Δοκιμή: Brixton BX 125 X – Ένα scrambler με τιμή παπιού

Όταν το φτηνό δεν είναι βαρετό
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

5/6/2019

Κατανοούμε την περιρρέουσα μιζέρια που έχει καταβάλλει το ηθικό των ελλήνων μοτοσυκλετιστών μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Από εκεί που σε έπαιρναν δέκα τηλέφωνα την ημέρα οι τράπεζες να σου δώσουν (δανεικά…) όσα λεφτά ήθελες, τώρα σε παίρνουν οι εισπρακτικές και σου ζητάνε όσα λεφτά τους λείπουν. Επί μια δεκαετία άλλαζες τις μοτοσυκλέτες σαν τα πουκάμισα και δεν καταδεχόσουν να φανταστείς τον εαυτό σου να οδηγεί οτιδήποτε είχε κάτω από 500 κυβικά. Μεγαλεία!

Η φούσκα όμως έσπασε και τώρα πρέπει να δεις τι θα πάρεις με μέγιστο όριο προϋπολογισμού τα 3.000€. Παπί ή scooter;

Γιατί ρε φίλε, σου κακοπέφτει μια μοτοσυκλέτα με τα ίδια κυβικά, τις ίδιες (και καλύτερες…) επιδόσεις και στα ίδια χρήματα; Μια μοτοσυκλέτα που θα έχει ακριβώς το ίδιο κόστος χρήσης με ένα παπί, αλλά θα προσφέρει περισσότερη ασφάλεια και καλύτερη άνεση; Μα οι μικρές και φτηνές μοτοσυκλέτες είναι μίζερες σε εμφάνιση, θα μας πεις. Σωστός εν μέρει, αλλά τα τελευταία χρόνια υπάρχουν εξαιρέσεις και μία από αυτές είναι η περίπτωση της Brixton. Πρόκειται για μια εταιρεία που έχει έδρα την Αυστρία και όραμά της είναι να προσφέρει φτηνές, μικρές μοτοσυκλέτες που να εναρμονίζονται με τα ευρωπαϊκά γούστα. Πατώντας πάνω στη μόδα των neo-retro, σχεδίασε την σειρά των BX 125, τα οποία κατασκευάζει στην Κίνα. Πριν δύο χρόνια είχαμε οδηγήσει το πρώτο BX 125 των 2.589€, το οποίο κατάφερε να γίνει αμέσως ένα από τα αγαπημένα μας 125.

Ο αερόψυκτος κινητήρας του βγάζει σχεδόν 8 πραγματικούς ίππους στον πίσω τροχό και με τη βοήθεια του σωστά κλιμακωμένου κιβωτίου ταχυτήτων των πέντε σχέσεων, είχε καλύτερες επιδόσεις από τα αερόψυκτα παπιά των 125 κυβικών και στον ανοιχτό δρόμο έπιανε την ίδια τελική με τα υγρόψυκτα scooter των 125 κυβικών. Τα led φώτα εμπρός-πίσω και οι δεκάδες καλόγουστες σχεδιαστικές λεπτομέρειες, του χάριζαν προσωπικότητα και στιλ, που δεν είχε κανένα άλλο μοτοσυκλετάκι σε αυτά τα χρήματα. Τους λόγους που το βάλαμε στη λίστα με τα αγαπημένα μας 125, τους θυμηθήκαμε ξανά αυτές τις μέρες, έχοντας στα χέρια μας το BX 125 Χ των 2.789ε. Πρόκειται για την Off-road έκδοση της σειράς των BX 125, διαθέτοντας τρακτερωτά ελαστικά και φαρδύ τιμόνι με μπάρα. Εμφανισιακά διαφέρει επίσης από το μικρό μασκάκι με την προστατευτική σήτα στον προβολέα, καθώς και από το χακί ματ (ή μαύρο ματ) μονόχρωμο βάψιμό του αντί της διχρωμίας. Αυτό που δεν φαίνεται, είναι πως η έκδοση Χ έχει πιο “ανθεκτικά” πίσω αμορτισέρ για να μην τερματίζουν όταν θα κάνεις… άλματα στο χώμα!!!!  

Η αρχική μας προσέγγιση στην έκδοση Χ δεν ήταν τόσο ενθουσιώδης, διότι ξέρουμε πολύ καλά πως τα τρακτερωτά ελαστικά είναι η συνταγή για να καταστρέψεις τη συμπεριφορά μιας μοτοσυκλέτας στην άσφαλτο. Σε αυτή την περίπτωση όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το BX 125, έτσι κι αλλιώς δεν ήταν υπόδειγμα σπορ στησίματος λόγω του κοντού μεταξονίου και της μεγάλης γωνίας κάστερ. Όμως φαίνεται πως το μεγαλύτερο προφίλ και η πιο ομαλή κορώνα των συγκεκριμένων ελαστικών της έκδοσης Χ σε σχέση με τη βασική έκδοση του BX 125, είχαν θετικό αντίκτυπο στη συμπεριφορά του. Γενικά το Χ είναι πιο ομαλό στο αρχικό πλάγιασμα στην είσοδο της στροφής, σε σχέση με το BX 125 που είχαμε κάνει τεστ πριν δύο χρόνια. Επίσης το ψηλότερο και φαρδύτερο τιμόνι, αλλάζει την εργονομία της θέσης οδήγησης, κάνοντάς την πιο όρθια και πιο… αρχοντική!

Το κακό είναι πως η μπάρα που έχει στη μέση είναι afterthought και κρύβει τις ψηφιακές ενδείξεις του οργάνου, δηλαδή της ταχύτητας και του ρεζερβουάρ. Πρέπει να σκύψεις ή να τεντώσεις το κεφάλι σου (ανάλογα το σωματικό σου ύψος) για να δεις τις – έτσι κι αλλιώς – λιλιπούτιες ενδείξεις του. Βέβαια με την μικρή κατανάλωση που κυμαίνεται μεταξύ 3,5-4,5 λίτρων για κάθε 100 χιλιόμετρα οδήγησης με τέρμα ανοιχτό το γκάζι και το τεράστιο ρεζερβουάρ των 16 λίτρων, θα περάσουν μήνες μέχρι να χρειαστεί να του ξαναβάλεις βενζίνη αν το γεμίσεις. Όσο για την αδυναμία να δεις εύκολα το κοντέρ, ούτε αυτό είναι πρόβλημα για να ανησυχείς μη τυχόν και πάρεις κλήση για υπερβολική ταχύτητα…

Βέβαια το BX 125 X έχει ατελείωτο γκάζι. Όχι με την έννοια της δύναμης του κινητήρα, αλλά με την έννοια της διαδρομής της γκαζιέρας. Προφανώς αστειευόμαστε με τις επιδόσεις του BX 125 X, όμως όσοι έχουν δώσει τα ίδια χρήματα για να πάρουν παπί, καλά θα κάνουν να μην γελάνε, διότι το BX 125 X μπορεί να τους κάνει πλάκα στην ευθεία και ΠΟΛΥ χοντρή πλάκα στις ανηφόρες, ειδικά αν η κόντρα γίνει με δύο άτομα στη σέλα.

Εννοείται πως στο Brixton κάθονται πολύ πιο άνετα δύο άτομα σε σχέση με τα παπιά, ειδικά αν μιλάμε για τα καινούρια τα σπορ παπιά. Τα πιο “ενισχυμένα” πίσω αμορτισέρ (όπως τα χαρακτηρίζει η Brixton χωρίς να μας λέει ακριβώς τι εννοεί) δεν τερματίζουν εύκολα, όμως είναι λίγο “στεγνά” σε αποσβέσεις, όπως και το πιρούνι που δεν διακρίνεται για την προοδευτική βύθισή του. Ακόμα κι έτσι πάντως, το BX 125 X είναι πιο άνετο από το μεγαλύτερη ποσοστό των παπιών και των scooter της κατηγορίας των 125cc.

Τώρα αν θέλουμε να πούμε και δύο λόγια για τις… Off-Road δυνατότητες του X, δυστυχώς η κουβέντα σταματάει στην ύπαρξη του συστήματος των συνδυασμένων φρένων εμπρός-πίσω. Καθώς όταν πατάς το πίσω φρένο ταυτόχρονα ενεργοποιείται και το εμπρός, είναι πολύ εύκολo να μπλοκάρει ο εμπρός τροχός σε σαθρό έδαφος, ειδικά σε απότομες κατηφόρες. Για να κάνεις όμως βόλτα στο χώμα είναι μια χαρά και σίγουρα δεν θα σκορπίσει, ούτε θα ξεφουσκώσουν τα λάστιχά του αν περάσει πάνω από πέτρες, όπως συμβαίνει με τα scooter και τα παπιά. Σίγουρα το BX 125 X είναι μια άριστη επιλογή για όσους μένουν στην επαρχία και θέλουν την ευκολία συντήρησης με απλά εργαλεία του αερόψυκτου κινητήρα, αλλά και αντοχή για να οδηγούν τακτικά στους τοπικούς χωματόδρομους. Κι όλα αυτά με νεοκλασικό στιλ!

SUZUKI GSX1300R HAYABUSA: ‘Ετσι έγινε θρύλος στην Ελλάδα

Η μοτοσυκλέτα-σταθμός στην ιστορία της Suzuki μέσα από τις σελίδες του ΜΟΤΟ
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

16/11/2020

Σήμερα, το όνομα “Hayabusa” δεν χρειάζεται συστάσεις. Λίγο-πολύ όλοι έχουν μια σαφή εικόνα για τί είδους μοτοσυκλέτα είναι και ποιες είναι οι ικανότητές της. Όμως πίσω στο 1999 ήταν “απλώς” ένα καινούριο μοντέλο της Suzuki στην μεγάλη κατηγορία των Sport –touring που κανείς μας δεν είχε την παραμικρή ιδέα πως πρόκειται να ανατρέψει τα δεδομένα της κατηγορίας. Σε λίγες εβδομάδες η Suzuki θα παρουσιάζει μετά από πολλά χρόνια τον αντικαταστάτη του σημερινού μοντέλου κι αυτό μας έδωσε την ιδέα να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο και να θυμηθούμε μαζί το πρώτο γιγαντιαίο τεστ της Hayabusa του ΜΟΤΟ. Όπως έχουμε γράψει από το 2019 ακόμη, αποφεύγουμε να ανακοινώνουμε κάθε 2-3 μήνες πως έρχεται το νέο μοντέλο, όπως βλέπουμε αλλού να συμβαίνει. Από την πρώτη στιγμή είπαμε πότε θα έρθει το νέο Hayabusa κι όλα συνηγορούν πως από τότε είμαστε σωστοί... Ευκαιρία για ένα αφιέρωμα λοιπόν με λεπτομέρειες και αριθμούς σαν αυτά που δεν υπάρχουν πολλά εκεί έξω. Ένα πολυήμερο τεστ, με δοκιμασίες σε κάθε είδους δρόμο, που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ σε μοτοσυκλέτα αυτού του είδους και αποτέλεσε την αρχή της λαμπρής ιστορίας της Hayabusa στην Ελλάδα. Σε αυτό το flash-back θα ξεφυλλίσουμε μαζί το τεύχος 218 και θα δούμε τι κάναμε και πως ζήσαμε οι συντάκτες του ΜΟΤΟ την άφιξη της Hayabusa στη χώρα μας.

 

Πρώτο ραντεβού στις Σέρρες!

Το τρίπτυχο Hayabusa-MOTO-Πίστα ήταν εκείνο που σημάδεψε την ιστορία αυτή της μοτοσυκλέτας περισσότερο και την διαφοροποίησε από τα υπόλοιπα Supersport της εποχής. Το πρώτο ραντεβού μας μαζί της ήταν στην πίστα των Σερρών και αυτό από μόνο του αποτελεί “δημοσιογραφική ανωμαλία” για δοκιμή sport-touring μοτοσυκλέτας. Όμως η ελληνική αντιπροσωπεία είχε αποφασίσει να κάνει εκεί την δημοσιογραφική παρουσίαση και όπως αποδείχτηκε δεν ήταν καθόλου κακή επιλογή. Άλλωστε το Hayabusa ανήκει στην οικογένεια των GSX-R! Απλώς είναι 1300 και λιιιίγο παχουλό.

Τα κιλά και η “περιφέρεια μέσης” ήταν τα δύο στοιχεία που έβαζαν περιορισμό στην οδήγηση μέσα στην πίστα των Σερρών, πιέζοντας τα φρένα και τις αναρτήσεις. Τα περιθώρια κλίσης ήταν μια χαρά για μοτοσυκλέτα του είδους, όμως οι ικανότητες του πλαισίου και του κινητήρα της Hayabusa τα έκαναν να φαίνονται λίγα. Το φαίρινγκ, οι εξατμίσεις και το σταντ γδερνόντουσαν σε κάθε στροφή. Αυτό δεν ήταν πρόβλημα για τον αναβάτη. Το πρόβλημά ήταν πως το Hayabusa είχε όντως γονίδια GSX-R και σου έδειχνε πως αν σηκώσεις τις εξατμίσεις και σκληρύνεις τις αναρτήσεις για να μην “βουλιάζει” μέσα στη στροφή, μπορεί να πάει πολύ γρήγορα ακόμα και μέσα σε αυτή την τεχνική πίστα. Το πόσο “GSX-R” ήταν το πλαίσιο της Hayabusa φάνηκε μερικούς μήνες μετά, όταν ταξιδέψαμε στο Nurburgring και στα χέρια του Άλκη Συνιώρη έκανε σε χρόνο 8 λεπτά και 20 δευτερόλεπτα τον γύρο (Bridge To Gate) στην θρυλική “Πράσινη Κόλαση” πηγαίνοντας τρενάκι μαζί με την R1 του Γερμανού εκπαιδευτή!

Μάλιστα η συγκεκριμένη μαύρη Hayabusa ήταν η ίδια που είχαμε στις Σέρρες και είχαμε “ξεσκίσει” στα τεστ επί μήνες οι Έλληνες δημοσιογράφοι, αποδεικνύοντας πως εκτός από επιδόσεις, ο κινητήρας της είχε “αντισώματα” στους κανίβαλους!   

Πρώτη στους αριθμούς

 

Τα όργανα μετρήσεων και το δυναμόμετρο του ΜΟΤΟ δεν είχαν δείξει ποτέ πριν τόσο μεγάλους αριθμούς στη ζωή τους. Τα εργοστάσια πάντα φουσκώνουν του αριθμούς στα τεχνικά χαρακτηριστικά που δημοσίευαν, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις ιπποδυνάμεις και το βάρος. Ως αποτέλεσμα, όσα περιοδικά κάνουμε μετρήσεις επιδόσεων, πολλές φορές βλέπουμε μεγάλες αποκλείσεις. Έως τον Ιούνιο του 1999 που βγήκε στα περίπτερα το τεύχος 218 με το πρώτο τεστ του Hayabusa δεν υπήρχε μοτοσυκλέτα παραγωγής που να είχε δείξει πάνω από 140 ίππους στον τροχό και να είχε ξεπεράσει τα 290km/h στο όργανο μετρήσεων του περιοδικού.

Το Honda CBR1100XX Blackbird Fi είχε πάρει την σκυτάλη των επιδόσεων από το γερασμένο Kawasaki ZZ-R 1200, έχοντας 142,1 ίππους στον τροχό και 294km/h τελικής ταχύτητας. Η Honda είχε επιτύχει τελική 300km/h στην οβάλ πίστα του Nardo της Ιταλίας, όμως η μοτοσυκλέτα εκείνη δεν είχε καθρέπτες και η Dainese είχε σχεδιάσει ειδική φόρμα και κράνος για την μικρόσωμη αναβάτρια Yuko, την Ιαπωνίδα συντάκτρια που είχαμε συνεργασία και εμείς στο ΜΟΤΟ. Όταν λοιπόν ήρθε το Hayabusa γράφοντας 157,6 ίππους στο δυναμόμετρο και 308km/h πραγματικής τελικής, έπεσαν τα σαγόνια όλων στο πάτωμα! Η Suzuki ποτέ δεν είχε τη φήμη πως φτιάχνει τις δυνατότερες και γρηγορότερες μοτοσυκλέτες στην ευθεία. Γι΄αυτό και η Hayabusa σόκαρε τόσο πολύ τους μοτοσυκλετιστές εκείνη την εποχή. Η σύγκριση των μετρήσεων επιδόσεων μεταξύ Hayabusa και Blackbird δείχνουν με τον καλύτερο τρόπο, το άλμα απόδοσης και την αλλαγή σελίδας που έκανε η Suzuki εκείνη την εποχή.  

 

 Στα χαρτιά υπήρχαν και πριν μοτοσυκλέτες που έλεγαν πως βγάζουν 150 ίππους όμως η Hayabusa ήταν η πρώτη που τους έδειξε πάνω στο δυναμόμετρο και μάλιστα είχε 15 άλογα παραπάνω από το Blackbird Fi

Οι επιταχύνσεις από στάση ήταν καταιγιστικές και ακόμα και σήμερα προκαλούν τον θαυμασμό. Λόγω του μακρύ μεταξονίου, του χαμηλού κέντρου βάρους και του απίστευτα ανθεκτικού συμπλέκτη, τα 0-400μ ήρθαν σε 9,72 δευτερόλεπτα και έπιανε τα 200km/h σε μόλις 7,02 δευτερόλεπτα

Το 1999 η τελική ταχύτητα είχε την δική της βαρύτητα στις συζητήσεις των μοτοσυκλετιστών. Σε πολλά κοντέρ υπήρχε ο μαγικός αριθμός 300km/h όμως μόνο η Hayabusa τα έπιανε στην πραγματικότητα

Τα κυβικά και βήχας δεν κρύβονται. Οδηγώντας την Hayabusa ήταν εύκολο να καταλάβεις πως είχε πολύ ροπή σε όλο το φάσμα των στροφών, παρά την ευστροφία του κινητήρα. Οι μετρήσεις των ρεπρίζ επιβεβαίωσαν την ανωτερότητά του και σε αυτόν τον τομέα