Ταξίδι με Scrambler Full Throttle

Με το δικύλινδρο της Ducati στην Πελλοπόνησο
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

21/7/2017

Του Μάκη Παπαδημητρίου*

Φωτό: Του ιδίου

 

Χρονομηχανή

 

“Λάζαρε, γεια, Μάκης εδώ, παίζει να βρούμε κανένα μοτόρι για λίγες μέρες; Πούλησα την πάπια και δεν έχω τίποτα για το Πάσχα…”. Μερικές μέρες μετά ένα Scrambler Full Throttle βρισκόταν κάτω από τα πόδια μου κι εγώ ένιωθα μαλάκας που δεν ζήτησα από τον νονό μου -το Λάζαρο- να μου κάνει δώρο ένα τέτοιο για τις γιορτές “…ορίστε και το κλειδί, τα χαρτιά είναι κάτω από τη σέλα, καλό δρόμο” μου είπε ο καλός κύριος στην αντιπροσωπεία. Έβαλα το κλειδί στον διακόπτη, πάτησα τη μίζα κι ο χρόνος γύρισε πίσω δεκαοχτώ χρόνια… ήμουν 24 και δούλευα στο MOTO

 

Τα χέρια έρχονται σε κανονική θέση -αν και το τιμόνι σε σχέση με το Icon είναι χαμηλότερο- και τα μαρσπιέ οδηγούν τα πόδια σε ξεκούραστη γωνία φέρνοντας το σώμα όρθιο, καμαρωτό, να κάθεται αναπαυτικά στη σέλα σε μια ρετροπολεμική στάση. Ο "L" κινητήρας γουργουρίζει ευχάριστα και ο ήχος της Termignoni σε παρακινεί όχι μόνο να ανοίξεις το γκάζι αλλά και να το κλείσεις κιόλας, εκεί κάπου στις 3.0000-4.000 στροφές, αποζημιώνοντάς σε με υπέροχα μπάσα σκασίματα. Τα κεφάλια γυρνούν και κοιτούν κι εγώ δεν ξέρω για που να τραβήξω… κι αυτό είναι τόσο ωραίο.

Hit the road

Είχα δυο επιλογές. Ή βόρεια ή νότια καθώς το νησί προϋποθέτει καράβι και τα καράβια μου γυρίζουν τ' άντερα. Νότια λοιπόν, με συνοπτικές διαδικασίες. Πελλοπόνησος. Ξεκίνησα Μεγάλη Παρασκευή κατά τις 11:00 και μετά τα διόδια της Ελευσίνας είδα την περισσότερη κίνηση που έχω δει ποτέ, 10 χιλιόμετρα ουρά μετά τα διόδια! Ευτυχώς δεν βρέχει σκέφτηκα και… σε λίγο άρχισε να βρέχει. Φυσικά. Η κίνηση ανάμεσα στα αυτοκίνητα πολύ εύκολη, τινάγματα εμπρός, φρένα και πάλι το ίδιο για χιλιόμετρα. Η "ντουντούκα" ακούραστη κι εγώ ξεκούραστος. Ελαφρύς, “μονοδάχτυλος” ο συμπλέκτης, χωρίς μπουκώματα και φτυσίματα η τροφοδοσία, και το μοτέρ από τις 3.000 μέχρι τις 6.000 στροφές γεμάτο και απολαυστικό. Επιτέλους η ουρά εξαφανίζεται κι εγώ ταξιδεύω πια με 130-140 km/h και στρίβω για Επίδαυρο. Τη διαδρομή αυτή -όπως κάθε μοτοσυκλετιστής που σέβεται τον εαυτό του- την έχω κάνει πολλές φορές και με διαφορετικά μηχανάκια. Δεν θυμάμαι να την έχω ευχαριστηθεί περισσότερο. Τα σχεδόν 190 κιλά -με υγρά- της ντουντούκας δεν φαίνονται πουθενά. Στρίβει με ακρίβεια χωρίς να είναι supersport και πάρα τον 18άρη μπροστινό τροχό κρατάει τη γραμμή της και συνεχίζει ακάθεκτη. Στις εξόδους δεν ξηλώνει την άσφαλτο αλλά έχει αρκετό γκάζι για να σε κάνει να χαμογελάς και να νιώθεις ασφάλεια. Ένας δίσκος -ταψί- μπροστά 330 χιλιοστών με ακτινική τετραέμβολη Brembo και κάπου εδώ τελειώνει η φάση φρενάρισμα. Όλα υπό έλεγχο, το ABS δεν μπήκε παρά μόνο μια φορά και μόνο στον πίσω τροχό, όταν ένας κάγκουρας αμαξάτος αποφάσισε ότι προτιμάει περισσότερο το αγγλικό στυλ και παραλίγο να ανταλλάξουμε οχήματα.

Στρίβει με ακρίβεια χωρίς να είναι supersport και πάρα τον 18άρη μπροστινό τροχό κρατάει τη γραμμή της και συνεχίζει ακάθεκτη

Βρίσκομαι Επίδαυρο έχοντας οδηγήσει περίπου μία-μιάμιση ώρα και σταματάω για καφέ. Για 15 λεπτά μόνο. Και πάλι οδήγηση μέχρι το Ναύπλιο, στους Μύλους. Δεν μπορούσα να πίνω καφέ και να κάθομαι να βλέπω ένα τόσο όμορφο μηχανάκι να με κοιτάει σαν να λέει έλα, πάμε. Αλλά πριν, ας πάμε μια βόλτα από το αρχαίο θέατρο… έχω μια ιδέα! Και πήγα, αλλά τζίφος. Δεν με άφησαν. Πρέπει να πάρεις άδεια από την εφορία αρχαιοτήτων για να μπεις στην ορχήστρα του θεάτρου… με μηχανάκι! Τι ύβρις Θεέ μου. Κρίμα, αυτή θα ήταν μια σπουδαία φωτογραφία. Θα έβαζα το Scrambler στη μέση και θα έστηνα τους τουρίστες γύρω γύρω να το χειροκροτούν για την υπέροχη παράσταση που έδωσε στα στροφιλίκια της περιοχής.

Τηλέφωνο στον Δημήτρη για φαγητό στο Ναύπλιο. "Το μηχανάκι αυτό… τι είναι;" μου λέει, και ξεκινάω μια μίνι διάλεξη περί Scrambler -ό,τι θυμόμουν από αυτά που είχαν γραφτεί- και άλλη μια για το αερόψυκτο μοτέρ των 803cc με το desmo για να του κεντρίσω την περιέργεια. Τι είναι αυτό πάλι, μου λέει. Ένα σύστημα που ανεβοκατεβάζει τις βαλβίδες… αλλά δεν τον είδα να ενδιαφέρεται και πολύ για τα τεχνικά και σταμάτησα. "Και πόσα άλογα βγάζει;" "75" λέω, "πολλά έ;", μου λέει… όχι, απαντώ, δεν είναι πολλά, είναι ακριβώς ό,τι πρέπει. Διακοσαρίζει αλλά δεν υπάρχει λόγος. "Και πόσο καίει;" Από 5 έως 6,5 λίτρα στα 100km κι αν το γυρνάς εκεί που δεν υπάρχει λόγος θα περάσει και τα 8. "Και αυτό το όργανο τι δείχνει;" "Τα πάντα", του λέω και η αλήθεια δεν είναι μακριά. Έχει ό,τι μπορεί να χρειαστεί κανείς και φυσικά απενεργοποιούμενο ABS αν είναι να πάρεις τα βουνά και όχι μόνο. Και μετά από αρκετά μου λέει και του λέω και μου ξαναλέει και του ξαναματαλέω, έφυγα για ξεκούραση γιατί την επόμενη θα επισκεπτόμουν έναν άλλο φίλο στον Κάψια, λίγο έξω από την Τρίπολη, πριν το Λεβίδι. Αλλά θα πήγαινα από μια μοναδική διαδρομή… τον Κολοσούρτη.

 

Η αφορμή

Βουνό. Κολοσούρτης, Αχλαδόκαμπος. Ο παλιός δρόμος που ένωνε Άργος και Τρίπολη. Στο κομμάτι των περίπου 12 χιλιομέτρων της ανάβασης με τις απανωτές στροφές έχει καινούρια άσφαλτο και είναι Μεγάλο Σάββατο 10:00 το πρωί. Κίνηση μηδέν. Κυριολεκτικά μηδέν. Η μία στροφή διαδέχεται την άλλη. Δεξιά, φρένα, δευτέρα, στροφή, ωχ χάλασα το παπούτσι μου… έξοδος, τρίτη-τετάρτη, αριστερή, φρένα, δευτέρα… ωχ… τουλάχιστον χάλασα και το άλλο συμμετρικά, έξοδος τρίτη-τετάρτη…φρένα και δευτέρα… συγχαρητήρια στον μονόδρομο συμπλέκτη, και πάει έτσι για κάνα εικοσάλεπτο. Απόλαυση και ασφάλεια. Δεν το άφηνα να σκάει, δεν πέρναγε τις 4.000 με 5.000 και άλλαζα (τι ωραίος ήχος, ειδικά στα κατεβάσματα). Πρωινή συναυλία από δικύλινδρο L, 800 κυβικών συνοδεία δίκανης Termignoni. Δεν μιλάμε όμως για heavy metal, μιλάμε για Μπαχ!

Το μηχανάκι δεν κούνησε πουθενά δεν γλίστρησε πουθενά, τα MT60 RS είναι για βραβείο Oscar. Οδηγείς σβέλτα και με ασφάλεια με μια μοτοσυκλέτα που έχει 75 άλογα και δεν χρειάζεσαι περισσότερα για να απολαύσεις ένα τέτοιο ορεινό στροφιλίκι. Σίγουρα υπάρχουν ένα κάρο μοτοσυκλέτες που στρίβουν και φρενάρουν καλύτερα, έχουν περισσότερα άλογα και ένα σκασμό ηλεκτρονικά, antispin, antiwheelie, anti, anti, anti… λοιπόν, αντί για όλα αυτά το full throttle έχει ουσία. Είναι μια τόσο ισορροπημένη μοτοσυκλέτα που δεν χρειάζεται να είσαι ο Tadayuki Okada -που τον θυμήθηκα αυτόν…- για να την απολαύσεις. Ο δρόμος είναι καμία σαρανταριά χιλιόμετρα αν και το πολύ ενδιαφέρον κομμάτι έρχεται νωρίς, μόλις αρχίσεις να ανεβαίνεις από τους Μύλους.

Θα έβαζα το Scrambler στη μέση και θα έστηνα τους τουρίστες γύρω γύρω να το χειροκροτούν για την υπέροχη παράσταση που έδωσε στα στροφιλίκια της περιοχής

Φτάνω στον Κάψια τόσο χαρούμενος… ένα γρήγορο πρωινό, καφέ με τον Μάκη και βουρ πάλι πίσω στους Μύλους. Πάλι από τον Κολοσούρτη. Χριστέ μου (μέρες που είναι…). Συνειδητοποίησα ότι μπορώ να είμαι συγκεντρωμένος για 20 λεπτά -χωρίς να κάνω καμιά μα καμία άλλη σκέψη- μόνο όταν οδηγώ σε τέτοιες συνθήκες. Μια μοτοσυκλέτα σε ορεινό στροφιλίκι χωρίς κίνηση ένα ηλιόλουστο πρωινό. Ποτέ άλλοτε.

Πίσω λοιπόν, φαγητό, χαλαρή βόλτα στο Ναύπλιο και η ώρα περνάει και περνάει και περνάει, κι έχει νυχτώσει και νυχτώνει κι άλλο κι εγώ στέκομαι παραδίπλα στην παρκαρισμένη ντουντούκα και παρατηρώ πώς τραβάει τα βλέμματα. Πλησίασε ένα νεαρό ζευγάρι και η κοπέλα ενθουσιάστηκε με το καλλίγραμμο ρεζερβουάρ κι άρχισε να τραβάει φωτογραφίες. Και μετά ένα άλλο ζευγάρι και μετά ένα άλλο… και βλέπω ένα τύπο να μιλάει στη γκόμενά του και φαντάζομαι να της λέει: "α, ρε μωρό μου, να είχα ένα τέτοιο να σε πήγαινα μια βόλτα", γιατί αυτό είναι το Scrambler, αφορμή για βόλτα.

Μεγάλο Σάββατο βράδυ. Η ώρα είναι 23:51. Οδηγώ παραλιακά. Δεν έχω όρεξη για Ανάσταση και εκκλησία. Κανείς στο δρόμο. Και σε λίγο, από διάφορες μεριές φαίνονται βεγγαλικά στον αέρα. Ανοίγω το γκάζι μέχρι τις 4.000 και κλείνω. Τα σκασίματα της ντουντούκας είναι τα δικά μου βεγγαλικά!

* Ο Μάκης Παπαδημητρίου είναι ένας από τους πλέον ταλαντούχους ηθοποιούς της νέας… κοπής. Πριν αποφασίσει να ασχοληθεί με την δραματική τέχνη, ο Μάκης φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στο τμήμα Φυσικής, αλλά τελικά τον κέρδισε η τέχνη εις βάρος της επιστήμης καθώς αποφοίτησε από την δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Στο ενεργητικό του έχει πολλές επιτυχίες και διακρίσεις στην τηλεόραση, στο θέατρο και στον κινηματογράφο, ενώ το 2009 τιμήθηκε με το βραβείο Χορν. Είναι ένας από τους ταχύτερους στην Ελλάδα στο να λύνει τον κύβο του Rubik, ενώ το σημαντικότερο στοιχείο στο βιογραφικό του (για εμάς τουλάχιστον…) είναι το ότι ανήκε στην συντακτική ομάδα του περιοδικού πριν από 18 χρόνια!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αρμενία– Γεωργία – Τουρκία (Μέρος Β’)

Κάθε χιλιόμετρο και πρόκληση!
20/8/2017

Ένα ταξίδι είναι πάνω απ' όλα μια βιωματική εμπειρία, που μας διδάσκει, μας κάνει σοφότερους και αποτελεί κέρδος, έστω κι αν όλα αυτά που ζούμε δεν συγκαταλέγονται ακριβώς στις… ευχάριστες αναμνήσεις. Το συγκεκριμένο ταξίδι στην Αρμενία και η επιστροφή στην Ελλάδα μέσω Γεωργία και Τουρκίας μας μαθαίνει ότι καλό θα είναι να μην μπερδεύουμε την φιλοξενία με την συναδελφική αλληλεγγύη γιατί κατά κανόνα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, και στις δυο χώρες οι άνθρωποι δεν ήταν ούτε φιλικοί, ούτε φιλόξενοι

Διαβάστε το 'Α Μέρος

Τα σύνορα με την Αρμενία στο Bagratashen απείχαν 100 χιλιόμετρα. Κοντά ε; Με ένα ΧRθα χρειαζόταν μιάμιση ώρα. Για street μηχανή τέσσερις! Με το που περάσαμε την μπάρα και μπήκαμε στην χώρα βλέπω κάποιον να τρέχει καταπάνω μας χειρονομώντας έντονα. Ωχ, σκέφτηκα. Κάτι θα έκανα. Κατέβα, μου λέει, και ακολούθα με. Μπαίνω σ'ένα καμαράκι, όπου μου ζητάει 50 ευρώ. "Γιατί;", τον ρωτάω."Ασφάλεια για την μηχανή", μου απαντάει, "για 10 ημέρες". Ρε φίλε, του λέω, στην πατρίδα μου τόσο είναι για πέντε μήνες. Απάντηση: "Εσείς οι Έλληνες έχετε λεφτά". "Κι αν δεν πληρώσω;", τον ρωτάω. Τότε μου δείχνει ένα σταματημένο περιπολικό λέγοντας: "Με το που θα βγεις από δω θα σε σταματήσει και θα στην ζητήσει"! Εννοείται ότι τα πλήρωσα. Και ξεκινήσαμε για το Yerevan.

Στο πρώτο χιλιόμετρο ο δρόμος καλός. Ωραία, σκέφτηκα, πολιτισμός όχι όπως στην Γεωργία. Ρε είμαι πολύ γκαντέμης. Τι ήταν να το σκεφτώ; Όνειρο τέλος. Ο δρόμος βομβαρδισμένος. Όπου δεν υπήρχαν τρύπες να σε ρουφήξουν υπήρχαν εκατομμύρια μπαλώματα. Πρώτη και 10km/h. Ξαφνικά ακούω σειρήνα περιπολικού. Κάνω στην άκρη για να προσπεράσει, όμως αυτοί ήθελαν εμένα. Κατεβαίνουν και μου ζητάνε χαρτιά και ασφαλιστήριο (!). Τους τα δείχνω και μου ανακοινώνουν ότι πήγαινα με 50. Ούτε Navara δεν θα πήγαινε με τόσα στο κομμάτι αυτό. Οπότε κι εγώ βγάζω την υπηρεσιακή μου ταυτότητα και τους δηλώνω Έλληνας αστυνομικός (είμαι ένστολος, αλλά όχι αστυνομικός).Στενοχωρήθηκαν γιατί δεν τους έπαιρνε να μου ζητήσουν λεφτά αλλά με ρώτησαν αν ήμουν ανώτερος τους. Δήλωσα Στρατηγός! Με χαιρέτησαν δια χειραψίας κι έφυγαν. Πάλι καλά. Παρόλο που έκανα το ίδιο όταν με σταμάτησαν στο Gyumri όπως διαβάσατε στην αρχή του ταξιδιού, το κόλπο τότε περιέργως δεν έπιασε.

Ο καιρός εν τω μεταξύ αγρίεψε και πήγαινε για καταιγίδα. Σταματώσε μια εγκαταλελειμμένη λαϊκή αγορά στην άκρη του δρόμου να βάλουμε αδιάβροχα. Δίπλα υπήρχε ένα ξύλινο κουτί σαν τουαλέτα. Δεν μπήκα μέσα επειδή σιχάθηκα και πήγα από πίσω. Ξαφνικά η γη υποχωρεί και πέφτω μέσα στο βόθρο! Καλά λέω ότι δεν υπάρχει Θεός. Εννοείται ότι χτύπησα λιγάκι, όμως το σπουδαιότερο ήταν πως τα απόβλητα ήταν πολυκαιρισμένα και στεγνά οπότε την γλύτωσα. Κάτι ήταν κι αυτό…

 

Η χώρα των δύο όψεων

Η πρώτη πόλη που συναντήσαμε ήταν το Alaverdi. Η κόλαση επί της γης. Βρωμερή, άθλια και μισοκατεστραμένη. Άδεια κτίρια με τα παράθυρα σπασμένα δίπλα σε ερειπωμένες πολυκατοικίες, που όμως ζούσαν άνθρωποι, και κάτι φουγάρα ύψους 100 μέτρων μέσα στο κέντρο της. Ξερνάγαμε μαύρο καπνό που κάλυπτε τα πάντα που με έκανε να σκεφτώ το βιβλίο του Τάκη Λαζαρίδη, "Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι". Μπορεί να φθάσαμε σαν χώρα εκεί που φθάσαμε, αλλά βρε αδελφέ περάσαμε και μερικές δεκαετίες καλά, όπως και να το κάνουμε. Μέχρι την πρωτεύουσα συναντήσαμε δεκάδες κατεστραμμένα σκουριασμένα και εγκαταλειμμένα εργοστάσια. Ούτε ένα σε λειτουργία σε ολόκληρη την Αρμενία δεν είδαμε. Ούτε ένα, έτσι για δείγμα. Κανένας δεν μου έλυσε την απορία με τι πόρους ζούνε αυτοί οι άνθρωποι. Τελικά μετά από 300 χιλιόμετρα και 8 ώρες ασύλληπτου μαρτυρίου, φθάσαμε στο Yerevan. Μείναμε στο πρώτο ξενοδοχείο που συναντήσαμε και εδώ ήμουν τυχερός γιατί το δωμάτιο ήταν πολύ καλό, αλλά του προσωπικού σε κάποια άλλη ζωή πρέπει να τους είχα δολοφονήσει την οικογένεια γιατί δεν εξηγείται τόση αγένεια και ξινίλα.

Ντουζάκι, ταξί και στο κέντρο της πόλης. Φτάνουμε και παθαίνουμε σοκ. Η απόλυτη ομορφιά. Η πλατεία ήταν τέλεια. Απίστευτη. Καταπληκτική. Εκπληκτική. Και λίγα λέω. Τα ημικυκλικά κτίρια από ροζ γρανίτη κύκλωναν ένα σιντριβάνι, τα νερά του οποίου χόρευαν ενώ τα φώτιζαν εκατοντάδες αμφίβιοι προβολείς υπό τους ήχους μουσικής που ποίκιλε από ροκ μέχρι κλασσική, ενώ ακούσαμε ακόμη και τα παιδιά του Πειραιά. Πολύς κόσμος, πανέμορφες κοπέλες, καλοντυμένες, συνοδευόντουσαν από τους πιο άσχημους άνδρες που υπάρχουν στην γη.Μοντέλα δίπλα σε κουασιμόδους. Σοκαριστικό... Εν πάσει περιπτώσει, η πόλη του 1.000.000 κατοίκων -όσο βαρύ κι αν ακούγεται αυτό που θα π - για μένα ήταν ωραιότερη και από την Βιέννη. Μεγαλειώδης, πεντακάθαρη, χλιδάτη. Όλος ο κόσμος έξω πλημμύριζε τα ακριβά καταστήματα, τους πεζόδρομους και τις καφετέριες. Βέβαια, αυτή η ομορφιά δεν ήταν τυχαία αφού η πόλη κατασκευάστηκε εξ αρχής προκειμένου να αποτελέσει το πρότυπο του Σοβιετικού ιδεώδους στην πολεοδομία. Επισκεφθήκαμε όπως έπρεπε το μουσείο της γενοκτονίας των Αρμενίων αλλά και το μουσείο Cafesjian Museum of Art,άλλο καταπληκτικής έμπνευσης κτίριο το οποίο σκαρφάλωνε σε ένα λόφο της πόλης και τα εκθέματα τα έβλεπες βρισκόμενος επάνω σε κυλιόμενες σκάλες, ενώ από τεράστιες βεράντες σε διάφορα επίπεδα διακοσμημένες με υπερμοντέρνα σιντριβάνια,είχες και μια υπέροχη θέα της πόλης αλλά και της μπροστινής πλατείας που κοσμείτο από αγάλματα του διάσημου γλυπτή Fernando Botero. Περπατήσαμε τόσο πολύ, που το παντελόνι μου έλιωσε και αγόρασα καινούργιο. Το βράδυ όμως μετά από 12 ώρες καθημερινό περπάτημα, το παυσίπονο ήταν απαραίτητο. Αυτό το περπάτημα το πλήρωσα με το παραπάνω. Τρεις μήνες καλοκαιριάτικα στο κρεβάτι...

Περιπετειών συνέχεια…

Με ορμητήριο το Yerevanεπισκεφθήκαμε την ίδια μέρα το μοναστήρι Khor Virap κάτω από το Αραράτ και κολλητά με τα σύνορα της Τουρκίας, που όμως δεν έλεγε σπουδαία πράγματα, και μετά το μοναστήρι Geghard που πραγματικά άξιζε αφού βρισκόταν συν τοις άλλοις σε υπέροχο μέρος. Σε κάποια μάλιστα από της εκκλησίες του υπήρχε μια λακκούβα με αγιασμένο (;) νερό. Τώρα πως τα καταφέραμε και πέσαμε μέσα, δεν το καταλάβαμε. Ευτυχώς που δεν υπήρχε κόσμος, αφού σε αυτό βούταγαν κύπελλα και το έπιναν για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους. Μετά πήγαμε στον αρχαίο ναό του Garni. O ναός ήταν της ελληνιστικής εποχής αφιερωμένος στον ήλιο, σωστά αναστηλωμένος και πολύ εντυπωσιακός, χωρίς φυσικά να φθάνει το μεγαλείο ενός Παρθενώνα. Στην πορεία προς το Garni,ξεκίνησαν και τα μεγάλα προβλήματα που με ταλαιπώρησαν για μεγάλο διάστημα. Το πρόβλημα ξεκίνησε μέσα στο Yerevanκαι κορυφώθηκε σε ένα απλό ανήφορο έξω από την πόλη. Έβλεπα ότι η θερμοκρασία του κινητήρα ανέβαινε και το βεντιλατέρ δεν σταματούσε, το απέδωσα όμως στο έντονο μποτιλιάρισμα. Σε μια στιγμή ανάβει το κόκκινο λαμπάκι της υπερθέρμανσης.

Φρένο, στην άκρη, ενώ με ζώσανε και τα φίδια. Περίμενα κανένα μισάωρο, έσβησε και συνέχισα. Η θερμοκρασία όμως δεν κατέβαινε από τους 100 βαθμούς και μέσα μου ανησυχούσα.

Πάντως οι δρόμοι γύρω από την πόλη ομολογώ ότι ήταν άψογοι ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Εννοώ σε μια ακτίνα 50 χιλιομέτρων γύρω από αυτήν. Μετά από αυτά τα 50 άρχιζε το δράμα, αφού ήταν τελείως κατεστραμμένοι όπως εξάλλου ολόκληρη η χώρα πλην του Yerevan. Πόλη κράτος. Κάτι σαν την αρχαία Αθήνα.

Επόμενος προορισμός η λίμνη Sevan. Ο φαρδύς δρόμος που από μακριά θύμιζε αυτοκινητόδρομο ήταν γεμάτος επικίνδυνες παγίδες και -το σπουδαιότερο- η λίμνη ήταν μαύρο χάλι. Ξεκοιλιασμένα ερειπωμένα ξενοδοχεία, παράγκες, σκουπίδια, θλίψη και παρακμή. Μην πάτε. Για δυο ενδιαφέροντα εκκλησάκια σ ένα ακρωτήρι της λίμνης δεν άξιζε τον κόπο.

Αυτό που είχε όμως ενδιαφέρον ήταν το νεκροταφείο στην πόλη Noratus που απείχε μόνον 40 χιλιόμετρα από τη άσχημη και άθλια πόλη της Sevan. Ο χώρος χωριζόταν στα δυο. Το σύγχρονο και το παλιό. Ακόμη και του νέου τα μνήματα ήταν τόσο εντυπωσιακά που οι κάτοικοι του πάμπτωχου χωριού θα πρέπει να αποταμίευαν χρήματα από την μέρα που γεννήθηκαν για την κατασκευή αυτών των τεραστίων και περίτεχνων μνημάτων. Αν δεν έβλεπα τις φωτογραφίες των νεκρών θα νόμιζα ότι πρόκειται για αυτό που ήρθα να δω. Στον παλιό τομέα οι επιτύμβιες στήλες, τα διάσημα khachkars, ηλικίας εκατοντάδων ετών καλυμμένες τώρα από τα βρύα και την πατίνα του χρόνου, ήταν σκαλισμένες με μεγάλη τέχνη με ρόδακες, σταυρούς αλλά και σκηνές από την ζωή του θανούντος.Ένα δημοφιλές παραμύθι που σχετίζεται με το νεκροταφείο, αφορά την εισβολή του στρατού του Ταμερλάνου στην πόλη. Σύμφωνα με μια ιστορία, οι χωρικοί τοποθέτησαν κράνη στην κορυφή των khachkars. Αυτά από απόσταση έμοιαζαν με ένοπλους στρατιώτες που κατείχαν αμυντική θέση, με αποτέλεσμα ο στρατός του Ταμερλάνου να υποχωρήσει.

Όταν έφτιαχνα το ταξίδι είχα τσεκάρει και δυο καταρράχτες. Ο πρώτος ήταν στην πόλη Jermuk. Η πόλη των 7.000 κατοίκων ήταν γραφική αλλά παρακμασμένη και λίγο μελαγχολική, ίσως επειδή λόγω εποχής δεν είχε καθόλου κόσμο και έκανε αρκετή ψύχρα. Υπήρξε τουριστικό θέρετρο για τα μέλη της κομουνιστικής νομενκλατούρας, δηλαδή της αριστοκρατίας του κόμματος-ξέρετε αυτών που ήταν ίσοι αλλά μερικοί ήταν πιο ίσοι από τους άλλους- όχι μόνον της Αρμενίας, αλλά όλης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης με ξεπεσμένα σήμερα αριστοκρατικά ξενοδοχεία και μια όμορφη μικρή λιμνούλα στο κέντρο της. Ο καταρράχτης της όμως δεν παιζότανε. Εντυπωσιακός, πανέμορφος και λαμπερός παρόλο που δεν έπεφτε κάθετα αλλά έγλυφε τα γκρίζα γλιστερά βράχια.

Ατελείωτες εκπλήξεις

Μετά συνεχίσαμε για το Goris από ένα κατ' ευφημισμό δρόμο που μόνον για Lada Niva που δεν το λυπόσουν έκανε, προκειμένου να δούμε -τι άλλο;- ένα ακόμη αρχαίο μοναστήρι. Η πόλη τώρα… Φαντάζομαι έχετε δει ταινίες με θέμα τη Γη μετά το Γ' παγκόσμιο πόλεμο. Φρίκη! Αυτή δεν ήταν πόλη. Σκηνικό του Χόλυγουντ για ταινίες τρόμου ήταν. Τα ζόμπι μόνον λείπανε. Για κλάματα. Ευτυχώς που δεν νικήσατε σύντροφοι...

Την άλλη μέρα πήγαμε να επισκεφθούμε το περίφημο μοναστήρι του Tatev του 9ουαιώνα, και αυτό στην λίστα της Unesco, που στην ακμή του είχε 600 μοναχούς. Το βράδυ δεν κατάφερα να κοιμηθώ από το άγχος μου αφού έπρεπε να γυρίσω πίσω για 17 χιλιόμετρα από τον ίδιο "μη-δρόμο". Α! Και η άλλη τσιμούχα του πιρουνιού αποδήμησε εις Κύριον, ενώ χαθήκαν και τα αντίβαρα του τιμονιού μαζί με τις μισές βίδες της μηχανής. Τα υγρά είχαν πλημμυρήσει τα μπροστινά φρένα που δούλευαν από καθόλου φρένο, σε ξαφνικό μπλοκάρισμα, αν επέμενες. Για να πας στο μοναστήρι υπήρχε τελεφερίκ. Ωχ, σκέφθηκα, αν είναι σαν την πόλη τη βάψαμε. Φθάνω στο πάρκινγκ και τη να δω. Μάλλον είχαμε διακτινιστεί σε άλλο μέρος. Η απόλυτη τελειότητα. Η τεχνολογία στο μεγαλείο της! Μέχρι κούκλες συνοδούς είχαν τα βαγόνια, άψογα ντυμένες σαν μανεκέν της Versace. Πιέζαμε με την γυναίκα μου το στόμα μας να κλείσει από την έκπληξη. Το συγκεκριμένο τελεφερίκ πήγαινε οριζόντια διανύοντας την μεγαλύτερη απόσταση στον κόσμο, περνώντας επάνω από δύο βουνά!

Η θέα ανεπανάληπτη έκοβε την ανάσα όπως και η όμορφη τελεφερικο-συνοδός. Παρένθεση: Οι κοπέλες σε όλη την Αρμενία είναι καρακουκλάρες, ακόμη και στο τελευταίο χωριό. Το μοναστήρι θα το χαρακτήριζα μέτριο, αφού όπως με ενημέρωσαν τα λεφτά χρησιμοποιηθήκαν για το τελεφερίκ και δεν έφθασαν για την αναστύλωσή του. "Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι" που λέει και ο Αστερίξ.

Αφού είδαμε άλλον ένα καταρράχτη στην πόλη Sisian, απλώς χαριτωμένο, επιστρέψαμε στο Yerevan. Ευτυχώς στο ίδιο ξενοδοχείο το δωμάτιο μας ήταν κενό. Αυτήν την πόλη δεν ήθελα να την αποχωριστώ. Πάρτε το αεροπλάνο και πηγαίνετε αν σας δοθεί η ευκαιρία. Και δεν είναι καθόλου ακριβά, αφού το φαγητό ήταν πάμφθηνο, το ταξί κόστιζε για κάθε διαδρομή 1,80 ευρώ! Όσο για την βενζίνη είχε 0,90 ευρώ το λίτρο. Στην Γεωργία ήταν φθηνότερη κατά 10 λεπτά. Παρά ταύτα, οι ντόπιοι την θεωρούσαν πανάκριβη και χρησιμοποιούσαν αέριο. Βλέπετε ο μέσος μισθός στην Αρμενία είναι262 ευρώ στην Γεωργία 207 ευρώ και στην Ελλάδα 712 ευρώ.

Τελικά με μισή καρδιά αναχωρήσαμε από την πανέμορφη πόλη του Yerevan. Ενώ ακόμη ήμουν στα προάστια, κοιτάζω το κοντέρ έτσι ώστε να είμαι στα νόμιμα όρια… νεκρό. Ταχύτης 0. Σταματώ κοιτάζω την ντίζα, κομμένη. Άντε να δω τι άλλο θα μου τύχει σκέφτηκα.

Επόμενη στάση στην Vagharshapat. Αυτή είναι μία από τις ιστορικές πρωτεύουσες της Αρμενίας και το κύριο θρησκευτικό κέντρο του αρμενικού λαού με τον καθεδρικό ναό  Etchmiadzin, την πιο σημαντική Αρμενική Αποστολική Εκκλησία, που βρίσκεται στην πόλη ανεπίσημα γνωστή ως "ιερή πόλη". Τα περισσότερα κτίρια μέσα στον "ιερό" περίβολο ήταν ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής σημασίας, με τον καθεδρικό να δεσπόζει πάνω απ' όλα τ άλλα. Ορδές παπάδων περιφερόντουσαν στο χώρο αφού υπήρχε και ιερατική σχολή, όλο δε το σκηνικό ήταν εντυπωσιακό και απέπνεε έναν αέρα υπερβολικής πολυτελείας και χλιδής, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την υπόλοιπη περιοχή, εκτός όπως σας είπα της πρωτεύουσας. Χαρακτηριστικό της κατάστασης ήταν οι δρόμοι μέσα στην πόλη. Φανταστείτε ότι έλειπαν -ή το πιθανότερο είχαν κλαπεί- τα καπάκια των υπονόμων που ήταν στο κέντρο (!) του δρόμου και όχι στις άκρες, με διάμετρο περίπου ενός μέτρου. Ευτυχώς που δεν ήταν βράδυ γιατί μάλλον θα σκοτωνόμασταν αν πέφταμε μέσα. Σταμάτησα από περιέργεια και παρατήρησα μία, διαπιστώνοντας ότι σε βάθος 3-4 μέτρων ήταν γεμάτη σκουπίδια που σήμαινε ότι θα ήταν ανοικτή επί μήνες...

Χαρακτηριστικό της κατάστασης ήταν οι δρόμοι μέσα στην πόλη. Φανταστείτε ότι έλειπαν -ή το πιθανότερο είχαν κλαπεί- τα καπάκια των υπονόμων που ήταν στο κέντρο (!) του δρόμου και όχι στις άκρες, με διάμετρο περίπου ενός μέτρου. Ευτυχώς που δεν ήταν βράδυ γιατί μάλλον θα σκοτωνόμασταν

Αυτή ήταν και η τελευταία εκκλησία που είδαμε γιατί άλλες δεν άντεχα να δω. Στην κυριολεξία τις μπούχτισα. Τόσο στην Γεωργία όσο και στην Αρμενία, πλην μοναστηριών και εκκλησιών, τα υπόλοιπα αξιοθέατα ήταν περιορισμένα. Σε άλλες χώρες τουλάχιστον συναντούσες ενδιαφέροντες ανθρώπους. Εδώ δεν θα το έλεγα... Ας όψεται η κρίση. Βλέπετε το ταξίδι το σχεδίασα με γνώμονα την οικονομία. Σε άλλες εποχές θα πήγαινα μάλλον στην Σκανδιναβία ή στην Γαλλία για μια ακόμη μία φορά, σε ευγενικούς ανθρώπους που σε σέβονται και σε υπολογίζουν.

"Ήτανε στραβό το κλίμα…"

Ρίξαμε μια γρήγορη ματιά στο Gyumri που θεωρείται μια από τις πλέον μελαγχολικές πόλεις παγκοσμίως και γι' αυτό ευθύνεται ο σεισμός του 1988, στον οποίο κατέρρευσαν οι χάρτινες πολυκατοικίες που κατασκευαστήκαν την εποχή του Μπρέζνιεφ, σκοτώνοντας περισσοτέρους από 25.000 ανθρώπους. Ο τότε πρόεδρος Gorbatsev παραδέχτηκε δημόσια ότι είχε κλαπεί το τσιμέντο από τους τσιμεντόλιθους και είχε απομείνει μόνον το χώμα και ζήτησε την βοήθεια των Αμερικανών.

Πριν φθάσουμε στα σύνορα, η άσφαλτος τελείωσε και πέσαμε σε χωματόδρομο. Αλλά τα Pilot 4 της Michelin, σκυλιά. Με βγάλανε ασπροπρόσωπο παρόλο που γι' αυτά ήταν το δεύτερο μεγάλο ταξίδι μετά το περσινό στην Γερμανία και κρίνοντας από την κατάστασή τους σίγουρα θα βγάλουν και τρίτο. Καταπληκτικά! Και λέω σκυλιά γιατί άντεξαν στο επόμενο κομμάτι, αφού εδώ τελείωσε οτιδήποτε ξέρατε περί δρόμων. Αδυνατώ να περιγράψω την κατάσταση. Μόνον στα αθλητικά κανάλια και σε αγώνες Τrial έχετε δει κάτι παρόμοιο. Το ότι καταφέραμε να περάσουμε με μια μηχανή 650 κυβικών φορτωμένη με δυο άτομα και 50 κιλά φορτίο, αποτελεί από μονό του άθλο. Όταν καθίσαμε στην άκρη του δρόμου να ξεκουραστούμε σταμάτησε ένας αγρότης και μας προσέφερε τρία αγγούρια (!) παραγωγής του. Τα σχόλια από μέσα σας...

Επόμενη διανυκτέρευση στην πόλη Akhaltikhe της Γεωργίας. Ξεχασμένη απ' τον Θεό και αυτή, αλλά το κάστρο της ένα από τα ωραιότερα που έχω επισκεφθεί. Ανακαινισμένο στην εντέλεια. Για να μην νομίζετε ότι είμαι σε όλα αρνητικός.

Από εδώ είχαμε δυο επιλογές για να περάσουμε στην Τουρκία. Η μία σε 20 χιλιόμετρα και η άλλη από το Batumi σε 180 και από εκεί επιστροφή μέσω της διαδρομής που ήδη είχαμε κάνει. Εννοείται ότι διαλέξαμε την πρώτη.

Ο Τούρκος τελωνειακός με κοίταξε περίλυπος όταν τον ρώτησα την κατάσταση του δρόμου και η απάντηση του με αποκάρδιωσε αλλά βαρέθηκα να γυρίσω πίσω. Στην αρχή ο δρόμος ήταν άριστος. Φαίνεται ότι δεν κατάλαβε τι τον ρώτησα, σκέφθηκα. Σιγά σιγά ο δρόμος ανηφόριζε με κλίση σαν του μοναστηριού στο Nekresi και ήταν ατέλειωτος. Το λαμπάκι της θερμοκρασίας πάλι άναψε και δεν έλεγε να σβήσει. Σταματώ και πάλι, περιμένω μισή ώρα, κάνω άλλα 10 χιλιόμετρα, ξανανάβει, περιμένω, άλλα 10 και ξανανάβει. Τα νεύρα μου τσατάλια. Και το κερασάκι; Στην κορυφή κόβεται η άσφαλτος, αφού τα έργα έχουν σταματήσει και εγκαταλειφθεί από την προηγούμενη χρονιά και έχει απομείνει το γαρμπίλι μαζεμένο σε βουναλάκια εδώ κι εκεί. Η μηχανή να γλιστράει σαν μεθυσμένη και η Νανά να περπατάει δίπλα μου για χιλιόμετρα. Έχω φρικάρει. Στον κατήφορο ήταν κάπως καλύτερα μέχρι που πιάσαμε άσφαλτο. Η απολύτως τέλεια άσφαλτος. Εθνική οδός! Εμείς όμως κάθε 20 χιλιόμετρα σταματάμε για μισή ώρα και περιμένουμε να κρυώσει ο κινητήρας για να συνεχίσουμε. Ήταν φανερό πλέον ότι υπήρχε σοβαρό πρόβλημα. Παίρνω τηλέφωνο τον μηχανικό μου τον Περικλή στο συνεργείο του Γκινοσάτη να μου πει την γνώμη του. Α, ρε Περικλή τι τραβάς με μένα που έμπλεξες. Θερμοστάτης μου λέει το πιθανότερο. Βγαλ' τον, θα κόλλησε. Βρίσκω ένα βενζινάδικο και σε μια σκιά αρχίζω να λύνω την μηχανή. Έχετε βγάλει ποτέ φαίρινγκ; Και αυτά τα βγάλαμε και την μισή μηχανή λύσαμε, που λέει ο λόγος, για να φτάσω στον θερμοστάτη με την γυναίκα μου να κάνει χρέη νοσοκόμας στο χειρούργο. Πιάσε το δεκαράκι, φέρε το σταυροκατσάβιδο και πάει λέγοντας. Τελικά τον έβγαλα, αλλά η φωλιά του ήταν χτισμένη από τα άλατα του κάκιστου αντιψυκτικού που έβαλα από το βενζινάδικο της γειτονιάς. Ξεκινήσαμε. Σε 20 χιλιόμετρα, τσουπ το φωτάκι ξανάναψε. "Καντήλια", ημίωρο διάλλειμα και πάμε...

Με αυτό τον τρόπο φθάσαμε στο Erzurum. Ανεβάζουμε τα πράγματα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που είχαμε κλείσει, αλλά internet γιοκ. Και εγώ το χρειαζόμουν σαν τρελός. Αλλαγή ξενοδοχείου στα γρήγορα και ευτυχώς το άλλο ήταν απέναντι. Ψάχνω για συνεργείο μοτοσυκλετών της Honda,δεν εμφάνιζε τίποτε. Ψάχνω για γενικό συνεργείο,πάλι τίποτα. Δεν είναι δυνατόν σκέφτηκα. Η πόλη έχει 400.000 κατοίκους. Κάποιο θα υπάρχει. Μπα, τίποτα. Την άλλη μέρα το πρωί πηγαίνω στο συνεργείο αυτοκινήτων της Honda. Με το που έφθασα το προσωπικό, που δεν είχε πιάσει ακόμα δουλειά, με καλωσόρισε και συγχρόνως με ενημέρωσε ότι το κοντινότεροι συνεργείο μηχανών ήταν στην Σαμψούντα σε 680 χιλιόμετρα και στην πόλη δεν υπάρχει κανένα αφού κανείς δεν έχει μηχανή. Οι άνθρωποι είδαν την τρομερή απογοήτευση στα μάτια μου αφού στιγμιαία μου πέρασαν απ' το μυαλό τα 2.500 χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι μας και το ερώτημα "τώρα τι κάνουμε;" Κάτι είπαν μεταξύ τους και μου ανακοίνωσαν: Θα στην φτιάξουμε εμείς. Από τους πιο συστηματικούς μηχανικούς που έχουν βάλει χέρι στη μηχανή μου. Φέρανε δίπλα τον κυλιόμενο πάγκο και κάθε βίδα την έβαζαν σε ξεχωριστό κουτάκι αφού μελετούσαν πολύ προσεκτικά κάθε τι που έλυναν. Τελικά αφαίρεσαν το ψυγείο. Φυσάνε, τίποτα. Ήταν τελείως βουλωμένο. Μας προσέφεραν τσάι και μας στείλανε βόλτα να δούμε τα αξιοθέατα της πόλης τους μέχρι να το ξεβουλώσουν με χημικά. Η πόλη ήταν αντικειμενικά πλούσια, αλλά εκτός από ένα ιστορικό τζαμί που είχε μετατραπεί σε μουσείο δεν είχε κάτι άλλο να επιδείξει. Όταν μετά από τρεις ώρες επιστρέψαμε, η μηχανή ήταν συναρμολογημένη και έτοιμη για να συνεχίσουμε. Πλήρωσα 150 ευρώ που μπορεί να μου φάνηκαν πολλά (ήταν;), αλλά ας είναι καλά οι άνθρωποι (στην Σερβία μου είχαν χρεώσει 100 ευρώ για δύο μπουζί!). Πάντως πριν από δέκα χρόνια λεφτά δεν θα μου παίρνανε...

"Άριστη" εξυπηρέτηση

Επόμενη στάση στην πόλη Sivas. Την αρχαία Σεβάστεια. Ψάχνοντας για ξενοδοχείο παρκάρω μπροστά από τρία που ήταν κολλητά μεταξύ τους. Πάω στο πρώτο και ο αγενέστατος ρεσεψιονίστ μου δείχνει το μετριότατο δωμάτιο ζητώντας μου γύρω στα 50 ευρώ. Του ζητάω μια καλύτερη τιμή, αρνείται και επιδεικτικά μου γυρίζει την πλάτη. Δεν μίλησα γιατί όταν είμαι κουρασμένος και εκνευρισμένος δεν ξέρω τι λέω και τι κάνω. Πάω στο διπλανό του οποίου η ρεσεψιόν ήταν στο δεύτερο όροφο. Τον ρωτώ και του λέω χαρακτηρίστηκα: "Θέλω δωμάτιο για μια νύχτα και δυο άτομα. Έχετε"; Βεβαίως μου απαντάει και μου το δείχνει, για 30 ευρώ. Κατεβαίνω φορτωνόμαστε τα 50 κιλά των βαλιτσών και ανεβαίνουμε. Με το που με βλέπει η πρώτη του κουβέντα ήταν: "Θέλω 50 ευρώ, έκανα λάθος νόμιζα ότι ήσουν μόνος σου". Κατάλαβα ότι είχε πέσει τηλέφωνο από το διπλανό. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και ξέσπασα. Άρχισα να κατεβάζω καντήλια και λοιπά γαλλικά ουρλιάζοντας κατεβαίνοντας την σκάλα. Δεν βαριέσαι, σκέφτηκα, θα πάω στο διπλανό. Όντως πηγαίνω και μου ανακοινώνουν ότι ήταν γεμάτο. Η περιοχή είχε πολλά ξενοδοχεία.

Σε όποιο κι αν πήγα μου δήλωναν γεμάτο, αφού θα είχαν πέσει τα σχετικά τηλεφωνήματα. Εν τω μεταξύ νύχτωσε και άρχισε να βρέχει. Κάπου έπρεπε να μείνουμε. Ρωτώ που βρίσκεται και πηγαίνω στο ακριβότερο ξενοδοχείο της πόλης. Πέντε αστέρων. Με το που με βλέπουν μου δηλώνουν κατευθείαν, γεμάτο. Ψέματα μου λες, λέω στον ρεσεψιονίστ. "ΝΑΙ" μου απαντάει θρασύτητα. Με την βροχή άρχισε και το μποτιλιάρισμα και 'μεις αρχίσαμε να μουσκεύουμε. Τελικά σταματάω σ ένα βενζινάδικο βάζω βενζίνη και ζητώ από τον υπάλληλο τον κωδικό του internet για να επικοινωνήσουμε με τα παιδιά μας. Κοιτάζω το GPS,η επόμενη πόλη μετά από 200 χιλιόμετρα. Κλείνω ξενοδοχείο καλού κακού και πάμε να ξεκινήσουμε. Βάζω μπρος, φώτα τίποτα! Εκεί τρελάθηκα. Όλα λειτουργούσαν πλην των κεντρικών φώτων. Άντε λύσε τα μισά πλαστικά μέχρι να φτάσεις στην λάμπα. Αν υπάρχει Θεός, κάηκε η Xenon. Ευτυχώς είχα μια κοινή μαζί μου και την αντικατέστησα. Οι άνθρωποι του βενζινάδικου ήταν ευγενέστατοι, μας προσέφεραν τσάι και χώρο για να ακουμπήσουμε τα πράγματα μας και με νοήματα προσπάθησαν να μας αναπτερώσουν το ηθικό. Ευτυχώς υπάρχουν και καλοί άνθρωποι. Ξεκινήσαμε κατά τις 12. Η βροχή σταμάτησε αλλά η θερμοκρασία έπεσε στους 5 βαθμούς. Τρέμαμε. Παρόλο που ο δρόμος και η σήμανση του άγγιζε την τελειότητα η οδήγηση ήταν μαρτυρική, αφού τα αντιθέτως ερχόμενα αυτοκίνητα δεν έκλειναν τους προβολείς τους και σε τύφλωναν. Οι κεραυνοί γύρω μας έπεφταν αμέτρητοι και το τοπίο φάνταζε εφιαλτικό. Τελικά φθάσαμε στο Tokat. Το ξενοδοχείο ήταν από τα χειροτέρα που έχω μείνει, η ώρα είχε πάει τρεις και εμείς θεονήστικοι από το πρωί. Ευτυχώς βρήκα ένα φούρνο που μόλις είχε βγάλει τα πρωινά κουλούρια και βολευτήκαμε. Με το που μπήκα στο ξενοδοχείο, άνοιξαν οι ουρανοί. Η πόλη πλημμύρισε και το νερό ξεπέρασε σε δευτερόλεπτα το μισό μέτρο. Δέκα λεπτά αν είχαμε καθυστερήσει δεν ξέρω τι θα είχαμε απογίνει.

Το ξενοδοχείο στην Άγκυρα την επόμενη ήταν κορυφαίο. Επειδή ως γνωστό το GPS έχει δικό του τρόπο σκέψης, μέχρι να το βρούμε περιδιαβήκαμε την μισή πρωτεύουσα. Τέλεια, απόλυτα ευρωπαϊκή. Η Τουρκία έχει αλλάξει. Τεραστία εργοστασιακά συγκροτήματα, χιλιάδες νταλίκες να μεταφέρουνε αυτοκίνητα σαν το δικό μου Clioκαι όλα τα αυτοκίνητα των κατοίκων ολοκαίνουργια. Ο κόσμος φαινόταν ότι ευημερούσε. Το έδειχνε και ήταν χαρούμενος. Τι κι αν μερικοί συμπατριώτες μου λένε ότι η οικονομία της είναι φούσκα σαν την δική μας και θα σκάσει. Πώς να σκάσει όταν έξω από κάθε πρωτεύουσα νομού υπήρχε μια τεραστία βιομηχανική περιοχή με υπερσύγχρονα εργοστάσια; Όσα δεν φτάνει η αλεπού...Όμως άλλαξε και η νοοτροπία των ανθρώπων. Δεν έγιναν Βούλγαροι και Γεωργιανοί, αλλά όπως ήτανε δεν είναι. Σίγουρα το χρήμα χαλάει τον άνθρωπο.

Την επόμενη φτάσαμε Κωνσταντινούπολη όπου μείναμε για δυο μέρες. Ίσως ήταν η 15ηφορά για μας στην βασιλεύουσα, που ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία επάνω μου. Και εδώ διαπίστωσα μια από τα ίδια. Ευχαριστημένους ανθρώπους. Ανθρώπους που διοικούνται από σοβαρούς και έμπειρους πολιτικούς και όχι από ένα τσούρμο ερασιτέχνες του αμφιθέατρου και των καταλήψεων.

Μετά από σχεδόν ένα μήνα, φτάσαμε επιτέλους σπίτι μας. Παρά το γεγονός ότι ήταν ένα φθηνό ταξίδι, ό,τι γλύτωσα το πλήρωσα στους γιατρούς και τους φυσιοθεραπευτές. Σίγουρα δεν ήταν από τα καλύτερά μας, αλλά οι μπαταρίες μας γέμισαν. Ας μην είμαστε αχάριστοι. Άντε και του χρόνου να 'μαστε καλά!

 

Κείμενο: Μιχάλη & Αθηνάς Παπαδάκου  φωτό: των ιδίων

Διαβάστε το 'Α Μέρος