Αποκλειστικό: Honda CL500 - Το οδηγούμε στη Σεβίλλη

10 πράγματα που πρέπει να ξέρεις για το νέο ιαπωνικό A2 Scrambler
Honda CL500
Κώστα Γκαζή
Από τον

Κώστα Γκαζή

4/4/2023

Το ΜΟΤΟ ήταν το μόνο ελληνικό μέσο που έδωσε το παρών στην οδηγική παρουσίαση του νέου CL500 στη Σεβίλλη, όπου και οδηγήσαμε κυρίως στην άσφαλτο -αλλά και στο χώμα- τη νέα Scrambler μοτοσυκλέτα της Honda που αποτελεί ένα εξαιρετικά διασκεδαστικό και οικονομικό Α2 μοντέλο πολλαπλών ρόλων. Μέχρι να διαβάσετε την αναλυτική δοκιμή του CL500 στο τεύχος 642, ιδού 10 πράγματα που πρέπει να ξέρετε για τη νέα μοτοσυκλέτα της Honda.

1. Είναι γνήσιος απόγονος των CL της δεκαετίας του 1960 και 1970, αλλά με σύγχρονη εμφάνιση.

Όπως και τα πρώτα CL, έτσι και το CL500 του 2023, δεν είναι μια καθαρόαιμη αγωνιστική κατασκευή, αλλά αναμειγνύει Scrambler στοιχεία (19άρης μπροστινός τροχός, μεγαλύτερες διαδρομές αναρτήσεων, ψηλό τιμόνι, ψηλά τοποθετημένο τελικό εξάτμισης, ελαστικά που κάνουν και χώμα, κ.α.) σε μια κυρίως Street συνταγή, που όμως επιτρέπει στον αναβάτη να πατήσει και χώμα, έστω και με κάποιους περιορισμούς.

cl450

Παρόλο τώρα που ο χαρακτήρας του συνάδει με εκείνον των προγόνων του, το design του CL500 είναι φρέσκο, διαφέροντας ως προς τα παλαιότερα μοντέλα της Honda, τόσο στις ζάντες που είναι χυτές με μπράτσα και όχι με ακτίνες, όσο και στο μονό και ογκώδες τελικό, αντί των δυο τελικών των πρώτων δικύλινδρων μοντέλων.

2. Βασίζεται στο CMX500 Rebel, αλλά έχει τον δικό του χαρακτήρα.

CL500

Το CL500 βασίζεται στο CMX500 Rebel, που με τη σειρά του φέρει στοιχεία από τη σειρά CB500 (CB500F, CBR500R, CB500X), όπως τον δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα των 471 κ.εκ. των 46 hp, έχει όμως νέο πλαίσιο και υποπλαίσιο, με δυο αμορτισέρ αντί για ένα πίσω, ειδικά για τον cruiser προορισμό του. Οι σχεδιαστές του CL500 πήραν το Rebel και του άλλαξαν τροχούς, υποπλαίσιο, ρεζερβουάρ, τελικό εξάτμισης, σέλα, τιμόνι, και θέση οργάνων, ενώ πρόσθεσαν φυσούνες στο πιρούνι, μεγάλωσαν τις διαδρομές των αναρτήσεων και άλλαξαν ελαφρώς τη γεωμετρία, και πολύ πιο δραστικά τις διαστάσεις του τριγώνου μαρσπιέ-σέλας-τιμονιού. Εν τέλει, η γεωμετρία του CL500 (γωνία κάστερ 27 mm, ίχνος 108 mm και μεταξόνιο 1485 mm) είναι ελαφρώς διαφορετική και πιο γρήγορη από του Rebel (28 mm, 110 mm, 1488 mm), αν και φυσικά όχι τόσο σπορ όσο του CB500F (25,5 mm, 102 mm, 1410 mm). Ολοκαίνουργιο σε σχήμα είναι και το ρεζερβουάρ των 12 λίτρων (Rebel 11,2), με μαλακά ένθετα στα πλάγια του για τα γόνατα του αναβάτη. Ψηλότερο είναι το τιμόνι από ότι στο Rebel, ενώ το συμβατικό πιρούνι στο CL500 έχει φυσούνες στον στάνταρ εξοπλισμό του. Ενώ τώρα οι τροχοί στο Rebel είναι 16 ιντσών με ελαστικά υψηλού προφίλ (130/90-16 & 150/80-16), στο CL500 είναι 19 και 17 ιντσών, με ελαστικά μεσαίου προφίλ (110/80-19 και 150/70-17).

3. Νιώθεις λες και το γνωρίζεις καιρό... από την πρώτη κιόλας στιγμή που θα ανέβεις στη σέλα του.

CL500

Η ικανότητα της Honda να σχεδιάζει μοτοσυκλέτες που να τις νιώθεις γνώριμες ενώ τις καβαλάς για πρώτη φορά είναι ανεπανάληπτη, και συνεχίζεται και με το CL500X. Η περίοδος προσαρμογής στη σέλα του είναι μηδαμινή, η στάση οδήγησης άνετη και διαισθητική, οι διακόπτες γνωστοί (αντίστροφα η κόρνα με τα φλας, όπως συνηθίζει η Honda), και δεν υπάρχουν εκπλήξεις πουθενά. Ή σχεδόν πουθενά...

4. Ο κεντρικός διακόπτης δεν είναι εκεί που περιμένεις.

CL500

Για να μην ψάχνετε άδικα, ο κεντρικός διακόπτης του CL500 βρίσκεται στην αριστερή πλευρά της μοτοσυκλέτας, κάτω από το ρεζερβουάρ, ενώ αν θέλετε να κλειδώσετε το τιμόνι θα πρέπει να ξεκαβαλήσετε, και να ρίξετε μια ματιά κάτω από τον κεντρικό άξονα του τιμονιού, όπου και θα βρείτε τον συγκεκριμένο διακόπτη. Όπως καταλαβαίνετε, η Honda πήρε τις παραπάνω ιδιαιτερότητες από την cruiser κατηγορία και προίκισε με αυτές το Scrambler της.

5. Βρίθει από στρογγυλές λεπτομέρειες.

CL500

Το στρογγυλό σχήμα είναι σαφέστατη επιλογή των σχεδιαστών όσον αφορά στο design της μοτοσυκλέτας, με στρογγυλό προβολέα που προέρχεται από το Rebel -και περιέχει 4 στρογγυλά LED-, στρογγυλά φλας (με τα μπροστινά να μένουν μόνιμα αναμμένα κατά την προσφιλή τακτική της Honda για αυξημένο επίπεδο ασφάλειας, ενώ ξεκινούν να αναβοσβήνουν όταν πιέσετε τον αντίστοιχο διακόπτη), στρογγυλή οθόνη οργάνων, δώδεκα στρογγυλά LED φωτάκια στο πίσω φωτιστικό σώμα, δυο στρογγυλές απολήξεις από το μονό τελικό, και 5 κύκλους στο πλάι του προαναφερθέντος τελικού της εξάτμισης.

6. Είναι πολύ πιο όμορφο από κοντά, απ’ ότι στις φωτογραφίες.

CL500

Πρέπει να ομολογήσω πως πριν το δω από κοντά στη Σεβίλλη, η πρώτη εντύπωση μου ήταν 50-50. Από κάποιες γωνίες μου άρεσε, από άλλες όχι. Όμως από κοντά το CL500 καταφέρνει και σε πείθει. Οι Άγγλοι έχουν μια ωραία έκφραση: it grows on you. Όσο το κοιτάς, και όσο το καβαλάς τόσο περισσότερο το γουστάρεις. Και τελικά οι Ιάπωνες έχουν κάνει πολύ μετρημένη δουλειά στο design, χωρίς ακρότητες και υπερβολές, και με μια ουσιαστική απλότητα που σε κερδίζει. Πολύ καλή είναι και η ποιότητα κατασκευής, άριστη και η συναρμογή των εξαρτημάτων της μοτοσυκλέτας.

7. Δεν κατηγοριοποιείται εύκολα, και δεν σε πιέζει να το χρησιμοποιήσεις με συγκεκριμένο τρόπο.

CL500

Θέλεις να χρησιμοποιήσεις το CL500 για αστική χρήση; Άριστη επιλογή, χάρη στο χαμηλό σχετικά ύψος σέλας, στο μεγάλο κόψιμο τιμονιού, στην εξαιρετικά χαμηλή κατανάλωση των 3,6-4 λίτρων ανά 100 χιλιόμετρα, στην απροβλημάτιστη λειτουργία ψεκασμού, στον μαλακό και ακριβή συμπλέκτη, και στον ελαστικό κινητήρα που σου επιτρέπει να κινείσαι ακόμα και με 30 χλμ/ώρα έχοντας 3η στο κιβώτιο. Τα 192 κιλά της μοτοσυκλέτας, που είναι αρκετά όπως και να το κάνεις, δεν σε προβληματίζουν όταν κινείσαι, ενώ θα φανούν μόνο στους επιτόπιους ελιγμούς με τα πόδια κάτω.

CL500

Θέλεις να χρησιμοποιήσεις το CL500 για γρήγορες βόλτες στο επαρχιακό δίκτυο; Θα διασκεδάσεις με την ψυχή σου, καθώς το κράτημα υπερβαίνει κατά πολύ τις προσδοκίες σου! Στους επαρχιακούς δρόμους γύρω από τη Σεβίλλη, οι μαλακές αναρτήσεις μπορεί στα μεγάλα σαμάρια να έκαναν το CL500 να ανεβοκατεβαίνει ως pogo-stick, όμως τουλάχιστον με τον υποφαινόμενο (62 κιλά) στη σέλα δεν τερμάτισαν ποτέ, ενώ οι ταλαντώσεις έσβηναν άμεσα και δεν σε εμπόδιζαν να κινηθείς γρήγορα. Ποτέ επίσης δεν μπήκε σε λειτουργία το ABS, παρόλο που πιέσαμε τα φρένα, οδηγώντας σε μια φανταστική ορεινή διαδρομή με εξαιρετική άσφαλτο και ατελείωτες στροφές.

CL500

Θέλεις να κάνεις χώμα; Ο 19άρης μπροστινός τροχός προσφέρει μεγαλύτερη άνεση και καλύτερο έλεγχο στο χώμα αλλά και σε δρόμο με ανωμαλίες, ενώ η Honda έχει εξοπλίσει το CL500 με ελαστικά Dunlop Trailmax Mixtour που έχουν χάραξη που βοηθά στην -εντός λογικών ορίων- offroad οδήγηση. Στο MOTO θα έχετε διαβάσει την άποψή μας για τα συγκεκριμένα ελαστικά που παρότι είναι Dunlop, δεν τα κατασκευάζει η Dunlop που ξέρουμε - και η άποψή μας για αυτά δεν είναι καθόλου καλή, έτσι για να το πούμε πολύ περιεκτικά. Ωστόσο κύριος περιοριστικός παράγοντας είναι τα 150 mm της ελάχιστης απόστασης από το έδαφος, που δεν θα σας επιτρέψουν να κινηθείτε σε διαδρομή enduro -όμως η μοτοσυκλέτα δεν έχει σχεδιαστεί για κάτι τέτοιο. Παρόλα αυτά, οι ενδοτικές αναρτήσεις, τα έξτρα 30 mm διαδρομής σε σχέση με τα street 120 mm διαδρομών και ο 19άρης τροχός μπροστά συγχωρούν πολλά γλιστρήματα και λάθη, ενώ με πρώτη στο κιβώτιο και με τη βοήθεια του συμπλέκτη μπορείτε να σηκώσετε σούζα για να περάσετε πάνω από πέτρες και ξύλα που θα γρατζουνούσαν τα κάρτερ σας.

8. Είναι λιτό και δεν σε πειράζει.

CL500

Από τη μία τα Scrambler έχουν γίνει γνωστά για τον σπαρτιάτικα λιτό χαρακτήρα τους, ενώ την ίδια στιγμή η Honda θέλει να δώσει στους Α2 αναβάτες μια πραγματικά οικονομική μοτοσυκλέτα, που στην Ελλάδα αποτελεί μια από τις πιο οικονομικές προτάσεις της εταιρείας στα 500 κυβικά -οικονομικότερη από το Rebel των 7.750 ευρώ, με τιμή 7.450 ευρώ, όμως την ίδια στιγμή ακριβότερη από τα 7.190 ευρώ του CB500F. Το CL500 φέρει μόνο τα απαραίτητα όσον αφορά σε κοστούμι και εξοπλισμό, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως όταν μιλάμε για τα 4 διαφορετικά χρώματα της μοτοσυκλέτας, το μόνο που αλλάζει είναι… το ρεζερβουάρ! Το χρώμα παντού σε όλη την υπόλοιπη μοτοσυκλέτα είναι το ίδιο, και είναι μαύρο. Μαύρα μηχανικά μέρη, μαύρο φτερό, μαύρες φυσούνες, μαύρα πλαϊνά πλαστικά, μαύρα ένθετα ρεζερβουάρ, μαύρη σέλα, μαύρα όλα. Στα πρότυπα της λιτότητας λοιπόν, η οθόνη οργάνων δεν έχει στροφόμετρο αλλά ούτε καν μια βασική συνδεσιμότητα, ενώ ηλεκτρονικά συστήματα όπως Ride Modes, Traction Control, κλπ. λάμπουν δια της απουσίας τους. Παρόλα αυτά στον βασικό εξοπλισμό έχουμε και immobilizer αλλά και σύστημα Emergency Stop System (ESS) που αναβοσβήνει ταχύτατα και τα 4 φλας σε φρενάρισμα πανικού.

9. Διαθέτει ήδη εκτενή σειρά επίσημων αξεσουάρ, και αποτελεί άριστη βάση για customizing.

CL500

Οι designer της Honda δούλεψαν πάνω στη μοτοσυκλέτα με μότο το “Express Yourself”, ήτοι “Εκφράσου”, δημιουργώντας στην ουσία μια βασική, χρηστική και φιλική γυμνή Α2 μοτοσυκλέτα που όμως α) έχει ιδιαίτερη εμφάνιση neo-scrambler και β) αποτελεί βάση για εκτενές customizing, με την εταιρεία να βάζει το πρώτο λιθαράκι προσφέροντας μια σειρά με αποκλειστικά λευκά (ακατέργαστο look γαρ) aftermarket αξεσουάρ. Μάλιστα η Honda έχει δημιουργήσει και 3 πακέτα με συνδυασμούς των εν λόγω αξεσουάρ, τα οποία έχουν ως εξής:

  • ADVENTURE PACK: Χούφτες, ψηλό μπροστινό φτερό, καλύμματα πίσω αμορτισέρ, rally μαρσπιέ.
  • TRAVEL PACK: Μαλακή πλαϊνή βαλίτσα, θερμαινόμενα γκριπ, ACC θύρα φόρτισης, ρυθμιζόμενη μανέτα φρένου, tank pad.
  • STYLE PACK: Μάσκα προβολέα, ρίγα προβολέα, σιρίτια τροχών, numberplate πλαϊνό, ρίγα numberplate, ψηλή ίσια σέλα.

Το design της μοτοσυκλέτας αφήνει μια… ακατέργαστη επίγευση, κάτι που όπως μας λένε οι σχεδιαστές έχει γίνει επίτηδες για επιτηδευμένο custom look. Κάτι σαν τα τζιν που έρχονται σκισμένα πλέον από το εργοστάσιό. Και όπως και με το Rebel, έτσι φανταζόμαστε πως σύντομα θα δούμε τη Honda να οργανώνει customizing διαγωνισμούς για τους dealer και για βελτιωτικούς οίκους, με καμβά το CL500.

10. Είναι εξαιρετικά φιλικό και άνετο, ενώ βολεύει μεγάλο εύρος αναστημάτων.

CL500

Διακόσια ήταν σχεδόν τα χιλιόμετρα που διανύσαμε, τα 195 από αυτά στην άσφαλτο, τυπικά νούμερα για παρουσιάσεις σε ξένο έδαφος. Η δοκιμή στην Ελλάδα θα είναι πολύ πιο αποκαλυπτική, ωστόσο οι συνθήκες της παρουσίασης επέτρεψαν ορισμένα σαφή, πρώτα συμπεράσματα. Η θέση οδήγησης είναι εξαιρετικά άνετη, με αναβάτη ύψους 1.70 να τεντώνει τα χέρια -όχι ενοχλητικά- και με πόδια διπλωμένα σε μια απολύτως λογική γωνία. Την ίδια ώρα, αναβάτης 1.85, επίσης άνετος, με τα χέρια να λυγίζουν πλέον, τα πόδια διπλωμένα περισσότερο, αλλά και πάλι χωρίς να πιάνονται -η aftermarket ψηλότερη σέλα βοηθάει κι άλλο τους πιο ψηλούς. Το γεγονός πως μετά από 200 χιλιόμετρα πάνω στη σέλα του CL500 αισθάνεσαι έτοιμος απλά να συμπληρώσεις βενζίνη και να συνεχίσεις ακόμη και με περισσότερες επαναλήψεις της διαδικασίας, φανερώνει πόσο άνετη είναι συμβίωση με αυτή την μοτοσυκλέτα, που ξεπερνά τα δεδομένα της ιδιαίτερης αυτής κατηγορίας.

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

 

Τύπος Κινητήρα

Υγρόψυκτος 2ΕΕΚ, 4Τ, 4Β/Κ

Χωρητικότητα

471cc

Διάμετρος x Διαδρομή (mm)

67 x 66.8

Συμπίεση

10.7:1

Μέγιστη δύναμη

34.3kW (46 hp) @ 8500rpm

Μέγιστη ροπή

43.4Nm (4,4 Kgm) @ 6250rpm

Επίπεδο θορύβου (dB)

Lwot- 76.1dB; Lurban - 72.9 dB

Χωρητικότητα λιπαντικού

3.2L

Εκκίνηση

Μίζα

ΤΡΟΦΟΔΟΣΙΑ

 

Τροφοδοσία

Ηλεκτρονικός ψεκασμός PGM-FI

Ρεζερβουάρ

12L

CO2 εκπομπές WMTC

84 g/km

Κατανάλωση WMTC

27.7 km/l

ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ

 

Μπαταρία

12V 7Ah

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

 

Συμπλέκτης

Υγρός πολύδισκος, μονόδρομος με υποβοήθηση

Κιβώτιο

6 ταχυτήτων

Τελική Μετάδοση

Αλυσίδα

ΠΛΑΙΣΙΟ

 

Τύπος

Ατσάλινο τύπου διαμάντι

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

 

Μήκος x Πλάτος x Ύψος

2175mm x 830mm x 1135mm

Μεταξόνιο

1485mm

Γωνία κάστερ

27°

Ίχνος

108mm

Ύψος σέλας

790mm

Ελ. απόσταση από το έδαφος

155mm

Βάρος γεμάτη υγρά

192kg

Ακτίνα στροφής

2.6 m

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

 

Μπροστά

Συμβατικό τηλεσκοπικό πιρούνι Showa 41mm, διαδρομή τροχού 150mm

Πίσω

Δυο αμορτισέρ Showa 45mm διαδρομή αμορτισέρ, ΠΕ σε 5 θέσεις

ΤΡΟΧΟΙ

 

Τροχός μπροστά

Χυτός αλουμινίου

Τροχός πίσω

Χυτός αλουμινίου

Ελαστικό μπροστά

110/80R19M/C 59H

Ελαστικό πίσω

150/70R17M/C 69H

ΦΡΕΝΑ

 

ABS

Δικάναλο

Μπροστά φρένο

Πλευστός δίσκος 310mm, δαγκάνα Nissin 2Ε

Πίσω φρένο

Δίσκος 240mm δαγκάνα Nissin 1Ε

ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ

 

Όργανα

LCD ψηφιακή οθόνη με ενδείξεις ταχύμετρου, 2 μερικών και ολικού χιλιομετρητή, στάθμης καυσίμου, κατανάλωσης, ταχύτητας κιβωτίου, shift light, ρολογιού

Προβολέας

LED

Πίσω φωτιστικό

LED

12V θύρα

Στον έξτρα εξοπλισμό

Immobiliser

HISS

Έξτρα σύστημα ασφαλείας

ESS

 

SK Motorium

Ετικέτες

Διπλή Δοκιμή Kawasaki ZX-6R 636 2019 Jerez & Castelloli ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ

Γι΄αυτό αγαπάμε τα 600
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/4/2019

Φορτώσαμε πλούσια εμπειρία οδηγώντας το νέο Kawasaki Ninja 636 και εξαιτίας αυτής της η πρώτη προσέγγιση είναι απαραίτητα φιλοσοφική: Από τη στιγμή που μπήκαν τα ηλεκτρονικά στη μοτοσυκλετιστική ζωή μας, άλλαξαν πολλά. Κυρίως άλλαξε το δόγμα πως οι μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέτες είναι για έμπειρους αναβάτες και οι μικρότερου κυβισμού είναι κατάλληλες για τους πιο άπειρους.

Κάτι τέτοιο δεν ισχύει πια. Η τεχνολογία που έχουν οι μεγάλες μοτοσυκλέτες τις κάνουν πολύ πιο ασφαλείς και εύκολες σε όλες τις συνθήκες. Αντιθέτως οι μικρού κυβισμού μοτοσυκλέτες, λόγω της ανάγκης για περιορισμό του κόστους κατασκευής και της τιμής πώλησης, έχουν λιγότερα και υποδεέστερης απόδοσης ηλεκτρονικά βοηθήματα ενεργητικής ασφάλειας, χειρότερες αναρτήσεις, χειρότερα φρένα και φτηνότερα υλικά, με αποτέλεσμα να έχουν σχεδόν το ίδιο βάρος με τις μεγάλες. Έτσι το μόνο που αλλάζει είναι οι επιδόσεις -κυρίως- στην ευθεία, όμως και πάλι τα περισσότερα άλογα και η μεγαλύτερη ροπή είναι πλεονέκτημα για έναν άπειρο αναβάτη, γιατί μπορεί να κερδίσει εύκολα και με ασφάλεια χρόνο στην ευθεία, αντί να προσπαθεί να πάει γρήγορα στις στροφές, αυξάνοντας τις πιθανότητες να φέρει στο όριο της πρόσφυσης τα ελαστικά του.

τέρμα γκάζι στις εξόδους...

Συναντήσαμε το νέο Kawasaki 636 σε δύο διαφορετικές φάσεις με μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους, όπως και χιλιομετρική, σε ξεχωριστές πίστες με διαφορετικά ελαστικά. Αυτό μετέτρεψε την προσέγγισή μας απέναντί του σε μία μεγάλη βεντάλια, καθώς φορτώσαμε μπόλικη εμπειρία σε περιβάλλον πίστας. Το οδηγήσαμε στην τεχνική, κλειστή για το ευρύ κοινό πίστα του Castelloli στην Βαρκελώνη με τα νέα Dunlop Sportsmart mk3 και έπειτα στην εξόχως μοτοσυκλετιστική πίστα της Jerez με Bridgestone S22.

Η εμπειρία μας από την παρουσίαση των νέων ελαστικών S22 της Bridgestone στην πίστα της Jerez, όπου οδηγήσαμε το ZX-10R και το ZX-6R 636 μαζί, είναι μια καλή απόδειξη για όλα όσα λέγαμε παραπάνω στην αρχή. Εδώ να πούμε πως η πίστα της Jerez έχει μοτοσυκλετάδικη χάραξη, με παρατεταμένες στροφές και μόλις μία μεγάλη ευθεία. Καμία σχέση δηλαδή με τις περισσότερες καινούριες πίστες, που έχουν σχεδιαστεί για αγώνες αυτοκινήτων και έχουν πολλές ευθείες και κλειστές στροφές για να μπορούν τα αυτοκίνητα να κάνουν προσπεράσεις στα φρένα. Ξεκινώντας με την μεγάλη ZX-10R ήταν εύκολο να κάνουμε προσπεράσεις στους πιο αργούς αναβάτες στις μικρές ευθείες της Jerez και με την βοήθεια των ηλεκτρονικών, να κρατήσουμε υπό έλεγχο τα 200 άλογα μέσα στις στροφές. Ειδικά με αυτά τα λάστιχα που έχουν σχεδιαστεί κυρίως για χρήση στο δρόμο και ζεσταίνονται αμέσως, πρέπει να αποφεύγεις να ανοίγεις τέρμα το γκάζι με τη μοτοσυκλέτα υπερβολικά πλαγιασμένη, ώστε να μην τα υπερθερμάνεις. Τα μεγάλα superbike των 1000 κυβικών είναι τέλεια για να γράφεις γρήγορα γυρολόγια, πλαγιάζοντας όσο λιγότερο γίνεται στις στροφές.

Δεν χρειάζεται να ρισκάρεις με πρόωρα χουφτώματα του γκαζιού μέσα στη στροφή. Όμως ακόμα κι αν το κάνεις, τα εξελιγμένα traction control που παίρνουν εντολές από την IMU θα μεταφέρουν ομαλά τη δύναμη, ρυθμίζοντας την τροφοδοσία του ψεκασμού ride by wire.

Πρόσθεσε τώρα τα quick shifter Up/Down, τα wheelie control, το ρυθμιζόμενο φρένο κινητήρα και το επίσης ρυθμιζόμενο cornering ABS και θα καταλάβεις γιατί τα καινούρια superbike είναι ταχύτερα και ασφαλέστερα για έναν αναβάτη με μικρή εμπειρία από οδήγηση σε πίστα.

Αν ακόμα δεν έχεις πειστεί, τότε κατέβα από τη σέλα του ZX-10R και αμέσως μετά ανέβα στου ZX-6R 636. Το αναβαθμισμένο για το 2019 supersport μοντέλο της Kawasaki έχει στα χαρτιά περίπου τα ίδια ηλεκτρονικά με τη μεγάλη της αδερφή. Έχει ρυθμιζόμενο Traction Control, έχει ABS φυσικά και έχει και Quick Shifter. Η διαφορά είναι στη λέξη “περίπου”. Το quick-shifter είναι μόνο για τα ανεβάσματα, κόβοντας απλώς το ρεύμα χωρίς να επεμβαίνει στον ψεκασμό. Το ABS δεν είναι cornering και οι δαγκάνες είναι Nissin και όχι monoblock M50 της Brembo. Φυσικά η κεντρική μονάδα δεν έχει αισθητήρες G-Force όπως η IMU της ZX-10R, οπότε το traction control επεμβαίνει βάσει του εγκατεστημένου λογισμικού και δεν παίρνει real-time δεδομένα. Ουσιαστικά έχει τα ηλεκτρονικά που είχε η ZX-10R το 2010.

Βγάλε τώρα 50 άλογα από τον κινητήρα και μάλλον θα έχεις καταλάβει γιατί με το ZX-6R θα πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο για να πας γρήγορα στην πίστα.

Όταν όμως το κάνεις, τότε θα θυμηθείς γιατί γουστάρεις να οδηγάς τα supersport 600.

Γουστάρεις να τα οδηγάς γιατί… πραγματικά τα οδηγάς ΕΣΥ και δεν είσαι ΕΠΙΒΑΤΗΣ όπως με τα 1000. Τα στύβεις, τους πίνεις το αίμα, ορμάς στις εισόδους των στροφών και ελέγχεις την πορεία σου μέσα στη στροφή με το γκάζι. Στις ευθείες δεν κρατιέσαι απλώς από το τιμόνι προσπαθώντας να μείνεις πάνω στη σέλα όπως κάνεις με τα 1000. Με το ZX-6R σκύβεις, ψάχνεις για την μικρότερη δυνατή αεροδυναμική αντίσταση και κοιτάς το στροφόμετρο για να ανεβάσεις ταχύτητα την σωστή στιγμή.

Φρενάρεις όσο πιο αργά μπορείς και στα κατεβάσματα ρυθμίζεις με το γκάζι τις στροφές του κινητήρα ελέγχοντας το ντριφτ του πίσω τροχού που ελαφρώνει. Αν φρενάρεις παραπάνω απ’ όσο πρέπει ή κατεβάσεις μία λιγότερη ή μία περισσότερη ταχύτητα θα κολλήσεις μέσα στη στροφή. Ο κινητήρας έχει δύναμη από τις 8.000 στροφές και πάνω. Αυτόν τον αριθμό ακριβώς θα πρέπει να δείχνει η βελόνα του στροφόμετρου όταν μπαίνεις στη στροφή. Με λιγότερες στροφές δεν θα μπορέσεις να βγεις δυνατά στην έξοδο.

Μόλις όμως τα κάνεις σωστά όλα αυτά, το ZX-6R θα σου δώσει τέτοια ικανοποίηση και χαρά, που κανένα μεγάλο Superbike 1000 δεν μπορεί να κάνει. Λυσσάς, ιδρώνεις και γουστάρεις. Διαλέγεις γραμμές, σκέφτεσαι την επόμενη κίνηση, καταστρώνεις σχέδια δράσης για να προσπεράσεις. Νοιώθεις αυτή τη μοναδική ικανοποίηση πως εσύ ελέγχεις πλήρως την κατάσταση. Ο κινητήρας ουρλιάζει στον κόφτη διαρκώς, του πίνεις το αίμα!

Για να μην παρεξηγηθούμε όμως, να είμαστε σαφείς: Το ZX-6R γυρνούσε διαολεμένα γρήγορα στην πίστα της Jerez. Είναι πραγματικά πολύ γρήγορη μοτοσυκλέτα και μόνο στην πίσω μεγάλη ευθεία τα superbike είχαν πιθανότητες να το προσπεράσουν. Αν δεν σε έφταναν εκεί, τότε τους χαιρετούσες και δεν σε ξαναέβλεπαν μπροστά τους. Κι όσο περνούσαν οι γύροι, τόσο αυξανόταν η διαφορά, καθώς με τα 1000 μόνο οι πολύ γυμνασμένοι μπορούσαν να κρατήσουν σταθερό γυρολόγιο. Όλα αυτά ως εδώ εμπίπτουν στην πλειοψηφία των αναβατών. Το πρόβλημα με εμάς -τους Έλληνες- είναι πως όλοι μας θεωρούμε τον εαυτό μας εκτός πλειοψηφίας. Ένας αγωνιζόμενος θα έκανε ελικοπτεράκι το 600άρι βουτώντας με το 1000άρι παντού και πάντα με ορμή και αίμα στα μάτια. Ακόμη και στους αγωνιζόμενους βέβαια, αυτοί είναι ελάχιστοι, ας μην μείνουμε λοιπόν σε όσα ισχύουν για τους ελάχιστους! Όσα λέμε ισχύουν για γρήγορους αναβάτες στην πίστα, και είναι ήδη μειοψηφικό το πακέτο αυτό. Με το ZX-6R δεν χρειάζεσαι μπράτσα, αλλά εμπειρία, πάθος και μυαλό. Γι΄αυτό και είναι μια μοτοσυκλέτα που θα ευχαριστηθούν περισσότερο οι αναβάτες μεγαλύτερης ηλικίας. Όσοι δηλαδή έχουν χορτάσει από το ωμό γκάζι των superbike και ζητούν την απόλαυση της οδήγησης στην πίστα. Όταν απολαμβάνεις την οδήγηση του ZX-6R, ενώ μόλις πριν λίγα λεπτά έχεις οδηγήσει την αφρόκρεμα των superbike του 2019 σε μια από τις καλύτερες πίστες των MotoGP, νομίζουμε πως αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μπορείς να κάνεις για ένα supersport 600 σήμερα.

Στην ολότελα τεχνική, κρυμμένη και σκονισμένη πίστα στο Castelloli της Βαρκελώνης, οι συσχετισμοί ήταν διαφορετικοί, κι αυτό γιατί το 636 ήταν το γρηγορότερο που υπήρχε εκεί! Να δημιουργήσουμε καταρχήν την εικόνα, γιατί έτσι πολλά πράγματα θα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα. Η πίστα αυτή έχει φτιαχτεί εξ αρχής ως πεδίο δοκιμών για τις εταιρίες αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών και όχι για αγώνες. Μπορεί να γίνονται track days, μπορεί να διοργανώνονται και κάποιοι γύροι τοπικών πρωταθλημάτων –η Ισπανία είναι παράδεισος του μηχανοκίνητου αθλητισμού- αλλά ο σκοπός της δημιουργίας της ήταν να γίνει ένα πεδίο δοκιμών και το έχει καταφέρει απόλυτα, αποτελώντας μία εξαιρετικά επικερδή επιχείρηση. Αυτό είναι κι ένα έμμεσο μήνυμα σε όποιον ονειρεύεται πίστες F1 και λοιπά στην Ελλάδα. Η Ισπανία έχει καμιά 60αριά πίστες και «πιστούλες» όχι μία για όλες τις δουλειές. Στην συγκεκριμένη, που έχει χωθεί μέσα στις κορυφές και διαθέτει και γέφυρα περνώντας πάνω από τον εαυτό της, έχουν τοποθετήσει ένα εξελιγμένο σύστημα κεραιών με την τηλεμετρία να μην χάνεται ούτε σε ένα χιλιοστό της πίστας με την εντονότατη μορφολογία εδάφους και ταυτόχρονα ένα απίστευτα ταχύ δίκτυο που υποστηρίζεται και με δορυφορική σύνδεση. Έτσι, όταν η BMW κλείνει μερικές εβδομάδες δοκιμών τον χρόνο στην πίστα πληρώνοντας ένα σεβαστό ποσό σε ετήσια βάση, επωφελείται από το πρόσθετο γεγονός πως τα δεδομένα φτάνουν σε πραγματικό χρόνο απευθείας στην Γερμανία. Μάλιστα, τόσο απλά και φοβερά.

Στην πίστα αυτή η Dunlop παρουσίασε το νέο Sportsmart MK3 σε μία γενναία απόφαση καθώς αυτή την εποχή δεν μαστίζεται από σκόνη και γύρη από το παρακείμενο δάσος. Γύρη σε ποσότητες που την σηκώνεις με το φτυάρι όμως, ένα πρόβλημα τόσο σοβαρό που είχαν τοποθετήσει πριν τις πινακίδες για τα φρένα, μεγάλα μπλοκ από ντυμένες σε πανί αχυρόμπαλες για να καταφέρουν να κρατήσουν την σκόνη μακριά. Έτσι και πατούσες εκτός γραμμής φλερτάριζες με το γλίστρημα, ενώ και η γραμμή δεν ήταν κάτι σταθερό και απόλυτο στην διάρκεια των γύρων. Να προσθέσουμε τώρα τα έντονα σαμαράκια στην είσοδο, και με το επίθετο «έντονα» εννοούμε πως εξαιτίας τους οδηγούσαν μέχρι και σε αύξηση πίεσης 0,6bar στα ελαστικά, που είναι σημαντικό νούμερο για τέτοια επίδραση, αλλά θα τα εξηγήσουμε αυτά στην δοκιμή των ελαστικών.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ιδανικό για άμεσα συμπεράσματα σε ελαστικά και σπαστικό αν δοκιμάζεις μοτοσυκλέτες, το 636 κατάφερε να είναι ένα εξαιρετικό παιχνίδι που σου επέτρεπε να διασκεδάσεις μαζί του και να αισθανθείς τεράστια εμπιστοσύνη αψηφώντας σκόνες, σαμαράκια κι άλλους δημοσιογράφους που έφευγαν ευθεία, μιας κι αυτό συνέβη μερικές φορές. Μελλοντικά στο τεύχος θα αναλύσουμε πλήρως τι συμβαίνει με αναρτήσεις, κυρίως την πίσω που θέλει περισσότερο ψάξιμο, κι ας μείνουμε τώρα στο πόσο φιλική είναι αυτή η μοτοσυκλέτα μόλις φεύγεις από τον παράδεισο της Jerez και μπαίνεις μαζί της σε καταστάσεις που θυμίζουν περισσότερο την χώρα μας. Σαμαράκια και σκόνες, πάνω στις οποίες το εμπρός φρένο αρχίζει και χάνει στα μάτια σου –και στο χέρι σου- αλλά όχι σε σημείο που να γίνεται πρόβλημα. Η θέση οδήγησης παραμένει καλά μελετημένη και εδώ στις νέες συνθήκες, ενώ βολεύεσαι είτε είσαι Pedrosa, είτε Rossi –για το ύψος πάντα μιλάμε, κάθε άλλος συσχετισμός ανήκει στα πλαίσια νοσηρής φαντασίας.

Η απόκριση του γκαζιού είναι άμεση και η γκαζιέρα δουλεύει σωστά και προοδευτικά, ενώ το σαφές κιβώτιο δεν σου κάνει την χάρη στα κατεβάσματα, ακόμη κι αν προσπαθήσεις να του κάνεις «μπλιπ» όπως λένε χαρακτηριστικά οι Αμερικανοί που χαίρονται καιρό την νέα αυτή έκδοση του 636 που στην χώρα τους πήγε πριν από την Ευρώπη. Με λίγο γκάζι και παίξιμο στην γκαζιέρα και πάλι τα κατεβάσματα –καρφωτά- είναι ένα ζήτημα, ενώ το quick shifter είναι «απλώς ΟΚ» στα ανεβάσματα για χρήση σε track days κτλ, όχι σε κάτι περισσότερο από αυτό.

Το κυνήγι που έριχνες παλιότερα στα 600άρια για να πας γρήγορα, απαιτώντας την διατήρηση της ορμής και της έντονης σωματικής καταπόνησης, όπως εξηγούμε παραπάνω, έχουν έρθει τα ηλεκτρονικά να το αλλάξουν. Τώρα μπορείς να στρίψεις αδιανόητα γρήγορα με τα 1000άρια και αν δεν είσαι εξαιρετικά γυμνασμένος δεν τα εκμεταλλεύεσαι και στο έπακρο. Με το 636 κυριαρχείς στο παιχνίδι, γιατί η οδήγηση στην πίστα πρέπει να είναι στο τέλος της ημέρας ένα παιχνίδι, ούτε να αισθάνεσαι πως έχεις ριψοκινδυνέψει, ούτε να σε έχει κουράσει η υπερβολή.

Θα επανέλθουμε με αναλυτική, επί μέρους, ανάλυση του 636!

 

Ετικέτες