Aprilia RSV4 1100 Factory – Τελική Ταχύτητα [VIDEO]

Πλήρης δοκιμή στο τεύχος Μαΐου
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

4/5/2019

Στο τεύχος που κυκλοφορεί φιλοξενούμε την πλήρη κι αναλυτική δοκιμή του νέου Aprilia RSV4 1100 Factory που για να την πραγματοποιήσουμε δεσμεύσαμε την πίστα των Μεγάρων για αποκλειστική χρήση και ζητήσαμε την συνδρομή του πολυπρωταθλητή και φίλου, Λευτέρη Πίππου. Οι αναγνώστες του ΜΟΤΟ θα ζήσετε την εμπειρία της οδήγησης με τον καλύτερο τρόπο, ανακαλύπτοντας συναισθήματα και παρατηρήσεις του Έλληνα πολυπρωταθλητή Λευτέρη, καθώς και τις δικές μας, που είναι πιο κοντά στο… φυσιολογικό, μιας και είναι πολλοί λίγοι εκείνοι που έχουν την σωματική αντοχή του Λευτέρη απέναντι σε συνεχόμενα γυρολόγια στην πίστα, με μία μοτοσυκλέτα που αποδίδει 200 άλογα στον τροχό.

Κατά την διάρκεια του δεκαήμερου που συμβιώσαμε με το «εργοστάσιο» συναισθημάτων της Aprilia, πραγματοποιήσαμε και τις απαραίτητες μετρήσεις -όπως μόνο το ΜΟΤΟ κάνει- και μία μικρή γεύση τόσο από τις μετρήσεις όσο και την δοκιμή μπορείτε να δείτε και στο παρακάτω video:

Η μέγιστη τελική που είδαμε στο κοντέρ ήταν τα 314 χιλιόμετρα ανά ώρα. Έφτασε για κλάσματα του δευτερολέπτου στο «4», παραμένοντας στα 313 χιλιόμετρα αρκετά πιο σταθερά. Εύκολα φτάνει τα 290 με 5η στο κιβώτιο, όμως οι δρόμοι και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, δεν είναι στρωμένοι στην εντέλεια κι εκεί που μπορούσαμε εμείς να κάνουμε την δοκιμή δίχως την παρουσία αυτοκινήτων και υπόλοιπων ανθρώπων, η ομαλή επιτάχυνση ήταν απαραίτητη και καθολική απαίτηση, διαφορετικά ο εμπρός τροχός παρουσίαζε μία έντονη ταλάντωση που μπορούσε να οδηγήσει σε ολέθρια αποτελέσματα. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν φυσικά με την ίδια την μοτοσυκλέτα. Αν είμασταν στο Losail ή στο Mugello, τα 313 θα ήταν μία πραγματική ασφαλή ταχύτητα, όσο ασφαλές ακούγεται και το 213. Στην Ελλάδα τέτοια πίστα δεν υπάρχει.

Οδηγούμε πρώτοι: Aprilia RSV4 1100 Factory 2019 - Δυναμομέτρηση για συζήτηση!

Να σας θυμίσουμε πως για να δούμε 358 στο κοντέρ του Kawasaki H2R, όντας οι μοναδικοί δημοσιογράφοι στην Ελλάδα που το έχουμε οδηγήσει, δυναμομετρήσει και πραγματικά δοκιμάσει, χρειάστηκε να δεσμεύσουμε το αεροδρόμιο Τατοΐου και είχαμε πάλι πρόβλημα χώρου. Η ταχύτητα αυτή ήταν πρακτικά μία μέτρηση χιλιομέτρου, δεν είχαμε στην διάθεσή μας μία κλειστή για το κοινό γέφυρα όπως ο Τούρκος Σοφούογλου, για να δούμε το 400άρι… Τα 358 αντιστοιχούσαν τότε σε 322 πραγματικά από τα οποία έπρεπε να επιβραδύνουμε στο όριο καθώς σε διακόσια μέτρα μπαίναμε σε ακάθαρτο τσιμέντο γεμάτο με πέτρες και λίγο πιο μετά τελείωνε ο διάδρομος. Με λίγα λόγια δεν υπάρχουν πεδία δοκιμών για κάτι τέτοιο στην Ελλάδα, κι έτσι είναι διαφορετικό να μετράς επιτάχυνση στο χιλιόμετρο και τελείως διαφορετικό – για αυτές τις μοτοσυκλέτες- να παραμένεις για ώρα σε αυτά τα χιλιόμετρα, περιμένοντας να ανέβει η πραγματική τελική ταχύτητα. Η ένδειξη στο κοντέρ δεν συμβαδίζει με τα πραγματικά χιλιόμετρα και η απόκλιση είναι σε κάθε δεκάδα χιλιομέτρων διαφορετική, δεν προχωρά αναλογικά ή προοδευτικά.

Στην περίπτωση του RSV4 1100 Factory το κοντέρ μπορεί να δείχνει 313 και για λίγο 314 αλλά τα χιλιόμετρα παραμένουν στα 299 που ξέρουμε πως έχουν τυπικά συμφωνήσει οι κατασκευαστές. Αυτό δεν είναι πλέον ούτε απόλυτο σύνορο, ούτε και πρέπει να παραμένει δυνατά κλειδωμένο και ο λόγος είναι περιπτώσεις σαν τις παραπάνω. Έχουμε φτάσει πλέον να οδηγούμε MotoGP μοτοσυκλέτες στα Trackday, κι όταν μιλάμε για trackday σε πίστες όπως οι παραπάνω, η τελική ταχύτητα και το αν αυτή περιορίζεται έχει έμπρακτο νόημα. Από την στιγμή που οι κατασκευαστές δεν φτιάχνουν μοτοσυκλέτες για την Ελλάδα αποκλειστικά, κι από την στιγμή που το ΜΟΤΟ δεν είναι ένας φτηνός οδηγός αγοράς, αλλά δοκιμάζουμε τις μοτοσυκλέτες για να ξέρετε με κάθε λεπτομέρεια πως είναι τα πράγματα στην μοτοσυκλετιστική ζωή και πώς προχωρούν, λέγοντας και τα καλά και τα στραβά, η τελική έχει κι αυτή την σημασία της.

Αν λοιπόν ο δρόμος εμπρός είναι κατηφορικός και βγεις στην ευθεία από μία στροφή με μπόλικα χιλιόμετρα έχοντας «άπλα» μπροστά σου, υπάρχει περίπτωση να δεις και περισσότερα από 313 ή 314. Θα πρέπει όμως να έχεις κατηφόρα διότι η πραγματική είναι ήδη στα 299. Ο περιορισμός αυτός φαίνεται να μην είναι κάτι που δύσκολα ξεπερνιέται, αν είσαι τυχερός να οδηγείς το «τεντωτήριο μυών» της Aprilia σε πίστες με τέτοιες δυνατότητες. Στο video μπορεί να βλέπετε πως τα πραγματικά στα 313 είναι τα 297, αλλά αυτό έχει να κάνει με το σημείο εκείνη την στιγμή και το γεγονός πως η ένδειξη στο κοντέρ δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα. Με έντονες αναπηδήσεις που το λογισμικό της κάμερας φιλτράρει είναι λογικό να χάνεις ένα ή δύο χιλιόμετρα τελικής από το «μαλακό» όριο των 299. Θα μπορούσε η Aprilia να δείχνει 299 και να αφήνει τα χιλιόμετρα να ανέβουν, σε μία αντίστροφη διατήρηση της τυπικότητας, όπως έχουμε δει να συμβαίνει από τους έτερους Ιταλούς για παράδειγμα.

Από εκεί και πέρα κάθε νούμερο παύει να έχει την οποιαδήποτε σημασία. Αυτή η μοτοσυκλέτα, όπως και κάθε Hyperbike, έχει φτιαχτεί για να προσφέρει συγκίνηση με το κιλό και συναίσθημα στο όριο της λιποθυμίας. Μπορεί στην Ελλάδα να μην υπάρχει πίστα να ξεδιπλώνει την τελική της, αλλά αυτό που έχει -κι αυτό που δεν θα καταλάβει κανείς αν δεν διαβάσει αναλυτικά την δοκιμή- είναι μία ταχύτητα επάνω στα Μέγαρα, για παράδειγμα. Ροπή και δυνατή επιτάχυνση σε οδηγούν να ξεχάσεις όσα ήξερες, κι όπως είπε και ο Λευτέρης κατεβαίνοντας από την σέλα της μόλις στους πρώτους ακόμη γύρους: «Εεε ναι, πώς να μην κάνεις έτσι ρεκόρ στις Σέρρες!!!»

Ετικέτες

Dunlop Roadsmart IV: Το δοκιμάζουμε σε όλες τις συνθήκες

Η νέα γενιά Roadsmart εξισώνει τις συνθήκες του δρόμου

Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

21/4/2022

Συνομιλώντας κατά καιρούς με τα στελέχη των μεγαλύτερων κατασκευαστών ελαστικών, έχω καταγράψει ορισμένους κοινούς προβληματισμούς που παραδέχονται όλοι τους πως ισχύουν στον ίδιο βαθμό, κι ένας από αυτούς είναι πως τα ελαστικά που προορίζονται για καθημερινή χρήση δρόμου, έχουν στην πράξη τόσες απαιτήσεις που ο σχεδιασμό και η εξέλιξή καταλήγει δυσκολότερο έργο από την εξέλιξη ενός αγωνιστικού ελαστικού. Διότι το τελευταίο καλείται να κάνει ένα πράγμα, τα ελαστικά αυτής της κατηγορίας πρέπει να είναι σπορ με αξιώσεις, αλλά να έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής, καλή απόδοση στο βρεγμένο, να ζεσταίνονται γρήγορα αλλά να μην υπερθεμαίνονται εύκολα, να απορροφούν ανωμαλίες του δρόμου χωρίς όμως κινητικότητα πέλματος και να αντέχουν και στο φόρτωμα και τέλος, εκείνο που παραβλέπουν όλοι, να διατηρούν αυτά τα χαρακτηριστικά σε αρκετές διαφορετικές διαστάσεις!

Υψηλόβαθμο στέλεχος της Dunlop στην Ευρώπη εξηγούσε στο ΜΟΤΟ, κατά την παρουσίαση του νέου ελαστικού που έχετε ήδη διαβάσει στο τεύχος 629, πως το Roadsmart IV είναι ο κοινός τόπος επαφής της εταιρείας με εκατοντάδες χιλιάδες αναβάτες, που σημαίνει πως η ανάπτυξή του έχει μεγαλύτερη σημασία από τα αγωνιστικά ελαστικά των Moto2 και Moto3 στα MotoGP που τα τελευταία χρόνια η Dunlop είναι αποκλειστικός προμηθευτής.

Η αναφορά δεν ήταν τυχαία, καθώς το Roadsmart IV επωφελείται από την τεράστια αγωνιστική πορεία της Dunlop με τρόπο πολύ άμεσο και πρακτικό και όχι θεωρητικό. Οι αγώνες αποτελούν τον τόπο της εξέλιξης του είδους, χωρίς αυτούς η εξέλιξη όχι μόνο είναι αργή αλλά μπορεί να οδηγηθεί και σε λάθους δρόμους. Μπορείς να πεις πως όλα τα ελαστικά δρόμου κάθε εταιρείας επωφελούνται από την αγωνιστική της πορεία με βάση την εμπειρία που έχει αποκτηθεί, όμως εδώ μιλάμε για κάτι τελείως πρακτικό και όχι θεωρητικό: Πρόσφατα το τμήμα αγωνιστικών ελαστικών της Dunlop, αυτό που κατασκευάζει τα ελαστικά της Moto2 και της Moto3, μετακόμισε από το Birmingham της Αγγλίας όπου βρισκόταν επί δεκαετίας, στο βασικό εργοστάσιο της Dunlop στην Γαλλία, εκεί που κατασκευάζονται και τα Roadsmart IV. Η μεταφορά αυτή προίκισε τις γραμμές παραγωγής των ελαστικών δρόμου με ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες εργαλειομηχανές βουλκανισμού και επέτρεψε στην Dunlop να χρησιμοποιήσει ορισμένες τεχνικές κατασκευής που μέχρι στιγμής υπήρχαν μόνο στους αγώνες και στα αγωνιστικά ελαστικά που μπορούσαν να καλύψουν το υψηλότερο κόστος παραγωγής. Η ενοποίηση αυτή όμως, έδωσε πρόσβαση σε εργαλεία που μέχρι πριν δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η ανάπτυξή τους χωρίς να αυξηθεί και το κόστος, κι έτσι από την απλή μεταφορά τεχνογνωσίας και εμπειρίας που γινόταν μέχρι πριν άμεσα και απρόσκοπτα στην κοινωνία της πληροφορίας που ζούμε, πλέον άνοιξε ο δρόμος και για την φυσική χρήση του εξοπλισμού!

Κι έτσι το Roadsmart IV γίνεται πλέον το πρώτο ελαστικό της κατηγορίας που κάνει χρήση της τεχνολογίας Jointless Tread. Η ονομασία περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τοποθετείται η γόμα πάνω στον σκελετό. Όπως ακριβώς και με την Jointless Belt τεχνολογία για την κατασκευή του σκελετού που είτε με αυτή την ονομασία είτε με διαφορετική, όλοι οι μεγάλοι κατασκευαστές χρησιμοποιούν, αντίστοιχα και με την Jointless Tread η εξωτερική γόμα απλώνεται σε λωρίδες σε μορφή μαστίχης τυλιγμένη πάνω στον σκελετό και γίνεται ένα σώμα κατά την διαδικασία του βουλκανισμού στην νέα εργαλειομηχανή που μέχρι πριν είχαν πρόσβαση μονάχα τα αγωνιστικά ελαστικά. Μέχρι τώρα η γόμα των ελαστικών αυτής της κατηγορίας ήταν ένα φύλλο που τύλιγε τον σκελετό και επικολλιούνταν επάνω του και ο βουλκανισμός, μεταξύ άλλων, εξαφάνιζε και το σημείο της ένωσης.

Η άλλη βασική διαφορά που έχει το νέο ελαστικό με τον προκάτοχό του, είναι στην εξέλιξη της ίδιας της Jointless Belt τεχνολογίας καθώς τώρα το νήμα που αποτελεί τον σκελετό είναι ένα και ενιαίο, εφαρμόζεται απευθείας στο εσωτερικό πέλμα και περιμένει την γόμα σε μορφή μαστίχης για να επικολληθεί. Μέχρι τώρα η κατασκευή του σκελετού ξεκινούσε φτιάχνοντας μία πλακέ ζώνη από τρεις χορδές που εμποτίζονταν στο ίδιο μίγμα της γόμας, κι έπειτα αυτή η ζώνη τυλιγόταν πάνω στο εσωτερικό πέλμα με την Jointless Belt τεχνολογία. Ο εμποτισμός σε γόμα και η δημιουργία ζώνης ήταν ο μόνος τρόπος συγκόλλησης όλων των διαφορετικών στρωμάτων πριν ξεκινήσει ο βουλκανισμός. Τώρα μπορεί και αυτή η διαδικασία να αλλάξει κι έτσι ένα ενιαίο νήμα, χωρίς κάποιον εμποτισμό, τυλίγεται πάνω στο εσωτερικό πλέγμα και απευθείας εφαρμόζεται το μίγμα της γόμας με Jointless Tread τρόπο. Το βασικό κέρδος αυτής της αλλαγής είναι το μικρότερο βάρος του ελαστικού και η καλύτερη απαγωγή θερμότητας, καθώς ο σκελετός παίζει τον μεγαλύτερη ρόλο στην διατήρηση θερμότητας του ελαστικού και πλέον είναι σε αμεσότερη επαφή με το εσωτερικό πλέγμα και την εξωτερική γόμα.

Φυσικά, η κυριότερη αλλαγή που αντιλαμβάνεται κανείς κοιτώντας το ελαστικό δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω, αλλά η νέα χάραξη. Στο προηγούμενο μοντέλο που θα εξακολουθήσει για πολύ καιρό να παράγεται αλλά σε νέα τιμή αποτελώντας μία πιο προσιτή λύση, η Dunlop είχε εφαρμόσει μία τεχνική σχεδιασμού που την αποκαλεί «νησίδες» καθώς τα αυλάκια είναι χωρισμένα σε ομάδες που καλύπτουν το ελαστικό αφήνοντας κενά αχάρακτης γόμας ανάμεσά τους. Αφήνει πίσω της την τεχνική των ομάδων αυλακιών, των «νησίδων» και φτιάχνει τώρα μία νέα χάραξη παρόλο που ο τρόπος αυτός αποδείχτηκε αποτελεσματικός στο Roadsmart III. Βάζοντας όμως στόχο να αναβαθμίσει την απόδοση στο βρεγμένο και ταυτόχρονα την σπορ συμπεριφορά, χρειάστηκε κάτι νέο καθώς αποδείχτηκε πως οι νησίδες προσέδιδαν κινητικότητα πέλματος σε ακραία σπορ, ρυθμό οδήγησης. Παράλληλα τα νέα αυλάκια βελτιώνουν την διάρκεια ζωής, κάτι που αυτή την στιγμή αποτελεί δήλωση της Dunlop χωρίς να επαληθεύεται από εμάς, από την στιγμή που δεν έχουμε γράψει χιλιάδες χιλιόμετρα με τα νέα Roadsmart IV.

Εκείνο που με βεβαιότητα επαληθεύτηκε, ήταν τα δυναμικά χαρακτηριστικά του σε μία αρχική διαδρομή τριακοσίων χιλιομέτρων χωρίς στάσεις, πριν μπούμε μαζί τους στην ιδιωτική πίστα δοκιμών της Dunlop. Εκτός από μία κανονική πίστα με έντονες υψομετρικές διακυμάνσεις στην μορφολογία της, η Goodyear, στην ομπρέλα της οποίας είναι και η Dunlop, διαθέτει και μία σειρά εξεζητημένων πεδίων δοκιμών για δοκιμές στο βρεγμένο και για δοκιμές ελιγμών και ευελιξίας. Η πίστα εξομοίωσης βροχής γεμίζει νερό και μάλιστα δημιουργεί και αυλάκια με περισσότερη ροή ώστε να έρχεται πολύ κοντά σε συνθήκες καταιγίδας σε δημόσιο δρόμο και την περνάς μονάχα με αδιάβροχα καθώς είναι σαν να βρέχει εκεί μέρα από τους πίδακες που δημιουργούν τα ελαστικά, τόσο πολύ νερό που υπάρχει στην επιφάνειά της.

Είναι ένας εξεζητημένος μηχανισμός που διακινεί τεράστιες ποσότητες νερού αλλά σε απόλυτο σεβασμό του περιβάλλοντος. Η πίστα είναι κατασκευασμένη σε πλαγιά και δεν χρησιμοποιεί μπεκ για την κατάβρεξή της αλλά διατρέχεται από την αριστερή της μεριά από υπόγειο αυλάκι που στην ουσία είναι η υπερχείλιση διαφορετικών, συγκοινωνούντων δεξαμενών. Το νερό που ξεχειλίζει και διατρέχει την πίστα, συλλέγεται από υπόγεια υδρορροή που διατρέχει την πίστα από την δεξιά της μεριά κι αφότου φιλτραριστεί, επαναπροωθείται στις δεξαμενές. Το αποτέλεσμα είναι μία πίστα που μόνιμα την διατρέχει το νερό με ακανόνιστα σημεία όπου έχει περισσότερη ή λιγότερη ροή, ανάλογα με την υπερχείλιση. Είναι ένα εξαιρετικό πεδίο δοκιμών για να δεις την απόδοση σε βρεγμένο οδόστρωμα σε συνθήκες που μόνιμα προσομοιάζουν μία καταρρακτώδη βροχή.

Η αρχή βέβαια της ημέρας έγινε κυνηγώντας τον Peter Hickman μαζί με έναν Αυστριακό και δύο Γερμανούς συναδέλφους, σχηματίζοντας ένα ξεχωριστό γκρουπ πέντε αναβατών και δύο πλοηγών που πήραν οδηγίες από το μεγάλο αφεντικό της Dunlop για ακραία σπορ οδήγηση όπου οι συνθήκες το επέτρεπαν, «και μην τολμήσουν να πουν πως βαρέθηκαν». Το αποτέλεσμα ήταν να κάνει λόγο ο Peter Hickman, συνέντευξη του οποίου θα διαβάσετε σύντομα στο ΜΟΤΟ, για οδήγηση που ξεφεύγει από τα δικά του πρότυπα για ελαστικά δρόμου και αγνώστους συνοδοιπόρους, κι ας μην πλησιάσαμε ούτε στο ελάχιστο μία ημέρα του στο Isle of Man. Ήταν όμως η πλέον γρήγορη οδήγηση που επέτρεπε ο δρόμος και οι συνθήκες, με στάσεις μονάχα για να αλλάξουμε μοτοσυκλέτες, δοκιμάζοντας τα νέα ελαστικά από Suzuki GSX-S 1000GT, μέχρι Honda NT1000!

Η καλή η ημέρα φάνηκε από την πρώτη κιόλας στροφή, όταν ο πλοηγός χρειάστηκε να βγάλει το πόδι από τα μαρσπιέ του Versys 1000 που είχαν διπλώσει ξύνοντας την άσφαλτο με όλο τους πλέον το μήκος και όχι μονάχα τον αποστάστη. Βασικό μέλημα της Dunlop είναι να σχεδιάζει τα ελαστικά έτσι ώστε το πίσω να χάνει πρώτο την πρόσφυση, δίνοντάς σου χρόνο αντίδρασης. Πρόκειται για μία φιλοσοφία σχεδιασμού που ξεκινά από την γεωμετρία του ελαστικού αλλά δεν περιορίζεται μόνο εκεί και φυσικά ο λόγος είναι για σταθερή πρόσφυση του δρόμου και όχι για τις στιγμές που το εμπρός ελαστικό θα περάσει πρώτο από σημείο μειωμένης πρόσφυσης. Οπότε όταν πατήσεις χαλίκια ή βρεγμένο κομμάτι του δρόμου χάνοντας στιγμιαία πρόσφυση εμπρός, βασίζεσαι να σε ακολουθήσει το ελαστικό στην γρήγορη αντίδραση και να ανακτήσει άμεσα όπως φυσικά και υπήρξε τέτοια περίπτωση και μάλιστα σε ένα από τα ταχύτερα κομμάτια της διαδρομής, εκεί όπου συμβαίνουν αυτές οι περιπτώσεις.

Κρατώντας βαθιά τα φρένα μέσα στις στροφές για να διατηρηθεί ο υψηλός ρυθμός οδήγησης που επιβάλλει ο πλοηγός και με τον Peter Hickman να ακολουθεί, δίχως να αφήνει περιθώριο, η εμπιστοσύνη στο Roadsmart IV χτίζεται πολύ γρήγορα κι ανεβαίνει πολλούς ορόφους. Το ελαστικό διατηρεί την κατευθυντικότητά του και τα περιθώριά του βρίσκονται πολύ ψηλά, όπως διαπιστώσαμε αμέσως μετά στην πίστα αυτή την φορά με πλοηγό τώρα τον Hickman. Δίχως πλέον περιορισμούς και στην ασφάλεια που προσφέρει η ιδιαίτερη και άκρως τεχνική ιδιωτική πίστα της Goodyear-Dunlop και κρατώντας τις ίδιες street μοτοσυκλέτες, το Roadsmart IV μας αποκαλύπτεται πλήρως. Υψηλός βαθμός κλίσης που έρχεται αβίαστα και δεν προκύπτει από υπερ-προσπάθεια, ακριβώς το αντίθετο. Εμπιστοσύνη στο εμπρός ελαστικό που έχει ομοιογένεια στην συμπεριφορά του σε όλες τις μοίρες που συναντά την άσφαλτο και ταχύτητα προσαρμογής στις αλλαγές κλίσης σε ρυθμό που ξεφεύγει από την σπορ οδήγηση στον δρόμο, είναι το συμπέρασμα μετά από αρκετούς γύρους στην πίστα, φανερώνοντας τα υψηλά όρια που έχει το Roadsmart IV.

Στην πίστα – λίμνη, ο στόχος της Dunlop ήταν να βελτιώσει την απόδοση μεταξύ 7ο και 30ο κλίσης που θεωρεί πως είναι το μέσο εύρος κλίσης των αναβατών σε βρεγμένους δημόσιους δρόμους. Βασικό σημείο αναφοράς όμως για τους περισσότερους όταν οδηγούν σε καταρρακτώδη βροχή είναι οι 20ο κλίσης, κι εκεί το ελαστικό έχει 46 τετραγωνικά εκατοστά επαφής με την άσφαλτο, δηλαδή τρία περισσότερα από το Roadsmart III. Την έκδοση αυτή είχαμε δοκιμάσει στην ίδια ακριβώς πίστα έναντι όμως του ανταγωνισμού που βγήκε τότε καλύτερο ελαστικό και τώρα το δοκιμάζαμε έναντι της νέας του έκδοσης. Βέβαια και ο ανταγωνισμός έχει βελτιωθεί από τότε και μάλιστα αρκετά, είναι όμως χαρακτηριστικό πως το Roadsmart IV είχε βελτιωθεί αρκετά έναντι του III που τα οδηγούσαμε εναλλάξ σε ίδιο μοντέλο μοτοσυκλέτας. Να σημειωθεί πως στο παραπάνω εμβαδό ελαστικού αντιστοιχεί ποσοστό αυλακώσεων που αγγίζει το 12,6% έναντι 10,3% στο προηγούμενο μοντέλο που δεν είναι μικρή διαφορά. Ακόμη περισσότερα για το βρεγμένο αλλά και για τα δυναμικά χαρακτηριστικά του Roadsmart IV, διαβάζετε στο τεύχος #629 του ΜΟΤΟ.

Με διάφορες εκδόσεις για να προσαρμόζεται το ελαστικό σε βαρύτερες και πιο τουριστικές μοτοσυκλέτες, καθώς και πλήθος διαστάσεων το Roadsmart IV είναι ένα από τα πιο σημαντικά ελαστικά στην τεράστια γκάμα της Dunlop γιατί την φέρνει κοντά σε εκατοντάδες χιλιάδες αναβάτες. Ενώ οι sport-touring μοτοσυκλέτες έχουν πρακτικά εξαφανιστεί, τα sport-touring ελαστικά μονοπωλούν εδώ και χρόνια τις πωλήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο και όχι μόνο στην Ευρώπη και χρησιμοποιούνται σε καθημερινή βάση από μεγάλο εύρος των street μοτοσυκλετών. Για αυτό ακριβώς τον λόγο, η Dunlop επένδυσε αρκετά στην εξέλιξή του και του έδωσε δυναμικά στοιχεία για να είναι σύντροφος όλες τις ώρες, σε όλες τις καιρικές συνθήκες αλλά και σε κάθε ρυθμό οδήγησης.