Honda CB500X & F 2019: Οδηγούμε στην Ισπανία [video]

Πρώτες εντυπώσεις & πληροφορίες
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

19/2/2019

Τα νέα, πολυαναμενόμενα μοντέλα της σειράς CB500 X και F, είχαμε την ευκαιρία να οδηγήσουμε στην Ισπανία στους στενούς και εξαιρετικούς δρόμους της Τενερίφης, του μεγαλύτερου από τα επτά βασικά νησιά στο σύμπλεγμα των Κανάριων Νήσων. Το MOTO επισκέπτεται κάθε χρόνο αυτά τα νησιά, προσκεκλημένο σε διαφορετικές δημοσιογραφικές παρουσιάσεις, ωστόσο η Honda κατάφερε να βρει εκείνη την μόνη διαδρομή που ήταν ανεξερεύνητη, κι αυτό μιας και οι λιγότεροι δημοφιλής στενοί δρόμοι ταίριαζαν απόλυτα με τον χαρακτήρα των νέων CB. Επιπρόσθετα ήταν μία από τις ελάχιστες φορές που μπορέσαμε να οδηγήσουμε και στο χώμα, κάτι που δεν έχει συμβεί με εταιρίες όπως η KTM και η Ducati, εξαιτίας της πολυπλοκότητας στις διαδικασίες που έχουν επιβάλει οι τοπικές αρχές προσπαθώντας να διαφυλάξουν το πρώτο και τελευταίο δάσος των ηφαιστιογενών νησιών. Τα δέντρα μπορεί να μην είναι σε αφθονία, εκείνο όμως που περισσεύει είναι τα υλικά από τα έγκατα της Γης, με τα οποία στρώνουν τους δρόμους μετατρέποντας την έξοδο από το πάρκινγκ των σπιτιών τους σε έξοδο από την pit lane… Και με ένα Ευρώ το λίτρο στην ήπια φορολογημένη βενζίνη, τα νησιά αυτά μπορείς να τα αποκαλέσεις μοτοσυκλετιστικό παράδεισο, δίχως καμία απολύτως υπερβολή! Με πλοηγό τον Steve Plater να δίνει τον ρυθμό, Βρεττανό πρωταθλητή το 2009, νικητή του Isle of Man κι ένα κατεβατό από ακόμη μεγαλύτερες περγαμηνές, η δοκιμή των νέων CB δεν προβλεπόταν εξ αρχής να ακολουθήσει με απόλυτη πιστότητα την περιγραφή του χαρακτήρα με τον οποίο τα προίκισε η μητέρα Honda, κι έτσι ακριβώς συνέβη τελικά!

Στο παρακάτω trailer μπορείτε να πάρετε μία πλούσια γεύση από την εμπειρία της οδήγησής τους, πριν συνεχίσετε με τις πρώτες οδηγικές εντυπώσεις και λεπτομέρειες, μέχρι να επιστρέψουμε από τον παράδεισο αυτό της μοτοσυκλέτας και να ακολουθήσει η ακόμη πιο αναλυτική παρουσίασή τους:

 

Η σειρά CB500 ανανεώθηκε στην αυγή των νέων κανονισμών Euro5, κάνοντας ακριβώς εκείνες τις αλλαγές που χρειαζόταν για να πληρούνται οι νέες προδιαγραφές ρύπων, με την διαφορά πως δεδομένης της ευκαιρίας προχώρησαν σε ολικό επανασχεδιασμό τμημάτων του κινητήρα. Πάντα με γνώμονα τον βέλτιστο συνδυασμό κατανάλωσης και απόδοσης. Όταν η Honda μιλά βέβαια για απόδοση, δεν εννοεί την μέγιστη δυνατή ιπποδύναμη, αλλά εκείνη που καλύτερα αντιπροσωπεύει τον χαρακτήρα της μοτοσυκλέτας. Κι αυτό στην περίπτωση του CB500X σημαίνει μία καθημερινή σύντροφος για όλες τις διαδρομές ρουτίνας και παράλληλα ικανότητα ταξιδιού αλλά και σύντομο πέρασμα από χωματόδρομους προς εξερεύνηση της ακτογραμμής τα καλοκαίρια… Οι παρουσιάσεις νέων μοντέλων που πραγματοποιούν οι εταιρίες, προσπαθούν να συμπυκνώσουν σε μία ημέρα την γνωριμία με τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας και την απαραίτητη φωτογράφιση και βιντεοσκόπηση του κάθε ένα ξεχωριστά, γράφοντας το δυνατόν περισσότερα χιλιόμετρα στον χρόνο που απομένει. Αυτή είναι μονάχα μία από διαφορές με τις δοκιμές που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα και κρατούν κατά ελάχιστο μία εβδομάδα, περνώντας στο μεταξύ από όλες τις δοκιμασίες και τις εξειδικευμένες μετρήσεις που εμείς πραγματοποιούμε. Μέσα σε λίγο χρόνο και σε άγνωστους δρόμους παίρνεις μονάχα μία ιδέα από το μοντέλο, και είναι ορισμένες φορές πιο σημαντικό να γνωρίσεις τους ανθρώπους που το σχεδίασαν και να μιλήσεις μαζί τους, καθώς δεν θα υπάρξει άλλη τέτοια ευκαιρία. Εδώ βρίσκεται και η πραγματική σημασία τέτοιων παρουσιάσεων!

Στο τεύχος θα αναλύσουμε τον τρόπο που εργάστηκε η ομάδα πίσω από την ανανέωση των CB500, πού εστίασαν και πόσο χρόνο χρειάστηκαν για το κάθε τι. Το βασικό είναι βέβαια πως στόχευσαν στην κατασκευή μίας εύκολης και πολύ καλά ζυγισμένης μοτοσυκλέτας. Έτσι από την στιγμή που θα έβαζαν χέρι στον κινητήρα για να είναι έτοιμος με τις νέες προδιαγραφές, είχε έρθει η ευκαιρία για μία συνολική μείωση βάρους από στρατηγικά επιλεγμένα σημεία ώστε αυτή να ευνοήσει τον αναβάτη πολλαπλάσια με ακόμη καλύτερη κατανομή βάρους. Όπως είπαμε και με τους Ιάπωνες μηχανολόγους που έδωσαν το παρόν, η Honda δεν έχει να επιδείξει σοβαρά λάθη σε αυτό τον τομέα, στην κατανομή συγκεκριμένα δηλαδή, που είναι άλλο πράγμα από την μέτρηση βάρους… Πέρα από το Crosstourer που μονάχα με μεγάλη ταχύτητα δεν αντιλαμβάνεσαι το βάρος και θα πρέπει είτε να το μανουβράρεις σπρώχνοντας, είτε –χειρότερα- να σου πέσει στο πόδι για να νιώσεις τα σχεδόν τριακόσια κιλά του, η Honda φημίζεται για την κατανομή βάρους την ίδια στιγμή που δεν κάνει εκτεταμένες προσπάθειες για να το μειώσει. Για τα νέα μοντέλα της σειράς CB500, έκανε βέβαια έναν μικρό κόπο και προς την κατεύθυνση της δίαιτας, δεν τα παράτησε τελείως. Το F για παράδειγμα είναι δύο κιλά ελαφρύτερο από τους προκάτοχό, του μία αλλαγή που έχει προκύψει απλά από την ανανέωση των περιφερειακών και των ηλεκτρονικών όπως της μονάδας ABS καθώς είναι νεότερη σε ηλικία και τυχαίνει έτσι κι ελαφρύτερη. Από την άλλη τα γρανάζια του κιβωτίου έχουν κι αυτά ελαφρύνει, με την Honda να ξοδεύει χρόνο στο σχεδιασμό τους. Πρώτα όμως για να είναι καλύτερη η λειτουργία του κιβωτίου, κι έπειτα για να μειωθεί κι από εκεί το συνολικό βάρος.

Άλλωστε ο νέος τρόπος σχεδιασμού των μοτοσυκλετών, με το «νέος» να αντιπροσωπεύει την απαρχή αυτής της δεκαετίας που ήδη τελειώνει, απαιτεί υπολογισμούς με αναγωγή στο γραμμάριο κι έτσι όταν μιλάμε για μειώσεις βάρους συχνά ακουγόμαστε σαν τους χρυσοχόους καθότι κι εκείνοι υπολογίζουν τέτοιες υποδιαιρέσεις του κιλού με την ίδια προσοχή! Πόσο μάλιστα όταν τα λίγα αυτά γραμμάρια φεύγουν από κινούμενα μέρη, κάτι που πολλαπλασιάζει την αξία τους. Το κιβώτιο έχει συνολικά επανασχεδιαστεί, όλα τα γρανάζια είναι καινούρια με αμεσότερη εμπλοκή τους ενώ ταυτόχρονα τα νέα CB είναι τα μικρότερα Honda με υποβοηθούμενο μονόδρομο συμπλέκτη, κάτι που μειώνει την δύναμη που απαιτείται στην μανέτα κατά 45%! Μισή δύναμη σε μία μανέτα που πατούσες ήδη με την αντίσταση μαχαιριού σε βούτυρο, σημαίνει πως τώρα τα CB νομίζεις πως έχουν κομμένη ντίζα, τόσο εύκολα που χειρίζεσαι την μανέτα με ένα δάχτυλο. Από πλευράς μηχανολογικού σχεδίου το κιβώτιο, όπως και όλο το μπλοκ του κινητήρα εξωτερικά, μπορούν να θυμίσουν στο εκπαιδευμένο μάτι το CB600RR, κι αυτό δεν συμβαίνει τυχαία. Το ίδιο ισχύει και για το προηγούμενο μοντέλο με τις ομοιότητες να φτάνουν έως την διάμετρο των εμβόλων, νομίζοντας πως έχεις να κάνεις με την κομμένη στην μέση ενός τετρακύλινδρου.

Δύο είναι οι βασικοί λόγοι που συνέβη αυτό, ο εξής ένας: Βόλευε τους σχεδιαστές τόσο στην απλοποίηση του σχεδίου πατώντας σε γνώριμα μονοπάτια, όσο και πρακτικά στην βελτίωση της βιομηχανοποιημένης παραγωγής του δικύλινδρου στο σύγχρονο εργοστάσιο της Ταϊλάνδης. Ο μεγαλύτερος κινητήρας που έχει βγει από αυτό το εργοστάσιο είναι ο τετρακύλινδρος των CB650, που επίσης έχει αρκετές ομοιότητες με τα supersport και τα superbike που παράγονται στην Ιαπωνία. Από εκεί και πέρα για την συνολική εξωτερική εμφάνιση και συγκεκριμένα στην περίπτωση του CB500X, οι Ιάπωνες θέλησαν να προσδώσουν ομοιότητες με την Africa Twin, δημιουργώντας ένα καλύτερο ευδιάκριτο πλατύσκαλο στην σκάλα της γκάμας αλλά και μία ενδιάμεση λύση για εκείνους που θέλουν κάτι οικονομικότερο με άμεση όμως αναφορά στο μεγαλύτερο δικύλινδρο, που η μεταξύ τους απόσταση ίσως γίνει ακόμη πιο μεγάλη σε λίγο καιρό.

Άλλωστε για αυτό αποκτά και 19 ιντσών τροχό εμπρός την ίδια στιγμή που μεγαλώνει κατά 10mm και η διαδρομή του πιρουνιού και η γεωμετρία θέσης οδήγησης τοποθετεί το σώμα σε πιο όρθια θέση. Με νέα επίπεδη σέλα και μικρή αλλαγή στα μαρσπιέ, το νέο CB500X συνδυάζει σε υπερθετικό βαθμό την αίσθηση μεγάλης On-Off μοτοσυκλέτας με την ευκολία κίνησης της που πρέπει να έχει ένα μοντέλο πεντακοσίων κυβικών.

Αντίστοιχα το CB500F καταφέρνει να διαφοροποιηθεί αρκετά, πρώτα με την θέση οδήγησης φυσικά. Η Honda δεν αρκέστηκε στην αλλαγή που αναπόφευκτα δημιουργεί η μικρότερη διαδρομή των αναρτήσεων αλλά προχώρησε με βάση τα νέα στοιχεία σε επανασχεδιασμό, κάνοντας μικρές επεμβάσεις σε τιμόνι και μαρσπιέ, φέρνοντας το σώμα πιο μπροστά σε μία περισσότερο σκυφτή θέση συγκριτικά με τον προκάτοχο. Δίνοντας περισσότερο όγκο στα πλαστικά γύρω από το ρεζερβουάρ, και με την μικρή αυτή ενίσχυση που έχει ο κινητήρας στις μεσαίες στροφές, το CB500F είναι όσο σπορ δείχνει και στα κατάλληλα χέρια ακόμη περισσότερο, μειώνοντας την απόσταση που θέτουν τα όρια του κυβισμού του από μεγαλύτερες μοτοσυκλέτες!

Οδηγώντας πίσω από τον Steve Plater σε μία γεμάτη στροφές διαδρομή και κάνοντας συχνή χρήση του κιβωτίου χωρίς όμως το ενδιάμεσο στάδιο της μανέτας, το CB500F σου χάριζε ένα παιχνίδι που δεν ήθελες να σταματήσει. Απόλυτα σταθερό με αμεσότητα στις αλλαγές κατεύθυνσης κι ένα κιβώτιο που υπάκουε σε κάθε κλωτσιά που του έδινες, ανεβάζοντας αλλά και κατεβάζοντας ακαριαία δίχως σκέψη, το CB500F κατάφερνε να γεφυρώνει στον στενό επαρχιακό, την διαφορά κυβισμού με την μοτοσυκλέτα του Άγγλου πρωταθλητή. Είναι νόμος: Στις Θερμοπύλες και σε ανηφορικό στενό, στριφτερό κομμάτι, από αυτά που είναι γεμάτη η Ελλάδα, ο κυβισμός δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο…

Δικάναλο ABS με ικανοποιητική λειτουργία και φρένα που δεν θα βράσουν ποτέ, κατανάλωση που αν την επιβεβαιώσουμε σε μελλοντική δοκιμή στην Ελλάδα τότε θα σηκώνει να γεμίζεις το ρεζερβούαρ με σαμπάνιες, κι όλα αυτά με ταυτόχρονα σωστή κατανομή βάρους, τα νέα CB φέρουν όλα τα εφόδια για να είναι ασφαλείς και οικονομικές μοτοσυκλέτες. Με την ευκαιρία της οδήγησης κυνηγώντας τον Plater, όπως θα δείτε στο επόμενο video που θα ακολουθήσει, το πέρασμα από το χώμα και την καταπόνηση που επιβάλλαμε σε φρένα και αναρτήσεις, θα δούμε στην αναλυτική παρουσίαση όλες τις ικανότητες που έχουν τα CB και το βάθος του πολύπλευρου χαρακτήρα τους…

 

Ετικέτες

Ducati: Επίσκεψη στο Εργοστάσιο και το Μουσείο στην ιστορική έδρα του Borgo Panigale

Στο λίκνο των θρύλων
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

27/6/2017

Η Bologna είναι μια πόλη που διαθέτει πάρα πολλά στοιχεία που θα μπορούσαν να την κάνουν ξεχωριστή και να την συνυφάνουν με διάφορα πολιτιστικά και πολιτισμικά δεδομένα. Σε όλους εμάς όμως, το όνομα της Bologna είναι το ένα και το αυτό με μία μόνο θρυλική επωνυμία: της Ducati.

Πριν από λίγο καιρό βρεθήκαμε στην Bologna για μια από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις που μια εταιρεία επιλέγει να κάνει την παρουσίαση ενός νέου μοντέλου στην έδρα της. Συνήθως το μπουλούκι των δημοσιογράφων συγκεντρώνεται σε κάποιο θέρετρο, που συνδυάζει τον καλό καιρό με τις απαραίτητες υποδομές και το πολύ καλό οδικό δίκτυο, προκειμένου να διαπιστώσουμε την αποτελεσματικότητα των σχεδιαστών του. Με το Scrambler Café Racer όμως, η Ducati επέλεξε να το δείξει για πρώτη φορά στον ειδικό τύπο καλώντας τους δημοσιογράφους στο "σπίτι" της. Να οδηγήσουμε το νέο μοντέλο λίγα χιλιόμετρα από εκεί που είδε για πρώτη φορά το φως του ήλιου, εκεί που οδηγήθηκε για πρώτη φορά από τους αναβάτες εξέλιξης, εκεί ουσιαστικά που διαμορφώθηκαν τα χαρακτηριστικά της απόδοσης και της συμπεριφοράς της. Όποιος έχει οδηγήσει εκεί στους πρόποδες των Απέννινων, στο περίφημο Passo della Futa, μπορεί να καταλάβει γιατί γενικότερα οι κόκκινες μοτοσυκλέτες διαθέτουν αυτόν τον ιδιαίτερο και ξεχωριστό χαρακτήρα. Το bonus όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η δυνατότητα που είχαμε να επισκεφθούμε το εργοστάσιο με τις γραμμές παραγωγής και στη συνέχεια το ανανεωμένο μουσείο της εταιρείας πριν καν οδηγήσουμε την μοτοσυκλέτα, για να δούμε από κοντά πώς φτιάχνονται τα πραγματικά αντικείμενα του πάθους.

 

Η ιστορική γραμμή

Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, δημιουργήθηκε μια μεγάλη δραστηριότητα γύρω από την τεχνολογία των τηλεπικοινωνιών, με τον Giuglielmo Marconi –γνήσιο τέκνο της Bologna- να κατοχυρώνει την πατέντα του ραδιοτηλέγραφου. Την ίδια εποχή, ένας συντοπίτης του, ο Adriano Cavalieri Ducati κατοχυρώνει την πατέντα για τον πομπό βραχέων ραδιοκυμάτων και στις 4 Ιουλίου του 1926, μαζί με τα αδέρφια του Bruno και Marcello, ιδρύει την Societa Scientifica Radio Brevetti Ducati. Το αντικείμενο της εταιρείας ήταν η κατασκευή μικρών πυκνωτών Manens, οι οποίοι φτιάχνονταν σε ένα μικρό σπίτι από δύο εργάτες και μια γραμματέα! Μέσα σε δέκα χρόνια, η ανάπτυξη της εταιρείας ήταν τέτοια που απασχολούσε χιλιάδες υπαλλήλους στο καινούργιο εργοστάσιο στην περιοχή του Borgo Panigale. Τον Οκτώβρη του 1944 όμως, το εργοστάσιο βομβαρδίστηκε από τους συμμάχους με αποτέλεσμα να καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά, αλλά μέσα σε έναν χρόνο ξαναχτίστηκε με αντικείμενο πλέον την κατασκευή μικρών μοτοσυκλετών, που αποτελούσαν ένα φθηνό μέσο μετακίνησης στην μεταπολεμική περίοδο της Ιταλίας.

Η αρχή έγινε με το περίφημο Cucciolo (κουτάβι στα ιταλικά), έναν μικρό τετράχρονο κινητήρα 48 κυβικών που μπορούσε να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε ποδήλατο, ο οποίος απέκτησε διαστάσεις φαινομένου. Λίγο αργότερα φτιάχτηκε το "60", η πρώτη ολοκληρωμένη μοτοσυκλέτα της Ducati, και στη συνέχεια "μπήκε το νερό στ' αυλάκι" με την έλευση του Fabio Taglioni και την σχεδίαση του 125 Sport. Έκτοτε, η Ducati είχε μια διαρκώς ανοδική πορεία, τόσο εμπορικά όσο και αγωνιστικά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ducati Siluro 100 που έσπασε 46 (!) παγκόσμια ρεκόρ ταχύτητας εν έτει 1956. Η ιστορική συνέχεια επεφύλαξε πολλά ορόσημα για την Ducati, όπως τα Scrambler και το 750GT, το πρώτο superbike της εταιρείας την δεκαετία του '70 με τον πρώτο δικύλινδρο desmo V 90° και πρόγονος του SuperSport Desmo του '73 που μπήκε στη συλλογή του μουσείου Guggenheim ως μια από τις ομορφότερες μοτοσυκλέτες που φτιάχτηκαν ποτέ. Το έτερο σήμα-κατατεθέν της Ducati, το πλαίσιο χωροδικτύωμα, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1979 στο Pantah 500 και την επόμενη χρονιά επανασχεδιάστηκε από τον Taglioni για το 600 ΤΤ2, με το βάρος του να φτάνει μόλις στα 7 κιλά!

Η λίστα με τους ιστορικούς σταθμούς της Ducati είναι μακρά, η οποία συμπεριλαμβάνει από νίκες στο Dakar (με το Cagiva Elefant που είχε κινητήρα της Ducati), μέχρι το θρυλικό 916 που επαναπροσδιόρισε τα superbikes της σύγχρονης εποχής και το Monster που έκανε το ίδιο για την κατηγορία των Naked. Η συνεργασία με την Cagiva δημιούργησε πολύ ισχυρότερους δεσμούς, καθώς το 1985 η εταιρεία του Castiglioni ενέταξε την Ducati στον όμιλο (αφού πιο πριν, το 1950, είχε αναλάβει τον έλεγχο το ιταλικό κράτος), ενώ το 1996 η εταιρεία άλλαξε ιδιοκτησιακό καθεστώς περνώντας στα χέρια της αμερικανικής Texas Pacific Group και το 2005 τα αδέρφια Bonomi επανέφεραν την εταιρεία σε ιταλικά χέρια. Το 2012 όμως, η Ducati εξαγοράστηκε από το Volkswagen Group –και πιο συγκεκριμένα από την Audi που ανήκει στον όμιλο- όπου και παραμένει μέχρι σήμερα ακολουθώντας το επιχειρηματικό πλάνο των Γερμανών.

Το "κόκκινο" εργοστάσιο

Όπως αναφέραμε και παραπάνω, το πρώτο εργοστάσιο της Ducati ήταν ουσιαστικά το υπόγειο του σπιτιού των αδερφών Ducati, όπου κατασκεύαζαν πυκνωτές και εξοπλισμό για ραδιόφωνα. Το 1935 λειτούργησαν για πρώτη φορά οι εγκαταστήσεις στο Borgo Panigale, ως αποτέλεσμα της ραγδαίας αύξησης του κύκλου εργασιών της εταιρείας, δίνοντας μια επιπλέον ώθηση στην δυναμική της Ducati. Μέσα σε λίγα χρόνια κατέληξε να αποτελεί ένα… μικρό χωριό, ενώ λίγο μετά άνοιξαν δύο νέα εργοστάσια της εταιρείας με αντικείμενο τις δραστηριότητες της Ducati στον τομέα των οπτικών. Ενώ το όλο εγχείρημα βρισκόταν σε μια οργιώδη ανάπτυξη, ήρθε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος να βάλει ένα απότομο φρένο. Το 1943 το εργοστάσιο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και τον Οκτώβριο του 1944 καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων. Μετά το τέλος του πολέμου ξεκίνησε αμέσως η ανακατασκευή του και το 1948 τα αδέρφια Ducati έφυγαν από την εταιρεία. To 1954 η Ducati διασπάστηκε σε δύο εταιρείες, την Ducati Elettrotecnica και την Ducati Meccanica. Η Ducati Meccanica ήταν η εταιρεία που συνέχισε την παραγωγή μοτοσυκλετών, το εργοστάσιο της οποίας αποτελεί μέχρι σήμερα το βασικό εργοστάσιο της Ducati, καθώς η εταιρεία διαθέτει πλέον κι ένα εργοστάσιο στην Ταϊλάνδη όπου συναρμολογούνται οι μοτοσυκλέτες που έχουν προορισμός τις αγορές της Ασίας.

Σήμερα, το εργοστάσιο της Ducati στην Bologna παραμένει ένα μικρό… χωριό, με ένα σύμπλεγμα κτιρίων και εγκαταστάσεων να αποτελούν την καρδιά της ιταλικής εταιρείας. Εκεί που βρίσκονται τα γραφεία της εταιρείας ήταν οι γραμμές παραγωγής, ενώ οι τωρινές γραμμές συναρμολόγησης κινητήρων είναι στο κτήριο που χτίστηκε μεταξύ του 1969-1973 και αποτελούσε το εργοστάσιο παραγωγής των αλουμινένιων και τα ατσάλινων μερών.

Παντού βλέπεις χαμόγελα και ευχάριστες φυσιογνωμίες που δημιουργούν μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα μέσα σε ένα επαγγελματικό και υψηλού τεχνολογικά επιπέδου περιβάλλον

Έχοντας επισκεφθεί πολλά εργοστάσια-και δη ευρωπαϊκά- κατασκευής μοτοσυκλετών, το εργοστάσιο της Ducati δεν ξεχωρίζει για τις τεχνολογικές του καινοτομίες ή για το πρωτότυπο σύστημα των logistics που χρησιμοποιεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ακολουθεί ό,τι πιο σύγχρονο και άρτιο υπάρχει στον συγκεκριμένο τομέα. Λίγο ως πολύ όμως, τα περισσότερα εργοστάσια είναι εναρμονισμένα για τις σύγχρονες τεχνικές και ακολουθούν –με μικρές διαφοροποιήσεις- τις ίδιες μεθόδους. Το εργοστάσιο στο Borgo Panigale ξεχωρίζει για άλλο λόγο κι όχι τόσο για την μειωμένη παρουσία αυτοματισμών σε σχέση με τα άλλα εργοστάσια. Με το που περνάς την πύλη του ιστορικού εργοστασίου –πιστέψτε με, δεν είναι υπερβολή- γίνεσαι αποδέκτης μιας εντελώς διαφορετικής ατμόσφαιρας. Ένα εργοστάσιο, μια εταιρεία, ένας οργανισμός γενικότερα, είναι οι άνθρωποί του και στην Ducati αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι εργάτες, οι μηχανικοί, οι διοικητικοί υπάλληλοι, είναι όλοι τους άνθρωποι παθιασμένοι με την μοτοσυκλέτα και την φίρμα. Δουλεύουν για την Ducati και γουστάρουν που το κάνουν. Παντού βλέπεις χαμόγελα και ευχάριστες φυσιογνωμίες που δημιουργούν μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα μέσα σε ένα επαγγελματικό και υψηλού τεχνολογικά επιπέδου περιβάλλον. Στις τέσσερις γραμμές συναρμολόγησης οι εργάτες που μοντάρουν τα πλαίσια με τους κινητήρες δουλεύουν λες και πρόκειται για την δική τους μοτοσυκλέτα. Η έντονη γυναικεία παρουσία (πάνω από το 20% είναι γυναίκες) δίνει μια διαφορετική αισθητική στον βιομηχανικό σκηνικό. Ανάμεσα στα CNC και τους επεξεργασμένους στροφάλους, την μονοτονία του μετάλλου την σπάνε δύο μεγάλες γλάστρες με φίκους, γύρω από τις οποίες στρίβουν ξυστά τα περονοφόρα με τις εξαρτήματα για τις γραμμές παραγωγής. Ακόμη και στον λειτουργικό και ποιοτικό έλεγχο μέσα στα κλειστά δυναμόμετρα, οι εργάτες που κάνουν την διαδικασία μοιάζουν λες κι έχουν στηθεί για κόντρα σε φανάρι, αντί να αλλάζουν βαριεστημένα ταχύτητες και να συλλέγουν στοιχεία. Μικρές λεπτομέρειες που όλες μαζί όμως φτιάχνουν το διαφορετικό κλίμα που "μυρίζει" Ducati.

Από τις τέσσερις γραμμές παραγωγής η μία είναι αφιερωμένη στην οικογένεια των Panigale λόγω της ιδιαιτερότητας των κινητήρων τους και στις άλλες τρεις συναρμολογούνται όλα τα υπόλοιπα μοντέλα της γκάμας. Στις τρεις αυτές γραμμές τα μοντέλα που συναρμολογούνται εξαρτώνται από τις προπαραγγελίες των αντιπροσώπων και όχι από την κάθε παραγγελία ξεχωριστά του εκάστοτε πελάτη, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο εργοστάσιο της BMW, και στην ακμή της σεζόν (που ξεκινάει την άνοιξη και τελειώνει το φθινόπωρο) σε ορισμένες απ' αυτές δουλεύουν έως και τρεις βάρδιες.

Κάπου ανάμεσα στις γραμμές συναρμολόγησης των κινητήρων και μοτοσυκλετών, υπάρχει μια κατακόκκινη –τι παράξενο!- πόρτα, ερμητικά κλεισμένη με ηλεκτρονικές κλειδαριές και καθόλου παράθυρα. Πάνω της έχει μόνο ένα μεγάλο αυτοκόλλητο: Ducati Corse. Πίσω από αυτή την πόρτα βρίσκεται το άντρο του αγωνιστικού τμήματος της Ducati. Η εξέλιξη, ο σχεδιασμός και η βάση των εργοστασιακών ομάδων, τόσο για τα MotoGP όσο και για τα WSBK, γίνεται σ' αυτό το τμήμα του εργοστασίου, στο οποίο φυσικά ούτε λόγος για να ρίξουμε έστω και μια κλεφτή ματιά.

Για τους λάτρεις των στατιστικών, να αναφέρουμε ότι οι εγκαταστάσεις του Borgo Panigale καταλαμβάνουν μια έκταση 71.657 τετραγωνικών μέτρων, ενώ η συνολική έκταση του οικοπέδου είναι 114.873m2. Εκεί εργάζονται 1.187 άνθρωποι, από τους 1.558 που απασχολεί η Ducati παγκοσμίως. Εξίσου εντυπωσιακά είναι και τα νούμερα της παραγωγής, καθώς το 2016 έγιναν 55.451 παραδόσεις μοτοσυκλετών στους ιδιοκτήτες τους (ένα νούμερο ρεκόρ για την εταιρεία), ενώ η παραγωγή της περασμένης χρονιάς στο εργοστάσιο της Bologna ήταν 47.054 μοτοσυκλέτες.

Επένδυση στην εκπαίδευση

Η Ducati είναι όμως κάτι περισσότερο από ένα εργοστάσιο παραγωγής μοτοσυκλετών. Είναι μια φίρμα με δυνατό σήμα και ιδιαίτερα ισχυρούς δεσμούς με τους πελάτες της –και όχι μόνο- όντας ταυτόχρονα συνώνυμο του πάθους και του ιταλικού σχεδιασμού. Αυτά τα στοιχεία είναι που της έδωσαν την ώθηση για να δραστηριοποιηθεί και σε τομείς διαφορετικούς από τον αυστηρά κατασκευαστικό χώρο, επενδύοντας τόσο στην εκπαίδευση, όσο και στην ενίσχυση του brand name της.

Το Fisica in Moto (η φυσική της μοτοσυκλέτας) είναι ένα διαδραστικό εργαστήριο φυσικής μέσα στο εργοστάσιο της Ducati. Είναι κατασκευασμένο για μαθητές γυμνασίου-λυκείου και είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ του Fondazione Ducati (του μη κερδοσκοπικού οργανισμού της Ducati που συμμετέχει σε κοινωνικές, εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις) και του λυκείου Malpighi από την Bologna. Η διαδρομή που έχει σχεδιαστεί για τους μαθητές που επισκέπτονται το εργαστήριο, είναι σχεδιασμένη από κοινού από τους καθηγητές του σχολείου και καθηγητών από το πανεπιστήμιο της Bologna, στην οποία τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να δουν στην πράξη την εφαρμογή των νόμων της φυσικής πάνω στην μοτοσυκλέτα, με ενδιαφέρουσες δράσεις και πειράματα.

Παράλληλα, σε ένα πιο υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης λειτουργεί το project DESI (Ducati Education System Italy). Είναι ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε να λειτουργεί το Σεπτέμβριο του 2014 από την Ducati και την Lamborghini –τις δύο ιταλικές εταιρείες που ανήκουν στο Audi group), με στόχο την φοίτηση και την εκπαίδευση στην Ιταλία. Μέσα απ' αυτό, δίδεται η δυνατότητα σε νεαρούς Ιταλούς να κάνουν το επόμενο βήμα σ' αυτούς τους τομείς και είναι βασισμένο στο σύστημα που χρησιμοποιείται ήδη στην Γερμανία. Ουσιαστικά, παρέχει την ευκαιρία στο να προχωρήσει η εκπαίδευση μέσα από την πρακτική άσκηση σε πραγματικές συνθήκες, μέσα στην εταιρεία. Σε συνεργασία με τα κολέγια Fiorovanti Belluzzi και Aldini Valeriani, συμμετείχαν 48 φοιτητές την πρώτη χρονιά και 26 την δεύτερη σε τρεις διαφορετικούς τομείς της παραγωγικής διαδικασία, παίρνοντας ένα πολύτιμο εφόδιο για την μετέπειτα ένταξή τους στην αγορά εργασίας.

 

Το νέο μουσείο της Ducati

Για την Ducati, κάθε προϊόν της αποτελεί ένα έργο τέχνης και ως τέτοια θα έπρεπε να έχουν τον δικό τους ξεχωριστό χώρο για να εκτίθενται στα μάτια του κοινού.

 

Γι' αυτό το λόγο, το 1998, ιδρύθηκε το μουσείο της Ducati, που συμπεριλαμβάνεται κι αυτό στις εγκαταστάσεις του Borgo Panigale. Πρόκειται για έναν χώρο 850 τετραγωνικών μέτρων το οποίο μέχρι πρότινος στέγαζε μόνο το αγωνιστικό κομμάτι της ιστορίας της Ducati. Πρόσφατα, ο χώρος ανακαινίσθηκε και αναδιοργανώθηκε και πλέον εκτίθενται όλα τα μοντέλα-ορόσημα της Ducati, μαζί με τις καινοτομίες και τα τεχνολογικά στοιχεία που την χαρακτηρίζουν.

Το καλωσόρισμα στο μουσείο γίνεται από μια ιστορική αναδρομή με εκθέματα από τότε που η Ducati δεν κατασκεύαζε μοτοσυκλέτες αλλά πυκνωτές και εξαρτήματα ραδιοφώνων, μαζί με φωτογραφίες από τα αδέρφια Ducati και το σπίτι τους, το οποίο αποτέλεσε το πρώτο εργοστάσιο της φίρμας.

Η συνέχεια είναι αφιερωμένη στις μοτοσυκλέτες, οι οποίες είναι μοιρασμένες σε τέσσερα δωμάτια και σε τρεις τομείς, με το λευκό χρώμα να κυριαρχεί στους τοίχους προκειμένου οι μοτοσυκλέτες να ξεχωρίζουν και να μην αποσπά τίποτε το βλέμμα από πάνω τους, όπως μας είπαν οι άνθρωποι που μας ξενάγησαν στον ανακαινισμένο χώρο.

Ο ένας τομέας έχει να κάνει με την ιστορία των μοτοσυκλετών παραγωγής παραθέτοντας τα κοινωνικά και πολιτιστικά στοιχεία της εποχής που δημιουργήθηκαν. Ο δεύτερος τομέας αφορά τις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες και την αγωνιστική παράδοση της εταιρείας, όπου τα εκθέματα συνοδεύονται από τα αμέτρητα τρόπαια που έχουν κερδίσει σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ ο τρίτος τομέας είναι αφιερωμένος στους ίδιους τους αναβάτες της Ducati, τους "ήρωες της Ducati", όπως τους αποκαλούν οι άνθρωποι της εταιρείας.

Συνολικά εκτίθενται 46 μοτοσυκλέτες, εκ των οποίων οι 19 είναι μοτοσυκλέτες παραγωγής, ενώ για μερικές από αυτές είναι η πρώτη φορά που ποζάρουν ως εκθέματα.

Ετικέτες