Δοκιμή ελαστικών: Pirelli Supercorsa SP, Supercorsa BSB, Metzeler M9 RR

Μία οικογένεια, τρία ελαστικά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2021

Στα πλαίσια του συγκριτικού τεστ των  streetfighter που κάναμε στο δρόμο και στην πίστα των Σερρών, δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικούς τύπους supersport ελαστικών του ομίλου Pirelli/Metzeler. Πρόκειται για τα Pirelli Supercorsa SP, Pirelli Supercorsa BSB και Metzeler M9 RR, όπου το πρώτο το βάλαμε στο Ducati Streetfighter V4, το δεύτερο στο Kawasaki Z-H2 και το τρίτο στο KTM 1290 Superduke R.

Τα Pirelli Supercorsa SP τα έχουν ήδη επιλέξει η Ducati, η Kawasaki και η Honda, ως ελαστικά πρώτης τοποθέτησης στις κορυφαίες εκδόσεις των superbike μοτοσυκλετών τους, ενώ τα Metzeler M9RR τα έχει επιλέξει η BMW στο νέο S1000RR. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως είναι ελαστικά υψηλών επιδόσεων με έγκριση τύπου για οδήγηση στο δρόμο, αλλά μπορούν να γράψουν και εξίσου καλούς χρόνους στην πίστα.

Φυσικά όπως συνηθίζουν τα εργοστάσια, ζητούν από τις εταιρείες ελαστικών να κάνουν κάποιες μικρές ή μεγάλες αλλαγές, ώστε τα ελαστικά να ταιριάζουν στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των δικών τους μοντέλων. Για παράδειγμα η Honda απαίτησε από την Pirelli ισχυρότερο σκελετό για το πίσω ελαστικό του νέου CBR1000RR-R Fireblade, ενώ η Ducati ζήτησε το πίσω ελαστικό να έχει προφίλ 60% (200/60-17) ώστε η γεωμετρία του να είναι όμοια με των αγωνιστικών slick ελαστικών.

Τέτοιες διαφορές δημιουργούν κάποιες φορές πονοκέφαλο στους ιδιοκτήτες, διότι δεν βρίσκεις πάντα διαθέσιμους αυτούς τους εξειδικευμένους τύπους ελαστικών. Ευτυχώς τα σύγχρονα ηλεκτρονικά και η τεχνολογία αυτού του επιπέδου ελαστικών, σου αφήνουν το περιθώριο να επιλέξεις και τους παραπλήσιους τύπους, χωρίς να μεταβληθούν δραματικά τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας σου.

Άλλωστε και τα ίδια τα εργοστάσια σου δίνουν περισσότερες από δύο επιλογές, όχι μόνο στον τύπο του ελαστικού, αλλά ακόμα και στη μάρκα. Για παράδειγμα η Yamaha έβαζε στην απλή έκδοση της R1 πίσω ελαστικό 195/50-17 ενώ στην έκδοση Μ έβαζε 200/55-17, χωρίς αλλαγές στο λογισμικό των ηλεκτρονικών, καθώς πλέον δεν παίρνουν δεδομένα από τους αισθητήρες του ABS αλλά από την IMU και τους αισθητήρες των πέντε ή έξι κατευθύνσεων που διαθέτουν.

Το ίδιο κάνει η Aprilia με τις απλές και Factory εκδόσεις των Tuono 1100 και RSV4 1000/1100, όπως επίσης η BMW και τα ιαπωνικά εργοστάσια βάζουν διαφορετικής μάρκας ελαστικά, ανάλογα την αγορά ή το εξάμηνο παραγωγής! Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη που κάποιες επιλογές των εργοστασίων βασίζονται – δυστυχώς – μόνο σε οικονομικά κριτήρια και δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει κορυφαίας απόδοσης μοτοσυκλέτες να έχουν χαμηλότερων προδιαγραφών ελαστικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες ικανότητές τους.

Όλα αυτά τα λέμε για να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής, πως τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της μοτοσυκλέτας μας δεν αποτελούν δέσμευση για την επιλογή των νέων που θα βάλουμε όταν χρειαστεί να τα αντικαταστήσουμε.

 

Φυσικά, όταν αλλάζεις μάρκα ή μοντέλο και πολύ περισσότερο διάσταση ελαστικών, θα υπάρξουν διαφορές στη συμπεριφορά της. Κάποιες θα είναι προς το καλύτερο και κάποιες προς το χειρότερο, αναλόγως ποιες είναι οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες σου.

Το Ducati Streetfighter V4 παραδίδεται στους ιδιοκτήτες του με τα Pirelli Rosso Corsa. Πρόκειται για ένα premium μοντέλο της Pirelli με τρεις γόμμες για τις πέντε ζώνες που είναι χωρισμένο το πίσω ελαστικό. Το συγκεκριμένο ελαστικό το είχαμε δοκιμάσει εκτενώς όταν παρουσιάστηκε το 2018 πάνω στο Aprilia RSV4 Factory και η φιλοσοφία του είναι η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, διατηρώντας σε αρκετά μεγάλο βαθμό μέσα στην πίστα τα δυναμικά χαρακτηριστικά των Supercorsa. Ως εκ τούτου, αυτή η επιλογή της Ducati βασίζεται περισσότερο για χρήση στο δρόμο, όπου η μεγάλη διάρκεια ζωής είναι σημαντικός παράγοντας.

Σε αυτό το συγκριτικό, στο Streetfighter V4 βάλαμε τα Supercorsa SP. Πρόκειται για μια κλασική και δοκιμασμένη επιλογή των ιδιοκτητών superbike, η οποία στοχεύει σε όσους κάνουν track day, αλλά παράλληλα απολαμβάνουν την γρήγορη οδήγηση και στο δρόμο. Και αυτό το ελαστικό έχει τεχνολογία διαφορετικής σύνθεσης γόμας, όμως εδώ είναι δύο για το πίσω ελαστικό και όχι τρεις όπως στο Rosso Corsa. Η γόμμα στο κέντρο του ελαστικού έχει σχεδιαστεί για μειωμένη φθορά, ενώ η γόμα που βρίσκεται στο πλάι έχει σύνθεση που προσφέρει σταθερό και υψηλού επιπέδου κράτημα στην πίστα, χωρίς να παρουσιάζει συμπτώματα υπερθέρμανσής και απότομη πτώση της απόδοσής του.

Επίσης έχει διαφορετική γεωμετρία κορόνας και είναι ένα από τα ελαφρύτερα ελαστικά στην κατηγορία του. Όμως τί σημαίνουν όλα αυτά; Όσο η μοτοσυκλέτα είναι εντελώς όρθια δεν πρόκειται να αντιληφθείς κάποια διαφορά σε σχέση με τα Rosso Corsa, οδηγώντας την Streetfighter V4 στο δρόμο. Η γεωμετρία του πλαισίου, η κατανομή βάρους και η μελετημένη αεροδυναμική της ιταλικής μοτοσυκλέτας, την κρατούν “βιδωμένη” πάνω στην άσφαλτο, οπότε η πιο “τριγωνική” κορώνα του εμπρός Supercorsa SP δεν έχει επιπτώσεις στη σταθερότητα.

 

Προφανώς το πίσω δεν θα έχει την ίδια διάρκεια ζωής αν κάνεις πολλά χιλιόμετρα στην εθνική με υψηλές ταχύτητες, όμως θα αντέχουν πολύ περισσότερο από τα προηγούμενης γενιάς semi-slick ελαστικά με την ενιαία γόμα. Ειδικά σε αυτή τη μοτοσυκλέτα που δεν ξεπερνά τα 207 κιλά με γεμάτο το ρεζερβουάρ, η φθορά στο κέντρο ήταν ανεπαίσθητη, παρά τους 180 πραγματικούς ίππους που το μαστιγώνουν. Οι διαφορές αρχίζουν όταν πλαγιάσεις τη μοτοσυκλέτα, όπου γίνονται αρκετά πιο αισθητές οι σχεδιαστικές επιλογές της Pirelli. Το Supercorsa SP αφήνει τη μοτοσυκλέτα να πλαγιάσει πιο γρήγορα και το τιμόνι έχει πιο ελαφριά αίσθηση, λόγω της πιο γρήγορης γεωμετρίας της κορώνας και του μειωμένου γυροσκοπικού φαινομένου, καθώς είναι πολύ ελαφρύ ελαστικό. Από την άλλη μεριά όμως θέλει περισσότερη ώρα για να έρθει σε ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας και δεν απορροφά τις ανωμαλίες τους δρόμου με την ίδια ηρεμία που το κάνει το Rosso Corsa στην χαμηλές ταχύτητες της πόλη και των σφικτών επαρχιακών δρόμων. Φυσικά στην πίστα, όπου η ποιότητα της ασφάλτου είναι πολύ καλύτερη και κυρίως πιο ομαλή, το Supercorsa SP έχει μόνο πλεονεκτήματα.

 

Πέρα από την ταχύτερη αλλαγή πορείας, η βασική διαφορά του Supercorsa SP στην πίστα είναι στο σταθερό επίπεδο του κρατήματος μετά των πέμπτο-έκτο γύρο. Σε αυτό το σημείο, τα ελαστικά δρόμου αρχίζουν και δείχνουν σημάδια υπερθέρμανσης, κάτι απόλυτα λογικό αφού έχουν σχεδιαστεί με προτεραιότητα την άμεση επίτευξη θερμοκρασίας λειτουργίας.

Αντιθέτως το Supercorsa SP δείχνει την αγωνιστική καταγωγή του και συμπεριφέρεται ως γνήσιο semi-slick ελαστικό, προφέροντας μεγάλη επιφάνεια επαφής με την άσφαλτο και σταθερά υψηλό κράτημα για πολλούς συνεχόμενους γύρους. Σε σχέση με το Rosso Corsa που είχαμε δοκιμάσει στο Aprilia RSV4 στην πίστα των Σερρών, το Supercorsa SP είχε αναμενόμενα περισσότερη φθορά στο τέλος της ημέρας και είναι το δίκαιο τίμημα που πρέπει να πληρώσεις όταν επιλέγεις ελαστικά της κατηγορίας των semi-slick.

Στα πλεονεκτήματα του Supercorsa SP θα πρέπει να βάλουμε και το γεγονός της μεγάλης γκάμας διαστάσεων που τα προσφέρει η Pirelli.

Το εμπρός ξεκινά από την διάσταση 110/70-17 και το πίσω από την 140/70-17 και φτάνει έως την 200/60-17, καλύπτοντας όλους τους κυβισμούς σπορ μοτοσυκλετών από τα 125 κυβικά με τους 15 ίππους έως και τα θηρία των 1100 κυβικών και τους 200+ ίππους στον πίσω τροχό. Γι' αυτό άλλωστε και το χρησιμοποιούν σε πολλών ειδών αγώνες ενιαίου τύπου στα εθνικά πρωταθλήματα της Ευρώπης, από τις κατηγορίες SS300 έως και Superstock 600/1000.

Ταυτόχρονα με το Supercorsa SP, στη διάθεσή μας είχαμε και το Supercorsa BSB… Μπερδευτήκατε με τα ονόματα; Και εμείς μπερδευτήκαμε δυο-τρεις φορές όταν αλλάζαμε τα ελαστικά στις μοτοσυκλέτες, διότι σε εμφάνιση δεν διαφέρουν από τα SP.

Ούτε όμως θα καταλάβεις διαφορά ανάμεσα στο SP και το BSB αν δεν πιέσεις οριακά μέσα στην πίστα τη μοτοσυκλέτα. Το όνομά του το πήρε από το εθνικό πρωτάθλημα superbike της Βρετανίας και η Pirelli το παρουσίασε το 2009 ως την έκδοση δρόμου του καθαρόαιμου αγωνιστικού slick. Σήμερα βρίσκεται τιμολογιακά κάτω από το Supercorsa SP και αποτελεί την πιο συμφέρουσα οικονομικά επιλογή για όποιον θέλει κράτημα και συμπεριφορά semi-slick ελαστικού, χωρίς να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Το συγκεκριμένο ελαστικό το βάλαμε στο Kawasaki Z-H2, που φοράει από το εργοστάσιο τα Pirelli Rosso III. Σε αυτή τη μοτοσυκλέτα η διαφορά μεταξύ του sport-touring Rosso III και του semi-slick Supercorsa BSB ήταν εμφανέστατη από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο μέσα στην πίστα, αλλά και στο δρόμο. Η γυμνή μοτοσυκλέτα της Kawasaki έχει αρκετά μεγαλύτερο βάρος στα 240 κιλά και επίσης έχει πολύ γκάζι και ροπή. Ως αποτέλεσμα, στο δρόμο ζέσταινε πολύ πιο γρήγορα τα Supercorsa BSB, απ’ ότι το ελαφρύτερο Ducati Streetfighter τα Supercorsa SP και δεν υπήρχε ευδιάκριτος συμβιβασμός σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τα sport-touring ελαστικά. Από την άλλη μεριά, η τριγωνική κορόνα των BSB επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά του Ζ-Η2 σε όλες τις ταχύτητες κάνοντας το τιμόνι πιο άμεσο στις αντιδράσεις του, αλλά ταυτόχρονα και πιο ευαίσθητο στις ανωμαλίες του δρόμου. Έτσι δεν λείπουν τα κουνήματα στο τιμόνι αν περάσεις με τέρμα ανοιχτό το γκάζι πάνω από ανωμαλίες.

Στην πίστα το Ζ-Η2 έχει μικρά περιθώρια κλίσης λόγω των μαλακών αναρτήσεων και της χαμηλά τοποθετημένης εξάτμισης και των μαρσπιέ. Οπότε το πλεονέκτημα του υψηλότερου κρατήματος υπό κλίση των BSB δεν σου χρησιμεύει σε κάτι.

Με άλλα λόγια, η επιλογή του Rosso III από την Kawasaki ως ελαστικό πρώτης τοποθέτησης στο Ζ-Η2 θα ικανοποιήσει ένα ευρύτερο κοινό και η τοποθέτηση ενός semi-slick όπως το Supercorsa BSB είναι για εκείνους που θέλουν να βελτιώσουν την ευελιξία της μοτοσυκλέτας, θυσιάζοντας την διάρκεια ζωής σε βάθος χρόνου.

Το τρίτο ζευγάρι ελαστικών της παρέας μας ήταν τα Μetzeler M9RR και είχαν εξίσου δύσκολο έργο, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κτηνώδη ροπή του αυστριακού V2 του KTM 1290 Superduke.

Πρόκειται για μία από τις πιο πρόσφατες αφίξεις στην κατηγορία των hypersport ελαστικών, με το BMW S1000RR να είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής που το φόρεσε ως πρώτη τοποθέτηση από το εργοστάσιο. Μετά από αυτή δόκιμή των streetfighter μπορούμε να πούμε πως συμφωνούμε απόλυτα με την επιλογή της BMW, καθώς τα M9 RR σκοράρουν πολύ υψηλή βαθμολογία σε όλους τους τομείς χρήσης των μοντέρνων υπερ-μοτοσυκλετών, τόσο στο δρόμο όσο και στην πίστα. Η συνεργασία του με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήταν άψογη και παρά την τεράστια διαφορά στον τρόπο απόδοσης του V2 κινητήρα της KTM σε σχέση με τον τετρακύλινδρο της superbike της BMW, δεν προκαλούσε πρόωρη επέμβαση του traction control ή του cornering ABS.

 Ερχόταν αρκετά γρήγορα σε θερμοκρασία λειτουργίας στους ελληνικούς δρόμους και διατηρούσε σταθερή την απόδοσή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα μέσα στην πίστα.

Η γεωμετρία της κορόνας του είναι μεν σπορ και κοντά στα semi-slick ελαστικά, αλλά δεν φτάνει στα άκρα. Οπότε ακόμα και στο 1290 Superduke R, που είναι από τις ελαφρύτερες και πιο ευέλικτες γυμνές μοτοσυκλέτες της αγοράς, διατήρησε το επίπεδο σταθερότητας και δεν εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ζευγάρι ελαστικών που σου επιτρέπει να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες μιας σύγχρονης, παντοδύναμης και γεμάτης ηλεκτρονικά streetfighter ή superbike, χωρίς να απαιτεί τους συμβιβασμούς ενός semi-slick ελαστικού στο δρόμο ή ενός sport-touring ελαστικού στην πίστα.

 Για την πλειοψηφία των ιδιοκτητών sport και supersport μοτοσυκλετών, τα M9 RR της Metzeler είναι μια άριστη επιλογή για να απολαύσουν τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας τους σε κάθε είδους άσφαλτο 365 μέρες το χρόνο. Οι διαθέσιμες διαστάσεις καλύπτουν όλο το φάσμα κυβισμών, από τα 125cc έως και τα 1300cc, οπότε αποτελούν πολύ καλή αναβάθμιση για τις μικρο-μεσαίες supersport που έχουν κατά κανόνα φτηνιάρικα ελαστικά από το εργοστάσιο και πολλές φορές σε λάθος διάσταση για το πλάτων της ζάντας!


 

Yamaha TMax Tech Max 560: Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα: 1.100χλμ ΑΥΘΗΜΕΡΟΝ!

Όταν η καθημερινή σου εργασία, απαιτήσει να «πεταχτείς» λίγο πιο μακριά!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

31/5/2022

Τα σκούτερ έχουν φτιαχτεί για να εξυπηρετούν καθημερινές ανάγκες μετακίνησης, ενώ το TMAX αποτελεί μία ξεχωριστή περίπτωση καθώς όταν πρωτοεμφανίστηκε το 2001 ήταν το πρώτο που προσέφερε οδηγική συμπεριφορά μοτοσυκλέτας, όπως και το πρώτο σκούτερ με αμιγώς σπορ συμπεριφορά. Τις δεκαετίες της μεγάλης ανακάλυψης των κατηγοριών, μέχρι και τις αρχές του ’80 δηλαδή, όλα είχαν λίγο-πολύ δοκιμασθεί και πρακτικά τίποτα δεν γίνεται να είναι τελείως καινούριο. Ανάμεσα στα σκούτερ της εποχής όμως, το TMAX ήταν εκείνο που είχε τον κινητήρα στο κέντρο, ένα κανονικό ψαλίδι και σπορ συμπεριφορά που προσέδιδε ενεργητική ασφάλεια και άνοιγε την όρεξη ακόμη και για trackdays και ενιαία πρωταθλήματα όπως και έγινε εκείνη την εποχή. Πάνω από είκοσι χρόνια πριν, το ΜΟΤΟ έγραφε πως το TMAX αξίζει να ξεχωρίσει και να διαγράψει μία μακρά καριέρα γιατί αλλάζει τα δεδομένα ολόκληρης της κατηγορίας, και παρά τις αντιδράσεις που δεχτήκαμε εκείνη την εποχή από τον ανταγωνισμό του κυρίως, η πορεία του όλα τα επόμενα χρόνια μας δικαιώνει.

Τώρα διανύουμε επίσης μία τελείως διαφορετική εποχή που η οδηγική συμπεριφορά γενικώς έχει αποκτήσει, επιτέλους, ένα κάτω όριο αρκετά όμως υψηλό και πλέον το κόστος απόκτησης, το κόστος συντήρησης και η κατανάλωση, υπερτερούν ως ζητούμενα έναντι των επιδόσεων.

Στην πλήρη και αναλυτική δοκιμή του TMAX θα τα εξετάσουμε όλα αυτά, πάμε να δούμε όμως μία πολύ συγκεκριμένη πτυχή του νέου TMAX μέσα από την ευκαιρία ενός ταξιδιού – αστραπής. Ο Κωνσταντίνος Δάλλας εργάζεται στην Aurora Rally Equipment, έχει εργαστεί παλαιότερα στο ΜΟΤΟ και σε άλλα μέσα ως συντάκτης, έχει εργαστεί ως εκπαιδευτής οδήγησης μοτοσυκλέτας στο California Superbike School, έχει υπάρξει προπονητής του Γιάννη Μπούστα, ενώ συμμετέχει ενεργά στην θρυλικότερη Adventure δοκιμασία του Ειδικού Τύπου στην Ευρώπη, δηλαδή το Mega Test του MOTO. Δεν είχαμε προγραμματίσει να εσωκλείσουμε στην αναλυτική δοκιμή του TMAX κι ένα ταξίδι 1.100χλμ αυθημερόν, αλλά εκμεταλλευτήκαμε την ευκαιρία όπως αυτή περιγράφεται στο κείμενο του Κωνσταντίνου Δάλλα που ακολουθεί, με την ευθύτητα στον λόγο για την οποία διακρίνεται όλα αυτά τα χρόνια. Πραγματοποιούμε το Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Σέρρες πολύ συχνά και στην πορεία του ΜΟΤΟ είναι ταξίδι που έχει γίνει ακόμη και με δίκυκλο 50cc, όπως επίσης και με παλαιότερες εκδόσεις του TMAX. Δεν είναι άθλος, είναι απλά μία τεκμηριωμένη εμπειρία με τα περισσότερα μονορούφι χιλιόμετρα σε μία ημέρα με το 2022 TMAX TechMax 560:  

 

Yamaha TMax Tech Max 560 - 1.100km αυθημερόν!

του Κωνσταντίνου Δάλλα

 

Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα σε μια μέρα

 

Όταν είσαι 16 το κάνεις και με 6βολτο παπί ρετάλι, που αγόρασες από γύφτο στο Σχιστό, με το καρμπιρατέρ να κρέμεται στο πλάι.

Όταν είσαι 26 δεν δέχεσαι τίποτα λιγότερο από το τελευταίο superbike που κυκλοφόρησε το πολύ έξι μήνες πριν.

Όταν είσαι 36 μάλλον θα το κάνεις με αυτοκίνητο – παλιά αυτό βέβαια, σήμερα με 2,3 το λίτρο και 62 ευρώ διόδια, άστο καλύτερα.

Όταν είσαι 46 καλή μου η ώρα, το μόνο που κοιτάς είναι τη σέλα – ή τέλος πάντων από τη σέλα ξεκινάς, για να έχουμε καλή συνέχεια…

 

Οι επαγγελματικές μου υποχρεώσεις στην Aurora Rally Equipment απαιτούσαν την πραγματοποίηση ενός μονοήμερου ταξιδιού αστραπή μέχρι τη Θεσσαλονίκη και πίσω, το οποίο μας «έσκασε» last minute και δεν έβγαινε χρονικά να γίνει αεροπορικώς. Το αυτοκίνητο μπορείτε να το ξεχάσετε - δεν πάω μόνος μου 10 ώρες στην Εθνική, εύκολα θα με πάρει ο ύπνος και θα με μαζεύουν από τις μπαριέρες. Το δε τρένο ξεχάστε το και αυτό, καθώς το μόνο τρένο στο οποίο θα μπω είναι αυτό της γενικής επιστράτευσης σε περίπτωση 3ου παγκόσμιου – αν και, τώρα που το σκέφτομαι, δεν θα με πάρουν λόγω ηλικίας, οπότε το μόνο τρένο στο οποίο θα μπω είναι το κανένα τρένο.

Για να μην το παραζαλίζουμε, η λύση είναι καθαρά και μόνο η μοτοσυκλέτα, αλλά άντε να βρεις ένα αξιόλογο δίκυκλο τελευταία στιγμή. Τηλέφωνο στον Φελούκα λοιπόν, τον άνθρωπο για τις δύσκολες αποστολές. Ντριιιννν…

  • «Έλα ψηλέ. Σου είπα προχτές, δεν έχω νέα για το Mega Test ακόμα».
  • «Θάνο δεν σε πήρα για το Mega Test. Χρειάζομαι ένα μηχανάκι να πεταχτώ ΑΥΡΙΟ μέχρι τη Θεσσαλονίκη και να γυρίσω το ίδιο βράδυ».
  • «Και δεν το λες τόση ώρα; Σου έχω το κατάλληλο εργαλείο: Yamaha TMax 560, το Tech Max, όχι αστεία».
  • “Α ρε. 130 πάει;»
  • «170 εύκολα».
  • «Άσε ρε».
  • «Αν επιμείνεις πάει και 180».
  • «250 χιλιόμετρα βγάζει με ένα ντεπόζιτο;».
  • «Δεν έχω ιδέα ακόμη γιατί θα ταξιδέψεις πρώτος. Έχει όμως cruise control που «κλειδώνει» μέχρι τα 150».
  • «Γιατί; Μετά κουνάει σαν τράτα;»,
  • «Αυτό φίλε μου θα το ανακαλύψεις μόνος σου».

Και έτσι έγινε. Πρωί καθημερινής προσγειώνομαι στα γραφεία του ΜΟΤΟ, καβαλάω TMax και φεύγω άρον-άρον, καθότι ήδη πίσω στο πρόγραμμα. «Που πας ρε φιλαράκι με δαύτο;», γκαρίζει ο Μέντης από το βάθος. «Θα βρίσκουν τα πόδια σου στο τιμόνι». Ευτυχώς δεν έβρισκαν. Οριακά μεν, αλλά δεν έβρισκαν. Ίσως άμα πατάς ψηλά στα μαρσπιέ να βρίσκουν, όμως δεν έχουν καμιά δουλειά τα πόδια σου εκεί πάνω όταν κάνεις επιτόπιους ελιγμούς, εκτός κι αν ψάχνεις τρόπους να πέσεις και να γελάνε μαζί σου και τα πεζοδρόμια…

Ηλεκτρονικά κόλπα

Λίγο πριν βάλω κράνος, αρχίζω να παίζω με τα ηλεκτρονικά. Πάντα, μα πάντα, το πρώτο πράγμα που κάνω όταν οδηγώ ένα ξένο σε εμένα όχημα είναι να παίζω με τα ηλεκτρονικά. Να δω το μενού, τι επιλογές υπάρχουν, τα πάντα όλα. Πάω να δω συνδεσιμότητα, βρίσκω Bluetooth. Ανοίγω ντουλαπάκι, έχει USB και μια αφαιρούμενη θήκη για το τηλέφωνο, με λάστιχο μάλιστα για να το συγκρατεί και να το προστατεύει από κραδασμούς. Κάνω pair το κινητό, τηλεφωνικός κατάλογος, κλήσεις, όλα οκ. Εφαρμογές; Μπα. Νέκρα. Ούτε ένα τιποτένιο Google Maps. Ένα CarPlay, ένα Android Auto; Τίποτα. Μπαίνεις στο site της Yamaha και διαβάζεις υποσχέσεις για πλοήγηση on screen με Garmin Navigator. Αυτό όμως δεν υπάρχει στο ελληνικό App Store, οπότε τζίφος. Παρατάω την αναζήτηση και σετάρω google maps με ειδοποιήσεις στο ρολόι μου.

Πάμε στα themes του οργάνου. Το μόνο του γούστου μου είναι αυτό με το στροφόμετρο να γεμίζει την ημικυκλική μπάρα. Το άλλο με τη βελόνα με τα στρασάκια είναι λες και το έφτιαξαν για την Έλσα από το Frozen. Το δε τρίτο, μια από τα ίδια: αυτό μάλλον το σχεδίασε η Άννα, η αδερφή της Έλσας.

Κατά τα λοιπά, η πληροφορία στα πέριξ της φωτεινής οθόνης φτάνει και περισσεύει. Δύο trip, στιγμιαία και μέση κατανάλωση, μέση ωριαία, θερμοκρασία περιβάλλοντος και ψυκτικού υγρού, ρολόι, χρονική διάρκεια ταξιδιού. Επίσης έχουμε ηλεκτρικά ρυθμιζόμενη ζελατίνα, θερμαινόμενα γκριπ και θερμαινόμενη σέλα – αν και με 36 βαθμούς μέγιστη θερμοκρασία σήμερα, τα δύο τελευταία σίγουρα δεν θα τα χρειαστούμε.

Στο δρόμο για Θεσσαλονίκη – και πίσω

Μέχρι να βγω Εθνική τοποθετώ τη ζελατίνα σε χαμηλό ύψος, έτσι ώστε να φτάνει αρκετός αέρας στο πρόσωπο. Η πρώτη εντύπωση πολύ θετική. Το TMax έχει ένα ολοζώντανο, δυνατό μοτέρ με μπάσο, απόμακρο ήχο και ελάχιστους κραδασμούς. Ανταποκρίνεται άμεσα στο άνοιγμα του γκαζιού και επιταχύνει δυνατά μέχρι τα 160 km/h. Από εκεί και μέχρι τα 182 που μπορείς να δεις στο ταχύμετρο, ο ρυθμός επιτάχυνσης είναι μεν πιο αργός, όμως το TMax παραμένει υποδειγματικά σταθερό, θυμίζοντας μεγάλη τουριστική μοτοσυκλέτα.

Ακόμα και με τη ζελατίνα στην ψηλότερη θέση, το TMax είναι ακλόνητο στις ευθείες. Στις ανοιχτές στροφές της Εθνικής θα χρειαστεί να κάνεις μερικές για να εξοικειωθείς με την αργή γεωμετρία και το χαμηλό κέντρο βάρους. Το TMax θέλει να του δίνεις την εντολή να στρίψει λίγο νωρίτερα απ’ ότι συνηθίζεις, ενώ θα χρειαστεί λίγο μεγαλύτερη κλίση στο κέντρο της στροφής. Μετά από λίγη ώρα, χτίζεις μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί του και αρχίζεις να το διασκεδάζεις. Σου μεταφέρει μπόλικη πληροφορία από το δρόμο, φιλτραρισμένη μεν για χάρη της άνεσης, αρκετή δε για να το οδηγήσεις σβέλτα χωρίς ενδοιασμούς.

Περί traction control και sport mode δεν έχω πολλά να σας πω. Το πρώτο το αισθάνθηκα να παρεμβαίνει στους γλιστερούς δρόμους της Θεσσαλονίκης και νομίζω ότι τα κοψίματα που κάνει είναι λίγο μεγάλα σε διάρκεια. Το δεύτερο δεν το χρησιμοποίησα πουθενά, καθώς δεν αισθάνθηκα το μοτέρ να με κρεμάει ή να δουλεύει χαμηλά σε σημεία που δεν θα έπρεπε.

Το Yamaha TMAX Tech Max 560 στο αεροδρ... αντιμετώπο με την Εθνική Όδο:
(φωτό σε σημείο κλειστό στην κυκλοφορία)

149, 150… Αποφάσισε

Σε μια τέτοια διαδρομή, το cruise control είναι ένα μαγικό εργαλείο που σου επιτρέπει να πάρεις διάφορες περίεργες στάσεις με τα χέρια και το σώμα σου, στην προσπάθειά σου να ξεπιαστείς και να κυκλοφορήσει το αίμα λίγο καλύτερα. Καθ’ όλη τη διάρκεια των 10 ωρών ταξιδιού, αμέτρητες ήταν οι φορές που σκαρφάλωσα τα οπίσθιά μου πάνω στο μαξιλαράκι πλάτης για να πάρει ο πισινός μου αέρα. Άλλες τόσες και περισσότερες κράτησα το τιμόνι από τα δοχεία υγρών φρένων και συμπλέκτη, ενώ δεν ήταν λίγες αυτές που ήμουν με το αριστερό χέρι στο τιμόνι και το δεξί να αναπαύεται στα πόδια μου.

Όπως αναφέραμε νωρίτερα, το cruise control μπορεί να ενεργοποιηθεί μέχρι τα 150 km/h. Για την ακρίβεια, μέχρι τα 149, 150, 149, 150, 149, 150… Αυτό γίνεται συνέχεια όταν το «κλειδώνεις» στην ανώτερη ταχύτητα λειτουργίας. Δοκίμασα να το «κλειδώσω» λίγο παρακάτω και άρχισε τα 147, 148, 147, 148, 147, 148. Αγαπητοί τεχνικοί της Yamaha, είναι λίγο εκνευριστικό αυτό, σου τραβά την προσοχή στα όργανα χωρίς να το θέλεις. Πιστεύω ότι είναι εύκολο να λυθεί με μια αναβάθμιση λογισμικού.

Όταν κινείσαι με περισσότερα από 150 km/h, το TMax δεν σε αφήνει να επαναφέρεις το cruise control στην προηγούμενη ταχύτητα που το είχες ορίσει. Θα πρέπει να κόψεις κάτω από τα 150 και μετά να πατήσεις το resume. Αντίθετα, με το cruise control ενεργοποιημένο, μπορείς να επιταχύνεις πάνω από τα 150 για όση ώρα θες, να αφήσεις το γκάζι και να ανακτήσει έλεγχο το cruise, επαναφέροντας το TMax στην προκαθορισμένη ταχύτητα κίνησης. Το όριο των 150 στο cruise control έχει να κάνει με την ασφάλεια του αναβάτη, δεν είναι λίγοι οι κατασκευαστές που το εφαρμόζουν. Ωστόσο το TMax είναι ακλόνητο μέχρι και την τελική του ταχύτητα, στα 182 km/h στο ταχύμετρο, οπότε πολύ εύκολα θα μπορούσε να πηγαίνει με το cruise μέχρι και αυτή την ταχύτητα.

Στην αυτονομία τώρα, με ταχύτητες κίνησης τα 130 με 140 km/h, το TMax θα κάψει γύρω στα 6.5 λίτρα ανά 100km. Με χωρητικότητα ρεζερβουάρ τα 15 λίτρα, αυτό σημαίνει ότι μπορείς να κάνεις λίγο περισσότερα από 210 χιλιόμετρα μεταξύ των στάσεων. Θα χρειαστεί ωστόσο να μην είσαι αγχωτικός τύπος, καθώς το fuel trip ξεκινά κάπως νωρίς, ακυρώνοντας τη χιλιομετρική ένδειξη υπολειπόμενης αυτονομίας (όλο αυτό για να μεταφράσω τη λέξη “range”). Μπήκα για βενζίνη με το fuel trip στα 27 χιλιόμετρα και έβαλα 13 λίτρα. Είχα δηλαδή άλλα 2 λίτρα μέσα, που σημαίνει ότι θα μπορούσα να κάνω άλλα 15-20 χιλιόμετρα, αν φυσικά μπορούσα να διαχειριστώ το άγχος του να βλέπω το fuel trip να σκαρφαλώνει στα 50 και…

Εν κατακλείδι

Τι μου άρεσε περισσότερο στο TMax σε αυτό το μονοήμερο ταξίδι; Η ζελατινάρα, που την είχα τέρμα πάνω όλη την ώρα, εκτός από το βράδυ που την ρύθμιζα κάτω από το ύψος των ματιών για να έχω καλύτερη ορατότητα. Πλήρης ησυχία πίσω της, σε συνδυασμό με τις ωτοασπίδες που πάντα φοράω σε ταξίδι, έκαναν αυτές τις 10 ώρες λιγότερο κουραστικές.

Μετά, το μοτέρ. Δυνατό και ήσυχο, με όμορφη μπάσα νότα όταν ανοίξεις δυνατά το γκάζι. Το αισθάνεσαι μόνο κάπου στις 4 με 5 χιλιάδες στροφές, όπου σου μεταφέρει ένα μικρό γαργαλητό στις πατούσες. Στα 130 με 140 δεν το αισθάνεσαι ούτε το ακούς, λες και το TMax είναι ηλεκτρικό.

Η σέλα φυσικά. Άνεση επιπέδου πολυθρόνας, με μαξιλαράκι στήριξης για τη μέση. Θα την ήθελα λίγο πιο φαρδιά στο μπροστινό κομμάτι, αν και καταλαβαίνω ότι είναι επίτηδες στενή για να πατάνε κάτω οι πιο κοντοί από εμένα.

Και για το τέλος άφησα τα φώτα. Εντυπωσιακά δυνατά για scooter, θα πω μόνο αυτό: ξέρω αρκετές μοτοσυκλέτες που τα χρειάζονται άμεσα για να βελτιώσουν τον ταξιδιωτικό τους χαρακτήρα.

Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα με TMax λοιπόν. Όχι μόνο γίνεται, αλλά γίνεται και ευχάριστα. Ένας εξαιρετικός συνδυασμός άνεσης / επιδόσεων με λογική κατανάλωση, ευχάριστη οδική συμπεριφορά, χώρους για τα προσωπικά σου αντικείμενα και ένα δεύτερο μπουφάν για όταν δροσίσει το βράδυ. Παραδόξως, είχε δίκιο ο Φελούκας που το αποκάλεσε το κατάλληλο εργαλείο γι’ αυτή τη δουλειά.

 

Καταναλώσεις:

Έως Λαμία από Αθήνα: 6,3λ/100χλμ

Έως Λάρισα: 6,3λ/100χλμ

Λάρισα Θεσσαλονίκη: 7,4/100χλμ

Θεσσαλονίκη – Λάρισα: 6,9/100χλμ

Λάρισα – Αθήνα: 6,4/100χλμ

 

Ετικέτες