Husqvarna 500 GP

Η σουηδική έκπληξη
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

17/8/2017

Σε μια εποχή που οι βρετανικές τετράχρονες αγωνιστικές GP έπνεαν τα λοίσθια, όταν το πρώτο κύμα ιαπωνικών δίχρονων ετοιμαζόταν να κατακλύσει τις πίστες των GP, μια μοτοσυκλέτα την οποία έφτιαξε, οδήγησε και συντήρησε ένας άνθρωπος μόνος του, κατάφερε, με την υποστήριξη μιας εταιρείας άσχετης με τους αγώνες ταχύτητας, να αφήσει το στίγμα της στην Ιστορία. Ήταν ένα δικύλινδρο δίχρονο Husqvarna 500, και ο “πατέρας” της επιτυχίας του λεγόταν Granath, Bo Granath

Αν γινόταν ένας διαγωνισμός με την ερώτηση “Ποιος κατασκευαστής ήταν ο πρώτος που αγωνίστηκε με δίχρονη μοτοσυκλέτα για μια ολόκληρη περίοδο στα GP 500;”, ελάχιστοι θα αναγνώριζαν τη Husqvarna. Η μικρή της περιπέτεια στους αγώνες ταχύτητας τη δεκαετία του ’70 δείχνει σήμερα τόσο απίθανη όσο και τότε, διότι στο δεύτερο μισό ενός αιώνα κατασκευής μοτοσυκλετών –που εορτάστηκε το 2003 με τον τίτλο του Eddy Seel στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Supermoto, αν και με λιγότερες τυμπανοκρουσίες από τη συνομήλικη Harley-Davidson– οι Σουηδοί είχαν αφοσιωθεί σχεδόν αποκλειστικά στο χώμα, κερδίζοντας 16 παγκόσμια πρωταθλήματα ΜΧ και άλλα 26 στο Enduro.

Όμως, εκτός των μυθικών 350/500 δικύλινδρων V 50 μοιρών αγωνιστικών GP με τα οποία έτρεξαν τη δεκαετία του ’30 οι Βρετανοί Stanley Woods και Ernie Nott, η Husqvarna δεν είχε καμία άλλη ασφάλτινη παράδοση. Αυτά, μέχρι την ανέλπιστη επιτυχία του Bo Granath, ο οποίος τερμάτισε στην εκπληκτική πέμπτη θέση της γενικής κατάταξης των GP 500 το 1972, με ένα δίχρονο δικύλινδρο που εξελίχθηκε με τη βοήθεια της Husqvarna, επιτρέποντάς της να διεκδικήσει την τέταρτη θέση στην κατάταξη των Κατασκευαστών – ψηλότερα από τη Suzuki!

Ένα motocross στα Grand Prix

Συνεχίζοντας να αγωνίζεται στα 63 του χρόνια με ένα Husaberg Supermono κι ένα GSX-R 600, ο γεννημένος στη Στοκχόλμη Bo απολαμβάνει μια συνεχή αγωνιστική δραστηριότητα τεσσάρων δεκαετιών που ξεκίνησε το 1961. Την ίδια εποχή που έτρεχε στο σουηδικό πρωτάθλημα, αλλά και σε σποραδικούς αγώνες GP με τα αγαπημένα του βρετανικά μονοκύλινδρα, ο Βο ξεκινούσε μια επιχείρηση που σήμερα ανθεί, εισάγοντας στις σκανδιναβικές χώρες αγωνιστικά εξαρτήματα και τα λάδια Motul. Το 1963 έτρεξε  για πρώτη για πρώτη φορά στο Isle of Man TT, ενώ μέχρι το 1967 ήταν ένας πλήρους απασχόλησης αναβάτης αγώνων, αναγνωρισμένος ως ένας από τους καλύτερους ιδιώτες στα GP – αλλά πλέον έψαχνε για τη μοτοσυκλέτα που θα του επέτρεπε να ξεπεράσει τις ορδές των μονοκύλινδρων στις κατηγορίες των 350 και 500cc.

Η Husqvarna είχε χτίσει ένα αξεπέραστο ρεκόρ στους χωμάτινους αγώνες τη δεκαετία του ’60, με τους Rolf Tibblin, Bill Nilsson και Torsten Hallman να κυριαρχούν στο παγκόσμιο ΜΧ από το 1959. Ωστόσο, ο αρχιμηχανικός της ομάδας, Ruben Helmin, ήταν οπαδός της ταχύτητας κι αυτό εξηγεί πώς ένα μονοκύλινδρο δίχρονο 250cc εξελίχθηκε ολοκληρωτικά από εξαρτήματα ΜΧ του εργοστασίου, ακόμη και το πλαίσιο, και αγωνίστηκε επιτυχώς το 1966 με τον Kent Anderson, μετέπειτα παγκόσμιο πρωταθλητή GP125. Ήταν ο Bo Granath που το πρωτοέτρεξε στα 350, τη χρονιά που πήρε τίτλο σε τρεις κατηγορίες στο σουηδικό πρωτάθλημα: στα 500 με το δικό του Matchless G50, στα 125 με ένα πρώην εργοστασιακό ΜΖ και στα 350 με το μονοκύλινδρο Husqvarna!

“Σκεφτόμουν ότι ένα δικύλινδρο 500, με δύο κυλίνδρους 250cc των ΜΧ της Husqvarna, θα ήταν ό,τι πρέπει για να κερδίσεις τα αγγλικά μονοκύλινδρα”, λέει ο Βο. “Ζήτησα από το εργοστάσιο να μου φτιάξει έναν τέτοιο κινητήρα, είχαν ήδη ένα πρωτότυπο που φτιάχτηκε χρησιμοποιώντας το πλαίσιο ενός Norton Manx, αλλά μου απάντησαν ότι επρόκειτο για ένα πειραματικό μοτέρ και δεν ήταν καλή ιδέα. Πάντως, έφτιαξαν μερικά σχέδια, και μέχρι το 1968 το μοτέρ είχε φτιαχτεί με μικρό κόστος. Οι δύο κύλινδροι προέρχονταν από αγωνιστικά ΜΧ 250 και τα μόνα εξαρτήματα που έπρεπε να σχεδιαστούν από λευκό χαρτί ήταν τα κάρτερ, το μεσαίο κομμάτι του στροφάλου και ο πρωτεύων άξονας του κιβωτίου”.

Ο ίδιος ο Granath ανέλαβε να τροποποιήσει ένα πλαίσιο από ΜΧ 250 και, όταν το έκανε, συμπλήρωσε τη μοτοσυκλέτα με πιρούνι Ceriani, τροχούς και φρένα Fontana. Έτρεξε με αυτό στους δύο τελευταίους αγώνες του σουηδικού πρωταθλήματος, χάνοντας τη νίκη στο Linkoping για ένα μέτρο και τον τίτλο του για ένα βαθμό – έχοντας τρέξει ολόκληρο τον αγώνα χωρίς συμπλέκτη και με βίαιους κραδασμούς από το δικύλινδρο μοτέρ…

Τελικά οι Σουηδοί, μετά από 7 χρόνια, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αξία της υγρόψυξης και στους αγώνες ΜΧ

Καπνός στην Ισπανία

Αυτή η μοτοσυκλέτα άφηνε πολλές υποσχέσεις, καθώς ζύγιζε μόλις 120 κιλά, πολύ λιγότερο από τον τετράχρονο ανταγωνισμό. Έτσι ο Βο έφτιαξε μια δεύτερη 350cc και, με τον εαυτό του ως μηχανικό και αναβάτη ταυτόχρονα, ξεκίνησε την αγωνιστική περίοδο του 1969.

“Ειδικά το 500 ήταν πολύ γρήγορο, στους περισσότερους αγώνες βρισκόμουν μπροστά πριν εγκαταλείψω για οποιονδήποτε λόγο”, θυμάται. Ήταν ουσιαστικά η πρώτη δίχρονη αγωνιστική μοτοσυκλέτα των GP 500, πριν την έλευση της δίχρονης επανάστασης που θα ακολουθούσε, αλλά η Ιστορία δεν άφησε το όνομα του Βο να γραφτεί στα βιβλία της. Στον εναρκτήριο αγώνα της χρονιάς, ο Βο κρατούσε την τρίτη θέση όταν από τους κραδασμούς διαλύθηκε η ανάφλεξη. Τελικά τρίτος τερμάτισε ο Ginger Molloy που τον ακολουθούσε με ένα μονοκύλινδρο Bultaco, σημειώνοντας την πρώτη άνοδο σε βάθρο GP με δίχρονη μοτοσυκλέτα.

“Είχαν ραγίσει τα κάρτερ στα δοκιμαστικά, οπότε τηλεφώνησα στη Σουηδία να μου στείλουν ένα νέο κινητήρα και καπνό. Η γραμμή όμως ήταν χάλια και έτσι άκουσαν μόνο τον καπνό, και αυτό ήταν το μόνο που έλαβα. Όταν γύρισα στη Σουηδία, όλοι έλεγαν για το τηλεφώνημα του Βο που ζητούσε να του στείλουμε καπνό στην Ισπανία!”

Εκείνη τη χρονιά η μοτοσυκλέτα της Husqvarna εγκατέλειψε σε 17 από τους 23 αγώνες, αλλά ο Βο κατάφερε να πάρει τη νίκη στον τελευταίο αγώνα. “Όλη η χρονιά ήταν μια κόλαση, σε κάθε αγώνα έπρεπε να ανοίξω τον κινητήρα μόνος μου και να φτιάξω το κιβώτιο, κάθε φορά άλλαζα δίσκους συμπλέκτη. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα, αλλά είχα και πολλά άλλα. Τελικά αποφάσισα να παρατήσω το 350 και να επικεντρωθώ στο 500”.

Στο μεταξύ, η Kawasaki παρουσίαζε το H1R, ξεκινώντας το κύμα των δίχρονων GP που ο Βο είχε προβλέψει…

Τρέμε Agostini!

Την επόμενη χρονιά η Husqvarna παρουσίασε μια νέα γκάμα αγωνιστικών ΜΧ, με νέους κινητήρες. Ο Ruben Helmin δεν έχασε την ευκαιρία και έφτιαξε έναν νέο δικύλινδρο, σχεδιασμένο εξαρχής για τον Βο. Μάλιστα, οι Σουηδοί έστειλαν έναν κινητήρα στην Αγγλία και τη Seeley για να τους φτιάξουν εκεί ένα πλαίσιο, το οποίο ήταν έτοιμο λίγο πριν τον αγώνα στο Assen το 1971. “Ήταν απίστευτο! Έστριβε απίθανα, έξυνα συνεχώς τις εξατμίσεις, αλλά η μοτοσυκλέτα μου ήταν βιδωμένη στην άσφαλτο. Μόνο ο κινητήρας ήθελε λίγη δουλειά, δεν έβγαζε όση δύναμη θα ήθελα, αλλά ήξερα ότι αυτή ήταν η μοτοσυκλέτα που ονειρευόμουν για τρία χρόνια!”

Ο αερόψυκτος δικύλινδρος σε σειρά κινητήρας δεν είχε προβλήματα αξιοπιστίας, ειδικά μετά από κάμποση δουλειά που έκανε μόνος του ο Granath. Οι αποδείξεις άρχισαν να έρχονται: όγδοη θέση στο σουηδικό GP του ’71, έκτη στο Ulster, δέκατη στη Monza.

Η επόμενη χρονιά ήταν γεμάτη υποσχέσεις. Η περίοδος του 1972 έφερε το πρώτο βάθρο για τον Granath, αυτό που ονειρευόταν για πολλά χρόνια. Μετά από έναν σκληρό αγώνα 45 γύρων στο αυστριακό GP του Saltzburgring τερμάτισε τρίτος, μπροστά από τις ορδές τρικύλινδρων δίχρονων Kawasaki και ο Βο βρισκόταν δεύτερος στη βαθμολογία πίσω από τον Agostini και την MV Agusta του. Στο σουηδικό GP του 1972 ανέβηκε στην τρίτη θέση του βάθρου, επιτυχία που ακούστηκε πολύ στη χώρα του και έκανε τους ανθρώπους της Husqvarna ιδιαίτερα περήφανους, ειδικά διότι τότε υπήρχε μια άλλη σουηδική εταιρεία, η Crescent, την οποία κέρδισε κατά κράτος! Ο Βο κυνηγούσε μέχρι τέλους την τρίτη θέση του πρωταθλήματος, αλλά μια σπασμένη κλείδα στον αγώνα των 350 στο Montjuich τού στέρησε την ευκαιρία να τη διεκδικήσει. Τελικά κατετάγη πέμπτος εκείνη τη χρονιά, αλλά το κατόρθωμά του ήταν τεράστιο, καθώς όλη τη χρονιά αγωνιζόταν ταυτόχρονα και με ένα Yamaha στα 350 (“αυτό ήθελε μόνο τη συνηθισμένη συντήρηση και αναλώσιμα, δεν χαλούσε όπως το Husqvarna που ήθελε ολόκληρο λύσιμο σε κάθε αγώνα…”), ήταν ο ίδιος μηχανικός του εαυτού του και στις δύο κατηγορίες και έκανε και τη στρατιωτική του θητεία! Απίστευτο;

Τα επόμενα χρόνια, η Husqvarna πειραματίστηκε με βαλβίδες reed, αλλά τα πολλά μηχανικά προβλήματα δεν επέτρεψαν στον Βο να έχει επιτυχίες. Ο ίδιος μάλιστα τροποποίησε το μοτέρ του κάνοντάς το υγρόψυκτο και προσπάθησε να πείσει τη Husqvarna πώς αυτός ήταν ο δρόμος του μέλλοντος, αλλά δεν τον άκουσαν. Τελικά οι Σουηδοί, μετά από 7 χρόνια, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αξία της υγρόψυξης και στους αγώνες ΜΧ… Στο μεταξύ, ο Granath συνέχισε να αγωνίζεται στα σκανδιναβικά πρωταθλήματα, κατατροπώνοντας μοτοσυκλέτες όπως οι Kawasaki KR500, Suzuki RG500 και Yamaha TZ750 με δικές του εκδόσεις του δικύλινδρου δίχρονου κινητήρα σε διάφορους κυβισμούς και παίρνοντας όλους τους τίτλους στις κατηγορίες 250, 350 και 750cc το 1976, πριν σταματήσει να ασχολείται με τους αγώνες επαγγελματικά.

Δίχρονη καταιγίδα

Το αγωνιστικό Husky 500 του Βο έμεινε στο γκαράζ του όπως ακριβώς ήταν όταν τερμάτισε τον τελευταίο αγώνα το 1976. Ο ίδιος το ξανάβγαλε έξω το 1997 για μια επετειακή εκδήλωση στο Sachsenring και, πρόσφατα, για το TT Centennial Classic στο Assen – όπου είχα την ευκαιρία, μετά από πρόσκληση του Βο, να οδηγήσω αυτήν την μοναδική μοτοσυκλέτα.

Συγκριτικά με τα δίχρονα Suzuki και Kawasaki, το Husky δείχνει χαμηλότερο, ελαφρύτερο και πιο ευέλικτο, χάρη στο πλαίσιο της Seeley θυμίζει αρκετά τη θέση οδήγησης των Matchless G50. Ο κινητήρας, με διαστάσεις 69,5 x 64,5 που μας κάνουν 489cc, φορούσε στρόφαλο 180 μοιρών για να απόσβεση των κραδασμών. Όπως είχε τρέξει το 1976, οι αερόψυκτες κεφαλές πατούσαν πάνω στους δικούς του υγρόψυκτους κυλίνδρους, ενώ η τροφοδοσία είχε ανατεθεί σε ένα ζευγάρι Mikuni 34mm από Yamaha TZ350. Σε αυτή τη μορφή ο Βο λέει ότι αποδίδει 65 ίππους στις 8.500 στροφές, εξαιρετική απόδοση για μια μοτοσυκλέτα 117 κιλών (με υγρά, χωρίς βενζίνη), συγκρίσιμη με τους 82 ίππους των τρικύλινδρων Kawasaki που ζύγιζαν 135 κιλά.

Αυτό αποδείχθηκε στην πίστα, όπου το Husky τραβούσε καθαρά και δυνατά από τις 4.000 στις σφιχτές στροφές Karlsloga και δεν υπήρχε κανένας λόγος να χρησιμοποιήσω την πολύ κοντή πρώτη. Αλλά από τις 6.500 και πάνω στο στροφόμετρο της Krober η δύναμη έρχεται καταιγιστικά, μέχρι τις 9.500 που αρχίζει η πτώση – αν και μπορείς να το παρακάνεις λιγάκι μέχρι λίγο πάνω από τις 10.000, γλυτώνοντας μια-δυο αλλαγές. Το αγωνιστικό κιβώτιο επιτρέπει ακριβέστατες “καρφωτές” αλλαγές και οι πέντε τελευταίες σχέσεις είναι σωστά κλιμακωμένες ώστε να σου επιτρέπουν να είσαι συνεχώς μέσα στην καλή περιοχή του κινητήρα, ανεβάζοντας σχέση από τις 9.000 και πάνω. Σπάνια θα χρειαστεί να πατινάρεις με τον συμπλέκτη στην έξοδο της στροφής, δείγμα της ελαστικότητας του μοτέρ με καταβολές από ΜΧ, αποδίδει τη δύναμή του γλυκά και προοδευτικά σαν τα μεταγενέστερα Yamaha με βαλβίδες reed, και καθόλου απότομα, όπως περίμενα.

Η επιτάχυνση είναι πολύ δυνατή για τα δεδομένα της δεκαετίας του ’70, με τη σημαντική συνδρομή του μικρού βάρους του Husqvarna. Η ελαφριά αίσθηση φαίνεται πολύ και στον τρόπο που αλλάζει κατεύθυνση, στον τρόπο που ο μπροστινός τροχός σηκώνεται στο αέρα κάθε φορά που βγαίνω από το σικέιν με τρίτη – αυτό με έκανε να εκτιμήσω και το Ohlins σταμπιλιζατέρ εποχής που έχει τοποθετήσει ο Βο. Κι όμως, το δίχρονο Husky δεν είναι νευρικό ούτε ασταθές σε καμία περίπτωση, ούτε όταν συναντά ανωμαλία στην άσφαλτο, ούτε με τέρμα γκάζι στη γρήγορη δεξιά που οδηγεί στην τεράστια ευθεία της πίστας. Αν και έχει κάμποσους κραδασμούς στις χαμηλές στροφές, όπως όλα τα δικύλινδρα με στρόφαλο 180 μοιρών, όσο οι στροφές ανεβαίνουν τόσο ηρεμεί η κινητήρας, ενώ χάρη στις ελαστικές βάσεις του μοτέρ δεν συνάντησα ενοχλητικούς κραδασμούς ούτε καν δουλεύοντάς το στα κόκκινα.

Το CBR, o λόξυγγας και μια σπασμένη μπιέλα

Ωστόσο, στο πρώτο κομμάτι της δοκιμής αντιμετώπισα δύο προβλήματα, με τα φρένα και το πιρούνι. Ο δίσκος 280mm μπροστά είχε πολύ ξύλινη αίσθηση, ζητούσε πολλή δύναμη στη μανέτα και πάλι δεν έδινε το δάγκωμα που θα περίμενα, οπότε έπρεπε να ζορίσω αρκετά τον πίσω δίσκο της Brembo για να επιβραδύνω το Husqvarna από ταχύτητες της τάξης των 180-190 χιλιομέτρων. Δεν πιστεύω ότι έφταιγαν οι δαγκάνες, έχω οδηγήσει κι άλλες μοτοσυκλέτες με δαγκάνες AP Lockheed, πιθανότατα το φταίξιμο πρέπει να αποδοθεί στα γερασμένα τακάκια και τους παλιούς ατσάλινους δίσκους που ο Βο νομίζει ότι προέρχονται από κάποιο Yamaha.

Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το πιρούνι, που, πολύ απλά, είχε ανεπαρκέστατες αποσβέσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, το να κρατώ ανοιχτό το γκάζι μέσα στη στροφή σήμαινε πολλά κουνήματα, με το Husky να δείχνει μια σαφή πρόθεση να με στείλει στην αμμοπαγίδα. Το μόνο που με έσωσε, αρκετές φορές, ήταν η σπουδαία πρόσφυση των σύγχρονων ελαστικών της Avon.

Σταματώντας για λίγη θεραπεία από τον κύριο Granath –για τη μοτοσυκλέτα φυσικά– αποκαλύφθηκε ότι το ένα καλάμι του πιρουνιού δεν είχε σταγόνα λάδι μέσα του. Γεμίζοντάς το, η κατάσταση βελτιώθηκε και μπορούσα πλέον να κρατώ μεγαλύτερες ταχύτητες μέσα στη στροφή, εκμεταλλευόμενος την άριστη συμπεριφορά του πλαισίου της Seeley. Πίσω η μοτοσυκλέτα φοράει δύο πιο σύγχρονα αμορτισέρ Ohlins, αλλά ο Βο αγωνιζόταν τότε με Girling. Στους γύρους που έκανα, σπάνια με απασχόλησε κάποιο μικρό κούνημα πίσω, μάλιστα δεν με απέτρεψε από το τα κυνηγηθώ με ένα CBR600 που γυρνούσε την ίδια ώρα στην πίστα. Μπορεί να μ’ έπαιρνε κάθε φορά στα φρένα, αλλά θα έβρισκα την ευκαιρία να του ρίξω στην ευθεία, περνώντας τον σα να είχε μείνει κολλημένος με τέταρτη σχέση!

Εντάξει, ο τύπος με το Honda γέλασε τελευταίος – κι εγώ ήμουν τυχερός που δεν απογειώθηκα όταν το Husqvarna κόλλησε με σπασμένη πέμπτη στην ευθεία. Κατάφερα να μην πέσω και να επιστρέψω στα pits, όπου ανακαλύψαμε ότι το πρόβλημα ήταν μια σπασμένη μπιέλα. Ο Βο πιστεύει ότι ήταν το αποτέλεσμα ενός “λόξυγγα” που είχε παρατηρήσει παλιότερα και εκδηλώθηκε πλήρως τώρα. Παρ’ όλα αυτά, αν και το παιχνίδι μου με το Husky τέλειωσε λίγο νωρίτερα απ’ ό,τι θα ήθελα, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω και να αξιολογήσω μια μοτοσυκλέτα που θεωρώ ως έναν από τους μεγαλύτερους αφανείς ήρωες στην ιστορία των αγώνων GP.

Tο δίχρονο Husky δεν είναι νευρικό ούτε ασταθές σε καμία περίπτωση, ούτε όταν συναντά ανωμαλία στην άσφαλτο

Δεν τα παρατώ ποτέ

Με τα δεδομένα των μετέπειτα ιαπωνικών μοτοσυκλετών, αυτό το Husqvarna είναι τρόπον τινά ένα φτιαγμένο στο σπίτι σπεσιαλάκι, με αυτούς τους κυλίνδρους που ο Βο έκανε μόνος του υγρόψυκτους και την περίεργη εμφάνιση του “υβριδικού” κινητήρα που τονίζεται από τις αερόψυκτες κεφαλές. Το Husky του Bo Granath ήταν ένας άξιος διεκδικητής του βάθρου των GP 500, κι αυτή είναι η μέγιστη διάκριση για μια μοτοσυκλέτα που αγωνίζεται σε αυτήν την κορυφαία κατηγορία. Το μόνο που έλειψε ποτέ από αυτό το αποδοτικό αγωνιστικό πακέτο ήταν η πλήρης χρηματοδότηση. Αν ο Βο δεν επεδίωκε να ασχολείται αποκλειστικά ο ίδιος με το μηχανάκι του, αν η Husqvarna προσπαθούσε να στήσει σε συνεργασία με τη Seeley μια κανονική αγωνιστική μοτοσυκλέτα ως διάδοχο των τετράχρονων μονοκύλινδρων, τότε η Ευρώπη θα είχε βρει μια άξια αντίπαλο στα ΤΖ350 και Η1R στην κατηγορία των 500cc – τουλάχιστον μέχρι το 1966 που ήρθε το RG500 και άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού. Το Husky ήταν ευκολότερο σε σχέση με το ΤΖ350, αν και θα έπρεπε να οδηγείς μονίμως στο όριο για να ανταγωνιστείς τα τρικύλινδρα Kawasaki. Αλλά ζώντας μαζί του μέρα με τη μέρα, όπως έκανε ο Granath, μάθαινες πώς να πηγαίνεις πολύ γρήγορα και μπορούσες να καταφέρεις πολλά – το απέδειξε ο Βο στη θρυλική σεζόν του 1972.

Ο ίδιος ο Agostini έχει αναγνωρίσει τον Granath και το Husqvarna του ως την ταχύτερη ιδιωτική συμμετοχή της δεκαετίας του ’70. Και, στο κάτω-κάτω της γραφής, αυτό το Husky δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια σπέσιαλ μοτοσυκλέτα φτιαγμένη στο σπίτι, σχεδιασμένη και συντηρημένη από τον ίδιο ένα άνθρωπο που την οδηγούσε με απίθανο τρόπο – και με ελάχιστη βοήθεια από ένα εργοστάσιο που ειδικευόταν σε χωματερές μοτοσυκλέτες. Αυτά που κατάφερε, παρά τα αμέτρητα προβλήματα που αντιμετώπισε, με απολύτως ελάχιστους πόρους και μετά από πολλές απογοητεύσεις, λένε πολλά για το ποιόν του ανθρώπου Bo Granath. Το ρητό της ομάδας του θα πρέπει να ήταν “Δεν τα παρατώ ποτέ”, απλούστατα γιατί ποτέ δεν τα παράτησε – και κοιτάξτε τί κατάφερε με την επιμονή του. Από μόνος του…

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Κατασκευαστής / Μοντέλο:
Husqvarna / 500 GP
Κινητήρας:
Δίχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος σε σειρά
Διάμετρος x Διαδρομή (mm):
69,5 x 64,5
Χωρητικότητα (cc):
489
Τροφοδοσία:
Δύο καρμπιρατέρ Mikuni 34mm
Ανάφλεξη:
Motoplat
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 2
Τύπος συμπλέκτη:
Υγρός πολύδισκος (8 δίσκοι)
Πρωτεύουσα μετάδοση:
Γρανάζια
Τελική μετάδοση:
Aλυσίδα, κιβώτιο 6 σχέσεων
Πλαίσιο:
Ατσάλινο σωληνωτό
Βάρος (kg):
117 με λάδια, χωρίς βενζίνη
Ανάρτηση εμπρός:
Τηλεσκοπικό πιρούνι Ceriani
Ανάρτηση πίσω:
Δύο αμορτισέρ Girling (ή αργότερα Ohlins)
Φρένο εμπρός:
Δίσκος 280mm με δαγκάνα AP Lockheed δύο εμβόλων
Φρένο πίσω:
Δίσκος 220mm με δαγκάνα AP Lockheed δύο εμβόλων
Ελαστικό εμπρός / Διάσταση:
Avon AM20 Roadrunner / 90/90-18
Ελαστικό πίσω / Διάσταση:
Avon AM23 Roadrunner / 130/65-18
Ισχύς (hp/rpm):
65 / 8.500

 

 

Μπλε και κίτρινο, στα χρώματα της σημαίας της Σουηδίας φυσικά, για να ξεχωρίζει

 

Όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, το φέρινγκ είναι στενό πάνω και φαρδαίνει κάτω μόνο όσο χρειάζεται για τα πλαϊνά καπάκια του κινητήρα

 

Η ομορφότερη γωνία της μοτοσυκλέτας, από πίσω, με μια βαρβάτη δόση αγριάδας. Το πίσω λάστιχο είναι διάστασης 130/65, λίγο φαρδύτερο από τα 120/70 που φορούν σήμερα κατά κόρον οι σπορ μοτοσυκλέτες

 

Το πλαίσιο είναι ειδικά σχεδιασμένο για αυτόν τον κινητήρα από τη Seeley στην Αγγλία – πολύ καλύτερα από το αρχικό, πρώην ΜΧ πλαίσιο της Husqvarna. Αργότερα ο κινητήρας τοποθετήθηκε σε ελαστικές βάσεις, λύνοντας το θέμα των αμέτρητων κραδασμών που προκαλούσαν το ένα πρόβλημα πίσω από το άλλο

 

Ο κινητήρας προέκυψε συνδέοντας δύο κυλίνδρους από ΜΧ 250. Τα πλαϊνά κάρτερ είναι τα αυθεντικά της Husqvarna, αλλά το μεσαίο τμήμα τους φτιάχτηκε εκ των υστέρων για να συνδέσει τους δύο κυλίνδρους. Αυτός ο κινητήρας είναι πολύ δουλεμένος και φαίνεται, ακριβώς όπως τερμάτισε τον τελευταίο του αγώνα το 1976

 

Οι κεφαλές έχουν ακόμη τις ψύκτρες τους, αλλά οι κύλινδροι τις ξεφορτώθηκαν όταν ο Granath έφτιαξε το δικό του σύστημα υδρόψυξης. Διακρίνεται καθαρά το κύκλωμα ψύξης που χρησιμοποίησε ο Σουηδός. Η Husqvarna δεν πείστηκε από τον Granath και πέρασαν 7 χρόνια ώσπου να εισαγάγει την υδρόψυξη στις μοτοσυκλέτες της

 

Όταν δουλεύεις ανεξάρτητα από εταιρικές πολιτικές, τότε είσαι πιο ελεύθερος. Ο Granath επέλεξε ελεύθερα τα περιφερειακά της μοτοσυκλέτας του και προτίμησε αυτό το πιρούνι της ιταλικής Ceriani, ένα από τα καλύτερα της εποχής του

 

Σήμερα το δίχρονο 500 φοράει δυο αμορτισέρ της Ohlins, ωστόσο ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του με δυο Girling

 

“Spola Kröken” σημαίνει “Σταμάτα να Πίνεις”. Για κάποιο διάστημα η σουηδική κυβέρνηση ήταν χορηγός του Granath, και, μέσω της μοτοσυκλέτας που κέρδιζε τα πάντα στους εγχώριους αγώνες, επέλεξε να διαφημίσει την καμπάνια της εναντίον του αλκοολισμού

 

Σήμερα είναι 63 ετών, αλλά ο Σουηδός συνεχίζει να αγωνίζεται ερασιτεχνικά με ένα Supermono Husaberg κι ένα GSX-R 600. Φυσικά, δεν ξεχνά από πού ξεκίνησε, από τη μοτοσυκλέτα που τον έφερε πίσω από τον μεγάλο Giacomo Agostini και το βάθρο των Grand Prix

 

Αφιέρωμα: Οι μεγαλύτερες ευθείες του κόσμου και της Ελλάδας

Οδηγίες για την οδήγηση χωρίς εναλλαγές κλίσης
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

11/12/2019

Το πρώτο πράγμα που θέλουμε ως μοτοσυκλετιστές, είναι δρόμοι όπως στην Ν. Σαρδηνία με 60-70 χιλιόμετρα δίχως ούτε εκατό μέτρα ευθείας, σε μία απόλυτη συνέχεια στροφών που μπορούν να οδηγήσουν ορισμένους αναβάτες ακόμη και σε ναυτία, τελευταίο πράγμα που θέλουμε ως μοτοσυκλετιστές, είναι οι ατελείωτες ευθείες.

Η Ελλάδα είναι ευλογημένη για τους γεμάτους στροφές επαρχιακούς με το καλύτερο τοπίο του κόσμου -προσωπική άποψη- κι ας μην έχουμε την καλύτερη άσφαλτο και μακράν την χειρότερη χάραξη. Δεν παύει να είναι πραγματική απόλαυση να οδηγείς στην χώρας με προσεκτική όμως οδήγηση και είναι λιγοστές οι τεράστιες ευθείες που το μήκος τους να μετριέται με διψήφιο αριθμό χιλιομέτρων.

Μία τέτοια ευθεία βρίσκεται στην Εθνική Οδό 6 που αποτελεί μέρος της Ευρωπαϊκής Οδού 92, ανάμεσα στην Καλαμπάκα και τα Τρίκαλα. Η απόλυτη ευθεία έχει μήκος λίγο παραπάνω από τα 14 χιλιόμετρα ενώ φτάνουμε τα 18 χιλιόμετρα αν συμπεριληφθούν και οι απειροελάχιστες καμπές που υπάρχουν, στο συνολικό μήκος. Εκτός από την μεγαλύτερη ευθεία της Ελλάδας, προσφέρει και με βεβαιότητα την καλύτερη θέα με κατεύθυνση προς Καλαμπάκα, από την στιγμή που αντικρύζεις τα μοναδικά Μετέωρα. Πολύ κοντά σε μήκος, και μεγαλύτερη πρακτικά, αν δεν μετρήσει κανείς κάθε απειροελάχιστη καμπή, είναι η ευθεία του Α2 από Κομοτηνή προς Μεστή, όπου μετά τον Φύλακα οδηγείς σε μία τεράστια ευθεία δύο λωρίδων ανά κατεύθυνση για 11 χιλιόμετρα που ξεπερνούν την ευθεία της Καλαμπάκας αν εξαιρέσεις την πολύ ανοικτή στροφή πριν την Μέστη αλλά και την καμπή πριν τον Φύλακα.

Από τα Τρίκαλα έως και την Καρδίτσα θα βρει κανείς ακόμη περισσότερες ευθείες, που αγγίζουν και τα δέκα χιλιόμετρα σε μήκος, στην μεγαλύτερη πυκνότητα ευθειών που υπάρχουν στην χώρα μας. Από εκεί και πέρα κοντά στην Αθήνα μία αρκετά μεγάλη ευθεία είναι στις βόρειες πλαγιές της Πάρνηθας, στην παλιά έδρα του Δήμου Δερβενοχωρίων, στην Πύλη, ενώ αντίστοιχες ευθείες έως δέκα χιλιόμετρα υπάρχουν αρκετές στην Ελλάδα, σε καμία περίπτωση όμως δεν αφθονούν, ούτε και συγκρινόμαστε με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα βορειοδυτικά όπου το πρόβλημα είναι αντίστροφο, αναζητούνται οι στροφές.

Παγκοσμίως οι μεγαλύτερες ευθείες που υπάρχουν σε ασφαλτοστρωμένος δρόμους, έως και σε 3Α επίστρωση, είναι τόσο μεγάλες που απαιτούν ειδική εξάσκηση από τους οδηγούς για να μην κοιμηθούν στην σέλα, ή ζαλιστούν από το επίπεδο τοπίο και τις αντανακλάσεις.

Στις περισσότερες ιντερνετικές λίστες που θα βρει κανείς, δεσπόζει η θέση της Αυστραλίας που στον “Eyre Highway” υπάρχει ένα τμήμα μήκους 145.6 χιλιομέτρων σε απόλυτη ευθεία, δίχως καμπή, δίχως καμία απόκλιση. Η Αυστραλία θα μπορούσε να έχει με άνεση τις πιο εξουθενωτικές ευθείες του κόσμου, στους ήδη πιο αφιλόξενους δρόμους που διασχίζοντας την ενδοχώρα απαιτούν από εσένα να κουβαλάς πρόσθετο καύσιμο για να καταφέρεις να φτάσεις στον προορισμό σου. Δεν έχουν όμως οι δρόμοι που διασχίζουν την ενδοχώρα, τόσο απόλυτες ευθείες όσο αυτή στον παραλιακό δρόμο ανάμεσα σε Αδελαϊδα και Πέρθ, ένας εξαιρετικά μοναχικός δρόμος, με μία απόλυτη ευθεία στο κέντρο που σε καλεί να μην κοιμηθείς…

Παρά το εντυπωσιακό μήκος και το γεγονός πως κάθε site εκεί έξω έχει την Αυστραλία ως την χώρα με την μεγαλύτερη ευθεία του κόσμου, τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Σαουδική Αραβία έχουν ευθείες που αγγίζουν τα 200 χιλιόμετρα!! 193 συγκεκριμένα που γίνονται  257 αν συμπεριληφθεί μία απειροελάχιστη καμπή στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας. Πριν τους δούμε αναλυτικά, ας βάλουμε πρώτο στην λίστα έναν δρόμο μήκους 1.120 χιλιομέτρων που χωρίς στροφές και μονάχα με καμπές, σε αναγκάζει να οδηγείς πρακτικά σε ευθεία γραμμή.

Ως μοτοσυκλετιστές θα θεωρήσουμε αυτή την μεγαλύτερη ευθεία του κόσμου, από την στιγμή που οι καμπές αυτές δεν σε αναγκάζουν να πάρεις κλίση. Με σχεδόν εννιά ώρες οδήγησης πατώντας μονάχα στο κεντρικό μίγμα γόμας σε κάποιο δίγομο πίσω ελαστικό μέσα στην έρημο, πηγαίνοντας από τον Περσικό Κόλπο στα σύνορα της Ιορδανίας και συγκεκριμένα στην μικρή πόλη Turaif. Ο αυτοκινητόδρομος 85 της Σαουδικής Αραβίας, είναι πρακτικά μία ευθεία με δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση για όλη αυτή την τεράστια διαδρομή μέσα στην έρημο, μέχρι την Turaif που με σχεδόν 90ο στροφή, συνεχίζει για την «μύτη» των συνόρων με την Ιορδανία και την ένωσή του με τον άλλο μεγάλο αυτοκινητόδρομο της Σαουδικής Αραβίας, τον 65.

Αυτή είναι με κάθε επισημότητα η μεγαλύτερη ευθεία του κόσμου, για κάθε μοτοσυκλετιστή, κι ας περιέχει καμπές!

Στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Β. Ντακότα των ΗΠΑ, ξεκινώντας από τα διοικητικά σύνορα με την Μινεσότα, συναντάμε μία απόλυτη ευθεία 193 χιλιομέτρων που κάνει ακριβώς δύο «σπασίματα» σε όλα αυτά τα χιλιόμετρα. Παρά το μικρό πλάτος, με δεδομένο πως είναι ένα ρεύμα ανά κατεύθυνση, και πάλι ένας μοτοσυκλετιστής δεν θα χρειαστεί να πλαγιάσει σε αυτό τον δρόμο την ίδια στιγμή που ένα αυτοκίνητο θα αναγκαστεί να στρίψει ελάχιστα το τιμόνι. Για μοτοσυκλέτες λοιπόν, υπάρχει εκεί μέσα στην ερημιά των ατελείωτων χωραφιών, που κάποτε ήταν τα εύφορα λιβάδια μίας μεγάλης λίστας αυτόχθονων φυλών της Αμερικής. Τα λιβάδια που διασχίζει αυτός ο δρόμος είναι το βόρειο τμήμα των Great Plains, μίας δίχως πολλά δέντρα τεράστιας περιοχής που συμπεριλαμβάνει σχεδόν το ένα τρίτο των ΗΠΑ… Απίστευτη ζέστη το καλοκαίρι και εξαιρετικό κρύο το χειμώνα, ο δρόμος αυτός, και γενικότερα η περιοχή, είναι μαγευτική την Άνοιξη για να αδειάζει το μυαλό σου οδηγώντας. Φτάνει να μην υπάρχει λόγος να σε σταματήσει Σερίφης της περιοχής. Μιλάμε εκ πείρας και αυτή την φορά…

Επιστρέφουμε στην Σαουδική Αραβία, λίγο πιο νότια από εκεί που πιάσαμε τον 85 και κοντά στα σύνορα με το Εμιράτο του Κατάρ. Εκεί βρίσκεται η απόλυτη ευθεία του αυτοκινητόδρομου 10! Συχνά αντιμετωπίζοντας πρόβλημα από την άμμο που εξαιτίας του αέρα απλώνεται στην άσφαλτο, δίχως καμπές όπως στην περίπτωση της Β. Ντακότα, η ευθεία σε αυτή την περίπτωση φτάνει σε μήκος τα 256 χιλιόμετρα χωρίς αλλαγή κλίσης για μία μοτοσυκλέτα!

Με την πρόσφατη ολοκλήρωσή του πάνω σε αρχαίο μονοπάτι καμηλών μέσα από την έρημο Rub Al-Khali, αυτός είναι και επίσημα ο δρόμος με την μεγαλύτερη απόλυτη ευθεία του κόσμου, προσπερνώντας τον Eyre Highwasy. Αρχικά υπήρχαν και εδώ καμπές, που λειτουργούσαν ως παρακάμψεις, πριν βρεθεί τρόπος στο ασταθές έδαφος να ολοκληρωθούν οι εργασίες κατασκευής. Πλέον αυτή είναι η απολύτως μεγαλύτερη ασφάλτινη ευθεία στον κόσμο, και για μία μοτοσυκλέτα θα είναι πάντοτε περισσότερο επικίνδυνη η διάσχισή της από ένα αυτοκίνητο. Παρά την απομονωμένη της τοποθεσία η ευθεία αυτή διασχίζεται συχνά και καθημερινά από αυτοκίνητα και πολύ σπανιότερα έως πρακτικά καθόλου από μοτοσυκλέτες

Πάμε ξανά πίσω στις ΗΠΑ ανοίγοντας και πάλι την κατηγοριοποίηση για δρόμους χωρίς στροφές που έχουν όμως κάποιες καμπές. Σε αυτή την περίπτωση ένας δρόμος που διέρχεται από το Τεξας, το Κάνσας και την Οκλαχώμα είναι μία ευθεία 173 χιλιομέτρων ξεκινώντας από την πόλη Dalhart!

Στην ίδια Ήπειρο και όχι πολύ πιο νότια, υπάρχει μία ελάχιστα γνωστή ευθεία για τους περισσότερους στον κόσμο. Στην Μπάχα Καλιφόρνια στο Μεξικό, την «Κάτω» Καλιφόρνια δηλαδή, μιας κι αυτό σημαίνει Μπάχα, στην τεράστια αυτή χερσόνησο υπάρχει ένας και μόνο δρόμος που την διατρέχει κατά μήκος στην δυτική της πλευρά. Αυτό σημαίνει πως η ανατολική πλευρά της χερσονήσου είναι μία από τις πιο απομονωμένες περιοχές του πλανήτη και ελάχιστα γνωστή με αυτή την ιδιότητα. Και ο δρόμος όμως Carretera Transpeninsular, που περιλαμβάνει μία ευθεία 168 χιλιομέτρων, δεν είναι λιγότερο μοναχικός! Περνά από τέσσερις μικρές πόλεις που εκεί υπάρχουν και φανάρια. Δίχως ψηλά κτήρια και με ελάχιστη χαμηλή βλάστηση, πέρα από τους κάκτους, το μόνο που σπάει το μάτι είναι οι πυλώνες ηλεκτρικού ρεύματος που διατρέχουν παράλληλα με αυτόν την χερσόνησο.

Στην Βολιβία πρέπει να συμπεριλάβουμε έναν δρόμο που αν και χωρίς ακόμη άσφαλτο, αποτελεί συνδετικό κρίκο για τρεις χώρες σε μία απόλυτη ευθεία 160 χιλιομέτρων!

Πίσω στην Σαουδική Αραβία υπάρχει άλλη μία ευθεία που αγγίζει τα 149 χιλιόμετρα στον αυτοκινητόδρομο 50.

Σε αυτό το σημείο της λίστας θα βρούμε και τον Eyre Highway που οι περισσότεροι τον κατατάσσουν ως την μεγαλύτερη ευθεία, όπως λέγαμε παραπάνω.

Στα 149 χιλιόμετρα, αρχίζοντας να θυμίζει πινκ-πονκ, γυρνάμε ξανά στα Great Plains, καθώς κάθετα αυτή τη φορά από την Νότια Ντακότα μέχρι τον Καναδά, συναντάς τον 83 με λίγες καμπές μέχρι και τα σύνορα με τον Καναδά, εκεί που τελειώνει πάνω στην ευθεία του 251, η οποία όμως δεν έχει το κατάλληλο μήκος για να συμπεριληφθεί σε αυτή την λίστα με τις τεράστιες ευθείες…

Πίσω στην Καλιφόρνια, των Ην. Πολιτειών αυτή την φορά, βάζουμε στην λίστα τον Interstate 10 γιατί σε ένα σημείο του λίγο πριν φτάσει στο Φοίνιξ της Αριζόνα ερχόμενοι από Los Angeles, έχουμε μία ευθεία 143 χιλιομέτρων μέσα στην έρημο. Ανά χιλιόμετρο, ο δρόμος αυτός συγκεντρώνει και ρεκόρ θανάτων που οφείλονται κυρίως σε μειωμένα αντανακλαστικά και πραγματική ύπνωση των οδηγών. Κι αυτό γιατί έχει συχνότερη διέλευση από τις υπόλοιπες υπερ-ευθείες και με εξαίρεση δύο μικρές καμπές, είναι μία τεράστια ευθεία που κοιμίζει τους οδηγούς. Παρόλο που υπάρχει διαγράμμιση για να ξυπνήσει κανείς από τον λήθαργο, πριν φύγει εκτός δρόμου, δεξιά και αριστερά η έρημος είναι χαμηλότερα, ώστε να προστατεύεται ο δρόμος από την έρημο και αρκετά αυτοκίνητα καταλήγουν που θα βγουν έξω, καταλήγουν με τούμπες στην χαμηλή βλάστηση.

Στο Illinois υπάρχει μία ευθεία 137 χιλιομέτρων, όπου πρακτικά μιλάμε και πάλι για τα Great Plains, και είναι ένας στενός δρόμος με μία λωρίδα ανά κατεύθυνση. Υπάρχει και εδώ ειδική διαγράμμιση για να αποτρέπει τον λήθαργο πατώντας εκτός, όμως στην περίπτωση που δεν βγει ο κοιμισμένος οδηγός στο αντίθετο ρεύμα, αλλά εκτός δρόμου, απλά θα βρεθεί σε κάποιο τεράστιο χωράφι. Εκτός κι αν έχει δυτική κατεύθυνση, από την μεριά δηλαδή των κολώνων ηλεκτρικού ρεύματος…

Λίγο πιο βόρεια περνάμε στον Καναδά και στο Saskatchewan, ένα απίστευτο μέρος με αναρίθμητες λίμνες, περισσότερες από 100.000 αν υπολογίσεις και τα “ponds” που μαζί με τα ποτάμια καθιστούν το τεράστιο μέρος να έχει περισσότερο νερό και… από την θαλασσινή Ελλάδα! Εξαπλάσιο σε έκταση από την χώρα μας, το Saskatchewan κρύβει απίστευτη ομορφιά και πολλά σημεία που μπορείς να είσαι ολότελα μόνος σου! Στο καναδικό μέρος των Great Plains, σχετικά κοντά στα σύνορα και με την Β. Ντακότα, και με εκκίνηση στην πόλη που το βράδυ βλέπεις τα άστρα, γιατί τα φώτα δεν σε τυφλώνουν, το Stoughton, ξεκινά μία ευθεία 138 χιλιομέτρων μέχρι την πρωτεύουσα της Νομαρχίας, την Regina.

Στην Αργεντινή, στην επαρχία La Pampa, βρίσκεται μία ευθεία 133 χιλιομέτρων που πλέον αποτελείται -και- από άσφαλτο. Δεν έχει στρωθεί σε όλο το μήκος, αλλά οδηγείς άφοβα καθώς επί δεκαετίες χρησιμοποιείται και είναι στρωμένη με 3Α – το άφοβα είναι σχετικό, γιατί πέφτουν πολλοί κεραυνοί σε περίπτωση καταιγίδας και μάλιστα πάνω στα οχήματα…

Στα 125 χιλιόμετρα μήκους, βρίσκουμε με διαφορά την πιο συχνά χρησιμοποιούμενη τεράστια ευθεία, την ευθεία που έχει συνέχεια κίνηση! Νοτιοδυτικά της Ομάχα, συνδέοντας το Lincoln με το Grand Island η οδός «Χριστόφορου Κολόμβου» έχει δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση και παρά την συχνή διέλευση δεν κινδυνεύεις τόσο από κοιμισμένους οδηγούς. Ούτε εδώ υπάρχει κάτι να δεις δεξιά και αριστερά, οπότε το γεγονός πως δεν είσαι μόνος σου αλλά με πολλά αυτοκίνητα, είναι το καλύτερο παράδειγμα για το επιχείρημα πως και ο άδεις δρόμος κοιμίζει από μόνος του, είναι δεν είναι βαρετός.

Ξανά στην Αυστραλία, κρατιόμαστε για λίγο ακόμη πάνω από τα εκατό χιλιόμετρα. Με μήκος 120 χιλιομέτρων, συναντάμε έναν καταπράσινο δρόμο με αρκετά δέντρα κατά μήκος! Στην Νέα Νότια Ουαλία, διασχίζοντας λιβάδια και όχι δάση, αλλά με αρκετό νερό στο υπέδαφος, ο Mitchell Highway έχει δεξιά και αριστερά δέντρα ενώ πίσω από αυτά, το απόλυτο κενό για άλλη μία φορά. Λιβάδια, και πάλι λιβάδια.

Μέχρι στιγμής πηγαινοερχόμαστε μεταξύ Αμερικής, Αυστραλίας και Σαουδικής Αραβίας και έτσι θα παραμείνουμε περιορίζοντας την λίστα για έως 100 χιλιόμετρα μήκος. Στην υπόλοιπη Αφρική υπάρχουν επίσης τεράστιες ευθείες, όχι όμως σε καινούριους δρόμους, με πρόσφατη χάραξη όπως στην Σαουδική Αραβία. Αυτό σημαίνει πως υπάρχουν στροφές ή καμπές πιο έντονες από εκείνες που θα ήθελε κανείς να παραβλέψει. Στην ενδοχώρα της Νότιας Αφρικής, οι ευθείες αυτές διακόπτονται από παρακάμψεις, όπως και στην υπόλοιπη Αφρική. Παρακάμψεις για ένα σωρό λόγους, από το γεγονός πως κάποια περιοχή είναι ιερή έως διαφορές φυλών και άλλων παραγόντων που απαγορεύουν την διέλευση. Παρόλο που υπάρχουν λοιπόν τεράστιες ευθείες, δεν είναι κάποια από αυτές πάνω από 100 χιλιόμετρα, τουλάχιστον όχι ακόμη. Ξανά στην Σαουδική Αραβία λοιπόν, κι εκεί στον 95 αυτή την φορά, όπου μία ευθεία 110 χιλιομέτρων περνά μέσα από την έρημο. Να γιατί οι Άραβες εκεί, επιδίδονται στο άγριο σπορ του ντιφταρίσματος με πολλά χιλιόμετρα… φτιάχνουν στροφές στις απόλυτες ευθείες τους.

Τελευταίο στην λίστα των «πάνω από 100» ξανά το ονειρεμένο Saskatchewan (μονάχα για 20 ημέρες το χρόνο είναι όνειρο) που με 104 χιλιόμετρα σε μία ευθεία οριζόντια στο χάρτη, κάνει εντονότερο το θέμα των λιμνών που λέγαμε παραπάνω. Εδώ αν βγεις εκτός δρόμου μπορεί να καταλήξεις σε κάποια λίμνη χωρίς καμία επιβράδυνση! Από το επίπεδο του δρόμου οι λίμνες δεν ξεχωρίζουν παρά μονάχα για τους ντόπιους που γνωρίζουν πώς να καταλάβουν τις συστοιχίες των θάμνων τριγύρω των λιμνών.

Να βάλουμε τέλος στην λίστα και μία ευθεία κάτω των εκατό, μία ευθεία της καρδιάς μας, στο Colorado που μπορεί να είναι «μόλις» 77 χιλιόμετρα αλλά περίπου στο κέντρο της έχει ένα φοβερό κέντρο ερπετών, που περιλαμβάνει κροκόδειλους και αλιγάτορες, καθώς και τεράστια φίδια. Με εκατοντάδες εκτάρια σε γη, έχουν το χώρο που χρειάζονται ενώ, η ευθεία αυτή διέρχεται και από ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κυκλικής σποράς. Όπως και στην έρημο, έτσι κι εδώ, η πληθώρα γης και τα παραπανίσια εκτάρια, επιτρέπουν στους αγρότες να θυσιάζουν χώρο για να εξοικονομήσουν πόρους και κυρίως νερό. Για αυτό και η καλλιέργεια γίνεται σε κυκλικά χωράφια…

Σε κάθε βαρετό δρόμο, όπως ακριβώς αυτοί στην λίστα μας, με τίποτα σημαντικό να δεις δεξιά και αριστερά - δεν είναι η ταχύτητα εκείνη που θα σε κρατήσει σε εγρήγορση.

άποψη από τις ευθείες στο Saskatchewan , δεξιά και αριστερά υπάρχουν αναρίθμητες λίμνες που δεν τις καταλαβαίνεις από το επίπεδο του δρόμου...

Άλλωστε δεν είναι λίγα τα παραδείγματα, όπου κυριολεκτικά στην μέση του πουθενά, σε περιμένει κάποιος σερίφης να κάνεις το λάθος… Κάνοντας εκούσιες συσπάσεις σε κάποιον μεγάλο μυ, όπως ο τετρακέφαλος, διατηρώντας μία ταχύτητα που δεν θα καταστρέψει το πίσω ελαστικό από την υπερθέρμανση, όπως μπορεί να συμβεί στην έρημο, και έτοιμος να σταματήσεις μόλις βαρύνει το βλέφαρο, οι μεγάλες ευθείες μπορούν να φύγουν κάτω από τις ρόδες σου με ασφάλεια. Προσωπικά σε μία τέτοια αγάπησα τις Harley για τις οποίες ως τότε, πολλά χρόνια πριν και δίχως την τωρινή εμπειρία, θεωρούσα μοτοσυκλέτες που δεν μπορούν να προσφέρουν πολλά. Με λιγότερο από 120χμαω, και με το τοπίο να έχει από ώρα τελειώσει να προσφέρει εναλλαγές ανάμεσα σε κάκτους και λόφους άμμου, το μόνο εκείνη την ώρα σου έλεγε πως κάτι συμβαίνει, ήταν η Harley… Προφανώς και μία superbike με dragster ψαλίδι και κάποιον να σε ακολουθεί με μπιτόνια βενζίνης για τον απαραίτητο ανεφοδιασμό την μέση του πουθενά, είναι πολύ πιο διασκεδαστικό. Όμως όταν θα εμφανιστεί έλεγχος ταχύτητας εκεί που δεν μπορείς να ξεφύγεις κυριολεκτικά στην μέση του πουθενά, μία μοτοσυκλέτα που στα 120χμαω σου κινεί το ενδιαφέρον, είναι η καλύτερη επιλογή…

άποψη της ευθείας στην Νέα Νότια Ουαλία, με δέντρα δεξιά και αριστερά, από τα λίγα στην ευρύτερη αχανή περιοχή...