Δοκιμή ελαστικών: Pirelli Supercorsa SP, Supercorsa BSB, Metzeler M9 RR

Μία οικογένεια, τρία ελαστικά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2021

Στα πλαίσια του συγκριτικού τεστ των  streetfighter που κάναμε στο δρόμο και στην πίστα των Σερρών, δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικούς τύπους supersport ελαστικών του ομίλου Pirelli/Metzeler. Πρόκειται για τα Pirelli Supercorsa SP, Pirelli Supercorsa BSB και Metzeler M9 RR, όπου το πρώτο το βάλαμε στο Ducati Streetfighter V4, το δεύτερο στο Kawasaki Z-H2 και το τρίτο στο KTM 1290 Superduke R.

Τα Pirelli Supercorsa SP τα έχουν ήδη επιλέξει η Ducati, η Kawasaki και η Honda, ως ελαστικά πρώτης τοποθέτησης στις κορυφαίες εκδόσεις των superbike μοτοσυκλετών τους, ενώ τα Metzeler M9RR τα έχει επιλέξει η BMW στο νέο S1000RR. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως είναι ελαστικά υψηλών επιδόσεων με έγκριση τύπου για οδήγηση στο δρόμο, αλλά μπορούν να γράψουν και εξίσου καλούς χρόνους στην πίστα.

Φυσικά όπως συνηθίζουν τα εργοστάσια, ζητούν από τις εταιρείες ελαστικών να κάνουν κάποιες μικρές ή μεγάλες αλλαγές, ώστε τα ελαστικά να ταιριάζουν στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των δικών τους μοντέλων. Για παράδειγμα η Honda απαίτησε από την Pirelli ισχυρότερο σκελετό για το πίσω ελαστικό του νέου CBR1000RR-R Fireblade, ενώ η Ducati ζήτησε το πίσω ελαστικό να έχει προφίλ 60% (200/60-17) ώστε η γεωμετρία του να είναι όμοια με των αγωνιστικών slick ελαστικών.

Τέτοιες διαφορές δημιουργούν κάποιες φορές πονοκέφαλο στους ιδιοκτήτες, διότι δεν βρίσκεις πάντα διαθέσιμους αυτούς τους εξειδικευμένους τύπους ελαστικών. Ευτυχώς τα σύγχρονα ηλεκτρονικά και η τεχνολογία αυτού του επιπέδου ελαστικών, σου αφήνουν το περιθώριο να επιλέξεις και τους παραπλήσιους τύπους, χωρίς να μεταβληθούν δραματικά τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας σου.

Άλλωστε και τα ίδια τα εργοστάσια σου δίνουν περισσότερες από δύο επιλογές, όχι μόνο στον τύπο του ελαστικού, αλλά ακόμα και στη μάρκα. Για παράδειγμα η Yamaha έβαζε στην απλή έκδοση της R1 πίσω ελαστικό 195/50-17 ενώ στην έκδοση Μ έβαζε 200/55-17, χωρίς αλλαγές στο λογισμικό των ηλεκτρονικών, καθώς πλέον δεν παίρνουν δεδομένα από τους αισθητήρες του ABS αλλά από την IMU και τους αισθητήρες των πέντε ή έξι κατευθύνσεων που διαθέτουν.

Το ίδιο κάνει η Aprilia με τις απλές και Factory εκδόσεις των Tuono 1100 και RSV4 1000/1100, όπως επίσης η BMW και τα ιαπωνικά εργοστάσια βάζουν διαφορετικής μάρκας ελαστικά, ανάλογα την αγορά ή το εξάμηνο παραγωγής! Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη που κάποιες επιλογές των εργοστασίων βασίζονται – δυστυχώς – μόνο σε οικονομικά κριτήρια και δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει κορυφαίας απόδοσης μοτοσυκλέτες να έχουν χαμηλότερων προδιαγραφών ελαστικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες ικανότητές τους.

Όλα αυτά τα λέμε για να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής, πως τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της μοτοσυκλέτας μας δεν αποτελούν δέσμευση για την επιλογή των νέων που θα βάλουμε όταν χρειαστεί να τα αντικαταστήσουμε.

 

Φυσικά, όταν αλλάζεις μάρκα ή μοντέλο και πολύ περισσότερο διάσταση ελαστικών, θα υπάρξουν διαφορές στη συμπεριφορά της. Κάποιες θα είναι προς το καλύτερο και κάποιες προς το χειρότερο, αναλόγως ποιες είναι οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες σου.

Το Ducati Streetfighter V4 παραδίδεται στους ιδιοκτήτες του με τα Pirelli Rosso Corsa. Πρόκειται για ένα premium μοντέλο της Pirelli με τρεις γόμμες για τις πέντε ζώνες που είναι χωρισμένο το πίσω ελαστικό. Το συγκεκριμένο ελαστικό το είχαμε δοκιμάσει εκτενώς όταν παρουσιάστηκε το 2018 πάνω στο Aprilia RSV4 Factory και η φιλοσοφία του είναι η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, διατηρώντας σε αρκετά μεγάλο βαθμό μέσα στην πίστα τα δυναμικά χαρακτηριστικά των Supercorsa. Ως εκ τούτου, αυτή η επιλογή της Ducati βασίζεται περισσότερο για χρήση στο δρόμο, όπου η μεγάλη διάρκεια ζωής είναι σημαντικός παράγοντας.

Σε αυτό το συγκριτικό, στο Streetfighter V4 βάλαμε τα Supercorsa SP. Πρόκειται για μια κλασική και δοκιμασμένη επιλογή των ιδιοκτητών superbike, η οποία στοχεύει σε όσους κάνουν track day, αλλά παράλληλα απολαμβάνουν την γρήγορη οδήγηση και στο δρόμο. Και αυτό το ελαστικό έχει τεχνολογία διαφορετικής σύνθεσης γόμας, όμως εδώ είναι δύο για το πίσω ελαστικό και όχι τρεις όπως στο Rosso Corsa. Η γόμμα στο κέντρο του ελαστικού έχει σχεδιαστεί για μειωμένη φθορά, ενώ η γόμα που βρίσκεται στο πλάι έχει σύνθεση που προσφέρει σταθερό και υψηλού επιπέδου κράτημα στην πίστα, χωρίς να παρουσιάζει συμπτώματα υπερθέρμανσής και απότομη πτώση της απόδοσής του.

Επίσης έχει διαφορετική γεωμετρία κορόνας και είναι ένα από τα ελαφρύτερα ελαστικά στην κατηγορία του. Όμως τί σημαίνουν όλα αυτά; Όσο η μοτοσυκλέτα είναι εντελώς όρθια δεν πρόκειται να αντιληφθείς κάποια διαφορά σε σχέση με τα Rosso Corsa, οδηγώντας την Streetfighter V4 στο δρόμο. Η γεωμετρία του πλαισίου, η κατανομή βάρους και η μελετημένη αεροδυναμική της ιταλικής μοτοσυκλέτας, την κρατούν “βιδωμένη” πάνω στην άσφαλτο, οπότε η πιο “τριγωνική” κορώνα του εμπρός Supercorsa SP δεν έχει επιπτώσεις στη σταθερότητα.

 

Προφανώς το πίσω δεν θα έχει την ίδια διάρκεια ζωής αν κάνεις πολλά χιλιόμετρα στην εθνική με υψηλές ταχύτητες, όμως θα αντέχουν πολύ περισσότερο από τα προηγούμενης γενιάς semi-slick ελαστικά με την ενιαία γόμα. Ειδικά σε αυτή τη μοτοσυκλέτα που δεν ξεπερνά τα 207 κιλά με γεμάτο το ρεζερβουάρ, η φθορά στο κέντρο ήταν ανεπαίσθητη, παρά τους 180 πραγματικούς ίππους που το μαστιγώνουν. Οι διαφορές αρχίζουν όταν πλαγιάσεις τη μοτοσυκλέτα, όπου γίνονται αρκετά πιο αισθητές οι σχεδιαστικές επιλογές της Pirelli. Το Supercorsa SP αφήνει τη μοτοσυκλέτα να πλαγιάσει πιο γρήγορα και το τιμόνι έχει πιο ελαφριά αίσθηση, λόγω της πιο γρήγορης γεωμετρίας της κορώνας και του μειωμένου γυροσκοπικού φαινομένου, καθώς είναι πολύ ελαφρύ ελαστικό. Από την άλλη μεριά όμως θέλει περισσότερη ώρα για να έρθει σε ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας και δεν απορροφά τις ανωμαλίες τους δρόμου με την ίδια ηρεμία που το κάνει το Rosso Corsa στην χαμηλές ταχύτητες της πόλη και των σφικτών επαρχιακών δρόμων. Φυσικά στην πίστα, όπου η ποιότητα της ασφάλτου είναι πολύ καλύτερη και κυρίως πιο ομαλή, το Supercorsa SP έχει μόνο πλεονεκτήματα.

 

Πέρα από την ταχύτερη αλλαγή πορείας, η βασική διαφορά του Supercorsa SP στην πίστα είναι στο σταθερό επίπεδο του κρατήματος μετά των πέμπτο-έκτο γύρο. Σε αυτό το σημείο, τα ελαστικά δρόμου αρχίζουν και δείχνουν σημάδια υπερθέρμανσης, κάτι απόλυτα λογικό αφού έχουν σχεδιαστεί με προτεραιότητα την άμεση επίτευξη θερμοκρασίας λειτουργίας.

Αντιθέτως το Supercorsa SP δείχνει την αγωνιστική καταγωγή του και συμπεριφέρεται ως γνήσιο semi-slick ελαστικό, προφέροντας μεγάλη επιφάνεια επαφής με την άσφαλτο και σταθερά υψηλό κράτημα για πολλούς συνεχόμενους γύρους. Σε σχέση με το Rosso Corsa που είχαμε δοκιμάσει στο Aprilia RSV4 στην πίστα των Σερρών, το Supercorsa SP είχε αναμενόμενα περισσότερη φθορά στο τέλος της ημέρας και είναι το δίκαιο τίμημα που πρέπει να πληρώσεις όταν επιλέγεις ελαστικά της κατηγορίας των semi-slick.

Στα πλεονεκτήματα του Supercorsa SP θα πρέπει να βάλουμε και το γεγονός της μεγάλης γκάμας διαστάσεων που τα προσφέρει η Pirelli.

Το εμπρός ξεκινά από την διάσταση 110/70-17 και το πίσω από την 140/70-17 και φτάνει έως την 200/60-17, καλύπτοντας όλους τους κυβισμούς σπορ μοτοσυκλετών από τα 125 κυβικά με τους 15 ίππους έως και τα θηρία των 1100 κυβικών και τους 200+ ίππους στον πίσω τροχό. Γι' αυτό άλλωστε και το χρησιμοποιούν σε πολλών ειδών αγώνες ενιαίου τύπου στα εθνικά πρωταθλήματα της Ευρώπης, από τις κατηγορίες SS300 έως και Superstock 600/1000.

Ταυτόχρονα με το Supercorsa SP, στη διάθεσή μας είχαμε και το Supercorsa BSB… Μπερδευτήκατε με τα ονόματα; Και εμείς μπερδευτήκαμε δυο-τρεις φορές όταν αλλάζαμε τα ελαστικά στις μοτοσυκλέτες, διότι σε εμφάνιση δεν διαφέρουν από τα SP.

Ούτε όμως θα καταλάβεις διαφορά ανάμεσα στο SP και το BSB αν δεν πιέσεις οριακά μέσα στην πίστα τη μοτοσυκλέτα. Το όνομά του το πήρε από το εθνικό πρωτάθλημα superbike της Βρετανίας και η Pirelli το παρουσίασε το 2009 ως την έκδοση δρόμου του καθαρόαιμου αγωνιστικού slick. Σήμερα βρίσκεται τιμολογιακά κάτω από το Supercorsa SP και αποτελεί την πιο συμφέρουσα οικονομικά επιλογή για όποιον θέλει κράτημα και συμπεριφορά semi-slick ελαστικού, χωρίς να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Το συγκεκριμένο ελαστικό το βάλαμε στο Kawasaki Z-H2, που φοράει από το εργοστάσιο τα Pirelli Rosso III. Σε αυτή τη μοτοσυκλέτα η διαφορά μεταξύ του sport-touring Rosso III και του semi-slick Supercorsa BSB ήταν εμφανέστατη από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο μέσα στην πίστα, αλλά και στο δρόμο. Η γυμνή μοτοσυκλέτα της Kawasaki έχει αρκετά μεγαλύτερο βάρος στα 240 κιλά και επίσης έχει πολύ γκάζι και ροπή. Ως αποτέλεσμα, στο δρόμο ζέσταινε πολύ πιο γρήγορα τα Supercorsa BSB, απ’ ότι το ελαφρύτερο Ducati Streetfighter τα Supercorsa SP και δεν υπήρχε ευδιάκριτος συμβιβασμός σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τα sport-touring ελαστικά. Από την άλλη μεριά, η τριγωνική κορόνα των BSB επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά του Ζ-Η2 σε όλες τις ταχύτητες κάνοντας το τιμόνι πιο άμεσο στις αντιδράσεις του, αλλά ταυτόχρονα και πιο ευαίσθητο στις ανωμαλίες του δρόμου. Έτσι δεν λείπουν τα κουνήματα στο τιμόνι αν περάσεις με τέρμα ανοιχτό το γκάζι πάνω από ανωμαλίες.

Στην πίστα το Ζ-Η2 έχει μικρά περιθώρια κλίσης λόγω των μαλακών αναρτήσεων και της χαμηλά τοποθετημένης εξάτμισης και των μαρσπιέ. Οπότε το πλεονέκτημα του υψηλότερου κρατήματος υπό κλίση των BSB δεν σου χρησιμεύει σε κάτι.

Με άλλα λόγια, η επιλογή του Rosso III από την Kawasaki ως ελαστικό πρώτης τοποθέτησης στο Ζ-Η2 θα ικανοποιήσει ένα ευρύτερο κοινό και η τοποθέτηση ενός semi-slick όπως το Supercorsa BSB είναι για εκείνους που θέλουν να βελτιώσουν την ευελιξία της μοτοσυκλέτας, θυσιάζοντας την διάρκεια ζωής σε βάθος χρόνου.

Το τρίτο ζευγάρι ελαστικών της παρέας μας ήταν τα Μetzeler M9RR και είχαν εξίσου δύσκολο έργο, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κτηνώδη ροπή του αυστριακού V2 του KTM 1290 Superduke.

Πρόκειται για μία από τις πιο πρόσφατες αφίξεις στην κατηγορία των hypersport ελαστικών, με το BMW S1000RR να είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής που το φόρεσε ως πρώτη τοποθέτηση από το εργοστάσιο. Μετά από αυτή δόκιμή των streetfighter μπορούμε να πούμε πως συμφωνούμε απόλυτα με την επιλογή της BMW, καθώς τα M9 RR σκοράρουν πολύ υψηλή βαθμολογία σε όλους τους τομείς χρήσης των μοντέρνων υπερ-μοτοσυκλετών, τόσο στο δρόμο όσο και στην πίστα. Η συνεργασία του με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήταν άψογη και παρά την τεράστια διαφορά στον τρόπο απόδοσης του V2 κινητήρα της KTM σε σχέση με τον τετρακύλινδρο της superbike της BMW, δεν προκαλούσε πρόωρη επέμβαση του traction control ή του cornering ABS.

 Ερχόταν αρκετά γρήγορα σε θερμοκρασία λειτουργίας στους ελληνικούς δρόμους και διατηρούσε σταθερή την απόδοσή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα μέσα στην πίστα.

Η γεωμετρία της κορόνας του είναι μεν σπορ και κοντά στα semi-slick ελαστικά, αλλά δεν φτάνει στα άκρα. Οπότε ακόμα και στο 1290 Superduke R, που είναι από τις ελαφρύτερες και πιο ευέλικτες γυμνές μοτοσυκλέτες της αγοράς, διατήρησε το επίπεδο σταθερότητας και δεν εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ζευγάρι ελαστικών που σου επιτρέπει να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες μιας σύγχρονης, παντοδύναμης και γεμάτης ηλεκτρονικά streetfighter ή superbike, χωρίς να απαιτεί τους συμβιβασμούς ενός semi-slick ελαστικού στο δρόμο ή ενός sport-touring ελαστικού στην πίστα.

 Για την πλειοψηφία των ιδιοκτητών sport και supersport μοτοσυκλετών, τα M9 RR της Metzeler είναι μια άριστη επιλογή για να απολαύσουν τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας τους σε κάθε είδους άσφαλτο 365 μέρες το χρόνο. Οι διαθέσιμες διαστάσεις καλύπτουν όλο το φάσμα κυβισμών, από τα 125cc έως και τα 1300cc, οπότε αποτελούν πολύ καλή αναβάθμιση για τις μικρο-μεσαίες supersport που έχουν κατά κανόνα φτηνιάρικα ελαστικά από το εργοστάσιο και πολλές φορές σε λάθος διάσταση για το πλάτων της ζάντας!


 

Δοκιμή μεταχειρισμένου: Piaggio MP3 HPE LT Sport Advance (2019-2022)

Ο πιο μεγάλος αδερφός
Piaggio MP3 HPE LT Sport Advance
Κώστα Γκαζή
Από τον

Κώστα Γκαζή

6/4/2023

Πριν από 17 χρόνια η Piaggio μας παρουσίασε κάτι εντελώς νέο για την εποχή, το τρίτροχο σκούτερ, MP3. Από τότε τα MP3 συνεχίζουν μέχρι και σήμερα ακάθεκτα, με κάθε νέα γενιά να φέρει διαρκώς βελτιώσεις.

Το MP3 ήρθε το 2006 και άλλαξε ολοκληρωτικά τα δεδομένα. Η Piaggio έκανε ένα βήμα το οποίο αργότερα βρήκε πολλούς μιμητές, με τη Quadro και τη Yamaha να αποτελούν τα σημαντικότερα παραδείγματα αν και με διαφορετική τεχνολογία. Από την αρχή οι άνθρωποι της Piaggio, έδειξαν το σκεπτικό τους και το κοινό το οποίο ήθελαν να προσεγγίσουν.

Οι περισσότεροι που θα το αγοράσουν, είναι άνθρωποι οι οποίοι ήθελαν πάντα ένα σκούτερ, για την πρακτικότητα που προσφέρει, όμως φοβόντουσαν τους δύο τροχούς. Είναι οι άνθρωποι οι οποίοι είχαν πάντα, μέχρι τώρα, αυτοκίνητο και δεν είχαν σκεφτεί ποτέ στη ζωή τους να το αλλάξουν, μέχρι να εμφανιστεί το MP3. Αυτό ήταν και συνεχίζει να είναι το βασικό κοινό του πρώτου τρίτροχου σκούτερ. Αυτός είναι και ο λόγος ύπαρξης των εκδόσεων LT, οι οποίες δε χρειάζονται δίπλωμα μοτοσυκλέτας, για την οδήγηση τους.

Μόνη προϋπόθεση είναι ο ιδιοκτήτης να μην είναι ντροπαλός, καθώς το MP3 αποτελεί πόλο έλξης βλεμμάτων και αστείρευτη πηγή ερωτήσεων, που με οποιοδήποτε άλλο σκούτερ δεν θα καλούνταν, ο ιδιοκτήτης, να απαντήσει.

To MP3 500 HPE, όπου HPE σημαίνει High Performance Engine, φέρει ισχυρότερο κινητήρα κατά 14% σε σχέση με το προηγούμενο 500, φτάνοντας τους 44,2 ονομαστικούς ίππους. Με το βάρος του να φτάνει τα 275 κιλά έτοιμο για χρήση δεν πρόκειται να βάλει φωτιά στην άσφαλτο, αλλά δεν είναι και αυτός ο σκοπός του σκούτερ. Το βάρος, όμως, δε θα απασχολήσει ποτέ τον αναβάτη, καθώς χωράει όπου χωράει και ένα δίτροχο σκούτερ, ενώ στα φανάρια “κλειδώνοντας” με το πάτημα ενός κουμπιού στο τιμόνι το μπροστινό σύστημα, ο αναβάτης δεν χρειάζεται να ακουμπήσει τα πόδια του κάτω για να μείνει όρθιος.

Piaggio MP3

Στην έκδοση Advanced, η ύπαρξη της όπισθεν απαλλάσσει ακόμα περισσότερο τον αναβάτη από το επιπλέον βάρος, βγάζοντας τον από οποιαδήποτε δύσκολη συνθήκη μετακίνησης του MP3. Η βαριά αίσθηση του μπροστινού μέρους, χαρακτηριστικό των MP3 λόγω του πολύπλοκου συστήματος, θα κάνει αισθητή την παρουσία της μόνο στις γρήγορες αλλαγές κατεύθυνσης. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, το MP3 500 HPE πλαγιάζει με χαρακτηριστική ευκολία, προσφέροντας εμπιστοσύνη στον αναβάτη του ασχέτως του οδοστρώματος που απλώνεται από κάτω του.

Piaggio MP3

Η μεταφορά δύο επιβαινόντων μαζί με τα πράγματά τους, θα γίνει απροβλημάτιστα και αγόγγυστα, ενώ η αύξηση της δύναμης του κινητήρα, κάνουν πιο εύκολη τη μετακίνηση εκτός των τειχών της πόλης, καθώς μπορούν να κινούν το MP3 άνετα μέχρι και τα 150 χλμ/ώρα στο κοντέρ. Το μπροστινό σύστημα με τους δύο τροχούς, εξασφαλίζει την απρόσκοπτη διάβαση από δρόμους με λακκούβες, ράγες τραίνων ή σαμαράκια, δείχνοντας το πλεονέκτημα του σχεδιασμού του.

Piaggio MP3

Μοναδικά παράπονα είναι οι σκληρές αναρτήσεις πίσω, η σκληρή αλλά άρτια εργονομικά σέλα και το software του Traction Control, που κάνει το ASR (Anti-Slip Regulation) να έχει μεγάλα χρονικά κενά στην παροχή ισχύος όταν ενεργοποιείται. Σε κάθε περίπτωση, τo MP3 500 προσφέρει πολυτέλεια και πρακτικότητα συνδυάζοντάς τη με την μεγαλύτερη σταθερότητα και ενεργητική ασφάλεια από ένα συμβατικό δίτροχο.

Έτσι παρά το επιπλέον βάρος και όγκο που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην κατανάλωση καυσίμου και τις επιδόσεις σε σχέση με ένα συμβατικό scooter, το MP3 500 LT έχει σαφή πλεονεκτήματα για όσους δεν θα σκέπτονταν ποτέ την αγορά ενός συμβατικού δίκυκλου ή απλώς δεν θέλουν να μπουν στη διαδικασία έκδοσης διπλώματος για δίκυκλα.

Piaggio MP3
Τα όργανα του MP3 500 LT αντλούν έμπνευση από τα αντίστοιχα των αυτοκινήτων καθώς σε αυτό το κοινό απευθύνεται η έκδοση LT
Piaggio MP3
Βασιλικές διαστάσεις και για τους δύο επιβαίνοντες, αλλά σκληρό το αφρώδες της σέλας

Piaggio MP3

Το ποδόφρενο για τα δύο μπροστινά φρένα, θυμίζει έντονα παλιές Vespa και ταυτόχρονα, πεντάλ αυτοκινήτου

Εύρος Τιμών

Το ανανεωμένο MP3 500 HPE, παρουσιάστηκε το 2019, με τιμή 10.940€. Με δεδομένο πως δεν υπάρχουν αρκετά μεταχειρισμένα, η τιμή μεταπώλησης παραμένει ακόμα σε υψηλά επίπεδα, καθώς αυτά που βρίσκονται σε πώληση έχουν λίγα χιλιόμετρα. Η τιμή του ως μεταχειρισμένο κυμαίνεται αυτή τη στιγμή από: 8.000€ - 10.800€.

Τι πρέπει να προσέξετε

Λόγω του περίπλοκου μηχανισμού της εμπρός ανάρτησης επιβάλλεται ένας καλός έλεγχος από εξειδικευμένο μηχανικό διότι κάθε δυσλειτουργία έχει πολύ υψηλό κόστος. Επίσης λόγω του μεγάλου βάρους, καλό είναι να γίνει ένας έλεγχος της λειτουργικής κατάστασης του φυγοκεντρικού συμπλέκτη και του ιμάντα μετάδοσης. Φυσικά όπως σε όλα τα scooter, κάθε σπασμένο πλαστικό αυξάνει δυσανάλογα τον λογαριασμό και θα πρέπει να το λάβετε υπόψη σας σε σχέση με την τιμή πώλησης.

ΝΑΙ

Αν θέλεις ένα σκούτερ για μεγάλες αποστάσεις που μπορεί να σε συντροφεύει καθημερινά με ασφάλεια και θέλεις να το οδηγείς μόνο με δίπλωμα αυτοκινήτου

ΟΧΙ

Αν έχεις ήδη δίπλωμα για δίκυκλο μεγάλου κυβισμού και σε ενδιαφέρει περισσότερο η ευκολία

ΓΙΑΤΙ

Καθημερινή χρήση, μεγάλοι αποθηκευτικοί χώροι και υψηλή προστασία από τα στοιχεία της φύσης

Τεστ ΜΟΤΟ: τ. 607

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, υδρόψυκτος με 1ΕΕΚ και 4 βαλβίδες

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

94 x 71

Χωρητικότητα (cc):

493

Σχέση συμπίεσης:

-

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

44,2/7.750

Ροπή (kg.m/rpm):

4,8/5.500

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

89,6

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

2 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Φυγοκεντρικός

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

-

Τελική μετάδοση / σχέση:

CVT / Διαρκώς μεταβαλλόμενη με ιμάντα

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο σωληνωτό

Γωνία κάστερ (˚):

-

Ίχνος (mm):

-

Μεταξόνιο (mm):

1540

Ύψος σέλας (mm):

790

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

259 / 275

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

13,2/-

ΑΝΑΡΤΗΣEIΣ

Εμπρός

Σύστημα αρθρώσεων

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

-/-

Ρυθμίσεις:

Καμία

Πίσω

Δύο αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

-

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίων

ΦΡΕΝΑ

Εμπρός: Δύο δίσκοι 258mm με δαγκάνες δύο εμβόλων και τρικάναλο ABS

 

Πίσω: Δίσκος 240 mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και τρικάναλο ABS

ΤΡΟΧΟΙ

Εμπρός: -

Πίσω: -

Εμπρός Ελαστικό: 2 x 110/70-13

Πίσω Ελαστικό: 140/70-14

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Αναλογικές ενδείξεις για ταχύτητα και στροφόμετρο, πολυόργανο LCD, σχάρα, θύρα USB, κεντρικό σταντ, Bluetooth, φώτα DRL, όπισθεν

Bike Alert

 

Ετικέτες