Μια απ' τις πιο σημαντικές "μοτοσυκλέτες" της Moto Guzzi

Η κρυφή ιστορία πίσω απ' το τρίτροχο
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

6/2/2019

Moto Guzzi V7, η πιο αναγνωρίσιμη της εταιρείας που κατέχει το ρεκόρ του Ευρωπαίου κατασκευαστή με την μεγαλύτερη ΑΔΙΑΚΟΠΗ λειτουργία, μία μοτοσυκλέτα είδωλο για όλους τους ιταλόφιλους και όχι μονάχα τους guzzisti! Σήμερα θα πάμε στην απαρχή της ιστορίας της και θα βρούμε την βάση για έναν από τους λόγους της επιτυχίας της. Και για να το κάνουμε αυτό θα ξεκινήσουμε με μία ελάχιστα γνωστή τρίκυκλη μοτοσυκλέτα, που παίζει με τα όρια που υπάρχουν με την αυτοκίνηση του σήμερα, μιας και κάποτε όλες αυτές οι περιοχές ήταν ακόμη πιο γκρίζες…

Με μια πρώτη ματιά το τρίτροχο της Moto Guzzi εντυπωσιάζει με τον σχεδιασμό του θυμίζοντας περισσότερο αυτοκίνητο -λόγω του τιμονιού- και λιγότερο φουρκόνι όπως θα προτρέξουν πολλοί να το παρομοιάσουν, όμως στην πραγματικότητα είναι κάτι τελείως ξεχωριστό.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 η Moto Guzzi υπέγραψε μια συμφωνία με τον ιταλικό στρατό ώστε να τους κατασκευάσει ένα όχημα ικανό για να περάσει ακόμη κι απ’ τα πιο δύσβατα ορεινά μονοπάτια, μεταφέροντας συνάμα μεγάλες ποσότητες προμηθειών και χωρίς να έχει μεγάλο κόστος συντήρησης. Η πρόταση έπεσε στο τραπέζι της Moto Guzzi απ’ τον στρατηγό Ferruccio Garbari που ήθελε να “αποσύρει” τα μουλάρια που χρησιμοποιούσαν μέχρι πρότινος τα στρατεύματα για την μεταφορά εφοδίων καθώς κατά τη διάρκεια του ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου αποδείχτηκαν υπό μια έννοια ζημιογόνα, αφού όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί έπρεπε να τραφούν για να αποδώσουν - και με τη τροφή να είναι περιορισμένη τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα δύσκολα. Έτσι τον Μάρτιο του 1960 μετά από έναν χρόνο εντατικών δοκιμών και τροποποιήσεων, η Moto Guzzi παρουσίασε το Autoveicolo Da Montagna (ορεινό όχημα).

Υπεύθυνος για τη δημιουργία του ήταν ο ευρηματικός μηχανικός της ιταλικής εταιρείας, Giulio Carcano. Το αρχικό του πλάνο ήταν να χρησιμοποιήσει τον μονοκύλινδρο κινητήρα των 500 κυβικών που είχαν κι άλλες μοτοσυκλέτες της εταιρείας -τόσο στρατιωτικές όσο και παραγωγής, όμως αφού αποδείχτηκε αρκετά αδύναμος τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Λίγα χρόνια νωρίτερα ο Giulio είχε σχεδιάσει έναν αερόψυκτο δικύλινδρο V 90ο με σκοπό να τοποθετηθεί στην sport έκδοση του Fiat 500, όμως το σχέδιο ματαιώθηκε καθώς η Moto Guzzi δεν είχε τη δυνατότητα να τον παράγει στις ποσότητες που ζητούσε η Fiat. Ναι, ήταν μία ωραία εποχή που ευνοούσε τις συνεργασίες. Το γεγονός πως ήταν υπεύθυνος στη δημιουργία του Autoveicolo Da Montagna του έδωσε τη δυνατότητα να εξελίξει περαιτέρω τον κινητήρα αυξάνοντας τον κυβισμό στα 754 κυβικά, προσφέροντας έτσι στο βαρυ σχετικά πρωτότυπο τις απαραίτητες επιδόσεις για να περνά και απ' τα πιο δύσκολα μονοπάτια. Ακόμη, ο κινητήρας είναι εφοδιασμένος με κιβώτιο έξι σχέσεων και μια όπισθεν παρέχοντας την κατάλληλη κλιμάκωση της δύναμης ώστε να ανεβαίνει μέχρι και πλαγιές με κλίση έως 31 μοίρες. Για να μην αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα σε οποιοδήποτε τερέν, εφοδίασε τους πίσω τροχούς με ένα είδος ερπύστριας που μάλιστα είναι ρυθμιζόμενη ώστε να παρέχονται τα μέγιστα δυνατά επίπεδα πρόσφυσης, ενώ η μετάδοση της κίνησης γίνεται μέσω του διαφορικού.

Ακόμη ο μπροστινός τροχός παίρνει κίνηση απ’ τον κινητήρα μέσω δύο αξόνων με αποτέλεσμα να εκμηδενίζονται σχεδόν οι πιθανότητες να κολλήσει σε κάποιο μέρος στο βουνό. Όμως, το μεγαλύτερο ατού του –η αναρρίχηση στις απότομες πλαγιές- ήταν ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο μειονέκτημά του, καθώς είχαν σκοτωθεί αρκετοί στρατιώτες την ώρα που ανέβαιναν στις πλαγιές αφού πολλές φορές αναποδογύριζε, πλακώνοντάς τους. Με την σκληρότητα που υπήρχε εκείνη την εποχή, συγκριτικά με την πιο εύκολα συναισθηματικά φορτισμένη δική μας, να ρίχνει βάρος και στο ίδιο το στράτευμα, καθώς δεν ήταν επαρκώς εκπαιδευμένο...

Σαν σύνολο εκπλήρωνε επιτυχώς τον στόχο του, αφού το πεδίο δράσης του δεν γνώριζε περιορισμούς -χάρη στην κίνηση στους τρεις τροχούς και τις ερπύστριες- ενώ παράλληλα το κόστος συντήρησης δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο σε χρήμα αλλά αντίθετα σε χρόνο. Πράγμα που σε στρατιωτικούς όρους το καθιστούσε ασύμφορο. Έτσι οι απώλειες που είχαν προκύψει απ’ τη χρήση του και σε συνδυασμό με τη δύσκολη συντήρηση που είχε λόγω των αξόνων κίνησης οδήγησε στην διακοπή της παραγωγής της, το 1963. Δεν είναι τυχαίο που το ψευδόνυμό του σε πολύ ελεύθερη μετάφραση, ήταν: "Συνονθύλευμα γραναζιών".

Το εικονιζόμενο, άψογα ανακατασκευασμένο μοντέλο, προέρχεται απ’ το μουσείο The motorworld του V. Sheyanov που βρίσκεται κοντά στην Σαμάρα, βορειοανατολικά της χώρας μας κοντά στα σύνορα της Ρωσίας και του Καζακστάν.

Ο Peter Moskovsskikh αναφέρει την ιστορία της μοτοσυκλέτας μέχρι να μπει στο μουσείο ως έκθεμα λέγοντας: “Την αποκτήσαμε από έναν συλλέκτη στο Rimini. Δεν ήταν σε κακή κατάσταση όμως η ολική ανακατασκευή της ήταν απαραίτητη. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να βρούμε όλα τα ανταλλακτικά και όχι η διαδικασία της αναπαλαίωσης που διήρκησε έξι μήνες.” Για την ακρίβεια η αναπαλαίωση ήταν τόσο πιστή που απέκτησε ξανά μέχρι και την Beretta 38/49 που χρησιμοποιούσαν τα ιταλικά στρατεύματα στο ‘B Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και το έμβλημα του Torino Alpini του στρατιωτικού σώματος που την χρησιμοποιούσε.

Η ανακατασκευή της όμως δεν έγινε στο ρωσικό μουσείο όπως πολλοί θα πιστεύαμε αλλά πίσω στην Ιταλία, στο Cingoli, απ’ τον Costantino Frontalini ιδιοκτήτη ενός άλλου μουσείου που είναι αφιερωμένο στα sidecars.

Το τρίτροχο της Moto Guzzi έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της κίνησης που είχε και στους τρείς τροχούς καθώς και των ερπυστριών της όμως το πραγματικό μυστικό είναι ότι κρύβει μέσα της κάτι που είναι ανεκτίμητης ιστορικής αξίας για την εταιρεία, τον κινητήρα της. Όχι μόνο επειδή ήταν ο πρώτος διάταξης V της Moto Guzzi που χρησιμοποιήθηκε έστω και σε μοντέλο για στρατιωτική χρήση αλλά επειδή μετέπειτα θα εξόπλιζε μοντέλο - είδωλο της εταιρείας, το V7.

Ο λόγος της δημιουργίας της V7, αποσκοπούσε στο να κερδίσει η Moto Guzzi έναν διαγωνισμό που είχε ξεκινήσει η ιταλική κυβέρνηση για τον εξοπλισμό της αστυνομίας με μοτοσυκλέτες. Νικητής του διαγωνισμού θα ήταν αυτός που η μοτοσυκλέτα του θα είχε το χαμηλότερο κόστος συντήρησης απ' τις υπόλοιπες στα πρώτα 100.000 και όπως καταλαβαίνετε η Moto Guzzi σε αυτόν τον τομέα δεν είχε αντίπαλο, χάρη τη δημιουργία του Giulio Carcano. Για να τον τιμήσει έδωσε τ' όνομά του στον κινητήρα, παρουσιάζοντας έτσι τον Carcano V7Έτσι το 1964 η πρώτη V7 βγήκε στην παραγωγή διαμορφώνοντας την εικόνα της Moto Guzzi που μέχρι σήμερα παραμένει αναλλοίωτη με τους εγκάρσια τοποθετημένους κινητήρες.

Αν θέλετε, εδώ μπορείτε να διαβάσετε την δοκιμή της V7 II Special 2015, συνεχίζοντας την ιστορία του Carcano...

Ετικέτες

Αποκλειστική «συνέντευξη» του John McGuinness: Μικρές σφαλιάρες αλήθειας…

Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

12/5/2016

Περάσαμε δύο μέρες με τον θρύλο του “road racing”, John McGuinness, λίγο πριν αρχίσει την εξοντωτική προπόνηση για το Isle of Man TT -εξοντωτική ως προς την χοληστερίνη και τα λιπαρά- και επιβεβαιώσαμε ότι πρόκειται για το τελευταίο ίσως αυθεντικό δείγμα, παλιάς κοπής αναβατών!

 

Έχω συζητήσει με αρκετούς αγωνιζόμενους αυτού του επιπέδου και έχω παραβρεθεί σε συζητήσεις με ακόμα περισσότερους, όμως είναι η πρώτη φορά που όταν χαιρετιστήκαμε στο τέλος, ένιωθα ότι αποχαιρετούσα έναν φίλο και κάτι μου λέει ότι το ίδιο ίσχυε κι από την πλευρά του, ή τουλάχιστον έτσι ήταν εκείνη την στιγμή μετά από μπύρες και τζιν-τόνικ, «α φ***κινκ φουντάστικ ντρινκ» όπως λέει!

Ας ξεκινήσω όμως από την αρχή, για να δώσω την συνολική εικόνα. Το MOTO είχε προσκληθεί αποκλειστικά στην παρουσίαση των νέων Dunlop Roadsmart III στην Γαλλία, που διαβάζετε στο τεύχος που κυκλοφορεί, κι εκεί ήταν και ο John McGuinness. Η παρουσία του καθοριζόταν από το νέο συμβόλαιο χορηγίας που υπέγραψε με την Dunlop και είχε έρθει μαζί με έναν εξίσου απίθανο τύπο από το τμήμα marketing, ο οποίος κουβαλούσε μία ακόμα πιο απίθανη πορεία μέσα στην εταιρία. Για σχεδόν μία δεκαετία είχε εργαστεί στην εξέλιξη των ελαστικών κι αργότερα θα καταλάβαινα, για πιο λόγο τον προώθησαν στο συγκεκριμένο τμήμα, που απαιτεί τελείως διαφορετικό υπόβαθρο. Αυτό το δίδυμο λοιπόν ήρθε κατευθείαν μόλις προσγειώθηκε, σ’ ένα παλιό κτήμα που η Dunlop είχε μισθώσει για την παρουσίαση του ελαστικού και το καθορισμένο δείπνο, πριν την δοκιμή μας που θα ξεκινούσε νωρίς το πρωί την επόμενη μέρα.

Ο McGuinness μπαίνει στο χωλ μ΄ ένα σακίδιο στην πλάτη, και πάει κατευθείαν στο μπαρ κατεβάζοντας μία μπύρα πριν περάσει το πρώτο λεπτό. Κάνουμε μία δυνατή χειραψία με το που μας συστήνουν και πριν αρθρώσω λέξη: «περίμενε λίγο να ρίξω ένα κατούρημα, έχω πεθάνει, και μερικά φιστίκια πρέπει να μασουλήσω.. έρχομαι μωρέ δεν θα αργήσω». Ωραία λέω από μέσα μου, κάθε έννοια επισημότητας και τυπικότητας μπορώ να θεωρήσω ότι μόλις έληξε… Του δείχνω ένα τεύχος του MOTO, το ξεφυλλίζει και εντυπωσιάζεται: «ωραίες φωτογραφίες και στήσιμο, ελληνικά δεν ξέρω μπορεί να είναι σκατά όλα εδώ μέσα.. αλλά οκ». Το συνεχίζω στο στιλ του: «Μην ανησυχείς, στην Ελλάδα κάθε πωλητής που θεωρεί ότι δεν πουλάει γιατί εμείς γράψαμε την γνώμη μας - όχι γιατί δεν είναι καλός στη δουλειά του - ή κάθε ένας που δεν του επιβεβαιώνουμε ότι αγόρασε το καλύτερο μοντέλο των πέντε ηπείρων και των επτά θαλασσών, λέει ακριβώς τα ίδια. Αμφότεροι χωρίς να έχουν διαβάσει πολλές φορές, χωρίς αντεπιχειρήματα!» Γελάει δυνατά και φτύνει και μερικά φιστίκια που μασουλούσε: «ο κόσμος είναι ευκολόπιστος φίλε και ακολουθεί εκείνον που δίνει την ωραιοποιημένη εικόνα, όταν λες αλήθειες κάνεις εχθρούς». Κατά την παρουσίαση που ξεκίνησε αμέσως μετά, κάθισε στο βάθος της αίθουσας, κι όταν οι άνθρωποι της Dunlop ανακοίνωσαν ότι μαζί μας είναι και ο McGuinness, για να τον δουν και οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι, εκείνος σήκωσε απλά το χέρι του: «ναι-ναι, αυτός είμαι εγώ»…

 

Ο John McGuinness ξεφυλλίζοντας ένα παλιότερο τεύχος του MOTO:

 

Το μόνο θετικό με τις αποκλειστικές αποστολές, σε σύγκριση με τις καλές εποχές όταν μαζί με το MOTO ταξίδευαν και πολλοί ακόμα δημοσιογράφοι, είναι ότι τώρα που είμαστε ένας ή δύο Έλληνες δεν μπορούν να μας κρατήσουν ξεχωριστό τραπέζι κι έτσι σχεδόν πάντα καταλήγουμε να καθόμαστε μαζί με τους ανθρώπους των εταιριών. Αυτό είναι ένα τεράστιο πλεονέκτημα, γιατί η κουβέντα μπορεί να συνεχίσει με πιο προσωπικό χαρακτήρα και σε χαλαρότερο ύφος. Πολλές από τις αποκλειστικές πληροφορίες που γράφουμε στο MOTO για τις μοτοσυκλέτες, ή τα ελαστικά στην προκειμένη περίπτωση, τις έχουμε εκμαιεύσει μ’ αυτόν τον τρόπο. Για παράδειγμα οι πολυπληθείς Ιταλοί σε παρακείμενο τραπέζι, δεν αντάλλαξαν κουβέντα με τον McGuinness, δύο μέρες. Από την άλλη πλευρά, η κουβέντα αυτή δεν γίνεται να μετατραπεί ποτέ σε συνέντευξη, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τον συγκεκριμένο τύπο, αλλά μπορεί να βγει μία ιστορία που φανερώνει πολλά περισσότερα για τον χαρακτήρα του, κι αυτό ακριβώς διαβάζετε, γι’ αυτό και υπάρχουν τα εισαγωγικά στην λέξη «συνέντευξη» στον τίτλο! Καθόμαστε αντικρυστά λοιπόν απολαμβάνοντας ένα κομμάτι φουά γκρα με ένα συνονθύλευμα παράταιρων μεταξύ τους υλικών που μόνο μασώντας τα όλα μαζί υπάρχει νόημα, και με αφορμή την γαστριμαργία που έχει απλωθεί μπροστά μας και τον ρυθμό που την εξαφανίζει, σχολιάζω τα παραπανήσια κιλά του και τον ρωτάω για τις διατροφικές συνήθειες, και το αγγλικό πρωινό των πρωταθλητών: «Φίλε έχω προσπαθήσει στο παρελθόν ν’ ακολουθήσω ότι βλακεία υπάρχει εκεί έξω και δεν θα το ξανά κάνω ποτέ. Δεν μπορούσα να οδηγήσω! Το κεφάλι μου πονούσε, έχανα αυτοσυγκέντρωση, αισθανόμουν κουρασμένος. Μόλις έπεσα ξανά στις μπριζόλες ήρθα στα ίσια μου. Έκανα ξανά χρόνους! Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά έτσι είναι σε εμένα, αυτό δουλεύει. Έχω κοιλιά και πάω γρήγορα, όταν δεν έχω πάω σκατά!»

 

Καταρχήν είναι απόλαυση να τον ακούς να τα λέει όλα αυτά με την προφορά που τον διακρίνει, κάνοντας γκριμάτσες και βάζοντας την λέξη από “f” στη μέση κάθε φράσης, ενίοτε και δύο φορές, κολλώντας την κάπου τυχαία, από το άγχος μήπως και την ξέχασε. Αμέσως μετά έρχεται ένα κομμάτι ψάρι που το κοιτά στραβά και αστειευόμαστε με την γκριμάτσα του, για να έρθει το σχόλιο από τον περίεργο άνθρωπο της Dunlop, που δεν θα κατονομάσουμε: «ξέρεις ο τύπος αυτός –δείχνει τον McGuinness δίπλα του- πάει για ψάρεμα συνέχεια και μία εποχή έβγαζε και λεφτά από αυτό, αλλά δεν του αρέσουν και δεν τα έτρωγε ποτέ. Ψαράς που δεν τρώει ψάρια!». Σωστά για αυτό άλλαξε επάγγελμα του λέω! Την ώρα που ο διπλανός δημοσιογράφος, ένα φίλος από την Πορτογαλία, γυρίζει να μιλήσει από την άλλη πλευρά, ο McGuinness αρχίζει να του τσιμπάει τα καρότα από το πιάτο με το ένα χέρι, κάνοντας μου νόημα με το άλλο να μην πω τίποτα… Μέχρι να γυρίσει, το πιάτο ήταν τελείως άδειο. Στην κεφαλή του τραπεζιού μας καθόντουσαν ο διευθυντής του αγωνιστικού τμήματος της Dunlop, ένας άνθρωπος που συνήθως παρευρίσκεται σε δείπνα με την Dorna, αρκετοί κορυφαίοι από το τμήμα marketing και στην απέναντι πλευρά, ο υπεύθυνος εξέλιξης των ελαστικών. Όχι μόνο δεν τον σταμάτησε αυτό, αλλά μόλις έφεραν ένα επιδόρπιο, μία μεγάλη μπάλα λεπτής σοκολάτας που μέσα της είχε μία μικρότερη με παγωτό, ο McGuinness έριξε μία γροθιά στο πιάτο του διπλανού του, (του απίθανου Άγγλου που τον συνόδευε στο ταξίδι) ανατινάζοντας το γλυκό, εκτοξεύοντας παγωτό και σοκολάτες στο τραπέζι! Όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει άπαντες σε αμηχανία, αν γινόντουσαν με το θράσος ενός έφηβου που αποζητά την προσοχή και συμπεριφέρεται απερίσκεπτα. Είναι αλήθεια ότι διαβάζοντάς τα κανείς, αυτήν την εντύπωση αποτυπώνει, ότι ο McGuinness συμπεριφέρεται σαν άξεστος έφηβος. Ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Δεν έχω πετύχει άλλον τύπο ανθρώπου, που μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο σ’ ένα επίσημο τραπέζι, μπροστά σε αγνώστους, με σοβαρότητα και επισημότητα, αλλά όχι με θράσος. Με το στιλ, κοιτάξτε ας χαλαρώσουμε λίγο, κι ας συνεχίσουμε ως ενήλικες και μάλιστα να περνά το στιλ αυτό με άνεση σε όλους! Εξαιτίας του McGuinness λοιπόν, καταλήξαμε να είμαστε μία παρέα φίλων, τσουγκρίζοντας ποτήρια και κάνοντας περισσότερη φασαρία και από την κλίκα των Ιταλών δημοσιογράφων!

Ήταν η κατάλληλη ώρα λοιπόν, για τις πιο σοβαρές ερωτήσεις: «Τι γνώμη έχεις για το περιστατικό Marquez – Rossi, από την στιγμή που τους ξέρεις και προσωπικά;» - «Κοίτα, όποιος επιμένει ότι ο Rossi δεν κλώτσησε τον Marquez κάνει τραγικό λάθος, έχω ρίξει πολλές κλωτσιές και αγκωνιές ακόμα, ξέρω τι σου λέω. Όμως από την άλλη ο Marquez του άξιζε ένα χέρι ξύλο, όχι απλώς κλωτσιά, συμπεριφέρθηκε σαν π*****ς!» - «Είχα πει ακριβώς το ίδιο, και ήταν η πρώτη φορά που δέχτηκα μπούλινγκ στην δημοσιογραφική μου καριέρα, παίζει να είμαι και ο μόνος από τη χώρα μου που υποστήριξε δημόσια κάτι τέτοιο... άσχετα με τ’ ότι ο Rossi είναι ο αγαπημένος μου αναβάτης… κι όσο έβγαιναν αργότερα πολλοί δημοσιογράφοι ανά τον κόσμο κι έλεγαν το ίδιο, ότι δηλαδή πρώτη φορά έβλεπαν μπούλινγκ στο MotoGP, τόσο μετριαζόταν οι αντιδράσεις. Στο τέλος αρκετοί οπαδοί του Rossi άλλαζαν στάση λέγοντας απλά ότι του άξιζε η κλωτσιά, δηλαδή αναγνωρίζοντας τι συνέβη!» - «Σωστά, ο κόσμος ξέρεις θέλει αναβάτες-είδωλα. Ο Marquez από την άλλη συμπεριφέρθηκε απαίσια καθυστερώντας τον Rossi, και είναι εξίσου κάτι που δεν χωρά αμφισβήτηση. Απλά περιμένεις από τον Rossi να αντιδράσει διαφορετικά, αν είχε κρατήσει την ψυχραιμία του μπορεί να είχε κερδίσει και τον τίτλο. Εμένα με ενόχλησε πολύ και ο Lorenzo, αν είχε α*****ια θα πήγαινε τότε - μετά τον γύρο προθέρμανσης - και θα σταματούσε δίπλα στον Rossi, για να ξεκινήσουν μαζί! Μπορεί να έχανε τον τίτλο, αλλά θα είχε κερδίσει απίστευτο σεβασμό και θα άλλαζε την γνώμη του κόσμου για πάντα. Όμως δεν έχει α*****ια! Ξέρεις, αυτό που πρέπει να καταλάβουν όλοι αυτοί οι παγκόσμιοι αναβάτες, είναι ότι σε περίπτωση που δεν υπήρχε ο Rossi, δεν θα υπήρχε και το τελευταίο μηδενικό στην παχουλή αμοιβή τους! Εκατομμύρια παίρνουν μόνο και μόνο γιατί υπήρξε το φαινόμενο Rossi, αλλιώς θα σου έλεγα εγώ τι θα έπαιρναν! Το αντιλαμβάνονται βέβαια, και εγώ το έχω πει σε πολλούς, το αναγνωρίζουν, αλλά είναι και ο εγωισμός στην μέση..» - «Ο Rossi είναι ο καλύτερος όλων των εποχών, όχι αλάνθαστος, αλλά ο καλύτερος, εσύ; Τον φτάνεις έστω και λίγο;» - «Χα! Φαντάζομαι ξέρεις τι είπε όταν ήρθε στο Isle of Man (σημ.: Ότι οι αναβάτες είναι τρελοί και ο αγώνας πολύ επικίνδυνος) με προσκάλεσε κιόλας να πάω στο ράντσο του. Δύο φορές ήταν να πάω, αλλά και τις δύο υπήρχε πρόβλημα με το πρόγραμμά μας, δεν ταίριαζε. Με ενόχλησε όμως ότι θα υπογράφαμε χαρτί, που θα έλεγε πως κάθε video που θα τραβούσαμε, θα το ενέκριναν οι δικοί του και θα έκοβαν κάθε απόσπασμα που θα με έδειχνε μπροστά!» - «Γιατί είσαι τόσο σίγουρος ότι εσύ και η κοιλιά σου, θα ήσασταν πιο γρήγοροι από τον Rossi- «Γιατί φίλε μου εγώ έχω το όπλο του ρίσκου, εκείνος όχι. Εγώ στα α*****ια μου αν πέσω, εκείνος όχι! Και μέσα εκεί, δεν είναι πίστα να έχει το πάνω χέρι, ταιριάζει περισσότερο το στιλ μου» - «Μου φαίνεται δεν θα μάθουμε ποτέ» του λέω με νόημα. - «Εγώ πάλι είμαι σίγουρος!» μου απαντά γελώντας.

 

Ο McGuinness με τον Rossi, το 2009

 

Όπως καταλαβαίνετε, ο McGuinness δεν είναι άνθρωπος που τον απασχολεί η δημόσια εικόνα του για να μετρήσει τα λόγια του, και διακατέχεται από μία ειλικρίνεια που σπάνια συναντάς. Δεν είναι όλοι όσοι συμμετέχουν στο “road racing” το ίδιο, και για αυτό τον ρώτησα πιο συγκεκριμένα, και χωρίς περιστροφές:

«Ο Guy Martin είναι σίγουρα πιο γνωστός στην Ελλάδα από εσένα, κι ας έχεις κερδίσει τόσους τίτλους στο Isle of Man που δεν τους θυμάσαι όλους, αντιστρόφως ανάλογα όμως απολαμβάνει περισσότερη δημοσιότητα παντού» - «Κοίτα ο Guy δεν είναι και πολύ καλά, έχει θέματα εννοώ, είναι αγοραφοβικός και δεν αντέχει τον κόσμο, και έχει πρόβλημα συγκέντρωσης. Για καμιά ώρα μπορεί να μείνει συγκεντρωμένος, μετά όμως το χάνει και για αυτό δεν κερδίζει. Πιστεύω ότι θα ξανά γυρίσει όμως, θα ξανά τρέξει από την επόμενη χρονιά» - «Ναι αλλά γιατί είναι τόσο δημοφιλής πιστεύεις; Μήπως γιατί βγήκε στο ντοκυμαντέρ και είπε ότι “την παίζει”;» - «Σώπα μωρέ, όλοι μας “την παίζουμε” δεν είναι αυτό. Απλά έχει εκπληκτικό μάνατζερ, έχει μάνατζερ για την δημόσια εικόνα του, κατάλαβες;» - «Θα κρατήσω αυτό που είπες για την συγκέντρωση. Είναι αυτό που σε κάνει να ξεχωρίζεις;» - «Είναι απαραίτητο χαρακτηριστικό στους αγώνες, αλλά ειδικά στο Isle of Man, είναι απαραίτητο για την επιβίωσή σου. Χάνεις αυτοσυγκέντρωση και μπορεί να χάσεις τη ζωή σου, το ρίσκο είναι μεγάλο και όλοι μας έχουμε βρει τρόπο να εξασκήσουμε την αυτοσυγκέντρωσή μας!».

Την συζήτηση διακόπτει ο δίδυμος αδερφός του στην δόση τρέλας που κουβαλάνε, ο άνθρωπος της Dunlop που τον πιάνει κεφαλοκλείδωμα βάζοντας τέλος στην συζήτηση για τους αγώνες και γυρνώντας το στα προσωπικά. Το τρελό αγγλικό σύστημα ασφάλισης, είναι η αιτία που ο McGuinness δεν οδηγεί στον δρόμο. Μόλις δηλώσει το επάγγελμά του: «αναβάτης αγώνων», τα ασφάλιστρα εκτοξεύονται τόσο ψηλά που καθίστανται απαγορευτικά. «Έχω μονάχα ένα MSX 125 και μάλιστα με χορηγία, κάθε φορά που το καβαλάω πρέπει στο κράνος να φαίνεται το αυτοκόλλητο της ασφαλιστικής!». Ο McGuinness κάνει και enduro για προπόνηση: «Έχω ένα KTM, αλλά επειδή έχω συμβόλαιο με την Honda δεν πρέπει κανείς να με δει με αυτό…».

Την επόμενη μέρα η δοκιμή ξεκινά από τον δρόμο και ο McGuinness οδηγεί μαζί μας, όμως είναι πίσω από τους τελευταίους και πηγαίνει αρκετά πιο σιγά. Η δικαιολογία του είναι ότι το απολαμβάνει, έχει καιρό να οδηγήσει μοτοσυκλέτα στο δρόμο και δεν ξέρει πότε θα το ξανά κάνει. Βρίσκει μάλιστα το Crosstourer με DCT εξαιρετικό και του λέω ότι αυτό είναι παραπάνω από ανησυχητικό. Γιατί το DCT είναι εξαιρετικό στην Africa Twin και γενικά το Crosstourer δεν είναι κορυφαία μοτοσυκλέτα, αλλά για εκείνον μετρά η βόλτα… Το μεσημέρι οδηγούμε στην πίστα μοτοσυκλέτες της BMW με πάνω από χίλια κυβικά και εκείνος ένα ταπεινό συγκριτικά CB650F της Honda, εξαιτίας του συμβολαίου μαζί τους. Περίμενα ότι και με το MSX 125 να έμπαινε στην πίστα πάλι μπροστά μας θα έβγαινε, όπως χρόνια πριν στην ίδια πίστα είχε συμβεί με τον νεαρό τότε Simoncelli, που ενώ καβαλούσε ένα ταπεινό Dorsoduro 750 και εμείς είχαμε GSXR1000, μας περνούσε πάνω από τα κερμπ σαν σταματημένους! Οδηγούσα λοιπόν μπροστά έχοντας έναν Ιταλό δημοσιογράφο να με κυνηγάει και περίμενα με ανυπομονησία την στιγμή που ο McGuinness θα μας έκανε σουβλάκι. Ποτέ! Βγήκα και του ζήτησα τα ρέστα, για να μου πει ότι ο ρυθμός ήταν μια χαρά και δεν είχε λόγο να περάσει… Είμαι σίγουρος ότι αν του χτίζαμε έναν τοίχο στην μέση, κόβοντας το πλάτος της πίστας, τότε θα έπαιρνε τα πάνω του!

Το ίδιο βράδυ πιάσαμε μία μακρά κουβέντα για τους Άγγλους και τις συνήθειές τους γενικά, αποφεύγοντας να ξανά γυρίσουμε στους αγώνες, μένοντας μόνο σ’ ένα σημείο. Ο John πιστεύει ότι θα καταφέρει την νίκη φέτος και υποστηρίζει ότι την θέλει περισσότερο από τον καθένα για να φτάσει λίγο πιο κοντά στο ρεκόρ του Joey Dunlop. Στην ηλικία των 44άρων κανείς δεν μπορεί να πει αν θα καταφέρει να το ξεπεράσει, καθώς ακόμα κι αν κερδίσει φέτος, πάλι θα τους χωρίζουν δύο νίκες. Καθώς όμως οι αγώνες διεξάγονται σε περισσότερες από μία κατηγορίες, δεν είναι και αδύνατο να σπάσει αυτό το ρεκόρ…

Ο McGuinness δυσκολεύεται με το πρωινό ξύπνημα, μονάχα τις ημέρες των αγώνων είναι τυπικός, οπότε μας χαιρετά από το βράδυ. Θα μας συνοδέψει το πρωί μέχρι το αεροδρόμιο ο άλλος τρελός της παρέας που σιγοτραγουδά μία πρόσκαιρη επιτυχία, το Watch Me (Whip/Nae Nae) του Silentó, το τελευταίο ίσως τραγούδι που περιμένεις να ακούσεις από μεγάλο στέλεχος πολυεθνικής εταιρίας. Όσο παίρνεις τον εαυτό σου σοβαρά, τόσο πιο δύσκολο είναι να πετύχεις σ’ αυτό που κάνεις, και ο McGuinness ασπάζεται αυτό το αξίωμα στο έπακρο. Δεν γίνεται να είναι περισσότερο χαλαρός και οι εταιρίες που τον χορηγούν, τον πλαισιώνουν με άτομα της ίδιας νοοτροπίας, που αισθάνονται άνετα να σιγοτραγουδούν το Watch Me Whip... Τελικά είναι προσωπικότητες όπως ο John McGuinness, που κάνουν το Isle of Man TT τόσο ξεχωριστό, πέρα από το θέαμα και την φήμη του πιο επικίνδυνου αγώνα του κόσμου!

 

Όσο ο McGuinness ψάχνει μία φωτογραφία στο κινητό του, είναι ευκαιρία να ξεφύγουμε από τις "ανατινάξεις γλυκών" και να συνομιλήσουμε με τους ανθρώπους της Dunlop, που ξεφυλλίζουν τα τεύχη του MOTO! Στην κορυφή του τραπεζιού ο Dimtry Talboom, υπεύθυνος εξέλιξης των ελαστικών και δείχνει με το δάχτυλο εν μέσω της συζήτησης, ο Andy Marfleet διευθυνής marketing για όλη την Ευρώπη. Οι λεπτομέρειες στο τεύχος που είναι στα περίπτερα... 

 

εξαιρετικά αφιερωμένο από τον McGuinness και τον "δίδυμο στην τρέλα" το παρακάτω άσμα που σιγοτρογουδούσαν, διανθίζοντάς το με την χαρακτηριστική προφορά!

 

Ετικέτες