Australian tour (Μέρος Β')

Όταν μιλά η ελληνική ψυχή
Από τον

Κωνσταντίνο Μητσάκη

12/8/2017

Η περιπλάνηση στο μεγάλο νησί του Νότου με την ΚΤΜ 1050 Adventure συνεχίζεται. Μετά την διάσχιση της δυτικής ακτογραμμής –και αφού πρώτα τάισα τα δελφίνια της περιοχής MonkeyMia– έβαλα πορεία ανατολικά, οδηγώντας τη μαύρη μοτοσυκλέτα στις ατέρμονες ευθείες της εκνευριστικά επίπεδης Nullarbor Plan. Ήταν όμως το τίμημα για να γραφτεί ο επίλογος άλλου ενός διηπειρωτικού ταξιδιού, που ολοκληρώθηκε μέσα σε μια μεγάλη, ορθάνοικτη ελληνική αγκαλιά…

 

δείτε εδώ το Πρώτο Μέρος του ταξιδιωτικού

Αφήνοντας πίσω μου εκείνο το πρωινό την πόλη Broome, δεν άργησα να βυθιστώ –για ακόμα μια μέρα– στην ατέρμονη μοναξιά της διαδρομής και στην άβυσσο των προσωπικών μου σκέψεων. Βρισκόμουν εδώ και τρεις περίπου εβδομάδες καθοδόν στους δρόμους της Αυστραλίας και στο διάστημα αυτό είχα συνειδητοποιήσει ότι η σχέση μου μ’ αυτή την χώρα είχε πλέον αλλάξει. Το γεγονός ότι η γενέτειρά μου είχε αποδειχτεί μέχρι τώρα αρκετά καλή και φιλική απέναντί μου –αποκαλύπτοντας στα μάτια μου έναν τόπο οικείο και φιλόξενο– συνηγορούσε πως θα μάλλον θα ζούσα μια ξεχωριστή ταξιδιωτική περιπέτεια στους μακρινούς αντίποδες της γης.

Αυτό όμως που πραγματικά με ενθουσίαζε περισσότερο ήταν η διαφορετικότητα και ο πλουραλισμός των αξιοθέατων που συναντούσα σε κάθε γεωγραφική ενότητα αυτής της χώρας. Στην δυτική πλευρά της, αυτήν που θα εξερευνούσα τις επόμενες μέρες, καταλυτική ήταν η παρουσία του υδάτινου στοιχείου –μεγάλο πρωταγωνιστή αποτελεί εδώ ο Ινδικός Ωκεανός.

Ωστόσο, καθοριστικό ρόλο στη απροβλημάτιστη διάσχιση της δυτικής Αυστραλίας παίζουν φυσικά και οι καιρικές συνθήκες –ευτυχώς ο χειμώνας εδώ είναι σχετικά ήπιος, με ανεκτές θερμοκρασίες (12οC– 20οC) και λίγες σχετικά βροχοπτώσεις. Η χειμερινή περίοδος είχε όμως κι άλλα καλά, αφού παντού θα έβρισκα –εύκολα και σε χαμηλές τιμές– ένα κατάλυμα. Σύμφωνα με τους ντόπιους, την αντίστοιχη εποχή του καλοκαιριού, ένα κρεβάτι στην δυτική ακτογραμμή της Αυστραλίας θα το πλήρωνα κυριολεκτικά… χρυσάφι.

Δυσάρεστα απρόοπτα

Ο παραλιακός οδικός άξονας North West Coastal Hwy "έστρωσε" τον δρόμο στις ρόδες της μαύρης 1050 για να με μεταφέρει από την παράκτια κωμόπολη Broome στην Perth, την πρωτεύουσα της πολιτείας WesternAustralia (1.800 χιλιόμετρα νοτιότερα). Ενδιάμεσα μεσολαβούσαν οι μικρές πόλεις Port Hedland, Karrath, Carnarvonκαι Geraldton, ενώ στα σχέδια υπήρχε και μια παράκαμψη στον κόλπο SharkBay.

Η πόλη Broome που μόλις άφηνα πίσω μου, ήταν ένα από τα γνωστότερα παραθαλάσσια τουριστικά θέρετρα της δυτικής Αυστραλίας και ιδρύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα ως κέντρο αλιείας μαργαριταριών (pearls) στη περιοχή. Σήμερα θεωρείται ο πιο κατάλληλος τόπος για να αγοράσει κανείς φτηνά και ποιοτικά μαργαριτάρια, ενώ η τουριστική ατραξιόν για την οποία φημίζεται η Broome είναι η βόλτα με καμήλες κατά μήκος της αμμουδερής παραλίας Cable Beach την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Αν κι έχω ανέβει πολλές φορές σε καμήλα, δεν μπόρεσα τελικά να αντισταθώ στον πειρασμό για μια ρομαντική περαντζάδα δίπλα στα ωκεάνια νερά, την ώρα που ο ουρανός έπαιρνε φωτιά…

Εγκλωβισμένος εκείνη την ημέρα στην μονοτονία της ευθυτενούς διαδρομής Broome – Karrath που με έσπρωχνε νοτιοδυτικά, δεν αντιλήφθηκα έγκαιρα πως τα καύσιμα της μοτοσυκλέτας τελείωναν, με αποτέλεσμα να ξεμείνω από βενζίνη περίπου 100 χιλιόμετρα μετά την πόλη Port Hedland (και 90 χλμ. πριν το επόμενο πρατήριο). Λάθος υπολογισμός, επιπολαιότητα ή βλακεία; Μην με ρωτάτε πώς και γιατί. Συμβαίνει και στα καλύτερα τα σπίτια…

Τελικά, λύση στο πρόβλημα δόθηκε με αρκετά ασυνήθιστο και πρωτότυπο τρόπο. Μετά από δύο ώρες αναμονής στην άκρη του δρόμου, ένα ζευγάρι νεαρών Αυστραλών μού πρόσφερε τα λίγα λίτρα βενζίνης που είχαν για την ηλεκτρογεννήτριά τους, την οποία χρησιμοποιούσαν στο κάμπινγκ. Βλέπετε, όλα τα αυτοκίνητα που σταματούσαν να με βοηθήσουν ήταν πετρελαιοκίνητα, όπως και των σωτήρων μου…

Όμως, τα απρόοπτα εκείνης της ημέρας δεν είχαν τελειώσει, όπως εσφαλμένα είχα πιστέψει. Φτάνοντας με τη δύση του ηλίου στην κωμόπολη Karrath, κι αφού ψώνισα το δείπνο μου από ένα σούπερ-μάρκετ, ξεκίνησα προς αναζήτηση στέγης –σύντομα πέρασα το κατώφλι του μοναδικού hostel που υπήρχε στην Karrath.

Ακόμα δεν ξέρω το γιατί, αλλά όταν πρωτο-αντίκρισα την ξινή φάτσα του ξενοδόχου, κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Αγνοώντας το ένστικτό μου, του έδωσα το διαβατήριο να συμπληρώσει τα στοιχεία μου. "Είσαι από την Ελλάδα;", τον άκουσα να ρωτά, μ’ έναν συγκαλυμμένο ειρωνικό τόνο στην φωνή του. "Ναι φίλε, είμαι από την Ελλάδα και ταξιδεύω με την μοτοσυκλέτα μου στην Αυστραλία ", του απάντησα ορθά-κοφτά. Κι αμέσως μετά, ήρθε η ερώτηση-καταπέλτης: "Έχεις αρκετά χρήματα για να με πληρώσεις; Σε ρωτάω γιατί άκουσα ότι η χώρα σου χρεοκόπησε και οι Έλληνες δεν έχουν χρήματα ούτε για να ζήσουν."

Ούτε κι εγώ ξέρω πως συγκρατήθηκα εκείνη τη στιγμή και δεν του "έσκασα" το κράνος στην γυαλιστερή καράφλα του. Αυτό που έκανα ήταν να τον στολίσω αμέσως μ’ όσα αυστραλέζικα μπινελίκια ήξερα, να πάρω το διαβατήριο από τα χέρια του και να πάω σ’ ένα διπλανό ξενοδοχείο… Fuck you bastard

Η αλήθεια είναι ότι η "επίθεση" που δέχτηκα από αυτό το φαλακρό κάθαρμα ήταν η μόνη περίπτωση "εθνικής" απαξίωσης και ταπείνωσης που μου έτυχε στην Αυστραλία. Η συντριπτική πλειοψηφία των Αυστραλών έδειχναν κατανόηση για την δύσκολη οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και των κατοίκων της και δεν δίσταζαν να μου εκφράζουν την αμέριστη συμπαράσταση και συμπάθειά τους.

Στην αγκαλιά του Ινδικού Ωκεανού

Ο κόλπος Shark Bay, με τα δεκάδες λιλιπούτια νησιά και την μακρόστενη χερσόνησο, συγκαταλέγεται από το 1991 στον κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco. Πρόκειται για περιοχή αξεπέραστου φυσικού κάλλους που εντοπίζεται στην δυτικότερη άκρη της Αυστραλίας (πιο δυτικά δεν υπάρχει). Τιρκουάζ νερά, ενδημικά είδη ζώων, σπάνια χλωρίδα και τροπικές παραλίες συνιστούν εδώ έναν μοναδικό προορισμό, που μου ήταν αδύνατον να αγνοήσω.

Έτσι, για δυο μέρες περιπλανήθηκα σε απόμερες παραλίες, κολύμπησα σε κρυστάλλινα νερά και κατασκήνωσα κάτω από φοινικόδεντρα, δίπλα ακριβώς στο κύμα. Ποιες ήταν οι προτεραιότητές μου; Η επίσκεψη στην παραλία Shell Beach, μια παραλία μήκους 120 χιλιομέτρων, η οποία αντί για βότσαλα, ήταν στρωμένη με μικρά πάλλευκα κοχύλια. Η Denham λογίζεται ως η δυτικότερη κωμόπολη της Αυστραλίας –μια φωτογραφία εδώ ήταν επιβεβλημένη. Και φυσικά, δεν θα έχανα με τίποτα τα παιχνιδιάρικα δελφίνια της περιοχής Monkey Mia.

Στην Monkey Mia, τα δελφίνια της θάλασσας είναι αρκετά εξοικειωμένα με την ανθρώπινη παρουσία και κάθε πρωί (στα όρια του "Monkey Mia Dolphin Resort") βγαίνουν στα ρηχά, όπου δέχονται χάδια και τροφή από τους παραβρισκόμενους επισκέπτες (εξυπακούεται ότι υπάρχουν μαζί και ειδικοί εκπαιδευτές). Ήταν ένα πραγματικά ανεπανάληπτο σόου για μικρά και μεγάλα παιδιά…

Τιρκουάζ νερά, ενδημικά είδη ζώων, σπάνια χλωρίδα και τροπικές παραλίες συνιστούν εδώ έναν μοναδικό προορισμό

Αντίθετα, η τελευταία μου στάση πριν την πόλη Perth δεν έγινε σε κάποιο θαλασσινό προορισμό της δυτικής ακτογραμμής, αλλά στην έρημο Pinnacles Desert. Στο Εθνικό Πάρκο "Nambung National Park" (190 χιλιόμετρα βόρεια της Perth) την παράσταση κλέβουν οι αμέτρητοι κιτρινωποί ασβεστολιθικοί βράχοι Pinnacles που "ξεφυτρώνουν" κατακόρυφα από το έδαφος, δημιουργώντας έτσι ένα τοπίο βγαλμένο από ταινία επιστημονικής φαντασίας.

Και μετά από δυο ώρες οδήγησης, έφτασα τελικά στο κέντρο της Perth, όπου αντίκρισα τους μοντέρνους ουρανοξύστες της πόλης να "ξεφυτρώνουν" κι αυτοί κάθετα από την γη της Δυτικής Αυστραλίας. Η μαύρη ΚΤΜ είχε πλέον καταγράψει 11.150 χλμ. από την αρχή του ταξιδιού…

Η οριζόντια διάσχιση της Αυστραλίας

Τι σημαίνει "Nullarbor"; Πώς είναι να οδηγάς στην μεγαλύτερη ευθεία της Αυστραλίας; Γιατί είναι γνωστή η κωμόπολη Kimba; Τι γίνεται όταν ένα κύμα ψύχους από την Ανταρκτική φτάνει στις νότιες ακτές της Αυστραλίας; Ποιός ήταν ο Άγγλος εξερευνητής Edward John Eyre;

Απαντήσεις σε όλα αυτά τα βασανιστικά ερωτήματα έμελλε να βρω οδηγώντας στην συνέχεια του "Australian Tour 2015" από την Perth στην Adelaide (Αδελαΐδα). Διασχίζοντας οριζόντια όλη την Νότια Αυστραλία, θα ταξίδευα για 3.000 χιλιόμετρα πάνω στο Eyre Hwy, τον μοναδικό οδικό άξονα που συνδέει τη Δυτική με την Ανατολική Αυστραλία.

Αυτός όμως δεν ήταν ο πραγματικός λόγος που ανυπομονούσα να εγκαταλείψω την Perth. Παραδόξως, ένιωθα επιτακτική την ανάγκη να αποδράσω και πάλι στους μοναχικούς δρόμους της outback. Μου έλειπε η ελευθερία της ερήμου, το ταξίδι της ματιάς στο βάθος του επίπεδου ορίζοντα, η ενδοσκόπηση και η κουβεντούλα με τον εαυτό μου. Αν και προσπαθούσα πολύ, αδυνατούσα ωστόσο να συμφιλιωθώ με τη νέα αστική πραγματικότητα, αφού η καρδιά μου ζητούσε επίμονα να την ζεστάνω με τα σαγηνευτικά χρώματα και τις παραστάσεις της αυστραλιανής ερήμου. Κόλλημα κι τούτο…

Αυτό πάντως, σε καμία περίπτωση, δεν σήμαινε ότι "σνομπάρισα" την Perth των 1.300.000 κατοίκων. Αντιθέτως, η κομψή πρωτεύουσα της δυτικής Αυστραλίας που βρίσκεται κτισμένη στις όχθες του ποταμού Swan, κοντά στις εκβολές του στον Ινδικό Ωκεανό, με ξενάγησε στον πολιτιστικό πολυχώρο "Perth Cultural Center", στον Swan Bell Tower, στα καταπράσινα όρια του πάρκου King Park, στον καθεδρικό St. Mary, αλλά και σ’ άλλες μικρές γειτονιές της.

Κράνος, γάντια, μίζα, πρώτη ταχύτητα στο κιβώτιο και επιτέλους… αναχώρηση! Η επέλαση προς την ανατολική Αυστραλία ξεκινούσε με οδηγό τον οδικό άξονα Eyre Hwy. Στην πορεία μου για την Αδελαΐδα θα βάδιζα πάνω στα χνάρια του Edward John Eyre, ενός άλλου πρωτοπόρου εξερευνητή της αυστραλιανής ηπείρου, που το 1841 κατάφερε –μετά από πέντε μήνες ταξιδιού– να ενώσει οδικά την Ανατολική με την Δυτική Αυστραλία, ολοκληρώνοντας επιτυχώς ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα 2.800 χιλιομέτρων.

Στα πρώτα 750 χιλιόμετρα της διαδρομής (από την Perth ως την κωμόπολη Noresman) έτυχε να συνταξιδέψω με την Dora, που οδηγούσε μια Yamaha ΜΤ-09 Tracer. Ανταμώσαμε τυχαία σ’ ένα βενζινάδικο στην έξοδο της Perth και συμφωνήσαμε να ενώσουμε τις μοναξιές μας και να ξορκίσουμε την πλήξη της διαδρομής. Αρκετά δυναμική και ενδιαφέρουσα γυναίκα, η 50χρονη Dora αποδείχτηκε μια πολύ καλή παρέα και ειλικρινά το διασκεδάσαμε πολύ.

Πάντως, κάθε φορά που σταματούσαμε για βενζίνη, η Dora δεν παρέλειπε να πίνει κάνα δυο ποτηράκια μπύρας μονορούφι –ήταν τα δικά της καύσιμα, όπως έλεγε χαριτολογώντας. Φτάνοντας αργά το απόγευμα στην Noresman αποχαιρέτησα την Dora, η οποία αν και είχε καταναλώσει καθοδόν περί τα 7-8 λίτρα μπύρας, ήταν αρκετά νηφάλια και προσεκτική στην οδήγηση…

Ήταν ένα ραντεβού κυριολεκτικά στα… ψυχρά! Την επομένη, εγκαταλείποντας νωρίς το πρωί την κωμόπολη Noresman, βρέθηκα να συνταξιδεύω (όχι με την Dora αυτή τη φορά) μ’ ένα κύμα ψύχους που ερχόταν από την Ανταρκτική. Όλη εκείνη την ημέρα ο υδράργυρος φλερτάριζε με μονοψήφια νούμερα, ενώ μέχρι το μεσημέρι το θερμόμετρο της μοτοσυκλέτας δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τους -4οC. Πώς κατάφερα τελικά να αντέξω; Απλά, με ζέσταιναν οι αναμνήσεις της τροπικής βόρειας Αυστραλίας και οι σκέψεις πως ο μικρός Γιωργάκης και η Όλγα απολάμβαναν τα χάδια του ήλιου σε κάποια παραλία της Ελλάδας…

Balladonia, Caiguna, Cocklebiddy, Madura, Mundrabilla, Eucla, WA-SA Border Village, Nullarbor, Yalata, Nundroo. Μιλάμε για δέκα τοπωνύμια του χάρτη, σκορπισμένα σε μια έκταση 1.300 χλμ. αμέσως μετά την Noserman, που αντιστοιχούσαν στα γνωστά Roadhouses (πρατήριο καυσίμων, εστιατόριο και κάποια δωμάτια για διανυκτέρευση). Δέκα οάσεις ζωής μέσα στο απόλυτο τίποτα της εφιαλτικής περιοχής Nullarbor Plan (nullaarbor σημαίνει στα λατινικά "κανένα δέντρο"). Η συγκεκριμένη περιοχή ονομάστηκε έτσι από τον εξερευνητή Alfred Delisser, αφού σε μεγάλο κομμάτι της, όχι δέντρο δεν υπάρχει, αλλά ούτε …ραδίκι!

Και κάπου ανάμεσα στο απρόσμενο πολικό ψύχος και στο εκνευριστικά επίπεδο τοπίο της Nullarbor Plan, είχα να "ξεπετάξω" και την μεγαλύτερη ασφαλτοστρωμένη ευθεία της αυστραλιανής ηπείρου (146,6 χλμ.). Στη διαδρομή Balladonia – Caiguna τα ρουλεμάν του τιμονιού της μαύρης ΚΤΜ αποκοιμήθηκαν –ευτυχώς, όχι ο οδηγός. Φανταστείτε πάντως τι πανικός επικράτησε στην πρώτη στροφή μετά την τρομολαγνική εμπειρία της απόλυτης αυστραλιανής ευθείας…

Τι άλλο με περίμενε στην Nullarbor Plan; Μα φυσικά τα πανύψηλα βράχια Bunda Cliffs, που συνιστούσαν ένα μοναδικό φυσικό "μπαλκόνι" ύψους 90 μέτρων, απ’ όπου είχα την ευκαιρία να θαυμάσω το συναρπαστικό αντάμωμα της Nullarbor Plan με τον Νότιο Ωκεανό. Καθισμένος για αρκετή ώρα στην άκρη του απόκρημνου γκρεμού, δεν χόρταινα να βλέπω τα αγριεμένα κύματα που έσκαγαν με μανία πάνω στα εντυπωσιακά Bunda Cliffs.

Κι όταν τελικά προσέγγισα την κωμόπολη Kimba (480 χλμ. βορειοανατολικά της Αδελαΐδας), είχα πλέον πραγματοποιήσει την μισή –οριζόντια– διάσχιση της Αυστραλίας (Halfway Across Australia). Ολιγόλεπτη στάση για τις καθιερωμένες αναμνηστικές φωτογραφίες και δρόμο για Αδελαΐδα…

 

Η καλή φίλη Ελένη

Καταπράσινες καλλιεργημένες λοφώδεις εκτάσεις με αμπελώνες και σταροχώραφα ήταν το τελείως διαφοροποιημένο –σε σχέση με την outback– τοπίο που με συνόδευε καθοδόν προς την Αδελαΐδα. Στα τελευταία 50 χιλιόμετρα, οδηγούσα όμως κάτω από το ψυχολογικό βάρος μιας επαπειλούμενης βροχής, η οποία ευτυχώς δεν εκδηλώθηκε τη στιγμή που περνούσα κάτω από τα βαρυφορτωμένα σύννεφα του κατάμαυρου ουρανού.

"Βρε πατριώτη, από την Ελλάδα έρχεσαι;" Ο οδηγός του αυτοκινήτου που σταμάτησε δίπλα μου στα φανάρια, κάπου στα βόρεια προάστια της πόλης, ήταν ο Σταύρος Λεμπέσης. Την προσοχή του είχε τραβήξει αρχικά η ελληνική σημαία στο κράνος και –κατά δεύτερο λόγο– η πινακίδα κυκλοφορίας της ΚΤΜ.

"Ακολούθησέ με, πάμε στο σπίτι μου για καφέ να μου πεις να νέα σου", ήταν η πρόσκληση του Σταύρου, την οποία φυσικά και αποδέχτηκα αμέσως. Έτσι, για τρεις ώρες, ο συμπαθής ομογενής (με καταγωγή από την Λακωνία) βρισκόταν κυριολεκτικά κρεμασμένος από τα χείλη μου, ακούγοντας τις ταξιδιωτικές εμπειρίες μου στην Αυστραλία. Ωστόσο, η κουβέντα μας μοιραία στράφηκε και στην σύγχρονη πολιτικο-οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, η οποία έχει δυστυχώς πληγώσει βαθιά την εθνική περηφάνια, όχι μόνο του Σταύρου, αλλά όλων των ομογενών μας στην Αυστραλία. Ήταν κάτι που έμελλε να το (ξανά) διαπιστώσω τις επόμενες μέρες στην Μελβούρνη, στην επαφή μου με την ελληνική παροικία της πόλης.

Την ελληνική Αδελαΐδα την γνώρισα μέσα από τις αφηγήσεις της καλής φίλης Ελένης Βάσσου, που περίμενε με ανυπομονησία την άφιξή μου στην πόλη της. Γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αδελαΐδα (αλλά με πολλά "χιλιόμετρα" στην διαδρομή Αυστραλία–Ελλάδα), η Ελένη αποδείχτηκε ένα ανοιχτό βιβλίο Ιστορίας του τοπικού ελληνισμού, που ρούφηξα αχόρταγα την κάθε σελίδα του.

Αντίθετα, την τέλεια ρυμοτομημένη Αδελαΐδα των 1.200.000 κατοίκων, που απλώνεται εκατέρωθεν του ποταμού Torrens και χαρακτηρίζεται από μια λειτουργική όσο και υποδειγματική πολεοδομική σχεδίαση, την γνώρισα περπατώντας για δυο μέρες στους δρόμους και στα εκτεταμένα πάρκα της πόλης.

 Και μετά την Αδελαΐδα, σειρά είχε να με υποδεχτεί η Μελβούρνη, η "Μέκκα" της αυστραλιανής μόδας, της τέχνης και των σπορ. Για την μετάβασή μου στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αυστραλίας (760 χλμ. νοτιοανατολικά της Αδελαΐδας) επέλεξα φυσικά την περίφημη διαδρομή Great Ocean Road (G.O.R), που οι φήμες την θέλουν ως την θεαματικότερη παράκτια διαδρομή της Αυστραλίας.

Πριν όμως η ΚΤΜ ξεκινήσει να ρολάρει πάνω στον G.O.R, προηγήθηκε μια μικρή στάση στην πόλη Gambier, όπου επισκέφθηκα την φημισμένη λίμνη Blue Lake. Πρόκειται ένα ανενεργό ηφαίστειο 4.000 ετών, του οποίου ο κρατήρας έχει μετατραπεί σε λίμνη με περίμετρο περίπου 5 χιλιόμετρα και μέγιστο βάθος 70 μέτρα. Πρωτότυπο, όσο και υπέροχο αξιοθέατο…

Ελληνική αγκαλιά

Ο Great Ocean Road είναι μια αρκετά εντυπωσιακή διαδρομή 250 χιλιομέτρων που ακροβατεί μεταξύ βουνού και θάλασσας και αντιπροσωπεύει για τους Αυστραλούς μια ρομαντική απόδραση στη φύση. Για την ιστορία, ο "Δρόμος του Μεγάλου Ωκεανού" κατασκευάστηκε μέσα σε 14 χρόνια (1918-1932) με την εργασία 3.000 στρατιωτών. Εμπνευστής αυτού του κατασκευαστικού άθλου (που λειτούργησε παράλληλα και ως τρόπος επαγγελματικής αποκατάστασης των στρατιωτών που είχαν επιστρέψει από τα πεδία των μαχών του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου) υπήρξε ο επιχειρηματίας και δήμαρχος της κωμόπολης Geelong, Alderman Howard Hitchcock.

Μικρά ψαροχώρια, κοσμοπολίτικα τουριστικά θέρετρα (Apollon Bay, Torquay, Lorne, Anglesea), δαντελωτές ακτογραμμές, απάνεμοι κόλποι, απόκρημνες παραλίες, θαλάσσιοι βράχοι-σχηματισμοί (Twelve Apostles, London Arch, Loch Ard) κι ο καταπράσινος "μανδύας" της οροσειράς Otway Ranges που κατρακυλούσε μέχρι τη θάλασσα, φρόντισαν να "ντύσουν" με εκθαμβωτικές εικόνες, σχήματα και χρώματα την πορεία μου πάνω στον ωκεάνιο δρόμο.

Χαρακτηριστικό σύμβολο του G.O.R. είναι αναμφίβολα οι θαλάσσιοι βράχοι "Twelve Apostles", που δημιουργήθηκαν σταδιακά πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια, όταν τα στοιχεία της φύσης λειτούργησαν εδώ ως επιδέξιοι γλύπτες. Το θέαμα των μοναχικών γρανιτένιων βράχων–πύργων που υψώνονταν άτακτα σκορπισμένοι μέσα στη θάλασσα –αρκετά κοντά στην παραλία– ήταν αν μη τι άλλο συναρπαστικό και μ’ ενθουσίασε αφάνταστα. Παρόλο που έχουν απομείνει μόνο 7 βράχοι (αρχικά ήταν 12, εξ’ ου και η ονομασία), οι "Twelve Apostles" είναι το δεύτερο πιο γνωστό και πολυφωτογραφημένο μνημείο της αυστραλιανής φύσης, μετά το Ayers Rock…

Κάτω από άστατες καιρικές συνθήκες (ο ήλιος και η βροχή εναλλάσσονταν συνεχώς), ευτύχησα τελικά να βάλω ρόδα στην Μελβούρνη, την "μούσα" του κόλπου Port Phillip Bay. Με το ταξίδι να έχει μπει στην τελική ευθεία, η υποδοχή που μου επιφύλαξαν εδώ τα μέλη του Παναρκαδικού Συλλόγου "Κολοκοτρώνης" ήταν ιδιαίτερη θερμή και συγκινητική. Πρωτοστατούντος του προέδρου κ. Δημήτρη Αλεξόπουλου, οι Αρκάδες της Μελβούρνης με τίμησαν για το αξιέπαινο εγχείρημά μου να μεταφέρω την ελληνική σημαία σε όλη την Αυστραλία με την μοτοσυκλέτα μου.

Με δεδομένο ότι η Μελβούρνη είναι η πολυπληθέστερη πόλη σε ελληνικό πληθυσμό της Αυστραλίας (φιλοξενεί περίπου 350.000 Έλληνες), το ενδιαφέρον και η κινητοποίηση της τοπικής ομογένειας ήταν μεγάλη. Μεταξύ άλλων, παραχώρησα μια συνέντευξη στο ελληνικό ραδιόφωνο της Μελβούρνης με την κα. Φραγκιουδάκη, η ελληνική εφημερίδα "Νέος Κόσμος" μου αφιέρωσε ένα εκτεταμένο δημοσίευμα, ενώ ευπρόσδεκτη ήταν και η πρόσκληση από την Πρόξενο του Ελληνικού Προξενείου της Μελβούρνης κα. Χρ. Σημαντηράκη, για δείπνο σ’ εστιατόριο της ελληνικής συνοικία Oakleigh.

Πρωταρχικό θέμα συζήτησης με τους ομογενείς της Μελβούρνης αποτελούσε φυσικά η κατάσταση στην Ελλάδα. Όλοι τους ήταν αρκετά πικραμένοι και στενοχωρημένοι με τη δυσμενή οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η πατρίδα τα τελευταία χρόνια. Πολλοί, μάλιστα, μου εκμυστηρεύτηκαν ότι: "…κάποτε στην Αυστραλία διατρανώναμε με περηφάνια πως ήμασταν Έλληνες, απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Λεωνίδα. Τώρα, σε πολλές περιπτώσεις, εισπράττουμε τον χλευασμό και την απαξίωση από άλλες εθνότητες της τοπικής πολυπολιτισμικής κοινωνίας… Πώς τα βλέπεις εσύ Κώστα τα πράγματα στην Ελλάδα; Θα φτιάξει σύντομα η κατάσταση; Σε περίπτωση πάντως που η κατηφόρα στην Ελλάδα συνεχιστεί, σε περιμένουμε να επιστρέψεις εδώ με την οικογένειά σου. Από μας θα έχεις αμέριστη βοήθεια για να κάνεις ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή σου…". Μετά από τούτες τις ειλικρινείς κουβέντες και τις αυθόρμητες παραινέσεις των ομογενών, πώς να μην βουρκώσεις και να μην αισθανθείς περισσότερο Έλληνας;

Όσον αφορά την απαστράπτουσα πόλη της Μελβούρνης, το γεγονός ότι η πρωτεύουσα της πολιτείας Victoria βρίσκεται μονίμως τα τελευταία χρόνια στις πρώτες θέσεις της λίστας των πόλεων με την υψηλότερη ποιότητα ζωής, τα λέει όλα. Σε μένα τουλάχιστον, η πολυπολιτισμική Μελβούρνη μου αποκάλυψε μια κοσμοπολίτικη μητρόπολη στις όχθες του ποταμού Yarra, που διέθετε την γνώση και τη δύναμη της ψυχαγωγίας, της κουλτούρας και του καλού γούστου…

Έγκλημα γενοκτονίας

Εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό, καθώς η παγωμένη πνοή του ανέμου με "έσπρωχνε" από την Μελβούρνη προς το Σύδνεϋ, οδηγούσα ήρεμα και χαλαρά την μαύρη KTM πάνω στο ασφάλτινο χαλί των 870 χιλιομέτρων του οδικού άξονα Hume Hwy. Κάπου ανάμεσα στις δυο μεγαλύτερες πόλεις της Αυστραλίας, παρεμβαλλόταν ο τελευταίος σταθμός του "Australian Tour 2015", η πρωτεύουσα της χώρας, Καμπέρα.

Αν και μια γαλήνια νηνεμία επικρατούσε στην απύθμενη θάλασσα του ψυχισμού μου, στο νου μου, αντίθετα, στριφογύριζαν τα λόγια ενός ιθαγενή, με τον οποίο έτυχε να συνομιλήσω τις προηγούμενες μέρες σ’ ένα "Aboriginal Culture Centre" της Μελβούρνης: "…η άφιξη των λευκών αποίκων στην Αυστραλία τον 18ο αιώνα σηματοδότησε την απαρχή μιας ανελέητης καταδίωξης και εξόντωσης των προγόνων μου, των νόμιμων ιδιοκτητών και κληρονόμων αυτής της γης. Σήμερα, όσοι έχουμε απομείνει (περί τους 90.000) προσπαθούμε να δηλώσουμε με κάθε τρόπο την ύπαρξή μας και να διεκδικήσουμε τον τόπο μας που καταπατήθηκαν και λεηλατήθηκαν κατά το παρελθόν… Και μπορεί σαν Αυστραλοί πολίτες που είμαστε να απολαμβάνουμε –τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο– τα ίδια δικαιώματα και προνόμια με τους λευκούς, όμως, η αποδοχή και η ενσωμάτωσή μας στον κοινωνικό ιστό της χώρας είναι σχεδόν ανύπαρκτη… Τα διάφορα επιδόματα που μας δίνει η αυστραλιανή κυβέρνηση είναι απλά μια καλή δικαιολογία για να μας έχουν έξω από το "παιχνίδι". Βρισκόμαστε δυστυχώς στο περιθώριο της τοπικής οικονομικής-κοινωνικής ζωής, με την φτώχεια, την ανεργία, τις ψυχικές ασθένειες και τον υποσιτισμό να πλήττει την συντριπτική πλειοψηφία των Αβορίγινων".

Κι ως τραγική επιβεβαίωση στα λεγόμενά του, μοιραία ήρθαν στο μυαλό μου εκείνη την στιγμή οι σοκαριστικές εικόνες των ιθαγενών, που τριγυρνούσαν τρεκλίζοντας και ουρλιάζοντας στους δρόμους των περισσοτέρων κωμοπόλεων της κεντρικής και δυτικής Αυστραλίας, παραδομένοι στην αυτοκαταστροφική εξάρτηση του αλκοόλ και των ναρκωτικών. Δυστυχώς…

Πριν αποβιβαστώ στο μεγάλο νησί του Νότου, είχα φροντίσει να πλουτίσω τις γνώσεις μου για τους Αβορίγινες. Σύμφωνα λοιπόν με ορισμένες θεωρίες ειδικών επιστημόνων, οι ιθαγενείς της Αυστραλίας ανήκουν σε μια εθνολογική ομάδα με ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά αντίστοιχα κάποιων πρωτόγονων λαών της Ασίας που κατοικούσαν στη νησιωτική (νοτιοανατολική) άκρη της κίτρινης ηπείρου. Πριν από περίπου 20.000 χρόνια σημειώθηκε μια μεγάλη μεταναστευτική κίνηση, στη διάρκεια της οποίας χιλιάδες ιθαγενείς πέρασαν με σχεδίες από τα νησιά της Ινδονησίας στην Αυστραλία, όπου διασκορπίστηκαν και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη του νησιού, δημιουργώντας φυλετικές ομάδες. Οι Αβορίγινες, αν και αγνοούσαν την γεωργία, γνώριζαν τη χρήση λίθινων και ξύλινων εργαλείων, κυνηγούσαν σε πολυάριθμες ομάδες και ζούσαν σε πλήρη αρμονία με τη φύση.

Η αρχή του τέλους της μακραίωνης παρουσίας των ειρηνικών γηγενών της αυστραλιανής γης σημειώθηκε με την άφιξη των πρώτων λευκών στην Αυστραλία. Μέσα σε περίπου 150 χρόνια, οι Αγγλοσάξονες διετέλεσαν ένα τρομερό έγκλημα γενοκτονίας: από τους 400.000 ιθαγενείς που υπολογίζεται ότι υπήρχαν στο νησί πριν την έλευση των λευκών αποίκων, μόνο 30.000 απέμειναν στις αρχές του 20ου αιώνα! Αλλά το πιο εξοργιστικό ήταν ότι η ανελέητη εξόντωση των Αβορίγινων της Αυστραλίας επιτελέστηκε με τη σιωπηρή συναίνεση και την υποκριτική στάση των τοπικών αρχών, όπως συνέβη άλλωστε και στην περίπτωση της γενοκτονίας των Ινδιάνων στις Η.Π.Α.

Τόπος Συνάντησης

Το ραντεβού με τους εκπροσώπους της ελληνικής κοινότητας της Καμπέρα και της ελληνικής Πρεσβείας είχε οριστεί στον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Νικολάου, στην περιοχή του πάρκου Telopea Park. Για την πορεία της τοπικής ομογένειας (αριθμεί περίπου 8.000 άτομα) με ενημέρωσε διεξοδικά ο αντιπρόεδρος της κοινότητας κ. Πωλ Λεβαντής, που με ιδιαίτερη περηφάνια με ξενάγησε κατόπιν και στις εγκαταστάσεις του "Hellenic Club", που είναι το καμάρι των Ελλήνων της Καμπέρα.

Για πολλούς, η Καμπέρα παρουσιάζει την εικόνα μιας τεχνητής, "αποστειρωμένης" πόλης, με πάμπολλες διοικητικές υπηρεσίες και πρεσβείες και ελάχιστα σημεία τουριστικού ενδιαφέροντος. Ίσως να μην έχουν κι άδικο, αφού η τοποθεσία της Καμπέρα επιλέχθηκε το 1908 σαν συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, του Σύδνεϋ και της Μελβούρνης, που διεκδικούσαν αμφότερες τον τίτλο της αυστραλιανής πρωτεύουσας. Επειδή καμία από τις δυο πόλεις δεν υποχωρούσε προς χάριν της άλλης, επικράτησε τελικά η σολομώντεια λύση της Καμπέρα - στη γλώσσα των Αβορίγινων "καμπέρα" σημαίνει "τόπος συνάντησης".

Προορισμένη λοιπόν για πρωτεύουσα της Αυστραλίας και έδρα της αυστραλιανής κυβέρνησης, η κατασκευή της νέας πόλης ξεκίνησε το 1913 στους πρόποδες των Αυστραλιανών Άλπεων. Μέχρι και πριν τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Καμπέρα παρέμεινε ωστόσο ένα μικρό κέντρο, μια περισσότερο αγροτική παρά αστική πόλη, τόσο στο μέγεθος, όσο και στον χαρακτήρα. Η Καμπέρα σήμερα είναι μια ιδιαίτερη πόλη-πρωτεύουσα με καθορισμένα αξιοθέατα, όπως το παλαιό Κοινοβούλιο, το μνημείο "Australian Memorial War", τη Νέα Βουλή και τη Εθνική Βιβλιοθήκη, τα οποία και φρόντισα να επισκεφτώ…

Από την Αυστραλία στην Νέα Ζηλανδία

Για 39 ολόκληρες ημέρες, τα αδιάβροχα δεν είχαν βγει από τις βαλίτσες της ΚΤΜ. Για 39 μέρες ξεγλιστρούσα με επιδέξιες κινήσεις από τις υγρές παγίδες που μου έστηναν καθοδόν τα γκρίζα σύννεφα του ουρανού. Όταν όμως την τελευταία ημέρα του ταξιδιού αναγκάστηκα να φορέσω τα αδιάβροχα (και μάλιστα για μόνο 80 χλμ.) δεν ήξερα αν μπορούσα να το θεωρώ αυτό τύχη ή ατυχία! "Βρε Κώστα, άλλοι πάνε καλοκαιρινές διακοπές στην Ευρώπη με τη μοτοσυκλέτα και μουλιάζουν στην βροχή. Κι εσύ, για μια μέρα βροχής γκρινιάζεις; Έλα τώρα, μην είσαι και αχάριστος. Χειμώνας είναι, να μην βρέξει;".

Με ανάμεικτα συναισθήματα αποχαιρέτησα εντέλει την Καμπέρα και ξεκίνησα να οδηγώ κάτω από το βάρος μιας εκνευριστικής βροχής, που δεν είχε σταματήσει να πέφτει όλο το βράδυ. Κυριακή πρωί, ελάχιστη κίνηση στον Hume Hwy, χαλαρή διάθεση, υγρά δάκτυλα, θολή ζελατίνα, μόνο 260 χιλιόμετρα μέχρι το Σύδνεϋ. Φαινόταν αρκετά παράξενο, όσο και αστείο, αλλά το κουβάρι των χιλιομέτρων τελείωνε κι εγώ δεν είχα ακόμα συνειδητοποιήσει πως ήταν η τελευταία μου μέρα καθοδόν. Όταν όμως η αυστραλιανή πρωτεύουσα έπαψε να υπάρχει στο χάρτη της διαδρομής και η απόσταση που με χώριζε από το κοσμοπολίτικο Σύδνεϋ μειώθηκε πλέον σε διψήφια νούμερα, μόνο τότε άρχισα να αντιλαμβάνομαι πως "ρουφούσα" τα τελευταία χιλιόμετρα του ταξιδιού μου στους μακρινούς αντίποδες.

Το κατάλαβα φυσικά κι εμπράκτως το ίδιο μεσημέρι, όταν πάτησα φρένο μπροστά στο "Pan–Arcadian House" του Σύδνεϋ. Εκεί, συγγενείς, φίλοι και ενθουσιασμένοι Αρκάδες, γιορτάσαμε όλοι μαζί την θριαμβευτική ολοκλήρωση του οδοιπορικού μου στην αυστραλιανή ήπειρο. Μετά από 40 αξέχαστες μέρες ταξιδιού και καταγεγραμμένα 18.150 χιλιόμετρα στο κοντέρ της μοτοσυκλέτας, το "Australian Tour 2015" αποτελούσε πλέον μια ακόμα σελίδα στο πολυσέλιδο ταξιδιωτικό μου ημερολόγιο.

Όμως, με την άφιξή μου στο Σύδνεϋ, δυο δρόμοι ανοίγονταν πλέον μπροστά μου: η επιστροφή στα πάτρια ή η αποδοχή μιας ακόμη ταξιδιωτικής πρόκλησης. Για όλους τους συγγενείς και τους φίλους, αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι προτίμησα τη δεύτερη επιλογή, την οποία, μάλιστα είχα προσχεδιάσει πριν την άφιξή μου στην Αυστραλία –προτίμησα, ωστόσο, να τους την ανακοινώσω την τελευταία στιγμή, για να αποφύγω την (καλοπροαίρετη) μουρμούρα τους…

του Κωνσταντίνου Μητσάκη  φωτό: του ιδίου

Ετικέτες

Αρμενία– Γεωργία – Τουρκία (Μέρος Β’)

Κάθε χιλιόμετρο και πρόκληση!
20/8/2017

Ένα ταξίδι είναι πάνω απ' όλα μια βιωματική εμπειρία, που μας διδάσκει, μας κάνει σοφότερους και αποτελεί κέρδος, έστω κι αν όλα αυτά που ζούμε δεν συγκαταλέγονται ακριβώς στις… ευχάριστες αναμνήσεις. Το συγκεκριμένο ταξίδι στην Αρμενία και η επιστροφή στην Ελλάδα μέσω Γεωργία και Τουρκίας μας μαθαίνει ότι καλό θα είναι να μην μπερδεύουμε την φιλοξενία με την συναδελφική αλληλεγγύη γιατί κατά κανόνα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, και στις δυο χώρες οι άνθρωποι δεν ήταν ούτε φιλικοί, ούτε φιλόξενοι

Διαβάστε το 'Α Μέρος

Τα σύνορα με την Αρμενία στο Bagratashen απείχαν 100 χιλιόμετρα. Κοντά ε; Με ένα ΧRθα χρειαζόταν μιάμιση ώρα. Για street μηχανή τέσσερις! Με το που περάσαμε την μπάρα και μπήκαμε στην χώρα βλέπω κάποιον να τρέχει καταπάνω μας χειρονομώντας έντονα. Ωχ, σκέφτηκα. Κάτι θα έκανα. Κατέβα, μου λέει, και ακολούθα με. Μπαίνω σ'ένα καμαράκι, όπου μου ζητάει 50 ευρώ. "Γιατί;", τον ρωτάω."Ασφάλεια για την μηχανή", μου απαντάει, "για 10 ημέρες". Ρε φίλε, του λέω, στην πατρίδα μου τόσο είναι για πέντε μήνες. Απάντηση: "Εσείς οι Έλληνες έχετε λεφτά". "Κι αν δεν πληρώσω;", τον ρωτάω. Τότε μου δείχνει ένα σταματημένο περιπολικό λέγοντας: "Με το που θα βγεις από δω θα σε σταματήσει και θα στην ζητήσει"! Εννοείται ότι τα πλήρωσα. Και ξεκινήσαμε για το Yerevan.

Στο πρώτο χιλιόμετρο ο δρόμος καλός. Ωραία, σκέφτηκα, πολιτισμός όχι όπως στην Γεωργία. Ρε είμαι πολύ γκαντέμης. Τι ήταν να το σκεφτώ; Όνειρο τέλος. Ο δρόμος βομβαρδισμένος. Όπου δεν υπήρχαν τρύπες να σε ρουφήξουν υπήρχαν εκατομμύρια μπαλώματα. Πρώτη και 10km/h. Ξαφνικά ακούω σειρήνα περιπολικού. Κάνω στην άκρη για να προσπεράσει, όμως αυτοί ήθελαν εμένα. Κατεβαίνουν και μου ζητάνε χαρτιά και ασφαλιστήριο (!). Τους τα δείχνω και μου ανακοινώνουν ότι πήγαινα με 50. Ούτε Navara δεν θα πήγαινε με τόσα στο κομμάτι αυτό. Οπότε κι εγώ βγάζω την υπηρεσιακή μου ταυτότητα και τους δηλώνω Έλληνας αστυνομικός (είμαι ένστολος, αλλά όχι αστυνομικός).Στενοχωρήθηκαν γιατί δεν τους έπαιρνε να μου ζητήσουν λεφτά αλλά με ρώτησαν αν ήμουν ανώτερος τους. Δήλωσα Στρατηγός! Με χαιρέτησαν δια χειραψίας κι έφυγαν. Πάλι καλά. Παρόλο που έκανα το ίδιο όταν με σταμάτησαν στο Gyumri όπως διαβάσατε στην αρχή του ταξιδιού, το κόλπο τότε περιέργως δεν έπιασε.

Ο καιρός εν τω μεταξύ αγρίεψε και πήγαινε για καταιγίδα. Σταματώσε μια εγκαταλελειμμένη λαϊκή αγορά στην άκρη του δρόμου να βάλουμε αδιάβροχα. Δίπλα υπήρχε ένα ξύλινο κουτί σαν τουαλέτα. Δεν μπήκα μέσα επειδή σιχάθηκα και πήγα από πίσω. Ξαφνικά η γη υποχωρεί και πέφτω μέσα στο βόθρο! Καλά λέω ότι δεν υπάρχει Θεός. Εννοείται ότι χτύπησα λιγάκι, όμως το σπουδαιότερο ήταν πως τα απόβλητα ήταν πολυκαιρισμένα και στεγνά οπότε την γλύτωσα. Κάτι ήταν κι αυτό…

 

Η χώρα των δύο όψεων

Η πρώτη πόλη που συναντήσαμε ήταν το Alaverdi. Η κόλαση επί της γης. Βρωμερή, άθλια και μισοκατεστραμένη. Άδεια κτίρια με τα παράθυρα σπασμένα δίπλα σε ερειπωμένες πολυκατοικίες, που όμως ζούσαν άνθρωποι, και κάτι φουγάρα ύψους 100 μέτρων μέσα στο κέντρο της. Ξερνάγαμε μαύρο καπνό που κάλυπτε τα πάντα που με έκανε να σκεφτώ το βιβλίο του Τάκη Λαζαρίδη, "Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι". Μπορεί να φθάσαμε σαν χώρα εκεί που φθάσαμε, αλλά βρε αδελφέ περάσαμε και μερικές δεκαετίες καλά, όπως και να το κάνουμε. Μέχρι την πρωτεύουσα συναντήσαμε δεκάδες κατεστραμμένα σκουριασμένα και εγκαταλειμμένα εργοστάσια. Ούτε ένα σε λειτουργία σε ολόκληρη την Αρμενία δεν είδαμε. Ούτε ένα, έτσι για δείγμα. Κανένας δεν μου έλυσε την απορία με τι πόρους ζούνε αυτοί οι άνθρωποι. Τελικά μετά από 300 χιλιόμετρα και 8 ώρες ασύλληπτου μαρτυρίου, φθάσαμε στο Yerevan. Μείναμε στο πρώτο ξενοδοχείο που συναντήσαμε και εδώ ήμουν τυχερός γιατί το δωμάτιο ήταν πολύ καλό, αλλά του προσωπικού σε κάποια άλλη ζωή πρέπει να τους είχα δολοφονήσει την οικογένεια γιατί δεν εξηγείται τόση αγένεια και ξινίλα.

Ντουζάκι, ταξί και στο κέντρο της πόλης. Φτάνουμε και παθαίνουμε σοκ. Η απόλυτη ομορφιά. Η πλατεία ήταν τέλεια. Απίστευτη. Καταπληκτική. Εκπληκτική. Και λίγα λέω. Τα ημικυκλικά κτίρια από ροζ γρανίτη κύκλωναν ένα σιντριβάνι, τα νερά του οποίου χόρευαν ενώ τα φώτιζαν εκατοντάδες αμφίβιοι προβολείς υπό τους ήχους μουσικής που ποίκιλε από ροκ μέχρι κλασσική, ενώ ακούσαμε ακόμη και τα παιδιά του Πειραιά. Πολύς κόσμος, πανέμορφες κοπέλες, καλοντυμένες, συνοδευόντουσαν από τους πιο άσχημους άνδρες που υπάρχουν στην γη.Μοντέλα δίπλα σε κουασιμόδους. Σοκαριστικό... Εν πάσει περιπτώσει, η πόλη του 1.000.000 κατοίκων -όσο βαρύ κι αν ακούγεται αυτό που θα π - για μένα ήταν ωραιότερη και από την Βιέννη. Μεγαλειώδης, πεντακάθαρη, χλιδάτη. Όλος ο κόσμος έξω πλημμύριζε τα ακριβά καταστήματα, τους πεζόδρομους και τις καφετέριες. Βέβαια, αυτή η ομορφιά δεν ήταν τυχαία αφού η πόλη κατασκευάστηκε εξ αρχής προκειμένου να αποτελέσει το πρότυπο του Σοβιετικού ιδεώδους στην πολεοδομία. Επισκεφθήκαμε όπως έπρεπε το μουσείο της γενοκτονίας των Αρμενίων αλλά και το μουσείο Cafesjian Museum of Art,άλλο καταπληκτικής έμπνευσης κτίριο το οποίο σκαρφάλωνε σε ένα λόφο της πόλης και τα εκθέματα τα έβλεπες βρισκόμενος επάνω σε κυλιόμενες σκάλες, ενώ από τεράστιες βεράντες σε διάφορα επίπεδα διακοσμημένες με υπερμοντέρνα σιντριβάνια,είχες και μια υπέροχη θέα της πόλης αλλά και της μπροστινής πλατείας που κοσμείτο από αγάλματα του διάσημου γλυπτή Fernando Botero. Περπατήσαμε τόσο πολύ, που το παντελόνι μου έλιωσε και αγόρασα καινούργιο. Το βράδυ όμως μετά από 12 ώρες καθημερινό περπάτημα, το παυσίπονο ήταν απαραίτητο. Αυτό το περπάτημα το πλήρωσα με το παραπάνω. Τρεις μήνες καλοκαιριάτικα στο κρεβάτι...

Περιπετειών συνέχεια…

Με ορμητήριο το Yerevanεπισκεφθήκαμε την ίδια μέρα το μοναστήρι Khor Virap κάτω από το Αραράτ και κολλητά με τα σύνορα της Τουρκίας, που όμως δεν έλεγε σπουδαία πράγματα, και μετά το μοναστήρι Geghard που πραγματικά άξιζε αφού βρισκόταν συν τοις άλλοις σε υπέροχο μέρος. Σε κάποια μάλιστα από της εκκλησίες του υπήρχε μια λακκούβα με αγιασμένο (;) νερό. Τώρα πως τα καταφέραμε και πέσαμε μέσα, δεν το καταλάβαμε. Ευτυχώς που δεν υπήρχε κόσμος, αφού σε αυτό βούταγαν κύπελλα και το έπιναν για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους. Μετά πήγαμε στον αρχαίο ναό του Garni. O ναός ήταν της ελληνιστικής εποχής αφιερωμένος στον ήλιο, σωστά αναστηλωμένος και πολύ εντυπωσιακός, χωρίς φυσικά να φθάνει το μεγαλείο ενός Παρθενώνα. Στην πορεία προς το Garni,ξεκίνησαν και τα μεγάλα προβλήματα που με ταλαιπώρησαν για μεγάλο διάστημα. Το πρόβλημα ξεκίνησε μέσα στο Yerevanκαι κορυφώθηκε σε ένα απλό ανήφορο έξω από την πόλη. Έβλεπα ότι η θερμοκρασία του κινητήρα ανέβαινε και το βεντιλατέρ δεν σταματούσε, το απέδωσα όμως στο έντονο μποτιλιάρισμα. Σε μια στιγμή ανάβει το κόκκινο λαμπάκι της υπερθέρμανσης.

Φρένο, στην άκρη, ενώ με ζώσανε και τα φίδια. Περίμενα κανένα μισάωρο, έσβησε και συνέχισα. Η θερμοκρασία όμως δεν κατέβαινε από τους 100 βαθμούς και μέσα μου ανησυχούσα.

Πάντως οι δρόμοι γύρω από την πόλη ομολογώ ότι ήταν άψογοι ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Εννοώ σε μια ακτίνα 50 χιλιομέτρων γύρω από αυτήν. Μετά από αυτά τα 50 άρχιζε το δράμα, αφού ήταν τελείως κατεστραμμένοι όπως εξάλλου ολόκληρη η χώρα πλην του Yerevan. Πόλη κράτος. Κάτι σαν την αρχαία Αθήνα.

Επόμενος προορισμός η λίμνη Sevan. Ο φαρδύς δρόμος που από μακριά θύμιζε αυτοκινητόδρομο ήταν γεμάτος επικίνδυνες παγίδες και -το σπουδαιότερο- η λίμνη ήταν μαύρο χάλι. Ξεκοιλιασμένα ερειπωμένα ξενοδοχεία, παράγκες, σκουπίδια, θλίψη και παρακμή. Μην πάτε. Για δυο ενδιαφέροντα εκκλησάκια σ ένα ακρωτήρι της λίμνης δεν άξιζε τον κόπο.

Αυτό που είχε όμως ενδιαφέρον ήταν το νεκροταφείο στην πόλη Noratus που απείχε μόνον 40 χιλιόμετρα από τη άσχημη και άθλια πόλη της Sevan. Ο χώρος χωριζόταν στα δυο. Το σύγχρονο και το παλιό. Ακόμη και του νέου τα μνήματα ήταν τόσο εντυπωσιακά που οι κάτοικοι του πάμπτωχου χωριού θα πρέπει να αποταμίευαν χρήματα από την μέρα που γεννήθηκαν για την κατασκευή αυτών των τεραστίων και περίτεχνων μνημάτων. Αν δεν έβλεπα τις φωτογραφίες των νεκρών θα νόμιζα ότι πρόκειται για αυτό που ήρθα να δω. Στον παλιό τομέα οι επιτύμβιες στήλες, τα διάσημα khachkars, ηλικίας εκατοντάδων ετών καλυμμένες τώρα από τα βρύα και την πατίνα του χρόνου, ήταν σκαλισμένες με μεγάλη τέχνη με ρόδακες, σταυρούς αλλά και σκηνές από την ζωή του θανούντος.Ένα δημοφιλές παραμύθι που σχετίζεται με το νεκροταφείο, αφορά την εισβολή του στρατού του Ταμερλάνου στην πόλη. Σύμφωνα με μια ιστορία, οι χωρικοί τοποθέτησαν κράνη στην κορυφή των khachkars. Αυτά από απόσταση έμοιαζαν με ένοπλους στρατιώτες που κατείχαν αμυντική θέση, με αποτέλεσμα ο στρατός του Ταμερλάνου να υποχωρήσει.

Όταν έφτιαχνα το ταξίδι είχα τσεκάρει και δυο καταρράχτες. Ο πρώτος ήταν στην πόλη Jermuk. Η πόλη των 7.000 κατοίκων ήταν γραφική αλλά παρακμασμένη και λίγο μελαγχολική, ίσως επειδή λόγω εποχής δεν είχε καθόλου κόσμο και έκανε αρκετή ψύχρα. Υπήρξε τουριστικό θέρετρο για τα μέλη της κομουνιστικής νομενκλατούρας, δηλαδή της αριστοκρατίας του κόμματος-ξέρετε αυτών που ήταν ίσοι αλλά μερικοί ήταν πιο ίσοι από τους άλλους- όχι μόνον της Αρμενίας, αλλά όλης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης με ξεπεσμένα σήμερα αριστοκρατικά ξενοδοχεία και μια όμορφη μικρή λιμνούλα στο κέντρο της. Ο καταρράχτης της όμως δεν παιζότανε. Εντυπωσιακός, πανέμορφος και λαμπερός παρόλο που δεν έπεφτε κάθετα αλλά έγλυφε τα γκρίζα γλιστερά βράχια.

Ατελείωτες εκπλήξεις

Μετά συνεχίσαμε για το Goris από ένα κατ' ευφημισμό δρόμο που μόνον για Lada Niva που δεν το λυπόσουν έκανε, προκειμένου να δούμε -τι άλλο;- ένα ακόμη αρχαίο μοναστήρι. Η πόλη τώρα… Φαντάζομαι έχετε δει ταινίες με θέμα τη Γη μετά το Γ' παγκόσμιο πόλεμο. Φρίκη! Αυτή δεν ήταν πόλη. Σκηνικό του Χόλυγουντ για ταινίες τρόμου ήταν. Τα ζόμπι μόνον λείπανε. Για κλάματα. Ευτυχώς που δεν νικήσατε σύντροφοι...

Την άλλη μέρα πήγαμε να επισκεφθούμε το περίφημο μοναστήρι του Tatev του 9ουαιώνα, και αυτό στην λίστα της Unesco, που στην ακμή του είχε 600 μοναχούς. Το βράδυ δεν κατάφερα να κοιμηθώ από το άγχος μου αφού έπρεπε να γυρίσω πίσω για 17 χιλιόμετρα από τον ίδιο "μη-δρόμο". Α! Και η άλλη τσιμούχα του πιρουνιού αποδήμησε εις Κύριον, ενώ χαθήκαν και τα αντίβαρα του τιμονιού μαζί με τις μισές βίδες της μηχανής. Τα υγρά είχαν πλημμυρήσει τα μπροστινά φρένα που δούλευαν από καθόλου φρένο, σε ξαφνικό μπλοκάρισμα, αν επέμενες. Για να πας στο μοναστήρι υπήρχε τελεφερίκ. Ωχ, σκέφθηκα, αν είναι σαν την πόλη τη βάψαμε. Φθάνω στο πάρκινγκ και τη να δω. Μάλλον είχαμε διακτινιστεί σε άλλο μέρος. Η απόλυτη τελειότητα. Η τεχνολογία στο μεγαλείο της! Μέχρι κούκλες συνοδούς είχαν τα βαγόνια, άψογα ντυμένες σαν μανεκέν της Versace. Πιέζαμε με την γυναίκα μου το στόμα μας να κλείσει από την έκπληξη. Το συγκεκριμένο τελεφερίκ πήγαινε οριζόντια διανύοντας την μεγαλύτερη απόσταση στον κόσμο, περνώντας επάνω από δύο βουνά!

Η θέα ανεπανάληπτη έκοβε την ανάσα όπως και η όμορφη τελεφερικο-συνοδός. Παρένθεση: Οι κοπέλες σε όλη την Αρμενία είναι καρακουκλάρες, ακόμη και στο τελευταίο χωριό. Το μοναστήρι θα το χαρακτήριζα μέτριο, αφού όπως με ενημέρωσαν τα λεφτά χρησιμοποιηθήκαν για το τελεφερίκ και δεν έφθασαν για την αναστύλωσή του. "Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι" που λέει και ο Αστερίξ.

Αφού είδαμε άλλον ένα καταρράχτη στην πόλη Sisian, απλώς χαριτωμένο, επιστρέψαμε στο Yerevan. Ευτυχώς στο ίδιο ξενοδοχείο το δωμάτιο μας ήταν κενό. Αυτήν την πόλη δεν ήθελα να την αποχωριστώ. Πάρτε το αεροπλάνο και πηγαίνετε αν σας δοθεί η ευκαιρία. Και δεν είναι καθόλου ακριβά, αφού το φαγητό ήταν πάμφθηνο, το ταξί κόστιζε για κάθε διαδρομή 1,80 ευρώ! Όσο για την βενζίνη είχε 0,90 ευρώ το λίτρο. Στην Γεωργία ήταν φθηνότερη κατά 10 λεπτά. Παρά ταύτα, οι ντόπιοι την θεωρούσαν πανάκριβη και χρησιμοποιούσαν αέριο. Βλέπετε ο μέσος μισθός στην Αρμενία είναι262 ευρώ στην Γεωργία 207 ευρώ και στην Ελλάδα 712 ευρώ.

Τελικά με μισή καρδιά αναχωρήσαμε από την πανέμορφη πόλη του Yerevan. Ενώ ακόμη ήμουν στα προάστια, κοιτάζω το κοντέρ έτσι ώστε να είμαι στα νόμιμα όρια… νεκρό. Ταχύτης 0. Σταματώ κοιτάζω την ντίζα, κομμένη. Άντε να δω τι άλλο θα μου τύχει σκέφτηκα.

Επόμενη στάση στην Vagharshapat. Αυτή είναι μία από τις ιστορικές πρωτεύουσες της Αρμενίας και το κύριο θρησκευτικό κέντρο του αρμενικού λαού με τον καθεδρικό ναό  Etchmiadzin, την πιο σημαντική Αρμενική Αποστολική Εκκλησία, που βρίσκεται στην πόλη ανεπίσημα γνωστή ως "ιερή πόλη". Τα περισσότερα κτίρια μέσα στον "ιερό" περίβολο ήταν ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής σημασίας, με τον καθεδρικό να δεσπόζει πάνω απ' όλα τ άλλα. Ορδές παπάδων περιφερόντουσαν στο χώρο αφού υπήρχε και ιερατική σχολή, όλο δε το σκηνικό ήταν εντυπωσιακό και απέπνεε έναν αέρα υπερβολικής πολυτελείας και χλιδής, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την υπόλοιπη περιοχή, εκτός όπως σας είπα της πρωτεύουσας. Χαρακτηριστικό της κατάστασης ήταν οι δρόμοι μέσα στην πόλη. Φανταστείτε ότι έλειπαν -ή το πιθανότερο είχαν κλαπεί- τα καπάκια των υπονόμων που ήταν στο κέντρο (!) του δρόμου και όχι στις άκρες, με διάμετρο περίπου ενός μέτρου. Ευτυχώς που δεν ήταν βράδυ γιατί μάλλον θα σκοτωνόμασταν αν πέφταμε μέσα. Σταμάτησα από περιέργεια και παρατήρησα μία, διαπιστώνοντας ότι σε βάθος 3-4 μέτρων ήταν γεμάτη σκουπίδια που σήμαινε ότι θα ήταν ανοικτή επί μήνες...

Χαρακτηριστικό της κατάστασης ήταν οι δρόμοι μέσα στην πόλη. Φανταστείτε ότι έλειπαν -ή το πιθανότερο είχαν κλαπεί- τα καπάκια των υπονόμων που ήταν στο κέντρο (!) του δρόμου και όχι στις άκρες, με διάμετρο περίπου ενός μέτρου. Ευτυχώς που δεν ήταν βράδυ γιατί μάλλον θα σκοτωνόμασταν

Αυτή ήταν και η τελευταία εκκλησία που είδαμε γιατί άλλες δεν άντεχα να δω. Στην κυριολεξία τις μπούχτισα. Τόσο στην Γεωργία όσο και στην Αρμενία, πλην μοναστηριών και εκκλησιών, τα υπόλοιπα αξιοθέατα ήταν περιορισμένα. Σε άλλες χώρες τουλάχιστον συναντούσες ενδιαφέροντες ανθρώπους. Εδώ δεν θα το έλεγα... Ας όψεται η κρίση. Βλέπετε το ταξίδι το σχεδίασα με γνώμονα την οικονομία. Σε άλλες εποχές θα πήγαινα μάλλον στην Σκανδιναβία ή στην Γαλλία για μια ακόμη μία φορά, σε ευγενικούς ανθρώπους που σε σέβονται και σε υπολογίζουν.

"Ήτανε στραβό το κλίμα…"

Ρίξαμε μια γρήγορη ματιά στο Gyumri που θεωρείται μια από τις πλέον μελαγχολικές πόλεις παγκοσμίως και γι' αυτό ευθύνεται ο σεισμός του 1988, στον οποίο κατέρρευσαν οι χάρτινες πολυκατοικίες που κατασκευαστήκαν την εποχή του Μπρέζνιεφ, σκοτώνοντας περισσοτέρους από 25.000 ανθρώπους. Ο τότε πρόεδρος Gorbatsev παραδέχτηκε δημόσια ότι είχε κλαπεί το τσιμέντο από τους τσιμεντόλιθους και είχε απομείνει μόνον το χώμα και ζήτησε την βοήθεια των Αμερικανών.

Πριν φθάσουμε στα σύνορα, η άσφαλτος τελείωσε και πέσαμε σε χωματόδρομο. Αλλά τα Pilot 4 της Michelin, σκυλιά. Με βγάλανε ασπροπρόσωπο παρόλο που γι' αυτά ήταν το δεύτερο μεγάλο ταξίδι μετά το περσινό στην Γερμανία και κρίνοντας από την κατάστασή τους σίγουρα θα βγάλουν και τρίτο. Καταπληκτικά! Και λέω σκυλιά γιατί άντεξαν στο επόμενο κομμάτι, αφού εδώ τελείωσε οτιδήποτε ξέρατε περί δρόμων. Αδυνατώ να περιγράψω την κατάσταση. Μόνον στα αθλητικά κανάλια και σε αγώνες Τrial έχετε δει κάτι παρόμοιο. Το ότι καταφέραμε να περάσουμε με μια μηχανή 650 κυβικών φορτωμένη με δυο άτομα και 50 κιλά φορτίο, αποτελεί από μονό του άθλο. Όταν καθίσαμε στην άκρη του δρόμου να ξεκουραστούμε σταμάτησε ένας αγρότης και μας προσέφερε τρία αγγούρια (!) παραγωγής του. Τα σχόλια από μέσα σας...

Επόμενη διανυκτέρευση στην πόλη Akhaltikhe της Γεωργίας. Ξεχασμένη απ' τον Θεό και αυτή, αλλά το κάστρο της ένα από τα ωραιότερα που έχω επισκεφθεί. Ανακαινισμένο στην εντέλεια. Για να μην νομίζετε ότι είμαι σε όλα αρνητικός.

Από εδώ είχαμε δυο επιλογές για να περάσουμε στην Τουρκία. Η μία σε 20 χιλιόμετρα και η άλλη από το Batumi σε 180 και από εκεί επιστροφή μέσω της διαδρομής που ήδη είχαμε κάνει. Εννοείται ότι διαλέξαμε την πρώτη.

Ο Τούρκος τελωνειακός με κοίταξε περίλυπος όταν τον ρώτησα την κατάσταση του δρόμου και η απάντηση του με αποκάρδιωσε αλλά βαρέθηκα να γυρίσω πίσω. Στην αρχή ο δρόμος ήταν άριστος. Φαίνεται ότι δεν κατάλαβε τι τον ρώτησα, σκέφθηκα. Σιγά σιγά ο δρόμος ανηφόριζε με κλίση σαν του μοναστηριού στο Nekresi και ήταν ατέλειωτος. Το λαμπάκι της θερμοκρασίας πάλι άναψε και δεν έλεγε να σβήσει. Σταματώ και πάλι, περιμένω μισή ώρα, κάνω άλλα 10 χιλιόμετρα, ξανανάβει, περιμένω, άλλα 10 και ξανανάβει. Τα νεύρα μου τσατάλια. Και το κερασάκι; Στην κορυφή κόβεται η άσφαλτος, αφού τα έργα έχουν σταματήσει και εγκαταλειφθεί από την προηγούμενη χρονιά και έχει απομείνει το γαρμπίλι μαζεμένο σε βουναλάκια εδώ κι εκεί. Η μηχανή να γλιστράει σαν μεθυσμένη και η Νανά να περπατάει δίπλα μου για χιλιόμετρα. Έχω φρικάρει. Στον κατήφορο ήταν κάπως καλύτερα μέχρι που πιάσαμε άσφαλτο. Η απολύτως τέλεια άσφαλτος. Εθνική οδός! Εμείς όμως κάθε 20 χιλιόμετρα σταματάμε για μισή ώρα και περιμένουμε να κρυώσει ο κινητήρας για να συνεχίσουμε. Ήταν φανερό πλέον ότι υπήρχε σοβαρό πρόβλημα. Παίρνω τηλέφωνο τον μηχανικό μου τον Περικλή στο συνεργείο του Γκινοσάτη να μου πει την γνώμη του. Α, ρε Περικλή τι τραβάς με μένα που έμπλεξες. Θερμοστάτης μου λέει το πιθανότερο. Βγαλ' τον, θα κόλλησε. Βρίσκω ένα βενζινάδικο και σε μια σκιά αρχίζω να λύνω την μηχανή. Έχετε βγάλει ποτέ φαίρινγκ; Και αυτά τα βγάλαμε και την μισή μηχανή λύσαμε, που λέει ο λόγος, για να φτάσω στον θερμοστάτη με την γυναίκα μου να κάνει χρέη νοσοκόμας στο χειρούργο. Πιάσε το δεκαράκι, φέρε το σταυροκατσάβιδο και πάει λέγοντας. Τελικά τον έβγαλα, αλλά η φωλιά του ήταν χτισμένη από τα άλατα του κάκιστου αντιψυκτικού που έβαλα από το βενζινάδικο της γειτονιάς. Ξεκινήσαμε. Σε 20 χιλιόμετρα, τσουπ το φωτάκι ξανάναψε. "Καντήλια", ημίωρο διάλλειμα και πάμε...

Με αυτό τον τρόπο φθάσαμε στο Erzurum. Ανεβάζουμε τα πράγματα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που είχαμε κλείσει, αλλά internet γιοκ. Και εγώ το χρειαζόμουν σαν τρελός. Αλλαγή ξενοδοχείου στα γρήγορα και ευτυχώς το άλλο ήταν απέναντι. Ψάχνω για συνεργείο μοτοσυκλετών της Honda,δεν εμφάνιζε τίποτε. Ψάχνω για γενικό συνεργείο,πάλι τίποτα. Δεν είναι δυνατόν σκέφτηκα. Η πόλη έχει 400.000 κατοίκους. Κάποιο θα υπάρχει. Μπα, τίποτα. Την άλλη μέρα το πρωί πηγαίνω στο συνεργείο αυτοκινήτων της Honda. Με το που έφθασα το προσωπικό, που δεν είχε πιάσει ακόμα δουλειά, με καλωσόρισε και συγχρόνως με ενημέρωσε ότι το κοντινότεροι συνεργείο μηχανών ήταν στην Σαμψούντα σε 680 χιλιόμετρα και στην πόλη δεν υπάρχει κανένα αφού κανείς δεν έχει μηχανή. Οι άνθρωποι είδαν την τρομερή απογοήτευση στα μάτια μου αφού στιγμιαία μου πέρασαν απ' το μυαλό τα 2.500 χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι μας και το ερώτημα "τώρα τι κάνουμε;" Κάτι είπαν μεταξύ τους και μου ανακοίνωσαν: Θα στην φτιάξουμε εμείς. Από τους πιο συστηματικούς μηχανικούς που έχουν βάλει χέρι στη μηχανή μου. Φέρανε δίπλα τον κυλιόμενο πάγκο και κάθε βίδα την έβαζαν σε ξεχωριστό κουτάκι αφού μελετούσαν πολύ προσεκτικά κάθε τι που έλυναν. Τελικά αφαίρεσαν το ψυγείο. Φυσάνε, τίποτα. Ήταν τελείως βουλωμένο. Μας προσέφεραν τσάι και μας στείλανε βόλτα να δούμε τα αξιοθέατα της πόλης τους μέχρι να το ξεβουλώσουν με χημικά. Η πόλη ήταν αντικειμενικά πλούσια, αλλά εκτός από ένα ιστορικό τζαμί που είχε μετατραπεί σε μουσείο δεν είχε κάτι άλλο να επιδείξει. Όταν μετά από τρεις ώρες επιστρέψαμε, η μηχανή ήταν συναρμολογημένη και έτοιμη για να συνεχίσουμε. Πλήρωσα 150 ευρώ που μπορεί να μου φάνηκαν πολλά (ήταν;), αλλά ας είναι καλά οι άνθρωποι (στην Σερβία μου είχαν χρεώσει 100 ευρώ για δύο μπουζί!). Πάντως πριν από δέκα χρόνια λεφτά δεν θα μου παίρνανε...

"Άριστη" εξυπηρέτηση

Επόμενη στάση στην πόλη Sivas. Την αρχαία Σεβάστεια. Ψάχνοντας για ξενοδοχείο παρκάρω μπροστά από τρία που ήταν κολλητά μεταξύ τους. Πάω στο πρώτο και ο αγενέστατος ρεσεψιονίστ μου δείχνει το μετριότατο δωμάτιο ζητώντας μου γύρω στα 50 ευρώ. Του ζητάω μια καλύτερη τιμή, αρνείται και επιδεικτικά μου γυρίζει την πλάτη. Δεν μίλησα γιατί όταν είμαι κουρασμένος και εκνευρισμένος δεν ξέρω τι λέω και τι κάνω. Πάω στο διπλανό του οποίου η ρεσεψιόν ήταν στο δεύτερο όροφο. Τον ρωτώ και του λέω χαρακτηρίστηκα: "Θέλω δωμάτιο για μια νύχτα και δυο άτομα. Έχετε"; Βεβαίως μου απαντάει και μου το δείχνει, για 30 ευρώ. Κατεβαίνω φορτωνόμαστε τα 50 κιλά των βαλιτσών και ανεβαίνουμε. Με το που με βλέπει η πρώτη του κουβέντα ήταν: "Θέλω 50 ευρώ, έκανα λάθος νόμιζα ότι ήσουν μόνος σου". Κατάλαβα ότι είχε πέσει τηλέφωνο από το διπλανό. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και ξέσπασα. Άρχισα να κατεβάζω καντήλια και λοιπά γαλλικά ουρλιάζοντας κατεβαίνοντας την σκάλα. Δεν βαριέσαι, σκέφτηκα, θα πάω στο διπλανό. Όντως πηγαίνω και μου ανακοινώνουν ότι ήταν γεμάτο. Η περιοχή είχε πολλά ξενοδοχεία.

Σε όποιο κι αν πήγα μου δήλωναν γεμάτο, αφού θα είχαν πέσει τα σχετικά τηλεφωνήματα. Εν τω μεταξύ νύχτωσε και άρχισε να βρέχει. Κάπου έπρεπε να μείνουμε. Ρωτώ που βρίσκεται και πηγαίνω στο ακριβότερο ξενοδοχείο της πόλης. Πέντε αστέρων. Με το που με βλέπουν μου δηλώνουν κατευθείαν, γεμάτο. Ψέματα μου λες, λέω στον ρεσεψιονίστ. "ΝΑΙ" μου απαντάει θρασύτητα. Με την βροχή άρχισε και το μποτιλιάρισμα και 'μεις αρχίσαμε να μουσκεύουμε. Τελικά σταματάω σ ένα βενζινάδικο βάζω βενζίνη και ζητώ από τον υπάλληλο τον κωδικό του internet για να επικοινωνήσουμε με τα παιδιά μας. Κοιτάζω το GPS,η επόμενη πόλη μετά από 200 χιλιόμετρα. Κλείνω ξενοδοχείο καλού κακού και πάμε να ξεκινήσουμε. Βάζω μπρος, φώτα τίποτα! Εκεί τρελάθηκα. Όλα λειτουργούσαν πλην των κεντρικών φώτων. Άντε λύσε τα μισά πλαστικά μέχρι να φτάσεις στην λάμπα. Αν υπάρχει Θεός, κάηκε η Xenon. Ευτυχώς είχα μια κοινή μαζί μου και την αντικατέστησα. Οι άνθρωποι του βενζινάδικου ήταν ευγενέστατοι, μας προσέφεραν τσάι και χώρο για να ακουμπήσουμε τα πράγματα μας και με νοήματα προσπάθησαν να μας αναπτερώσουν το ηθικό. Ευτυχώς υπάρχουν και καλοί άνθρωποι. Ξεκινήσαμε κατά τις 12. Η βροχή σταμάτησε αλλά η θερμοκρασία έπεσε στους 5 βαθμούς. Τρέμαμε. Παρόλο που ο δρόμος και η σήμανση του άγγιζε την τελειότητα η οδήγηση ήταν μαρτυρική, αφού τα αντιθέτως ερχόμενα αυτοκίνητα δεν έκλειναν τους προβολείς τους και σε τύφλωναν. Οι κεραυνοί γύρω μας έπεφταν αμέτρητοι και το τοπίο φάνταζε εφιαλτικό. Τελικά φθάσαμε στο Tokat. Το ξενοδοχείο ήταν από τα χειροτέρα που έχω μείνει, η ώρα είχε πάει τρεις και εμείς θεονήστικοι από το πρωί. Ευτυχώς βρήκα ένα φούρνο που μόλις είχε βγάλει τα πρωινά κουλούρια και βολευτήκαμε. Με το που μπήκα στο ξενοδοχείο, άνοιξαν οι ουρανοί. Η πόλη πλημμύρισε και το νερό ξεπέρασε σε δευτερόλεπτα το μισό μέτρο. Δέκα λεπτά αν είχαμε καθυστερήσει δεν ξέρω τι θα είχαμε απογίνει.

Το ξενοδοχείο στην Άγκυρα την επόμενη ήταν κορυφαίο. Επειδή ως γνωστό το GPS έχει δικό του τρόπο σκέψης, μέχρι να το βρούμε περιδιαβήκαμε την μισή πρωτεύουσα. Τέλεια, απόλυτα ευρωπαϊκή. Η Τουρκία έχει αλλάξει. Τεραστία εργοστασιακά συγκροτήματα, χιλιάδες νταλίκες να μεταφέρουνε αυτοκίνητα σαν το δικό μου Clioκαι όλα τα αυτοκίνητα των κατοίκων ολοκαίνουργια. Ο κόσμος φαινόταν ότι ευημερούσε. Το έδειχνε και ήταν χαρούμενος. Τι κι αν μερικοί συμπατριώτες μου λένε ότι η οικονομία της είναι φούσκα σαν την δική μας και θα σκάσει. Πώς να σκάσει όταν έξω από κάθε πρωτεύουσα νομού υπήρχε μια τεραστία βιομηχανική περιοχή με υπερσύγχρονα εργοστάσια; Όσα δεν φτάνει η αλεπού...Όμως άλλαξε και η νοοτροπία των ανθρώπων. Δεν έγιναν Βούλγαροι και Γεωργιανοί, αλλά όπως ήτανε δεν είναι. Σίγουρα το χρήμα χαλάει τον άνθρωπο.

Την επόμενη φτάσαμε Κωνσταντινούπολη όπου μείναμε για δυο μέρες. Ίσως ήταν η 15ηφορά για μας στην βασιλεύουσα, που ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία επάνω μου. Και εδώ διαπίστωσα μια από τα ίδια. Ευχαριστημένους ανθρώπους. Ανθρώπους που διοικούνται από σοβαρούς και έμπειρους πολιτικούς και όχι από ένα τσούρμο ερασιτέχνες του αμφιθέατρου και των καταλήψεων.

Μετά από σχεδόν ένα μήνα, φτάσαμε επιτέλους σπίτι μας. Παρά το γεγονός ότι ήταν ένα φθηνό ταξίδι, ό,τι γλύτωσα το πλήρωσα στους γιατρούς και τους φυσιοθεραπευτές. Σίγουρα δεν ήταν από τα καλύτερά μας, αλλά οι μπαταρίες μας γέμισαν. Ας μην είμαστε αχάριστοι. Άντε και του χρόνου να 'μαστε καλά!

 

Κείμενο: Μιχάλη & Αθηνάς Παπαδάκου  φωτό: των ιδίων

Διαβάστε το 'Α Μέρος