Australian tour (Μέρος Β')

Όταν μιλά η ελληνική ψυχή
Από τον

Κωνσταντίνο Μητσάκη

12/8/2017

Η περιπλάνηση στο μεγάλο νησί του Νότου με την ΚΤΜ 1050 Adventure συνεχίζεται. Μετά την διάσχιση της δυτικής ακτογραμμής –και αφού πρώτα τάισα τα δελφίνια της περιοχής MonkeyMia– έβαλα πορεία ανατολικά, οδηγώντας τη μαύρη μοτοσυκλέτα στις ατέρμονες ευθείες της εκνευριστικά επίπεδης Nullarbor Plan. Ήταν όμως το τίμημα για να γραφτεί ο επίλογος άλλου ενός διηπειρωτικού ταξιδιού, που ολοκληρώθηκε μέσα σε μια μεγάλη, ορθάνοικτη ελληνική αγκαλιά…

 

δείτε εδώ το Πρώτο Μέρος του ταξιδιωτικού

Αφήνοντας πίσω μου εκείνο το πρωινό την πόλη Broome, δεν άργησα να βυθιστώ –για ακόμα μια μέρα– στην ατέρμονη μοναξιά της διαδρομής και στην άβυσσο των προσωπικών μου σκέψεων. Βρισκόμουν εδώ και τρεις περίπου εβδομάδες καθοδόν στους δρόμους της Αυστραλίας και στο διάστημα αυτό είχα συνειδητοποιήσει ότι η σχέση μου μ’ αυτή την χώρα είχε πλέον αλλάξει. Το γεγονός ότι η γενέτειρά μου είχε αποδειχτεί μέχρι τώρα αρκετά καλή και φιλική απέναντί μου –αποκαλύπτοντας στα μάτια μου έναν τόπο οικείο και φιλόξενο– συνηγορούσε πως θα μάλλον θα ζούσα μια ξεχωριστή ταξιδιωτική περιπέτεια στους μακρινούς αντίποδες της γης.

Αυτό όμως που πραγματικά με ενθουσίαζε περισσότερο ήταν η διαφορετικότητα και ο πλουραλισμός των αξιοθέατων που συναντούσα σε κάθε γεωγραφική ενότητα αυτής της χώρας. Στην δυτική πλευρά της, αυτήν που θα εξερευνούσα τις επόμενες μέρες, καταλυτική ήταν η παρουσία του υδάτινου στοιχείου –μεγάλο πρωταγωνιστή αποτελεί εδώ ο Ινδικός Ωκεανός.

Ωστόσο, καθοριστικό ρόλο στη απροβλημάτιστη διάσχιση της δυτικής Αυστραλίας παίζουν φυσικά και οι καιρικές συνθήκες –ευτυχώς ο χειμώνας εδώ είναι σχετικά ήπιος, με ανεκτές θερμοκρασίες (12οC– 20οC) και λίγες σχετικά βροχοπτώσεις. Η χειμερινή περίοδος είχε όμως κι άλλα καλά, αφού παντού θα έβρισκα –εύκολα και σε χαμηλές τιμές– ένα κατάλυμα. Σύμφωνα με τους ντόπιους, την αντίστοιχη εποχή του καλοκαιριού, ένα κρεβάτι στην δυτική ακτογραμμή της Αυστραλίας θα το πλήρωνα κυριολεκτικά… χρυσάφι.

Δυσάρεστα απρόοπτα

Ο παραλιακός οδικός άξονας North West Coastal Hwy "έστρωσε" τον δρόμο στις ρόδες της μαύρης 1050 για να με μεταφέρει από την παράκτια κωμόπολη Broome στην Perth, την πρωτεύουσα της πολιτείας WesternAustralia (1.800 χιλιόμετρα νοτιότερα). Ενδιάμεσα μεσολαβούσαν οι μικρές πόλεις Port Hedland, Karrath, Carnarvonκαι Geraldton, ενώ στα σχέδια υπήρχε και μια παράκαμψη στον κόλπο SharkBay.

Η πόλη Broome που μόλις άφηνα πίσω μου, ήταν ένα από τα γνωστότερα παραθαλάσσια τουριστικά θέρετρα της δυτικής Αυστραλίας και ιδρύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα ως κέντρο αλιείας μαργαριταριών (pearls) στη περιοχή. Σήμερα θεωρείται ο πιο κατάλληλος τόπος για να αγοράσει κανείς φτηνά και ποιοτικά μαργαριτάρια, ενώ η τουριστική ατραξιόν για την οποία φημίζεται η Broome είναι η βόλτα με καμήλες κατά μήκος της αμμουδερής παραλίας Cable Beach την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Αν κι έχω ανέβει πολλές φορές σε καμήλα, δεν μπόρεσα τελικά να αντισταθώ στον πειρασμό για μια ρομαντική περαντζάδα δίπλα στα ωκεάνια νερά, την ώρα που ο ουρανός έπαιρνε φωτιά…

Εγκλωβισμένος εκείνη την ημέρα στην μονοτονία της ευθυτενούς διαδρομής Broome – Karrath που με έσπρωχνε νοτιοδυτικά, δεν αντιλήφθηκα έγκαιρα πως τα καύσιμα της μοτοσυκλέτας τελείωναν, με αποτέλεσμα να ξεμείνω από βενζίνη περίπου 100 χιλιόμετρα μετά την πόλη Port Hedland (και 90 χλμ. πριν το επόμενο πρατήριο). Λάθος υπολογισμός, επιπολαιότητα ή βλακεία; Μην με ρωτάτε πώς και γιατί. Συμβαίνει και στα καλύτερα τα σπίτια…

Τελικά, λύση στο πρόβλημα δόθηκε με αρκετά ασυνήθιστο και πρωτότυπο τρόπο. Μετά από δύο ώρες αναμονής στην άκρη του δρόμου, ένα ζευγάρι νεαρών Αυστραλών μού πρόσφερε τα λίγα λίτρα βενζίνης που είχαν για την ηλεκτρογεννήτριά τους, την οποία χρησιμοποιούσαν στο κάμπινγκ. Βλέπετε, όλα τα αυτοκίνητα που σταματούσαν να με βοηθήσουν ήταν πετρελαιοκίνητα, όπως και των σωτήρων μου…

Όμως, τα απρόοπτα εκείνης της ημέρας δεν είχαν τελειώσει, όπως εσφαλμένα είχα πιστέψει. Φτάνοντας με τη δύση του ηλίου στην κωμόπολη Karrath, κι αφού ψώνισα το δείπνο μου από ένα σούπερ-μάρκετ, ξεκίνησα προς αναζήτηση στέγης –σύντομα πέρασα το κατώφλι του μοναδικού hostel που υπήρχε στην Karrath.

Ακόμα δεν ξέρω το γιατί, αλλά όταν πρωτο-αντίκρισα την ξινή φάτσα του ξενοδόχου, κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Αγνοώντας το ένστικτό μου, του έδωσα το διαβατήριο να συμπληρώσει τα στοιχεία μου. "Είσαι από την Ελλάδα;", τον άκουσα να ρωτά, μ’ έναν συγκαλυμμένο ειρωνικό τόνο στην φωνή του. "Ναι φίλε, είμαι από την Ελλάδα και ταξιδεύω με την μοτοσυκλέτα μου στην Αυστραλία ", του απάντησα ορθά-κοφτά. Κι αμέσως μετά, ήρθε η ερώτηση-καταπέλτης: "Έχεις αρκετά χρήματα για να με πληρώσεις; Σε ρωτάω γιατί άκουσα ότι η χώρα σου χρεοκόπησε και οι Έλληνες δεν έχουν χρήματα ούτε για να ζήσουν."

Ούτε κι εγώ ξέρω πως συγκρατήθηκα εκείνη τη στιγμή και δεν του "έσκασα" το κράνος στην γυαλιστερή καράφλα του. Αυτό που έκανα ήταν να τον στολίσω αμέσως μ’ όσα αυστραλέζικα μπινελίκια ήξερα, να πάρω το διαβατήριο από τα χέρια του και να πάω σ’ ένα διπλανό ξενοδοχείο… Fuck you bastard

Η αλήθεια είναι ότι η "επίθεση" που δέχτηκα από αυτό το φαλακρό κάθαρμα ήταν η μόνη περίπτωση "εθνικής" απαξίωσης και ταπείνωσης που μου έτυχε στην Αυστραλία. Η συντριπτική πλειοψηφία των Αυστραλών έδειχναν κατανόηση για την δύσκολη οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και των κατοίκων της και δεν δίσταζαν να μου εκφράζουν την αμέριστη συμπαράσταση και συμπάθειά τους.

Στην αγκαλιά του Ινδικού Ωκεανού

Ο κόλπος Shark Bay, με τα δεκάδες λιλιπούτια νησιά και την μακρόστενη χερσόνησο, συγκαταλέγεται από το 1991 στον κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco. Πρόκειται για περιοχή αξεπέραστου φυσικού κάλλους που εντοπίζεται στην δυτικότερη άκρη της Αυστραλίας (πιο δυτικά δεν υπάρχει). Τιρκουάζ νερά, ενδημικά είδη ζώων, σπάνια χλωρίδα και τροπικές παραλίες συνιστούν εδώ έναν μοναδικό προορισμό, που μου ήταν αδύνατον να αγνοήσω.

Έτσι, για δυο μέρες περιπλανήθηκα σε απόμερες παραλίες, κολύμπησα σε κρυστάλλινα νερά και κατασκήνωσα κάτω από φοινικόδεντρα, δίπλα ακριβώς στο κύμα. Ποιες ήταν οι προτεραιότητές μου; Η επίσκεψη στην παραλία Shell Beach, μια παραλία μήκους 120 χιλιομέτρων, η οποία αντί για βότσαλα, ήταν στρωμένη με μικρά πάλλευκα κοχύλια. Η Denham λογίζεται ως η δυτικότερη κωμόπολη της Αυστραλίας –μια φωτογραφία εδώ ήταν επιβεβλημένη. Και φυσικά, δεν θα έχανα με τίποτα τα παιχνιδιάρικα δελφίνια της περιοχής Monkey Mia.

Στην Monkey Mia, τα δελφίνια της θάλασσας είναι αρκετά εξοικειωμένα με την ανθρώπινη παρουσία και κάθε πρωί (στα όρια του "Monkey Mia Dolphin Resort") βγαίνουν στα ρηχά, όπου δέχονται χάδια και τροφή από τους παραβρισκόμενους επισκέπτες (εξυπακούεται ότι υπάρχουν μαζί και ειδικοί εκπαιδευτές). Ήταν ένα πραγματικά ανεπανάληπτο σόου για μικρά και μεγάλα παιδιά…

Τιρκουάζ νερά, ενδημικά είδη ζώων, σπάνια χλωρίδα και τροπικές παραλίες συνιστούν εδώ έναν μοναδικό προορισμό

Αντίθετα, η τελευταία μου στάση πριν την πόλη Perth δεν έγινε σε κάποιο θαλασσινό προορισμό της δυτικής ακτογραμμής, αλλά στην έρημο Pinnacles Desert. Στο Εθνικό Πάρκο "Nambung National Park" (190 χιλιόμετρα βόρεια της Perth) την παράσταση κλέβουν οι αμέτρητοι κιτρινωποί ασβεστολιθικοί βράχοι Pinnacles που "ξεφυτρώνουν" κατακόρυφα από το έδαφος, δημιουργώντας έτσι ένα τοπίο βγαλμένο από ταινία επιστημονικής φαντασίας.

Και μετά από δυο ώρες οδήγησης, έφτασα τελικά στο κέντρο της Perth, όπου αντίκρισα τους μοντέρνους ουρανοξύστες της πόλης να "ξεφυτρώνουν" κι αυτοί κάθετα από την γη της Δυτικής Αυστραλίας. Η μαύρη ΚΤΜ είχε πλέον καταγράψει 11.150 χλμ. από την αρχή του ταξιδιού…

Η οριζόντια διάσχιση της Αυστραλίας

Τι σημαίνει "Nullarbor"; Πώς είναι να οδηγάς στην μεγαλύτερη ευθεία της Αυστραλίας; Γιατί είναι γνωστή η κωμόπολη Kimba; Τι γίνεται όταν ένα κύμα ψύχους από την Ανταρκτική φτάνει στις νότιες ακτές της Αυστραλίας; Ποιός ήταν ο Άγγλος εξερευνητής Edward John Eyre;

Απαντήσεις σε όλα αυτά τα βασανιστικά ερωτήματα έμελλε να βρω οδηγώντας στην συνέχεια του "Australian Tour 2015" από την Perth στην Adelaide (Αδελαΐδα). Διασχίζοντας οριζόντια όλη την Νότια Αυστραλία, θα ταξίδευα για 3.000 χιλιόμετρα πάνω στο Eyre Hwy, τον μοναδικό οδικό άξονα που συνδέει τη Δυτική με την Ανατολική Αυστραλία.

Αυτός όμως δεν ήταν ο πραγματικός λόγος που ανυπομονούσα να εγκαταλείψω την Perth. Παραδόξως, ένιωθα επιτακτική την ανάγκη να αποδράσω και πάλι στους μοναχικούς δρόμους της outback. Μου έλειπε η ελευθερία της ερήμου, το ταξίδι της ματιάς στο βάθος του επίπεδου ορίζοντα, η ενδοσκόπηση και η κουβεντούλα με τον εαυτό μου. Αν και προσπαθούσα πολύ, αδυνατούσα ωστόσο να συμφιλιωθώ με τη νέα αστική πραγματικότητα, αφού η καρδιά μου ζητούσε επίμονα να την ζεστάνω με τα σαγηνευτικά χρώματα και τις παραστάσεις της αυστραλιανής ερήμου. Κόλλημα κι τούτο…

Αυτό πάντως, σε καμία περίπτωση, δεν σήμαινε ότι "σνομπάρισα" την Perth των 1.300.000 κατοίκων. Αντιθέτως, η κομψή πρωτεύουσα της δυτικής Αυστραλίας που βρίσκεται κτισμένη στις όχθες του ποταμού Swan, κοντά στις εκβολές του στον Ινδικό Ωκεανό, με ξενάγησε στον πολιτιστικό πολυχώρο "Perth Cultural Center", στον Swan Bell Tower, στα καταπράσινα όρια του πάρκου King Park, στον καθεδρικό St. Mary, αλλά και σ’ άλλες μικρές γειτονιές της.

Κράνος, γάντια, μίζα, πρώτη ταχύτητα στο κιβώτιο και επιτέλους… αναχώρηση! Η επέλαση προς την ανατολική Αυστραλία ξεκινούσε με οδηγό τον οδικό άξονα Eyre Hwy. Στην πορεία μου για την Αδελαΐδα θα βάδιζα πάνω στα χνάρια του Edward John Eyre, ενός άλλου πρωτοπόρου εξερευνητή της αυστραλιανής ηπείρου, που το 1841 κατάφερε –μετά από πέντε μήνες ταξιδιού– να ενώσει οδικά την Ανατολική με την Δυτική Αυστραλία, ολοκληρώνοντας επιτυχώς ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα 2.800 χιλιομέτρων.

Στα πρώτα 750 χιλιόμετρα της διαδρομής (από την Perth ως την κωμόπολη Noresman) έτυχε να συνταξιδέψω με την Dora, που οδηγούσε μια Yamaha ΜΤ-09 Tracer. Ανταμώσαμε τυχαία σ’ ένα βενζινάδικο στην έξοδο της Perth και συμφωνήσαμε να ενώσουμε τις μοναξιές μας και να ξορκίσουμε την πλήξη της διαδρομής. Αρκετά δυναμική και ενδιαφέρουσα γυναίκα, η 50χρονη Dora αποδείχτηκε μια πολύ καλή παρέα και ειλικρινά το διασκεδάσαμε πολύ.

Πάντως, κάθε φορά που σταματούσαμε για βενζίνη, η Dora δεν παρέλειπε να πίνει κάνα δυο ποτηράκια μπύρας μονορούφι –ήταν τα δικά της καύσιμα, όπως έλεγε χαριτολογώντας. Φτάνοντας αργά το απόγευμα στην Noresman αποχαιρέτησα την Dora, η οποία αν και είχε καταναλώσει καθοδόν περί τα 7-8 λίτρα μπύρας, ήταν αρκετά νηφάλια και προσεκτική στην οδήγηση…

Ήταν ένα ραντεβού κυριολεκτικά στα… ψυχρά! Την επομένη, εγκαταλείποντας νωρίς το πρωί την κωμόπολη Noresman, βρέθηκα να συνταξιδεύω (όχι με την Dora αυτή τη φορά) μ’ ένα κύμα ψύχους που ερχόταν από την Ανταρκτική. Όλη εκείνη την ημέρα ο υδράργυρος φλερτάριζε με μονοψήφια νούμερα, ενώ μέχρι το μεσημέρι το θερμόμετρο της μοτοσυκλέτας δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τους -4οC. Πώς κατάφερα τελικά να αντέξω; Απλά, με ζέσταιναν οι αναμνήσεις της τροπικής βόρειας Αυστραλίας και οι σκέψεις πως ο μικρός Γιωργάκης και η Όλγα απολάμβαναν τα χάδια του ήλιου σε κάποια παραλία της Ελλάδας…

Balladonia, Caiguna, Cocklebiddy, Madura, Mundrabilla, Eucla, WA-SA Border Village, Nullarbor, Yalata, Nundroo. Μιλάμε για δέκα τοπωνύμια του χάρτη, σκορπισμένα σε μια έκταση 1.300 χλμ. αμέσως μετά την Noserman, που αντιστοιχούσαν στα γνωστά Roadhouses (πρατήριο καυσίμων, εστιατόριο και κάποια δωμάτια για διανυκτέρευση). Δέκα οάσεις ζωής μέσα στο απόλυτο τίποτα της εφιαλτικής περιοχής Nullarbor Plan (nullaarbor σημαίνει στα λατινικά "κανένα δέντρο"). Η συγκεκριμένη περιοχή ονομάστηκε έτσι από τον εξερευνητή Alfred Delisser, αφού σε μεγάλο κομμάτι της, όχι δέντρο δεν υπάρχει, αλλά ούτε …ραδίκι!

Και κάπου ανάμεσα στο απρόσμενο πολικό ψύχος και στο εκνευριστικά επίπεδο τοπίο της Nullarbor Plan, είχα να "ξεπετάξω" και την μεγαλύτερη ασφαλτοστρωμένη ευθεία της αυστραλιανής ηπείρου (146,6 χλμ.). Στη διαδρομή Balladonia – Caiguna τα ρουλεμάν του τιμονιού της μαύρης ΚΤΜ αποκοιμήθηκαν –ευτυχώς, όχι ο οδηγός. Φανταστείτε πάντως τι πανικός επικράτησε στην πρώτη στροφή μετά την τρομολαγνική εμπειρία της απόλυτης αυστραλιανής ευθείας…

Τι άλλο με περίμενε στην Nullarbor Plan; Μα φυσικά τα πανύψηλα βράχια Bunda Cliffs, που συνιστούσαν ένα μοναδικό φυσικό "μπαλκόνι" ύψους 90 μέτρων, απ’ όπου είχα την ευκαιρία να θαυμάσω το συναρπαστικό αντάμωμα της Nullarbor Plan με τον Νότιο Ωκεανό. Καθισμένος για αρκετή ώρα στην άκρη του απόκρημνου γκρεμού, δεν χόρταινα να βλέπω τα αγριεμένα κύματα που έσκαγαν με μανία πάνω στα εντυπωσιακά Bunda Cliffs.

Κι όταν τελικά προσέγγισα την κωμόπολη Kimba (480 χλμ. βορειοανατολικά της Αδελαΐδας), είχα πλέον πραγματοποιήσει την μισή –οριζόντια– διάσχιση της Αυστραλίας (Halfway Across Australia). Ολιγόλεπτη στάση για τις καθιερωμένες αναμνηστικές φωτογραφίες και δρόμο για Αδελαΐδα…

 

Η καλή φίλη Ελένη

Καταπράσινες καλλιεργημένες λοφώδεις εκτάσεις με αμπελώνες και σταροχώραφα ήταν το τελείως διαφοροποιημένο –σε σχέση με την outback– τοπίο που με συνόδευε καθοδόν προς την Αδελαΐδα. Στα τελευταία 50 χιλιόμετρα, οδηγούσα όμως κάτω από το ψυχολογικό βάρος μιας επαπειλούμενης βροχής, η οποία ευτυχώς δεν εκδηλώθηκε τη στιγμή που περνούσα κάτω από τα βαρυφορτωμένα σύννεφα του κατάμαυρου ουρανού.

"Βρε πατριώτη, από την Ελλάδα έρχεσαι;" Ο οδηγός του αυτοκινήτου που σταμάτησε δίπλα μου στα φανάρια, κάπου στα βόρεια προάστια της πόλης, ήταν ο Σταύρος Λεμπέσης. Την προσοχή του είχε τραβήξει αρχικά η ελληνική σημαία στο κράνος και –κατά δεύτερο λόγο– η πινακίδα κυκλοφορίας της ΚΤΜ.

"Ακολούθησέ με, πάμε στο σπίτι μου για καφέ να μου πεις να νέα σου", ήταν η πρόσκληση του Σταύρου, την οποία φυσικά και αποδέχτηκα αμέσως. Έτσι, για τρεις ώρες, ο συμπαθής ομογενής (με καταγωγή από την Λακωνία) βρισκόταν κυριολεκτικά κρεμασμένος από τα χείλη μου, ακούγοντας τις ταξιδιωτικές εμπειρίες μου στην Αυστραλία. Ωστόσο, η κουβέντα μας μοιραία στράφηκε και στην σύγχρονη πολιτικο-οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, η οποία έχει δυστυχώς πληγώσει βαθιά την εθνική περηφάνια, όχι μόνο του Σταύρου, αλλά όλων των ομογενών μας στην Αυστραλία. Ήταν κάτι που έμελλε να το (ξανά) διαπιστώσω τις επόμενες μέρες στην Μελβούρνη, στην επαφή μου με την ελληνική παροικία της πόλης.

Την ελληνική Αδελαΐδα την γνώρισα μέσα από τις αφηγήσεις της καλής φίλης Ελένης Βάσσου, που περίμενε με ανυπομονησία την άφιξή μου στην πόλη της. Γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αδελαΐδα (αλλά με πολλά "χιλιόμετρα" στην διαδρομή Αυστραλία–Ελλάδα), η Ελένη αποδείχτηκε ένα ανοιχτό βιβλίο Ιστορίας του τοπικού ελληνισμού, που ρούφηξα αχόρταγα την κάθε σελίδα του.

Αντίθετα, την τέλεια ρυμοτομημένη Αδελαΐδα των 1.200.000 κατοίκων, που απλώνεται εκατέρωθεν του ποταμού Torrens και χαρακτηρίζεται από μια λειτουργική όσο και υποδειγματική πολεοδομική σχεδίαση, την γνώρισα περπατώντας για δυο μέρες στους δρόμους και στα εκτεταμένα πάρκα της πόλης.

 Και μετά την Αδελαΐδα, σειρά είχε να με υποδεχτεί η Μελβούρνη, η "Μέκκα" της αυστραλιανής μόδας, της τέχνης και των σπορ. Για την μετάβασή μου στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αυστραλίας (760 χλμ. νοτιοανατολικά της Αδελαΐδας) επέλεξα φυσικά την περίφημη διαδρομή Great Ocean Road (G.O.R), που οι φήμες την θέλουν ως την θεαματικότερη παράκτια διαδρομή της Αυστραλίας.

Πριν όμως η ΚΤΜ ξεκινήσει να ρολάρει πάνω στον G.O.R, προηγήθηκε μια μικρή στάση στην πόλη Gambier, όπου επισκέφθηκα την φημισμένη λίμνη Blue Lake. Πρόκειται ένα ανενεργό ηφαίστειο 4.000 ετών, του οποίου ο κρατήρας έχει μετατραπεί σε λίμνη με περίμετρο περίπου 5 χιλιόμετρα και μέγιστο βάθος 70 μέτρα. Πρωτότυπο, όσο και υπέροχο αξιοθέατο…

Ελληνική αγκαλιά

Ο Great Ocean Road είναι μια αρκετά εντυπωσιακή διαδρομή 250 χιλιομέτρων που ακροβατεί μεταξύ βουνού και θάλασσας και αντιπροσωπεύει για τους Αυστραλούς μια ρομαντική απόδραση στη φύση. Για την ιστορία, ο "Δρόμος του Μεγάλου Ωκεανού" κατασκευάστηκε μέσα σε 14 χρόνια (1918-1932) με την εργασία 3.000 στρατιωτών. Εμπνευστής αυτού του κατασκευαστικού άθλου (που λειτούργησε παράλληλα και ως τρόπος επαγγελματικής αποκατάστασης των στρατιωτών που είχαν επιστρέψει από τα πεδία των μαχών του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου) υπήρξε ο επιχειρηματίας και δήμαρχος της κωμόπολης Geelong, Alderman Howard Hitchcock.

Μικρά ψαροχώρια, κοσμοπολίτικα τουριστικά θέρετρα (Apollon Bay, Torquay, Lorne, Anglesea), δαντελωτές ακτογραμμές, απάνεμοι κόλποι, απόκρημνες παραλίες, θαλάσσιοι βράχοι-σχηματισμοί (Twelve Apostles, London Arch, Loch Ard) κι ο καταπράσινος "μανδύας" της οροσειράς Otway Ranges που κατρακυλούσε μέχρι τη θάλασσα, φρόντισαν να "ντύσουν" με εκθαμβωτικές εικόνες, σχήματα και χρώματα την πορεία μου πάνω στον ωκεάνιο δρόμο.

Χαρακτηριστικό σύμβολο του G.O.R. είναι αναμφίβολα οι θαλάσσιοι βράχοι "Twelve Apostles", που δημιουργήθηκαν σταδιακά πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια, όταν τα στοιχεία της φύσης λειτούργησαν εδώ ως επιδέξιοι γλύπτες. Το θέαμα των μοναχικών γρανιτένιων βράχων–πύργων που υψώνονταν άτακτα σκορπισμένοι μέσα στη θάλασσα –αρκετά κοντά στην παραλία– ήταν αν μη τι άλλο συναρπαστικό και μ’ ενθουσίασε αφάνταστα. Παρόλο που έχουν απομείνει μόνο 7 βράχοι (αρχικά ήταν 12, εξ’ ου και η ονομασία), οι "Twelve Apostles" είναι το δεύτερο πιο γνωστό και πολυφωτογραφημένο μνημείο της αυστραλιανής φύσης, μετά το Ayers Rock…

Κάτω από άστατες καιρικές συνθήκες (ο ήλιος και η βροχή εναλλάσσονταν συνεχώς), ευτύχησα τελικά να βάλω ρόδα στην Μελβούρνη, την "μούσα" του κόλπου Port Phillip Bay. Με το ταξίδι να έχει μπει στην τελική ευθεία, η υποδοχή που μου επιφύλαξαν εδώ τα μέλη του Παναρκαδικού Συλλόγου "Κολοκοτρώνης" ήταν ιδιαίτερη θερμή και συγκινητική. Πρωτοστατούντος του προέδρου κ. Δημήτρη Αλεξόπουλου, οι Αρκάδες της Μελβούρνης με τίμησαν για το αξιέπαινο εγχείρημά μου να μεταφέρω την ελληνική σημαία σε όλη την Αυστραλία με την μοτοσυκλέτα μου.

Με δεδομένο ότι η Μελβούρνη είναι η πολυπληθέστερη πόλη σε ελληνικό πληθυσμό της Αυστραλίας (φιλοξενεί περίπου 350.000 Έλληνες), το ενδιαφέρον και η κινητοποίηση της τοπικής ομογένειας ήταν μεγάλη. Μεταξύ άλλων, παραχώρησα μια συνέντευξη στο ελληνικό ραδιόφωνο της Μελβούρνης με την κα. Φραγκιουδάκη, η ελληνική εφημερίδα "Νέος Κόσμος" μου αφιέρωσε ένα εκτεταμένο δημοσίευμα, ενώ ευπρόσδεκτη ήταν και η πρόσκληση από την Πρόξενο του Ελληνικού Προξενείου της Μελβούρνης κα. Χρ. Σημαντηράκη, για δείπνο σ’ εστιατόριο της ελληνικής συνοικία Oakleigh.

Πρωταρχικό θέμα συζήτησης με τους ομογενείς της Μελβούρνης αποτελούσε φυσικά η κατάσταση στην Ελλάδα. Όλοι τους ήταν αρκετά πικραμένοι και στενοχωρημένοι με τη δυσμενή οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η πατρίδα τα τελευταία χρόνια. Πολλοί, μάλιστα, μου εκμυστηρεύτηκαν ότι: "…κάποτε στην Αυστραλία διατρανώναμε με περηφάνια πως ήμασταν Έλληνες, απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Λεωνίδα. Τώρα, σε πολλές περιπτώσεις, εισπράττουμε τον χλευασμό και την απαξίωση από άλλες εθνότητες της τοπικής πολυπολιτισμικής κοινωνίας… Πώς τα βλέπεις εσύ Κώστα τα πράγματα στην Ελλάδα; Θα φτιάξει σύντομα η κατάσταση; Σε περίπτωση πάντως που η κατηφόρα στην Ελλάδα συνεχιστεί, σε περιμένουμε να επιστρέψεις εδώ με την οικογένειά σου. Από μας θα έχεις αμέριστη βοήθεια για να κάνεις ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή σου…". Μετά από τούτες τις ειλικρινείς κουβέντες και τις αυθόρμητες παραινέσεις των ομογενών, πώς να μην βουρκώσεις και να μην αισθανθείς περισσότερο Έλληνας;

Όσον αφορά την απαστράπτουσα πόλη της Μελβούρνης, το γεγονός ότι η πρωτεύουσα της πολιτείας Victoria βρίσκεται μονίμως τα τελευταία χρόνια στις πρώτες θέσεις της λίστας των πόλεων με την υψηλότερη ποιότητα ζωής, τα λέει όλα. Σε μένα τουλάχιστον, η πολυπολιτισμική Μελβούρνη μου αποκάλυψε μια κοσμοπολίτικη μητρόπολη στις όχθες του ποταμού Yarra, που διέθετε την γνώση και τη δύναμη της ψυχαγωγίας, της κουλτούρας και του καλού γούστου…

Έγκλημα γενοκτονίας

Εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό, καθώς η παγωμένη πνοή του ανέμου με "έσπρωχνε" από την Μελβούρνη προς το Σύδνεϋ, οδηγούσα ήρεμα και χαλαρά την μαύρη KTM πάνω στο ασφάλτινο χαλί των 870 χιλιομέτρων του οδικού άξονα Hume Hwy. Κάπου ανάμεσα στις δυο μεγαλύτερες πόλεις της Αυστραλίας, παρεμβαλλόταν ο τελευταίος σταθμός του "Australian Tour 2015", η πρωτεύουσα της χώρας, Καμπέρα.

Αν και μια γαλήνια νηνεμία επικρατούσε στην απύθμενη θάλασσα του ψυχισμού μου, στο νου μου, αντίθετα, στριφογύριζαν τα λόγια ενός ιθαγενή, με τον οποίο έτυχε να συνομιλήσω τις προηγούμενες μέρες σ’ ένα "Aboriginal Culture Centre" της Μελβούρνης: "…η άφιξη των λευκών αποίκων στην Αυστραλία τον 18ο αιώνα σηματοδότησε την απαρχή μιας ανελέητης καταδίωξης και εξόντωσης των προγόνων μου, των νόμιμων ιδιοκτητών και κληρονόμων αυτής της γης. Σήμερα, όσοι έχουμε απομείνει (περί τους 90.000) προσπαθούμε να δηλώσουμε με κάθε τρόπο την ύπαρξή μας και να διεκδικήσουμε τον τόπο μας που καταπατήθηκαν και λεηλατήθηκαν κατά το παρελθόν… Και μπορεί σαν Αυστραλοί πολίτες που είμαστε να απολαμβάνουμε –τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο– τα ίδια δικαιώματα και προνόμια με τους λευκούς, όμως, η αποδοχή και η ενσωμάτωσή μας στον κοινωνικό ιστό της χώρας είναι σχεδόν ανύπαρκτη… Τα διάφορα επιδόματα που μας δίνει η αυστραλιανή κυβέρνηση είναι απλά μια καλή δικαιολογία για να μας έχουν έξω από το "παιχνίδι". Βρισκόμαστε δυστυχώς στο περιθώριο της τοπικής οικονομικής-κοινωνικής ζωής, με την φτώχεια, την ανεργία, τις ψυχικές ασθένειες και τον υποσιτισμό να πλήττει την συντριπτική πλειοψηφία των Αβορίγινων".

Κι ως τραγική επιβεβαίωση στα λεγόμενά του, μοιραία ήρθαν στο μυαλό μου εκείνη την στιγμή οι σοκαριστικές εικόνες των ιθαγενών, που τριγυρνούσαν τρεκλίζοντας και ουρλιάζοντας στους δρόμους των περισσοτέρων κωμοπόλεων της κεντρικής και δυτικής Αυστραλίας, παραδομένοι στην αυτοκαταστροφική εξάρτηση του αλκοόλ και των ναρκωτικών. Δυστυχώς…

Πριν αποβιβαστώ στο μεγάλο νησί του Νότου, είχα φροντίσει να πλουτίσω τις γνώσεις μου για τους Αβορίγινες. Σύμφωνα λοιπόν με ορισμένες θεωρίες ειδικών επιστημόνων, οι ιθαγενείς της Αυστραλίας ανήκουν σε μια εθνολογική ομάδα με ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά αντίστοιχα κάποιων πρωτόγονων λαών της Ασίας που κατοικούσαν στη νησιωτική (νοτιοανατολική) άκρη της κίτρινης ηπείρου. Πριν από περίπου 20.000 χρόνια σημειώθηκε μια μεγάλη μεταναστευτική κίνηση, στη διάρκεια της οποίας χιλιάδες ιθαγενείς πέρασαν με σχεδίες από τα νησιά της Ινδονησίας στην Αυστραλία, όπου διασκορπίστηκαν και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη του νησιού, δημιουργώντας φυλετικές ομάδες. Οι Αβορίγινες, αν και αγνοούσαν την γεωργία, γνώριζαν τη χρήση λίθινων και ξύλινων εργαλείων, κυνηγούσαν σε πολυάριθμες ομάδες και ζούσαν σε πλήρη αρμονία με τη φύση.

Η αρχή του τέλους της μακραίωνης παρουσίας των ειρηνικών γηγενών της αυστραλιανής γης σημειώθηκε με την άφιξη των πρώτων λευκών στην Αυστραλία. Μέσα σε περίπου 150 χρόνια, οι Αγγλοσάξονες διετέλεσαν ένα τρομερό έγκλημα γενοκτονίας: από τους 400.000 ιθαγενείς που υπολογίζεται ότι υπήρχαν στο νησί πριν την έλευση των λευκών αποίκων, μόνο 30.000 απέμειναν στις αρχές του 20ου αιώνα! Αλλά το πιο εξοργιστικό ήταν ότι η ανελέητη εξόντωση των Αβορίγινων της Αυστραλίας επιτελέστηκε με τη σιωπηρή συναίνεση και την υποκριτική στάση των τοπικών αρχών, όπως συνέβη άλλωστε και στην περίπτωση της γενοκτονίας των Ινδιάνων στις Η.Π.Α.

Τόπος Συνάντησης

Το ραντεβού με τους εκπροσώπους της ελληνικής κοινότητας της Καμπέρα και της ελληνικής Πρεσβείας είχε οριστεί στον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Νικολάου, στην περιοχή του πάρκου Telopea Park. Για την πορεία της τοπικής ομογένειας (αριθμεί περίπου 8.000 άτομα) με ενημέρωσε διεξοδικά ο αντιπρόεδρος της κοινότητας κ. Πωλ Λεβαντής, που με ιδιαίτερη περηφάνια με ξενάγησε κατόπιν και στις εγκαταστάσεις του "Hellenic Club", που είναι το καμάρι των Ελλήνων της Καμπέρα.

Για πολλούς, η Καμπέρα παρουσιάζει την εικόνα μιας τεχνητής, "αποστειρωμένης" πόλης, με πάμπολλες διοικητικές υπηρεσίες και πρεσβείες και ελάχιστα σημεία τουριστικού ενδιαφέροντος. Ίσως να μην έχουν κι άδικο, αφού η τοποθεσία της Καμπέρα επιλέχθηκε το 1908 σαν συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, του Σύδνεϋ και της Μελβούρνης, που διεκδικούσαν αμφότερες τον τίτλο της αυστραλιανής πρωτεύουσας. Επειδή καμία από τις δυο πόλεις δεν υποχωρούσε προς χάριν της άλλης, επικράτησε τελικά η σολομώντεια λύση της Καμπέρα - στη γλώσσα των Αβορίγινων "καμπέρα" σημαίνει "τόπος συνάντησης".

Προορισμένη λοιπόν για πρωτεύουσα της Αυστραλίας και έδρα της αυστραλιανής κυβέρνησης, η κατασκευή της νέας πόλης ξεκίνησε το 1913 στους πρόποδες των Αυστραλιανών Άλπεων. Μέχρι και πριν τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Καμπέρα παρέμεινε ωστόσο ένα μικρό κέντρο, μια περισσότερο αγροτική παρά αστική πόλη, τόσο στο μέγεθος, όσο και στον χαρακτήρα. Η Καμπέρα σήμερα είναι μια ιδιαίτερη πόλη-πρωτεύουσα με καθορισμένα αξιοθέατα, όπως το παλαιό Κοινοβούλιο, το μνημείο "Australian Memorial War", τη Νέα Βουλή και τη Εθνική Βιβλιοθήκη, τα οποία και φρόντισα να επισκεφτώ…

Από την Αυστραλία στην Νέα Ζηλανδία

Για 39 ολόκληρες ημέρες, τα αδιάβροχα δεν είχαν βγει από τις βαλίτσες της ΚΤΜ. Για 39 μέρες ξεγλιστρούσα με επιδέξιες κινήσεις από τις υγρές παγίδες που μου έστηναν καθοδόν τα γκρίζα σύννεφα του ουρανού. Όταν όμως την τελευταία ημέρα του ταξιδιού αναγκάστηκα να φορέσω τα αδιάβροχα (και μάλιστα για μόνο 80 χλμ.) δεν ήξερα αν μπορούσα να το θεωρώ αυτό τύχη ή ατυχία! "Βρε Κώστα, άλλοι πάνε καλοκαιρινές διακοπές στην Ευρώπη με τη μοτοσυκλέτα και μουλιάζουν στην βροχή. Κι εσύ, για μια μέρα βροχής γκρινιάζεις; Έλα τώρα, μην είσαι και αχάριστος. Χειμώνας είναι, να μην βρέξει;".

Με ανάμεικτα συναισθήματα αποχαιρέτησα εντέλει την Καμπέρα και ξεκίνησα να οδηγώ κάτω από το βάρος μιας εκνευριστικής βροχής, που δεν είχε σταματήσει να πέφτει όλο το βράδυ. Κυριακή πρωί, ελάχιστη κίνηση στον Hume Hwy, χαλαρή διάθεση, υγρά δάκτυλα, θολή ζελατίνα, μόνο 260 χιλιόμετρα μέχρι το Σύδνεϋ. Φαινόταν αρκετά παράξενο, όσο και αστείο, αλλά το κουβάρι των χιλιομέτρων τελείωνε κι εγώ δεν είχα ακόμα συνειδητοποιήσει πως ήταν η τελευταία μου μέρα καθοδόν. Όταν όμως η αυστραλιανή πρωτεύουσα έπαψε να υπάρχει στο χάρτη της διαδρομής και η απόσταση που με χώριζε από το κοσμοπολίτικο Σύδνεϋ μειώθηκε πλέον σε διψήφια νούμερα, μόνο τότε άρχισα να αντιλαμβάνομαι πως "ρουφούσα" τα τελευταία χιλιόμετρα του ταξιδιού μου στους μακρινούς αντίποδες.

Το κατάλαβα φυσικά κι εμπράκτως το ίδιο μεσημέρι, όταν πάτησα φρένο μπροστά στο "Pan–Arcadian House" του Σύδνεϋ. Εκεί, συγγενείς, φίλοι και ενθουσιασμένοι Αρκάδες, γιορτάσαμε όλοι μαζί την θριαμβευτική ολοκλήρωση του οδοιπορικού μου στην αυστραλιανή ήπειρο. Μετά από 40 αξέχαστες μέρες ταξιδιού και καταγεγραμμένα 18.150 χιλιόμετρα στο κοντέρ της μοτοσυκλέτας, το "Australian Tour 2015" αποτελούσε πλέον μια ακόμα σελίδα στο πολυσέλιδο ταξιδιωτικό μου ημερολόγιο.

Όμως, με την άφιξή μου στο Σύδνεϋ, δυο δρόμοι ανοίγονταν πλέον μπροστά μου: η επιστροφή στα πάτρια ή η αποδοχή μιας ακόμη ταξιδιωτικής πρόκλησης. Για όλους τους συγγενείς και τους φίλους, αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι προτίμησα τη δεύτερη επιλογή, την οποία, μάλιστα είχα προσχεδιάσει πριν την άφιξή μου στην Αυστραλία –προτίμησα, ωστόσο, να τους την ανακοινώσω την τελευταία στιγμή, για να αποφύγω την (καλοπροαίρετη) μουρμούρα τους…

του Κωνσταντίνου Μητσάκη  φωτό: του ιδίου

Ετικέτες

Yamaha TMax Tech Max 560: Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα: 1.100χλμ ΑΥΘΗΜΕΡΟΝ!

Όταν η καθημερινή σου εργασία, απαιτήσει να «πεταχτείς» λίγο πιο μακριά!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

31/5/2022

Τα σκούτερ έχουν φτιαχτεί για να εξυπηρετούν καθημερινές ανάγκες μετακίνησης, ενώ το TMAX αποτελεί μία ξεχωριστή περίπτωση καθώς όταν πρωτοεμφανίστηκε το 2001 ήταν το πρώτο που προσέφερε οδηγική συμπεριφορά μοτοσυκλέτας, όπως και το πρώτο σκούτερ με αμιγώς σπορ συμπεριφορά. Τις δεκαετίες της μεγάλης ανακάλυψης των κατηγοριών, μέχρι και τις αρχές του ’80 δηλαδή, όλα είχαν λίγο-πολύ δοκιμασθεί και πρακτικά τίποτα δεν γίνεται να είναι τελείως καινούριο. Ανάμεσα στα σκούτερ της εποχής όμως, το TMAX ήταν εκείνο που είχε τον κινητήρα στο κέντρο, ένα κανονικό ψαλίδι και σπορ συμπεριφορά που προσέδιδε ενεργητική ασφάλεια και άνοιγε την όρεξη ακόμη και για trackdays και ενιαία πρωταθλήματα όπως και έγινε εκείνη την εποχή. Πάνω από είκοσι χρόνια πριν, το ΜΟΤΟ έγραφε πως το TMAX αξίζει να ξεχωρίσει και να διαγράψει μία μακρά καριέρα γιατί αλλάζει τα δεδομένα ολόκληρης της κατηγορίας, και παρά τις αντιδράσεις που δεχτήκαμε εκείνη την εποχή από τον ανταγωνισμό του κυρίως, η πορεία του όλα τα επόμενα χρόνια μας δικαιώνει.

Τώρα διανύουμε επίσης μία τελείως διαφορετική εποχή που η οδηγική συμπεριφορά γενικώς έχει αποκτήσει, επιτέλους, ένα κάτω όριο αρκετά όμως υψηλό και πλέον το κόστος απόκτησης, το κόστος συντήρησης και η κατανάλωση, υπερτερούν ως ζητούμενα έναντι των επιδόσεων.

Στην πλήρη και αναλυτική δοκιμή του TMAX θα τα εξετάσουμε όλα αυτά, πάμε να δούμε όμως μία πολύ συγκεκριμένη πτυχή του νέου TMAX μέσα από την ευκαιρία ενός ταξιδιού – αστραπής. Ο Κωνσταντίνος Δάλλας εργάζεται στην Aurora Rally Equipment, έχει εργαστεί παλαιότερα στο ΜΟΤΟ και σε άλλα μέσα ως συντάκτης, έχει εργαστεί ως εκπαιδευτής οδήγησης μοτοσυκλέτας στο California Superbike School, έχει υπάρξει προπονητής του Γιάννη Μπούστα, ενώ συμμετέχει ενεργά στην θρυλικότερη Adventure δοκιμασία του Ειδικού Τύπου στην Ευρώπη, δηλαδή το Mega Test του MOTO. Δεν είχαμε προγραμματίσει να εσωκλείσουμε στην αναλυτική δοκιμή του TMAX κι ένα ταξίδι 1.100χλμ αυθημερόν, αλλά εκμεταλλευτήκαμε την ευκαιρία όπως αυτή περιγράφεται στο κείμενο του Κωνσταντίνου Δάλλα που ακολουθεί, με την ευθύτητα στον λόγο για την οποία διακρίνεται όλα αυτά τα χρόνια. Πραγματοποιούμε το Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Σέρρες πολύ συχνά και στην πορεία του ΜΟΤΟ είναι ταξίδι που έχει γίνει ακόμη και με δίκυκλο 50cc, όπως επίσης και με παλαιότερες εκδόσεις του TMAX. Δεν είναι άθλος, είναι απλά μία τεκμηριωμένη εμπειρία με τα περισσότερα μονορούφι χιλιόμετρα σε μία ημέρα με το 2022 TMAX TechMax 560:  

 

Yamaha TMax Tech Max 560 - 1.100km αυθημερόν!

του Κωνσταντίνου Δάλλα

 

Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα σε μια μέρα

 

Όταν είσαι 16 το κάνεις και με 6βολτο παπί ρετάλι, που αγόρασες από γύφτο στο Σχιστό, με το καρμπιρατέρ να κρέμεται στο πλάι.

Όταν είσαι 26 δεν δέχεσαι τίποτα λιγότερο από το τελευταίο superbike που κυκλοφόρησε το πολύ έξι μήνες πριν.

Όταν είσαι 36 μάλλον θα το κάνεις με αυτοκίνητο – παλιά αυτό βέβαια, σήμερα με 2,3 το λίτρο και 62 ευρώ διόδια, άστο καλύτερα.

Όταν είσαι 46 καλή μου η ώρα, το μόνο που κοιτάς είναι τη σέλα – ή τέλος πάντων από τη σέλα ξεκινάς, για να έχουμε καλή συνέχεια…

 

Οι επαγγελματικές μου υποχρεώσεις στην Aurora Rally Equipment απαιτούσαν την πραγματοποίηση ενός μονοήμερου ταξιδιού αστραπή μέχρι τη Θεσσαλονίκη και πίσω, το οποίο μας «έσκασε» last minute και δεν έβγαινε χρονικά να γίνει αεροπορικώς. Το αυτοκίνητο μπορείτε να το ξεχάσετε - δεν πάω μόνος μου 10 ώρες στην Εθνική, εύκολα θα με πάρει ο ύπνος και θα με μαζεύουν από τις μπαριέρες. Το δε τρένο ξεχάστε το και αυτό, καθώς το μόνο τρένο στο οποίο θα μπω είναι αυτό της γενικής επιστράτευσης σε περίπτωση 3ου παγκόσμιου – αν και, τώρα που το σκέφτομαι, δεν θα με πάρουν λόγω ηλικίας, οπότε το μόνο τρένο στο οποίο θα μπω είναι το κανένα τρένο.

Για να μην το παραζαλίζουμε, η λύση είναι καθαρά και μόνο η μοτοσυκλέτα, αλλά άντε να βρεις ένα αξιόλογο δίκυκλο τελευταία στιγμή. Τηλέφωνο στον Φελούκα λοιπόν, τον άνθρωπο για τις δύσκολες αποστολές. Ντριιιννν…

  • «Έλα ψηλέ. Σου είπα προχτές, δεν έχω νέα για το Mega Test ακόμα».
  • «Θάνο δεν σε πήρα για το Mega Test. Χρειάζομαι ένα μηχανάκι να πεταχτώ ΑΥΡΙΟ μέχρι τη Θεσσαλονίκη και να γυρίσω το ίδιο βράδυ».
  • «Και δεν το λες τόση ώρα; Σου έχω το κατάλληλο εργαλείο: Yamaha TMax 560, το Tech Max, όχι αστεία».
  • “Α ρε. 130 πάει;»
  • «170 εύκολα».
  • «Άσε ρε».
  • «Αν επιμείνεις πάει και 180».
  • «250 χιλιόμετρα βγάζει με ένα ντεπόζιτο;».
  • «Δεν έχω ιδέα ακόμη γιατί θα ταξιδέψεις πρώτος. Έχει όμως cruise control που «κλειδώνει» μέχρι τα 150».
  • «Γιατί; Μετά κουνάει σαν τράτα;»,
  • «Αυτό φίλε μου θα το ανακαλύψεις μόνος σου».

Και έτσι έγινε. Πρωί καθημερινής προσγειώνομαι στα γραφεία του ΜΟΤΟ, καβαλάω TMax και φεύγω άρον-άρον, καθότι ήδη πίσω στο πρόγραμμα. «Που πας ρε φιλαράκι με δαύτο;», γκαρίζει ο Μέντης από το βάθος. «Θα βρίσκουν τα πόδια σου στο τιμόνι». Ευτυχώς δεν έβρισκαν. Οριακά μεν, αλλά δεν έβρισκαν. Ίσως άμα πατάς ψηλά στα μαρσπιέ να βρίσκουν, όμως δεν έχουν καμιά δουλειά τα πόδια σου εκεί πάνω όταν κάνεις επιτόπιους ελιγμούς, εκτός κι αν ψάχνεις τρόπους να πέσεις και να γελάνε μαζί σου και τα πεζοδρόμια…

Ηλεκτρονικά κόλπα

Λίγο πριν βάλω κράνος, αρχίζω να παίζω με τα ηλεκτρονικά. Πάντα, μα πάντα, το πρώτο πράγμα που κάνω όταν οδηγώ ένα ξένο σε εμένα όχημα είναι να παίζω με τα ηλεκτρονικά. Να δω το μενού, τι επιλογές υπάρχουν, τα πάντα όλα. Πάω να δω συνδεσιμότητα, βρίσκω Bluetooth. Ανοίγω ντουλαπάκι, έχει USB και μια αφαιρούμενη θήκη για το τηλέφωνο, με λάστιχο μάλιστα για να το συγκρατεί και να το προστατεύει από κραδασμούς. Κάνω pair το κινητό, τηλεφωνικός κατάλογος, κλήσεις, όλα οκ. Εφαρμογές; Μπα. Νέκρα. Ούτε ένα τιποτένιο Google Maps. Ένα CarPlay, ένα Android Auto; Τίποτα. Μπαίνεις στο site της Yamaha και διαβάζεις υποσχέσεις για πλοήγηση on screen με Garmin Navigator. Αυτό όμως δεν υπάρχει στο ελληνικό App Store, οπότε τζίφος. Παρατάω την αναζήτηση και σετάρω google maps με ειδοποιήσεις στο ρολόι μου.

Πάμε στα themes του οργάνου. Το μόνο του γούστου μου είναι αυτό με το στροφόμετρο να γεμίζει την ημικυκλική μπάρα. Το άλλο με τη βελόνα με τα στρασάκια είναι λες και το έφτιαξαν για την Έλσα από το Frozen. Το δε τρίτο, μια από τα ίδια: αυτό μάλλον το σχεδίασε η Άννα, η αδερφή της Έλσας.

Κατά τα λοιπά, η πληροφορία στα πέριξ της φωτεινής οθόνης φτάνει και περισσεύει. Δύο trip, στιγμιαία και μέση κατανάλωση, μέση ωριαία, θερμοκρασία περιβάλλοντος και ψυκτικού υγρού, ρολόι, χρονική διάρκεια ταξιδιού. Επίσης έχουμε ηλεκτρικά ρυθμιζόμενη ζελατίνα, θερμαινόμενα γκριπ και θερμαινόμενη σέλα – αν και με 36 βαθμούς μέγιστη θερμοκρασία σήμερα, τα δύο τελευταία σίγουρα δεν θα τα χρειαστούμε.

Στο δρόμο για Θεσσαλονίκη – και πίσω

Μέχρι να βγω Εθνική τοποθετώ τη ζελατίνα σε χαμηλό ύψος, έτσι ώστε να φτάνει αρκετός αέρας στο πρόσωπο. Η πρώτη εντύπωση πολύ θετική. Το TMax έχει ένα ολοζώντανο, δυνατό μοτέρ με μπάσο, απόμακρο ήχο και ελάχιστους κραδασμούς. Ανταποκρίνεται άμεσα στο άνοιγμα του γκαζιού και επιταχύνει δυνατά μέχρι τα 160 km/h. Από εκεί και μέχρι τα 182 που μπορείς να δεις στο ταχύμετρο, ο ρυθμός επιτάχυνσης είναι μεν πιο αργός, όμως το TMax παραμένει υποδειγματικά σταθερό, θυμίζοντας μεγάλη τουριστική μοτοσυκλέτα.

Ακόμα και με τη ζελατίνα στην ψηλότερη θέση, το TMax είναι ακλόνητο στις ευθείες. Στις ανοιχτές στροφές της Εθνικής θα χρειαστεί να κάνεις μερικές για να εξοικειωθείς με την αργή γεωμετρία και το χαμηλό κέντρο βάρους. Το TMax θέλει να του δίνεις την εντολή να στρίψει λίγο νωρίτερα απ’ ότι συνηθίζεις, ενώ θα χρειαστεί λίγο μεγαλύτερη κλίση στο κέντρο της στροφής. Μετά από λίγη ώρα, χτίζεις μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί του και αρχίζεις να το διασκεδάζεις. Σου μεταφέρει μπόλικη πληροφορία από το δρόμο, φιλτραρισμένη μεν για χάρη της άνεσης, αρκετή δε για να το οδηγήσεις σβέλτα χωρίς ενδοιασμούς.

Περί traction control και sport mode δεν έχω πολλά να σας πω. Το πρώτο το αισθάνθηκα να παρεμβαίνει στους γλιστερούς δρόμους της Θεσσαλονίκης και νομίζω ότι τα κοψίματα που κάνει είναι λίγο μεγάλα σε διάρκεια. Το δεύτερο δεν το χρησιμοποίησα πουθενά, καθώς δεν αισθάνθηκα το μοτέρ να με κρεμάει ή να δουλεύει χαμηλά σε σημεία που δεν θα έπρεπε.

Το Yamaha TMAX Tech Max 560 στο αεροδρ... αντιμετώπο με την Εθνική Όδο:
(φωτό σε σημείο κλειστό στην κυκλοφορία)

149, 150… Αποφάσισε

Σε μια τέτοια διαδρομή, το cruise control είναι ένα μαγικό εργαλείο που σου επιτρέπει να πάρεις διάφορες περίεργες στάσεις με τα χέρια και το σώμα σου, στην προσπάθειά σου να ξεπιαστείς και να κυκλοφορήσει το αίμα λίγο καλύτερα. Καθ’ όλη τη διάρκεια των 10 ωρών ταξιδιού, αμέτρητες ήταν οι φορές που σκαρφάλωσα τα οπίσθιά μου πάνω στο μαξιλαράκι πλάτης για να πάρει ο πισινός μου αέρα. Άλλες τόσες και περισσότερες κράτησα το τιμόνι από τα δοχεία υγρών φρένων και συμπλέκτη, ενώ δεν ήταν λίγες αυτές που ήμουν με το αριστερό χέρι στο τιμόνι και το δεξί να αναπαύεται στα πόδια μου.

Όπως αναφέραμε νωρίτερα, το cruise control μπορεί να ενεργοποιηθεί μέχρι τα 150 km/h. Για την ακρίβεια, μέχρι τα 149, 150, 149, 150, 149, 150… Αυτό γίνεται συνέχεια όταν το «κλειδώνεις» στην ανώτερη ταχύτητα λειτουργίας. Δοκίμασα να το «κλειδώσω» λίγο παρακάτω και άρχισε τα 147, 148, 147, 148, 147, 148. Αγαπητοί τεχνικοί της Yamaha, είναι λίγο εκνευριστικό αυτό, σου τραβά την προσοχή στα όργανα χωρίς να το θέλεις. Πιστεύω ότι είναι εύκολο να λυθεί με μια αναβάθμιση λογισμικού.

Όταν κινείσαι με περισσότερα από 150 km/h, το TMax δεν σε αφήνει να επαναφέρεις το cruise control στην προηγούμενη ταχύτητα που το είχες ορίσει. Θα πρέπει να κόψεις κάτω από τα 150 και μετά να πατήσεις το resume. Αντίθετα, με το cruise control ενεργοποιημένο, μπορείς να επιταχύνεις πάνω από τα 150 για όση ώρα θες, να αφήσεις το γκάζι και να ανακτήσει έλεγχο το cruise, επαναφέροντας το TMax στην προκαθορισμένη ταχύτητα κίνησης. Το όριο των 150 στο cruise control έχει να κάνει με την ασφάλεια του αναβάτη, δεν είναι λίγοι οι κατασκευαστές που το εφαρμόζουν. Ωστόσο το TMax είναι ακλόνητο μέχρι και την τελική του ταχύτητα, στα 182 km/h στο ταχύμετρο, οπότε πολύ εύκολα θα μπορούσε να πηγαίνει με το cruise μέχρι και αυτή την ταχύτητα.

Στην αυτονομία τώρα, με ταχύτητες κίνησης τα 130 με 140 km/h, το TMax θα κάψει γύρω στα 6.5 λίτρα ανά 100km. Με χωρητικότητα ρεζερβουάρ τα 15 λίτρα, αυτό σημαίνει ότι μπορείς να κάνεις λίγο περισσότερα από 210 χιλιόμετρα μεταξύ των στάσεων. Θα χρειαστεί ωστόσο να μην είσαι αγχωτικός τύπος, καθώς το fuel trip ξεκινά κάπως νωρίς, ακυρώνοντας τη χιλιομετρική ένδειξη υπολειπόμενης αυτονομίας (όλο αυτό για να μεταφράσω τη λέξη “range”). Μπήκα για βενζίνη με το fuel trip στα 27 χιλιόμετρα και έβαλα 13 λίτρα. Είχα δηλαδή άλλα 2 λίτρα μέσα, που σημαίνει ότι θα μπορούσα να κάνω άλλα 15-20 χιλιόμετρα, αν φυσικά μπορούσα να διαχειριστώ το άγχος του να βλέπω το fuel trip να σκαρφαλώνει στα 50 και…

Εν κατακλείδι

Τι μου άρεσε περισσότερο στο TMax σε αυτό το μονοήμερο ταξίδι; Η ζελατινάρα, που την είχα τέρμα πάνω όλη την ώρα, εκτός από το βράδυ που την ρύθμιζα κάτω από το ύψος των ματιών για να έχω καλύτερη ορατότητα. Πλήρης ησυχία πίσω της, σε συνδυασμό με τις ωτοασπίδες που πάντα φοράω σε ταξίδι, έκαναν αυτές τις 10 ώρες λιγότερο κουραστικές.

Μετά, το μοτέρ. Δυνατό και ήσυχο, με όμορφη μπάσα νότα όταν ανοίξεις δυνατά το γκάζι. Το αισθάνεσαι μόνο κάπου στις 4 με 5 χιλιάδες στροφές, όπου σου μεταφέρει ένα μικρό γαργαλητό στις πατούσες. Στα 130 με 140 δεν το αισθάνεσαι ούτε το ακούς, λες και το TMax είναι ηλεκτρικό.

Η σέλα φυσικά. Άνεση επιπέδου πολυθρόνας, με μαξιλαράκι στήριξης για τη μέση. Θα την ήθελα λίγο πιο φαρδιά στο μπροστινό κομμάτι, αν και καταλαβαίνω ότι είναι επίτηδες στενή για να πατάνε κάτω οι πιο κοντοί από εμένα.

Και για το τέλος άφησα τα φώτα. Εντυπωσιακά δυνατά για scooter, θα πω μόνο αυτό: ξέρω αρκετές μοτοσυκλέτες που τα χρειάζονται άμεσα για να βελτιώσουν τον ταξιδιωτικό τους χαρακτήρα.

Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα με TMax λοιπόν. Όχι μόνο γίνεται, αλλά γίνεται και ευχάριστα. Ένας εξαιρετικός συνδυασμός άνεσης / επιδόσεων με λογική κατανάλωση, ευχάριστη οδική συμπεριφορά, χώρους για τα προσωπικά σου αντικείμενα και ένα δεύτερο μπουφάν για όταν δροσίσει το βράδυ. Παραδόξως, είχε δίκιο ο Φελούκας που το αποκάλεσε το κατάλληλο εργαλείο γι’ αυτή τη δουλειά.

 

Καταναλώσεις:

Έως Λαμία από Αθήνα: 6,3λ/100χλμ

Έως Λάρισα: 6,3λ/100χλμ

Λάρισα Θεσσαλονίκη: 7,4/100χλμ

Θεσσαλονίκη – Λάρισα: 6,9/100χλμ

Λάρισα – Αθήνα: 6,4/100χλμ

 

Ετικέτες