μερικοί συμπατριώτες μου λένε ότι η οικονομία της είναι φούσκα σαν την δική μας και θα σκάσει. Πώς να σκάσει όταν έξω από κάθε πρωτεύουσα νομού υπήρχε μια τεραστία βιομηχανική περιοχή με υπερσύγχρονα εργοστάσια; Όσα δεν φτάνει η αλεπού...Όμως άλλαξε και η νοοτροπία των ανθρώπων. Δεν έγιναν Βούλγαροι και Γεωργιανοί, αλλά όπως ήτανε δεν είναι. Σίγουρα το χρήμα χαλάει τον άνθρωπο.

Την επόμενη φτάσαμε Κωνσταντινούπολη όπου μείναμε για δυο μέρες. Ίσως ήταν η 15ηφορά για μας στην βασιλεύουσα, που ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία επάνω μου. Και εδώ διαπίστωσα μια από τα ίδια. Ευχαριστημένους ανθρώπους. Ανθρώπους που διοικούνται από σοβαρούς και έμπειρους πολιτικούς και όχι από ένα τσούρμο ερασιτέχνες του αμφιθέατρου και των καταλήψεων.

Μετά από σχεδόν ένα μήνα, φτάσαμε επιτέλους σπίτι μας. Παρά το γεγονός ότι ήταν ένα φθηνό ταξίδι, ό,τι γλύτωσα το πλήρωσα στους γιατρούς και τους φυσιοθεραπευτές. Σίγουρα δεν ήταν από τα καλύτερά μας, αλλά οι μπαταρίες μας γέμισαν. Ας μην είμαστε αχάριστοι. Άντε και του χρόνου να 'μαστε καλά!

 

Κείμενο: Μιχάλη & Αθηνάς Παπαδάκου  φωτό: των ιδίων

Διαβάστε το 'Α Μέρος

 

Australian tour (Μέρος Α')

Στο μεγάλο νησί του Νότου
Από τον

Κωνσταντίνο Μητσάκη

11/8/2017

Κόκκινη άμμος, επίπεδη απεραντοσύνη, καθάριος ουρανός, ατίθασα ωκεάνια νερά, ατέρμονες ευθείες, ερημική βλάστηση, το σκηνικό του τόπου. Ανεμπόδιστη ματιά, εκκωφαντική σιωπή και δυσβάστακτη μοναξιά, το σενάριο του δρόμου. Είναι κάποια μέρη στον κόσμο που μοιάζουν να φτιάχτηκαν αποκλειστικά για τους μοναχικούς οδικούς ταξιδιώτες –σκληρά, αφιλόξενα, μακρινά. Η Αυστραλία, η μικρότερη ήπειρος του κόσμου, είναι ένα από αυτά…

Γιατί όμως εσύ, ο μοναχικός μοτοσυκλετιστής ταξιδιώτης, πρέπει να πας εκεί; Μήπως επειδή σε έλκει το ταξίδι της ματιάς στο βάθος του επίπεδου ορίζοντα; Νιώθεις επιτακτική την ανάγκη της ενδοσκόπησης και της καθημερινής συνομιλίας με τον εαυτό σου; Απεχθάνεσαι τον κοσμοπολιτισμό και λατρεύεις τις σαγηνευτικές προκλήσεις μιας ανόθευτης φύσης; Ή γιατί θέλεις να γευτείς το αίσθημα της απόλυτης ελευθερίας πάνω σε δυο τροχούς;

Γιατί πρέπει τελικά να πας στην Αυστραλία; Για όλα τα παραπάνω φυσικά, αλλά και για πολλά ακόμα… Στο μακρινό νησί του Νότου θα κεράσεις την ψυχή σου με τα πιο αιματοβαμμένα ηλιοβασιλέματα. Θα νιώσεις τον άνεμο της ερήμου (Outback) να παίρνει μακριά τις περιττές σκέψεις και έγνοιες του μυαλού σου. Θα ταξιδέψεις πάνω στα ίχνη πρωτοπόρων εξερευνητών, θα γνωρίσεις ένα ιδιόρρυθμο όσο και μοναδικό οικοσύστημα και θα αφουγκραστείς με σπαραγμό καρδιάς τις υπαρξιακές ανησυχίες και τα ανεκπλήρωτα όνειρα των ιθαγενών Αβοριγίνων.

Από ένα δίτροχο ταξίδι γνωριμίας και στοχασμού στην κατακόκκινη Αυστραλία των καγκουρό, σίγουρα θα θελήσεις να κρατήσεις δικό σου για πάντα ένα μικρό κομμάτι της… Εγώ, αντίθετα, από τον τόπο όπου γεννήθηκα πριν πενήντα χρόνια και πέρασα τα ξένοιαστα παιδικά μου χρόνια, έχω φυλαγμένο βαθιά στα εσώψυχά μου ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που κάθε δέκα χρόνια επιστρέφω στο μεγάλο νησί του Νότου και το εξερευνώ με μια μοτοσυκλέτα. Το έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου και προσπαθώ –παρά τις όποιες δυσκολίες και τα απρόβλεπτα της ζωής– να το τηρώ ευλαβικά. Και τώρα βρισκόμουν για τρίτη φορά στους αντίποδες της γης, κρατώντας το τιμόνι μιας μοτοσυκλέτας….

Ένας Αρκάς στην Αυστραλία

Διασχίζοντας εκείνο το ηλιόλουστο απόγευμα με την μαύρη ΚΤΜ 1050 Adventure την εμβληματική γέφυρα Harbour Bridge του Sydney, το οδοιπορικό "Australian Tour 2015" ξεκινούσε με αφετηρία την κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα της πολιτείας New South Wales (Ν.S.W).

Τι εστί όμως "Australian Tour 2015" στην πράξη; Η κόκκινη γραμμή του χάρτη περιλάμβανε οδικό πέρασμα μέσα από έξι πολιτείες (New South Wales, Queensland, Northern Territory, Western Australia, South Australia, Victoria) και γνωριμία με έξι μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας (Darwin, Alice Springs, Perth, Adelaide, Melbourne, Canberra). Αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής θα αποτελούσε το ερημικό οικοσύστημα της Outback (η επίπεδη αυστραλιανή ενδοχώρα), ενώ στην διάρκεια του ταξιδιού θα έπρεπε να λάβω σοβαρά υπ’ όψιν τις καιρικές συνθήκες του νοτίου ημισφαιρίου (χειμώνας), την οδήγηση σύμφωνα με τα βρετανικά οδικά πρότυπα (οδηγούν ανάποδα), τις τεράστιες αποστάσεις ανάμεσα στα αστικά κέντρα (καταραμένη μοναξιά) και την αυστηρή αστυνόμευση του οδικού δικτύου, κυρίως στις ανατολικές και νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας.

Κι ενώ μια τεράστια λαχτάρα οδηγούσε την ανυπόμονη ψυχή μου στα μονοπάτια αυτού του νέου ταξιδιού στην Αυστραλία, ο λογισμός μου έτρεχε πίσω, στις επτά μέρες που έμεινα στο Sydney, περιμένοντας την άφιξη και τον εκτελωνισμό της μοτοσυκλέτας, η οποία ήρθε ατμοπλοϊκώς από την Ελλάδα μετά από 45 θαλασσοδαρμένες μέρες.

Τι να πρωτοθυμηθώ! Βίωσα συγκινησιακά φορτισμένες στιγμές όταν "χάθηκα" στις αγκαλιές και στα φιλιά των αγαπημένων μου συγγενικών προσώπων - θείοι, ξαδέλφια, κουμπάροι, ανήψια, αλλά και πολλοί γνωστοί. Ανταλλαγές δώρων, απανωτά τραπεζώματα, γέλια, αναμνήσεις και ατελείωτες συζητήσεις γύρω από τα τεκταινόμενα στην μητέρα Ελλάδα (για το επερχόμενο μνημόνιο Νο 3 και το αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα).

Τι άλλο έκανα; Δεν παρέλειψα να περπατήσω για πολλοστή φορά στους δρόμους του κοσμοπολίτικου Sydney, του πολυπληθέστερου αστικού κέντρου της Αυστραλίας. Με καταλύτη το υδάτινο στοιχείο του ωκεανού, η πόλη που με μεγάλωσε είναι μια πανέμορφη μητρόπολη που αντανακλά την κυρίαρχη αγγλοσαξωνική κουλτούρα της χώρας και διαθέτει σύγχρονη αισθητική, υψηλή ποιότητα ζωής και μοναδικά τουριστικά αξιοθέατα (Harbour Bridge, Opera House, Darling Harbour).

Το γεγονός πάντως που έμελλε να χαραχτεί ανεξίτηλα στην μνήμη μου ήταν η υποδοχή και η στήριξη (ηθική και υλική) που γνώρισα από τον Παναρκαδικό Σύλλογο Νέας Νότιας Ουαλίας (Panarcadian Association of N.S.W) – καθότι Αρκάς κι εγώ… Ένα ανυπέρβλητο συναίσθημα χαράς πλημμύρισε κάθε κύτταρο του κορμιού μου όταν βρέθηκα ανάμεσα σε Έλληνες μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς που ακόμα διατηρούν έντονη την ελληνική συνείδηση και την πολιτισμική τους ταυτότητα.

Μόνο στο Sydney υπάρχουν περίπου 200.000 Έλληνες, σε σύνολο 750.000 που βρίσκονται σκορπισμένοι σ’ όλη την Αυστραλία. Πρόκειται για τους περήφανους ακρίτες και θεματοφύλακες του απόδημου ελληνισμού, που βρέθηκαν στους μακρινούς αντίποδες της γης ορμώμενοι από το σύνδρομο του Οδυσσέα. Όπως άλλωστε και ο πατέρας μου!

Προς μεγάλη μου έκπληξη, το διοικητικό συμβούλιο του Παναρκαδικού Συλλόγου (Κώστας Αργυρόπουλος, Στέλιος Θεοδωρέλος, Φίλιππος Κοΐνης, Κώστας Κούρτης), με επικεφαλή τον πρόεδρο Παναγιώτη Σουλελέ, οργάνωσαν μια μικρή συγκινητική τελετή αναχώρησης μπροστά από τα γραφεία του συλλόγου (Pan-Arcadian House), στο προάστιο Randwick. Έτσι, με τις θερμές ευχές των Ελλήνων Αρκάδων, ξεκίνησε η δίτροχη αυστραλιανή περιπέτεια "Australian Tour 2015". Είχα να διατρέξω περίπου 18.000 χιλιόμετρα στο κορμί της Αυστραλίας και ο χρόνος είχε αρχίσει πλέον να μετρά αντίστροφα…

 

Οι Τρεις Αδελφές

Δυο μέρες αφότου αποχαιρέτησα το Sydney έφτασα στην πόλη Broken Hill (1.130 χλμ. μακριά από το Sydney), κοντά στα νοτιοδυτικά σύνορα της πολιτείας N.S.W. Έχοντας αφήσει πίσω μου την οροσειρά Blue Mountains, με τους αμέτρητους κατάφυτους λόφους, τις μικρές εύφορες κοιλάδες και τις πανομοιότυπες κωμοπόλεις, η περίοδος προσαρμογής στους δρόμους της Αυστραλίας ολοκληρώθηκε δίχως ιδιαίτερα προβλήματα.

Η πιο δυνατή στιγμή της διαδρομής ήταν αναμφίβολα η στάση στην πόλη Katoomba (95 χιλιόμετρα δυτικά του Sydney), για να θαυμάσω τo βραχώδη μνημείο "Three Sisters". Πρόκειται για ένα σχηματισμό τριών βράχων από ψαμμίτη που υψώνονταν θεαματικά πάνω από την κοιλάδα Jamison. Σύμφωνα μ’ έναν τοπικό μύθο των Αβοριγίνων, οι βράχοι "Three Sisters" ήταν τρεις αδελφές (Meehni, Wimlah και Gunnedoo) της τοπικής φυλής Katoomba, που ζούσαν κάποτε στην παρακείμενη κοιλάδα.

Λίγο πριν περάσω τα σύνορα της Ν.S.W και βρεθώ στα γεωγραφικά όρια της πολιτείας South Australia, έγινε η πρώτη επαφή μου με τους τοπικούς άρχοντες του νόμου. Έχοντας περάσει κατά πέντε ολόκληρα χιλιόμετρα το όριο ταχύτητας (115 χλμ/ώρα αντί 110), θεωρήθηκα ένας στυγνός εγκληματίας και ακινητοποιήθηκα στην άκρη του δρόμου από τους άνδρες ενός περιπολικού, οι οποίοι, μόλις διαπίστωσαν το έγκλημα που είχα διατελέσει, έσπευσαν να με καταδιώξουν. Ευτυχώς, η δικαιολογία του νέο-αφιχθέντος στην χώρα τους "Overseas Traveler" που επικαλέστηκα και το περίλυπο –σχεδόν ικετευτικό– ύφος μου (το πρόστιμο για την παράβαση του ορίου ταχύτητας ξεκινά από τα 600 δολάρια Αυστραλίας), τους καλμάρισε και απομάκρυνε το ενδεχόμενο μιας οδυνηρής κλήσης. Μετά τις σχετικές νουθεσίες και τα λεκτικά "μαστιγώματα" που δέχτηκα, συνέχισα τον δρόμο μου σε ρυθμούς χελώνας και με την ψυχολογία στα τάρταρα…

Σχετικά με την αυστηρή αστυνόμευση των δρόμων και την αδιαλλαξία των Αρχών απέναντι στις όποιες παραβατικές συμπεριφορές των Αυστραλών οδηγών, είχε φροντίσει να με ενημερώσει (και να με προειδοποιήσει φυσικά) ο Ελληνο-Αυστραλός δημοσιογράφος και φίλος Δημήτρης Καμετόπουλος. Μόνιμος κάτοικος Sydney και κάτοχος μιας Suzuki GSX-R1000 K8, ο Δημήτρης (όπως και αρκετοί άλλοι συνειδητοποιημένοι ντόπιοι μοτοσυκλετιστές) ήταν αγανακτισμένος με την αυστηρότητα και την παράνοια των νόμων, όσον αφορά την οδήγηση μοτοσυκλέτας στους δρόμους της Αυστραλίας. Πριν ακόμα "βάλω ρόδα" στην Αυστραλία, μέσω της ιστοσελίδας www.trellamotorcycles.blogspot.com.au που διαχειρίζεται ο ίδιος, είχα την ευκαιρία να συλλέξω χρήσιμες οδικές πληροφορίες και να ενημερωθώ για τις δραστηριότητες της πολυπληθέστατης μοτοσυκλετιστικής κοινότητας του Sydney.

Μάλιστα, στα πλαίσια του ταξιδιού μου στην Αυστραλία, ο Δημήτρης (με την ιδιότητα του ραδιοφωνικού παραγωγού-δημοσιογράφου) μου πήρε μια συνέντευξη που μεταδόθηκε ζωντανά από την συχνότητα του Ελληνικού Προγράμματος της Κρατικής Ραδιοφωνίας Αυστραλίας (SBS), μια εβδομάδα πριν την άφιξή μου στο Sydney. Ενώ παράλληλα, μ’ ένα εκτενέστατο ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στην ελληνική εφημερίδα "Cosmos" του Sydney, ο αεικίνητος συνάδελφος ενημέρωνε τους ομογενείς για το επικείμενο ταξίδι μου με την μαύρη KTM στο μακρινό νησί της Ωκεανίας.

Μόνο στο Sydney υπάρχουν περίπου 200.000 Έλληνες, σε σύνολο 750.000 που βρίσκονται σκορπισμένοι σ’ όλη την Αυστραλία

 

Καταραμένα capital controls

Είχαν περάσει περίπου δυο βδομάδες από την στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην Αυστραλία. Διατρέχοντας την απόσταση των 480 χιλιομέτρων που χώριζαν την πόλη Broken Hill από την Port Augusta (της πολιτείας South Australia), είχα πλέον εγκλιματιστεί στους ρυθμούς της τοπικής καθημερινότητας και όλα φαίνονταν να είναι under control. Μέχρι που εκείνο το αλησμόνητο πρωινό ανακάλυψα έντρομος ότι οι πιστωτικές κάρτες που είχα μαζί δεν δούλευαν, ήταν άχρηστες. Η αιτία; Μα φυσικά, τα περίφημα capital controls των ελληνικών τραπεζών...

Στην αρχή πίστεψα πως επρόκειτο για σενάριο επιστημονικής φαντασίας, σύντομα όμως προσγειώθηκα στην απίστευτη πραγματικότητα. Μια δυσάρεστη, όσο και απρόβλεπτη οικονομική-πολιτική εξέλιξη στην Ελλάδα, είχε ως συνέπεια να ξεμείνω από χρήμα, εδώ, στην άλλη άκρη του κόσμου. Για τις επόμενες τρεις βδομάδες, μέχρι να ξεμπλοκαριστούν οι πιστωτικές κάρτες και να γίνονται ξανά αποδεκτές από το τοπικό τραπεζικό σύστημα (έστω και με μειωμένο πιστωτικό όριο) τα "είδα όλα". Βρέθηκα ξαφνικά με ελάχιστα μετρητά πάνω μου, ενώ δεν είχα καμία αξιόπιστη ενημέρωση (από την Ελλάδα) για το πότε θα άρχιζαν να επαναλειτουργούν οι πιστωτικές κάρτες.

Μπροστά στο ορατό ενδεχόμενο να εγκλωβιστώ επ’ αόριστον στην μέση της Αυστραλίας (μην ξεχνάτε ότι η μοτοσυκλέτα καταναλώνει βενζίνη και ο αναβάτης χρειάζεται τροφή), στράφηκα αναγκαστικά στους συγγενείς μου. Ευτυχώς, η απεγνωσμένη έκκληση για βοήθεια βρήκε αμέσως ανταπόκριση. Έτσι, σε χρόνο dt καταστρώσαμε ένα "Plan B" για να αντιμετωπίσουμε την επερχόμενη χρεωκοπία μου…

Οι συγγενείς μου, όπου είχαν γνωστούς και φίλους πάνω στην ρότα της διαδρομής μου, επικοινώνησαν μαζί τους και ζήτησαν την βοήθειά τους. Έτσι, σύντομα μου στάλθηκε ένα e-mail με ονόματα, διευθύνσεις και τηλέφωνα ανθρώπων στις πόλεις Alice Spring, Darwin, Broome, Perth και Adelaide, όπου μπορούσα να απευθυνθώ για ζεστά, κολλαριστά δολάρια (δανεικά φυσικά). Το μόνο που είχα να κάνω επιστρέφοντας στο Sydney ήταν να αθροίσω τα ποσά που θα είχα δανειστεί και θα τα έδινα στους συγγενείς μου -αυτοί θα φρόντιζαν για τα περαιτέρω.

 

Ζωή κάτω από τη γη

Αποχαιρετώντας την παραθαλάσσια πόλη Port Augusta, έστριψα το τιμόνι της μαύρης ΚΤΜ βόρεια, με κατεύθυνση το εσωτερικό της χώρας –αρχικός προορισμός η υπόσκαφη πόλη Coober Pedy, 530 χλμ. μακριά. Οικοδεσπότης μου ο ευθυτενής οδικός άξονας Stuart Highway που τέμνει την Αυστραλία στην μέση, ενώνοντας τα νότια της χώρας με τον μακρινό βορρά.

Οδοιπορώντας πάνω στο ασφάλτινο ίχνος του Stuart Hwy, θα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω ένα διαφορετικό πρόσωπο της αυστραλιανής γης. Εδώ απλώνεται η τεράστια κόκκινη έρημος της αυστραλιανής ενδοχώρας. Μέσα στις επόμενες μέρες θα επισκεπτόμουν τα χαρακτηριστικότερα αστικά κέντρα της Outback (Alice Spring, Tennant Creek, Coober Pedy, Barrow Creek, Katherine, Port Augusta) και θα γνώριζα μερικά από τα πιο θαυμαστά "καπρίτσια" της τοπικής φύσης (Ayers Rock, Kata Tjuta, Devil’s Marbles).

Ο συγκεκριμένος δρόμος (μήκους 2.700 χλμ.) που ξεκινά από την Port Augusta και καταλήγει στην πόλη Darwin, χαράχτηκε πάνω στην πρωτότυπη διαδρομή του πρωτοπόρου Άγγλου εξερευνητή John McDouall Stuart. Ξεκινώντας από την Port Augusta στις 11/2/1861, ο John McDouall Stuart κατάφερε να φτάσει στην περιοχή της σημερινής πόλης Darwin στις 24/7/1862, για να γίνει έτσι ο πρώτος λευκός που διέσχισε επιτυχώς την αυστραλιανή ήπειρο, από το νότο προς το βορρά.

Με αφετηρία λοιπόν την Port Augusta, ξεκίνησα κι εγώ να καταγράφω με την μαύρη ΚΤΜ την επική πορεία του θαρραλέου εξερευνητή. Η παρουσία ενός επίπεδου σεληνιακού τοπίου χαρακτήριζε το μεγαλύτερο μεγάλο μέρος της διαδρομής Port Augusta-Coober Pedy, ενώ η μικρή κωμόπολη Woomera ήταν η μικρή όαση ανεφοδιασμού που τόσο είχα ανάγκη ο δίτροχος ταξιδιώτης του Stuart Hwy.

Η Coober Pedy των 4.000 κατοίκων πήρε το όνομά της από τη λέξη των ιθαγενών Kura-Pit (σημαίνει "λευκός άνθρωπος στην τρύπα") και θεωρείται η παγκόσμια πρωτεύουσα του οπαλίου. Από το 1915 που ανακαλύφθηκαν τυχαία τα πρώτα κοιτάσματα οπαλίου στην περιοχή από τον δεκατετράχρονο Willie Hutchison (το όνομά του έχει δοθεί στον κεντρικό δρόμο της πόλης), πλήθος κόσμου άρχισε να συρρέει εδώ, στο "El Dorado" της Outback, για να συναντήσει το όνειρό του!

Εξαιτίας όμως των ακραίων κλιματολογικών συνθηκών που επικρατούν (μέχρι 50ο C το καλοκαίρι, κάτω του μηδενός τις νύχτες του χειμώνα), οι οπαλορύχοι λάξευσαν στα σπλάχνα της γης σπίτια, αποθήκες, ακόμα και εκκλησίες! Η Coober Pedy αναδείχθηκε σταδιακά σε μια μοναδική υπόγεια πολιτεία, που έχει να επιδείξει σήμερα πάμπολλα υπόγεια ξενοδοχεία, καταστήματα πώλησης οπαλίου, μουσεία οπαλίου, κατακομβικές εκκλησίες, αλλά και τουριστικά ορυχεία.

Ως γνωστόν, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, Έλληνα θα βρεις από κάτω… Στην περίπτωση πάντως της υπόσκαφης Coober Pedy, τους βρήκα κυριολεκτικά κάτω από την επιφάνεια της γης! Παρόλο που στη δεκαετία του 1960 και του 1970 υπήρχαν εδώ περισσότεροι από 1.500 Έλληνες οπαλορύχοι που έσκαβαν τα σωθικά της άγονης αυστραλιανής γης, η ελληνική κοινότητα του Coober Pedy παραμένει ακόμα δραστήρια με ενεργή παρουσία στην τοπική κοινωνία. Αν κι έχουν παραμείνει στην πόλη περίπου 80-100 ομογενείς, τα μέλη της ελληνικής κοινότητας συνεχίζουν να συναθροίζεται κάθε Πέμπτη στο ιδιόκτητο οίκημα της κοινότητας, που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Νικολάου.

Ο Λευτέρης Ράικος, ο Γιώργος Σίμος, ο Γιώργος Κοτσής και ο Δημήτρης Σουλεΐδης ήταν μερικοί από τους Έλληνες της Coober Pedy που είχα την τύχη να γνωρίσω. Άνθρωποι ζεστοί και φιλικοί, με τουλάχιστον 3-4 δεκαετίες παρουσίας στην πόλη του οπαλίου, άνοιξαν με χαρά την αγκαλιά τους και με ξενάγησαν στην δική τους Coober Pedy μέσα από τα προσωπικά τους βιώματα. Ειλικρινά τους ευγνωμονώ….

Ως γνωστόν, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, Έλληνα θα βρεις από κάτω…

 

Στην (κόκκινη) καρδιά της Αυστραλίας

Επόμενος προορισμός το πιο διάσημο μνημείο της αυστραλιανής φύσης. Ο μονολιθικός βράχος Uluru–Ayers Rock με περίμενε 730 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Coober Pedy. Με μια μικρή παράκαμψη 240 χιλιομέτρων από την τροχιά του Stuart Hwy, η ΚΤΜ φρενάρισε δυνατά μπροστά στον μεγαλύτερο μονολιθικό βράχο του κόσμου, που δεσπόζει στα όρια του Εθνικού Πάρκου "Uluru–Kata Tjuta National Park".

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η μεγάλη κόκκινη καρδιά της Αυστραλίας είναι ηλικίας 65.000.000 ετών. Έχοντας διάμετρο 9,4 χιλιόμετρα και ύψος 348 μέτρα, ο γρανιτένιος βράχος της Αυστραλίας ξεπροβάλλει κατά τρόπο συναρπαστικό στη μέση του πουθενά και με εντυπωσίασε με τις καφεκόκκινες χρωματικές εναλλαγές του –ειδικά την ώρα του δειλινού, ο βράχος έπαιρνε τις πιο όμορφες αποχρώσεις του. Αυτό πάντως που αντίκριζα εκστασιασμένος αντιπροσώπευε μόλις το 1/3 του συνολικού όγκου του τεράστιου μονόλιθου, αφού τα υπόλοιπα 2/3 βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της κοκκινωπής γης.

Ευτυχώς που είχα εκ των προτέρων μεριμνήσει να κλείσω (μέσω ιντερνέτ) ένα υποτυπώδες κατάλυμα στον καταυλισμό Yulara, μιας και η πληρότητα εδώ αγγίζει –όλο τον χρόνο– το 100%. Και φυσικά, οι τιμές προϊόντων και υπηρεσιών στα ύψη: για ένα μονό κρεβάτι (dormitory) σε οκτάκλινο δωμάτιο πλήρωσα 40 δολάρια, για την είσοδο στο Εθνικό Πάρκο κατέβαλα 35 δολάρια, η μικρή Coca-Cola κόστιζε 4 δολάρια, πλήρωσα 11 δολάρια για ένα απαράδεκτο πιάτο fish & chips, ενώ αποκορύφωμα της ληστείας ήταν η τιμή των καυσίμων. Στο μοναδικό πρατήριο που υπήρχε εντός του Εθνικού Πάρκου, ένα λίτρο βενζίνης κόστιζε 2,10 δολάρια -στα αστικά κέντρα, η μέση τιμή της βενζίνης ήταν 1,35 δολάρια το λίτρο και στα απομονωμένα roadhouses της Outback άγγιζε τα 1,80.

Τρεις μέρες παρέμεινα στο "Uluru–Kata Tjuta National Park" (το κάμπνιγκ στα όρια του Εθνικού Πάρκου απαγορεύεται αυστηρά). Αν και χειμώνας, οι θερμοκρασίες ήταν ανεκτές για μοτοσυκλέτα (10ο C – 18ο C) και ιδανικές για πεζοπορία. Εδώ είχα πολλά να κάνω. Την πρώτη μέρα, εφοδιασμένος με νερό και πολύ κουράγιο επιχείρησα μια πεντάωρη εξερευνητική πεζοπορία περιμετρικά του μονολιθικού Uluru, ενώ το ίδιο απόγευμα επισκέφθηκα το πολιτιστικό κέντρο των Αβοριγίνων Anangu "Uluru–Kata Tjuta Cultural Centre". Εδώ ενημερώθηκα για την πολιτιστική παράδοση, τη ζωή και τη φιλοσοφία των ιθαγενών Anangu, όπως και για την σημασία που έχει ο κόκκινος ιερός βράχος στις λατρευτικές δοξασίες τους.

Εκτός από τον επιβλητικό μονόλιθο, στα όρια του "Uluru–Kata Tjuta National Park" υπήρχε επίσης μια εντυπωσιακή συνάθροιση μικρότερων βράχων (55 χιλιόμετρα δυτικά του Ayers Rock), τα Olgas. Στην γλώσσα των Αβοριγίνων τα Olgas ονομάζονται Kata Tjuta, που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει "Πολλά Κεφάλια" Πρόκειται για μια περιοχή εξίσου σημαντική και ιερή για τους Αβοριγίνες Anangu (όπως είναι άλλωστε και ο βράχος Uluru), την οποία φυσικά δεν παρέλειψα να επισκεφθώ με την μοτοσυκλέτα –την δεύτερη μέρα της παραμονής μου. Την τρίτη μέρα, μόνο μπύρες και ραστώνη μπροστά στην οθόνη του laptop. Όχι σέλα, όχι χιλιόμετρα…

 

Χωμάτινη περιπέτεια

Το θερμόμετρο της μοτοσυκλέτας έδειχνε μόλις 2ο C όταν αποχαιρετούσα εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό την τεράστια πέτρινη καρδιά της Αυστραλίας. Με νωπή την ανάμνηση του τεράστιου μονολιθικού βράχου, η επιστροφή και πάλι στο Stuart Hwy ήταν επιβεβλημένη, προκειμένου να συνεχίσω το ταξίδι μου. Το κοντέρ της μοτοσυκλέτας είχε πλέον καταγεγραμμένα τα πρώτα 3.500 χιλιόμετρα του "Australian Tour 2015".

Μετά από 240 χιλιόμετρα διαδρομής συνάντησα και πάλι τον οδικό άξονα Stuart Hwy, που ανέλαβε κατόπιν να οδηγήσει την μαύρη ΚΤΜ 1050 και τον σκονισμένο αναβάτη της στον μακρινό βορρά. Με ενδιάμεσους σταθμούς τις πόλεις Alice Springs, Tennant Creek και Katherine, ήθελα μόλις 1.650 χιλιόμετρα για να βάλω ρόδα στην πόλη Darwin.

Οδηγώντας για ακόμα μια μέρα πάνω στον Stuart Hwy, τα χιλιόμετρα στο ταξίδι της αφιλόξενης Outback περνούσαν αργά και βασανιστικά. Οι ασφάλτινες ευθείες που χάνονται στο βάθος του ορίζοντα με τραβούσαν βαθειά μέσα σ’ έναν κόσμο αφόρητης μοναξιάς και απελπιστική απεραντοσύνη, ενώ κατά παράδοξο τρόπο, κάποιες τετριμμένες ταξιδιωτικές συνήθεις είχαν αποκτήσει μια άλλη διάσταση στο μονότονο ταξίδι της αυστραλιανής ενδοχώρας.

Η στάση για μια φωτογραφία, ο ανεφοδιασμός σε βενζίνη, η προσπέραση ενός Road Train (η νταλίκα της Outback που ξεπερνά σε μήκος τα 50 μέτρα), η γουλιά του ζεστού καφέ, η γνωριμία και η συνομιλία με τους άλλους ταξιδιώτες του δρόμου... Όλα τούτα λειτουργούσαν ως μια αναγκαιότητα για να αντέξω στη ψυχολογική πίεση της καταραμένης μοναξιάς. Και τελικά τα κατάφερα… Λίγο πριν πέσω σε βαθειά κατάθλιψη, αντίκρισα με ανακούφιση τα πρώτα σπίτια της πόλης Alice Springs –βρισκόμουν πλέον στα όρια της πολιτείας Northern Territory.

Η πόλη Alice Springs, ένα αναπτυσσόμενο αστικό κέντρο της κεντρικής Αυστραλίας, ιδρύθηκε το 1888 και φιλοξενεί σήμερα περίπου 25.000 κατοίκους. Για την πλειοψηφία των ταξιδιωτών, η Alice Springs αντιπροσωπεύει έναν σταθμό ανασυγκρότησης πριν ή μετά από μια πολυήμερη περιπλάνηση στην αχανή Outback. Αυτό ακριβώς το ρόλο διαδραμάτισε και για μένα η Alice Springs.

Επειδή κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι γνώρισε την Αυστραλία αν δεν περιπλανηθεί και ζήσει για μερικές έστω μέρες στην Outback, θέλησα κι εγώ να βιώσω την απόλυτη περιπέτεια της ερήμου. Έχοντας εφοδιαστεί επαρκώς σε καύσιμα, τρόφιμα και νερό, σχεδίασα και πραγματοποίησα μια εξόρμηση αποκλειστικά σε χώμα, καλύπτοντας μια απόσταση 800 χιλιόμετρα περιμετρικά της Alice Springs.

Με σύμμαχο τις χαμηλές θερμοκρασίες του αυστραλιανού χειμώνα (το καλοκαίρι η θερμοκρασία εδώ ξεπερνά τους 47ο C, καθιστώντας απαγορευτική μια παρόμοια μοτο-εξόμηση), βίωσα την δική μου χωμάτινη περιπέτεια στην καρδιά της Outback. Ξορκίζοντας κάποιες αδιόρατες φοβίες μου, για τρεις μέρες "συνομιλούσα" καθημερινά με την τοπική φύση, διασκέδαζα με τις χωμάτινες δυνατότητες της μαύρης Adventure 1050 και τα βράδια έστηνα την σκηνή μου στην μέση του πουθενά, με μόνη συντροφιά μου τον έναστρο ουρανό της Outback. Ήταν μια πραγματικά ανεπανάληπτη εμπειρία ζωής…

Επιστρέφοντας στην Alice Springs, και πριν συνεχίσω την πορεία μου πάνω στον Stuart Hwy, έπλυνα επειγόντως την μοτοσυκλέτα (που είχε μεταμορφωθεί σε μια κατακόκκινη μάζα με ρόδες) και εγώ μπήκα ολόκληρος στο… πλυντήριο για να ξεβρωμίσω!

 

Ψυχολογικά τραύματα

Κρυφό όνειρο όλων των Αυστραλών οδηγών είναι να οδηγήσουν στην επικράτεια της πολιτείας Northern Territory. Ο λόγος δεν είναι φυσικά το αυξημένο όριο ταχύτητας που έχει θεσπίσει η βόρεια πολιτεία της Αυστραλίας (130 km/h). Το όνειρο έχει όνομα και λέγεται "Open Speed Zone". Σε κάποια επιλεγμένα και σηματοδοτημένα κομμάτια του Stuart Hwy, δεν υπάρχει όριο ταχύτητας και ο κάθε πικραμένος μπορεί να καρφώσει την βελόνα του κοντέρ στο τελευταίο νούμερο του οργάνου… "Open Speed Zone" λοιπόν: μια γερή δόση "πρέζας" για τους στερημένους Αυστραλούς οδηγούς, ένα αδιάφορο μέτρο για μας τους χορτασμένους Ευρωπαίους…

Ο Τροπικός του Αιγόκερου με καρτερούσε λίγα χιλιόμετρα βόρεια της Alice Springs, στην διαδρομή προς την πόλη Tennant Creek –με τη νοητή υπέρβαση του, βρέθηκα από την εύκρατη στη διακεκαυμένη ζώνη. Οι αναμνηστικές φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στο συγκεκριμένο γεωγραφικό σημείο είχαν ως κύριο θέμα τη μοτοσυκλέτα και τον αναβάτη της, που πόζαραν όλο καμάρι μπροστά στο σχετικό μνημείο.

Περίπου 80 χιλιόμετρα πριν την Tennant Creek, η επόμενη στάση που πραγματοποίησα αφορούσε την γνωριμία με τον υπέροχο πέτρινο κόσμο των Devil’s Marbles. Μέσα στο ερημικό τοπίο της Outback, αμέτρητοι κόκκινοι γρανιτένιοι ογκόλιθοι σε ακανόνιστους σωρούς απλώνονταν σε μεγάλη έκταση, συνιστώντας ένα εξωπραγματικό θέαμα.

Εδώ συνάντησα και τον σαρανταπεντάχρονο Jerry με το ποδήλατό του, που είχε κατασκηνώνει από το προηγούμενο βράδυ. Με κέρασε καφέ κι εγώ έβαλα την παρέα – "δικυκλιστική" αλληλεγγύη. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ο Jerry μου άνοιξε αμέσως την καρδιά του. Ίσως επειδή ο πατέρας του δίδασκε αρχαιοελληνική και ρωμαϊκή Ιστορία στο πανεπιστήμιο του Sydney. Εδώ και δυο χρόνια, ο Jerry ταξίδευε με το ποδήλατό του στην Αυστραλία. Είχε παραιτηθεί από τον αυστραλιανό στρατό (υπηρετούσε ως μόνιμος υπαξιωματικός), αφού δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το σοκ που υπέστη στο Αφγανιστάν, όταν μπροστά στα μάτια του οι δυο κολλητοί του σκοτώθηκαν από έναν βομβιστή αυτοκτονίας –ο ίδιος γλίτωσε από θαύμα. Παρά την ψυχολογική στήριξη που είχε, ο Jerry προτίμησε να βυθιστεί μέσα στις αναμνήσεις του, παράτησε τελικά τα πάντα και ξεκίνησε να ταξιδεύει με το ποδήλατό για να αναθεωρήσει την ζωή του και να ξεχάσει. Καλή συνέχεια Jerry…

Καθοδόν όμως για την Tennant Creek, δεν ξέρω γιατί, μια μικρή απορία με ταλάνιζε: "Εντάξει Jerry, σε καταλαβαίνω και σέβομαι το πρόβλημα και την προσωπικότητά σου. Όμως, για τα σωματικά και ψυχολογικά τραύματα των άμαχων Αφγανών, που χρόνια τώρα ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίζονται από δήθεν λάθη των Συμμαχικών Δυνάμεων, έχει νοιαστεί ποτέ κανείς;"

Στο "Top End" της Αυστραλίας

Ο Νικ Χαλκίτης που καθόταν απέναντί μου και πίναμε τις μπύρες μας, εκτός από αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας της πόλης Darwin, ήταν επίσης οδηγός αγώνων Sprintcars (το μονοθέσιο όχημα που οδηγεί έχει περίπου 680 ίππους) και λάτρης των δυο τροχών (στο γκαράζ του είχε μια συλλεκτική Ducati 1198 και μια Harley-Davidson Ultra Glide). Ανταποκρινόμενος άμεσα στο τηλεφωνικό μου κάλεσμα, ήρθε να με συναντήσει σε μια παμπ στο κέντρο της πόλης, καθώς ήθελε οπωσδήποτε να με γνωρίσει.

Αυτό που άρεσε υπερβολικά στον Νικ ήταν η ελληνική σημαία που κοσμούσε το κράνος μου –ήθελε κι εκείνος να προβάλλει με τον ίδιο τρόπο (μέσα από τους αγώνες) την εθνική του καταγωγή: "Νικ, όταν με το καλό έρθεις του χρόνου στην Ελλάδα, φέρε μαζί το κράνος σου και θα το κάνουμε έργο τέχνης, ελληνικό…"

Τι άλλο μονοπώλησε την συζήτησή μας, εκτός από το κοινό πάθος για τις ρόδες; Μα φυσικά η παρουσία των Ελλήνων στην Darwin, το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της πολιτείας Northern Territory (γνωστή κι ως "Top End"). Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Νικ, οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν εδώ στις αρχές του 20ου αιώνα (προερχόμενοι κυρίως από την Κάλυμνο και το Καστελλόριζο), ήταν έμπειροι δύτες-σφουγγαράδες και ασχολήθηκαν αποκλειστικά με την κερδοφόρα –αλλά αρκετά επικίνδυνη– αλιεία των λευκών μαργαριταριών από τα βάθη του ωκεανού.

Σήμερα περίπου 10.000 ομογενείς διαμένουν στην πρωτεύουσα Darwin, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων κατάγεται από την Κάλυμνο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η Darwin και η Κάλυμνος είναι αδελφοποιημένες πόλεις, ενώ το άγαλμα μιας Καλύμνιας κόρης που κοσμεί τον κεντρικό πεζόδρομο της Darwin αποτελεί την απόδειξη των στενών σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ των δυο εθνοτήτων.

Ό,τι γλίτωσε από τις βόμβες των ιαπωνικών πολεμικών αεροπλάνων το 1942, το αποτελείωσε ο καταστροφικός κυκλώνας Tracy το 1974. Αναφέρομαι φυσικά στην Darwin, μια αναπτυσσόμενη και ευημερούσα πόλη της Βόρειας Αυστραλίας, που απολαμβάνει ένα ζεστό τροπικό κλίμα όλες τις μέρες του χρόνου και ομορφαίνει με υπέροχα ηλιοβασιλέματα τη ζωή των 110.000 κατοίκων της. Εδώ, το πάλλευκο κτίριο του Κοινοβουλίου, η παραθαλάσσια περιοχή Waterfront με τα μοδάτα καφέ και εστιατόρια, το Συνεδριακό Κέντρο και μια φάρμα κροκοδείλων έγιναν ψηφιακές αναμνήσεις στην κάρτα της φωτογραφικής μηχανής μου.

Προορισμός η Δύση

Με την άφιξή μου στην Darwin, η μοτοσυκλέτα είχε καταγράψει 5.950 χιλιόμετρα από την αρχή του ταξιδιού και ο υδράργυρος είχε πλέον σκαρφαλώσει στους 30ο C. Τέλος τα ισοθερμικά ρούχα, τα γάντια και η κουκούλα. Στην Βόρεια Αυστραλία έχουν αιώνιο καλοκαίρι κι αυτό μου άρεσε πολύ…

Έπρεπε όμως να φύγω, δυτικά… Επόμενος προορισμός η παραθαλάσσια πόλη Broome στις βορειοδυτικές ακτές της Αυστραλίας (2.100 χλμ. μακριά). Με Δούρειο Ίππο την διαδρομή Darwin–Katherine–Kununurra–Broome ξεκίνησα νωρίς εκείνο το πρωινό…

Επιστρέφοντας ξανά στην πόλη Katherine, έριξα "άγκυρα" για δυο μέρες. Ο λόγος ήταν το παρακείμενο Εθνικό Πάρκο "Nitmiluk National Park". Οι καταρράκτες Edith Falls και το φαράγγι Katherine Gorge αποτελούν εδώ τα θεαματικότερα αξιοθέατα της φύσης και προσελκύουν κάθε χρόνο χιλιάδες επισκέπτες. Μου ήταν φυσικά αδιανόητο να μην δηλώσω κι εγώ παρών…

Η διαδρομή Katherine–Kununurra–Broome (1.800 χιλιόμετρα) έγινε κατά το 1/3 πάνω στην χωμάτινη αρτηρία Gibb River Road και τα υπόλοιπα 2/3 στον ασφάλτινο οδικό άξονα Great Northern Hwy. Εξυπακούεται ότι μεγάλο κομμάτι της χωμάτινης διαδρομής ακολουθούσε τις όχθες του ποταμού Gibb River και χρειάστηκα δυο μέρες για να την διατρέξω, έχοντας φυσικά μαζί μου όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις επιβίωσης (τρόφιμα, νερό, βενζίνη, σκηνή).

Αυτό πάντως που δικαιολογημένα προκαλούσε την απορία και τον θαυμασμό μου σ’ όλη την Βόρεια Αυστραλία, ήταν οι ιδιότυπες τερμιτοφωλιές, που τις συναντούσα με απίστευτη συχνότητα και σε μια απίστευτη ποικιλία μεγεθών –σε αρκετές περιπτώσεις ξεπερνούσαν σε ύψος το ανάστημά μου. Με την περιέργεια μικρού παιδιού, ακουμπούσα και εξέταζα έκπληκτος τις παράξενες κατασκευές των τερμιτών, που ήταν έτσι φτιαγμένες για λόγους προστασίας από τις ιδιάζουσες καιρικές συνθήκες και τους εξωτερικούς εισβολείς.

Επρόκειτο για ακόμα μια σπάνια ιδιαιτερότητα του τοπικού οικοσυστήματος, που είχε καταφέρει να παραμείνει παρθένο για χιλιετίες ολόκληρες. Σ’ αυτό βοήθησε το γεγονός ότι πριν από 65.000.000 χρόνια η Αυστραλία αποσπάστηκε από την αρχαία ενιαία ήπειρο (Παγγαία) και απομονώθηκε στο νότιο ημισφαίριο της γης, περικυκλωμένη από τις μεγάλες ωκεάνιες μάζες. Αυτή η εξέλιξη λειτούργησε καθοριστικά στην ανάπτυξη και διατήρηση ενός ξεχωριστού οικοσυστήματος, με μοναδικά στον κόσμο είδη όπως τα αξιολάτρευτα κοάλα και τα άτακτα καγκουρό…

διαβάστε το Μέρος Β'

του Κωνσταντίνου Μητσάκη  φωτό: του ιδίου

Ετικέτες