Δοκιμή ελαστικών: Pirelli Supercorsa SP, Supercorsa BSB, Metzeler M9 RR

Μία οικογένεια, τρία ελαστικά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2021

Στα πλαίσια του συγκριτικού τεστ των  streetfighter που κάναμε στο δρόμο και στην πίστα των Σερρών, δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικούς τύπους supersport ελαστικών του ομίλου Pirelli/Metzeler. Πρόκειται για τα Pirelli Supercorsa SP, Pirelli Supercorsa BSB και Metzeler M9 RR, όπου το πρώτο το βάλαμε στο Ducati Streetfighter V4, το δεύτερο στο Kawasaki Z-H2 και το τρίτο στο KTM 1290 Superduke R.

Τα Pirelli Supercorsa SP τα έχουν ήδη επιλέξει η Ducati, η Kawasaki και η Honda, ως ελαστικά πρώτης τοποθέτησης στις κορυφαίες εκδόσεις των superbike μοτοσυκλετών τους, ενώ τα Metzeler M9RR τα έχει επιλέξει η BMW στο νέο S1000RR. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως είναι ελαστικά υψηλών επιδόσεων με έγκριση τύπου για οδήγηση στο δρόμο, αλλά μπορούν να γράψουν και εξίσου καλούς χρόνους στην πίστα.

Φυσικά όπως συνηθίζουν τα εργοστάσια, ζητούν από τις εταιρείες ελαστικών να κάνουν κάποιες μικρές ή μεγάλες αλλαγές, ώστε τα ελαστικά να ταιριάζουν στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των δικών τους μοντέλων. Για παράδειγμα η Honda απαίτησε από την Pirelli ισχυρότερο σκελετό για το πίσω ελαστικό του νέου CBR1000RR-R Fireblade, ενώ η Ducati ζήτησε το πίσω ελαστικό να έχει προφίλ 60% (200/60-17) ώστε η γεωμετρία του να είναι όμοια με των αγωνιστικών slick ελαστικών.

Τέτοιες διαφορές δημιουργούν κάποιες φορές πονοκέφαλο στους ιδιοκτήτες, διότι δεν βρίσκεις πάντα διαθέσιμους αυτούς τους εξειδικευμένους τύπους ελαστικών. Ευτυχώς τα σύγχρονα ηλεκτρονικά και η τεχνολογία αυτού του επιπέδου ελαστικών, σου αφήνουν το περιθώριο να επιλέξεις και τους παραπλήσιους τύπους, χωρίς να μεταβληθούν δραματικά τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας σου.

Άλλωστε και τα ίδια τα εργοστάσια σου δίνουν περισσότερες από δύο επιλογές, όχι μόνο στον τύπο του ελαστικού, αλλά ακόμα και στη μάρκα. Για παράδειγμα η Yamaha έβαζε στην απλή έκδοση της R1 πίσω ελαστικό 195/50-17 ενώ στην έκδοση Μ έβαζε 200/55-17, χωρίς αλλαγές στο λογισμικό των ηλεκτρονικών, καθώς πλέον δεν παίρνουν δεδομένα από τους αισθητήρες του ABS αλλά από την IMU και τους αισθητήρες των πέντε ή έξι κατευθύνσεων που διαθέτουν.

Το ίδιο κάνει η Aprilia με τις απλές και Factory εκδόσεις των Tuono 1100 και RSV4 1000/1100, όπως επίσης η BMW και τα ιαπωνικά εργοστάσια βάζουν διαφορετικής μάρκας ελαστικά, ανάλογα την αγορά ή το εξάμηνο παραγωγής! Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη που κάποιες επιλογές των εργοστασίων βασίζονται – δυστυχώς – μόνο σε οικονομικά κριτήρια και δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει κορυφαίας απόδοσης μοτοσυκλέτες να έχουν χαμηλότερων προδιαγραφών ελαστικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες ικανότητές τους.

Όλα αυτά τα λέμε για να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής, πως τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της μοτοσυκλέτας μας δεν αποτελούν δέσμευση για την επιλογή των νέων που θα βάλουμε όταν χρειαστεί να τα αντικαταστήσουμε.

 

Φυσικά, όταν αλλάζεις μάρκα ή μοντέλο και πολύ περισσότερο διάσταση ελαστικών, θα υπάρξουν διαφορές στη συμπεριφορά της. Κάποιες θα είναι προς το καλύτερο και κάποιες προς το χειρότερο, αναλόγως ποιες είναι οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες σου.

Το Ducati Streetfighter V4 παραδίδεται στους ιδιοκτήτες του με τα Pirelli Rosso Corsa. Πρόκειται για ένα premium μοντέλο της Pirelli με τρεις γόμμες για τις πέντε ζώνες που είναι χωρισμένο το πίσω ελαστικό. Το συγκεκριμένο ελαστικό το είχαμε δοκιμάσει εκτενώς όταν παρουσιάστηκε το 2018 πάνω στο Aprilia RSV4 Factory και η φιλοσοφία του είναι η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, διατηρώντας σε αρκετά μεγάλο βαθμό μέσα στην πίστα τα δυναμικά χαρακτηριστικά των Supercorsa. Ως εκ τούτου, αυτή η επιλογή της Ducati βασίζεται περισσότερο για χρήση στο δρόμο, όπου η μεγάλη διάρκεια ζωής είναι σημαντικός παράγοντας.

Σε αυτό το συγκριτικό, στο Streetfighter V4 βάλαμε τα Supercorsa SP. Πρόκειται για μια κλασική και δοκιμασμένη επιλογή των ιδιοκτητών superbike, η οποία στοχεύει σε όσους κάνουν track day, αλλά παράλληλα απολαμβάνουν την γρήγορη οδήγηση και στο δρόμο. Και αυτό το ελαστικό έχει τεχνολογία διαφορετικής σύνθεσης γόμας, όμως εδώ είναι δύο για το πίσω ελαστικό και όχι τρεις όπως στο Rosso Corsa. Η γόμμα στο κέντρο του ελαστικού έχει σχεδιαστεί για μειωμένη φθορά, ενώ η γόμα που βρίσκεται στο πλάι έχει σύνθεση που προσφέρει σταθερό και υψηλού επιπέδου κράτημα στην πίστα, χωρίς να παρουσιάζει συμπτώματα υπερθέρμανσής και απότομη πτώση της απόδοσής του.

Επίσης έχει διαφορετική γεωμετρία κορόνας και είναι ένα από τα ελαφρύτερα ελαστικά στην κατηγορία του. Όμως τί σημαίνουν όλα αυτά; Όσο η μοτοσυκλέτα είναι εντελώς όρθια δεν πρόκειται να αντιληφθείς κάποια διαφορά σε σχέση με τα Rosso Corsa, οδηγώντας την Streetfighter V4 στο δρόμο. Η γεωμετρία του πλαισίου, η κατανομή βάρους και η μελετημένη αεροδυναμική της ιταλικής μοτοσυκλέτας, την κρατούν “βιδωμένη” πάνω στην άσφαλτο, οπότε η πιο “τριγωνική” κορώνα του εμπρός Supercorsa SP δεν έχει επιπτώσεις στη σταθερότητα.

 

Προφανώς το πίσω δεν θα έχει την ίδια διάρκεια ζωής αν κάνεις πολλά χιλιόμετρα στην εθνική με υψηλές ταχύτητες, όμως θα αντέχουν πολύ περισσότερο από τα προηγούμενης γενιάς semi-slick ελαστικά με την ενιαία γόμα. Ειδικά σε αυτή τη μοτοσυκλέτα που δεν ξεπερνά τα 207 κιλά με γεμάτο το ρεζερβουάρ, η φθορά στο κέντρο ήταν ανεπαίσθητη, παρά τους 180 πραγματικούς ίππους που το μαστιγώνουν. Οι διαφορές αρχίζουν όταν πλαγιάσεις τη μοτοσυκλέτα, όπου γίνονται αρκετά πιο αισθητές οι σχεδιαστικές επιλογές της Pirelli. Το Supercorsa SP αφήνει τη μοτοσυκλέτα να πλαγιάσει πιο γρήγορα και το τιμόνι έχει πιο ελαφριά αίσθηση, λόγω της πιο γρήγορης γεωμετρίας της κορώνας και του μειωμένου γυροσκοπικού φαινομένου, καθώς είναι πολύ ελαφρύ ελαστικό. Από την άλλη μεριά όμως θέλει περισσότερη ώρα για να έρθει σε ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας και δεν απορροφά τις ανωμαλίες τους δρόμου με την ίδια ηρεμία που το κάνει το Rosso Corsa στην χαμηλές ταχύτητες της πόλη και των σφικτών επαρχιακών δρόμων. Φυσικά στην πίστα, όπου η ποιότητα της ασφάλτου είναι πολύ καλύτερη και κυρίως πιο ομαλή, το Supercorsa SP έχει μόνο πλεονεκτήματα.

 

Πέρα από την ταχύτερη αλλαγή πορείας, η βασική διαφορά του Supercorsa SP στην πίστα είναι στο σταθερό επίπεδο του κρατήματος μετά των πέμπτο-έκτο γύρο. Σε αυτό το σημείο, τα ελαστικά δρόμου αρχίζουν και δείχνουν σημάδια υπερθέρμανσης, κάτι απόλυτα λογικό αφού έχουν σχεδιαστεί με προτεραιότητα την άμεση επίτευξη θερμοκρασίας λειτουργίας.

Αντιθέτως το Supercorsa SP δείχνει την αγωνιστική καταγωγή του και συμπεριφέρεται ως γνήσιο semi-slick ελαστικό, προφέροντας μεγάλη επιφάνεια επαφής με την άσφαλτο και σταθερά υψηλό κράτημα για πολλούς συνεχόμενους γύρους. Σε σχέση με το Rosso Corsa που είχαμε δοκιμάσει στο Aprilia RSV4 στην πίστα των Σερρών, το Supercorsa SP είχε αναμενόμενα περισσότερη φθορά στο τέλος της ημέρας και είναι το δίκαιο τίμημα που πρέπει να πληρώσεις όταν επιλέγεις ελαστικά της κατηγορίας των semi-slick.

Στα πλεονεκτήματα του Supercorsa SP θα πρέπει να βάλουμε και το γεγονός της μεγάλης γκάμας διαστάσεων που τα προσφέρει η Pirelli.

Το εμπρός ξεκινά από την διάσταση 110/70-17 και το πίσω από την 140/70-17 και φτάνει έως την 200/60-17, καλύπτοντας όλους τους κυβισμούς σπορ μοτοσυκλετών από τα 125 κυβικά με τους 15 ίππους έως και τα θηρία των 1100 κυβικών και τους 200+ ίππους στον πίσω τροχό. Γι' αυτό άλλωστε και το χρησιμοποιούν σε πολλών ειδών αγώνες ενιαίου τύπου στα εθνικά πρωταθλήματα της Ευρώπης, από τις κατηγορίες SS300 έως και Superstock 600/1000.

Ταυτόχρονα με το Supercorsa SP, στη διάθεσή μας είχαμε και το Supercorsa BSB… Μπερδευτήκατε με τα ονόματα; Και εμείς μπερδευτήκαμε δυο-τρεις φορές όταν αλλάζαμε τα ελαστικά στις μοτοσυκλέτες, διότι σε εμφάνιση δεν διαφέρουν από τα SP.

Ούτε όμως θα καταλάβεις διαφορά ανάμεσα στο SP και το BSB αν δεν πιέσεις οριακά μέσα στην πίστα τη μοτοσυκλέτα. Το όνομά του το πήρε από το εθνικό πρωτάθλημα superbike της Βρετανίας και η Pirelli το παρουσίασε το 2009 ως την έκδοση δρόμου του καθαρόαιμου αγωνιστικού slick. Σήμερα βρίσκεται τιμολογιακά κάτω από το Supercorsa SP και αποτελεί την πιο συμφέρουσα οικονομικά επιλογή για όποιον θέλει κράτημα και συμπεριφορά semi-slick ελαστικού, χωρίς να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Το συγκεκριμένο ελαστικό το βάλαμε στο Kawasaki Z-H2, που φοράει από το εργοστάσιο τα Pirelli Rosso III. Σε αυτή τη μοτοσυκλέτα η διαφορά μεταξύ του sport-touring Rosso III και του semi-slick Supercorsa BSB ήταν εμφανέστατη από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο μέσα στην πίστα, αλλά και στο δρόμο. Η γυμνή μοτοσυκλέτα της Kawasaki έχει αρκετά μεγαλύτερο βάρος στα 240 κιλά και επίσης έχει πολύ γκάζι και ροπή. Ως αποτέλεσμα, στο δρόμο ζέσταινε πολύ πιο γρήγορα τα Supercorsa BSB, απ’ ότι το ελαφρύτερο Ducati Streetfighter τα Supercorsa SP και δεν υπήρχε ευδιάκριτος συμβιβασμός σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τα sport-touring ελαστικά. Από την άλλη μεριά, η τριγωνική κορόνα των BSB επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά του Ζ-Η2 σε όλες τις ταχύτητες κάνοντας το τιμόνι πιο άμεσο στις αντιδράσεις του, αλλά ταυτόχρονα και πιο ευαίσθητο στις ανωμαλίες του δρόμου. Έτσι δεν λείπουν τα κουνήματα στο τιμόνι αν περάσεις με τέρμα ανοιχτό το γκάζι πάνω από ανωμαλίες.

Στην πίστα το Ζ-Η2 έχει μικρά περιθώρια κλίσης λόγω των μαλακών αναρτήσεων και της χαμηλά τοποθετημένης εξάτμισης και των μαρσπιέ. Οπότε το πλεονέκτημα του υψηλότερου κρατήματος υπό κλίση των BSB δεν σου χρησιμεύει σε κάτι.

Με άλλα λόγια, η επιλογή του Rosso III από την Kawasaki ως ελαστικό πρώτης τοποθέτησης στο Ζ-Η2 θα ικανοποιήσει ένα ευρύτερο κοινό και η τοποθέτηση ενός semi-slick όπως το Supercorsa BSB είναι για εκείνους που θέλουν να βελτιώσουν την ευελιξία της μοτοσυκλέτας, θυσιάζοντας την διάρκεια ζωής σε βάθος χρόνου.

Το τρίτο ζευγάρι ελαστικών της παρέας μας ήταν τα Μetzeler M9RR και είχαν εξίσου δύσκολο έργο, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κτηνώδη ροπή του αυστριακού V2 του KTM 1290 Superduke.

Πρόκειται για μία από τις πιο πρόσφατες αφίξεις στην κατηγορία των hypersport ελαστικών, με το BMW S1000RR να είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής που το φόρεσε ως πρώτη τοποθέτηση από το εργοστάσιο. Μετά από αυτή δόκιμή των streetfighter μπορούμε να πούμε πως συμφωνούμε απόλυτα με την επιλογή της BMW, καθώς τα M9 RR σκοράρουν πολύ υψηλή βαθμολογία σε όλους τους τομείς χρήσης των μοντέρνων υπερ-μοτοσυκλετών, τόσο στο δρόμο όσο και στην πίστα. Η συνεργασία του με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήταν άψογη και παρά την τεράστια διαφορά στον τρόπο απόδοσης του V2 κινητήρα της KTM σε σχέση με τον τετρακύλινδρο της superbike της BMW, δεν προκαλούσε πρόωρη επέμβαση του traction control ή του cornering ABS.

 Ερχόταν αρκετά γρήγορα σε θερμοκρασία λειτουργίας στους ελληνικούς δρόμους και διατηρούσε σταθερή την απόδοσή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα μέσα στην πίστα.

Η γεωμετρία της κορόνας του είναι μεν σπορ και κοντά στα semi-slick ελαστικά, αλλά δεν φτάνει στα άκρα. Οπότε ακόμα και στο 1290 Superduke R, που είναι από τις ελαφρύτερες και πιο ευέλικτες γυμνές μοτοσυκλέτες της αγοράς, διατήρησε το επίπεδο σταθερότητας και δεν εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ζευγάρι ελαστικών που σου επιτρέπει να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες μιας σύγχρονης, παντοδύναμης και γεμάτης ηλεκτρονικά streetfighter ή superbike, χωρίς να απαιτεί τους συμβιβασμούς ενός semi-slick ελαστικού στο δρόμο ή ενός sport-touring ελαστικού στην πίστα.

 Για την πλειοψηφία των ιδιοκτητών sport και supersport μοτοσυκλετών, τα M9 RR της Metzeler είναι μια άριστη επιλογή για να απολαύσουν τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας τους σε κάθε είδους άσφαλτο 365 μέρες το χρόνο. Οι διαθέσιμες διαστάσεις καλύπτουν όλο το φάσμα κυβισμών, από τα 125cc έως και τα 1300cc, οπότε αποτελούν πολύ καλή αναβάθμιση για τις μικρο-μεσαίες supersport που έχουν κατά κανόνα φτηνιάρικα ελαστικά από το εργοστάσιο και πολλές φορές σε λάθος διάσταση για το πλάτων της ζάντας!


 

Οδηγούμε Daytona by Zontes 350T2 – VIDEO στο OPEN TV

Δείτε την δοκιμή στην πλατφόρμα του OPEN

Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

10/8/2022

Το δημοφιλές μικρό On-Off αναβαθμίζεται με τον νέο μονοκύλινδρο υψρόψυκτο κινητήρα των 348 κυβικών που αποδίζει 39,5 ίππους στις 9.500 στροφές και κινεί αυτή την νέα οικογένεια μοτοσυκλέτων  της Zontes.

Οι σχεδόν 40 ίπποι που αποδίδει κατατάσσουν το 350Τ2 στο άνω άκρο της κατηγορίας του και πολύ κοντά και στην επόμενη καθώς υπάρχουν σημαντικά βαρύτερα μοντέλα στα πεντακόσια κυβικά με μικρή διαφορά ιπποδύναμης.

Φυσικά το 350Τ2, όπως και κάθε μοτοσυκλέτα αλλά και σκούτερ της Zontes τώρα που υπάρχουν κι αυτά στην γκάμα, ξεχωρίζουν για τον υπερπλούσιο εξοπλισμό τους που και αυτός, πλησιάζει τα δεδομένα μεγαλύτερης κατηγορίας μοτοσυκλετών.

Κι αυτή την φορά αρκετά ψηλότερα καθώς ορισμένα από αυτά που προσφέρει στον βασικό εξοπλισμό δεν τα συναντάς στο πλαίσιο τιμής τους.

 

 

Υπάρχουν LED φώτα παντού και μάλιστα ο προβολέας έχει πολύ καλό εύρος για την δέσμη που δημιουργεί, με λίγες μόνο σκιάσεις εντός αυτής, όμως με την ζελατίνα κατεβασμένη δημιουργούνται αντανακλάσεις που φτάνουν στα μάτια του αναβάτη, κάτι το οποίο εξαλείφεται πλήρως σηκώνοντας την ζελατίνα με το κουμπί της, διότι παραδοσιακά για Zontes και δύσκολα να βρεις στην ευρύτερη κατηγορία, όχι μόνο στα μικρά κυβικά, η ζελατίνα ρυθμίζεται σε δύο θέσεις ηλεκτρικά.

Υπάρχουν και δύο θύρες USB περίεργα τοποθετημένες εμπρός αριστερά στο φαίρινγκ που αγκαλιάζει το εμπρός υποπλαίσιο αλλά είναι ταχείας φόρτισης κάτι που επίσης δύσκολα βρίσκεις γενικά σε όλη την κατηγορία Adventure, ενώ δεν απουσιάζουν και αισθητήρες TPMS που σου δείχνουν την κατάσταση των ελαστικών.

Όλα αυτά και πολλά περισσότερα ρυθμίζονται και επιτηρούνται από την έγχρωμη TFT οθόνη που δεν δημιουργεί αντανακλάσεις και παραμένει ευανάγνωστη παντού και πάντα. Εύκολη πλοήγηση στο μενού από τους διακόπτες στο τιμόνι και παραπάνω από πλήρεις οι ενδείξεις που προσφέρει ενώ έχει και ένα πολύ χαρακτηριστικό καλωσόρισμα όταν ξεκλειδώνεις με γραφικά τα οποία σίγουρα δεν θα αρέσουν σε όλους παρά σε συγκεκριμένη μερίδα του κοινού του.

Στο μεταξύ το κεντρικό κλείδωμα είναι ασύρματο ενώ με κουμπί ηλεκτρονικά ανοίγουν και όλα τα υπόλοιπα όσο το κλειδί παραμένει στην τσέπη ασφαλές. Αν έχετε δει ένα από τα sort-video που ανεβάσαμε στα κοινωνικά δίκτυα στην μέση του πουθενά με τον διακόπτη ανοικτό και τον κινητήρα σβηστό, θα θυμάστε την φράση πως: «το ασύρματο ξεκλείδωμα φαίνεται να δουλεύει καλά μόνο σε τέτοιες συνθήκες».

Επειδή έχουμε πολλές άσχημες εμπειρίες ψάχνοντας εναλλακτική λύση σε κάποιο βουνό, υπό βροχή μερικές φορές και μακριά από τον πολιτισμό, είναι αλήθεια πως σαν την αναλογική λειτουργία δεν υπάρχει πιο σίγουρο. Από εκεί και πέρα η Zontes λέει πως είμαστε στην 2.5 γενιά με προστασία από χαμηλή τάση και εγγυάται πως δεν θα έχετε πρόβλημα, ενώ σε γενικό βαθμό υπάρχει αξιοπιστία και στον προκάτοχο.

Αντίστοιχα τα λέμε και στο VIDEO μας στην πλατφόρμα του OPEN TV.

Το 350Τ2 είναι σταθερό ακόμη και στην τελική του που στο κοντέρ φτάνει τα 160 χιλιόμετρα ανά ώρα και σε φυσιολογικές ταχύτητες ταξιδιού δεν κλονίζεται ούτε και από δυνατό πλευρικό αέρα.

Έχει χώρο για δύο ενήλικες αναβάτες, αν και όσο πιο μικροκαμωμένος είναι ο συνεπιβάτης τόσο το καλύτερο, ενώ από τις σημαντικότερες βελτιώσεις της νέας γενιάς είναι οι αναβαθμισμένες αναρτήσεις με νέες ρυθμίσεις, προοδευτικότερο πιρούνι με διάμετρο 43χιλιοστών όπως και γραμμικότερη, ποιοτικότερη λειτουργία από το αμορτισέρ.

Το δικάναλο ABS αναλαμβάνει μία επώνυμη μονάδα της Bosch που κατευθύνει τα φρένα της J.Juan, μία εταιρεία που είναι θυγατρική της Brembo. Πρακτικά όλα αυτά μεταφράζονται σε σιγουριά κατά το φρενάρισμα χωρίς να υπάρχει ανάδραση στην μανέτα και απότομες αλλαγές στην πίεση, ενώ η έντονη χρήση δεν τα καταπονεί μεγαλώνοντας την διαδρομή της μανέτας.

Το 350Τ2 έχει δύο χαρτογραφήσεις την ECO και την Sport που αυτοπεριγράφονται ως προς το τι επιδιώκουν. Στην πράξη δεν υπάρχει έντονη διαφορά στην δύναμη που αντιλαμβάνεται ο αναβάτης αλλά μία ακόμη χαμηλότερη κατανάλωση κατά την λειτουργία Eco όπου η γκαζιέρα αποκρίνεται πιο ήπια. Η Eco λειτουργία αυτόματα συμπεριφέρεται όπως η Sport αν το γκάζι ανοίξει τέρμα και ξεπεράσει τις 7.000 στροφές.

 

 

Ο κόφτης επεμβαίνει και στην έκτη που σημαίνει πως μπορούν να αρχίσουν αλλαγές και με την τελική μετάδοση για όποιον σκεφτόταν κάτι τέτοιο ενώ ακόμη και στην πιο ενθουσιώδη οδήγηση ο κινητήρας δεν ξεπερνά τα 4,5 λίτρα ανά εκατό πράγμα που σημαίνει μεγάλη αυτονομία από το μεγάλο ρεζερβουάρ που εύκολα θα ξεπεράσει τα 450 χιλιόμετρα με υψηλό ρυθμό οδήγησης, ενώ μία μέση κατανάλωση μπορεί να χαρίσει ακόμη μεγαλύτερη αυτονομία!

Η τροφοδοσία ελέγχεται κι αυτή από μία επώνυμη μονάδα ECU καθώς πρεσβεύει εκεί το σήμα της Bosch και έτσι εξηγείται το γεγονός πως η απόκριση της γκαζιέρας είναι αρκετά ομαλή χωρίς πολλά ενοχλητικά ξεσπάσματα. Όπως δηλαδή θα περίμενε κανείς από έναν αποδοτικό μονοκύλινδρο ενώ λίγοι είναι και οι κραδασμοί που φτάνουν στον αναβάτη. Όχι ότι δεν υπάρχουν, εκεί βρίσκονται, απλά δεν γίνονται πολύ ενοχλητικοί.

Με την δοκιμή να ολοκληρώνεται τις ημέρες που υπήρχε ο μεγάλος φετινός καύσωνας, ήταν ευχής έργο που το 350Τ2 δεν ζεσταινόταν πολύ ενώ από την λειτουργία του βεντιλατέρ δεν φτάνει ζεστός αέρας και στον αναβάτη. Το γεγονός πως δεν ζεσταίνεται, όχι όμως επειδή το δείχνουν τα όργανα μιας και τελευταία έχουμε αρχίσει να βλέπουμε να μοντέλα που κλέβουν και εκεί.

Μέχρι τώρα είχαμε δει πολλά αλλά να μασκαρεύει ο δείκτης την ένδειξη θερμότητας για να είναι νόμιμος και ταυτόχρονα να μην τρομάζει τον αναβάτη που θα βλέπει +100 βαθμούς ήταν ένα καινούριο κόλπο. Εδώ λοιπόν δεν έχουμε ούτε λάθος ένδειξη ούτε και στην πράξη σε συνθήκες καύσωνα ανεβαίνει η θερμοκρασία και στην πιο έντονη χρήση. Κι αυτό είναι ένα πρώτο στοιχείο για την μακροζωία του που ενισχύεται με λεπτομέρειες όπως η εσωτερική αντισκουριακή επίστρωση του ρεζερβουάρ.

 

Οι ανάγκες του νέου κινητήρα απαίτησαν και αλλαγή στο φιλτροκούτι που αύξησε την χωρητικότητά του κατά 30% συγκριτικά με το 310.

Η σωστή απόκριση του γκαζιού και η σταθερή θερμοκρασία λειτουργίας είναι δύο από τα στοιχεία που πιο συχνά παραβλέπονται στις δοκιμές, όταν πρόκειται για κίνηση στο χώμα αλλά μπορούν να κάνουν την διαφορά. Φυσικά τον πρώτο λόγο εδώ έχουν οι αναρτήσεις που όμως μπορούν να τα βάλουν με τις πέτρες και τα νεροφαγώματα και να βοηθήσουν το 350Τ2 να συνεχίσει την πορεία του ακάθεκτο και αλώβητο.

Η ταχύτητα διέλευσης είναι πάντα ο μεγάλος παράγοντας που βελτιώνει ή δυσκολεύει τις μοτοσυκλέτες της κατηγορίας και το 350Τ2 φυσικά δεν ξεφεύγει από αυτόν τον κανόνα έχοντας ασφάλτινο προσανατολισμό στις αναρτήσεις του. Ειδικά πίσω η σύμπιεση και η επαναφορά είναι γρήγορες και μπορούν να κάνουν τον τροχό να χοροπηδήσει αλλά ταυτόχρονα είναι ακριβώς αυτό που θέλεις στην άσφαλτο.

Και αυτό είναι και το σωστό βέβαια καθώς έτσι ενισχύεται η ενεργητική ασφάλεια στην καθημερινή χρήση, και για το χώμα βασίζεσαι στις προοδευτικές του αποσβέσεις όταν έτσι κι αλλιώς η στόχευση είναι η διέλευση από έναν βατό χωματόδρομο και η εξερεύνηση χωρίς όμως να μπαίνουμε σε Enduro συνθήκες.

 

Δείτε τα υπόλοιπα στο VIDEO του MOTO στην πλατφόρμα του OPEN TV πατώντας στην παρακάτω εικόνα και σε αναμονή τη ακόμη πιο αναλυτικής περιγραφής της δοκιμής του στο περιοδικό MOTO.

To VIDEO παίζει είτε από την παρακάτω εικόνα, είτε από την τηλεόρασή σας, όταν συντονιστείται στην συχνότητα του OPEN TV και πατήσετε το ΜΠΛΕ ΚΟΥΜΠΙ:

Ετικέτες