Ariel Ace 1200 V4

Σοβαρή διασκέδαση
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

16/8/2017

Triumph, Norton, Metisse, Hesketh, Brough Superior και τώρα η Ariel. Η αναβίωση των βρετανικών μοτοσυκλετιστικών εταιρειών του χθες συνεχίζεται, με ένα ακόμη μοντέλο να φέρει το λογότυπο μιας ιστορικής –made in England- φίρμας, με τη μορφή του άρτι αποκαλυφθέντος Ariel Ace 1200 V4

 

Στην πραγματικότητα όμως, η Ariel είχε κάνει την επιστροφή της πριν από 15 χρόνια με το ντεμπούτο του Ariel Atom το 1999, ένα διθέσιο αγωνιστικό αυτοκίνητο που θεωρήθηκε σημείο αναφοράς για την επιτάχυνση και την συμπεριφορά του ανάμεσα σε οτιδήποτε διαθέτει τέσσερις τροχούς. Μέχρι στιγμής, 1800 φανατικοί και ικανοποιημένοι πελάτες έγιναν ιδιοκτήτες του, με τον καθένα τους να διαθέτει ένα μοναδικό, κατά παραγγελία φτιαγμένο, αυτοκίνητο που όμοιό του δεν υπάρχει στον κόσμο. Ο ειδικός επί των μοτοσυκλετών και αυτοκινήτων, Jay Leno, λέει ότι είναι το αγαπημένο του όχημα μέσα από το τεράστιο γκαράζ του κι αυτά είναι τα καλύτερα εύσημα που μπορούν να αποκομίσουν οι 19 εργαζόμενοι της Ariel Motor Co. στο Crewkwerne, με ιδιοκτήτη τον Simon Saunders. Με την παγκόσμια επιτυχία του Atom, η Ariel έχει ένα εξασφαλισμένο μέλλον, αν και η συνολική παραγωγή είναι μόλις 100 αυτοκίνητα το χρόνο, ένα γεγονός που συντηρεί την ιδιαιτερότητα και την αξία σε πολύ υψηλό επίπεδο.

Ο εξηντάχρονος Saunder, είναι ένας πρώην σχεδιαστής των GM, Porsche και Aston Martin με ακαδημαϊκή καριέρα και πάθος για τις μοτοσυκλέτες, όπως μαρτυρά και το πλάνο του για την απόκτηση του ονόματος της Ariel πριν από 15 χρόνια με σκοπό να το βάλει πάνω στο αυτοκίνητο που κατασκεύασε ένας φοιτητής του στο πανεπιστήμιο του Coventry και να το λανσάρει στην αγορά. "Το σχέδιό μου ήταν πάντοτε το να εξελίξω μια μοτοσυκλέτα Ariel", λέει ο Saunders. "Το Atom ήταν ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, για να δημιουργηθούν τα κέρδη και οι βιομηχανικές σχέσεις ώστε να επιτευχθεί ο στόχος." Ο πιο σημαντικός δεσμός που αναπτύχθηκε ήταν αυτός με την Honda, η οποία προμήθευσε την εταιρεία με τον κινητήρα του Civic Type R για το Atom. Γι' αυτό η καινούργια μοτοσυκλέτα Ace της Ariel χρησιμοποιεί τον V4-76° κινητήρα με διαστάσεις 81x60mm από το Honda VFR1200F, με απόδοση 173 ίππων στις 10.000 στροφές. Αυτή η κίνηση είναι αντίθετη με την συνήθη πολιτική του ιαπωνικού γίγαντα να μην προμηθεύει με κινητήρες άλλους κατασκευαστές, γεγονός που μαρτυρά τον σεβασμό απέναντι στην Ariel. "Νομίζω ότι το γεγονός πως το Atom είναι ένα ακραίο προϊόν που ποτέ δεν θα έφτιαχνε η Honda, που αποδείχθηκε όμως πολύ επιτυχημένο με τον κινητήρα της, είναι αυτό που τους έπεισε να μας προμηθεύσουν κινητήρες για το Ace", λέει ο Saunders.

Με γνώμονα την μοναδικότητα

Έτσι, η Ariel Motor Company ανακοίνωσε την παρουσίαση της νέας Ace στο φεστιβάλ του Goodwood και μου ζήτησε να την οδηγήσω για λογαριασμό τους στην διαδρομή του Lord March για το ετήσιο πάρτι. Πριν όμως από αυτή τη διαδρομή του 1,6 χιλιομέτρου μπροστά σε 180.000 θεατές, είχα ήδη επισκεφθεί το εργοστάσιο όντας ο πρώτος εκτός εταιρείας που οδήγησε το πρωτότυπο Ace σε πραγματικές συνθήκες, συμβάλλοντας με τις παρατηρήσεις μου στο πρόγραμμα του R&D, με το περίεργο πλαίσιο και το girder πιρούνι καμουφλαρισμένα από τα περίεργα βλέμματα.

To Ace είναι η πρώτη νέα μοτοσυκλέτα της Ariel τα τελευταία 50 χρόνια, συνεχίζοντας μια ιστορία γεμάτη με καινοτομίες που ξεκίνησε το 1870 και περιλαμβάνει ριζοσπαστικά ποδήλατα, ένα V8 GP αυτοκίνητο και το πατεντάρισμα των ακτινωτών τροχών (ναι, είναι αλήθεια, η Ariel "εφέυρε" τον τροχό!). Τον τελευταίο αιώνα, η Ariel ήταν γνωστή για τις πρωτοποριακές μοτοσυκλέτες της όπως το τετρακύλινδρο Ariel Square-5 με 500, 600 και τελικά 1.000 κυβικά, τον πανάλαφρο, μονοκύλινδρο κινητήρα HP5 με τον οποίο ο Sammy Miller Κυριάρχησε στα Trial για πάνω από μια δεκαετία, και τα δίχρονα Arrow και Leader με τα πρεσαριστά, ατσάλινα πλαίσια. Το νέο Ace ενισχύει την παράδοση της Ariel στο σχεδιασμό μοτοσυκλετών εκτός της πεπατημένης και ο Saunders σκοπεύει να φτιάξει 100 μονάδες το χρόνο με τιμή που θα ξεκινά από τις 20.000 λίρες (27.215 ευρώ).

Όπως όμως συμβαίνει και με το Atom, χάρη στο μοναδικό σύστημα παραγγελιών που δεν το συναντάμε πουθενά αλλού σε μοτοσυκλέτες παραγωγής και που επιτρέπει σε κάθε μοτοσυκλέτα να κατασκευάζεται ακριβώς όπως τη θέλει ο ιδιοκτήτης της, καμία Ace δεν θα είναι ίδια με μια άλλη. Αυτό θα επιτρέψει στην Ariel να προσφέρει την Ace σε διάφορες εκδόσεις, από χαμηλό cruiser, μέχρι streetfighter, roadster και sport –όλες με το ίδιο πλαίσιο και κινητήρα, αλλά με ξεχωριστά χαρακτηριστικά μέσω μιας μακράς λίστας επιλογών. Μέσα εκεί περιλαμβάνονται το μοντέρνο girder πιρούνι της Ariel ή το συμβατικό πιρούνι της Ohlins, η διαφορετική τοποθέτηση των ρυθμιζόμενων μαρσπιέ και μανετών, συν οι διαφορετικές σέλες –με ή χωρίς σέλα συνεπιβάτη- που προσφέρουν και διαφορετικό ύψος. Θα υπάρχει μια μεγάλη γκάμα επιλογών για το τιμόνι, το σχήμα και το μέγεθος του ρεζερβουάρ, τους τροχούς, την εξάτμιση και το κοστούμι, καθώς και για τα χρώματα, τα τελειώματα και τα υλικά, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται πως κάθε μοτοσυκλέτα Ace θα είναι μοναδική, κομμένη και ραμμένη στα γούστα του εκάστοτε πελάτη. "Οι μοτοσυκλετιστές διακατέχονται από αληθινό πάθος για τις μοτοσυκλέτες τους", λέει ο Simon Saunders. "Θέλουν να είναι ξεχωριστές και να είναι η δική τους μοτοσυκλέτα κι όχι απλώς μια ακόμη που μοιάζει με εκατοντάδες ή χιλιάδες άλλες. Η συνήθης διαδικασία είναι να αγοράσεις μια στάνταρ μοτοσυκλέτα και μετά να προσθέσεις διάφορα εξαρτήματα για να την μεταμορφώσεις σε αυτό που θέλεις να είναι. Με την Ace, όμως, η μοναδικότητα συμπεριλαμβάνεται στην παραγωγή της και η κάθε μία θα είναι ξεχωριστή όπως ο ιδιοκτήτης της."

Για τον πραγματικό κόσμο

Στον σχεδιασμό της Ace ο Saunders αποφάσισε, σε ό,τι αφορά την απόδοση, να απευθύνεται στον μέσο αναβάτη, αντί στους κατέχοντες μεγάλη εμπειρία όπως συμβαίνει με το κοινό του Atom. "Εξετάσαμε το ενδεχόμενο να φτιάχναμε ένα ξεχωριστό, πανάλαφρο superbike, αλλά αυτά που ήδη υπάρχουν απέχουν παρασάγγες από τις ικανότητες των περισσότερων αναβατών, οπότε πήραμε την απόφαση να κατασκευάσουμε μια πραγματικά γρήγορη μοτοσυκλέτα δρόμου αντί για ένα εργαλείο για τα track days, που θα είναι εύκολη στην οδήγηση και εντός των δυνατοτήτων της πλειοψηφίας των αναβατών", μας είπε. "Το ρητό μας είναι Σοβαρή Διασκέδαση και αυτές οι δύο λέξεις περιλαμβάνουν ακριβώς αυτό που είναι η Ace." Αυτό συνεπάγεται ότι το Ariel V4 προσφέρει άνεση και απόδοση ικανή για τις πραγματικές συνθήκες, γι' αυτό και ανακοινώνονται επιδόσεις της τάξης 265 χιλιομέτρων την ώρα για την τελική ταχύτητα και 3,4 δευτερόλεπτα για τα 0-100km/h. Ενώ διατηρήθηκε το πακέτο του ψεκασμού PGM-FI της Honda, η χαρτογράφηση έγινε με τις προδιαγραφές της Ariel, αν και η συνολική απόδοση είναι παρόμοια με του Honda VFR1200F στους 173 ίππους στις 10.000 και με 13,3 χιλιογραμμόμετρα στις 8.750 στροφές. Το traction control και το συνδυασμένο ABS της Nissin που έχει το Honda, συμπληρώνουν το πακέτο των ηλεκτρονικών βοηθημάτων.

Ένας σημαντικός παράγοντας στον αντίκτυπο που δημιουργεί η Ace είναι ο υπέροχος, ξεχωριστός ήχος του V4 που απελευθερώνουν τα διάφορα συστήματα των εξατμίσεων που προσφέρει η Ariel ως επιλογή στους πελάτες της, κάνοντας το Ace εξίσου μοναδικό στο άκουσμα όσο και στην εμφάνιση. Πατώντας τον διακόπτη της μίζας απελευθερώνεται ένα υπέροχο, άρρυθμο μπουμπουνητό από τον V4 κινητήρα, που ποτέ δεν ακούστηκε τόσο επιθετικό ή θυμωμένο σε κάποιο Honda. Προφανώς περνάει τις προδιαγραφές ήχου στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως λέει ο Saunders, κάτι που είναι θετικό για όσους έχουν ευαίσθητο μηχανολογικά αυτί –μπαίνεις στον πειρασμό να κατεβάσεις μια ή δύο σχέσεις μόνο και μόνο για να ακούσεις τον ήχο. Είναι συναρπαστικός.

Όλα τα χιλιόμετρα που έκανα με το πρωτότυπο Ace ήταν πάνω στη σέλα μιας έκδοσης Cruiser με το girder πιρούνι, το οποίο είναι φτιαγμένο από αλουμινένια κομμάτια. Χάρη, εν μέρει, στο γεγονός ότι την συμπίεση την αναλαμβάνει ένα ειδικά εξελιγμένο αμορτισέρ TTX της Ohlins, η συγκεκριμένη ανάρτηση δείχνει ότι έχει καλύτερη λειτουργία ακόμη και από κάποιο ακριβό, τηλεσκοπικό πιρούνι της σουηδικής εταιρείας, κυρίως λόγω των μειωμένων στατικών τριβών στους πάνω και κάτω βραχίονες. Δεν είναι σύμπτωση ότι ο John Britten είχε επιλέξει ένα παρόμοιο σχεδιασμό για το αγωνιστικό V-1000, ενώ και στην πράξη η οδήγηση του Ariel Ace θυμίζει πολύ το Britten. Υπάρχει η ίδια αίσθηση ότι κρατάς τον μπροστινό άξονα στα χέρια σου, έτσι ώστε λαμβάνεις μια ξεκάθαρη και απόλυτη πληροφόρηση από το μπροστινό Dunlop D218. Μάλιστα, έχεις και την μοναδική οπτική να βλέπεις το πάνω μέρος του girder να ανεβοκατεβαίνει καθώς περνάς πάνω από σαμαράκια με το Ariel, όχι μόνο για να σου θυμίσει σου ότι οδηγείς μια μοναδική μοτοσυκλέτα, αλλά και ως μια επιπλέον επιβεβαίωση για το πόσο καλά απορροφά η ανάρτηση τις ανωμαλίες χωρίς καν να το αντιλαμβάνεσαι.

Πάντως, η πίσω ανάρτηση της Ace ήταν λιγότερο αποτελεσματική στο πρωτότυπο που οδήγησα, το οποίο όπως όλες οι εκδόσεις χρησιμοποιούσε το στιβαρό μονόμπρατσο ψαλίδι με μοχλισμό τύπου Pro Link, σε συνδυασμό με το αμορτισέρ της Showa που "φορά" το VFR1200F. Το ειδικά εξελιγμένο για την Ariel Ohlins TTX36 δεν είχε φτάσει ακόμη στο εργοστάσιο όταν το οδήγησα αλλά κρίνεται απολύτως απαραίτητο λόγω των 38 λιγότερων κιλών που ζυγίζει το Ace (229kg πλήρες υγρών, χωρίς καύσιμο) σε σχέση με το Honda. Αυτό σημαίνει ότι το Showa ήταν πολύ σκληρό για το Ace, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ταλαντώσεις και αναπηδήσεις του πίσω τροχού σε οριακές καταστάσεις πάνω από μερικά πολύ άσχημα σαμαράκια στους δρόμους γύρω από το εργοστάσιο της Ariel, κάτι που Ohlins θα το έλυνε οριστικά. Η εξαιρετική πρόσφυση από τα ελαστικά της Dunlop έφερε επίσης στην επιφάνεια τα θέματα με την απόσταση από το έδαφος, με τα πολύ χαμηλά τοποθετημένα και μακριά μαρσπιέ, τα οποία πρέπει να μικρύνουν σε μήκος και να τοποθετηθούν ψηλότερα, ακόμη και στην έκδοση Cruiser. Το ότι το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό μπορεί να αλλάξει με εκατομμύρια διαφορετικές θέσεις, αποτελεί κι αυτό μια λύση. Επίσης, η αφράτη σέλα ήταν απίστευτα φιλόξενη και η όρθια θέση οδήγησης, χάρη στο ίσιο και πλατύ τιμόνι που εδράζεται σε καβαλέτα στην κορυφή του επάνω μέρους της ανάρτησης, ήταν απόλυτα χαλαρωτική.

H Ariel επέλεξε να κάνε τα πράγματα διαφορετικά επιστρέφοντας στην αγορά με μια ολοκληρωτικά ριζοσπαστική και μοντέρνα εναλλακτική

Ξεχειλίζει από ποιότητα

Πράγματι, η συνολική συμπεριφορά του Ariel Ace χαρακτηρίζεται από μια ευελιξία και μια σβελτάδα μεγαλύτερη απ' ό,τι περίμενα από μια μοτοσυκλέτα με μεταξόνιο 1.563 εκατοστών. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στην γεωμετρία, αλλά το υπόλοιπο το χρωστάει στην αρχιτεκτονική της που συγκεντρώνει τις μάζες χωρίς να μεγαλώνει το πλάτος, χάρη στον V4 κινητήρα. Πραγματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το νέο Ariel είναι η "μυώδης" μοτοσυκλέτα στην οποία παρακαλούσε αυτός ο δυνατός κινητήρας να φορεθεί για πολλά χρόνια. Ένα πακέτο που επιτρέπει στις αδιαμφισβήτητες επιδόσεις και στην ελαστικότητα της απόδοσης να γίνουν πλήρως εκμεταλλεύσιμες σε μια γρήγορη, άνετη και ιδιαίτερη μοτοσυκλέτα, με εκρηκτική επιτάχυνση και σαγηνευτική οδήγηση. Ω, με συγχωρείτε κυρίες μου –είναι επίσης ιδανικό για εκπροσώπους του αντίθετου φύλου, επίσης, χάρη στην δυνατότητα αλλαγής της τοποθέτησης της σέλας για οποιοδήποτε σωματότυπο.

Το καλύτερο απ' όλα όμως είναι ο τρόπος που μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις υπέροχες εξαέμβολες, ακτινικές δαγκάνες της Nissin –η επιλογή του Troy Corser- φρενάροντας αργά και βαθιά μέσα στη στροφή και ταυτόχρονα να νιώθεις το μπροστινό να καταπίνει τις ανωμαλίες του δρόμου ακόμη και υπό κλίση, χωρίς ίχνος ταλαντώσεων έστω κι αν στρίβεις με ταχύτητες που θα ταίριαζαν σε αγωνιστικό ρυθμό. Η ελαφριά πίεση με ένα δάχτυλο στη μανέτα, για να κόψεις λίγο ταχύτητα πριν την είσοδο μιας στροφής, δεν σηκώνει το Ace ούτε το κάνει να υποστρέφει, αλλά αντιθέτως το βοηθά να διατηρήσει τη γραμμή του όντας απόλυτα προβλέψιμο. Αυτή η εκπληκτική ικανότητα επιβράδυνσης σε μια τόσο γρήγορη μοτοσυκλέτα που παρέχει το πακέτο Nissin με το απενεργοποιούμενο ABS που έχει επιλέξει η Ariel, είναι άλλο ένα από τα κορυφαία χαρακτηριστικά της. Οι δύο ακτινικές δαγκάνες που συνδυάζονται με δίσκους 320mm σταματούσαν το πρωτότυπο Ariel από την τελική του με μπόλικη αίσθηση και ελεγχόμενο δάγκωμα, εμπνέοντας τόνους εμπιστοσύνης, δίχως σημαντικό βύθισμα από το μπροστινό. Υπάρχει ακόμη περίσσευμα διαδρομής από το girder πιρούνι για να σε κάνει να νιώσεις ότι πράγματι φρενάρεις, αλλά δεν μεταφέρει αυτή την φλατ και αποκομμένη αίσθηση που έχουν μοτοσυκλέτες με εναλλακτικά μπροστινά συστήματα όπως η Bimota Tesi, ενώ το πιο σημαντικό είναι ότι δεν υπάρχουν οι αναπηδήσεις και οι "πρωτοβουλίες" που έπαιρνε το μπροστινό του Tesi, ειδικά όταν φρενάρεις βαθιά μέσα στην στροφή. Ο στόχος επετεύχθη σε ό,τι αφορά την άψογη συμπεριφορά του Ace.

Αντίθετα με τους αναγεννημένους, Βρετανούς, ανταγωνιστές όπως η Norton ή ακόμη και η Triumph, η Ariel επέλεξε να κάνε τα πράγματα διαφορετικά επιστρέφοντας στην αγορά με μια ολοκληρωτικά ριζοσπαστική και μοντέρνα εναλλακτική, με υψηλές επιδόσεις και κορυφαίο σχεδιασμό. Ακολουθεί τα χνάρια του Atom, του οποίου η εμπορική επιτυχία έδωσε αυτή τη δυνατότητα –αυτό ήταν κάτι γενναίο και πολύ… Ariel!

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Ariel Ace V4 1200

Κατασκευαστής:

Ariel Motor Co.

  
 
 

Μεταξόνιο (mm):

1.541

Ύψος σέλας (mm):

825

Ίχνος (mm):

 

  

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Αλουμινένιο κατεργασμένο σε CNC

Βάρος (Kg):

229 χωρίς βενζίνη

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

15 (προαιρετικά 21,3)

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, τετρακύλινδρος V76o υγρόψυκτος, με 2EEK και 4Β/Κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

81 x 60

Χωρητικότητα (cc):

1.237

Σχέση συμπίεσης:

12:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

173/10.000

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός ride by wire, σώματα 44mm

Σύστημα εξαγωγής:

4 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός πολύδισκος

Σχέσεις ταχυτήτων:

έξι

Τελική ματάδοση:

Άξονας

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ένα αμορτισέρ Ohlins με μοχλικό ProLink, μονόμπρατσο ψαλίδι

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

6,00 x 17 BST από ανθρακονήματα

Ελαστικό:

190/55ZR17 Dunlop Sportsmart

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 276mm με δαγκάνα Nissin με δυο έμβολα, ABS

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Αλουμινένιο αρθρωτό – girder – με ένα αμορτισέρ Ohlins

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

-/-

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,50 x 17 BST από ανθρακονήματα

Ελαστικό:

120/70ZR17 Dunlop Sportsmart

ΦΡΕΝΟ

Δύο δισκόφρενα 320mm με ακτινικές δαγκάνες έξι εμβόλων Nissin και ABS

   

 

 

 

 

 

MotoGP: Η KTM διέκοψε ένα σερί 47 ετών! 1973-2020: König 500GP η τελευταία που νίκησε Ιάπωνες και Ιταλούς!

Kim Newcombe το μεγαλύτερο «ΑΝ» της αγωνιστικής ιστορίας
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

14/8/2020

Στον αγώνα του Brno η KTM σταμάτησε ένα σερί που κρατούσε 47 ολόκληρα χρόνια από το 1973: Μία μοτοσυκλέτα που δεν είχε φτιαχτεί από Ιάπωνες ή Ιταλούς κέρδισε την κορυφαία κατηγορία των GP. Τελευταία φορά που συνέβη αυτό, ήταν στην τότε Γιουγκοσλαβία, το 1973, όταν η König 500 GP πήρε την πρώτη της νίκη και βγήκε συνολικά δεύτερη εκείνη την σεζόν μπροστά από την MV Agusta του Giacomo Agostini. Ασχέτως με την υπόλοιπη αγωνιστική πορεία της KTM από εδώ και πέρα, το γεγονός παραμένει πως το σερί αυτό σταμάτησε να μετρά και μηδένισε μετά από 47 ολόκληρα χρόνια.

Ποια ήταν η θρυλική König

Για να πεις την ιστορία της König 500GP, πρέπει να πεις την ιστορία του Kim Newcombe του αναβάτη της. Στην συγκεκριμένη περίπτωση αναβάτης και μοτοσυκλέτα δεν είναι δύο παράλληλες ιστορίες, αλλά μία και μόνο, με τους δυο τους να γεννιούνται και να πεθαίνουν μαζί! Στους αγώνες δεν υπάρχουν «ΑΝ», κανείς δεν εξετάζει τι θα μπορούσε να γίνει παρά μόνο στο μεσοδιάστημα μετά τον αγώνα και πριν αρχίσει ο επόμενος. Από εκεί και πέρα μετρούν οι αριθμοί, οι βαθμοί, η στατιστική και μένει το αποτέλεσμα. Ωστόσο αν δει κανείς την μοτοσυκλετιστική ιστορία ως ένα σύνολο, τότε θα ανακαλύψει πως είναι γεμάτη με «ΑΝ» και η περίπτωση του Kim Newcombe και της König από τα μεγαλύτερα που έχουν υπάρξει ποτέ!

Ευκαιρία να την ξανά θυμηθούμε απολύτως συμπυκνωμένα και περιληπτικά, με αφορμή το σερί που σταμάτησε να μετρά με την πρώτη νίκη της ΚΤΜ στην ιστορία των Grand Prix αγώνων μοτοσυκλέτας.

Το 1944 γεννιέται στην Νέα Ζηλανδία ο Kim Newcombe, παντρεύεται την Janeen, τον πρώτο του έρωτα ενώ είναι ακόμη έφηβοι και οι δύο, και μετακομίζουν στην Αυστραλία, γιατί από εκεί κατάγεται η Janeen και οι ευκαιρίες για τον Kim να γίνει οδηγός αγώνων είναι καλύτερες. Ο Kim κερδίζει συνέχεια στους αγώνες motocross και πάντα με παλιές μοτοσυκλέτες που τις συντηρεί ο ίδιος με μεταχειρισμένα ανταλλακτικά, κάνοντας διάφορες δουλειές για να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Ένα από αυτά που κάνει για να φτάσει πιο κοντά στους αγώνες μοτοσυκλέτας, είναι να τρέχει στο νερό και να επισκευάζει αγωνιστικά σκάφη που είναι πιο δημοφιλή από τις μοτοσυκλέτες εκείνη την εποχή. Ένα από αυτά τα ταχύπλοα έχει κινητήρα έναν δίχρονο König που κατασκευάζεται στο Βερολίνο. Είναι οι καλύτεροι δίχρονοι κινητήρες για ταχύπλοα την εποχή με τον Kim να αναγνωρίζει την τεράστια τεχνολογική τους υπεροχή και να ξυπνά μέσα του η επιθυμία να γνωρίσει τον άνθρωπο που τον σχεδίασε. Πιέζοντας τον αντιπρόσωπο της Αυστραλίας καταφέρνει να συναντηθεί με τον ιδιοκτήτη της König, τον Dieter που κι αυτός με την σειρά του αμέσως εκτιμά τον Kim και τον παίρνει μαζί του στην Γερμανία για να αναλάβει ως μηχανικός το πρωτάθλημα ταχυπλόων.

Το επόμενο διάστημα εξελίσσει τους δίχρονους κινητήρες για τα ταχύπλοα και η γερμανική εταιρεία εξαπλώνεται με βασικά χαρακτηριστικά την απόδοση και την αξιοπιστία, μέχρι που ο Kim ανακαλύπτει στις αποθήκες έναν δικό τους κινητήρα τοποθετημένο σε πλαίσιο μοτοσυκλέτας που είχε κατασκευάσει ειδικά, ένας Γερμανός αναβάτης, παρατώντας το εγχείρημα έπειτα από ατύχημα. Στην König υπάρχει και άλλος μηχανικός με αγάπη στις μοτοσυκλέτες συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Dieter και αποφασίζουν να συνεχίσουν το εγχείρημα με βασικό κίνητρο την αγάπη του Kim για τους αγώνες. Ο Kim θα αναλάμβανε να είναι ο μηχανικός και βρίσκουν και έναν νεαρό Γερμανό αναβάτη για να κατέβουν στα GP. Τα προβλήματα που έχουν να λύσουν για να κάνουν έναν κινητήρα για βάρκες να δουλέψει σε μοτοσυκλέτα είναι άπειρα. Καταρχήν μιλάμε για έναν τετρακύλινδρο κινητήρα τύπου Boxer που αποφάσισαν να τοποθετήσουν κατά μήκος της μοτοσυκλέτας για να έχουν το ελάχιστο πλάτος αυξάνοντας το μήκος. Για τον ψηλό Νεοζηλανδό και τον εξίσου ψηλό Γερμανό αναβάτη τους, αυτό δεν ήταν μειονέκτημα. Από εκεί και πέρα ο κινητήρας αυτός χρησιμοποιούσε το άφθονο νερό της θάλασσας για να ψύχεται, το οποίο του παρέχεται συνέχεια σε χαμηλή θερμοκρασία, σε αντίθεση με ένα σύστημα ψύξης που δεν γινόταν να κατέβει σε τόσο χαμηλή θερμοκρασία. Κάθε ένας «πιόνερος αγώνων της εποχής» αντιμετώπιζε τέτοια προβλήματα όταν έβαζε κινητήρα από βάρκα σε μοτοσυκλέτα, η König δεν ήταν η πρώτη που το είχε δοκιμάσει, αλλά ήταν σίγουρα η πιο αποφασισμένη.

Τα τεράστια τεχνικά προβλήματα στο τέλος της δεκαετίας του ’60 οδηγούν τον Γερμανό αναβάτη να εγκαταλείψει την ομάδα για να πάρει μία θέση στη Yamaha. Η μοτοσυκλέτα τους είναι εξαιρετικά δυνατή, έχει περισσότερη δύναμη από κάθε άλλη, αλλά τα τεχνικά προβλήματα μοιάζουν ανυπέρβλητα. Ο Kim που είχε πρακτικά γεννήσει την König δεν ήθελε να σταματήσει και αποφάσισε να συνεχίσει μόνος του ως αναβάτης ΚΑΙ μηχανικός ταυτόχρονα! Δεν είχε αγωνιστική λισάνς, δεν είχε καμία εμπειρία στους αγώνες δρόμου, παρά μόνο την φήμη πως ήταν ο ταχύτερος σε οτιδήποτε δίτροχο τον άφηναν να κάτσει και του έδειχναν κάποιον να προσπεράσει. Η μεγάλη του εμπειρία στο motocross στην Αυστραλία ήταν μία εξαιρετική εκκίνηση για την μετέπειτα καριέρα του και πολύ γρήγορα άρχισε να κερδίζει τον έναν αγώνα μετά τον άλλο στην Γερμανία.

Το 1972 κατεβαίνει στα GP και γίνεται ο καλύτερος πρωτοεμφάνιζομενος αναβάτης και πολύ ψηλά στην κατάταξη με μόλις τους μισούς αγώνες καθώς έπεσε και έσπασε την κλείδα του.

Η επόμενη χρονιά, το 1973, ήταν μία από τις χειρότερες στην ιστορία των GP με δύο περιστατικά που σημάδεψαν για πάντα τους αγώνες και άλλαξαν τον τρόπο που οι διοργανωτές άκουγαν τους αναβάτες. Στην Monza στον αγώνα των 250 οι αναβάτες παραπονέθηκαν για λάδια στην πίστα, μαζί και ο Γερμανός που κάποτε αγωνιζόταν με την König και ζήτησαν παύση για να καθαριστούν. Τους απείλησαν ανοικτά και παρουσία όλων, πως αν δεν τρέξουν αμέσως δεν θα έτρεχαν ποτέ ξανά. Που να είχαν και τηλεοπτικό χρόνο να σκεφτούν… Το αποτέλεσμα ήταν ένα από τα χειρότερα δυστυχήματα με τον Renzo Pasolini και Jarno Saarinen να σκοτώνονται και πολλούς άλλους να τραυματίζονται.

Στον αγώνα της Γιουγκοσλαβίας ο Kim κερδίζει τις φοβερές MV Agusta και τον Agostini και προηγείται του πρωταθλήματος! Ήδη οι παραγγελίες πέφτουν βροχή για την König και η BMW φτιάχνει και δύο πρωτότυπα ερευνώντας την πιθανότητα να μπει στα δίχρονα με κινητήρες της König. Καλεσμένος στην Αγγλία για αγώνα εκτός πρωταθλήματος που θα τον πλήρωναν για να τρέξει, ο Kim βλέπει μία καλή ευκαιρία να συμπληρώσει εισόδημα, αποδεχόμενος την πρόσκληση σκεπτόμενος πως θα μπορούσε να βρεθεί να μιλά για κάποια συνεργασία με την Norton ως πρόσθετο όφελος του ταξιδιού. Πριν τον αγώνα και περπατώντας την πίστα αναγνωρίζει μία ατέλεια στην είσοδο της στροφής που δεν έχει ασφαλή διαφυγή και υπάρχει τοίχος κανονικός να σταματήσει τον αναβάτη αν βγει έξω. Ζητά να τοποθετηθούν αχυρόμπαλες και ο διοργανωτής, ένας από τους πλέον μισητούς ανθρώπους με το όνομα Vernon Cooper τον απειλεί με αποβολή αν μιλήσει.

Ο Kim παίρνει μέρος στον αγώνα, στην συγκεκριμένη στροφή βγαίνει έξω και πέφτει στον τοίχο… Δεν θα ανακάμψει ποτέ και μερικές ημέρες μετά η σύζυγός του θα σταματήσει την μηχανική υποστήριξη δωρίζοντας τα όργανά του. Όπως ακριβώς στην Monza, όπως ακριβώς ο Λάουντα, ο Kim ήταν θύμα των διοργανωτών και ταυτόχρονα και η König.

Μετά θάνατον και έχοντας τρέξει στο μισό πρωτάθλημα ο Kim βγήκε δεύτερος. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως αν δεν τον είχε σκοτώσει ο διοργανωτής του Silvestrone θα είχε κερδίσει εκείνο το πρωτάθλημα. Ο δίχρονος κινητήρας της König ήταν έτη φωτός μπροστά από τους υπόλοιπους και ο πρώτος δίχρονος στην ιστορία που είχε την σημερινή μορφή των δίχρονων και δεν ήταν μία κανονική λαδιέρα όπως ακριβώς κατηγορούσε η Honda την εποχή εκείνη τα δίχρονα. Όλα όσα έκανε η König στην μοτοσυκλέτα της, όλες οι τεχνολογικές λύσεις θα τις βλέπαμε τις επόμενες χρονιές στις Yamaha μέχρι που σιγά – σιγά φτάσαμε να αναγνωρίζεται η υπεροχή τους (για τότε) και να τρέχουν με διαφορετικού κυβισμού τετράχρονες μοτοσυκλέτες. Ο Dieter επηρεάστηκε πάρα πολύ από τον θάνατο του Kim και εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια στις μοτοσυκλέτες. Δεν υπήρχε αντικαταστάτης για τον Kim, ήταν από τις αναντικατάστατες περιπτώσεις και η μοτοσυκλετιστική πλευρά της König πέθανε μαζί του.

Από τότε κανείς άλλος κατασκευαστής εκτός από Ιάπωνα και Ιταλό, δεν θα ξανακέρδιζε στα GP, μέχρι το 2020 και τον αγώνα της Τσεχίας που η KTM πήρε την πρώτη της νίκη έπειτα από τέσσερις αγωνιστικές σεζόν στα MotoGP.

Ετικέτες