Australian tour (Μέρος Β')

Όταν μιλά η ελληνική ψυχή
Από τον

Κωνσταντίνο Μητσάκη

12/8/2017

Η περιπλάνηση στο μεγάλο νησί του Νότου με την ΚΤΜ 1050 Adventure συνεχίζεται. Μετά την διάσχιση της δυτικής ακτογραμμής –και αφού πρώτα τάισα τα δελφίνια της περιοχής MonkeyMia– έβαλα πορεία ανατολικά, οδηγώντας τη μαύρη μοτοσυκλέτα στις ατέρμονες ευθείες της εκνευριστικά επίπεδης Nullarbor Plan. Ήταν όμως το τίμημα για να γραφτεί ο επίλογος άλλου ενός διηπειρωτικού ταξιδιού, που ολοκληρώθηκε μέσα σε μια μεγάλη, ορθάνοικτη ελληνική αγκαλιά…

 

δείτε εδώ το Πρώτο Μέρος του ταξιδιωτικού

Αφήνοντας πίσω μου εκείνο το πρωινό την πόλη Broome, δεν άργησα να βυθιστώ –για ακόμα μια μέρα– στην ατέρμονη μοναξιά της διαδρομής και στην άβυσσο των προσωπικών μου σκέψεων. Βρισκόμουν εδώ και τρεις περίπου εβδομάδες καθοδόν στους δρόμους της Αυστραλίας και στο διάστημα αυτό είχα συνειδητοποιήσει ότι η σχέση μου μ’ αυτή την χώρα είχε πλέον αλλάξει. Το γεγονός ότι η γενέτειρά μου είχε αποδειχτεί μέχρι τώρα αρκετά καλή και φιλική απέναντί μου –αποκαλύπτοντας στα μάτια μου έναν τόπο οικείο και φιλόξενο– συνηγορούσε πως θα μάλλον θα ζούσα μια ξεχωριστή ταξιδιωτική περιπέτεια στους μακρινούς αντίποδες της γης.

Αυτό όμως που πραγματικά με ενθουσίαζε περισσότερο ήταν η διαφορετικότητα και ο πλουραλισμός των αξιοθέατων που συναντούσα σε κάθε γεωγραφική ενότητα αυτής της χώρας. Στην δυτική πλευρά της, αυτήν που θα εξερευνούσα τις επόμενες μέρες, καταλυτική ήταν η παρουσία του υδάτινου στοιχείου –μεγάλο πρωταγωνιστή αποτελεί εδώ ο Ινδικός Ωκεανός.

Ωστόσο, καθοριστικό ρόλο στη απροβλημάτιστη διάσχιση της δυτικής Αυστραλίας παίζουν φυσικά και οι καιρικές συνθήκες –ευτυχώς ο χειμώνας εδώ είναι σχετικά ήπιος, με ανεκτές θερμοκρασίες (12οC– 20οC) και λίγες σχετικά βροχοπτώσεις. Η χειμερινή περίοδος είχε όμως κι άλλα καλά, αφού παντού θα έβρισκα –εύκολα και σε χαμηλές τιμές– ένα κατάλυμα. Σύμφωνα με τους ντόπιους, την αντίστοιχη εποχή του καλοκαιριού, ένα κρεβάτι στην δυτική ακτογραμμή της Αυστραλίας θα το πλήρωνα κυριολεκτικά… χρυσάφι.

Δυσάρεστα απρόοπτα

Ο παραλιακός οδικός άξονας North West Coastal Hwy "έστρωσε" τον δρόμο στις ρόδες της μαύρης 1050 για να με μεταφέρει από την παράκτια κωμόπολη Broome στην Perth, την πρωτεύουσα της πολιτείας WesternAustralia (1.800 χιλιόμετρα νοτιότερα). Ενδιάμεσα μεσολαβούσαν οι μικρές πόλεις Port Hedland, Karrath, Carnarvonκαι Geraldton, ενώ στα σχέδια υπήρχε και μια παράκαμψη στον κόλπο SharkBay.

Η πόλη Broome που μόλις άφηνα πίσω μου, ήταν ένα από τα γνωστότερα παραθαλάσσια τουριστικά θέρετρα της δυτικής Αυστραλίας και ιδρύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα ως κέντρο αλιείας μαργαριταριών (pearls) στη περιοχή. Σήμερα θεωρείται ο πιο κατάλληλος τόπος για να αγοράσει κανείς φτηνά και ποιοτικά μαργαριτάρια, ενώ η τουριστική ατραξιόν για την οποία φημίζεται η Broome είναι η βόλτα με καμήλες κατά μήκος της αμμουδερής παραλίας Cable Beach την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Αν κι έχω ανέβει πολλές φορές σε καμήλα, δεν μπόρεσα τελικά να αντισταθώ στον πειρασμό για μια ρομαντική περαντζάδα δίπλα στα ωκεάνια νερά, την ώρα που ο ουρανός έπαιρνε φωτιά…

Εγκλωβισμένος εκείνη την ημέρα στην μονοτονία της ευθυτενούς διαδρομής Broome – Karrath που με έσπρωχνε νοτιοδυτικά, δεν αντιλήφθηκα έγκαιρα πως τα καύσιμα της μοτοσυκλέτας τελείωναν, με αποτέλεσμα να ξεμείνω από βενζίνη περίπου 100 χιλιόμετρα μετά την πόλη Port Hedland (και 90 χλμ. πριν το επόμενο πρατήριο). Λάθος υπολογισμός, επιπολαιότητα ή βλακεία; Μην με ρωτάτε πώς και γιατί. Συμβαίνει και στα καλύτερα τα σπίτια…

Τελικά, λύση στο πρόβλημα δόθηκε με αρκετά ασυνήθιστο και πρωτότυπο τρόπο. Μετά από δύο ώρες αναμονής στην άκρη του δρόμου, ένα ζευγάρι νεαρών Αυστραλών μού πρόσφερε τα λίγα λίτρα βενζίνης που είχαν για την ηλεκτρογεννήτριά τους, την οποία χρησιμοποιούσαν στο κάμπινγκ. Βλέπετε, όλα τα αυτοκίνητα που σταματούσαν να με βοηθήσουν ήταν πετρελαιοκίνητα, όπως και των σωτήρων μου…

Όμως, τα απρόοπτα εκείνης της ημέρας δεν είχαν τελειώσει, όπως εσφαλμένα είχα πιστέψει. Φτάνοντας με τη δύση του ηλίου στην κωμόπολη Karrath, κι αφού ψώνισα το δείπνο μου από ένα σούπερ-μάρκετ, ξεκίνησα προς αναζήτηση στέγης –σύντομα πέρασα το κατώφλι του μοναδικού hostel που υπήρχε στην Karrath.

Ακόμα δεν ξέρω το γιατί, αλλά όταν πρωτο-αντίκρισα την ξινή φάτσα του ξενοδόχου, κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Αγνοώντας το ένστικτό μου, του έδωσα το διαβατήριο να συμπληρώσει τα στοιχεία μου. "Είσαι από την Ελλάδα;", τον άκουσα να ρωτά, μ’ έναν συγκαλυμμένο ειρωνικό τόνο στην φωνή του. "Ναι φίλε, είμαι από την Ελλάδα και ταξιδεύω με την μοτοσυκλέτα μου στην Αυστραλία ", του απάντησα ορθά-κοφτά. Κι αμέσως μετά, ήρθε η ερώτηση-καταπέλτης: "Έχεις αρκετά χρήματα για να με πληρώσεις; Σε ρωτάω γιατί άκουσα ότι η χώρα σου χρεοκόπησε και οι Έλληνες δεν έχουν χρήματα ούτε για να ζήσουν."

Ούτε κι εγώ ξέρω πως συγκρατήθηκα εκείνη τη στιγμή και δεν του "έσκασα" το κράνος στην γυαλιστερή καράφλα του. Αυτό που έκανα ήταν να τον στολίσω αμέσως μ’ όσα αυστραλέζικα μπινελίκια ήξερα, να πάρω το διαβατήριο από τα χέρια του και να πάω σ’ ένα διπλανό ξενοδοχείο… Fuck you bastard

Η αλήθεια είναι ότι η "επίθεση" που δέχτηκα από αυτό το φαλακρό κάθαρμα ήταν η μόνη περίπτωση "εθνικής" απαξίωσης και ταπείνωσης που μου έτυχε στην Αυστραλία. Η συντριπτική πλειοψηφία των Αυστραλών έδειχναν κατανόηση για την δύσκολη οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και των κατοίκων της και δεν δίσταζαν να μου εκφράζουν την αμέριστη συμπαράσταση και συμπάθειά τους.

Στην αγκαλιά του Ινδικού Ωκεανού

Ο κόλπος Shark Bay, με τα δεκάδες λιλιπούτια νησιά και την μακρόστενη χερσόνησο, συγκαταλέγεται από το 1991 στον κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco. Πρόκειται για περιοχή αξεπέραστου φυσικού κάλλους που εντοπίζεται στην δυτικότερη άκρη της Αυστραλίας (πιο δυτικά δεν υπάρχει). Τιρκουάζ νερά, ενδημικά είδη ζώων, σπάνια χλωρίδα και τροπικές παραλίες συνιστούν εδώ έναν μοναδικό προορισμό, που μου ήταν αδύνατον να αγνοήσω.

Έτσι, για δυο μέρες περιπλανήθηκα σε απόμερες παραλίες, κολύμπησα σε κρυστάλλινα νερά και κατασκήνωσα κάτω από φοινικόδεντρα, δίπλα ακριβώς στο κύμα. Ποιες ήταν οι προτεραιότητές μου; Η επίσκεψη στην παραλία Shell Beach, μια παραλία μήκους 120 χιλιομέτρων, η οποία αντί για βότσαλα, ήταν στρωμένη με μικρά πάλλευκα κοχύλια. Η Denham λογίζεται ως η δυτικότερη κωμόπολη της Αυστραλίας –μια φωτογραφία εδώ ήταν επιβεβλημένη. Και φυσικά, δεν θα έχανα με τίποτα τα παιχνιδιάρικα δελφίνια της περιοχής Monkey Mia.

Στην Monkey Mia, τα δελφίνια της θάλασσας είναι αρκετά εξοικειωμένα με την ανθρώπινη παρουσία και κάθε πρωί (στα όρια του "Monkey Mia Dolphin Resort") βγαίνουν στα ρηχά, όπου δέχονται χάδια και τροφή από τους παραβρισκόμενους επισκέπτες (εξυπακούεται ότι υπάρχουν μαζί και ειδικοί εκπαιδευτές). Ήταν ένα πραγματικά ανεπανάληπτο σόου για μικρά και μεγάλα παιδιά…

Τιρκουάζ νερά, ενδημικά είδη ζώων, σπάνια χλωρίδα και τροπικές παραλίες συνιστούν εδώ έναν μοναδικό προορισμό

Αντίθετα, η τελευταία μου στάση πριν την πόλη Perth δεν έγινε σε κάποιο θαλασσινό προορισμό της δυτικής ακτογραμμής, αλλά στην έρημο Pinnacles Desert. Στο Εθνικό Πάρκο "Nambung National Park" (190 χιλιόμετρα βόρεια της Perth) την παράσταση κλέβουν οι αμέτρητοι κιτρινωποί ασβεστολιθικοί βράχοι Pinnacles που "ξεφυτρώνουν" κατακόρυφα από το έδαφος, δημιουργώντας έτσι ένα τοπίο βγαλμένο από ταινία επιστημονικής φαντασίας.

Και μετά από δυο ώρες οδήγησης, έφτασα τελικά στο κέντρο της Perth, όπου αντίκρισα τους μοντέρνους ουρανοξύστες της πόλης να "ξεφυτρώνουν" κι αυτοί κάθετα από την γη της Δυτικής Αυστραλίας. Η μαύρη ΚΤΜ είχε πλέον καταγράψει 11.150 χλμ. από την αρχή του ταξιδιού…

Η οριζόντια διάσχιση της Αυστραλίας

Τι σημαίνει "Nullarbor"; Πώς είναι να οδηγάς στην μεγαλύτερη ευθεία της Αυστραλίας; Γιατί είναι γνωστή η κωμόπολη Kimba; Τι γίνεται όταν ένα κύμα ψύχους από την Ανταρκτική φτάνει στις νότιες ακτές της Αυστραλίας; Ποιός ήταν ο Άγγλος εξερευνητής Edward John Eyre;

Απαντήσεις σε όλα αυτά τα βασανιστικά ερωτήματα έμελλε να βρω οδηγώντας στην συνέχεια του "Australian Tour 2015" από την Perth στην Adelaide (Αδελαΐδα). Διασχίζοντας οριζόντια όλη την Νότια Αυστραλία, θα ταξίδευα για 3.000 χιλιόμετρα πάνω στο Eyre Hwy, τον μοναδικό οδικό άξονα που συνδέει τη Δυτική με την Ανατολική Αυστραλία.

Αυτός όμως δεν ήταν ο πραγματικός λόγος που ανυπομονούσα να εγκαταλείψω την Perth. Παραδόξως, ένιωθα επιτακτική την ανάγκη να αποδράσω και πάλι στους μοναχικούς δρόμους της outback. Μου έλειπε η ελευθερία της ερήμου, το ταξίδι της ματιάς στο βάθος του επίπεδου ορίζοντα, η ενδοσκόπηση και η κουβεντούλα με τον εαυτό μου. Αν και προσπαθούσα πολύ, αδυνατούσα ωστόσο να συμφιλιωθώ με τη νέα αστική πραγματικότητα, αφού η καρδιά μου ζητούσε επίμονα να την ζεστάνω με τα σαγηνευτικά χρώματα και τις παραστάσεις της αυστραλιανής ερήμου. Κόλλημα κι τούτο…

Αυτό πάντως, σε καμία περίπτωση, δεν σήμαινε ότι "σνομπάρισα" την Perth των 1.300.000 κατοίκων. Αντιθέτως, η κομψή πρωτεύουσα της δυτικής Αυστραλίας που βρίσκεται κτισμένη στις όχθες του ποταμού Swan, κοντά στις εκβολές του στον Ινδικό Ωκεανό, με ξενάγησε στον πολιτιστικό πολυχώρο "Perth Cultural Center", στον Swan Bell Tower, στα καταπράσινα όρια του πάρκου King Park, στον καθεδρικό St. Mary, αλλά και σ’ άλλες μικρές γειτονιές της.

Κράνος, γάντια, μίζα, πρώτη ταχύτητα στο κιβώτιο και επιτέλους… αναχώρηση! Η επέλαση προς την ανατολική Αυστραλία ξεκινούσε με οδηγό τον οδικό άξονα Eyre Hwy. Στην πορεία μου για την Αδελαΐδα θα βάδιζα πάνω στα χνάρια του Edward John Eyre, ενός άλλου πρωτοπόρου εξερευνητή της αυστραλιανής ηπείρου, που το 1841 κατάφερε –μετά από πέντε μήνες ταξιδιού– να ενώσει οδικά την Ανατολική με την Δυτική Αυστραλία, ολοκληρώνοντας επιτυχώς ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα 2.800 χιλιομέτρων.

Στα πρώτα 750 χιλιόμετρα της διαδρομής (από την Perth ως την κωμόπολη Noresman) έτυχε να συνταξιδέψω με την Dora, που οδηγούσε μια Yamaha ΜΤ-09 Tracer. Ανταμώσαμε τυχαία σ’ ένα βενζινάδικο στην έξοδο της Perth και συμφωνήσαμε να ενώσουμε τις μοναξιές μας και να ξορκίσουμε την πλήξη της διαδρομής. Αρκετά δυναμική και ενδιαφέρουσα γυναίκα, η 50χρονη Dora αποδείχτηκε μια πολύ καλή παρέα και ειλικρινά το διασκεδάσαμε πολύ.

Πάντως, κάθε φορά που σταματούσαμε για βενζίνη, η Dora δεν παρέλειπε να πίνει κάνα δυο ποτηράκια μπύρας μονορούφι –ήταν τα δικά της καύσιμα, όπως έλεγε χαριτολογώντας. Φτάνοντας αργά το απόγευμα στην Noresman αποχαιρέτησα την Dora, η οποία αν και είχε καταναλώσει καθοδόν περί τα 7-8 λίτρα μπύρας, ήταν αρκετά νηφάλια και προσεκτική στην οδήγηση…

Ήταν ένα ραντεβού κυριολεκτικά στα… ψυχρά! Την επομένη, εγκαταλείποντας νωρίς το πρωί την κωμόπολη Noresman, βρέθηκα να συνταξιδεύω (όχι με την Dora αυτή τη φορά) μ’ ένα κύμα ψύχους που ερχόταν από την Ανταρκτική. Όλη εκείνη την ημέρα ο υδράργυρος φλερτάριζε με μονοψήφια νούμερα, ενώ μέχρι το μεσημέρι το θερμόμετρο της μοτοσυκλέτας δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τους -4οC. Πώς κατάφερα τελικά να αντέξω; Απλά, με ζέσταιναν οι αναμνήσεις της τροπικής βόρειας Αυστραλίας και οι σκέψεις πως ο μικρός Γιωργάκης και η Όλγα απολάμβαναν τα χάδια του ήλιου σε κάποια παραλία της Ελλάδας…

Balladonia, Caiguna, Cocklebiddy, Madura, Mundrabilla, Eucla, WA-SA Border Village, Nullarbor, Yalata, Nundroo. Μιλάμε για δέκα τοπωνύμια του χάρτη, σκορπισμένα σε μια έκταση 1.300 χλμ. αμέσως μετά την Noserman, που αντιστοιχούσαν στα γνωστά Roadhouses (πρατήριο καυσίμων, εστιατόριο και κάποια δωμάτια για διανυκτέρευση). Δέκα οάσεις ζωής μέσα στο απόλυτο τίποτα της εφιαλτικής περιοχής Nullarbor Plan (nullaarbor σημαίνει στα λατινικά "κανένα δέντρο"). Η συγκεκριμένη περιοχή ονομάστηκε έτσι από τον εξερευνητή Alfred Delisser, αφού σε μεγάλο κομμάτι της, όχι δέντρο δεν υπάρχει, αλλά ούτε …ραδίκι!

Και κάπου ανάμεσα στο απρόσμενο πολικό ψύχος και στο εκνευριστικά επίπεδο τοπίο της Nullarbor Plan, είχα να "ξεπετάξω" και την μεγαλύτερη ασφαλτοστρωμένη ευθεία της αυστραλιανής ηπείρου (146,6 χλμ.). Στη διαδρομή Balladonia – Caiguna τα ρουλεμάν του τιμονιού της μαύρης ΚΤΜ αποκοιμήθηκαν –ευτυχώς, όχι ο οδηγός. Φανταστείτε πάντως τι πανικός επικράτησε στην πρώτη στροφή μετά την τρομολαγνική εμπειρία της απόλυτης αυστραλιανής ευθείας…

Τι άλλο με περίμενε στην Nullarbor Plan; Μα φυσικά τα πανύψηλα βράχια Bunda Cliffs, που συνιστούσαν ένα μοναδικό φυσικό "μπαλκόνι" ύψους 90 μέτρων, απ’ όπου είχα την ευκαιρία να θαυμάσω το συναρπαστικό αντάμωμα της Nullarbor Plan με τον Νότιο Ωκεανό. Καθισμένος για αρκετή ώρα στην άκρη του απόκρημνου γκρεμού, δεν χόρταινα να βλέπω τα αγριεμένα κύματα που έσκαγαν με μανία πάνω στα εντυπωσιακά Bunda Cliffs.

Κι όταν τελικά προσέγγισα την κωμόπολη Kimba (480 χλμ. βορειοανατολικά της Αδελαΐδας), είχα πλέον πραγματοποιήσει την μισή –οριζόντια– διάσχιση της Αυστραλίας (Halfway Across Australia). Ολιγόλεπτη στάση για τις καθιερωμένες αναμνηστικές φωτογραφίες και δρόμο για Αδελαΐδα…

 

Η καλή φίλη Ελένη

Καταπράσινες καλλιεργημένες λοφώδεις εκτάσεις με αμπελώνες και σταροχώραφα ήταν το τελείως διαφοροποιημένο –σε σχέση με την outback– τοπίο που με συνόδευε καθοδόν προς την Αδελαΐδα. Στα τελευταία 50 χιλιόμετρα, οδηγούσα όμως κάτω από το ψυχολογικό βάρος μιας επαπειλούμενης βροχής, η οποία ευτυχώς δεν εκδηλώθηκε τη στιγμή που περνούσα κάτω από τα βαρυφορτωμένα σύννεφα του κατάμαυρου ουρανού.

"Βρε πατριώτη, από την Ελλάδα έρχεσαι;" Ο οδηγός του αυτοκινήτου που σταμάτησε δίπλα μου στα φανάρια, κάπου στα βόρεια προάστια της πόλης, ήταν ο Σταύρος Λεμπέσης. Την προσοχή του είχε τραβήξει αρχικά η ελληνική σημαία στο κράνος και –κατά δεύτερο λόγο– η πινακίδα κυκλοφορίας της ΚΤΜ.

"Ακολούθησέ με, πάμε στο σπίτι μου για καφέ να μου πεις να νέα σου", ήταν η πρόσκληση του Σταύρου, την οποία φυσικά και αποδέχτηκα αμέσως. Έτσι, για τρεις ώρες, ο συμπαθής ομογενής (με καταγωγή από την Λακωνία) βρισκόταν κυριολεκτικά κρεμασμένος από τα χείλη μου, ακούγοντας τις ταξιδιωτικές εμπειρίες μου στην Αυστραλία. Ωστόσο, η κουβέντα μας μοιραία στράφηκε και στην σύγχρονη πολιτικο-οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, η οποία έχει δυστυχώς πληγώσει βαθιά την εθνική περηφάνια, όχι μόνο του Σταύρου, αλλά όλων των ομογενών μας στην Αυστραλία. Ήταν κάτι που έμελλε να το (ξανά) διαπιστώσω τις επόμενες μέρες στην Μελβούρνη, στην επαφή μου με την ελληνική παροικία της πόλης.

Την ελληνική Αδελαΐδα την γνώρισα μέσα από τις αφηγήσεις της καλής φίλης Ελένης Βάσσου, που περίμενε με ανυπομονησία την άφιξή μου στην πόλη της. Γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αδελαΐδα (αλλά με πολλά "χιλιόμετρα" στην διαδρομή Αυστραλία–Ελλάδα), η Ελένη αποδείχτηκε ένα ανοιχτό βιβλίο Ιστορίας του τοπικού ελληνισμού, που ρούφηξα αχόρταγα την κάθε σελίδα του.

Αντίθετα, την τέλεια ρυμοτομημένη Αδελαΐδα των 1.200.000 κατοίκων, που απλώνεται εκατέρωθεν του ποταμού Torrens και χαρακτηρίζεται από μια λειτουργική όσο και υποδειγματική πολεοδομική σχεδίαση, την γνώρισα περπατώντας για δυο μέρες στους δρόμους και στα εκτεταμένα πάρκα της πόλης.

 Και μετά την Αδελαΐδα, σειρά είχε να με υποδεχτεί η Μελβούρνη, η "Μέκκα" της αυστραλιανής μόδας, της τέχνης και των σπορ. Για την μετάβασή μου στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αυστραλίας (760 χλμ. νοτιοανατολικά της Αδελαΐδας) επέλεξα φυσικά την περίφημη διαδρομή Great Ocean Road (G.O.R), που οι φήμες την θέλουν ως την θεαματικότερη παράκτια διαδρομή της Αυστραλίας.

Πριν όμως η ΚΤΜ ξεκινήσει να ρολάρει πάνω στον G.O.R, προηγήθηκε μια μικρή στάση στην πόλη Gambier, όπου επισκέφθηκα την φημισμένη λίμνη Blue Lake. Πρόκειται ένα ανενεργό ηφαίστειο 4.000 ετών, του οποίου ο κρατήρας έχει μετατραπεί σε λίμνη με περίμετρο περίπου 5 χιλιόμετρα και μέγιστο βάθος 70 μέτρα. Πρωτότυπο, όσο και υπέροχο αξιοθέατο…

Ελληνική αγκαλιά

Ο Great Ocean Road είναι μια αρκετά εντυπωσιακή διαδρομή 250 χιλιομέτρων που ακροβατεί μεταξύ βουνού και θάλασσας και αντιπροσωπεύει για τους Αυστραλούς μια ρομαντική απόδραση στη φύση. Για την ιστορία, ο "Δρόμος του Μεγάλου Ωκεανού" κατασκευάστηκε μέσα σε 14 χρόνια (1918-1932) με την εργασία 3.000 στρατιωτών. Εμπνευστής αυτού του κατασκευαστικού άθλου (που λειτούργησε παράλληλα και ως τρόπος επαγγελματικής αποκατάστασης των στρατιωτών που είχαν επιστρέψει από τα πεδία των μαχών του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου) υπήρξε ο επιχειρηματίας και δήμαρχος της κωμόπολης Geelong, Alderman Howard Hitchcock.

Μικρά ψαροχώρια, κοσμοπολίτικα τουριστικά θέρετρα (Apollon Bay, Torquay, Lorne, Anglesea), δαντελωτές ακτογραμμές, απάνεμοι κόλποι, απόκρημνες παραλίες, θαλάσσιοι βράχοι-σχηματισμοί (Twelve Apostles, London Arch, Loch Ard) κι ο καταπράσινος "μανδύας" της οροσειράς Otway Ranges που κατρακυλούσε μέχρι τη θάλασσα, φρόντισαν να "ντύσουν" με εκθαμβωτικές εικόνες, σχήματα και χρώματα την πορεία μου πάνω στον ωκεάνιο δρόμο.

Χαρακτηριστικό σύμβολο του G.O.R. είναι αναμφίβολα οι θαλάσσιοι βράχοι "Twelve Apostles", που δημιουργήθηκαν σταδιακά πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια, όταν τα στοιχεία της φύσης λειτούργησαν εδώ ως επιδέξιοι γλύπτες. Το θέαμα των μοναχικών γρανιτένιων βράχων–πύργων που υψώνονταν άτακτα σκορπισμένοι μέσα στη θάλασσα –αρκετά κοντά στην παραλία– ήταν αν μη τι άλλο συναρπαστικό και μ’ ενθουσίασε αφάνταστα. Παρόλο που έχουν απομείνει μόνο 7 βράχοι (αρχικά ήταν 12, εξ’ ου και η ονομασία), οι "Twelve Apostles" είναι το δεύτερο πιο γνωστό και πολυφωτογραφημένο μνημείο της αυστραλιανής φύσης, μετά το Ayers Rock…

Κάτω από άστατες καιρικές συνθήκες (ο ήλιος και η βροχή εναλλάσσονταν συνεχώς), ευτύχησα τελικά να βάλω ρόδα στην Μελβούρνη, την "μούσα" του κόλπου Port Phillip Bay. Με το ταξίδι να έχει μπει στην τελική ευθεία, η υποδοχή που μου επιφύλαξαν εδώ τα μέλη του Παναρκαδικού Συλλόγου "Κολοκοτρώνης" ήταν ιδιαίτερη θερμή και συγκινητική. Πρωτοστατούντος του προέδρου κ. Δημήτρη Αλεξόπουλου, οι Αρκάδες της Μελβούρνης με τίμησαν για το αξιέπαινο εγχείρημά μου να μεταφέρω την ελληνική σημαία σε όλη την Αυστραλία με την μοτοσυκλέτα μου.

Με δεδομένο ότι η Μελβούρνη είναι η πολυπληθέστερη πόλη σε ελληνικό πληθυσμό της Αυστραλίας (φιλοξενεί περίπου 350.000 Έλληνες), το ενδιαφέρον και η κινητοποίηση της τοπικής ομογένειας ήταν μεγάλη. Μεταξύ άλλων, παραχώρησα μια συνέντευξη στο ελληνικό ραδιόφωνο της Μελβούρνης με την κα. Φραγκιουδάκη, η ελληνική εφημερίδα "Νέος Κόσμος" μου αφιέρωσε ένα εκτεταμένο δημοσίευμα, ενώ ευπρόσδεκτη ήταν και η πρόσκληση από την Πρόξενο του Ελληνικού Προξενείου της Μελβούρνης κα. Χρ. Σημαντηράκη, για δείπνο σ’ εστιατόριο της ελληνικής συνοικία Oakleigh.

Πρωταρχικό θέμα συζήτησης με τους ομογενείς της Μελβούρνης αποτελούσε φυσικά η κατάσταση στην Ελλάδα. Όλοι τους ήταν αρκετά πικραμένοι και στενοχωρημένοι με τη δυσμενή οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η πατρίδα τα τελευταία χρόνια. Πολλοί, μάλιστα, μου εκμυστηρεύτηκαν ότι: "…κάποτε στην Αυστραλία διατρανώναμε με περηφάνια πως ήμασταν Έλληνες, απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Λεωνίδα. Τώρα, σε πολλές περιπτώσεις, εισπράττουμε τον χλευασμό και την απαξίωση από άλλες εθνότητες της τοπικής πολυπολιτισμικής κοινωνίας… Πώς τα βλέπεις εσύ Κώστα τα πράγματα στην Ελλάδα; Θα φτιάξει σύντομα η κατάσταση; Σε περίπτωση πάντως που η κατηφόρα στην Ελλάδα συνεχιστεί, σε περιμένουμε να επιστρέψεις εδώ με την οικογένειά σου. Από μας θα έχεις αμέριστη βοήθεια για να κάνεις ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή σου…". Μετά από τούτες τις ειλικρινείς κουβέντες και τις αυθόρμητες παραινέσεις των ομογενών, πώς να μην βουρκώσεις και να μην αισθανθείς περισσότερο Έλληνας;

Όσον αφορά την απαστράπτουσα πόλη της Μελβούρνης, το γεγονός ότι η πρωτεύουσα της πολιτείας Victoria βρίσκεται μονίμως τα τελευταία χρόνια στις πρώτες θέσεις της λίστας των πόλεων με την υψηλότερη ποιότητα ζωής, τα λέει όλα. Σε μένα τουλάχιστον, η πολυπολιτισμική Μελβούρνη μου αποκάλυψε μια κοσμοπολίτικη μητρόπολη στις όχθες του ποταμού Yarra, που διέθετε την γνώση και τη δύναμη της ψυχαγωγίας, της κουλτούρας και του καλού γούστου…

Έγκλημα γενοκτονίας

Εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό, καθώς η παγωμένη πνοή του ανέμου με "έσπρωχνε" από την Μελβούρνη προς το Σύδνεϋ, οδηγούσα ήρεμα και χαλαρά την μαύρη KTM πάνω στο ασφάλτινο χαλί των 870 χιλιομέτρων του οδικού άξονα Hume Hwy. Κάπου ανάμεσα στις δυο μεγαλύτερες πόλεις της Αυστραλίας, παρεμβαλλόταν ο τελευταίος σταθμός του "Australian Tour 2015", η πρωτεύουσα της χώρας, Καμπέρα.

Αν και μια γαλήνια νηνεμία επικρατούσε στην απύθμενη θάλασσα του ψυχισμού μου, στο νου μου, αντίθετα, στριφογύριζαν τα λόγια ενός ιθαγενή, με τον οποίο έτυχε να συνομιλήσω τις προηγούμενες μέρες σ’ ένα "Aboriginal Culture Centre" της Μελβούρνης: "…η άφιξη των λευκών αποίκων στην Αυστραλία τον 18ο αιώνα σηματοδότησε την απαρχή μιας ανελέητης καταδίωξης και εξόντωσης των προγόνων μου, των νόμιμων ιδιοκτητών και κληρονόμων αυτής της γης. Σήμερα, όσοι έχουμε απομείνει (περί τους 90.000) προσπαθούμε να δηλώσουμε με κάθε τρόπο την ύπαρξή μας και να διεκδικήσουμε τον τόπο μας που καταπατήθηκαν και λεηλατήθηκαν κατά το παρελθόν… Και μπορεί σαν Αυστραλοί πολίτες που είμαστε να απολαμβάνουμε –τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο– τα ίδια δικαιώματα και προνόμια με τους λευκούς, όμως, η αποδοχή και η ενσωμάτωσή μας στον κοινωνικό ιστό της χώρας είναι σχεδόν ανύπαρκτη… Τα διάφορα επιδόματα που μας δίνει η αυστραλιανή κυβέρνηση είναι απλά μια καλή δικαιολογία για να μας έχουν έξω από το "παιχνίδι". Βρισκόμαστε δυστυχώς στο περιθώριο της τοπικής οικονομικής-κοινωνικής ζωής, με την φτώχεια, την ανεργία, τις ψυχικές ασθένειες και τον υποσιτισμό να πλήττει την συντριπτική πλειοψηφία των Αβορίγινων".

Κι ως τραγική επιβεβαίωση στα λεγόμενά του, μοιραία ήρθαν στο μυαλό μου εκείνη την στιγμή οι σοκαριστικές εικόνες των ιθαγενών, που τριγυρνούσαν τρεκλίζοντας και ουρλιάζοντας στους δρόμους των περισσοτέρων κωμοπόλεων της κεντρικής και δυτικής Αυστραλίας, παραδομένοι στην αυτοκαταστροφική εξάρτηση του αλκοόλ και των ναρκωτικών. Δυστυχώς…

Πριν αποβιβαστώ στο μεγάλο νησί του Νότου, είχα φροντίσει να πλουτίσω τις γνώσεις μου για τους Αβορίγινες. Σύμφωνα λοιπόν με ορισμένες θεωρίες ειδικών επιστημόνων, οι ιθαγενείς της Αυστραλίας ανήκουν σε μια εθνολογική ομάδα με ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά αντίστοιχα κάποιων πρωτόγονων λαών της Ασίας που κατοικούσαν στη νησιωτική (νοτιοανατολική) άκρη της κίτρινης ηπείρου. Πριν από περίπου 20.000 χρόνια σημειώθηκε μια μεγάλη μεταναστευτική κίνηση, στη διάρκεια της οποίας χιλιάδες ιθαγενείς πέρασαν με σχεδίες από τα νησιά της Ινδονησίας στην Αυστραλία, όπου διασκορπίστηκαν και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη του νησιού, δημιουργώντας φυλετικές ομάδες. Οι Αβορίγινες, αν και αγνοούσαν την γεωργία, γνώριζαν τη χρήση λίθινων και ξύλινων εργαλείων, κυνηγούσαν σε πολυάριθμες ομάδες και ζούσαν σε πλήρη αρμονία με τη φύση.

Η αρχή του τέλους της μακραίωνης παρουσίας των ειρηνικών γηγενών της αυστραλιανής γης σημειώθηκε με την άφιξη των πρώτων λευκών στην Αυστραλία. Μέσα σε περίπου 150 χρόνια, οι Αγγλοσάξονες διετέλεσαν ένα τρομερό έγκλημα γενοκτονίας: από τους 400.000 ιθαγενείς που υπολογίζεται ότι υπήρχαν στο νησί πριν την έλευση των λευκών αποίκων, μόνο 30.000 απέμειναν στις αρχές του 20ου αιώνα! Αλλά το πιο εξοργιστικό ήταν ότι η ανελέητη εξόντωση των Αβορίγινων της Αυστραλίας επιτελέστηκε με τη σιωπηρή συναίνεση και την υποκριτική στάση των τοπικών αρχών, όπως συνέβη άλλωστε και στην περίπτωση της γενοκτονίας των Ινδιάνων στις Η.Π.Α.

Τόπος Συνάντησης

Το ραντεβού με τους εκπροσώπους της ελληνικής κοινότητας της Καμπέρα και της ελληνικής Πρεσβείας είχε οριστεί στον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Νικολάου, στην περιοχή του πάρκου Telopea Park. Για την πορεία της τοπικής ομογένειας (αριθμεί περίπου 8.000 άτομα) με ενημέρωσε διεξοδικά ο αντιπρόεδρος της κοινότητας κ. Πωλ Λεβαντής, που με ιδιαίτερη περηφάνια με ξενάγησε κατόπιν και στις εγκαταστάσεις του "Hellenic Club", που είναι το καμάρι των Ελλήνων της Καμπέρα.

Για πολλούς, η Καμπέρα παρουσιάζει την εικόνα μιας τεχνητής, "αποστειρωμένης" πόλης, με πάμπολλες διοικητικές υπηρεσίες και πρεσβείες και ελάχιστα σημεία τουριστικού ενδιαφέροντος. Ίσως να μην έχουν κι άδικο, αφού η τοποθεσία της Καμπέρα επιλέχθηκε το 1908 σαν συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, του Σύδνεϋ και της Μελβούρνης, που διεκδικούσαν αμφότερες τον τίτλο της αυστραλιανής πρωτεύουσας. Επειδή καμία από τις δυο πόλεις δεν υποχωρούσε προς χάριν της άλλης, επικράτησε τελικά η σολομώντεια λύση της Καμπέρα - στη γλώσσα των Αβορίγινων "καμπέρα" σημαίνει "τόπος συνάντησης".

Προορισμένη λοιπόν για πρωτεύουσα της Αυστραλίας και έδρα της αυστραλιανής κυβέρνησης, η κατασκευή της νέας πόλης ξεκίνησε το 1913 στους πρόποδες των Αυστραλιανών Άλπεων. Μέχρι και πριν τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Καμπέρα παρέμεινε ωστόσο ένα μικρό κέντρο, μια περισσότερο αγροτική παρά αστική πόλη, τόσο στο μέγεθος, όσο και στον χαρακτήρα. Η Καμπέρα σήμερα είναι μια ιδιαίτερη πόλη-πρωτεύουσα με καθορισμένα αξιοθέατα, όπως το παλαιό Κοινοβούλιο, το μνημείο "Australian Memorial War", τη Νέα Βουλή και τη Εθνική Βιβλιοθήκη, τα οποία και φρόντισα να επισκεφτώ…

Από την Αυστραλία στην Νέα Ζηλανδία

Για 39 ολόκληρες ημέρες, τα αδιάβροχα δεν είχαν βγει από τις βαλίτσες της ΚΤΜ. Για 39 μέρες ξεγλιστρούσα με επιδέξιες κινήσεις από τις υγρές παγίδες που μου έστηναν καθοδόν τα γκρίζα σύννεφα του ουρανού. Όταν όμως την τελευταία ημέρα του ταξιδιού αναγκάστηκα να φορέσω τα αδιάβροχα (και μάλιστα για μόνο 80 χλμ.) δεν ήξερα αν μπορούσα να το θεωρώ αυτό τύχη ή ατυχία! "Βρε Κώστα, άλλοι πάνε καλοκαιρινές διακοπές στην Ευρώπη με τη μοτοσυκλέτα και μουλιάζουν στην βροχή. Κι εσύ, για μια μέρα βροχής γκρινιάζεις; Έλα τώρα, μην είσαι και αχάριστος. Χειμώνας είναι, να μην βρέξει;".

Με ανάμεικτα συναισθήματα αποχαιρέτησα εντέλει την Καμπέρα και ξεκίνησα να οδηγώ κάτω από το βάρος μιας εκνευριστικής βροχής, που δεν είχε σταματήσει να πέφτει όλο το βράδυ. Κυριακή πρωί, ελάχιστη κίνηση στον Hume Hwy, χαλαρή διάθεση, υγρά δάκτυλα, θολή ζελατίνα, μόνο 260 χιλιόμετρα μέχρι το Σύδνεϋ. Φαινόταν αρκετά παράξενο, όσο και αστείο, αλλά το κουβάρι των χιλιομέτρων τελείωνε κι εγώ δεν είχα ακόμα συνειδητοποιήσει πως ήταν η τελευταία μου μέρα καθοδόν. Όταν όμως η αυστραλιανή πρωτεύουσα έπαψε να υπάρχει στο χάρτη της διαδρομής και η απόσταση που με χώριζε από το κοσμοπολίτικο Σύδνεϋ μειώθηκε πλέον σε διψήφια νούμερα, μόνο τότε άρχισα να αντιλαμβάνομαι πως "ρουφούσα" τα τελευταία χιλιόμετρα του ταξιδιού μου στους μακρινούς αντίποδες.

Το κατάλαβα φυσικά κι εμπράκτως το ίδιο μεσημέρι, όταν πάτησα φρένο μπροστά στο "Pan–Arcadian House" του Σύδνεϋ. Εκεί, συγγενείς, φίλοι και ενθουσιασμένοι Αρκάδες, γιορτάσαμε όλοι μαζί την θριαμβευτική ολοκλήρωση του οδοιπορικού μου στην αυστραλιανή ήπειρο. Μετά από 40 αξέχαστες μέρες ταξιδιού και καταγεγραμμένα 18.150 χιλιόμετρα στο κοντέρ της μοτοσυκλέτας, το "Australian Tour 2015" αποτελούσε πλέον μια ακόμα σελίδα στο πολυσέλιδο ταξιδιωτικό μου ημερολόγιο.

Όμως, με την άφιξή μου στο Σύδνεϋ, δυο δρόμοι ανοίγονταν πλέον μπροστά μου: η επιστροφή στα πάτρια ή η αποδοχή μιας ακόμη ταξιδιωτικής πρόκλησης. Για όλους τους συγγενείς και τους φίλους, αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι προτίμησα τη δεύτερη επιλογή, την οποία, μάλιστα είχα προσχεδιάσει πριν την άφιξή μου στην Αυστραλία –προτίμησα, ωστόσο, να τους την ανακοινώσω την τελευταία στιγμή, για να αποφύγω την (καλοπροαίρετη) μουρμούρα τους…

του Κωνσταντίνου Μητσάκη  φωτό: του ιδίου

Ετικέτες

Τουρκία – Γεωργία – Αρμενία (Μέρος Α')

Στη ζώνη του αναπάντεχου
19/8/2017

Έχοντας εξαντλήσει όλες τις γειτονικές χώρες με κατ' επανάληψη ταξίδια σ' αυτές και με ένα προϋπολογισμό που ακολουθούσε την οικονομική πορεία της χώρας μας, αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε -αν και με λάθος είδος μοτοσυκλέτας- στην Γεωργία και την Αρμενία, εκεί που το αναπάντεχο γίνεται ρουτίνα…

Ίσως ήταν το καλύτερο κομμάτι της διαδρομής μου στην ύπαιθρο της Αρμενίας, που όμως δεν υπερέβαινε τα 500 μέτρα και που η άσφαλτος ήταν άψογη. Φαινόταν ότι ήταν πολύ καινούργιο, αφού τα έργα δεν είχαν ολοκληρωθεί και υπήρχαν σήματα για όριο ταχύτητας 50 χιλιομέτρων. Έτσι, άνοιξα το γκάζι όχι σε καμία τρελή ταχύτητα, απλώς άγγιξα τα 90. Το περιπολικό από απέναντι μου αναβόσβησε τα φώτα, ενώ έβαζε και την σειρήνα και κάνοντας αναστροφή σταμάτησε πίσω μου. Την κάτσαμε την βάρκα, σκέφθηκα, έχοντας διαβάσει άπειρες ιστορίες διεφθαρμένων αστυνομικών. Το όργανο της τάξης με πλησίασε, με χαιρέτισε με αμερικάνικη νέγρικη χειραψία χτυπώντας την παλάμη μου γελώντας σαρδόνια. Δεν μου ζητάει ούτε άδεια, ούτε διαβατήριο και με οδηγεί στο περιπολικό, όπου συνεχίζοντας να γελάει μου δείχνει την οθόνη του ραντάρ που όντως είχε καταγραφεί η ταχύτητά μου: 91km/h. Τότε ο συνοδηγός του εμφανίζει ένα χαρτί με την λίστα των προστίμων ανάλογα με τα χιλιόμετρα. Πάνω από 5.000 ευρώ! Τρελάθηκα και άρχισα να ξεκαρδίζομαι στα γέλια εξηγώντας τους ότι λεφτά-ΔΕΝ-υπάρχουν, αφού τα σύνορα με την Γεωργία απείχαν λίγα χιλιόμετρα και δεν κρατούσα επάνω μου παρά ελάχιστα χρήματα και αυτά για βενζίνη. Τότε μου χτυπάει συγκαταβατικά την πλάτη και σε ένα χαρτί γράφει 500 ευρώ. Σηκώνω τα χέρια ψηλά και μπλοφάροντας του λέω να με ψάξει και όσα βρει δικά του. Η γυναίκα μου που παρακολουθούσε από μακριά, όταν με είδε να σηκώνω τα χέρια τα χρειάστηκε γιατί νόμιζε ότι θα με πυροβολούσαν. Ξαναπαίρνει το χαρτί και γράφει 100 ευρώ. Ούτε για αστείο του απαντώ. "Πόσα έχεις;", με ρωτάει. "5.000 dram" του λέω, δηλαδή 10€ (oύτε εγώ δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου για το θράσος μου) και του τα δείχνω. Τι έκανε; Πήρε τα 2.000 dram που αντιστοιχούσαν σε 4€ -καλά διαβάσατε- και μου άφησε τα υπόλοιπα για να βάλω βενζίνη. Κουφό, έ; Ξεφτίλισε τη χώρα του την αστυνομία της και την υπόληψη του για 4 ευρώ…

Το γεγονός συνέβη λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη Γκιούμρι της Αρμενίας και 30 χιλιόμετρα πριν από τα σύνορα της Γεωργίας και είναι απλώς ενδεικτικό του τι πρόκειται να διαβάσετε στη συνέχεια.

Αυτό το ταξιδιωτικό γράφτηκε στην κυριολεξία στο κρεβάτι του πόνου και δεν είναι σχήμα λόγου. Και βεβαίως το φταίξιμο ήταν δικό μου, διότι κύριε όταν τόσο ο Μητσάκης όσο και ο Βροχίδης σου λένε ότι για Γεωργία και Αρμενία χρειάζεσαι εντούρο, οπότε καλό θα είναι να μην πας με την μηχανή σου, αλλά εσύ κάνεις του κεφαλιού σου, τότε καλά να πάθεις. Και όχι τρεις μήνες που έκατσες σχεδόν ακίνητος καλοκαιριάτικα καταφέρνοντας να διαλύσεις την μέση σου, αλλά άλλο τόσο έπρεπε να κάτσεις για να βάλεις μυαλό. Βλέπετε, δεν μου αρκούσε το κεντρικό οδικό δίκτυο που δεν ήταν και ό,τι καλύτερο, αλλά έπρεπε να δω και το τελευταίο αξιοθέατο στους απόλυτα εξαθλιωμένους και απερίγραπτους δευτερεύοντες δρόμους. Σε δρόμους με εφτά μπαλώματα το ένα πάνω στο άλλο ή με τεράστιους κρατήρες που φλερτάρανε με τις ζάντες της street μηχανής μου. Και η καημένη η γυναίκα μου τι μου έφταιγε;

 

Η παγίδα του GPS

Φύγαμε όπως συνηθίζουμε μέσα Μαΐου. Πρώτη διανυκτέρευση στην Αλεξανδρούπολη. Την επόμενη μπήκαμε Τουρκία όπου επισκεφθήκαμε έναν πολύ καλό μας φίλο, που πάντα γίνεται θυσία όταν μας συναντά, στην κωμόπολη Bigadic κοντά στο Balikesir και κατά προτροπή του ξεκινήσαμε την επόμενη για μια κοσμική λουτρόπολη στην Μαύρη θάλασσα, την Akcacoca. Ομολογώ ότι ταλαιπωρήθηκα υπερβολικά για να φθάσω εκεί, αφού σαν πρωτάρης αντί να κοιτάξω το χάρτη που είχα ακριβώς μπροστά μου βλακωδώς ακολούθησα το GPS που με πήγε από ερήμους, εγκαταλειμμένους, κακοτράχαλους δρόμους, ενώ παραδίπλα υπήρχε υπερσύγχρονος αυτοκινητόδρομος. Όντως η πόλη ήταν μοντέρνα, όμορφη και καθαρή, με θαυμάσια παραλία γεμάτη παρτέρια με λουλούδια, καφετερίες και ταβέρνες που όμως δεν σερβίριζαν αλκοόλ και όπως και να το κάνουμε μαριδάκι και μπακαλιαράκι χωρίς μια παγωμένη μπύρα δεν τρώγονται. Πάντως εμένα η πόλη δεν με εντυπωσίασε. Ίσως γιατί ήταν υπερβολικά τουριστικοποιημένη για τα δικά μου γούστα. Μπορεί αν ήμουν νεότερος να ήταν ένας πολύ καλός προορισμός. Επειδή την συγκεκριμένη πόλη δεν την είχα υπόψη μου, ρώτησα τον ξενοδόχο αν ήμουν ο πρώτος Έλληνας που κατέλυε στο ξενοδοχείο του. Έτσι νόμιζα. Με κοίταξε κατάπληκτος ενημερώνοντας με ότι η πόλη κατακλύζεται από Έλληνες την υψηλή τουριστική περίοδο. Τι να πω...;

Την άλλη μέρα ταξιδεύαμε μέσα από εκπληκτικούς δρόμους με τρεις λωρίδες ανά κατεύθυνση -που εμείς θα δούμε τα επόμενα πενήντα χρόνια και ίσως ποτέ- για την Amasya, μια από τις ωραιότερες πόλης της Τουρκίας. Από τα εδάφη της πέρασαν πολλοί λαοί, από τους Χετταίους μέχρι τους Οθωμανούς. Στην αρχαιότητα η Αμάσεια διατέλεσε πρώτη πρωτεύουσα του ελληνιστικού βασιλείου του Πόντου μέχρι το 183 π.Χ. που η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στη Σινώπη. Στα ασβεστολιθικά βράχια πάνω από το ποτάμι και δίπλα στην παλιά πόλη βρίσκονται σκαμμένοι οι επιβλητικοί τάφοι των βασιλέων του Πόντου. Ψηλά στην κορυφή του λόφου δεσπόζει ένα επιβλητικό φρούριο απ' όπου έχεις μια εκπληκτική θέα όλης της περιοχής. Αυτό όμως που πραγματικά μας εντυπωσίασε ήταν ο απίστευτος τρόπος που φωτίζονταν τα παραποτάμια αρχοντικά, αλλά και οι τάφοι και το φρούριο με εναλλαγές από λευκό, κόκκινο και μπλε φως και μάλιστα όχι από προβολείς αλλά από led! Θεωρώ ότι ήταν εξαιρετικός προορισμός -χωρίς ευρωπαίους τουρίστες- με αρκετά αξιοθέατα και αν μου δινόταν η ευκαιρία θα ξαναπήγαινα ευχαρίστως.

Μετά από δύο διανυκτερεύσεις εδώ με ενοχλητική ζέστη στους 33 βαθμούς, αν και μέσα Μαΐου, ξεκινήσαμε για την Τραπεζούντα με τελικό πάντοτε προορισμό την Γεωργία και την Αρμενία. Η αλήθεια είναι ότι η μούρλα μου με οδηγεί στο να προσπαθώ να βρω κατά κανόνα τον πιο περίεργο δρόμο που να συνδέει δύο πόλεις. Στα μισά του δρόμου Amasya - Erzincan έκανα αριστερά για βγω στη Μαύρη Θάλασσα. Το επαρχιακό οδικό δίκτυο δεν ήταν και από τα καλύτερα αφού είχε κομμάτια καλά αλλά και μέτρια, αλλά από εδώ θα έλεγα ότι ξεκίνησαν και οι ατυχίες που με συνόδευσαν σε ολόκληρο το ταξίδι. Στην πόλη Mesudiye διαπίστωσα ότι έφυγαν οι βίδες της ζελατίνας. Εντάξει, είπα, και έπιασα τη ζελατίνα με straps. Στην επόμενη πόλη, το Golkoy, σταμάτησα στην κεντρική πλατεία να ρωτήσω πώς βγαίνουμε από την πόλη. Πάω να βάλω μπροστά και το μόνο που άκουσα ήταν το κρώξιμο από το γρανάζι της μίζας. Μπαταρία γιοκ (yok τουρκική λέξη με αρνητική σημασία, όπως λέμε δεν υπάρχει δεν βρέθηκε κλπ.). Ευτυχώς είχα μαζί μου καλώδια και κάτι νεαροί με ATV που κάνανε μαγκιές στην πλατεία μου δώσανε ρεύμα και ξεκίνησα. Καθ' οδόν, σε μια πολύ μεγάλη ανηφόρα, ένα βαθύ νεροφάγωμα με υποχρέωσε να κόψω υπερβολικά με αποτέλεσμα να μου σβήσει η μηχανή. Και πάλι μπαταρία καπούτ (αυτό στα γερμανικά). Αδύνατον να γυρίσω την μηχανή στην κατηφόρα καθώς η κλίση του δρόμου ήταν υπερβολική και θα έπρεπε πρώτα να την ξεφορτώσουμε. Αφού κατέβασα όλα τα γνωστά μπινελίκια, αλλά και μερικά που δημιούργησα εκείνη τη στιγμή, και επειδή και ο άγιος φοβέρα θέλει, σκάει μύτη μια ντόπια Ural με ένα νεαρό και δυο κοπελιές. Όλοι μαζί με βοηθήσαν να γυρίσω την μηχανή στην κατηφόρα οπότε με λίγο σπρώξιμο πήρε μπρος -εδώ διαφέρουν οι Τούρκοι από άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς, αν και έχουν αλλάξει αρκετά μετά την απίστευτη άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου, γι' αυτό θα μιλήσουμε όμως παρακάτω. Απ' ότι κατάλαβα το ηλεκτρικό σύστημα δεν άντεχε τα προβολάκια που είχα μόνος μου βάλει και δεν φόρτωνε επαρκώς την μπαταρία.

Ευτυχώς η διαδρομή πάνω στα χιονισμένα βουνά ήταν θαυμάσια κι εμείς την απολαμβάναμε, μέχρι που ένιωσα το κόμπιασμα αυτό που προειδοποιεί ότι μένουμε από βενζίνη. Ακαριαία το γυρίζω στη ρεζέρβα, ανήσυχος όμως αφού μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχα συναντήσει βενζινάδικο. Συνεχίζω με τα χιλιόμετρα αυξάνονται, αλλά βενζινάδικο νιέντε (αυτό ιταλικό). Έχω κάνει περί τα 70 χιλιόμετρα και σε καμιά τριανταριά θα έμενα πάνω στα άγρια βουνά, όπου συναντούσες ένα αυτοκίνητο κάθε μία ώρα και βάλε. Στο τέλος έμεινα και αυτοκίνητο δεν συνάντησα... Πανικοβλήθηκα γιατί δεν ήθελα να αφήσω την γυναίκα μου μόνη της να φυλάει τη μηχανή (το τι έχει τραβήξει και αυτή δεν περιγράφεται!!!). Ευτυχώς ήταν κατήφορος και ρολάροντας έφθασα στο πρώτο χωριό. Τι χωριό δηλαδή, οικισμός τσοπαναραίων ήταν! Ρωτάω το πρώτο περαστικό πού είναι το κοντινότερο βενζινάδικο. Σε 60 χιλιόμετρα, μου απαντάει. Πάγωσα. Και τώρα; Ο άνθρωπος διάβασε την απελπισία στα μάτια μου και μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω. Πράγματι, με οδηγεί σε ένα αγροτόσπιτο, φωνάζει κάποιον και του εξηγεί ότι ο Έλληνας έμεινε από καύσιμα. Εντάξει, μου λέει αυτός, μπορώ να σου δώσω 5 λίτρα αλλά ακριβότερα από το βενζινάδικο. Ωχ, σκέφτηκα. Έχει σκοπό να βγάλει μηνιάτικο από μένα, αλλά και τι να έκανα; Θα έδινα όσα και να μου ζήταγε. Τελικά πόση ήταν η διαφορά; Αν είχε ας πούμε 1,50 ευρώ το λίτρο μου την χρέωσε 1,60! Ακόμη κι έτσι όμως, κάπου με ενόχλησε αφού σε άλλες εποχές δεν θα καταδεχόντουσαν καν να πάρουν χρήματα, ειδικά από Έλληνες. Τελικά λίγα χιλιόμετρα πριν βγω στην Εθνική της Μαύρης θάλασσας βρήκα βενζινάδικο και ηρέμισα.

Μετά από λίγα χιλιόμετρα και με ψιλόβροχο έφθασα απόγευμα στην Τραπεζούντα. Ξενοδοχείο στα 40 ευρώ -το φθηνότερο που βρήκα- ντουζάκι και βόλτα στην πόλη. Η Τουρκία έχει αλλάξει. Και όταν λέω αλλάξει, εννοώ συθέμελα. Τουλάχιστον μια δεκαετία μπροστά από 'μας και μάλιστα από τις δικές μας καλές εποχές. Πριν από το 2010! Απίστευτες οικοδομές, τέλειο οδικό δίκτυο, πλατείες και πεζοδρόμοι με πλούσια καταστήματα γεμάτα πελάτες που ψώνιζαν, με έκαναν να προβληματιστώ έντονα.

Η χώρα του χάους

Σύνορα Γεωργίας την άλλη μέρα πρωί-πρωί. Η ουρά των αυτοκινήτων τεράστια κι εγώ να παρακαλώ την Αστυνομικίνα να μου επιτρέψει την διέλευση. Θα είχα δημιουργήσει διπλωματικό επεισόδιο, αν δεν επενέβαινε η γυναίκα μου για να με ηρεμήσει. Κι αυτό διότι ο άσχετος και ανίκανος συμπατριώτης μου δημόσιος υπάλληλος, έγραψε στην άδεια της μηχανής 0930 και στην πινακίδα 930. Κι αυτοί γνήσιοι απόγονοι του προηγουμένου καθεστώτος, γραφειοκράτες ανεγκέφαλοι, με περισσή απάθεια μου λένε: "Κυριέ μου, δεν εισέρχεστε, γυρίστε πίσω." Πού να γυρίσω ρε παιδιά τους λέω, έχω κάνει 2.500 χιλιόμετρα για να φθάσω μέχρι εδώ. Αυτοί ανένδοτοι. Η ουρά πίσω μου ξεπερνούσε τα 300 αυτοκίνητα, με τους οδηγούς να κορνάρουν και να διαμαρτύρονται. Κομφούζιο. Μέχρι και ο διοικητής ήρθε. Τελικά, με τα παρακάλια της γυναίκας μου μας άφησαν να περάσουμε. Έχεις τον τρόπο της... Πάω να βάλω εμπρός, μπαταρία νεκρή. Τα αυτοκίνητα να κορνάρουν πλέον μανιωδώς. Σπρώχνουμε την μηχανή, αλλά άντε να την ανεβάσεις φορτωμένη από τα μεταλλικά υπερυψωμένα σαμαράκια των συνόρων. Εννοείται ότι ουδείς φιλοτιμήθηκε να βοηθήσει. Τότε μου ήρθε η φαεινή ιδέα να αποσυνδέσω τα φωτά, αφού ανάβουν βλακωδώς μόλις ανοίξεις τον διακόπτη. Και ως εκ θαύματος πήρε εμπρός κι εγώ γλύτωσα το εγκεφαλικό.

Η πόλη του Batumi απείχε ελάχιστα από τα σύνορα. Σαν πόλη δεν έλεγε τίποτα, εκτός της παραλιακής ζώνης που ήταν εντυπωσιακή συνδυάζοντας πάρκο, πεζόδρομους και παραλία για τουλάχιστον πέντε χιλιόμετρα, την οποία στόλιζαν και μερικά υπερ-μοντέρνα αλλά ιδιαιτέρως κακόγουστα κτίρια και πολλά από αυτά εγκαταλειμμένα. Οι πολυκατοικίες έτοιμες να καταρρεύσουν, τα αυτοκίνητα τζιπ και Mercedes με μαύρα τζάμια ή ετοιμόρροπα χρέπια, Lada τα περισσότερα. Όχι, δεν θα ξαναπήγαινα, αλλά για να μην είμαι και πολύ αυστηρός οφείλω να σας πω ότι στα όρια της πόλης υπήρχε ένας εξαιρετικός τεράστιος και περιποιημένος βοτανικός κήπος, με κάθε είδος δέντρου και πλημμυρισμένος από ολάνθιστα λουλούδια.

Η γυναίκα μου γράφει στο ημερολόγιο της: "Ούτε η χώρα μου αρέσει, ούτε οι άνθρωποι της. Αφήστε που τα μισά αυτοκίνητα είναι δεξιοτίμονα γιατί λένε ότι στοιχίζουν λιγότερο, οπότε όταν προσπερνάνε αντιλαμβάνεστε ότι δεν έχουν την παραμικρή ορατότητα, ειδικά όταν δεν υπάρχει συνεπιβάτης κι έτσι όποιον πάρει ο χάρος. Αν κάνεις το λάθος να βγεις ανάμεσα από τα αυτοκίνητα μπροστά τους στο φανάρι, θα κάνουν φιλότιμες προσπάθειες να σε κλείσουν και να σε πετάξουν έξω από το δρόμο. Δυστυχώς η φήμη την Γεωργιανών δεν είναι τυχαία."

Την επομένη φτάνουμε στο Kutaisi. Με 16 ευρώ μένουμε στην πολύ καλή πανσιόν Diplomat, την οποία αναφέρω γιατί το δωμάτιο πρέπει να ήταν ακριβές αντίγραφο της κρεβατοκάμαρας της Μαρίας Αντουανέτας στις Βερσαλίες! Η αποθέωση του κιτς. Στην πόλη υπήρχε ο ενδιαφέρον καθεδρικός ναός Bagrati, ο οποίος ανήκει στους πολιτιστικούς θησαυρούς της ανθρωπότητας σύμφωνα με την Ουνέσκο και στα έξι χιλιόμετρα ήταν το μοναστηριακό συγκρότημα Gelati με ωραίες αγιογραφίες. Σε δυο χιλιόμετρα από αυτό, υπήρχε και το μοναστήρι της Motsameta με εκπληκτική θέα στο διπλανό φαράγγι και στην γύρω περιοχή. Σ' αυτά πήγαμε με marshrutkas, τα ιδιωτικά, αφάνταστα κλειστοφοβικά, βανάκια που εκτελούσαν το συγκεκριμένο δρομολόγιο και αν ήξερα πως οδηγούσαν -παρ' όλο που μετέφεραν ανθρώπους- ούτε γράμμα δεν θα έστελνα. Αχαρακτήριστη οδήγηση.

Θέλω να σας ενημερώσω ότι τα περισσότερα αξιοθέατα, τόσο στην Γεωργία όσο και στην Αρμενία, είναι μοναστήρια και εκκλησίες. Παρά το ότι αδιαφορώ πλήρως, για να μην πω ότι διάκειμαι και εχθρικά προς όλα τα δόγματα, οφείλω να ομολογήσω ότι κάποια από τα εκκλησιαστικά συγκροτήματα παρουσίαζαν μεγάλο αρχιτεκτονικό και αισθητικό ενδιαφέρον. Στην περιοχή υπήρχαν και δυο σπήλαια, ένα μικρό και ένα τεράστιο. Τα επισκεφθήκαμε και τα δύο. Στο μικρό, το ενδιαφέρον στοιχείο ήταν τα ίχνη των δεινοσαύρων επάνω στο βράχο, ενώ το μεγάλο και επονομαζόμενο σπηλαίο του Προμηθέα ήταν εξόχως εντυπωσιακό με εξαιρετικό φωτισμό και η έκπληξη ήταν ότι αν ήθελες έβγαινες με βάρκα μέσα από υπόγειο ποταμό, όπως και κάναμε.

Ταξιδεύοντας για την πρωτεύουσα Tbilisi, ή Τιφλίδα για τους Έλληνες, κάναμε μια στάση στο Gori για να θαυμάσουμε το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες, υπεύθυνος όπως λέγεται για τον άμεσο ή έμμεσο θάνατο 60.000.000 ανθρώπων. Πρόκειται για τον Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν, ο οποίος πέθανε πριν από 62 χρόνια στη Μόσχα και ήταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος που δεν ξεπερνούσε το 1,62 μέτρα. Ο κακοποιημένος γιος ενός φτωχού, αλκοολικού γεωργιανού τσαγκάρη, ο Josef Vissarionovich Djughashvili -μελλοντικός Στάλιν- είχε αναπηρία στο αριστερό του χέρι, δυσμορφία στο πόδι και πρόσωπο σημαδεμένο από την ευλογιά. Κατάφερε ωστόσο να γίνει ένας από τους πιο διάσημους και αμφιλεγόμενους ηγέτες στην Ιστορία. Πάντως βγάλαμε φωτογραφίες κάτω από το άγαλμά του, ίσως το μοναδικό εναπομείναν αφού παγκοσμίως όπου αλλού υπήρχαν, ο κόσμος τα κατάστρεψε μετά μεγάλης μανίας.

Στην Τιφλίδα, στο ξενοδοχείο που είχα κλείσει μέσω internet, ο ρεσεψιονίστ και ιδιοκτήτης του με απόλυτο θράσος με ενημερώνει πως δεν υπάρχει δωμάτιο γιατί θέλει λέει να του κάνει ανακαίνιση! Καθ' ότι απωθητική αγριόφατσα δεν με έπαιρνε να κάνω φασαρία, οπότε αποχώρισα εξοργισμένος. Εν τω μεταξύ είχε νυχτώσει και μέσα στο κυκλοφοριακό χάος η φορτωμένη η μηχανή μέχρι τα μπούνια, σε μια ιδιαίτερα ανηφορική στροφή μου σβήνει, ενώ ανάβει και το κόκκινο φωτάκι της θερμοκρασίας. Όλοι να κορνάρουνε σαν παλαβοί "ευγενέστατα" (α ρε Γαλλία και Γερμανία με τον πολιτισμό σας), η μηχανή να μην παίρνει μπροστά με τίποτα, η γυναίκα μου να παιδεύεται να κρατήσει κόντρα να μην με πάρει προς στα πίσω στην προσπάθεια μου να την γυρίσω και ούτε ένα γαϊδούρι να προσφερθεί να βοηθήσει. Την ίδια μέρα γραφεί στο ημερολόγιο της: "Μανιακοί, τελείως τρελοί και αγενείς". Κατά καλή μας τύχη, αφού είχα απογοητευθεί μην βρίσκοντας ξενοδοχείο, βλέπω δυο νεαρούς πάνω σ' ένα RR. Tους σταματάω και τους ρωτώ αν έχει πάρει το μάτι τους κανένα μοτέλ στην περιοχή. Ο κατά τα άλλα ευγενικός μηχανόβιος, του οποίου η εμφάνισή παρέπεμπε σε αρχηγό συμμορίας, προθυμοποιήθηκε όντως να με οδηγήσει σε κάποιο που ήξερε. Και το λέω αυτό γιατί όλο το σώμα του ήταν καλυμμένο με τατουάζ όπλων! Πιστόλια, καλάζνικοφ, ούζι, μαχαίρια και ό,τι άλλο βάλει ο νους σας, κατελάμβαναν το σώμα του. Πολύ επιφυλακτικός τον ακολουθώ και όντως με οδηγεί σε κάποιο που ήταν gay friendly, αφού όλο το άρρεν προσωπικό γουργούριζε σαν γατούλες του σεξ. Να πω και την αμαρτία μου, όταν παίρναμε ταξί δεν έδινα στον ταξιτζή το όνομα του ξενοδοχείου αλλά του δρόμου... Όσο για το δωμάτιο, ήταν το ποιο παράξενο ή πρωτότυπο που έχω συναντήσει όλα τα χρόνια που ταξιδεύω. Εκτός του ότι ήταν τεράστιο, ίσως και 80 τετραγωνικά, στο κέντρο είχε και ένα επίσης τεράστιο μπιλιάρδο με όλο τον εξοπλισμό. Οποίος ενδιαφέρεται πάντως, μπορώ να του δώσω το όνομα του ξενοδοχείου γιατί μπορεί να του αρέσει το μπιλιάρδο…

Παρά το γεγονός ότι ολόκληρη η Γεωργία σαν χώρα βρίσκεται σε απόλυτη παρακμή και εγκατάλειψη, όπως εξ άλλου και η όμορη Αρμενία, την πρωτεύουσα Τιφλίδα με τους 1.7000.000 κατοίκους θα την χαρακτήριζα ενδιαφέρουσα με κάποια όμορφα σημεία. Βεβαίως υπήρχαν οι φρικτές, άθλιες και τρομακτικές στην όψη δεκαπενταόροφες πολυκατοικίες, στις οποίες αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να ζουν άνθρωποι και πιθανώς κάποιοι από σας να έχουν δει αντίστοιχες στην γειτονική Βουλγαρία. Όμως, η κεντρική λεωφόρος της πόλης, η Roustaveli -κάτι σαν την δική μας Πανεπιστημίου- που κατέληγε στην παλιά πόλη, ήταν αντικειμενικά όμορφη με μεγαλειώδη καλοδιατηρημένα κτίρια, όπως η Όπερα και το Κοινοβούλιο. Η παλιά πόλη ήταν φορτωμένη με όμορφα κτίρια ωραίας αρχιτεκτονικής από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, αλλά τα περισσότερα από αυτά βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση. Υπάρχουν πάντως χαριτωμένα ταβερνάκια και καφετερίες, δυσανάλογα ακριβά, απευθυνόμενα μάλλον σε μεγαλοστελέχη και τουρίστες. Από την παλιά πόλη διασχίσαμε το ποτάμι μέσω μιας υπερ-μοντέρνας γυάλινης γέφυρας που με τίποτα δεν κόλλαγε στο περιβάλλον.

Με ταξί επισκεφθήκαμε την μεγαλύτερη εκκλησία της πόλης, αλλά και των γύρω χωρών, τον καθεδρικό της Αγίας Τριάδας την Tsminda Sameba, μέσα στην οποία περιφέρονταν τετράπαχοι ιερωμένοι. Είναι τουλάχιστον λυπηρό και απογοητευτικό για το ανθρώπινο είδος να σπαταλώνται κολοσσιαία ποσά για την δημιουργία μη χρηστικών κτιρίων (χρηστικό κτίριο θα χαρακτήριζα π.χ. ένα νοσοκομείο, ένα ορφανοτροφείο ή ένα γηροκομείο) την στιγμή που ολόκληρη η πόλη ήταν πηγμένη στις εκκλησίες και ο λαός εκτός της πρωτεύουσας δυστυχούσε φανερά, αναγκαζόμενος να ξενιτεύεται. Πολύ κοντά ήταν και το προεδρικό μέγαρο, που μπροστά του ο Λευκός Οίκος των ΗΠΑ φάνταζε μονόκλινο μπροστά σε σουίτα. Ειδικά με αυτό το κτίριο κατάλαβα που πηγαίνανε τα λεφτά της χώρας, αντί να φτιάχνονται δρόμοι για παράδειγμα, με αποτέλεσμα το οδικό δίκτυο να παραπέμπει στον μεσαίωνα. Στην πόλη ακόμη υπήρχαν δυο εντυπωσιακά τελεφερίκ, το ένα με κρεμαστές καμπίνες που ανέβαινε στο φρούριο Narikala, περνώντας πάνω από το ποτάμι που διέσχιζε την πόλη προσφέροντας εκπληκτική θέα, και το άλλο με ράγες ανέβαινε σχεδόν κάθετα ένα ψηλό λόφο στην κορφή του οποίου υπήρχε λούνα-παρκ με χαρακτηριστικό την πελώρια ρόδα, η οποία μαζί με την τεράστια κεραία της τηλεόρασης το βράδυ φωτίζονταν καταπληκτικά.

 

Τουριστικές παγίδες

Απέχοντας 20 χιλ από την Τιφλίδα, επισκεφθήκαμε την παλιά πρωτεύουσα της Γεωργίας, την Mtskheta, πάλι με marshrutkas τα ιδιωτικά λεωφορειάκια και πάλι κοψοχολιαστήκαμε με τον τρόπο οδήγησής τους. Στο κέντρο της ιστορικής πόλης, που πρώτη παγκοσμίως υιοθέτησε τον Χριστιανισμό το 334 μ.Χ., υπήρχε εντός των τειχών ένας ιδιαίτερα εντυπωσιακός ναός, αυτός της Ζωοδόχου Πηγής ή Svetitskhoveli που αποτελεί έναν από τους ιεροτέρους χώρους της Γεωργίας, περιέχοντας τάφους αρχαίων γεωργιανών βασιλέων και βρίσκεται στην λίστα της Ουνέσκο. Επιστρέφοντας πήραμε το μετρό για να γυρίσουμε στο κέντρο. Αυτή κι αν ήταν εμπειρία. Το τρενάκι του τρόμου. Το τρένο πήγαινε με χίλια νομίζοντας ότι θα εκτροχιαστεί ανά πάσα στιγμή μέσα στα βάθη της γης, οι επιβάτες να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο, αλλά παρ' όλα αυτά φαινόντουσαν ψύχραιμοι, μάλλον συνηθισμένοι, πράγμα που μας βοήθησε να αντέξουμε.

Οι τρεις ημέρες που μείναμε στην πρωτεύουσα ήταν υπέρ αρκετές κι έτσι βάλαμε πλώρη για το Telavi, την πρωτεύουσα της ανατολικής επαρχίας του Kakheti, με πολλά παγκοσμίου φήμης οινοποιεία. Παρά ταύτα, το κρασί στην Γεωργία ήταν ακριβό με αποτέλεσμα να πίνουμε μέτριας ποιότητας μπύρες.

Η οδός Cholokashvili ήταν ένας από τους ωραιότερους δρόμους της πόλης και φαινόταν πως είχε ανακαινιστεί πρόσφατα. Τα σπίτια σε αυτή την περιοχή ήταν στολισμένα με πολύχρωμες πύλες και περίτεχνα σκαλισμένα μπαλκόνια. Όταν όμως έριξα κρυφά μια ματιά πίσω από τις πορτάρες, αντίκρισα την κακομοιριά και την δυστυχία σε όλο της το μεγαλείο. Όλο το σκηνικό ήταν μια φάρσα για τους χαζοτουρίστες. Σε μια καφετερία που καθίσαμε μας έπιασε κουβέντα η συμπαθέστατη γκαρσόνα, απόφοιτη κάποιας ανώτατης σχολής, που είχε αναγκαστικά επιστρέψει στην πόλη της και την ρώτησα για τον μισθό της. Μου είπε ότι δούλευε από το πρωί μέχρι την ώρα που κλείνανε το βράδυ, εφτά ημέρες την εβδομάδα και έπαιρνε 60 ευρώ. "Την εβδομάδα;" την ρωτάω. Όχι. Τον μήνα, μου απαντάει...

Στη πόλη υπήρχε και ένας πλάτανος 900 ετών, όπως λέγανε, που αν έκανες το γύρο του τεραστίου κορμού του τρεις φορές πραγματοποιούνταν οι επιθυμίες σου. Τον κάναμε και γι' αυτό μας έτυχαν όλα τα κακά της μοίρας μας. Αλλά γι' αυτά παρακάτω...

Εδώ συναντήσαμε και τον μοναδικό φιλικό Γεωργιανό. Ήταν ο ιδιοκτήτης του μικρού ξενοδοχείου που διανυκτερεύσαμε και ο οποίος με πολύ μεγάλη υπερηφάνεια μου έδειξε τα βαρέλια του με κρασί και τσίπουρο. Ειδικά όταν διαπίστωσε ότι έχω γνώσεις οινοποιίας, αφού βάζω σχεδόν κάθε χρόνο ένα 200άρι βαρελάκι, ενθουσιάστηκε και μου χάρισε ένα μπουκάλι τσίπουρο και ένα μεγάλο μπουκάλι κρασί. Μάλιστα, όταν το βράδυ ετοιμαζόμαστε να βγούμε για φαγητό, μας χτυπάει την πόρτα κρατώντας ένα δίσκο με 6-7 πιάτα γεμάτα καταπληκτικούς μεζέδες και ένα μπουκάλι κρασί. Όπως είμαστε κουρασμένοι τα καταβροχθίσαμε και πέσαμε για ύπνο. Όνομα ξενοδοχείου Κavkasioni 33. Προτιμήστε το.

Την άλλη μέρα, με την θερμοκρασία πάνω από 30 βαθμούς, κάναμε μια στάση μετά από 18 χιλιόμετρα στο μοναστήρι Alaverdi. Πράγματι άξιζε και με το παραπάνω. Πανέμορφο, περιποιημένο, στο κέντρο ενός ψηλού οχυρωμένου τείχους με θέα τον χιονισμένο Καύκασο, ήταν η χαρά του φωτογράφου. Ο από τον 11ο αιώνα καθεδρικός του μοναστηριού ήταν από τους ψηλότερους της χώρας. Ο καλόγερος που με ξενάγησε σε άπταιστα αγγλικά, έμοιαζε με φυσιολογικό άτομο θυμίζοντας στέλεχος πολυεθνικής! Παρά το γεγονός ότι ήταν εξυπηρετικός, φωτογραφίες δεν με άφησε να βγάλω παρά τα παρακάλια μου. Βγαίνοντας από την πύλη με πλησίασε ένας κύριος και σε άπταιστα ελληνικά, αφού είχε δει τις πινακίδες της μηχανής και είχε εργαστεί στη χώρα μας -όπως εξ άλλου και ο μισός πληθυσμός της Γεωργίας- μας συστήθηκε και μας είπε λίγα πράγματα για την μονή. Μεταξύ άλλων μας είπε το πόσο πλούσιο είναι το μοναστήρι, από το πανάκριβο κρασί γκουρμέ που εξάγει στην Αμερική και ότι οι καλόγεροι του δεν είναι ιερωμένοι (αυτό το είπε ειρωνικά) αλλά πλούσιοι businessman.

Το άθλιο οδικό δίκτυο με τις άπειρες παγίδες ταλαιπώρησε τόσο την μηχανή, αφού η τσιμούχα του ενός καλαμιού παρέδωσε το πνεύμα δικαίως, όσο και την μέση μου, αυτή όχι εμφανώς αλλά ύπουλα αφού όταν οδηγούσα δεν πόναγα. Πονούσα όμως όταν περπάταγα λίγο παραπάνω από το κανονικό. Ίσως να φταίει και η ηλικία...

 

Θρησκείας overdose

Το βράδυ θα διανυκτερεύαμε στο Signaghi, μια πόλη που θεωρείται η Αράχωβα ή το Μέτσοβο της Γεωργίας. Πηγαίνοντας προς τα εκεί βλέπω μια καφέ ταμπέλα που οδηγούσε σε μικρή απόσταση, υπέθεσα σε κάτι ενδιαφέρον, που τελικά ήταν άλλο ένα μοναστήρι. Δεν βαριέσαι, σκέφτηκα, ας το δούμε κι αυτό αφού το είχα πάρει απόφαση ότι μετά από αυτό το ταξίδι είχα εξασφαλισμένη Α' θέση στον παράδεισο. Τώρα αν ήθελα να πάω, αυτό είναι άλλο θέμα. Διότι ο μεγάλος Αμερικάνος συγγραφείς Mark twain είχε πει: "Να πας στον παράδεισο για το κλίμα και στην κόλαση για την παρέα". Όντως, βλέπω μια κλειστή περιοχή που την φιλούσαν ένστολοι. Μέσα υπήρχε κόσμος που φαινόταν κάτι να περιμένει. Τους παρακάλεσα να βάλω μέσα την μηχανή, πράγμα που μου απαγόρευσαν γελώντας ειρωνικά και σπάζοντας πλάκα. Γενικά όλος ο λαός ήταν ασυμπάθηστος. Ρωτώ πού βρίσκεται το μοναστήρι και μου δείχνουν έναν ανηφορικό δρόμο χωρίς άλλη πληροφορία. Εδώ κοντά σκέφτηκα θα είναι και ξεκίνησα μόνος. Ο ανήφορος πήρε κλίση 40 μοιρών (ναι, μην γελάτε) και μετά από 50 μέτρα σκέφτηκα να επιστρέψω, αφού μου είχε βγει η γλώσσα. Ρωτώ και μια παρέα που κατέβαινε τον κατήφορο πόσο απέχω. Ξέχνα το, μου λένε, γύρνα και περίμενε το λεωφορείο. Σιγά μην μου λέγανε ότι υπήρχε κάτι τέτοιο. Αυτό και κάναμε. Εμφανίστηκε ένα αρχαίο χρέπι Mercedes που μαζί με μας πήρε και μια παρέα ανδρών.

"Να πας στον παράδεισο για το κλίμα και στην κόλαση για την παρέα"

Το ερείπιο περιέργως άρχισε να ανεβαίνει την απίστευτη κλίση σαν άρμα μάχης. Είπα να αρχίσω να πιστεύω! Μέχρι εκεί έφθασα από την τρομάρα μου. Τελικά φθάσαμε μέσα σ ένα σύννεφο μαύρου καπνού, η ανδροπαρέα είδε τα κτίρια μέσα σε 5 λεπτά και επέστρεψε στο σούργελο, του οποίου ο οδηγός άρχισε να μου κορνάρει αγενέστατα να φύγουμε. Φυσικά δεν προλάβαμε να δούμε τίποτα από την μονή Nekresi. Μετά λίγα χιλιόμετρα συναντήσαμε την διασταύρωση για το φημισμένο χωριό. Τα εννέα χιλιόμετρα από τη μονή μέχρι το χωριό ήταν τα καλύτερα που συναντήσαμε σε όλη τη χώρα. Όσο για το χωριό θα έπρεπε να κάνει χαρακίρι αν συναντούσε ένα από τα ελληνικά χωριά που προανέφερα. Απλά συμπαθητικό. Σε μια απ' τις πλατείες του χωριού νοικιάζανε γουρούνες και γινότανε το έλα να δεις από τις μαγκιές, αλλά και την φοβερή ηχορύπανση. Το σίγουρο ήταν ότι κάποιος θα χτύπαγε. Αναρωτήθηκα γιατί δεν επεμβαίνει η Αστυνομία. Και όντως επενέβει. Ο μπάτσος, γιατί θα ήταν ντροπή να τον πω αστυνομικό, εμφανίστηκε με ένα άλλο ATV για να κάνει κόντρες με τους κάγκουρες! Ημερολόγιο Νανάς: "Φτύνουν στο δρόμο, μας κοροϊδεύουν γιατί δεν καταλαβαίνουμε την γλώσσα... Βρε παιδιά έπρεπε να βλέπατε το γκαρσόνι που μας εξυπηρέτησε στο ρεστοράν. Για πολλές κλοτσιές! Μας εξυπηρέτησε πάντως ένας ευγενέστατος γέρος ταξιτζής."

Πολλοί ταξιδευτές βγάζουν λάθος συμπεράσματα για τους ανθρώπους των χωρών που επισκέπτονται, επειδή ζητάνε πληροφορίες από άλλους μηχανόβιους ή λέσχες μοτοσυκλέτας. Η αλήθεια είναι ότι με τον τρόπο αυτό πετυχαίνεις σχεδόν πάντοτε καλά αποτελέσματα κατά το "είδε ο γύφτος την γενιά του και αγαλλίασε η καρδιά του". Έτσι μπερδεύουν την συναδερφική αλληλεγγύη με την ευγένεια και την φιλοξενία. Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα συνήθως είναι τελείως διαφορετική. Εμείς σε καμία πρώην Σοσιαλιστική Δημοκρατία πλην της Ρουμανίας και της Αλβανίας, δεν συναντήσαμε ιδιαίτερα ευγενικούς ανθρώπους εκτός εξαιρέσεων.

Των Μιχάλη & Αθηνάς Παπαδάκου  φωτό: των ιδίων

Διαβάστε το 'Β Μέρος

Ετικέτες