Australian tour (Μέρος Α')

Στο μεγάλο νησί του Νότου
Από τον

Κωνσταντίνο Μητσάκη

11/8/2017

Κόκκινη άμμος, επίπεδη απεραντοσύνη, καθάριος ουρανός, ατίθασα ωκεάνια νερά, ατέρμονες ευθείες, ερημική βλάστηση, το σκηνικό του τόπου. Ανεμπόδιστη ματιά, εκκωφαντική σιωπή και δυσβάστακτη μοναξιά, το σενάριο του δρόμου. Είναι κάποια μέρη στον κόσμο που μοιάζουν να φτιάχτηκαν αποκλειστικά για τους μοναχικούς οδικούς ταξιδιώτες –σκληρά, αφιλόξενα, μακρινά. Η Αυστραλία, η μικρότερη ήπειρος του κόσμου, είναι ένα από αυτά…

Γιατί όμως εσύ, ο μοναχικός μοτοσυκλετιστής ταξιδιώτης, πρέπει να πας εκεί; Μήπως επειδή σε έλκει το ταξίδι της ματιάς στο βάθος του επίπεδου ορίζοντα; Νιώθεις επιτακτική την ανάγκη της ενδοσκόπησης και της καθημερινής συνομιλίας με τον εαυτό σου; Απεχθάνεσαι τον κοσμοπολιτισμό και λατρεύεις τις σαγηνευτικές προκλήσεις μιας ανόθευτης φύσης; Ή γιατί θέλεις να γευτείς το αίσθημα της απόλυτης ελευθερίας πάνω σε δυο τροχούς;

Γιατί πρέπει τελικά να πας στην Αυστραλία; Για όλα τα παραπάνω φυσικά, αλλά και για πολλά ακόμα… Στο μακρινό νησί του Νότου θα κεράσεις την ψυχή σου με τα πιο αιματοβαμμένα ηλιοβασιλέματα. Θα νιώσεις τον άνεμο της ερήμου (Outback) να παίρνει μακριά τις περιττές σκέψεις και έγνοιες του μυαλού σου. Θα ταξιδέψεις πάνω στα ίχνη πρωτοπόρων εξερευνητών, θα γνωρίσεις ένα ιδιόρρυθμο όσο και μοναδικό οικοσύστημα και θα αφουγκραστείς με σπαραγμό καρδιάς τις υπαρξιακές ανησυχίες και τα ανεκπλήρωτα όνειρα των ιθαγενών Αβοριγίνων.

Από ένα δίτροχο ταξίδι γνωριμίας και στοχασμού στην κατακόκκινη Αυστραλία των καγκουρό, σίγουρα θα θελήσεις να κρατήσεις δικό σου για πάντα ένα μικρό κομμάτι της… Εγώ, αντίθετα, από τον τόπο όπου γεννήθηκα πριν πενήντα χρόνια και πέρασα τα ξένοιαστα παιδικά μου χρόνια, έχω φυλαγμένο βαθιά στα εσώψυχά μου ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που κάθε δέκα χρόνια επιστρέφω στο μεγάλο νησί του Νότου και το εξερευνώ με μια μοτοσυκλέτα. Το έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου και προσπαθώ –παρά τις όποιες δυσκολίες και τα απρόβλεπτα της ζωής– να το τηρώ ευλαβικά. Και τώρα βρισκόμουν για τρίτη φορά στους αντίποδες της γης, κρατώντας το τιμόνι μιας μοτοσυκλέτας….

Ένας Αρκάς στην Αυστραλία

Διασχίζοντας εκείνο το ηλιόλουστο απόγευμα με την μαύρη ΚΤΜ 1050 Adventure την εμβληματική γέφυρα Harbour Bridge του Sydney, το οδοιπορικό "Australian Tour 2015" ξεκινούσε με αφετηρία την κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα της πολιτείας New South Wales (Ν.S.W).

Τι εστί όμως "Australian Tour 2015" στην πράξη; Η κόκκινη γραμμή του χάρτη περιλάμβανε οδικό πέρασμα μέσα από έξι πολιτείες (New South Wales, Queensland, Northern Territory, Western Australia, South Australia, Victoria) και γνωριμία με έξι μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας (Darwin, Alice Springs, Perth, Adelaide, Melbourne, Canberra). Αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής θα αποτελούσε το ερημικό οικοσύστημα της Outback (η επίπεδη αυστραλιανή ενδοχώρα), ενώ στην διάρκεια του ταξιδιού θα έπρεπε να λάβω σοβαρά υπ’ όψιν τις καιρικές συνθήκες του νοτίου ημισφαιρίου (χειμώνας), την οδήγηση σύμφωνα με τα βρετανικά οδικά πρότυπα (οδηγούν ανάποδα), τις τεράστιες αποστάσεις ανάμεσα στα αστικά κέντρα (καταραμένη μοναξιά) και την αυστηρή αστυνόμευση του οδικού δικτύου, κυρίως στις ανατολικές και νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας.

Κι ενώ μια τεράστια λαχτάρα οδηγούσε την ανυπόμονη ψυχή μου στα μονοπάτια αυτού του νέου ταξιδιού στην Αυστραλία, ο λογισμός μου έτρεχε πίσω, στις επτά μέρες που έμεινα στο Sydney, περιμένοντας την άφιξη και τον εκτελωνισμό της μοτοσυκλέτας, η οποία ήρθε ατμοπλοϊκώς από την Ελλάδα μετά από 45 θαλασσοδαρμένες μέρες.

Τι να πρωτοθυμηθώ! Βίωσα συγκινησιακά φορτισμένες στιγμές όταν "χάθηκα" στις αγκαλιές και στα φιλιά των αγαπημένων μου συγγενικών προσώπων - θείοι, ξαδέλφια, κουμπάροι, ανήψια, αλλά και πολλοί γνωστοί. Ανταλλαγές δώρων, απανωτά τραπεζώματα, γέλια, αναμνήσεις και ατελείωτες συζητήσεις γύρω από τα τεκταινόμενα στην μητέρα Ελλάδα (για το επερχόμενο μνημόνιο Νο 3 και το αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα).

Τι άλλο έκανα; Δεν παρέλειψα να περπατήσω για πολλοστή φορά στους δρόμους του κοσμοπολίτικου Sydney, του πολυπληθέστερου αστικού κέντρου της Αυστραλίας. Με καταλύτη το υδάτινο στοιχείο του ωκεανού, η πόλη που με μεγάλωσε είναι μια πανέμορφη μητρόπολη που αντανακλά την κυρίαρχη αγγλοσαξωνική κουλτούρα της χώρας και διαθέτει σύγχρονη αισθητική, υψηλή ποιότητα ζωής και μοναδικά τουριστικά αξιοθέατα (Harbour Bridge, Opera House, Darling Harbour).

Το γεγονός πάντως που έμελλε να χαραχτεί ανεξίτηλα στην μνήμη μου ήταν η υποδοχή και η στήριξη (ηθική και υλική) που γνώρισα από τον Παναρκαδικό Σύλλογο Νέας Νότιας Ουαλίας (Panarcadian Association of N.S.W) – καθότι Αρκάς κι εγώ… Ένα ανυπέρβλητο συναίσθημα χαράς πλημμύρισε κάθε κύτταρο του κορμιού μου όταν βρέθηκα ανάμεσα σε Έλληνες μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς που ακόμα διατηρούν έντονη την ελληνική συνείδηση και την πολιτισμική τους ταυτότητα.

Μόνο στο Sydney υπάρχουν περίπου 200.000 Έλληνες, σε σύνολο 750.000 που βρίσκονται σκορπισμένοι σ’ όλη την Αυστραλία. Πρόκειται για τους περήφανους ακρίτες και θεματοφύλακες του απόδημου ελληνισμού, που βρέθηκαν στους μακρινούς αντίποδες της γης ορμώμενοι από το σύνδρομο του Οδυσσέα. Όπως άλλωστε και ο πατέρας μου!

Προς μεγάλη μου έκπληξη, το διοικητικό συμβούλιο του Παναρκαδικού Συλλόγου (Κώστας Αργυρόπουλος, Στέλιος Θεοδωρέλος, Φίλιππος Κοΐνης, Κώστας Κούρτης), με επικεφαλή τον πρόεδρο Παναγιώτη Σουλελέ, οργάνωσαν μια μικρή συγκινητική τελετή αναχώρησης μπροστά από τα γραφεία του συλλόγου (Pan-Arcadian House), στο προάστιο Randwick. Έτσι, με τις θερμές ευχές των Ελλήνων Αρκάδων, ξεκίνησε η δίτροχη αυστραλιανή περιπέτεια "Australian Tour 2015". Είχα να διατρέξω περίπου 18.000 χιλιόμετρα στο κορμί της Αυστραλίας και ο χρόνος είχε αρχίσει πλέον να μετρά αντίστροφα…

 

Οι Τρεις Αδελφές

Δυο μέρες αφότου αποχαιρέτησα το Sydney έφτασα στην πόλη Broken Hill (1.130 χλμ. μακριά από το Sydney), κοντά στα νοτιοδυτικά σύνορα της πολιτείας N.S.W. Έχοντας αφήσει πίσω μου την οροσειρά Blue Mountains, με τους αμέτρητους κατάφυτους λόφους, τις μικρές εύφορες κοιλάδες και τις πανομοιότυπες κωμοπόλεις, η περίοδος προσαρμογής στους δρόμους της Αυστραλίας ολοκληρώθηκε δίχως ιδιαίτερα προβλήματα.

Η πιο δυνατή στιγμή της διαδρομής ήταν αναμφίβολα η στάση στην πόλη Katoomba (95 χιλιόμετρα δυτικά του Sydney), για να θαυμάσω τo βραχώδη μνημείο "Three Sisters". Πρόκειται για ένα σχηματισμό τριών βράχων από ψαμμίτη που υψώνονταν θεαματικά πάνω από την κοιλάδα Jamison. Σύμφωνα μ’ έναν τοπικό μύθο των Αβοριγίνων, οι βράχοι "Three Sisters" ήταν τρεις αδελφές (Meehni, Wimlah και Gunnedoo) της τοπικής φυλής Katoomba, που ζούσαν κάποτε στην παρακείμενη κοιλάδα.

Λίγο πριν περάσω τα σύνορα της Ν.S.W και βρεθώ στα γεωγραφικά όρια της πολιτείας South Australia, έγινε η πρώτη επαφή μου με τους τοπικούς άρχοντες του νόμου. Έχοντας περάσει κατά πέντε ολόκληρα χιλιόμετρα το όριο ταχύτητας (115 χλμ/ώρα αντί 110), θεωρήθηκα ένας στυγνός εγκληματίας και ακινητοποιήθηκα στην άκρη του δρόμου από τους άνδρες ενός περιπολικού, οι οποίοι, μόλις διαπίστωσαν το έγκλημα που είχα διατελέσει, έσπευσαν να με καταδιώξουν. Ευτυχώς, η δικαιολογία του νέο-αφιχθέντος στην χώρα τους "Overseas Traveler" που επικαλέστηκα και το περίλυπο –σχεδόν ικετευτικό– ύφος μου (το πρόστιμο για την παράβαση του ορίου ταχύτητας ξεκινά από τα 600 δολάρια Αυστραλίας), τους καλμάρισε και απομάκρυνε το ενδεχόμενο μιας οδυνηρής κλήσης. Μετά τις σχετικές νουθεσίες και τα λεκτικά "μαστιγώματα" που δέχτηκα, συνέχισα τον δρόμο μου σε ρυθμούς χελώνας και με την ψυχολογία στα τάρταρα…

Σχετικά με την αυστηρή αστυνόμευση των δρόμων και την αδιαλλαξία των Αρχών απέναντι στις όποιες παραβατικές συμπεριφορές των Αυστραλών οδηγών, είχε φροντίσει να με ενημερώσει (και να με προειδοποιήσει φυσικά) ο Ελληνο-Αυστραλός δημοσιογράφος και φίλος Δημήτρης Καμετόπουλος. Μόνιμος κάτοικος Sydney και κάτοχος μιας Suzuki GSX-R1000 K8, ο Δημήτρης (όπως και αρκετοί άλλοι συνειδητοποιημένοι ντόπιοι μοτοσυκλετιστές) ήταν αγανακτισμένος με την αυστηρότητα και την παράνοια των νόμων, όσον αφορά την οδήγηση μοτοσυκλέτας στους δρόμους της Αυστραλίας. Πριν ακόμα "βάλω ρόδα" στην Αυστραλία, μέσω της ιστοσελίδας www.trellamotorcycles.blogspot.com.au που διαχειρίζεται ο ίδιος, είχα την ευκαιρία να συλλέξω χρήσιμες οδικές πληροφορίες και να ενημερωθώ για τις δραστηριότητες της πολυπληθέστατης μοτοσυκλετιστικής κοινότητας του Sydney.

Μάλιστα, στα πλαίσια του ταξιδιού μου στην Αυστραλία, ο Δημήτρης (με την ιδιότητα του ραδιοφωνικού παραγωγού-δημοσιογράφου) μου πήρε μια συνέντευξη που μεταδόθηκε ζωντανά από την συχνότητα του Ελληνικού Προγράμματος της Κρατικής Ραδιοφωνίας Αυστραλίας (SBS), μια εβδομάδα πριν την άφιξή μου στο Sydney. Ενώ παράλληλα, μ’ ένα εκτενέστατο ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στην ελληνική εφημερίδα "Cosmos" του Sydney, ο αεικίνητος συνάδελφος ενημέρωνε τους ομογενείς για το επικείμενο ταξίδι μου με την μαύρη KTM στο μακρινό νησί της Ωκεανίας.

Μόνο στο Sydney υπάρχουν περίπου 200.000 Έλληνες, σε σύνολο 750.000 που βρίσκονται σκορπισμένοι σ’ όλη την Αυστραλία

 

Καταραμένα capital controls

Είχαν περάσει περίπου δυο βδομάδες από την στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην Αυστραλία. Διατρέχοντας την απόσταση των 480 χιλιομέτρων που χώριζαν την πόλη Broken Hill από την Port Augusta (της πολιτείας South Australia), είχα πλέον εγκλιματιστεί στους ρυθμούς της τοπικής καθημερινότητας και όλα φαίνονταν να είναι under control. Μέχρι που εκείνο το αλησμόνητο πρωινό ανακάλυψα έντρομος ότι οι πιστωτικές κάρτες που είχα μαζί δεν δούλευαν, ήταν άχρηστες. Η αιτία; Μα φυσικά, τα περίφημα capital controls των ελληνικών τραπεζών...

Στην αρχή πίστεψα πως επρόκειτο για σενάριο επιστημονικής φαντασίας, σύντομα όμως προσγειώθηκα στην απίστευτη πραγματικότητα. Μια δυσάρεστη, όσο και απρόβλεπτη οικονομική-πολιτική εξέλιξη στην Ελλάδα, είχε ως συνέπεια να ξεμείνω από χρήμα, εδώ, στην άλλη άκρη του κόσμου. Για τις επόμενες τρεις βδομάδες, μέχρι να ξεμπλοκαριστούν οι πιστωτικές κάρτες και να γίνονται ξανά αποδεκτές από το τοπικό τραπεζικό σύστημα (έστω και με μειωμένο πιστωτικό όριο) τα "είδα όλα". Βρέθηκα ξαφνικά με ελάχιστα μετρητά πάνω μου, ενώ δεν είχα καμία αξιόπιστη ενημέρωση (από την Ελλάδα) για το πότε θα άρχιζαν να επαναλειτουργούν οι πιστωτικές κάρτες.

Μπροστά στο ορατό ενδεχόμενο να εγκλωβιστώ επ’ αόριστον στην μέση της Αυστραλίας (μην ξεχνάτε ότι η μοτοσυκλέτα καταναλώνει βενζίνη και ο αναβάτης χρειάζεται τροφή), στράφηκα αναγκαστικά στους συγγενείς μου. Ευτυχώς, η απεγνωσμένη έκκληση για βοήθεια βρήκε αμέσως ανταπόκριση. Έτσι, σε χρόνο dt καταστρώσαμε ένα "Plan B" για να αντιμετωπίσουμε την επερχόμενη χρεωκοπία μου…

Οι συγγενείς μου, όπου είχαν γνωστούς και φίλους πάνω στην ρότα της διαδρομής μου, επικοινώνησαν μαζί τους και ζήτησαν την βοήθειά τους. Έτσι, σύντομα μου στάλθηκε ένα e-mail με ονόματα, διευθύνσεις και τηλέφωνα ανθρώπων στις πόλεις Alice Spring, Darwin, Broome, Perth και Adelaide, όπου μπορούσα να απευθυνθώ για ζεστά, κολλαριστά δολάρια (δανεικά φυσικά). Το μόνο που είχα να κάνω επιστρέφοντας στο Sydney ήταν να αθροίσω τα ποσά που θα είχα δανειστεί και θα τα έδινα στους συγγενείς μου -αυτοί θα φρόντιζαν για τα περαιτέρω.

 

Ζωή κάτω από τη γη

Αποχαιρετώντας την παραθαλάσσια πόλη Port Augusta, έστριψα το τιμόνι της μαύρης ΚΤΜ βόρεια, με κατεύθυνση το εσωτερικό της χώρας –αρχικός προορισμός η υπόσκαφη πόλη Coober Pedy, 530 χλμ. μακριά. Οικοδεσπότης μου ο ευθυτενής οδικός άξονας Stuart Highway που τέμνει την Αυστραλία στην μέση, ενώνοντας τα νότια της χώρας με τον μακρινό βορρά.

Οδοιπορώντας πάνω στο ασφάλτινο ίχνος του Stuart Hwy, θα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω ένα διαφορετικό πρόσωπο της αυστραλιανής γης. Εδώ απλώνεται η τεράστια κόκκινη έρημος της αυστραλιανής ενδοχώρας. Μέσα στις επόμενες μέρες θα επισκεπτόμουν τα χαρακτηριστικότερα αστικά κέντρα της Outback (Alice Spring, Tennant Creek, Coober Pedy, Barrow Creek, Katherine, Port Augusta) και θα γνώριζα μερικά από τα πιο θαυμαστά "καπρίτσια" της τοπικής φύσης (Ayers Rock, Kata Tjuta, Devil’s Marbles).

Ο συγκεκριμένος δρόμος (μήκους 2.700 χλμ.) που ξεκινά από την Port Augusta και καταλήγει στην πόλη Darwin, χαράχτηκε πάνω στην πρωτότυπη διαδρομή του πρωτοπόρου Άγγλου εξερευνητή John McDouall Stuart. Ξεκινώντας από την Port Augusta στις 11/2/1861, ο John McDouall Stuart κατάφερε να φτάσει στην περιοχή της σημερινής πόλης Darwin στις 24/7/1862, για να γίνει έτσι ο πρώτος λευκός που διέσχισε επιτυχώς την αυστραλιανή ήπειρο, από το νότο προς το βορρά.

Με αφετηρία λοιπόν την Port Augusta, ξεκίνησα κι εγώ να καταγράφω με την μαύρη ΚΤΜ την επική πορεία του θαρραλέου εξερευνητή. Η παρουσία ενός επίπεδου σεληνιακού τοπίου χαρακτήριζε το μεγαλύτερο μεγάλο μέρος της διαδρομής Port Augusta-Coober Pedy, ενώ η μικρή κωμόπολη Woomera ήταν η μικρή όαση ανεφοδιασμού που τόσο είχα ανάγκη ο δίτροχος ταξιδιώτης του Stuart Hwy.

Η Coober Pedy των 4.000 κατοίκων πήρε το όνομά της από τη λέξη των ιθαγενών Kura-Pit (σημαίνει "λευκός άνθρωπος στην τρύπα") και θεωρείται η παγκόσμια πρωτεύουσα του οπαλίου. Από το 1915 που ανακαλύφθηκαν τυχαία τα πρώτα κοιτάσματα οπαλίου στην περιοχή από τον δεκατετράχρονο Willie Hutchison (το όνομά του έχει δοθεί στον κεντρικό δρόμο της πόλης), πλήθος κόσμου άρχισε να συρρέει εδώ, στο "El Dorado" της Outback, για να συναντήσει το όνειρό του!

Εξαιτίας όμως των ακραίων κλιματολογικών συνθηκών που επικρατούν (μέχρι 50ο C το καλοκαίρι, κάτω του μηδενός τις νύχτες του χειμώνα), οι οπαλορύχοι λάξευσαν στα σπλάχνα της γης σπίτια, αποθήκες, ακόμα και εκκλησίες! Η Coober Pedy αναδείχθηκε σταδιακά σε μια μοναδική υπόγεια πολιτεία, που έχει να επιδείξει σήμερα πάμπολλα υπόγεια ξενοδοχεία, καταστήματα πώλησης οπαλίου, μουσεία οπαλίου, κατακομβικές εκκλησίες, αλλά και τουριστικά ορυχεία.

Ως γνωστόν, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, Έλληνα θα βρεις από κάτω… Στην περίπτωση πάντως της υπόσκαφης Coober Pedy, τους βρήκα κυριολεκτικά κάτω από την επιφάνεια της γης! Παρόλο που στη δεκαετία του 1960 και του 1970 υπήρχαν εδώ περισσότεροι από 1.500 Έλληνες οπαλορύχοι που έσκαβαν τα σωθικά της άγονης αυστραλιανής γης, η ελληνική κοινότητα του Coober Pedy παραμένει ακόμα δραστήρια με ενεργή παρουσία στην τοπική κοινωνία. Αν κι έχουν παραμείνει στην πόλη περίπου 80-100 ομογενείς, τα μέλη της ελληνικής κοινότητας συνεχίζουν να συναθροίζεται κάθε Πέμπτη στο ιδιόκτητο οίκημα της κοινότητας, που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Νικολάου.

Ο Λευτέρης Ράικος, ο Γιώργος Σίμος, ο Γιώργος Κοτσής και ο Δημήτρης Σουλεΐδης ήταν μερικοί από τους Έλληνες της Coober Pedy που είχα την τύχη να γνωρίσω. Άνθρωποι ζεστοί και φιλικοί, με τουλάχιστον 3-4 δεκαετίες παρουσίας στην πόλη του οπαλίου, άνοιξαν με χαρά την αγκαλιά τους και με ξενάγησαν στην δική τους Coober Pedy μέσα από τα προσωπικά τους βιώματα. Ειλικρινά τους ευγνωμονώ….

Ως γνωστόν, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, Έλληνα θα βρεις από κάτω…

 

Στην (κόκκινη) καρδιά της Αυστραλίας

Επόμενος προορισμός το πιο διάσημο μνημείο της αυστραλιανής φύσης. Ο μονολιθικός βράχος Uluru–Ayers Rock με περίμενε 730 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Coober Pedy. Με μια μικρή παράκαμψη 240 χιλιομέτρων από την τροχιά του Stuart Hwy, η ΚΤΜ φρενάρισε δυνατά μπροστά στον μεγαλύτερο μονολιθικό βράχο του κόσμου, που δεσπόζει στα όρια του Εθνικού Πάρκου "Uluru–Kata Tjuta National Park".

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η μεγάλη κόκκινη καρδιά της Αυστραλίας είναι ηλικίας 65.000.000 ετών. Έχοντας διάμετρο 9,4 χιλιόμετρα και ύψος 348 μέτρα, ο γρανιτένιος βράχος της Αυστραλίας ξεπροβάλλει κατά τρόπο συναρπαστικό στη μέση του πουθενά και με εντυπωσίασε με τις καφεκόκκινες χρωματικές εναλλαγές του –ειδικά την ώρα του δειλινού, ο βράχος έπαιρνε τις πιο όμορφες αποχρώσεις του. Αυτό πάντως που αντίκριζα εκστασιασμένος αντιπροσώπευε μόλις το 1/3 του συνολικού όγκου του τεράστιου μονόλιθου, αφού τα υπόλοιπα 2/3 βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της κοκκινωπής γης.

Ευτυχώς που είχα εκ των προτέρων μεριμνήσει να κλείσω (μέσω ιντερνέτ) ένα υποτυπώδες κατάλυμα στον καταυλισμό Yulara, μιας και η πληρότητα εδώ αγγίζει –όλο τον χρόνο– το 100%. Και φυσικά, οι τιμές προϊόντων και υπηρεσιών στα ύψη: για ένα μονό κρεβάτι (dormitory) σε οκτάκλινο δωμάτιο πλήρωσα 40 δολάρια, για την είσοδο στο Εθνικό Πάρκο κατέβαλα 35 δολάρια, η μικρή Coca-Cola κόστιζε 4 δολάρια, πλήρωσα 11 δολάρια για ένα απαράδεκτο πιάτο fish & chips, ενώ αποκορύφωμα της ληστείας ήταν η τιμή των καυσίμων. Στο μοναδικό πρατήριο που υπήρχε εντός του Εθνικού Πάρκου, ένα λίτρο βενζίνης κόστιζε 2,10 δολάρια -στα αστικά κέντρα, η μέση τιμή της βενζίνης ήταν 1,35 δολάρια το λίτρο και στα απομονωμένα roadhouses της Outback άγγιζε τα 1,80.

Τρεις μέρες παρέμεινα στο "Uluru–Kata Tjuta National Park" (το κάμπνιγκ στα όρια του Εθνικού Πάρκου απαγορεύεται αυστηρά). Αν και χειμώνας, οι θερμοκρασίες ήταν ανεκτές για μοτοσυκλέτα (10ο C – 18ο C) και ιδανικές για πεζοπορία. Εδώ είχα πολλά να κάνω. Την πρώτη μέρα, εφοδιασμένος με νερό και πολύ κουράγιο επιχείρησα μια πεντάωρη εξερευνητική πεζοπορία περιμετρικά του μονολιθικού Uluru, ενώ το ίδιο απόγευμα επισκέφθηκα το πολιτιστικό κέντρο των Αβοριγίνων Anangu "Uluru–Kata Tjuta Cultural Centre". Εδώ ενημερώθηκα για την πολιτιστική παράδοση, τη ζωή και τη φιλοσοφία των ιθαγενών Anangu, όπως και για την σημασία που έχει ο κόκκινος ιερός βράχος στις λατρευτικές δοξασίες τους.

Εκτός από τον επιβλητικό μονόλιθο, στα όρια του "Uluru–Kata Tjuta National Park" υπήρχε επίσης μια εντυπωσιακή συνάθροιση μικρότερων βράχων (55 χιλιόμετρα δυτικά του Ayers Rock), τα Olgas. Στην γλώσσα των Αβοριγίνων τα Olgas ονομάζονται Kata Tjuta, που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει "Πολλά Κεφάλια" Πρόκειται για μια περιοχή εξίσου σημαντική και ιερή για τους Αβοριγίνες Anangu (όπως είναι άλλωστε και ο βράχος Uluru), την οποία φυσικά δεν παρέλειψα να επισκεφθώ με την μοτοσυκλέτα –την δεύτερη μέρα της παραμονής μου. Την τρίτη μέρα, μόνο μπύρες και ραστώνη μπροστά στην οθόνη του laptop. Όχι σέλα, όχι χιλιόμετρα…

 

Χωμάτινη περιπέτεια

Το θερμόμετρο της μοτοσυκλέτας έδειχνε μόλις 2ο C όταν αποχαιρετούσα εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό την τεράστια πέτρινη καρδιά της Αυστραλίας. Με νωπή την ανάμνηση του τεράστιου μονολιθικού βράχου, η επιστροφή και πάλι στο Stuart Hwy ήταν επιβεβλημένη, προκειμένου να συνεχίσω το ταξίδι μου. Το κοντέρ της μοτοσυκλέτας είχε πλέον καταγεγραμμένα τα πρώτα 3.500 χιλιόμετρα του "Australian Tour 2015".

Μετά από 240 χιλιόμετρα διαδρομής συνάντησα και πάλι τον οδικό άξονα Stuart Hwy, που ανέλαβε κατόπιν να οδηγήσει την μαύρη ΚΤΜ 1050 και τον σκονισμένο αναβάτη της στον μακρινό βορρά. Με ενδιάμεσους σταθμούς τις πόλεις Alice Springs, Tennant Creek και Katherine, ήθελα μόλις 1.650 χιλιόμετρα για να βάλω ρόδα στην πόλη Darwin.

Οδηγώντας για ακόμα μια μέρα πάνω στον Stuart Hwy, τα χιλιόμετρα στο ταξίδι της αφιλόξενης Outback περνούσαν αργά και βασανιστικά. Οι ασφάλτινες ευθείες που χάνονται στο βάθος του ορίζοντα με τραβούσαν βαθειά μέσα σ’ έναν κόσμο αφόρητης μοναξιάς και απελπιστική απεραντοσύνη, ενώ κατά παράδοξο τρόπο, κάποιες τετριμμένες ταξιδιωτικές συνήθεις είχαν αποκτήσει μια άλλη διάσταση στο μονότονο ταξίδι της αυστραλιανής ενδοχώρας.

Η στάση για μια φωτογραφία, ο ανεφοδιασμός σε βενζίνη, η προσπέραση ενός Road Train (η νταλίκα της Outback που ξεπερνά σε μήκος τα 50 μέτρα), η γουλιά του ζεστού καφέ, η γνωριμία και η συνομιλία με τους άλλους ταξιδιώτες του δρόμου... Όλα τούτα λειτουργούσαν ως μια αναγκαιότητα για να αντέξω στη ψυχολογική πίεση της καταραμένης μοναξιάς. Και τελικά τα κατάφερα… Λίγο πριν πέσω σε βαθειά κατάθλιψη, αντίκρισα με ανακούφιση τα πρώτα σπίτια της πόλης Alice Springs –βρισκόμουν πλέον στα όρια της πολιτείας Northern Territory.

Η πόλη Alice Springs, ένα αναπτυσσόμενο αστικό κέντρο της κεντρικής Αυστραλίας, ιδρύθηκε το 1888 και φιλοξενεί σήμερα περίπου 25.000 κατοίκους. Για την πλειοψηφία των ταξιδιωτών, η Alice Springs αντιπροσωπεύει έναν σταθμό ανασυγκρότησης πριν ή μετά από μια πολυήμερη περιπλάνηση στην αχανή Outback. Αυτό ακριβώς το ρόλο διαδραμάτισε και για μένα η Alice Springs.

Επειδή κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι γνώρισε την Αυστραλία αν δεν περιπλανηθεί και ζήσει για μερικές έστω μέρες στην Outback, θέλησα κι εγώ να βιώσω την απόλυτη περιπέτεια της ερήμου. Έχοντας εφοδιαστεί επαρκώς σε καύσιμα, τρόφιμα και νερό, σχεδίασα και πραγματοποίησα μια εξόρμηση αποκλειστικά σε χώμα, καλύπτοντας μια απόσταση 800 χιλιόμετρα περιμετρικά της Alice Springs.

Με σύμμαχο τις χαμηλές θερμοκρασίες του αυστραλιανού χειμώνα (το καλοκαίρι η θερμοκρασία εδώ ξεπερνά τους 47ο C, καθιστώντας απαγορευτική μια παρόμοια μοτο-εξόμηση), βίωσα την δική μου χωμάτινη περιπέτεια στην καρδιά της Outback. Ξορκίζοντας κάποιες αδιόρατες φοβίες μου, για τρεις μέρες "συνομιλούσα" καθημερινά με την τοπική φύση, διασκέδαζα με τις χωμάτινες δυνατότητες της μαύρης Adventure 1050 και τα βράδια έστηνα την σκηνή μου στην μέση του πουθενά, με μόνη συντροφιά μου τον έναστρο ουρανό της Outback. Ήταν μια πραγματικά ανεπανάληπτη εμπειρία ζωής…

Επιστρέφοντας στην Alice Springs, και πριν συνεχίσω την πορεία μου πάνω στον Stuart Hwy, έπλυνα επειγόντως την μοτοσυκλέτα (που είχε μεταμορφωθεί σε μια κατακόκκινη μάζα με ρόδες) και εγώ μπήκα ολόκληρος στο… πλυντήριο για να ξεβρωμίσω!

 

Ψυχολογικά τραύματα

Κρυφό όνειρο όλων των Αυστραλών οδηγών είναι να οδηγήσουν στην επικράτεια της πολιτείας Northern Territory. Ο λόγος δεν είναι φυσικά το αυξημένο όριο ταχύτητας που έχει θεσπίσει η βόρεια πολιτεία της Αυστραλίας (130 km/h). Το όνειρο έχει όνομα και λέγεται "Open Speed Zone". Σε κάποια επιλεγμένα και σηματοδοτημένα κομμάτια του Stuart Hwy, δεν υπάρχει όριο ταχύτητας και ο κάθε πικραμένος μπορεί να καρφώσει την βελόνα του κοντέρ στο τελευταίο νούμερο του οργάνου… "Open Speed Zone" λοιπόν: μια γερή δόση "πρέζας" για τους στερημένους Αυστραλούς οδηγούς, ένα αδιάφορο μέτρο για μας τους χορτασμένους Ευρωπαίους…

Ο Τροπικός του Αιγόκερου με καρτερούσε λίγα χιλιόμετρα βόρεια της Alice Springs, στην διαδρομή προς την πόλη Tennant Creek –με τη νοητή υπέρβαση του, βρέθηκα από την εύκρατη στη διακεκαυμένη ζώνη. Οι αναμνηστικές φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στο συγκεκριμένο γεωγραφικό σημείο είχαν ως κύριο θέμα τη μοτοσυκλέτα και τον αναβάτη της, που πόζαραν όλο καμάρι μπροστά στο σχετικό μνημείο.

Περίπου 80 χιλιόμετρα πριν την Tennant Creek, η επόμενη στάση που πραγματοποίησα αφορούσε την γνωριμία με τον υπέροχο πέτρινο κόσμο των Devil’s Marbles. Μέσα στο ερημικό τοπίο της Outback, αμέτρητοι κόκκινοι γρανιτένιοι ογκόλιθοι σε ακανόνιστους σωρούς απλώνονταν σε μεγάλη έκταση, συνιστώντας ένα εξωπραγματικό θέαμα.

Εδώ συνάντησα και τον σαρανταπεντάχρονο Jerry με το ποδήλατό του, που είχε κατασκηνώνει από το προηγούμενο βράδυ. Με κέρασε καφέ κι εγώ έβαλα την παρέα – "δικυκλιστική" αλληλεγγύη. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ο Jerry μου άνοιξε αμέσως την καρδιά του. Ίσως επειδή ο πατέρας του δίδασκε αρχαιοελληνική και ρωμαϊκή Ιστορία στο πανεπιστήμιο του Sydney. Εδώ και δυο χρόνια, ο Jerry ταξίδευε με το ποδήλατό του στην Αυστραλία. Είχε παραιτηθεί από τον αυστραλιανό στρατό (υπηρετούσε ως μόνιμος υπαξιωματικός), αφού δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το σοκ που υπέστη στο Αφγανιστάν, όταν μπροστά στα μάτια του οι δυο κολλητοί του σκοτώθηκαν από έναν βομβιστή αυτοκτονίας –ο ίδιος γλίτωσε από θαύμα. Παρά την ψυχολογική στήριξη που είχε, ο Jerry προτίμησε να βυθιστεί μέσα στις αναμνήσεις του, παράτησε τελικά τα πάντα και ξεκίνησε να ταξιδεύει με το ποδήλατό για να αναθεωρήσει την ζωή του και να ξεχάσει. Καλή συνέχεια Jerry…

Καθοδόν όμως για την Tennant Creek, δεν ξέρω γιατί, μια μικρή απορία με ταλάνιζε: "Εντάξει Jerry, σε καταλαβαίνω και σέβομαι το πρόβλημα και την προσωπικότητά σου. Όμως, για τα σωματικά και ψυχολογικά τραύματα των άμαχων Αφγανών, που χρόνια τώρα ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίζονται από δήθεν λάθη των Συμμαχικών Δυνάμεων, έχει νοιαστεί ποτέ κανείς;"

Στο "Top End" της Αυστραλίας

Ο Νικ Χαλκίτης που καθόταν απέναντί μου και πίναμε τις μπύρες μας, εκτός από αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας της πόλης Darwin, ήταν επίσης οδηγός αγώνων Sprintcars (το μονοθέσιο όχημα που οδηγεί έχει περίπου 680 ίππους) και λάτρης των δυο τροχών (στο γκαράζ του είχε μια συλλεκτική Ducati 1198 και μια Harley-Davidson Ultra Glide). Ανταποκρινόμενος άμεσα στο τηλεφωνικό μου κάλεσμα, ήρθε να με συναντήσει σε μια παμπ στο κέντρο της πόλης, καθώς ήθελε οπωσδήποτε να με γνωρίσει.

Αυτό που άρεσε υπερβολικά στον Νικ ήταν η ελληνική σημαία που κοσμούσε το κράνος μου –ήθελε κι εκείνος να προβάλλει με τον ίδιο τρόπο (μέσα από τους αγώνες) την εθνική του καταγωγή: "Νικ, όταν με το καλό έρθεις του χρόνου στην Ελλάδα, φέρε μαζί το κράνος σου και θα το κάνουμε έργο τέχνης, ελληνικό…"

Τι άλλο μονοπώλησε την συζήτησή μας, εκτός από το κοινό πάθος για τις ρόδες; Μα φυσικά η παρουσία των Ελλήνων στην Darwin, το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της πολιτείας Northern Territory (γνωστή κι ως "Top End"). Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Νικ, οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν εδώ στις αρχές του 20ου αιώνα (προερχόμενοι κυρίως από την Κάλυμνο και το Καστελλόριζο), ήταν έμπειροι δύτες-σφουγγαράδες και ασχολήθηκαν αποκλειστικά με την κερδοφόρα –αλλά αρκετά επικίνδυνη– αλιεία των λευκών μαργαριταριών από τα βάθη του ωκεανού.

Σήμερα περίπου 10.000 ομογενείς διαμένουν στην πρωτεύουσα Darwin, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων κατάγεται από την Κάλυμνο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η Darwin και η Κάλυμνος είναι αδελφοποιημένες πόλεις, ενώ το άγαλμα μιας Καλύμνιας κόρης που κοσμεί τον κεντρικό πεζόδρομο της Darwin αποτελεί την απόδειξη των στενών σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ των δυο εθνοτήτων.

Ό,τι γλίτωσε από τις βόμβες των ιαπωνικών πολεμικών αεροπλάνων το 1942, το αποτελείωσε ο καταστροφικός κυκλώνας Tracy το 1974. Αναφέρομαι φυσικά στην Darwin, μια αναπτυσσόμενη και ευημερούσα πόλη της Βόρειας Αυστραλίας, που απολαμβάνει ένα ζεστό τροπικό κλίμα όλες τις μέρες του χρόνου και ομορφαίνει με υπέροχα ηλιοβασιλέματα τη ζωή των 110.000 κατοίκων της. Εδώ, το πάλλευκο κτίριο του Κοινοβουλίου, η παραθαλάσσια περιοχή Waterfront με τα μοδάτα καφέ και εστιατόρια, το Συνεδριακό Κέντρο και μια φάρμα κροκοδείλων έγιναν ψηφιακές αναμνήσεις στην κάρτα της φωτογραφικής μηχανής μου.

Προορισμός η Δύση

Με την άφιξή μου στην Darwin, η μοτοσυκλέτα είχε καταγράψει 5.950 χιλιόμετρα από την αρχή του ταξιδιού και ο υδράργυρος είχε πλέον σκαρφαλώσει στους 30ο C. Τέλος τα ισοθερμικά ρούχα, τα γάντια και η κουκούλα. Στην Βόρεια Αυστραλία έχουν αιώνιο καλοκαίρι κι αυτό μου άρεσε πολύ…

Έπρεπε όμως να φύγω, δυτικά… Επόμενος προορισμός η παραθαλάσσια πόλη Broome στις βορειοδυτικές ακτές της Αυστραλίας (2.100 χλμ. μακριά). Με Δούρειο Ίππο την διαδρομή Darwin–Katherine–Kununurra–Broome ξεκίνησα νωρίς εκείνο το πρωινό…

Επιστρέφοντας ξανά στην πόλη Katherine, έριξα "άγκυρα" για δυο μέρες. Ο λόγος ήταν το παρακείμενο Εθνικό Πάρκο "Nitmiluk National Park". Οι καταρράκτες Edith Falls και το φαράγγι Katherine Gorge αποτελούν εδώ τα θεαματικότερα αξιοθέατα της φύσης και προσελκύουν κάθε χρόνο χιλιάδες επισκέπτες. Μου ήταν φυσικά αδιανόητο να μην δηλώσω κι εγώ παρών…

Η διαδρομή Katherine–Kununurra–Broome (1.800 χιλιόμετρα) έγινε κατά το 1/3 πάνω στην χωμάτινη αρτηρία Gibb River Road και τα υπόλοιπα 2/3 στον ασφάλτινο οδικό άξονα Great Northern Hwy. Εξυπακούεται ότι μεγάλο κομμάτι της χωμάτινης διαδρομής ακολουθούσε τις όχθες του ποταμού Gibb River και χρειάστηκα δυο μέρες για να την διατρέξω, έχοντας φυσικά μαζί μου όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις επιβίωσης (τρόφιμα, νερό, βενζίνη, σκηνή).

Αυτό πάντως που δικαιολογημένα προκαλούσε την απορία και τον θαυμασμό μου σ’ όλη την Βόρεια Αυστραλία, ήταν οι ιδιότυπες τερμιτοφωλιές, που τις συναντούσα με απίστευτη συχνότητα και σε μια απίστευτη ποικιλία μεγεθών –σε αρκετές περιπτώσεις ξεπερνούσαν σε ύψος το ανάστημά μου. Με την περιέργεια μικρού παιδιού, ακουμπούσα και εξέταζα έκπληκτος τις παράξενες κατασκευές των τερμιτών, που ήταν έτσι φτιαγμένες για λόγους προστασίας από τις ιδιάζουσες καιρικές συνθήκες και τους εξωτερικούς εισβολείς.

Επρόκειτο για ακόμα μια σπάνια ιδιαιτερότητα του τοπικού οικοσυστήματος, που είχε καταφέρει να παραμείνει παρθένο για χιλιετίες ολόκληρες. Σ’ αυτό βοήθησε το γεγονός ότι πριν από 65.000.000 χρόνια η Αυστραλία αποσπάστηκε από την αρχαία ενιαία ήπειρο (Παγγαία) και απομονώθηκε στο νότιο ημισφαίριο της γης, περικυκλωμένη από τις μεγάλες ωκεάνιες μάζες. Αυτή η εξέλιξη λειτούργησε καθοριστικά στην ανάπτυξη και διατήρηση ενός ξεχωριστού οικοσυστήματος, με μοναδικά στον κόσμο είδη όπως τα αξιολάτρευτα κοάλα και τα άτακτα καγκουρό…

διαβάστε το Μέρος Β'

του Κωνσταντίνου Μητσάκη  φωτό: του ιδίου

Ετικέτες

Τουρκία – Γεωργία – Αρμενία (Μέρος Α')

Στη ζώνη του αναπάντεχου
19/8/2017

Έχοντας εξαντλήσει όλες τις γειτονικές χώρες με κατ' επανάληψη ταξίδια σ' αυτές και με ένα προϋπολογισμό που ακολουθούσε την οικονομική πορεία της χώρας μας, αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε -αν και με λάθος είδος μοτοσυκλέτας- στην Γεωργία και την Αρμενία, εκεί που το αναπάντεχο γίνεται ρουτίνα…

Ίσως ήταν το καλύτερο κομμάτι της διαδρομής μου στην ύπαιθρο της Αρμενίας, που όμως δεν υπερέβαινε τα 500 μέτρα και που η άσφαλτος ήταν άψογη. Φαινόταν ότι ήταν πολύ καινούργιο, αφού τα έργα δεν είχαν ολοκληρωθεί και υπήρχαν σήματα για όριο ταχύτητας 50 χιλιομέτρων. Έτσι, άνοιξα το γκάζι όχι σε καμία τρελή ταχύτητα, απλώς άγγιξα τα 90. Το περιπολικό από απέναντι μου αναβόσβησε τα φώτα, ενώ έβαζε και την σειρήνα και κάνοντας αναστροφή σταμάτησε πίσω μου. Την κάτσαμε την βάρκα, σκέφθηκα, έχοντας διαβάσει άπειρες ιστορίες διεφθαρμένων αστυνομικών. Το όργανο της τάξης με πλησίασε, με χαιρέτισε με αμερικάνικη νέγρικη χειραψία χτυπώντας την παλάμη μου γελώντας σαρδόνια. Δεν μου ζητάει ούτε άδεια, ούτε διαβατήριο και με οδηγεί στο περιπολικό, όπου συνεχίζοντας να γελάει μου δείχνει την οθόνη του ραντάρ που όντως είχε καταγραφεί η ταχύτητά μου: 91km/h. Τότε ο συνοδηγός του εμφανίζει ένα χαρτί με την λίστα των προστίμων ανάλογα με τα χιλιόμετρα. Πάνω από 5.000 ευρώ! Τρελάθηκα και άρχισα να ξεκαρδίζομαι στα γέλια εξηγώντας τους ότι λεφτά-ΔΕΝ-υπάρχουν, αφού τα σύνορα με την Γεωργία απείχαν λίγα χιλιόμετρα και δεν κρατούσα επάνω μου παρά ελάχιστα χρήματα και αυτά για βενζίνη. Τότε μου χτυπάει συγκαταβατικά την πλάτη και σε ένα χαρτί γράφει 500 ευρώ. Σηκώνω τα χέρια ψηλά και μπλοφάροντας του λέω να με ψάξει και όσα βρει δικά του. Η γυναίκα μου που παρακολουθούσε από μακριά, όταν με είδε να σηκώνω τα χέρια τα χρειάστηκε γιατί νόμιζε ότι θα με πυροβολούσαν. Ξαναπαίρνει το χαρτί και γράφει 100 ευρώ. Ούτε για αστείο του απαντώ. "Πόσα έχεις;", με ρωτάει. "5.000 dram" του λέω, δηλαδή 10€ (oύτε εγώ δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου για το θράσος μου) και του τα δείχνω. Τι έκανε; Πήρε τα 2.000 dram που αντιστοιχούσαν σε 4€ -καλά διαβάσατε- και μου άφησε τα υπόλοιπα για να βάλω βενζίνη. Κουφό, έ; Ξεφτίλισε τη χώρα του την αστυνομία της και την υπόληψη του για 4 ευρώ…

Το γεγονός συνέβη λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη Γκιούμρι της Αρμενίας και 30 χιλιόμετρα πριν από τα σύνορα της Γεωργίας και είναι απλώς ενδεικτικό του τι πρόκειται να διαβάσετε στη συνέχεια.

Αυτό το ταξιδιωτικό γράφτηκε στην κυριολεξία στο κρεβάτι του πόνου και δεν είναι σχήμα λόγου. Και βεβαίως το φταίξιμο ήταν δικό μου, διότι κύριε όταν τόσο ο Μητσάκης όσο και ο Βροχίδης σου λένε ότι για Γεωργία και Αρμενία χρειάζεσαι εντούρο, οπότε καλό θα είναι να μην πας με την μηχανή σου, αλλά εσύ κάνεις του κεφαλιού σου, τότε καλά να πάθεις. Και όχι τρεις μήνες που έκατσες σχεδόν ακίνητος καλοκαιριάτικα καταφέρνοντας να διαλύσεις την μέση σου, αλλά άλλο τόσο έπρεπε να κάτσεις για να βάλεις μυαλό. Βλέπετε, δεν μου αρκούσε το κεντρικό οδικό δίκτυο που δεν ήταν και ό,τι καλύτερο, αλλά έπρεπε να δω και το τελευταίο αξιοθέατο στους απόλυτα εξαθλιωμένους και απερίγραπτους δευτερεύοντες δρόμους. Σε δρόμους με εφτά μπαλώματα το ένα πάνω στο άλλο ή με τεράστιους κρατήρες που φλερτάρανε με τις ζάντες της street μηχανής μου. Και η καημένη η γυναίκα μου τι μου έφταιγε;

 

Η παγίδα του GPS

Φύγαμε όπως συνηθίζουμε μέσα Μαΐου. Πρώτη διανυκτέρευση στην Αλεξανδρούπολη. Την επόμενη μπήκαμε Τουρκία όπου επισκεφθήκαμε έναν πολύ καλό μας φίλο, που πάντα γίνεται θυσία όταν μας συναντά, στην κωμόπολη Bigadic κοντά στο Balikesir και κατά προτροπή του ξεκινήσαμε την επόμενη για μια κοσμική λουτρόπολη στην Μαύρη θάλασσα, την Akcacoca. Ομολογώ ότι ταλαιπωρήθηκα υπερβολικά για να φθάσω εκεί, αφού σαν πρωτάρης αντί να κοιτάξω το χάρτη που είχα ακριβώς μπροστά μου βλακωδώς ακολούθησα το GPS που με πήγε από ερήμους, εγκαταλειμμένους, κακοτράχαλους δρόμους, ενώ παραδίπλα υπήρχε υπερσύγχρονος αυτοκινητόδρομος. Όντως η πόλη ήταν μοντέρνα, όμορφη και καθαρή, με θαυμάσια παραλία γεμάτη παρτέρια με λουλούδια, καφετερίες και ταβέρνες που όμως δεν σερβίριζαν αλκοόλ και όπως και να το κάνουμε μαριδάκι και μπακαλιαράκι χωρίς μια παγωμένη μπύρα δεν τρώγονται. Πάντως εμένα η πόλη δεν με εντυπωσίασε. Ίσως γιατί ήταν υπερβολικά τουριστικοποιημένη για τα δικά μου γούστα. Μπορεί αν ήμουν νεότερος να ήταν ένας πολύ καλός προορισμός. Επειδή την συγκεκριμένη πόλη δεν την είχα υπόψη μου, ρώτησα τον ξενοδόχο αν ήμουν ο πρώτος Έλληνας που κατέλυε στο ξενοδοχείο του. Έτσι νόμιζα. Με κοίταξε κατάπληκτος ενημερώνοντας με ότι η πόλη κατακλύζεται από Έλληνες την υψηλή τουριστική περίοδο. Τι να πω...;

Την άλλη μέρα ταξιδεύαμε μέσα από εκπληκτικούς δρόμους με τρεις λωρίδες ανά κατεύθυνση -που εμείς θα δούμε τα επόμενα πενήντα χρόνια και ίσως ποτέ- για την Amasya, μια από τις ωραιότερες πόλης της Τουρκίας. Από τα εδάφη της πέρασαν πολλοί λαοί, από τους Χετταίους μέχρι τους Οθωμανούς. Στην αρχαιότητα η Αμάσεια διατέλεσε πρώτη πρωτεύουσα του ελληνιστικού βασιλείου του Πόντου μέχρι το 183 π.Χ. που η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στη Σινώπη. Στα ασβεστολιθικά βράχια πάνω από το ποτάμι και δίπλα στην παλιά πόλη βρίσκονται σκαμμένοι οι επιβλητικοί τάφοι των βασιλέων του Πόντου. Ψηλά στην κορυφή του λόφου δεσπόζει ένα επιβλητικό φρούριο απ' όπου έχεις μια εκπληκτική θέα όλης της περιοχής. Αυτό όμως που πραγματικά μας εντυπωσίασε ήταν ο απίστευτος τρόπος που φωτίζονταν τα παραποτάμια αρχοντικά, αλλά και οι τάφοι και το φρούριο με εναλλαγές από λευκό, κόκκινο και μπλε φως και μάλιστα όχι από προβολείς αλλά από led! Θεωρώ ότι ήταν εξαιρετικός προορισμός -χωρίς ευρωπαίους τουρίστες- με αρκετά αξιοθέατα και αν μου δινόταν η ευκαιρία θα ξαναπήγαινα ευχαρίστως.

Μετά από δύο διανυκτερεύσεις εδώ με ενοχλητική ζέστη στους 33 βαθμούς, αν και μέσα Μαΐου, ξεκινήσαμε για την Τραπεζούντα με τελικό πάντοτε προορισμό την Γεωργία και την Αρμενία. Η αλήθεια είναι ότι η μούρλα μου με οδηγεί στο να προσπαθώ να βρω κατά κανόνα τον πιο περίεργο δρόμο που να συνδέει δύο πόλεις. Στα μισά του δρόμου Amasya - Erzincan έκανα αριστερά για βγω στη Μαύρη Θάλασσα. Το επαρχιακό οδικό δίκτυο δεν ήταν και από τα καλύτερα αφού είχε κομμάτια καλά αλλά και μέτρια, αλλά από εδώ θα έλεγα ότι ξεκίνησαν και οι ατυχίες που με συνόδευσαν σε ολόκληρο το ταξίδι. Στην πόλη Mesudiye διαπίστωσα ότι έφυγαν οι βίδες της ζελατίνας. Εντάξει, είπα, και έπιασα τη ζελατίνα με straps. Στην επόμενη πόλη, το Golkoy, σταμάτησα στην κεντρική πλατεία να ρωτήσω πώς βγαίνουμε από την πόλη. Πάω να βάλω μπροστά και το μόνο που άκουσα ήταν το κρώξιμο από το γρανάζι της μίζας. Μπαταρία γιοκ (yok τουρκική λέξη με αρνητική σημασία, όπως λέμε δεν υπάρχει δεν βρέθηκε κλπ.). Ευτυχώς είχα μαζί μου καλώδια και κάτι νεαροί με ATV που κάνανε μαγκιές στην πλατεία μου δώσανε ρεύμα και ξεκίνησα. Καθ' οδόν, σε μια πολύ μεγάλη ανηφόρα, ένα βαθύ νεροφάγωμα με υποχρέωσε να κόψω υπερβολικά με αποτέλεσμα να μου σβήσει η μηχανή. Και πάλι μπαταρία καπούτ (αυτό στα γερμανικά). Αδύνατον να γυρίσω την μηχανή στην κατηφόρα καθώς η κλίση του δρόμου ήταν υπερβολική και θα έπρεπε πρώτα να την ξεφορτώσουμε. Αφού κατέβασα όλα τα γνωστά μπινελίκια, αλλά και μερικά που δημιούργησα εκείνη τη στιγμή, και επειδή και ο άγιος φοβέρα θέλει, σκάει μύτη μια ντόπια Ural με ένα νεαρό και δυο κοπελιές. Όλοι μαζί με βοηθήσαν να γυρίσω την μηχανή στην κατηφόρα οπότε με λίγο σπρώξιμο πήρε μπρος -εδώ διαφέρουν οι Τούρκοι από άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς, αν και έχουν αλλάξει αρκετά μετά την απίστευτη άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου, γι' αυτό θα μιλήσουμε όμως παρακάτω. Απ' ότι κατάλαβα το ηλεκτρικό σύστημα δεν άντεχε τα προβολάκια που είχα μόνος μου βάλει και δεν φόρτωνε επαρκώς την μπαταρία.

Ευτυχώς η διαδρομή πάνω στα χιονισμένα βουνά ήταν θαυμάσια κι εμείς την απολαμβάναμε, μέχρι που ένιωσα το κόμπιασμα αυτό που προειδοποιεί ότι μένουμε από βενζίνη. Ακαριαία το γυρίζω στη ρεζέρβα, ανήσυχος όμως αφού μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχα συναντήσει βενζινάδικο. Συνεχίζω με τα χιλιόμετρα αυξάνονται, αλλά βενζινάδικο νιέντε (αυτό ιταλικό). Έχω κάνει περί τα 70 χιλιόμετρα και σε καμιά τριανταριά θα έμενα πάνω στα άγρια βουνά, όπου συναντούσες ένα αυτοκίνητο κάθε μία ώρα και βάλε. Στο τέλος έμεινα και αυτοκίνητο δεν συνάντησα... Πανικοβλήθηκα γιατί δεν ήθελα να αφήσω την γυναίκα μου μόνη της να φυλάει τη μηχανή (το τι έχει τραβήξει και αυτή δεν περιγράφεται!!!). Ευτυχώς ήταν κατήφορος και ρολάροντας έφθασα στο πρώτο χωριό. Τι χωριό δηλαδή, οικισμός τσοπαναραίων ήταν! Ρωτάω το πρώτο περαστικό πού είναι το κοντινότερο βενζινάδικο. Σε 60 χιλιόμετρα, μου απαντάει. Πάγωσα. Και τώρα; Ο άνθρωπος διάβασε την απελπισία στα μάτια μου και μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω. Πράγματι, με οδηγεί σε ένα αγροτόσπιτο, φωνάζει κάποιον και του εξηγεί ότι ο Έλληνας έμεινε από καύσιμα. Εντάξει, μου λέει αυτός, μπορώ να σου δώσω 5 λίτρα αλλά ακριβότερα από το βενζινάδικο. Ωχ, σκέφτηκα. Έχει σκοπό να βγάλει μηνιάτικο από μένα, αλλά και τι να έκανα; Θα έδινα όσα και να μου ζήταγε. Τελικά πόση ήταν η διαφορά; Αν είχε ας πούμε 1,50 ευρώ το λίτρο μου την χρέωσε 1,60! Ακόμη κι έτσι όμως, κάπου με ενόχλησε αφού σε άλλες εποχές δεν θα καταδεχόντουσαν καν να πάρουν χρήματα, ειδικά από Έλληνες. Τελικά λίγα χιλιόμετρα πριν βγω στην Εθνική της Μαύρης θάλασσας βρήκα βενζινάδικο και ηρέμισα.

Μετά από λίγα χιλιόμετρα και με ψιλόβροχο έφθασα απόγευμα στην Τραπεζούντα. Ξενοδοχείο στα 40 ευρώ -το φθηνότερο που βρήκα- ντουζάκι και βόλτα στην πόλη. Η Τουρκία έχει αλλάξει. Και όταν λέω αλλάξει, εννοώ συθέμελα. Τουλάχιστον μια δεκαετία μπροστά από 'μας και μάλιστα από τις δικές μας καλές εποχές. Πριν από το 2010! Απίστευτες οικοδομές, τέλειο οδικό δίκτυο, πλατείες και πεζοδρόμοι με πλούσια καταστήματα γεμάτα πελάτες που ψώνιζαν, με έκαναν να προβληματιστώ έντονα.

Η χώρα του χάους

Σύνορα Γεωργίας την άλλη μέρα πρωί-πρωί. Η ουρά των αυτοκινήτων τεράστια κι εγώ να παρακαλώ την Αστυνομικίνα να μου επιτρέψει την διέλευση. Θα είχα δημιουργήσει διπλωματικό επεισόδιο, αν δεν επενέβαινε η γυναίκα μου για να με ηρεμήσει. Κι αυτό διότι ο άσχετος και ανίκανος συμπατριώτης μου δημόσιος υπάλληλος, έγραψε στην άδεια της μηχανής 0930 και στην πινακίδα 930. Κι αυτοί γνήσιοι απόγονοι του προηγουμένου καθεστώτος, γραφειοκράτες ανεγκέφαλοι, με περισσή απάθεια μου λένε: "Κυριέ μου, δεν εισέρχεστε, γυρίστε πίσω." Πού να γυρίσω ρε παιδιά τους λέω, έχω κάνει 2.500 χιλιόμετρα για να φθάσω μέχρι εδώ. Αυτοί ανένδοτοι. Η ουρά πίσω μου ξεπερνούσε τα 300 αυτοκίνητα, με τους οδηγούς να κορνάρουν και να διαμαρτύρονται. Κομφούζιο. Μέχρι και ο διοικητής ήρθε. Τελικά, με τα παρακάλια της γυναίκας μου μας άφησαν να περάσουμε. Έχεις τον τρόπο της... Πάω να βάλω εμπρός, μπαταρία νεκρή. Τα αυτοκίνητα να κορνάρουν πλέον μανιωδώς. Σπρώχνουμε την μηχανή, αλλά άντε να την ανεβάσεις φορτωμένη από τα μεταλλικά υπερυψωμένα σαμαράκια των συνόρων. Εννοείται ότι ουδείς φιλοτιμήθηκε να βοηθήσει. Τότε μου ήρθε η φαεινή ιδέα να αποσυνδέσω τα φωτά, αφού ανάβουν βλακωδώς μόλις ανοίξεις τον διακόπτη. Και ως εκ θαύματος πήρε εμπρός κι εγώ γλύτωσα το εγκεφαλικό.

Η πόλη του Batumi απείχε ελάχιστα από τα σύνορα. Σαν πόλη δεν έλεγε τίποτα, εκτός της παραλιακής ζώνης που ήταν εντυπωσιακή συνδυάζοντας πάρκο, πεζόδρομους και παραλία για τουλάχιστον πέντε χιλιόμετρα, την οποία στόλιζαν και μερικά υπερ-μοντέρνα αλλά ιδιαιτέρως κακόγουστα κτίρια και πολλά από αυτά εγκαταλειμμένα. Οι πολυκατοικίες έτοιμες να καταρρεύσουν, τα αυτοκίνητα τζιπ και Mercedes με μαύρα τζάμια ή ετοιμόρροπα χρέπια, Lada τα περισσότερα. Όχι, δεν θα ξαναπήγαινα, αλλά για να μην είμαι και πολύ αυστηρός οφείλω να σας πω ότι στα όρια της πόλης υπήρχε ένας εξαιρετικός τεράστιος και περιποιημένος βοτανικός κήπος, με κάθε είδος δέντρου και πλημμυρισμένος από ολάνθιστα λουλούδια.

Η γυναίκα μου γράφει στο ημερολόγιο της: "Ούτε η χώρα μου αρέσει, ούτε οι άνθρωποι της. Αφήστε που τα μισά αυτοκίνητα είναι δεξιοτίμονα γιατί λένε ότι στοιχίζουν λιγότερο, οπότε όταν προσπερνάνε αντιλαμβάνεστε ότι δεν έχουν την παραμικρή ορατότητα, ειδικά όταν δεν υπάρχει συνεπιβάτης κι έτσι όποιον πάρει ο χάρος. Αν κάνεις το λάθος να βγεις ανάμεσα από τα αυτοκίνητα μπροστά τους στο φανάρι, θα κάνουν φιλότιμες προσπάθειες να σε κλείσουν και να σε πετάξουν έξω από το δρόμο. Δυστυχώς η φήμη την Γεωργιανών δεν είναι τυχαία."

Την επομένη φτάνουμε στο Kutaisi. Με 16 ευρώ μένουμε στην πολύ καλή πανσιόν Diplomat, την οποία αναφέρω γιατί το δωμάτιο πρέπει να ήταν ακριβές αντίγραφο της κρεβατοκάμαρας της Μαρίας Αντουανέτας στις Βερσαλίες! Η αποθέωση του κιτς. Στην πόλη υπήρχε ο ενδιαφέρον καθεδρικός ναός Bagrati, ο οποίος ανήκει στους πολιτιστικούς θησαυρούς της ανθρωπότητας σύμφωνα με την Ουνέσκο και στα έξι χιλιόμετρα ήταν το μοναστηριακό συγκρότημα Gelati με ωραίες αγιογραφίες. Σε δυο χιλιόμετρα από αυτό, υπήρχε και το μοναστήρι της Motsameta με εκπληκτική θέα στο διπλανό φαράγγι και στην γύρω περιοχή. Σ' αυτά πήγαμε με marshrutkas, τα ιδιωτικά, αφάνταστα κλειστοφοβικά, βανάκια που εκτελούσαν το συγκεκριμένο δρομολόγιο και αν ήξερα πως οδηγούσαν -παρ' όλο που μετέφεραν ανθρώπους- ούτε γράμμα δεν θα έστελνα. Αχαρακτήριστη οδήγηση.

Θέλω να σας ενημερώσω ότι τα περισσότερα αξιοθέατα, τόσο στην Γεωργία όσο και στην Αρμενία, είναι μοναστήρια και εκκλησίες. Παρά το ότι αδιαφορώ πλήρως, για να μην πω ότι διάκειμαι και εχθρικά προς όλα τα δόγματα, οφείλω να ομολογήσω ότι κάποια από τα εκκλησιαστικά συγκροτήματα παρουσίαζαν μεγάλο αρχιτεκτονικό και αισθητικό ενδιαφέρον. Στην περιοχή υπήρχαν και δυο σπήλαια, ένα μικρό και ένα τεράστιο. Τα επισκεφθήκαμε και τα δύο. Στο μικρό, το ενδιαφέρον στοιχείο ήταν τα ίχνη των δεινοσαύρων επάνω στο βράχο, ενώ το μεγάλο και επονομαζόμενο σπηλαίο του Προμηθέα ήταν εξόχως εντυπωσιακό με εξαιρετικό φωτισμό και η έκπληξη ήταν ότι αν ήθελες έβγαινες με βάρκα μέσα από υπόγειο ποταμό, όπως και κάναμε.

Ταξιδεύοντας για την πρωτεύουσα Tbilisi, ή Τιφλίδα για τους Έλληνες, κάναμε μια στάση στο Gori για να θαυμάσουμε το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες, υπεύθυνος όπως λέγεται για τον άμεσο ή έμμεσο θάνατο 60.000.000 ανθρώπων. Πρόκειται για τον Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν, ο οποίος πέθανε πριν από 62 χρόνια στη Μόσχα και ήταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος που δεν ξεπερνούσε το 1,62 μέτρα. Ο κακοποιημένος γιος ενός φτωχού, αλκοολικού γεωργιανού τσαγκάρη, ο Josef Vissarionovich Djughashvili -μελλοντικός Στάλιν- είχε αναπηρία στο αριστερό του χέρι, δυσμορφία στο πόδι και πρόσωπο σημαδεμένο από την ευλογιά. Κατάφερε ωστόσο να γίνει ένας από τους πιο διάσημους και αμφιλεγόμενους ηγέτες στην Ιστορία. Πάντως βγάλαμε φωτογραφίες κάτω από το άγαλμά του, ίσως το μοναδικό εναπομείναν αφού παγκοσμίως όπου αλλού υπήρχαν, ο κόσμος τα κατάστρεψε μετά μεγάλης μανίας.

Στην Τιφλίδα, στο ξενοδοχείο που είχα κλείσει μέσω internet, ο ρεσεψιονίστ και ιδιοκτήτης του με απόλυτο θράσος με ενημερώνει πως δεν υπάρχει δωμάτιο γιατί θέλει λέει να του κάνει ανακαίνιση! Καθ' ότι απωθητική αγριόφατσα δεν με έπαιρνε να κάνω φασαρία, οπότε αποχώρισα εξοργισμένος. Εν τω μεταξύ είχε νυχτώσει και μέσα στο κυκλοφοριακό χάος η φορτωμένη η μηχανή μέχρι τα μπούνια, σε μια ιδιαίτερα ανηφορική στροφή μου σβήνει, ενώ ανάβει και το κόκκινο φωτάκι της θερμοκρασίας. Όλοι να κορνάρουνε σαν παλαβοί "ευγενέστατα" (α ρε Γαλλία και Γερμανία με τον πολιτισμό σας), η μηχανή να μην παίρνει μπροστά με τίποτα, η γυναίκα μου να παιδεύεται να κρατήσει κόντρα να μην με πάρει προς στα πίσω στην προσπάθεια μου να την γυρίσω και ούτε ένα γαϊδούρι να προσφερθεί να βοηθήσει. Την ίδια μέρα γραφεί στο ημερολόγιο της: "Μανιακοί, τελείως τρελοί και αγενείς". Κατά καλή μας τύχη, αφού είχα απογοητευθεί μην βρίσκοντας ξενοδοχείο, βλέπω δυο νεαρούς πάνω σ' ένα RR. Tους σταματάω και τους ρωτώ αν έχει πάρει το μάτι τους κανένα μοτέλ στην περιοχή. Ο κατά τα άλλα ευγενικός μηχανόβιος, του οποίου η εμφάνισή παρέπεμπε σε αρχηγό συμμορίας, προθυμοποιήθηκε όντως να με οδηγήσει σε κάποιο που ήξερε. Και το λέω αυτό γιατί όλο το σώμα του ήταν καλυμμένο με τατουάζ όπλων! Πιστόλια, καλάζνικοφ, ούζι, μαχαίρια και ό,τι άλλο βάλει ο νους σας, κατελάμβαναν το σώμα του. Πολύ επιφυλακτικός τον ακολουθώ και όντως με οδηγεί σε κάποιο που ήταν gay friendly, αφού όλο το άρρεν προσωπικό γουργούριζε σαν γατούλες του σεξ. Να πω και την αμαρτία μου, όταν παίρναμε ταξί δεν έδινα στον ταξιτζή το όνομα του ξενοδοχείου αλλά του δρόμου... Όσο για το δωμάτιο, ήταν το ποιο παράξενο ή πρωτότυπο που έχω συναντήσει όλα τα χρόνια που ταξιδεύω. Εκτός του ότι ήταν τεράστιο, ίσως και 80 τετραγωνικά, στο κέντρο είχε και ένα επίσης τεράστιο μπιλιάρδο με όλο τον εξοπλισμό. Οποίος ενδιαφέρεται πάντως, μπορώ να του δώσω το όνομα του ξενοδοχείου γιατί μπορεί να του αρέσει το μπιλιάρδο…

Παρά το γεγονός ότι ολόκληρη η Γεωργία σαν χώρα βρίσκεται σε απόλυτη παρακμή και εγκατάλειψη, όπως εξ άλλου και η όμορη Αρμενία, την πρωτεύουσα Τιφλίδα με τους 1.7000.000 κατοίκους θα την χαρακτήριζα ενδιαφέρουσα με κάποια όμορφα σημεία. Βεβαίως υπήρχαν οι φρικτές, άθλιες και τρομακτικές στην όψη δεκαπενταόροφες πολυκατοικίες, στις οποίες αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να ζουν άνθρωποι και πιθανώς κάποιοι από σας να έχουν δει αντίστοιχες στην γειτονική Βουλγαρία. Όμως, η κεντρική λεωφόρος της πόλης, η Roustaveli -κάτι σαν την δική μας Πανεπιστημίου- που κατέληγε στην παλιά πόλη, ήταν αντικειμενικά όμορφη με μεγαλειώδη καλοδιατηρημένα κτίρια, όπως η Όπερα και το Κοινοβούλιο. Η παλιά πόλη ήταν φορτωμένη με όμορφα κτίρια ωραίας αρχιτεκτονικής από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, αλλά τα περισσότερα από αυτά βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση. Υπάρχουν πάντως χαριτωμένα ταβερνάκια και καφετερίες, δυσανάλογα ακριβά, απευθυνόμενα μάλλον σε μεγαλοστελέχη και τουρίστες. Από την παλιά πόλη διασχίσαμε το ποτάμι μέσω μιας υπερ-μοντέρνας γυάλινης γέφυρας που με τίποτα δεν κόλλαγε στο περιβάλλον.

Με ταξί επισκεφθήκαμε την μεγαλύτερη εκκλησία της πόλης, αλλά και των γύρω χωρών, τον καθεδρικό της Αγίας Τριάδας την Tsminda Sameba, μέσα στην οποία περιφέρονταν τετράπαχοι ιερωμένοι. Είναι τουλάχιστον λυπηρό και απογοητευτικό για το ανθρώπινο είδος να σπαταλώνται κολοσσιαία ποσά για την δημιουργία μη χρηστικών κτιρίων (χρηστικό κτίριο θα χαρακτήριζα π.χ. ένα νοσοκομείο, ένα ορφανοτροφείο ή ένα γηροκομείο) την στιγμή που ολόκληρη η πόλη ήταν πηγμένη στις εκκλησίες και ο λαός εκτός της πρωτεύουσας δυστυχούσε φανερά, αναγκαζόμενος να ξενιτεύεται. Πολύ κοντά ήταν και το προεδρικό μέγαρο, που μπροστά του ο Λευκός Οίκος των ΗΠΑ φάνταζε μονόκλινο μπροστά σε σουίτα. Ειδικά με αυτό το κτίριο κατάλαβα που πηγαίνανε τα λεφτά της χώρας, αντί να φτιάχνονται δρόμοι για παράδειγμα, με αποτέλεσμα το οδικό δίκτυο να παραπέμπει στον μεσαίωνα. Στην πόλη ακόμη υπήρχαν δυο εντυπωσιακά τελεφερίκ, το ένα με κρεμαστές καμπίνες που ανέβαινε στο φρούριο Narikala, περνώντας πάνω από το ποτάμι που διέσχιζε την πόλη προσφέροντας εκπληκτική θέα, και το άλλο με ράγες ανέβαινε σχεδόν κάθετα ένα ψηλό λόφο στην κορφή του οποίου υπήρχε λούνα-παρκ με χαρακτηριστικό την πελώρια ρόδα, η οποία μαζί με την τεράστια κεραία της τηλεόρασης το βράδυ φωτίζονταν καταπληκτικά.

 

Τουριστικές παγίδες

Απέχοντας 20 χιλ από την Τιφλίδα, επισκεφθήκαμε την παλιά πρωτεύουσα της Γεωργίας, την Mtskheta, πάλι με marshrutkas τα ιδιωτικά λεωφορειάκια και πάλι κοψοχολιαστήκαμε με τον τρόπο οδήγησής τους. Στο κέντρο της ιστορικής πόλης, που πρώτη παγκοσμίως υιοθέτησε τον Χριστιανισμό το 334 μ.Χ., υπήρχε εντός των τειχών ένας ιδιαίτερα εντυπωσιακός ναός, αυτός της Ζωοδόχου Πηγής ή Svetitskhoveli που αποτελεί έναν από τους ιεροτέρους χώρους της Γεωργίας, περιέχοντας τάφους αρχαίων γεωργιανών βασιλέων και βρίσκεται στην λίστα της Ουνέσκο. Επιστρέφοντας πήραμε το μετρό για να γυρίσουμε στο κέντρο. Αυτή κι αν ήταν εμπειρία. Το τρενάκι του τρόμου. Το τρένο πήγαινε με χίλια νομίζοντας ότι θα εκτροχιαστεί ανά πάσα στιγμή μέσα στα βάθη της γης, οι επιβάτες να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο, αλλά παρ' όλα αυτά φαινόντουσαν ψύχραιμοι, μάλλον συνηθισμένοι, πράγμα που μας βοήθησε να αντέξουμε.

Οι τρεις ημέρες που μείναμε στην πρωτεύουσα ήταν υπέρ αρκετές κι έτσι βάλαμε πλώρη για το Telavi, την πρωτεύουσα της ανατολικής επαρχίας του Kakheti, με πολλά παγκοσμίου φήμης οινοποιεία. Παρά ταύτα, το κρασί στην Γεωργία ήταν ακριβό με αποτέλεσμα να πίνουμε μέτριας ποιότητας μπύρες.

Η οδός Cholokashvili ήταν ένας από τους ωραιότερους δρόμους της πόλης και φαινόταν πως είχε ανακαινιστεί πρόσφατα. Τα σπίτια σε αυτή την περιοχή ήταν στολισμένα με πολύχρωμες πύλες και περίτεχνα σκαλισμένα μπαλκόνια. Όταν όμως έριξα κρυφά μια ματιά πίσω από τις πορτάρες, αντίκρισα την κακομοιριά και την δυστυχία σε όλο της το μεγαλείο. Όλο το σκηνικό ήταν μια φάρσα για τους χαζοτουρίστες. Σε μια καφετερία που καθίσαμε μας έπιασε κουβέντα η συμπαθέστατη γκαρσόνα, απόφοιτη κάποιας ανώτατης σχολής, που είχε αναγκαστικά επιστρέψει στην πόλη της και την ρώτησα για τον μισθό της. Μου είπε ότι δούλευε από το πρωί μέχρι την ώρα που κλείνανε το βράδυ, εφτά ημέρες την εβδομάδα και έπαιρνε 60 ευρώ. "Την εβδομάδα;" την ρωτάω. Όχι. Τον μήνα, μου απαντάει...

Στη πόλη υπήρχε και ένας πλάτανος 900 ετών, όπως λέγανε, που αν έκανες το γύρο του τεραστίου κορμού του τρεις φορές πραγματοποιούνταν οι επιθυμίες σου. Τον κάναμε και γι' αυτό μας έτυχαν όλα τα κακά της μοίρας μας. Αλλά γι' αυτά παρακάτω...

Εδώ συναντήσαμε και τον μοναδικό φιλικό Γεωργιανό. Ήταν ο ιδιοκτήτης του μικρού ξενοδοχείου που διανυκτερεύσαμε και ο οποίος με πολύ μεγάλη υπερηφάνεια μου έδειξε τα βαρέλια του με κρασί και τσίπουρο. Ειδικά όταν διαπίστωσε ότι έχω γνώσεις οινοποιίας, αφού βάζω σχεδόν κάθε χρόνο ένα 200άρι βαρελάκι, ενθουσιάστηκε και μου χάρισε ένα μπουκάλι τσίπουρο και ένα μεγάλο μπουκάλι κρασί. Μάλιστα, όταν το βράδυ ετοιμαζόμαστε να βγούμε για φαγητό, μας χτυπάει την πόρτα κρατώντας ένα δίσκο με 6-7 πιάτα γεμάτα καταπληκτικούς μεζέδες και ένα μπουκάλι κρασί. Όπως είμαστε κουρασμένοι τα καταβροχθίσαμε και πέσαμε για ύπνο. Όνομα ξενοδοχείου Κavkasioni 33. Προτιμήστε το.

Την άλλη μέρα, με την θερμοκρασία πάνω από 30 βαθμούς, κάναμε μια στάση μετά από 18 χιλιόμετρα στο μοναστήρι Alaverdi. Πράγματι άξιζε και με το παραπάνω. Πανέμορφο, περιποιημένο, στο κέντρο ενός ψηλού οχυρωμένου τείχους με θέα τον χιονισμένο Καύκασο, ήταν η χαρά του φωτογράφου. Ο από τον 11ο αιώνα καθεδρικός του μοναστηριού ήταν από τους ψηλότερους της χώρας. Ο καλόγερος που με ξενάγησε σε άπταιστα αγγλικά, έμοιαζε με φυσιολογικό άτομο θυμίζοντας στέλεχος πολυεθνικής! Παρά το γεγονός ότι ήταν εξυπηρετικός, φωτογραφίες δεν με άφησε να βγάλω παρά τα παρακάλια μου. Βγαίνοντας από την πύλη με πλησίασε ένας κύριος και σε άπταιστα ελληνικά, αφού είχε δει τις πινακίδες της μηχανής και είχε εργαστεί στη χώρα μας -όπως εξ άλλου και ο μισός πληθυσμός της Γεωργίας- μας συστήθηκε και μας είπε λίγα πράγματα για την μονή. Μεταξύ άλλων μας είπε το πόσο πλούσιο είναι το μοναστήρι, από το πανάκριβο κρασί γκουρμέ που εξάγει στην Αμερική και ότι οι καλόγεροι του δεν είναι ιερωμένοι (αυτό το είπε ειρωνικά) αλλά πλούσιοι businessman.

Το άθλιο οδικό δίκτυο με τις άπειρες παγίδες ταλαιπώρησε τόσο την μηχανή, αφού η τσιμούχα του ενός καλαμιού παρέδωσε το πνεύμα δικαίως, όσο και την μέση μου, αυτή όχι εμφανώς αλλά ύπουλα αφού όταν οδηγούσα δεν πόναγα. Πονούσα όμως όταν περπάταγα λίγο παραπάνω από το κανονικό. Ίσως να φταίει και η ηλικία...

 

Θρησκείας overdose

Το βράδυ θα διανυκτερεύαμε στο Signaghi, μια πόλη που θεωρείται η Αράχωβα ή το Μέτσοβο της Γεωργίας. Πηγαίνοντας προς τα εκεί βλέπω μια καφέ ταμπέλα που οδηγούσε σε μικρή απόσταση, υπέθεσα σε κάτι ενδιαφέρον, που τελικά ήταν άλλο ένα μοναστήρι. Δεν βαριέσαι, σκέφτηκα, ας το δούμε κι αυτό αφού το είχα πάρει απόφαση ότι μετά από αυτό το ταξίδι είχα εξασφαλισμένη Α' θέση στον παράδεισο. Τώρα αν ήθελα να πάω, αυτό είναι άλλο θέμα. Διότι ο μεγάλος Αμερικάνος συγγραφείς Mark twain είχε πει: "Να πας στον παράδεισο για το κλίμα και στην κόλαση για την παρέα". Όντως, βλέπω μια κλειστή περιοχή που την φιλούσαν ένστολοι. Μέσα υπήρχε κόσμος που φαινόταν κάτι να περιμένει. Τους παρακάλεσα να βάλω μέσα την μηχανή, πράγμα που μου απαγόρευσαν γελώντας ειρωνικά και σπάζοντας πλάκα. Γενικά όλος ο λαός ήταν ασυμπάθηστος. Ρωτώ πού βρίσκεται το μοναστήρι και μου δείχνουν έναν ανηφορικό δρόμο χωρίς άλλη πληροφορία. Εδώ κοντά σκέφτηκα θα είναι και ξεκίνησα μόνος. Ο ανήφορος πήρε κλίση 40 μοιρών (ναι, μην γελάτε) και μετά από 50 μέτρα σκέφτηκα να επιστρέψω, αφού μου είχε βγει η γλώσσα. Ρωτώ και μια παρέα που κατέβαινε τον κατήφορο πόσο απέχω. Ξέχνα το, μου λένε, γύρνα και περίμενε το λεωφορείο. Σιγά μην μου λέγανε ότι υπήρχε κάτι τέτοιο. Αυτό και κάναμε. Εμφανίστηκε ένα αρχαίο χρέπι Mercedes που μαζί με μας πήρε και μια παρέα ανδρών.

"Να πας στον παράδεισο για το κλίμα και στην κόλαση για την παρέα"

Το ερείπιο περιέργως άρχισε να ανεβαίνει την απίστευτη κλίση σαν άρμα μάχης. Είπα να αρχίσω να πιστεύω! Μέχρι εκεί έφθασα από την τρομάρα μου. Τελικά φθάσαμε μέσα σ ένα σύννεφο μαύρου καπνού, η ανδροπαρέα είδε τα κτίρια μέσα σε 5 λεπτά και επέστρεψε στο σούργελο, του οποίου ο οδηγός άρχισε να μου κορνάρει αγενέστατα να φύγουμε. Φυσικά δεν προλάβαμε να δούμε τίποτα από την μονή Nekresi. Μετά λίγα χιλιόμετρα συναντήσαμε την διασταύρωση για το φημισμένο χωριό. Τα εννέα χιλιόμετρα από τη μονή μέχρι το χωριό ήταν τα καλύτερα που συναντήσαμε σε όλη τη χώρα. Όσο για το χωριό θα έπρεπε να κάνει χαρακίρι αν συναντούσε ένα από τα ελληνικά χωριά που προανέφερα. Απλά συμπαθητικό. Σε μια απ' τις πλατείες του χωριού νοικιάζανε γουρούνες και γινότανε το έλα να δεις από τις μαγκιές, αλλά και την φοβερή ηχορύπανση. Το σίγουρο ήταν ότι κάποιος θα χτύπαγε. Αναρωτήθηκα γιατί δεν επεμβαίνει η Αστυνομία. Και όντως επενέβει. Ο μπάτσος, γιατί θα ήταν ντροπή να τον πω αστυνομικό, εμφανίστηκε με ένα άλλο ATV για να κάνει κόντρες με τους κάγκουρες! Ημερολόγιο Νανάς: "Φτύνουν στο δρόμο, μας κοροϊδεύουν γιατί δεν καταλαβαίνουμε την γλώσσα... Βρε παιδιά έπρεπε να βλέπατε το γκαρσόνι που μας εξυπηρέτησε στο ρεστοράν. Για πολλές κλοτσιές! Μας εξυπηρέτησε πάντως ένας ευγενέστατος γέρος ταξιτζής."

Πολλοί ταξιδευτές βγάζουν λάθος συμπεράσματα για τους ανθρώπους των χωρών που επισκέπτονται, επειδή ζητάνε πληροφορίες από άλλους μηχανόβιους ή λέσχες μοτοσυκλέτας. Η αλήθεια είναι ότι με τον τρόπο αυτό πετυχαίνεις σχεδόν πάντοτε καλά αποτελέσματα κατά το "είδε ο γύφτος την γενιά του και αγαλλίασε η καρδιά του". Έτσι μπερδεύουν την συναδερφική αλληλεγγύη με την ευγένεια και την φιλοξενία. Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα συνήθως είναι τελείως διαφορετική. Εμείς σε καμία πρώην Σοσιαλιστική Δημοκρατία πλην της Ρουμανίας και της Αλβανίας, δεν συναντήσαμε ιδιαίτερα ευγενικούς ανθρώπους εκτός εξαιρέσεων.

Των Μιχάλη & Αθηνάς Παπαδάκου  φωτό: των ιδίων

Διαβάστε το 'Β Μέρος

Ετικέτες